Προς μια Πολίτικη Ρωμιοσύνη «εν ετέρα μορφή»;
Tου Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
[Τα κατωτέρω αποτελούν τις καταληκτήριες παραγράφους μιας ομιλίας του γράφοντος, η οποία, υπό τον τίτλο «Μνήμη Ρωμιοσύνης», έγινε στα πλαίσια εσπερίδας, οργανωμένης πρόσφατα από την «Ελληνική Κοινότητα Γενεύης», με θέμα «Η Ομογένεια της Κωνσταντινούπολης, χτές και σήμερα». Οι λοιποί ομιληταί κατά την εκδήλωση αυτή ήταν η Ρέα Πουρνάρα-Ξενιάδου («Η Παιδεία στην Πόλη») και ο Γεώργιος Λαιμόπουλος («Η Ομογένεια της Πόλης. Δυσκολίες του χθες-προκλήσεις του σήμερα-προοπτικές του αύριο»)].
Πόσοι είναι σήμερα οι Ομογενείς που συνεχίζουν ακόμη να δίνουν το «παρών» της Πίστης και του Γένους τους γύρω από τον Πατριάρχη και Πατέρα τους στην Πόλη; Την κοιτίδα αυτή του Ελληνισμού, συνάμα δε και πνευματικό Κέντρο της ανά την οικουμένην Ορθοδοξίας; Δύο, το πολύ τρείς χιλιάδες ψυχές.
Παρενθετικά να σημειωθεί ότι οι αριθμοί αυτοί αφορούν, φυσικά, το Ρωμαίικο στοιχείο της Πόλης. Διότι, αν συνυπολογίσει κανείς τους Ορθοδόξους εκείνους που διαβιούν εδώ και δύο δεκαετίες περίπου στην πόλη αυτή και που προέρχονται από την Αντιόχεια, τα Βαλκάνια, τον Καύκασο και τον Ευρωπαϊκό Βορρά, μπορεί να λεχθεί ότι, σύμφωνα με την Ορθόδοξο Κανονική παράδοση, το ποίμνιο του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ανέρχεται σήμερα σε 80-100 χιλιάδες ψυχές, λόγῳ του, ελληνικού μεν ως προς την «κουλτούρα» και την γλωσσική του έκφραση, αλλά υπερεθνικού και υπερφυλετικού στη φύση του, Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καθώς έλεγε σε πρόσφατη ομιλία του προς την νεολαία της Ομογένειας ο Σεπτός μας Προκαθήμενος, όσοι έρχονται τον τελευταίο καιρό στην Πόλη είτε για ανώτερες σπουδές, εἰτε για να αναζητήσουν κάποια εργασία, «για εμάς, για το Πατριαρχείο, για την Εκκλησία, για εμένα προσωπικώς ως Αρχιεπίσκοπο της Πόλεως και Πατριάρχη, είναι όλοι μια ενιαία και αδιαίρετος οικογένεια. Δεν κάνουμε καμμία διάκριση».
Πολλοί είναι ασφαλώς οι νοσταλγοί των εποχών εκείνων που έφυγαν ανεπιστρεπτί, και περισσότεροι ίσως οι προβλέποντες ένα σκοτεινό μέλλον, τόσο για την Πολίτικη Ρωμιοσύνη, όσο και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φρονούντες, ενδεχομένως, πως ο Ελληνισμός της Πόλης έχει «ημερομηνία λήξεως». Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι και μετά την Άλωση το 1453, λίγοι ήταν και εκείνοι που περιεστοίχιζαν τον Πατριάρχη Γεννάδιο τον Σχολάριο. Κατά τι περισσότεροι από αυτούς που κυκλώνουν σήμερα τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Σύμφωνα με Οθωμανικές Βακουφικές πηγές που ανάγονται στο 1478, (δηλ. μόλις 25 χρόνια μετά την Άλωση), στην εντός των τειχών Κωνσταντινούπολη είχαν μείνει μόνο 3151 εστίες Ρωμιών και 592, στην αντιπέραν όχθη του Κερατείου Κόλπου, στο Γαλατά.
Εν τούτοις, κατά τους μετά την Άλωση χρόνους, τους λεγόμενους Κάτω Χρόνους, η Πρόνοια του Θεού έστειλε στην Βασιλεύουσα μυριάδες ομογενών και ομαίμων από την κάποτε δυτική ενδοχώρα της, από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και την Μακεδονία, την Χίο και την Μυτιλήνη, την Κρήτη και την Θράκη, οι οποίοι δίπλα στους Πόντιους, Ίωνες και Καππαδόκες της ανατολικής της ενδοχώρας, «ρωμιοποιήθηκαν» μέσα στο χωνευτήρι της Πόλης και μεγαλούργησαν, στηρίζοντας την Εκκλησία τους και στηριζόμενοι απ’ αυτήν. Γι’ αυτό, ακριβώς, και οι λίγοι που έμειναν σήμερα στην Πόλη δεν αποθαρρύνονται από τις συγκυρίες, ούτε ολιγοψυχούν. Αλλά μένοντες πιστοί στη μνήμη του παρελθόντος, δεν παύουν να αγωνίζονται και για το αύριο της Ρωμιοσύνης, γνωρίζοντες από μακραίωνη πείρα ότι είναι «ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Θεού».
Γιατί, ποιός μας λέγει πως δεν μπορεί να επαναληφθεί μια μέρα αυτό που συνέβη στους Κάτω Χρόνους, κυρίως δε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ο Σουλτάνος Αμπτούλ Μετζίτ με το Διάταγμα «Χάττι Σερίφ» το 1839, εγκαινίαζε τις, γνωστές ως Τανζιμάτ, Μεταρρυθμίσεις, που φιλελευθεροποιούσαν την οικονομία και έδιναν έτσι την δυνατότητα σε αλλοδαπούς να συμμετέχουν ενεργά στην οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Ποιός μπορεί να ισχυρισθεί ότι σ’ένα προσεχές μέλλον δεν μπορούν να εγκατασταθούν στην Πόλη «έποικοι» από την Ελλάδα για επαγγελματικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς ή άλλους λόγους; Τώρα μάλιστα που οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις ομαλοποιούνται και τείνουν να πάρουν μιαν άλλη διάσταση με τις «μεταρρυθμίσεις» που επιχειρεί ο Ταγίπ Ερντογάν στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής πολιτικής του; Οι μερικές εκατοντάδες Ελλαδικών επιχειρηματιών, βιοπαλαιστών, ακαδημαϊκών διδασκάλων, αλλά και μετεκπαιδευομένων φοιτητών, που ήδη διαβιούν στην Πόλη εδώ και κάμποσο καιρό, δεν μπορεί να αποτελέσουν, μήπως, το «φύραμα» με το οποίο μπορεί να ζυμωθεί σ΄ένα προσεχές μέλλον μια Πολίτικη Ρωμιοσύνη «εν ετέρα μορφή»; Γιατί όχι;
Υπάρχουν όμως ουκ ολίγα «καυτά» ερωτήματα! Θα υπάρξει ώσμωση μεταξύ Ρωμιών και «Νεο-ρωμιών»; Διότι, κακά τα ψέμματα, όσο και αν ανήκουμε στο ίδιο Γένος και μιλούμε την αυτή γλώσσα και, θεωρητικά τουλάχιστον, ανήκουμε στην ίδια Ορθόδοξη Εκκλησία, διακατεχόμαστε από διαφορετικές νοοτροπίες. Οι «Πολίτες» θα θελήσουν να αγκαλιάσουν τους «Ελλαδίτες»; Οι «Ελλαδίτες», πολίτες πλέον της Ευρωπαϊκής Ἐνωσης, θα στρέξουν να «ρωμιοποιηθούν», να πλησιάσουν την Εκκλησία, όπως συνέβη στο παρελθόν και να σμίξουν τα χνώτα τους με τα χνώτα εκείνων που εκφράζουν μιαν άλλη κουλτούρα, εκείνη της «καθ’ ημάς Ανατολής»; Ή θα προτιμήσουν να εγκλωβιστούν μέσα σ’ ένα ομόγλωσσο και ομόθρησκο μεν, αλλά ξεχωριστό πολιτισμικό «γκέτο», με το σκεπτικό ότι «ου συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρίταις»; Τα Ομογενειακά Εκπαιδευτήρια θα εφοδιασθούν με τα μέσα εκείνα που θα τα επιτρέψουν να ξαναβρούν την παλαιά τους αίγλη; Και το κυριώτερο, θα έχουν την δυνατότητα να δέχονται τα παιδιά των εξ Ελλάδος «εποίκων»;
Ιδού μερικά καίρια πολιτικά, κοινωνικά και ποιμαντικά προβλήματα, με τα οποία, αργά ή γρήγορα, θα βρεθούν αντιμέτωποι όσοι είναι ταγμένοι στη διακονία αυτού που λέγεται Πολίτικη Ρωμιοσύνη. Προβλήματα στα οποία δέον να δοθούν ξεκάθαρες και βιώσιμες λύσεις. Αν, φυσικά, θέλουμε να έχουμε μια ζωντανή και δυναμική παρουσία στην αιώνια αυτή πρωτεύουσα του οικουμενικού Ελληνισμού, η οποία ονομάζεται Κωνσταντινούπολη.
ΠΗΓΗ: Jun 21, 2011, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=6058