Κοραής και Γρηγόριος ο Ε΄ του Γ. Κ.
Του Γιώργου Καραμπελιά
Κοινωνικές συγκρούσεις και Διαφωτισμός. Η μεταπρατική Σμύρνη (1788-1820) [Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, Μάιος 2009]
[ ] Το σχήμα το οποίο έχει κατασκευάσει ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και εν μέρει ακολούθησε ο δυτικός μαρξισμός αδυνατεί να κατανοήσει και να συλλάβει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων, ιδιαίτερα δε, σε περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, οδηγεί σε απολύτως εσφαλμένα συμπεράσματα.
Το σχήμα του δυτικού μαρξισμού είναι απολύτως υποταγμένο στο καπιταλιστικό φαντασιακό της αδιάκοπης προόδου, ως της μοναδικής οδού για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Γι' αυτό και υιοθετεί απόλυτα την αντίληψη του Διαφωτισμού: Η επέκταση της γνώσης, και κατ' εξοχήν η κατακυριάρχηση επί της φύσεως, θα οδηγήσει μέσα από μια σχεδόν μηχανική αλληλουχία στην απελευθέρωση του ανθρώπου και των κοινωνιών – άποψη τόσο χαρακτηριστική στον Αδαμάντιο Κοραή που έβλεπε ακόμα και την απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους ως σχεδόν αυτόματη συνέπεια της «παιδεύσεως του γένους».
Η «πρόοδος» θα ταυτιστεί από την Αριστερά -που όπως δείχνει εξαίρετα ο Μισεά, κυριάρχησε επί των πληβειακών στρωμάτων- με τη ριζική καταστροφή κάθε παράδοσης, κάθε αγκιστρώματος, κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας, οδηγώντας σε έναν κόσμο απόλυτα εξατομικευμένο. Κατέληξε έτσι στην υποταγή των ίδιων των πληβειακών στρωμάτων στον αντίπαλό τους, τον καπιταλισμό και την ιδεολογία του, εκείνη του αέναου εκσυγχρονισμού, ο οποίος είναι αναγκαίος για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Επειδή όμως «η γνώση είναι δύναμη», σύμφωνα με το βασικό απόφθεγμα του Μπέικον, και επειδή, βέβαια, η πρόσκτησή της καθίσταται αναγκαία για να μην οδηγηθούμε στον σκοταδισμό, η ιδιαίτερη μορφή της πρόσκτησής της, εκείνη του «διαφωτισμού», με τη χρησιμοθηρική οπτική της, θα επικρατήσει στη Δύση, και θα υποτάξει τόσο τους περιφερειακούς πολιτισμούς, όσο και πολιτισμούς όπως ο ελληνικός, ο οποίος είχε μια υψηλή γνωστική, μη χρησιμοθηρική παράδοση.
Η ταύτιση της παιδείας και των «μορφωμένων» με την πρόοδο, κατ' εξοχήν στην Ελλάδα -όπου το αίτημα της παιδείας λειτουργούσε και θεωρούνταν ως το αποφασιστικό όχημα της κοινωνικής ανόδου- οδήγησε σε μια στρεβλή αντίληψη των ταξικών στρατοπέδων, ιδιαίτερα για την περίοδο που κυοφορούνταν η Επανάσταση του '21. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, οι «λόγιοι» και κυρίως εκείνοι του δημοτικιστικού στρατοπέδου ή, έστω, οι κοραϊστές, εμφανίζονται στενά συνδεδεμένοι με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και κυρίως του χωριού, καθώς και με τους Κλέφτες και τους Αρματωλούς, εναντίον των κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών, της Εκκλησίας κ.λπ.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα λαϊκά στρώματα ήταν πιο κοντά στους «καλογέρους», τα θρησκευτικά αναγνώσματα (που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδόμενων κειμένων), τις λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες και τις προφητείες, εμπνέονται από τους νεομάρτυρες και την κλεφτουριά και παλεύουν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία». Συχνά, αναγνωρίζουν και σέβονται τους λογίους, τους «φιλοσόφους», αλλά δεν τους θεωρούν δικούς τους. Και το ίδιο συμβαίνει από την αντίπερα όχθη. Οι λόγιοι δυσπιστούν απέναντι στη λαϊκή δεισιδαιμονία, τις προλήψεις, την πίστη στα θαύματα και τις περιφερόμενες κάρες και οστά των αγίων, και παρ' ότι μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με συγκεκριμένους ιεράρχες, Φαναριώτες ή μεγαλεμπόρους, ωστόσο μέσα σ' αυτό το περιβάλλον ζουν, αυτών τα παιδιά εκπαιδεύουν, αυτοί χρηματοδοτούν ή εποπτεύουν τα σχολεία τους, χρηματοδοτούν τις εκδόσεις τους ή γράφονται συνδρομητές σε αυτές. Γι' αυτό και το Φανάρι, οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, το Πατριαρχείο και οι μεγαλέμποροι αποτελούν τους «προστάτες» των λογίων, όπως ακριβώς, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και στη Γαλλία, ή με τον μεγάλο Φρειδερίκο και την Αικατερίνη στη Ρωσία, πριν τη Γαλλική Επανάσταση.
Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, αρκετές αρχοντικές οικογένειες της Σμύρνης έχουν προσχωρήσει στο νεωτερικό ρεύμα. Τα ονόματά τους τα συναντούμε στους καταλόγους συνδρομητών των έργων των αδελφών Οικονόμου και του Κ. Κούμα, τα οποία γράφθηκαν και τυπώθηκαν κατά την περίοδο της διαμονής τους εκεί. Ανάμεσα στους «φιλογενεστάτους εμπόρους» βρίσκουμε μέλη των οικογενειών της Σμύρνης: Ομήρου, Πιττακού, Ράλλη, Μπαλτατζή, Μαυρογορδάτου και Μαυροκορδάτου, Δρομοκαΐτη, Λομβάρδου, Ροδοκανάκη, Βούρου, Δαμαλά, Αλφιέρη, Παλαιολόγου, Προύσαλη κ.ά.
Και, προφανώς, συμπληρώνουν οι συγγραφείς, από αυτούς τους καταλόγους διαπιστώνεται «πλήρης απουσία των κατώτερων κοινωνικών ομάδων».
Η αντίθεση στην εισβολή της δυτικής διαφωτιστικής αντίληψης στον ελληνικό χώρο θα εκφραστεί κατ' εξοχήν με μία άλλη αντίληψη για την παιδεία, προσδεμένη στη θρησκευτική παράδοση και τον ησυχασμό, ή, σε κάποιες περιπτώσεις, με την εμμονή στην αρχαΐζουσα γλώσσα. Το κατ' εξοχήν αντιδιαφωτιστικό κίνημα ήταν οι Κολυβάδες, που θα δοκιμάσουν να αντισταθούν τόσο στον Διαφωτισμό, όσο και στην εισβολή της αντίληψης του έθνους-κράτους, με τη Γαλλική Επανάσταση και τον Ρήγα Φεραίο. Γι' αυτούς ο φωτισμός του γένους πρέπει να στηρίζεται στη θρησκευτική φιλολογία και να απορρίπτει τους «ξενόφερτους νεωτερισμούς».
Ο Μακάριος Νοταράς, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Νικόδημος Αγιορείτης, ο Αθανάσιος Πάριος, ακόμα και ο Κοσμάς Αιτωλός – παρ' ότι δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το κολυβαδικό κίνημα – αντιπροσωπεύουν την εναλλακτική «ησυχαστική» στρατηγική απέναντι στον καλπάζοντα Διαφωτισμό. Και παρ' ότι στις αρχές του 19ου αιώνα μοιάζει να ηττώνται κατά κράτος – όπως ήδη δείξαμε – στα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, ωστόσο δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν μια παράδοση βαθιά ριζωμένη στο λαϊκό σώμα και να ηγεμονεύουν ιδεολογικά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Γι' αυτό και, μετά την επανάσταση, το «ρωσικό κόμμα» θα παραμένει το πολυπληθέστερο και λαϊκότερο.
Οι περισσότεροι μαρξιστές ιστορικοί, τυφλωμένοι από τον αντικληρικαλισμό τους και την πίστη τους στην «πρόοδο», αδυνατούν να κατανοήσουν αυτούς τους πραγματικούς συσχετισμούς και έτσι καταλήγουν στη συγκεκριμένη περίπτωση των κοινωνικών συγκρούσεων της Σμύρνης, και ιδιαίτερα εκείνης του 1819, να ταυτίζονται, ακόμα και άθελά τους, με το στρατόπεδο των μεγαλεμπόρων, που καθόλου παράδοξα ήταν ταυτόσημο με εκείνο των «διαφωτιστών». Και επειδή, τόσο το 1788 όσο και το 1819, τα ταξικά στρατόπεδα είναι αδιαμφισβήτητα, από τη μια πλευρά ο «όχλος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Ανώνυμος του 1788 ή οι «καμηλιέρηδες» κατά τον Κοραή, και από την άλλη οι μεγαλέμποροι, οι «άρχοντες», οι ιστορικοί μας υποχρεώνονται να εφεύρουν τον από μηχανής θεό που θα τους λύσει το δίλημμα. Και αυτός είναι η «αντιδραστική Εκκλησία», η οποία υποκινεί υπογείως και χρησιμοποιεί τον όχλο εναντίον της «προόδου»! Έτσι η ταξική σύγκρουση αίρεται και μετατρέπεται σε μια σύγκρουση μεταξύ της «προόδου» και της «οπισθοδρόμησης». Το κείμενο του Καρατζά είναι εντελώς χαρακτηριστικό ως προς αυτό το στρατήγημα.
Στη μεταπολιτευτική περίοδο θα γίνει ένα παραπέρα βήμα, θα συγκροτηθεί μια νέα μαρξίζουσα ιστοριογραφική σχολή, η οποία θα καταλάβει τις κυριότερες θέσεις των πανεπιστημίων, των πολιτιστικών ιδρυμάτων και του «προοδευτικού» Τύπου, δηλαδή την ιδεολογική και πνευματική εξουσία, και θα εγκαταλείψει σταδιακώς κάθε αναφορά τόσο στις ταξικές διαστάσεις των αντιθέσεων, όσο και στην εθνικοαπελευθερωτική συνιστώσα. Στο εξής, μία και μόνη ιδεολογική αντίθεση θα χαρακτηρίζει τον προεπαναστατικό ελληνισμό, η διχοτομία ανάμεσα στον «Διαφωτισμό» και την «Εκκλησία». Διχοτομία η οποία αναγνωρίζει πλέον την αστική τάξη, και μάλιστα τα ανώτερα στρώματά της, ως τον βασικό, αν όχι και αποκλειστικό φορέα του «φωτισμού» και της επανάστασης, στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Έτσι οι αναλύσεις μαρξιστών όπως του Ζέβγου, του Σβορώνου, του Μοσκώφ, του Μάξιμου, του Ψυρούκη, ακόμα και του Κορδάτου, για τον μεταπρατικό χαρακτήρα της μεγαλοαστικής τάξης της υπόδουλης Ελλάδας, σταδιακώς βυθίζονται στη λήθη και προβάλλεται μόνον ο διαφωτιστικός και παιδευτικός της ρόλος. Μέσα από αλλεπάλληλες ιδεολογικές και κοινωνικές μετατοπίσεις περάσαμε, από την παλαιά μαρξιστική ταύτιση επανάστασης και προόδου, στην ανοικτή υποστήριξη των ελίτ ως φορέων της προόδου και στην περιφρόνηση των λαϊκών στρωμάτων ως σκοταδιστικών, υποβαθμίζοντας ακόμα και την ίδια τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του '21.
ΠΗΓΗ: Μην. Εφημερίδα «Ρήξη», φ. 52, http://www.ardin.gr/node/1334
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.