Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ:
Η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, η ανάγκη εθνικοποίησης των κεντρικών τραπεζών, η εμπειρία της Ν. Αφρικής, … – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Καθώς οι πιο σημαντικές συμφωνίες ιδιωτικοποιήσεων υπογράφονται πάντα εν μέσω οικονομικών ή πολιτικών κρίσεων, δεν υπάρχει ποτέ μία σαφής νομοθεσία, ή έστω ένα αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο – η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι χαοτική, οι τιμές είναι ρευστές και οι συνειδήσεις των πολιτικών ελαστικές..… Μέχρι το 1990, πριν από την «κρίση της τεκίλας» δηλαδή, μόνο μία από τις τράπεζες του Μεξικού ανήκε σε ξένους. Μετά την κρίση όμως, στις αρχές του 2000, είκοσι τέσσερις από τις τριάντα τράπεζες «περιήλθαν» σε ξένα χέρια.
Οι ιδιωτικοποιήσεις αποδείχθηκαν τόσο επικερδείς, ώστε πολλές από τις πολυεθνικές των Η.Π.Α., οι οποίες είχαν «αλώσει» τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, έβλεπαν με απληστία τις κρατικές αρμοδιότητες (παιδεία, υγεία, δημόσια διοίκηση, αστυνομία, φυλακές κλπ.), ως την επόμενη πηγή για άμεσα κέρδη. Απλούστερα, στόχος τους ήταν η πλήρης αποκρατικοποίηση της εξουσίας, με την εγκατάσταση άβουλων, τυπικών κυβερνήσεων, οι οποίες θα κατευθύνονταν απολυταρχικά από το σκοτεινό παρασκήνιο – ένα θέατρο σκιών”.
Με βάση τα παραπάνω, όταν προγραμματίζονται «μαζικές» ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα μας, δυστυχώς με τη συμφωνία της «μείζονος αντιπολίτευσης», πόσο μάλλον χωρίς κάποιο χρονοδιάγραμμα, καθώς επίσης σε συνθήκες παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και εθνικής υπερχρέωσης, απογοητεύεται κανείς – συμπεραίνοντας ότι μάλλον πρόκειται για μία άνευ προηγουμένου εκποίηση, για μία λεηλασία καλύτερα της δημόσιας περιουσίας.
Ειδικότερα, όταν σχεδιάζεται η πώληση των στρατηγικών και κοινωφελών επιχειρήσεων της Ελλάδας, τότε όλοι εμείς οι Πολίτες διαπιστώνουμε ότι θα είμαστε ακόμη μία φορά θύματα μίας ακατανόητης ανευθυνότητας απέναντι στο «κοινωνικό σύνολο», η οποία «κατατρέχει» από αρκετά χρόνια τώρα την πατρίδα μας – ενδεχομένως επίσης μίας εγκληματικής ανεπάρκειας της Πολιτικής, η οποία υποτάσσεται πλέον «σύσσωμη» στις εντολές της σκιώδους εξουσίας.
Κλείνοντας τη μικρή εισαγωγή μας, το ίδιο μας απογοητεύουν και κάποια ΜΜΕ, τα οποία δεν αντιδρούν – παρά το ότι οφείλουν να ελέγχουν και τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική), χωρίς να «διαπλέκονται» μαζί τους. Φυσικά, οι αδυναμίες τους είναι μερικώς δικαιολογημένες, αφού δεν χρηματοδοτούνται από όλους εμάς τους Πολίτες, αλλά από τους διαφημιζομένους και τη λοιπή εξουσία.
Οι ευθύνες μας εδώ είναι τεράστιες, αφού δεν αγοράζουμε τις εφημερίδες κλπ. για το περιεχόμενο, αλλά για τα «δώρα» τους – ενώ είμαστε κομματικά ιδιοτελείς, διαβάζουμε ελάχιστα βιβλία, δεν ενισχύουμε σχεδόν καμία προσπάθεια «αντίστασης» και δεν ενημερωνόμαστε μεθοδικά, ως οφείλουμε, εάν θέλουμε να προσβλέπουμε στην άμεση Δημοκρατία.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, όπως έχουμε ήδη αναφέρει (άρθρο μας), “Αυτό που απομένει σε μία «μικτή Οικονομία» ως η καλύτερη «λύση», σε μία οικονομία δηλαδή που πιστεύει σε ένα όσο το δυνατόν μικρότερο κράτος (το οποίο όμως συνεχίζει να έχει στην κατοχή του τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις), καθώς επίσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία (στην οποία θα πρέπει να τοποθετούνται όρια διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ οφείλει να ελέγχεται), δεν είναι άλλο από την κρατικοποίηση των κεντρικών τραπεζών – με τις εμπορικές να παραμένουν μεν στον ιδιωτικό τομέα, αλλά να ελέγχονται αυστηρά από τις κεντρικές και κατ’ επέκταση από το κράτος.
Οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να είναι εξ ολοκλήρου δημόσιοι οργανισμοί, ανεξάρτητοι από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, από τους ιδιώτες επενδυτές, καθώς επίσης από τις κυβερνήσεις – αποτελώντας τον τέταρτο πυλώνα της κρατικής εξουσίας. Δίπλα στις τρεις ανεξάρτητες εξουσίες, στην εκτελεστική (κυβέρνηση), στη νομοθετική (κοινοβούλιο) και στη δικαστική, οφείλει να προστεθεί η νομισματική εξουσία – ένας δημόσιος θεσμός δηλαδή, ο οποίος να έχει το προνόμιο, το αποκλειστικό δικαίωμα καλύτερα της δημιουργίας των νόμιμων και αποδεκτών μέσων ανταλλαγής: των εκάστοτε χρημάτων και νομισμάτων.
Με τον τρόπο αυτό θα είχε τη δυνατότητα το κράτος να δανείζεται άτοκα – με μέτρο φυσικά και υπό τον διαρκή έλεγχο των υπολοίπων τριών εξουσιών, καθώς επίσης των Πολιτών του. Έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα, όσον αφορά τις ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας – ενώ θα είχε τη δυνατότητα να κατευθύνει ορθολογικότερα την ποσότητα χρήματος (επίσης τα βασικά επιτόκια κλπ), χωρίς να δημιουργούνται οι κερδοσκοπικές φούσκες, οι υφέσεις και οι πληθωρισμοί από τις μανιοκαταθλιπτικές, αχόρταγες «αγορές»”.
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ Ν. ΑΦΡΙΚΗΣ
Για να μπορέσουμε τώρα να αντιληφθούμε πόσο σημαντικός είναι ο θεσμός της κεντρικής τράπεζας μίας χώρας, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Ν. Αφρικής, την εποχή που η νέα κυβέρνησή της (Nelson Mandela) διαπραγματεύθηκε την ανεξαρτησία της.
Ενώ λοιπόν διεξάγονταν θετικά για το κράτος οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ κλπ. στο πολιτικό σκέλος, απαιτήθηκε από τους υπευθύνους για την οικονομική πολιτική της χώρας η μετατροπή της κεντρικής τράπεζας τους σε έναν ανεξάρτητο οργανισμό, ο οποίος θα λειτουργούσε με απόλυτη αυτονομία από την εκλεγμένη κυβέρνηση – σαν ένα κυρίαρχο «κράτος εν κράτει» ουσιαστικά, στο οποίο δεν θα παρέμβαιναν οι εκλεγμένοι νομοθέτες (όπως ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας).
Συνεχίζοντας, παρά το ότι διατυπώθηκε από τους πολιτικούς της χώρας η απορία, σε ποιόν θα «λογοδοτούσε» η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα (στο ΔΝΤ, στο Χρηματιστήριο, στην BIS;), οι έμπειροι διαπραγματευτές της «Δύσης» κατόρθωσαν να επιβάλλουν μονομερώς τη θέληση τους – ταυτόχρονα με την «άλωση» του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τοποθέτησαν έναν δικό τους έμπιστο πολιτικό. Όπως είπαν χαρακτηριστικά κάποιοι διακεκριμένοι Πολίτες της Νοτίου Αφρικής, οι οποίοι τότε σχολίασαν τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν:
«Δεν μας άφησαν ποτέ ελεύθερους. Απλώς έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιμό μας και την έβαλαν στους αστραγάλους μας… Οι μεγάλες επιχειρήσεις, μας δήλωσαν ουσιαστικά ότι θα κρατήσουν τα πάντα και εμείς θα κυβερνάμε μόνο κατ’ όνομα. Μπορούσαμε δηλαδή να έχουμε την πολιτική εξουσία μετά από πολλά χρόνια αγώνων, μπορούσαμε φαινομενικά να κυβερνάμε, αλλά η πραγματική διακυβέρνηση θα βρισκόταν στα χέρια των άλλων».
Περαιτέρω, αυτό που συνέβη στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων ήταν το ότι η κυβέρνηση «παγιδεύτηκε», χωρίς δυστυχώς να το αντιληφθεί, σε ένα είδος ιστού της αράχνης – «υφασμένου» από μυστηριώδεις κανόνες και υπόγειες ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να «οριοθετήσουν», καθώς επίσης να περιορίσουν την εξουσία των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών της χώρας. Όταν λοιπόν θέλησε η νέα κυβέρνηση να υλοποιήσει τα οράματα της, ανακάλυψε ότι η πραγματική εξουσία, η οικονομική, βρισκόταν στα χέρια άλλων.
Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να αναδιανείμει τη γη, επειδή το νέο Σύνταγμα προστάτευε την ατομική ιδιοκτησία και καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την όποια αγροτική μεταρρύθμιση. Εκτός αυτού, δεν ήταν δυνατόν να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, αφού εκατοντάδες εργοστάσια της χώρας ήταν έτοιμα να κλείσουν – επειδή η κυβέρνηση είχε υπογράψει τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (του μετέπειτα ΠΟΕ), η οποία απαγόρευε την αναγκαία επιδότηση των τοπικών επιχειρήσεων.
Ίσως οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι, χωρίς κάποια προστασία και επιδοτήσεις, είναι σχεδόν αδύνατη η επαναβιομηχανοποίηση μίας χώρας – η αναβίωση δηλαδή του κατεστραμμένου παραγωγικού της ιστού (όπως απαιτείται σήμερα στην Ελλάδα, εάν θέλουμε πράγματι να επιλύσουμε το τεράστιο πρόβλημα του πάγια αρνητικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μας, το οποίο ουσιαστικά ευθύνεται τα μέγιστα για το εξωτερικό τουλάχιστον χρέος μας).
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η διανομή δωρεάν φαρμάκων για την καταπολέμηση του aids απαγορευόταν, αφού μία τέτοια απόφαση παραβίαζε τα πνευματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, τα οποία προστάτευε ο ελεγχόμενος από την υπερδύναμη Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – στον οποίο είχε προσχωρήσει η Νότια Αφρική, κατ’ απαίτηση βέβαια των δανειστών της. Η διάθεση περισσότερου χρήματος προϋπέθετε φυσικά τη σύμφωνη γνώμη της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, η οποία δεν την παρείχε.
Η δωρεάν ύδρευση δεν ήταν επίσης εφικτή, αφού η Παγκόσμια Τράπεζα, μέσω της ομάδας οικονομολόγων που είχε στείλει στη χώρα, είχε μετατρέψει σε κανόνα, σε υποχρέωση δηλαδή, τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις κοινωφελείς επιχειρήσεις. Τέλος, εάν η κυβέρνηση ήθελε να αυξήσει τους μισθούς, δεν της επιτρεπόταν, λόγω του δανείου ύψους 850 εκ. $ με το ΔΝΤ, το οποίο επέβαλλε «συγκράτηση των μισθών».
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η οποιαδήποτε μη υποταγή στους κανόνες και στους περιορισμούς που επέβαλλαν το ΔΝΤ και όλοι οι υπόλοιποι «συνεργοί» του, θα θεωρούταν απόδειξη επικίνδυνης εθνικής αφερεγγυότητας, έλλειψη αφοσίωσης στην εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» και απουσία ενός βασισμένου σε κανόνες συστήματος – με αποτέλεσμα τη διακοπή της χορήγησης βοήθειας («δόσεων» από το ΔΝΤ) και τη φυγή των ξένων κεφαλαίων.
Συνεχίζοντας, τόσο η δήθεν «ανεξάρτητη» κεντρική τράπεζα, όσο και το «υπό κηδεμονία» Υπουργείο Οικονομικών, επέβλεπαν άγρυπνα την πιστή τήρηση των εντολών – οπότε φυσικά επαναλήφθηκε η γνωστή ιστορία: Η κυβέρνηση, «γονατισμένη» από το χρέος και υφιστάμενη διεθνείς πιέσεις, προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, άρχισε σύντομα να αυξάνει τις τιμές, να μειώνει τους μισθούς, να διασύρει τους αντιρρησίες και να «ξεπουλάει» δημόσια περιουσία – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, εκατομμύρια άνθρωποι να εξαθλιωθούν, μη έχοντας πλέον ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς.
Όσο για τα πλούσια ορυχεία, τις τράπεζες και τις μονοπωλιακές βιομηχανίες, των οποίων την εθνικοποίηση ζητούσε ο Mandela, παρέμειναν στα χέρια τεσσάρων εταιρικών κολοσσών – οι οποίοι ελέγχουν πλέον το 80% του χρηματιστηρίου της χώρας. Μεταξύ των ετών 1997 και 2004 η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πούλησε δεκαοκτώ δημόσιες εταιρείες, συγκεντρώνοντας 4 δις $, τα οποία διατέθηκαν στην εξυπηρέτηση των δανείων των διεθνών τοκογλύφων.
Το «πικρό φάρμακο» λοιπόν του ΔΝΤ, το οποίο προβλέπει (με τη βοήθεια μίας εντελώς ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας και ενός σκιώδους Υπουργείου Οικονομικών) περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στις κρατικές δαπάνες, ελαστικότητα στην εργασία, απελευθέρωση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, ενίσχυση του ελευθέρου εμπορίου, περιορισμένους ελέγχους στη ροή των κεφαλαίων κλπ., αποδείχθηκε στην κυριολεξία θανατηφόρο για την συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών της Ν. Αφρικής – όπως και για όλες σχεδόν τις χώρες, στις οποίες «εισέβαλλαν» οι σύνδικοι του διαβόλου.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 15. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com
* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2348.aspx