Η ΔΙΠΛΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΛΑΙΚΩΝ ΣΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ – Τα «κακά» παιδιά – Μέρος Ι
Του Χρήστου Κάτσικα
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
«Οι μικροί θορυβοποιοί: άτακτοι, απρόσεκτοι, αδιάβαστοι»
Εμπειρικά αλλά και από αρκετές μελέτες – των οποίων δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε την αξιοπιστία – αποδεικνύεται ότι τα παιδιά που σημειώνονται σε ζητήματα πειθαρχίας σ΄ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, κυρίως στο Δημοτικό σχολείο αλλά και στη Μέση εκπαίδευση, σαν παιδιά που θέτουν προβλήματα προσαρμογής είναι κατά πλειοψηφία μαθητευόμενοι που ανήκουν στα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα.
Ακόμη, είναι ολοφάνερο, το αποδεικνύουν κάθε χρόνο και οι λειψές στατιστικές του Υπουργείου Παιδείας, ότι οι σχολικές επιτυχίες, η δυνατότητα εισόδου στις Πανεπιστημιακές σχολές, ανήκουν κυρίως σε κείνους των οποίων η οικογένεια βρίσκεται ήδη σε κυρίαρχη κοινωνικο-οικονομική θέση.
Είναι περιττό βέβαια ν΄ αναφερθούμε διεξοδικά στις περιπτώσεις όλων εκείνων των μαθητευόμενων που φαίνεται ότι εγκατέλειψαν με τη θέλησή τους τις σπουδές σε κάποια φάση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που ο κόσμος έλεγε ότι «δεν τά παιρναν τα γράμματα», κι οι ίδιοι παραδέχονται ότι «τα γράμματα δεν είναι γι’ αυτούς». Είναι η περίπτωση αυτή που ο ίδιος ο θεσμός των εξετάσεων πρόσβασης στην Γ/ βάθμια εκπαίδευση κρύβει και μια άλλη πτυχή, άγνωστη – αθέατη, όχι όμως χωρίς ενδιαφέρον. Η παρακολούθηση της εξέλιξης της ροής μιας γενιάς μαθητών από την Α΄ Δημοτικού μέχρι την Γ΄ Λυκείου, η εκπαιδευτική τους δηλαδή ιστορία, αποδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο ότι:
α) ένας μεγάλος αριθμός μαθητευόμενων δεν φτάνει ποτέ στις εξετάσεις αυτές αφού εγκαταλείπει το σχολείο σε κάποια φάση του, και β) μαθητές οικογενειών με χαμηλό εισόδημα, παιδιά από απομακρυσμένα χωριά, να ποιοι εκπροσωπούνται στη στρατιά αυτών που εγκαταλείπουν το σχολείο.
…ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΜΑ ( Η ιδεολογία του χαρίσματος – νομιμοποίηση της κοινωνικής ανισότητας)
« Οι φτωχοί είναι φτωχοί, επειδή είναι διανοητικά υποδεέστεροι
και η ανικανότητά τους είναι αθεράπευτη επειδή κληρονομείται από τους φτωχούς
και επίσης διανοητικά υποδεέστερους γονείς τους».
Όσοι δεν βλέπουν στα παιδιά των χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, στον ίδιο τρόπο ύπαρξής τους, παρά μόνο ελλείψεις και μειονεκτήματα, όσοι ενδιαφέρονται για την απρόσκοπτη λειτουργία των μηχανισμών διατήρησης και αναπαραγωγής του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος, έχουν ήδη ανακοινώσει τα συμπεράσματά τους: «πρόκειται για έναν συφερτό τεμπέληδων και απροσάρμοστων τι τα θέλετε; δεν υπάρχουν εδώ καταβολές της προκοπής είναι όλα παιδιά σκαφτιάδων και μουτζούρηδων». Οι μη ευνοημένες καταστάσεις (μαθητές από λαϊκά στρώματα, υποβαθμισμένες περιοχές) μεταμορφώνονται σε ανεπιτηδειότητα, ασχετοσύνη, κατωτερότητα φυσική. Οι προνομιούχοι ούτε βλέπουν ούτε θέλουν να δουν τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική και τη σχολική ανισότητα.
ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ : «Η ΕΞΟΡΙΑ»
«Μετάθεση, μετάθεση, μετάθεση…»
Ακόμα δεν είναι λίγοι εκείνοι οι εκπαιδευτικοί που θεωρούν εξορία το διορισμό ή τη μετάθεση σε σχολεία μιας υποβαθμισμένης περιοχής, ή σε πάσης φύσης τεχνικές σχολές (π.χ στα πρώην ΤΕΛ ή στα ΤΕΕ), όπου συσσωρεύονται, κατά πλειοψηφία, μαθητευόμενοι από τα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Τα σχολεία π.χ. του Αιγάλεω ή της Αγίας Βαρβάρας, του Περιστερίου ή της Δραπετσώνας θεωρούνται από πολλούς κόλαση κι όταν η αρχαιότητα δίνει το δικαίωμα να επιλεχθεί η θέση τότε σαφώς γίνεται φανερή η έλξη της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών προς τις κεντρικές και εύπορες συνοικίες που διαθέτουν λίγα παιδιά από λαϊκά στρώματα. Οι «ανεπιθύμητες» θέσεις μένουν στους νεότερους που με τη σειρά τους προσπαθούν να δημιουργήσουν τους όρους για μια «προνομιακή» μετάθεση.
Η προτίμηση ενός ορισμένου μαθητικού κοινού από τη μεριά αρκετών εκπαιδευτικών δε συνδέεται πάντα με το γεγονός ότι στις ευνοημένες περιοχές απουσιάζει αυτό που πλεονάζει στα σχολεία των λαϊκών περιοχών, ένας «ενδημικός θόρυβος» και «αρκετές ελλείψεις στη γενική πειθαρχία των μαθητευομένων». Προϊόντα οι ίδιοι ενός σχολικού συστήματος που είναι αποτέλεσμα μιας ορισμένης πολιτικής που με τη σειρά της είναι συνδεδεμένη με τη σχετική θέση των τάξεων στην κοινωνία, προσκολλημένοι στο μύθο του χαρίσματος, του ουδέτερου σχολείου, της ισότητας στη διανομή θέσεων ανάλογα με τους τίτλους, – ιδεολογήματα πολύ διαδεδομένα – δρουν χωρίς να παρεμβαίνει στη σκέψη τους η σχέση ανάμεσα στη σχολική διαφορά και τη χθεσινή, σημερινή και αυριανή κοινωνική διαφορά. Έτσι, είναι αυθόρμητη η τάση να θεωρούν φυσικό τους χώρο τα σχολεία που πλειοψηφούν οι μαθητευόμενοι που «θέλουν και μπορούν να μάθουν», κολάζοντας έτσι και βραβεύοντας τις μορφωτικές ανισότητες που δεν είναι παρά κοινωνικές.
Σε καλύτερη περίπτωση λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, επιλέγοντας τις ήδη ευνοημένες περιοχές, όταν η άγνοια ή η απογοήτευση, τους πείσει ότι είναι ακατόρθωτο να πολεμήσουν τον κοινωνικό προκαθορισμό στο σχολείο.
ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ, ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ, ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
«Οι μαθητές αυτοί δε θα πάρουν απ΄ όλα τα χρόνια της σχολικής τους ζωής,
τίποτε άλλο από την πεποίθηση της ακαταλληλότητάς τους,
της αναξιότητάς τους».
Ποια είναι η σχέση εκπαιδευόντων και εκπαιδευομένων σ΄ αυτά τα πλαίσια; Εμποτισμένοι, οι εκπαιδευτικοί αυτοί, από την ιδεολογία του χαρίσματος, των «προικισμένων – εκλεκτών» ή μη μαθητών, αγνοώντας τις κοινωνικές προϋποθέσεις που παράγουν τις καλλιεργημένες ή όχι διαθέσεις, αντιμετωπίζοντας σαν ανισότητες φυσικών χαρισμάτων τις ικανότητες που είναι κοινωνικά καθορισμένες, από την πρώτη κιόλας επαφή με τους μαθητευόμενους από τα χαμηλά στρώματα των σχολείων των υποβαθμισμένων περιοχών, σχηματίζουν στο μυαλό τους μια γνώμη η οποία δεν εκδηλώνεται μόνο με την απορριπτική βαθμολογία αλλά εξωτερικεύεται φορτώνοντας τους μη ευνοημένους μαθητές με την περιφρόνηση και την υποτίμηση.
Αυτή η υποτίμηση, η περιφρόνηση, η εγκατάλειψη που εκδηλώνεται σε κάθε επαφή μαθητή και εκπαιδευτικού, μαζί με την αδυναμία του πρώτου να ανταποκριθεί στα μαθήματα και με τη διαδοχική σειρά των αποτυχιών θα θέσουν αυτόματα σ΄ εφαρμογή μεθόδους παθητικοποίησης ή αντίδρασης. Σ΄ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, η συσσωρευμένη μνησικακία απέναντι σ΄ αυτούς που συστηματικά εκθέτουν ανάγλυφα τις αδυναμίες τους, τους γελοιοποιούν και τους περιφρονούν, μεταβάλλεται σε μίσος. Δε θα αργήσει το ξέσπασμα πάνω στα αντικείμενα, στις καρέκλες, στα θρανία, στους τοίχους. Παράλληλα, καθώς ο εκπαιδευτικός θα φαντάζει υπεύθυνος για την λειτουργία του συστήματος επιλογής, για τη νομιμοποίηση – δικαίωση της κατανομής των μαθητευομένων και της κοινωνικής διαίρεσης, τα πυρά θα στραφούν, σε κάθε ευκαιρία εναντίον του. Αδιαφορία, «κατεργαριές», ταραχή, θόρυβος είναι η αμυντική αρνητική στάση που κάνει τους διδάσκοντες να τα χάνουν και παράλληλα να νιώθουν ότι δικαιώνεται η άποψη τους.
Φαύλος κύκλος. Έτσι δίνεται, δηλαδή, στους εκπαιδευτικούς μια απόδειξη που επιβεβαιώνει την κρίση τους και τους ενισχύει στις υποτιμητικές τους διαθέσεις και ταυτόχρονα η ενίσχυση αυτή πυροδοτεί νέες αντιδράσεις από την πλευρά των εκπαιδευομένων. Ο χώρος του σχολείου και ό,τι έχει σχέση μ΄ αυτόν θα θεωρηθεί ξένος, αν όχι εχθρικός.
ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΕΡΓΑΣΤΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Δεν είναι, βέβαια, σε καμιά περίπτωση μικρότερο το πρόβλημα για εκείνους τους εκπαιδευτικούς που διαπνέονται από προοδευτικές αντιλήψεις για την κοινωνία, που έχουν σε γενικές γραμμές συνειδητοποιήσει τη συμβολή του αστικού σχολείου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και στη νομιμοποίησή τους, αυτών των εκπαιδευτικών που θέλουν και επιδιώκουν να έχουν μια «άλλη» στάση απέναντι στους μαθητευόμενους των χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, που νιώθουν την κοινότητα των προβλημάτων αλλά και των συμφερόντων τους με αυτούς τους μαθητευόμενους, που είναι γνωστό σε ποια πλευρά της κοινωνίας επιστρατεύονται μαζικά.
Για να είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε τη μορφή των σχέσεων που πρέπει να διαμορφωθούν ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητευόμενους, είναι ανάγκη να αναλύσουμε σωστά, να ερμηνεύσουμε επιστημονικά τη στάση τους μέσα στη σχολική τάξη, απέναντι στο σχολείο, στη σχολική γνώση. Οφείλουμε πρώτα – πρώτα να καταλάβουμε το βάσιμο αυτής της συμπεριφοράς των μαθητευομένων, να την ερμηνεύσουμε και παράλληλα να την αξιολογήσουμε. Το πρώτο βήμα είναι να απαντηθεί σωστά το ερώτημα:
Είναι η κατάσταση εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων που αντικατοπτρίζεται σ΄ ένα συγκεκριμένο αριθμό αρνητικών στοιχείων στη ζωή και στη σχολική λειτουργία των γόνων τους, είναι, δηλαδή, η κοινωνική ανισότητα που δημιουργεί μορφωτικό μειονέκτημα τέτοιο που μόνο σαν εξαίρεση του κανόνα να τα βγάζουν πέρα στο σχολείο ή το σχολικό σύστημα με την οργάνωση και τους μηχανισμούς του δρα απορριπτικά ενάντια στους μαθητευόμενους των συγκεκριμένων στρωμάτων;
Ας το πούμε ξεκάθαρα: το να ενεργούμε σαν οι διάφορες κουλτούρες των διαφόρων κοινωνικών τάξεων να μπορούν να τεθούν σε ίση βάση, σημαίνει πως σφραγίζουμε τα μάτια και τα αυτιά μας μπροστά στα μειονεκτήματα και στις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα, κοντολογίς σημαίνει πως αρνούμαστε την εκμετάλλευση και ακόμη περισσότερο τις συνέπειές της.
Παράλληλα, ας αποκαλύψουμε με σαφήνεια ότι αναφερόμαστε σε ένα σχολείο που αγνοεί τις μορφωτικές ανισότητες, βραβεύει τη μορφωτική κληρονομιά, συγκαλύπτει την κοινωνική επιλογή κάτω από τη σχολική επιλογή και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή των κοινωνικών ιεραρχιών. Μιλάμε για ένα σχολείο που η κυρίαρχη ιδεολογία έχει τον κύριο λόγο μέσα στην όλη διαδικασία, για ένα σχολείο που αναπαράγει στους κόλπους του τη διαίρεση χειρωνακτικής – πνευματικής εργασίας επειδή ακριβώς είναι συνολικά τοποθετημένο σε σχέση μ΄ αυτή τη διαίρεση η οποία το ξεπερνά και του καθορίζει το ρόλο.
ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ : ΑΛΛΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΝ ΤΑ ΜΟΡΦΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΑ…
Πως παρουσιάζεται κατά κανόνα ο μαθητευόμενος από τα προνομιούχα στρώματα; στην πιο χοντροειδή έκφρασή τους τα προνόμια που φέρνει μαζί του εντοπίζονται στο πλεονέκτημα της διαμονής σε αστικό κέντρο, σε καλό προάστιο, σε μεγάλο σπίτι, έχοντας παρακολουθήσει νηπιαγωγείο, ξένη γλώσσα, πιθανώς μουσικό όργανο, ερχόμενος σε επαφή με την οικογενειακή βιβλιοθήκη, κάνοντας «πλούσιες» διακοπές, έχοντας εξωσχολικές δραστηριότητες, βοήθεια στο διάβασμα, ιδιωτικό δάσκαλο, πληροφόρηση για τα εκπαιδευτικά πράγματα και τις δυνατότητες εργασιακής αξιοποίησης των σπουδών. Η καλλιέργειά του είναι κοντινή με τη σχολική παιδεία, είναι ήδη εφοδιασμένος με μια γενική προδιάθεση στη μάθηση. Οι μη «σχολικές» γνώσεις – με άμεση όμως σχολική χρησιμότητα – που ο μαθητευόμενος αυτός αντλεί από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον (π.χ. στον πολιτιστικό τομέα, η καλαισθησία, το πνεύμα, η επαφή με το θέατρο, μουσική, ζωγραφική, το μουσείο), σε συνδυασμό και με το εκτεταμένο πλέγμα των κοινωνικών διασυνδέσεων που του εξασφαλίζει η καταγωγή του, του δίνει τη δυνατότητα να έρχεται στο σχολείο να μάθει, περισσότερο για να νομιμοποιήσει σχολικά, ό,τι ήδη έχει εμπεδώσει από τη γέννησή του.
ΠΗΓΗ: 9-9-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=44603