Η απίστευτη επιτυχία του Occupy Wall Street
Του Ιμάνουελ Βαλερστάιν* – [Mετάφραση: Γιώργος Σουβλής]
Ακόμη και εάν το κίνημα Occupy Wall Street αρχίζει να εξασθενεί λόγω της εξάντλησης των μελών του ή της καταστολής, έχει ήδη επιτύχει και θα αφήσει μια κληρονομιά με διάρκεια, όπως ακριβώς έκαναν οι εξεγέρσεις του 1968
Το κίνημα Occupy Wall Street – διότι τώρα αποτελεί κίνημα – είναι το πιο σημαντικό πολιτικό γεγονός στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις εξεγέρσεις του 1968, των οποίων συνιστά άμεσο απόγονο ή συνέχιση.
Για ποιον λόγο ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες τότε που ξεκίνησε –και όχι τρεις μέρες, τρεις μήνες, τρία χρόνια νωρίτερα ή αργότερα– δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά. Οι προϋποθέσεις υπήρχαν: όσοι υπέφεραν οικονομικά αυξάνονταν ραγδαία, και δεν ήταν μονάχα εκείνοι που είχε πλήξει πραγματικά η φτώχεια αλλά και για το ολοένα μεγαλύτερο τμήμα των φτωχών εργαζόμενων (γνωστών και ως η «μεσαία τάξη»)· πρωτοφανής υπερβολή (εκμετάλλευση, πλεονεξία) του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών («Γουόλ Στριτ»)· το παράδειγμα των εκρήξεων αγανάκτησης σε όλο τον κόσμο (η «Αραβική Άνοιξη», οι ισπανοί αγανακτισμένοι, οι χιλιάνοι φοιτητές, τα συνδικάτα στο Γουισκόνσιν, και μια μακρά λίστα άλλων). Στην πραγματικότητα, δεν έχει μεγάλη σημασία ποια ήταν η σπίθα που προκάλεσε την φωτιά. Αλλά ότι ξεκίνησε.
Στο πρώτο στάδιο – τις πρώτες μέρες – το κίνημα ήταν μια χούφτα τολμηρών, κυρίως νέων, ανθρώπων που προσπαθούσαν να διαδηλώσουν. Ο Τύπος τους αγνόησε παντελώς. Τότε ορισμένοι ανόητοι αστυνομικοί σκέφτηκαν πως λίγη βία θα έθετε τέρμα στις διαδηλώσεις. Καταγράφηκαν σε βίντεο, που γρήγορα κυκλοφόρησε στο YouΤube.
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο στάδιο – τη δημοσιότητα. Ο Τύπος δεν μπορούσε πλέον να αγνοεί εντελώς τους διαδηλωτές, έτσι επιδίωξε να δείξει ένα είδος συγκαταβατικότητας: Τι γνώριζαν για την οικονομία αυτοί οι ανόητοι, αδαείς νέοι (και ορισμένες μεγαλύτερες γυναίκες); Διέθεταν οποιαδήποτε θετική πρόταση ή πρόγραμμα; Ήταν «πειθαρχημένοι»; Οι διαδηλώσεις, όπως μας έλεγαν, σύντομα θα εξασθενούσαν. Αυτό το οποίο ο Τύπος και οι δυνάμεις της εξουσίας δεν στάθμισαν (δεν φαίνεται να μαθαίνουν ποτέ) έγκειται στο ότι το θέμα της διαμαρτυρίας διαδόθηκε ευρέως και μαθεύτηκε γρήγορα. Στη μια πόλη μετά την άλλη, άρχισαν παρόμοιες «καταλήψεις». Άρχισαν να μετέχουν άνεργοι πενηντάρηδες, όπως και γνωστές προσωπικότητες. Το ίδιο έκαναν και τα εργατικά συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου του AFL-CIO. Ο διεθνής τύπος άρχισε να παρακολουθεί τα γεγονότα. Ερωτώμενοι τι επιδιώκουν οι διαδηλωτές, απάντησαν: «Δικαιοσύνη», κάτι που άρχισε να φαίνεται σαν μια απάντηση μεστή περιεχομένου σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους.
Αυτό μας έφερε στο τρίτο στάδιο: τη νομιμοποίηση και την αποδοχή. Ακαδημαϊκοί με ιδιαίτερο κύρος άρχισαν να λένε πως η σύγκρουση με τη «Γουόλ Στριτ» δικαιολογούνταν σε κάποιο βαθμό. Ξαφνικά, στις 8 του Οκτώβρη, το εντιτόριαλ των New York Times, του βασικού εκπροσώπου του ευυπόληπτου κεντρώου χώρου, υποστήριζε πως οι διαδηλωτές διέθεταν πράγματι «ένα σαφές μήνυμα και συγκεκριμένες πολιτικές επιταγές» και πως το κίνημα ήταν «κάτι περισσότερο από μια εξέγερση της νεολαίας». Οι Times συνέχιζαν: «Η ακραία ανισότητα είναι το σήμα-κατατεθέν μιας δυσλειτουργικής οικονομίας, κυριαρχούμενης από ένα χρηματοοικονομικό τομέα που καθοδηγείται πολύ περισσότερο από την κερδοσκοπία, την παράλογη άνοδο των τιμών και την κυβερνητική υποστήριξη παρά από τις παραγωγικές επενδύσεις. Σκληρή γλώσσα για τους Times. Και τότε η Επιτροπή της Προεκλογικής Εκστρατείας του Δημοκρατικού Κόμματος για το Κογκρέσο άρχισε να κυκλοφορεί ένα κείμενο υπογραφών, ζητώντας από τους υποστηρικτές του κόμματος να δηλώσουν: «Συντάσσομαι με το Occupy Wall Street».
Το κίνημα είχε καταστεί αξιοσέβαστο. Και μαζί με την ευυποληψία προέκυψε ο φόβος: Τέταρτο στάδιο. Ένα σημαντικό κίνημα διαμαρτυρίας το οποίο εξαπλώνεται συνήθως αντιμετωπίζει δυο βασικές απειλές. Η μια είναι, στο δρόμο, η οργάνωση μιας σημαντικής αντιδιαδήλωσης της Δεξιάς. Ο Eric Cantor, ο σκληροπυρηνικός (και αρκετά οξύνους) επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στο κογκρέσο, έχει ήδη απευθύνει, στην πραγματικότητα, ένα κάλεσμα για κάτι τέτοιο. Τέτοιες αντιδιαδηλώσεις μπορεί να αποβούν αρκετά βίαιες. Το κίνημα Occupy Wall Street πρέπει να είναι προετοιμασμένο επ’ αυτού και να εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους θα τις αντιμετωπίσει ή θα τις ανασχέσει.
Αλλά η δεύτερη και μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από την ίδια την επιτυχία του κινήματος. Καθώς αυτό συγκεντρώνει μεγαλύτερη υποστήριξη, διευρύνεται και το φάσμα των διαφορετικών απόψεων μεταξύ των ενεργών μελών του κινήματος. Το πρόβλημα έγκειται εδώ, όπως πάντα, στο πώς θα αποφύγουμε αφενός τη Σκύλλα ενός άτεγκτου δογματισμού, οπότε θα συρρικνώνεται εξαιτίας της πολύ στενεμένης βάσης του, και αφετέρου τη Χάρυβδη της έλλειψης πολιτικής συνοχής λόγω της ευρύτητάς του. Δεν υπάρχει κάποια μαγική συνταγή για τον τρόπο με τον οποίο το κίνημα θα καταφέρει να αποφύγει το ένα ή το άλλο άκρο.
Αναφορικά με το μέλλον, το κίνημα ενδέχεται να ενισχύεται ολοένα και περισσότερο. Μπορεί να καταφέρει δυο πράγματα: βραχυπρόθεσμα, να επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική, στην κατεύθυνση της λήψης μέτρων που θα ανακουφίσουν τον έντονο πόνο των ανθρώπων· και, μακροπρόθεσμα, να επιφέρει ένα μετασχηματισμό στον τρόπο με τον οποίο μεγάλα τμήματα του αμερικάνικου πληθυσμού σκέφτονται σχετικά με τις πραγματικότητες της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και τους σημαίνοντες γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα εξαιτίας του ότι ζούμε σήμερα σε ένα πολυπολικό κόσμο.
Ακόμη και εάν το κίνημα Occupy Wall Street αρχίζει να εξασθενεί λόγω της εξάντλησης των μελών του ή της καταστολής, έχει ήδη επιτύχει και θα αφήσει μια κληρονομιά με διάρκεια, όπως ακριβώς έκαναν οι εξεγέρσεις του 1968. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν αλλάξει, και μάλιστα σε μια θετική κατεύθυνση. Όπως αναφέρει το ρητό, «Η Ρώμη δεν χτίστηκε μέσα σε μια μέρα». Ένα νέο και καλύτερο κοσμοσύστημα, οι νέες και καλύτερες ΗΠΑ, αποτελούν ένα καθήκον το οποίο απαιτεί διαδοχικές προσπάθειες από διαδοχικές γενιές. Εξάλλου, ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι εφικτός (μολονότι όχι σίγουρος). Μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά. Το Occupy Wall Street κάνει τη διαφορά, τη μεγάλη διαφορά.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Ιμμάνουελ Βαλερστάιν και αναδημοσιεύεται σήμερα ταυτόχρονα σε Ενθέματα και το Red Notebook.
ΠΗΓΗ: 23 Οκτωβρίου 2011, http://www.rnbnet.gr/details.php?id=3506
* Ο Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν γεννήθηκε το 1930 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, απ` όπου και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα (1959). Στο ίδιο πανεπιστήμιο δίδαξε έως το 1971, ενώ από το 1976 έως το 1999 διετέλεσε επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Binghamton και, παράλληλα, διευθυντής του "Fernand Braudel", του διάσημου ερευνητικού κέντρου "για τη Μελέτη των Οικονομιών, των Ιστορικών Συστημάτων και των Πολιτισμών". Από το 2000 είναι επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Yale. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Βάλλερσταϊν εστιάζει την έρευνά του στα αφρικανικά κράτη, πριν και μετά την εποχή της αποικιοκρατίας.
Σύντομα, κρίνει ανεπαρκή την εξέταση ενός ή λίγων κρατών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και, έτσι, στρέφει τη μεθοδολογική του προσέγγιση στη μακρά διάρκεια και στην ευρύτητα του συνόλου. Το 1974 εκδίδει τον πρώτο τόμο του -προς το παρόν τρίτομου και υπό ολοκλήρωση- έργου του "The modern world system", το οποίο και θα τον καταστήσει κύριο ανανεωτή της νεομαρξιστικής σκέψης. Στην ίδια δεκαετία, και αφού έχει προηγουμένως συμμετάσχει ενεργά στο μεταρρυθμιστικό κίνημα της αμερικανικής πανεπιστημιακής κοινότητας του 1968, θα στρέψει, επιπλέον, το ενδιαφέρον του στη μελέτη των "αντισυστημικών" κινημάτων, όρος του οποίου η πατρότητα του ανήκει.
ΠΗΓΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ: http://www.perizitito.gr/persons.php?personid=29816