Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Το ωράριο των φαρμακείων είναι, αν δεν το γνωρίζετε, σοβαρό πρόβλημα και προφανώς γι’ αυτό η τρόικα έκανε παρατήρηση στην ελληνική κυβέρνηση για τη μη απελευθέρωση! Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν. Εν μέσω ενός οικονομικού Αρμαγεδδώνα που ενέσκηψε μετά το 2008 στις δυτικές οικονομίες και την ΕΕ, και που μόνο παροδικός δεν φαίνεται να είναι, οι εκπρόσωποι ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ βρίσκουν χρόνο να ασχοληθούν με αυτά τα σπουδαία προβλήματα, θυμίζοντας ότι ο τυφλός φανατισμός δεν γνωρίζει ιδεολογικά όρια, για να μην πούμε ότι είναι ίδιον κάθε «ολοκληρωτικού συστήματος».
Οι νεοφιλελεύθεροι διεθνείς οικονομικοί τεχνοκράτες θυμίζουν μερικές φορές, με το δογματισμό και τη σχολαστικότητά τους, το ιδεολογικό τμήμα του ΚΚΣΕ ή τους «μαρξιστές-λενινιστές» του ΚΚΕ-ΜΛ!
Μια ματιά αν ρίξει κανείς τώρα στα μισά μέλη της ευρωζώνης, στην ΕΕ, αλλά και στην αμερικανική οικονομία, απελπίζεται με τον βραχυπρόθεσμο, εμβαλωματικό και μονίμως καθυστερημένο χαρακτήρα των μέτρων που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση μιας σοβαρότατης δομικής κρίσης. ‘Όπως συμπεραίνει σχεδόν σύσσωμος ο οικονομικός τύπος της ηπείρου, κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι μεταθέτουν στο μέλλον το πρόβλημα, αυξάνοντας το κόστος της αντιμετώπισής του και εντείνοντας τους παράγοντες ακριβώς που προκαλούν την κρίση χρέους.
Η γαλλική Φιγκαρό εξανίσταται αίφνης γιατί προτείνεται περισσότερη λιτότητα στην Ελλάδα, τη στιγμή που ήδη το πρώτο κύμα έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε μεγάλη ύφεση, καθιστώντας οξύτερο το πρόβλημα χρέους. Συγκρίνει σε άρθρο της τις «συνταγές» που εφαρμόζονται με την πρακτική των μεσαιωνικών γιατρών, που πίστευαν ότι με τις διαρκείς αφαιρέσεις αίματος από τον ασθενή, θα τον έκαναν καλά! Το αποτέλεσμα ήταν να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και πιο οδυνηρά. Η Φιγκαρό δεν είναι ούτε καμιά αριστερή εφημερίδα, ούτε καμιά εφημερίδα «εναντίον των αγορών». Είναι η πιο ιστορική, έγκυρη και σοβαρή έκφραση του γαλλικού συντηρητισμού.
Η κρίση είναι και ευκαιρία, λένε πολλοί, και θεωρητικά μπορεί να είναι. Προς το παρόν όμως, μόνο αυτό δεν συμβαίνει, εκτός τουλάχιστο όσων ανοίγουν λογαριασμούς CDS, για να ασφαλισθούν «έναντι κινδύνων που δεν αναλαμβάνουν», όπως σημειώνει εύστοχα ένας Γερμανός σχολιαστής. Τάσεις πολιτικού και οικονομικού ορθολογισμού εμφανίζονται, είναι αλήθεια στην Ευρώπη, παραμένουν όμως εξαιρετικά περιορισμένες. Αντίθετα, εντείνονται στην ΕΕ οι τάσεις «ομαδικού εγωϊσμού», όπως με τις αφόρητες πιέσεις στο εν κρίσει Δουβλίνο να αυξήσει τη φορολογία, αλλά και η προσφυγή σε πολιτικές, που εντείνοντας την ύφεση και το αναπτυξιακό έλλειμμα της Ευρώπης, οδηγούν στην καταστροφή ή εξασθένιση των μεσαίων τάξεων και ωθούν σταδιακά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε ανισορροπία και εξτρεμισμό. Όσο για τις ευρωπαϊκές εξουσίες, αρνούνται πεισματικά να αναγνωρίσουν στις ίδιες τις οικονομικές δομές το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προτείνουν μια ελάχιστα ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα του χρέους. Πολύ περισσότερο, να σχεδιάσουν βαθειές τομές που θα χρειάζονταν για να οικοδομηθεί ένα άλλο σύστημα που να παράγει ανάπτυξη και όχι χρέος. Ελπίζει κανείς να βρουν τη διεισδυτικότητα και το κουράγιο ενός Ρούζβελτ και της Νιου Ντηλ, και να μην χρειαστούμε μια καταστροφή ανάλογη του παγκοσμίου πολέμου, που χρειάστηκε τελικά, στον 20ό αιώνα, για να ρυθμισθεί κάπως η οικονομία μεταπολεμικά.
Πολιτικά, μόνο δύο πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη έχουν «βγει μπροστά» μέχρι τώρα, προβάλλοντας την ανάγκη ευρωπαϊκής πολιτικής εξουσίας για να διαχειρισθεί το κοινό νόμισμα και να αντιμετωπίσει τις αδηφάγες, ουδέποτε ικανοποιούμενες «αγορές». Ο ένας είναι ο πρώην Πρωθυπουργός του Βελγίου και υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ, ο Γκι Φερχόφσταντ. Ο άλλος είναι ο εκ των ηγετών της εξέγερσης του 1968, ο Πράσινος Κον Μπεντίτ, που έχει μεν μισοαποκηρύξει την «επαναστατική» κληρονομιά του, διατηρεί όμως από αυτή την εμπειρία μια έντονη πολιτική προσωπικότητα.
Αλλά τέτοιες τάσεις είναι μικρή μειοψηφία. Η μεγάλη, συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτικών μοιάζει αδρανής από φόβο ή αμηχανία, κάνοντας τον (νεοφιλελεύθερο) σταυρό της για να γίνει ένα θαύμα, ενώ πολλαπλασιάζονται οι φωνές, περιθωριακές ακόμα, αλλά ισχυροποιούμενες, που θέλουν έξοδο των χωρών τους από το ευρώ, όπως η Λεπέν στη Γαλλία, ή συζητούν έξοδο της Ελλάδας, σε πρώτη φάση βεβαίως.
Στον καθεαυτό οικονομικό τομέα, οι τάσεις κάποιου, πολύ δειλού ακόμα, «οικονομικού ορθολογισμού», εμφανίζονται, όχι τυχαία, στην ίδια την ηγετική δύναμη της Ευρώπης στη Γερμανία. ‘Όχι τυχαία γιατί η Γερμανία διατηρεί ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής της ακμής, σε αντίθεση με τη Γαλλία που έχασε τη μισή βιομηχανία της με την «παγκοσμιοποίηση», αλλά και νοιώθει αρκετά ισχυρή, απελευθερωμένη τώρα από ιστορικές και γεωπολιτικές δουλείες. Αντιλαμβάνεται ταυτόχρονα ότι οι «αγορές» συνιστούν απειλή και για την ίδια, με την τεράστια ισχύ που έχουν αποκτήσει. Πέρυσι, προσπάθησε να επιβάλει κάποιους περιορισμούς στις ακάλυπτες αγορές χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Φέτος, προτείνει δειλά μια καθαρή αναδιάρθρωση του χρέους, με κούρεμα των ομολόγων, που μειώνοντας τον «βραχνά» του χρέους θα μπορούσε να εγκαινιάσει ένα «νέο ξεκίνημα», όπως η σεισάχθεια στην Αθήνα του Σόλωνα, κύριος σταθμός στην ανάδυση της δημοκρατίας, όπως το χρέος κινδυνεύει τώρα να γίνει σταθμός στην καταστροφή της.
Οι επενδυτές πρέπει να συμμετέχουν στο ρίσκο των επιλογών τους, είναι μια φράση που ακούγεται, όλο και πιο συχνά, στη Γερμανία. Παρά άλλωστε την σχεδόν ρατσιστική επίθεση κατά της Ελλάδας από μεγάλη μερίδα των γερμανικών μέσων, παρά το έντονο αίσθημα ότι δεν μπορεί το Βερολίνο να υποτάσσεται άλλο στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών, παρά και την έκδηλη απροθυμία ενεργού αλληλεγγύης προς τους εταίρους της, η πλειοψηφία της γερμανικής ελίτ αντιλαμβάνεται ότι η διάλυση της ΕΕ θα σημάνει σημαντική μείωση της ισχύος και μεγάλα προβλήματα για την ίδια τη Γερμανία. Το άρθρο του Σπήγκελ που προκάλεσε τον μεγάλο πανικό την τελευταία εβδομάδα, έμεινε γνωστό για τις εικασίες περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, κυρίως όμως ήταν μια συντριπτική έκθεση των λόγων που θα ήταν, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καταστροφή και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη.
Παρόλο που πολλοί παρατηρητές, ιδίως στη χώρα μας, αποδίδουν τις διαφορές ως προς την αναδιάρθρωση και ιδιαίτερα το «κούρεμα» σε επιμέρους ιδιοτελή συμφέροντα, μια τέτοια ερμηνεία συνιστά μόνο τμήμα της απάντησης. Γιατί μια απόφαση υπέρ ή κατά του «κουρέματος» εντάσσεται εκ των πραγμάτων στην αρχή διαφορετικών στρατηγικών υπέρβασης της κρίσης. Οι οπαδοί της αναδιάρθρωσης υποστηρίζουν, με το δίκηο τους, ότι δεν υπάρχει άλλη εφικτή λύση γιατί το «βουνό» όχι μόνο του ελληνικού, αλλά του διεθνούς χρέους δεν μπορεί να πληρωθεί. Η δε προσπάθεια να πληρωθεί κινδυνεύει να οδηγήσει σε κατάρρευση πολιτικών, κοινωνικών και ευρωπαϊκών δομών, όπως σημειώνει η γερμανική Χάντελσμπλατ στο προχθεσινό της φύλλο.
Από την άλλη, οι αντίπαλοι της αναδιάθρωσης, κυρίως οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες, αντιτείνουν ότι η αναδιάθρωση των χρεών της Ελλάδας π.χ. θα οδηγήσει πιθανότατα σε ντόμινο, λειτουργώντας ως προηγούμενο και για άλλες χώρες της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα θα σπάσει ένα «ταμπού», μια θεμελιώδη αρχή, πάνω στην οποία βασίζεται η λειτουργία του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και που είναι η εγγύηση του κεφαλαίου (αυτή ακριβώς η αρχή αντανακλάται και στην αυστηρά «αντιπληθωριστική» εντολή με την οποία δεσμεύει, ανεξαρτήτως οικονομικής συγκυρίας, η συνθήκη του Μάαστριχτ την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Αν θιγεί όμως αυτή η «αρχή», λένε οι επικριτές των αναδιαρθρώσεων, θα οδηγηθούμε σε πολύ μεγάλη κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Δυστυχώς δεν γίνεται να έχει κανείς και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Το 2008, οι αμερικανικές αρχές άφησαν την τράπεζα Λήμαν Μπράδερς να χρεωκοπήσει, εφαρμόζοντας την οδυνηρή, αλλά κλασική μέθοδο «οικονομικής θεραπείας» του καπιταλισμού, που είναι η χρεωκοπία. Στη συνέχεια όμως, επικαλούμενοι τον κίνδυνο γενικής κατάρρευσης, κινητοποίησαν τεράστιους κρατικούς πόρους, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, για να διασώσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να τονώσουν τη ζήτηση, χωρίς όμως να πράξουν το παραμικρό για την «επιδιόρθωση» των δομικών ανεπαρκειών που απέδειξε η κρίση.
Είναι ειρωνικό, αλλά και βαθιά τραγικό, ότι η συζήτηση περί αναδιάρθρωσης, μπορεί τώρα να «διαβαστεί» και ως συζήτηση περί του αν είναι προτιμότερο να κινδυνεύσουν με χρεωκοπία τα κράτη και προοπτικά η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση ή οι τράπεζες.
Δημοσιεύτηκε στον Κόσμο του Επενδυτή, 14.5.2011
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 24 Μαΐου 2011, http://konstantakopoulos.blogspot.com/2011/05/blog-post_24.html