ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης (Ομήρου Ιλιάς). Με τα λόγια αυτά ο Έκτωρ εμψυχώνει τους συμπατριώτες του να αντέξουν την πίεση των Αχαιών πολιορκητών επί του Ιλίου, παρά τους κακούς οιωνούς εκ των θυσιών.

Μητρός τε και πατρός τε και των άλλων προγόνων απάντων τιμιότερον εστι πατρίς και σεμνότερον και αγιότερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς καί παρ ανθρώποις τοις νουν έχουσι.  (Πλάτωνος Κρίτων) Με τα λόγια αυτά ο Σωκράτης και με πολλά άλλα διδάσκει στον Αθηναίο Κρίτωνα την αρετή. Δεν ήσαν λόγια του αέρα, όπως τα άλλα των δημαγωγών, αυτά.

Ο Σωκράτης το έδειξε, όταν, καταδικασμένος σε θάνατο από τους δημαγωγούς, που διαχρονικά καταφέρνουν να βρίσκονται στην εξουσία εξαπατώντας τον λαό, το θύμα και το ψώνιο, κατά Βάρναλη, αρνήθηκε να επωφεληθεί από την κίνηση των μαθητών του προς δωροδοκία των υπευθύνων της φύλαξής του. Παρέμεινε έγκλειστος και πέθανε πίνοντας το κώνειο.

Πίσω από τον Έκτορα, που ο Όμηρος ύμνησε ως Έλληνα και που δεν ήταν γόνος κάποιας φυλής πολύ μακρινής από τη δική μας, και πίσω από τον Σωκράτη στοιχήθηκαν διαχρονικά πλήθος άλλων μεγάλων ανδρών, οι οποίοι ηγήθηκαν του λαού μας και έγραψαν έπη θαυμαστά. Σε αντίθεση ο δικός μας πάλι Αρχίλοχος,  λυρικός ποιητής (περί το 700 π.Χ.), πέταξε την ασπίδα του φεύγοντας από τη μάχη (ήταν μισθοφόρος) και έγραψε ότι η ζημιά είναι μικρή διότι υπάρχουν τεχνίτες απ' τους οποίους μπορεί να αγοράσει μια άλλη, καλύτερη ασπίδα. Και ο Αρχίλοχος, ως μισθοφόρος, είχε δώσει ενδεχομένως όρκο πίστεως μόνο στον ηγέτη που τον επιστράτευσε. Τι γίνεται όμως με τους Εφιάλτες που διαχρονικά προδίδουν την πατρίδα;

Στις 14 Οκτωβρίου τιμούμε τη μνήμη του λαμπρού παλικαριού της νεότερης ιστορίας μας, του Παύλου Μελά. Ο Παύλος ήταν γόνος οικογένειας που είχε ταχθεί στην υπηρεσία της πατρίδας προσφέροντας χρόνο, χρήμα, αίμα! Αυτές οι οικογένειες, λίγες αριθμητικά, σε κρίσιμες για το έθνος στιγμές σηκώνουν στους ώμους τους τον αγώνα των δικαίων του και πορεύονται δίδοντας το καλό παράδειγμα, ώστε να ακολουθήσουν οι άλλοι, οι πολλοί, που στην καθημερινότητα ρέπουν προς το να εξαπατώνται από τα ωραία λόγια των δημαγωγών.

Ικανότατος αξιωματικός του πυροβολικού (1891) παρέμεινε ανθυπίλαρχος, δηλαδή ΣΤΑΣΙΜΟΣ ως τον θάνατό του (1904). Και ο λόγος απλός. Δεν ήταν αξιωματικός καριέρας (πόσο η ξένη αυτή λέξη αποδίδει την κουφότητα των αριβιστών – τυχοδιωκτών αξιωμάτων). Η δράση του πατέρα του για τη στήριξη των δοκιμαζομένων υποδούλων αδελφών Συνελλήνων, δεν του επέτρεπε να παραμείνει απαθής. Θεωρώντας ανυπόφορο να παραμένει ο στρατός αδρανής, ενώ αντάρτες με πρωτοβουλία πατριωτών, όπως ο πατέρας του, εισέβαλλαν στη Μακεδονία, ακολούθησε ανταρτικό σώμα ως τα σύνορα  κατά την Καλαμπάκα χωρίς άδεια. Γι’ αυτό τιμωρήθηκε και φυλακίστηκε. Άσκησε έντονη κριτική κατά των κρατούντων, μετά τον τουρκοελληνικό πόλεμο της ντροπής (1897) και έπεσε στη δυσμένεια αυτών. Θα μπορούσε η οικογένειά του να αποτελέσει ισχυρή παρηγοριά για τον Παύλο. Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, έχοντας ως συναγωνιστή τον γυναικάδελφό του Ίωνα Δραγούμη, τα εγκατέλειψε όλα και ήλθε στη Μακεδονία. Από εκεί με πλήθος γραμμάτων προς τη γυναίκα του Ναταλία αποκαλύπτει τον χαρακτήρα και τα αισθήματά του για την οικογένεια. Κλείνει μία από τις πρώτες του επιστολές κατά την πρώτη του περιοδεία με τα ακόλουθα:

«…Ώστε μη με συλλογίζεσθε πλέον με λύπην. Όπως καθ’ όλον τον βίον μου, έτσι και τώρα είμαι ευτυχής, ακόμη δ’ ευτυχέστερος και υπερήφανος ότι έχω γυναίκα τόσον γενναίαν, τόσο ευγενή και τόσον πατριώτισσαν. Σ’ ευγνωμονώ και σε λατρεύω…Φίλησέ μου τα παιδάκια».

Στο μοναστήρι της Μερίτσας Καλαμπάκας, λίγο πριν από την είσοδό του στο οθωμανικό έδαφος για τρίτη και τελευταία φορά, έκλεινε το γράμμα του προς τη Ναταλία με τα ακόλουθα:

«Άγγελέ μου, σε φιλώ και πάλιν και σε ευλογώ δια το θάρρος το οποίον μου δίδεις και την πεποίθησιν, την οποίαν μου εμπνέεις. Ηξεύρω ότι τα παιδιά μου είναι εις καλά χέρια και αυτή είναι η μεγαλυτέρα ευτυχία. Εάν δε δώσει ο Θεός και κάμω καλά το προς την Πατρίδα  καθήκον μου, τότε πλέον θα είμαι ο ευτυχέστερος των θνητών, διότι θα δικαιούμαι να έλθω να ζήσω ησύχως πλησίον σας. Καλήν αντάμωσιν, αγάπη μου, φεύγω με καρδιά γερή και μυαλό ήσυχο. Έχε πεποίθησιν εις τον άνδρα σου, θα προσπαθήση να είναι φρόνιμος. Τα παιδιά μου τα φιλώ εις τα ματάκια τους, το στόμα τους, τον λαιμόν τους».

Δεν έζησε παρά μόνο ενάμισυ μήνα μετά την είσοδό του στη σκλαβωμένη Μακεδονία. Εχθρικό βόλι του στέρησε τη ζωή μάλλον άδοξα. Και εκεί που φάνηκε να σβήνουν όλα, ο θάνατος του παλικαριού σήμανε τη νεκρανάσταση του παραδομένου στην «ησυχία» ελεύθερου ελληνισμού! Ο Παύλος έσωσε τη θεωρούμενη απόμακρη Μακεδονία νεκρός! Το απέδωσε αυτό πολύ καλά ο Παλαμάς στο ακόλουθο ποίημα:

«Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι

Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ώ παλικάρι.

Πανάλαφρος ο ύπνος σου, του Απρίλη τα πουλιά

Σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά

Και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράκτες

Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.

Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.

 Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά. Ιερή στιγμή.

Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις και τη φέρνεις σαν πιο κοντά     

Και οι σύγχρονοι Έλληνες αγαπούν τα παιδιά τους τρυφερά, όπως ο Παύλος. Όμως δεν είναι «αφελείς» να τα εγκαταλείψουν. Τα προστατεύουν από κάθε κακό. Αυτοί, σαν τον Αρχίλοχο, τον ρίψασπι ποιητή της αρχαιότητας, τα ωθούν προς την τέχνη του μισθοφόρου, την τέχνη που διδάσκεται σε διαπρεπή πανεπιστήμια κυρίως των ΗΠΑ, όπου εκκολάπτονται οι μέλλοντες ηγέτες των προτεκτοράτων της γης. Αλλά οι σύγχρονοι μισθοφόροι δένονται όχι με όρκους, όπως οι αφελείς πρόγονοί μας, αλλά με συμβόλαια ανέλιξης ή αφανισμού. Και δεν είναι εύκολο να κάνουν κίνηση όπως αυτή της απόρριψης της ασπίδας. Τα συμβόλαια είναι άκρως δεσμευτικά και περιλαμβάνουν και όρους ζωής και θανάτου. Και έρχονται οι φερέλπιδες αυτοί «εξωμότες» να «σώσουν» την πατρίδα τους παραδίδοντάς την με επαχθέστερους ακόμη όρους στον σύγχρονο κατακτητή.

Πονεμένε λαέ μου! Πόσο φταίγεις και συ που τείνεις το αυτί σου και χειροκροτείς τον λόγο του δημαγωγού! Πότε θα μάθεις ποιοι είναι αυτοί που θυσιάζονται για σένα και οι άλλοι που σε θυσιάζουν για το συμφέρον τους; Κάνε μια αρχή επί τέλους. Βγαίνοντας από το σπίτι σου απόθεσε ένα λουλουδάκι σε κάποια προτομή ή σε κάποιο ηρώο της γειτονιάς σου. Δείξε μ’ αυτό ότι δεν ήταν μάταιη η θυσία των ηρώων, ότι εσύ δεν λησμόνησες το χρέος σου απέναντί τους.

 

                                                                        «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 17-10-2011

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.