ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1943
Η τραγική μέρα όπως την έζησε ο κερτεζίτης Γιώργος Σπανός (Σίδνεϊ)
Έχουν περάσει 65 χρόνια από την ημερομηνία αυτή που κάθε χρόνο την ονομάζουμε επέτειο της καταστροφής, όχι μόνον των Καλαβρύτων, αλλά και ολόκληρης της επαρχίας. Τα σχεδόν 70 χωριά που καταστράφηκαν είχαν λιγότερη απήχηση στην ψυχή μας από τον αποτρόπαιο θάνατο των 1300 ψυχών που άφησαν συγγενείς και γνωστούς απαρηγόρητους μέχρι τη σημερινή ημέρα. Το όνομα μου είναι Γ. Σπανός, από την Κέρτεζη. Είμαι ο άνθρωπος που δεν άκουσα κάποιον να διηγείται την ακόλουθη ιστορία, ούτε τη διάβασα, αλλά την έζησα από κοντά και τα συμβάντα της έχουν γραφεί στη μνήμη μου με ανεξίτηλο μελάνι.
Η ερώτηση τού γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω ειπεί λέξη, πιθανόν διότι η ψυχή μου βρίσκεται στην ασθενική αυτή θέση που δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τέτοια τραγικά γεγονότα για δεύτερη φορά.
Στις αρχές του 1943 ακολούθησα τον απελευθερωτικό στρατό (αντάρτες), τη επιμονή του Αντισμηνάρχου Δ. Μίχου, τον οποίο εγνώριζα από την Αθήνα. Η ηλικία μου τότε ήταν 18 χρόνων και έχω απόλυτη γνώση των γεγονότων, πολιτικών και στρατιωτικών. Έλαβα μέρος σε εχθροπραξίες εναντίον Ιταλών και Γερμανών και η κατάσταση της σιωπής μου συνεχίσθηκε μέχρι του έτους 1991, όταν υπέστην εγκεφαλική αιμορραγία που αχρήστεψε όλη τη δεξιά μου πλευρά. To 1992 αποφάσισα να γράψω με τις λίγες δυνατότητες που είχα, τα απομνημονεύματά μου για τα έτη 1940-1948, σε βιβλίο που αποτελείται από 115 σελίδες και το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει διαβάσει κανείς, ούτε ακόμη και η οικογένεια μου.
Με απόλυτη συντομία και περιληπτική προσπάθεια, λόγω της μακάβριας περιεκτικότητας του κειμένου της περιγραφής της 13-12-43, μόνο τα ακόλουθα μπορώ να γράψω. Από την 1-12-1943 η γερμανική στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου, τη εισηγήσει και πρωτοβουλία της φρουράς του Αιγίου, με συνεργασία της 117 επίλεκτης μεραρχίας ορεινών καταδρομών Πατρών και των μονάδων Κορίνθου, Τριπόλεως και Πύργου, ξεκίνησαν για τα Καλάβρυτα. Ονομασία (Επιχείρηση Καλάβρυτα).
Η μονάδα των Πατρών στις 3-12-43 έκαψε τη μονή του Ομπλού, λίγο πιο έξω από την Πάτρα, εν συνεχεία κάψανε τα χωριά Παπαντώνη, Βλασία και συνέχισαν καίγοντας. Οι μονάδες Κορίνθου, Τριπόλεως και Πύργου αμέσως μόλις μπήκαν στο νομό Αχαΐας, άρχισαν καίγοντας από την κωμόπολη Μαζέϊκα, Παγκράτι, Καρνέσι και συνέχισαν καίγοντας μέχρις ότου έφθασαν στην Αγία Λαύρα, όπου τυφέκισαν 13 μοναχούς στην πλατεία της μονής και έκαψαν την ιστορική μονή. Η μονάδα του Αιγίου υπό την διοίκηση του ανθρωπόμορφου τέρατος λοχία Τέννερ (σημ. σε όλη αυτή την επιχείρηση ουδείς Γερμανός αξιωματικός της σχολής έλαβε μέρος, μόνον υπαξιωματικοί των S.S. Executioners). Έκαψαν τα χωριά Ζαχλωρού, Κερπινή και εξετέλεσαν 30-32 από το κάθε χωριό. Μετά μπήκαν στο χωριό Ρογοί, μάζεψαν 62 και τους έκλεισαν στην εκκλησία. Εξετέλεσαν πρώτα τον παπά Χρήστο Κανελλόπουλο και μετά τους υπόλοιπους στο προαύλιο της εκκλησίας.
Την 9η Δεκεμβρίου μετά τους Ρογούς οι Ούννοι ήρθαν στο μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο, συνέλαβαν και οδήγησαν 16 μοναχούς στο στενό μονοπάτι βορειοδυτικά της μονής, 600 μέτρα (τοποθεσία Κισωτή). Τους εκτέλεσαν ρίχνοντάς τους στον γκρεμνό (διήγηση του νεαρού καλόγερου Δανιήλ ο οποίος κατάφερε να ξεφύγει πηδώντας στον γκρεμνό).
Μετά την εκτέλεση έκαψαν τη μονή και έφυγαν για τα Καλάβρυτα. Όταν μέτρησαν τους Καλαβρυτινούς, δεν τους βρήκαν αρκετούς και έβαλαν το διαβολικό σχέδιο, παρουσιάζοντας τους πατριδοκάπηλους Έλληνες που κουβαλούσαν μαζί τους, με λόγους και υποσχέσεις ότι οι Γερμανοί είναι φίλοι του λαού και να ειδοποιήσουν όσους ήσαν έξω να έρθουν πάλι στα σπίτια τους. Καθυστέρησαν δύο ημέρες όσο να συγκεντρώσουν τον αριθμό. Εν τω μεταξύ ενώ οι Γερμανοί προ της επιχειρήσεως είχαν κινήσει κάθε λίθο να κάνουν την επιχείρηση αυτή επιτυχή και ασφαλή για τον εαυτό τους, ο Δεσπότης του Αιγίου είχε στείλει επιστολή με την υπογραφή του στο στρατηγείο των ανταρτών, να απολύσουν όλους τους Γερμανούς αιχμαλώτους και να μην επέμβουν σε εχθροπραξίες εναντίον τους, εγγυόμενος ειρήνη. Ακόμα και οι Καλαβρυτινοί έπραξαν παρομοίως δι’ επιστολών και απεσταλμένων προς το στρατηγείο.
Το στρατηγείο τις ημέρες τούτες ευρίσκετο στο Νομό Ηλείας, από την πίεση όμως των πολιτών υπέκυψε και εξέδωσε ρητή εντολή μη επιθέσεως προς όλες τις μονάδες. Η μονάδα μου βρέθηκε αποκλεισμένη και καθηλωμένη σε ακινησία στο δυτικό μέρος του Χελμού, σε υψόμετρο 1800 μ. σε θερμοκρασία 15 υπό το μηδέν, με πάγο και χωρίς τρόφιμα για 6 ημερόνυκτα. Στην επαρχία υπήρχαν 1000 ως 1200 αντάρτες, στην περιφέρεια Ερυμάνθου 400 υπό τον συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλο, στην περιφέρεια του Χελμού 400 υπό τον συνταγματάρχη Ι. Σέρβο και δύο ακόμη ανεξάρτητοι λόχοι, ο πρώτος υπό τον λοχαγό Γ. Αρετάκη (Σφακιανό) και τον υπολοχαγό Μουτούση και ο δεύτερος υπό τον λοχαγό Χρήστο Στασινόπουλο ο οποίος έσερνε μαζί του 97 Γερμανούς αιχμαλώτους της διαλυθείσης μονάδας της 117 μεραρχίας στην Κερπινή, πριν ενάμιση μήνα, η οποία επιχείρησε την καταστροφή των Καλαβρύτων τότε.
Την 6η ημέρα η μονάδα μου, εκ του φόβου απειλής θανάτου κατέβηκε στο δάσος της Βελιάς 3 χιλ. από τα Καλάβρυτα, διότι από την κακουχία είχαμε τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Ζήτησα άδεια και πήγα στην Κέρτεζη δια νυκτός και προς μεγάλη μου έκπληξη ενώ όλη η επαρχία είχε καεί, η Κέρτεζη ήταν ανέπαφη. Στις 4 το πρωί άλλαξα ρούχα και έφυγα για τα Καλάβρυτα αποφεύγοντας τον αυτοκινητόδρομο Ήταν το πρωί της 14–12-43. Η ατμόσφαιρα ήταν μαύρη από καπνούς και βρώμα. Τα Καλάβρυτα ήταν το μόνο μέρος που τα σπίτια ακόμη εκαίγοντο, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν Γερμανοί και μπήκα μέσα, ακούγοντας τα ουρλιαχτά των γυναικών.
Όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τον πληθυσμό στην πλατεία στις 13-12-43 και ώρα 10 π.μ., διέταξαν τους άνδρες να πάρουν από μια κουβέρτα και ψωμί (παραπλανητικά), τα γυναικόπαιδα και αγόρια κάτω των 12 ετών εκλείσθησαν στο δημοτικό σχολείο με δύο φρουρούς. 400 μέτρα νοτιοανατολικά του σχολείου υπήρχε ένα μεγάλο κενό οικόπεδο (χωράφι) δίπλα στο νεκροταφείο, είχαν τοποθετήσει εκεί κυκλικώς 8 μυδράλια (οπλοπολυβόλα) (διεπιστώθη αυτό από τους αδειανούς κάλυκες).
Οι στρατιώτες που οδήγησαν το λαό εκεί απεσύρθησαν και οι καμουφλαρισμένοι εκτελεστές φόρεσαν ειδικά γυαλιά και έριξαν τρεις φωτοβολίδες μαγνησίου και άρχισε η εκτέλεση, κατόπιν έδωσαν χαριστική βολή στον κάθε ένα. Εν τω μεταξύ οι υπόλοιποι ταυτοχρόνως έκαιγαν τα σπίτια, γι’ αυτό ήθελαν τα γυναικόπαιδα έξω από το δρόμο τους, μία πιστολιά στο εσωτερικό του σπιτιού με κατάλληλα χημικά και το σπίτι γινόταν αυτομάτως παρανάλωμα πυρός.
Όταν πήγα στο πεδίο εκτελέσεως βρήκα μόνο πέντε άνδρες από το διπλανό χωριό Βυσωκά που όλοι μαζί δουλέψαμε για την ταφή, αμίλητοι με κόκκινα μάτια και μύτες και τα καπέλα κατεβασμένα μέχρι τα μάτια. Τρεις σκάβανε ομαδικούς τάφους και τρεις κουβαλούσαμε σέρνοντας, από τον ατελείωτο ανθρωποσωρό, οι γυναίκες βοηθούσαν, αλλά καλύτερα να μην υπήρχαν από τις φωνές και τα κλάματα. Επήγα εκεί διότι είχα συγγενείς της οικογενείας μου, όταν όμως είδα τα παραμορφωμένα πρόσωπα για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισα να τους βλέπω όλους με τα μάτια του Χριστού σαν πατεράδες και αδέλφια.
Το πιο σπαραξικάρδιο ήταν οι κραυγές των γυναικών που έξαλλες αναποδογύριζαν τα πτώματα να γνωρίσουν τους δικούς τους. Στις τρεις το απόγευμα κατάλαβα ότι εάν δεν έφευγα από εκεί τώρα αμέσως θα με βάζανε στο λάκο μαζί με τους άλλους. Οι ταλαιπωρίες των προηγουμένων ημερών και η ψυχική μου εξουθένωση με έριξαν κάτω άρρωστο και δεν μπόρεσα να πάω τη δεύτερη και τρίτη ημέρα της ταφής.
Γιώργος Σπανός, Σίδνεϊ
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Η ΚΕΡΤΕΖΗ», Αρ. Φ. 79, Δεκέμβριος – Ιανουάριος 2008, σελ.4.