ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ ΙΙ

ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ:

… οι Ελληνικές τράπεζες, η Bundesbank, οι απειλές της ΕΚΤ, … – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας (Πίνακας ΙΙ), οι χορηγήσεις των Ελληνικών τραπεζών είναι σχετικά υψηλές, προσδιοριζόμενες στο δεκαπλάσιο περίπου των Ιδίων Κεφαλαίων τους (αν και των πολυεθνικών τραπεζών ξεπερνούν το 30πλάσιο). Οι καταθέσεις αντίστοιχα δεν μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν, αφού οφείλονται εν μέρει και σε χορηγήσεις, οι οποίες καταχωρούνται παράλληλα, «διπλά» ουσιαστικά, σε λογαριασμούς όψεως (επιμηκυμένη λογιστική εγγραφή).    

ΠΙΝΑΚΑΣ IΙ: Καταθέσεις, χορηγήσεις και διαφορά (καταθέσεις μείον χορηγήσεις) ορισμένων Ελληνικών τραπεζών σε δις €, με κριτήριο τους Ισολογισμούς τους το 2009.

Τράπεζα

Καταθέσεις

Χορηγήσεις

Διαφορά

 

 

 

 

Εθνική Τράπεζα

58,08

58,13

-0,05

Eurobank

45,81

42,02

3,79

Alpha Bank

35,26

41,81

-6,55

Τράπεζα Κύπρου

26,93

22,35

4,58

Τράπεζα Πειραιώς

25,73

31,25

-5,52

Αγροτική Τράπεζα

22,68

22,13

0,55

Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο

12,66

7,91

4,75

Πηγή: Ναυτεμπορική, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Περαιτέρω, είναι προφανές ότι η εκποίηση, η λεηλασία καλύτερα των Ελληνικών επιχειρήσεων έχει ήδη ξεκινήσει – με τις τράπεζες να προηγούνται στο «χορό του Ζαλόγγου», καθοδηγούμενες από την πολιτική «πιστωτικής συρρίκνωσης» (κάψιμο χρημάτων) των συνδίκων του διαβόλου. Η χρηματιστηριακή αποτίμηση τους έχει φτάσει πλέον στο ναδίρ, ενώ τα εμπόδια που τοποθετούνται στην «δανειακή» τους ανάπτυξη, ανατροφοδοτούμενα από την ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης στη διατραπεζική αγορά, στερούν τόσο από αυτές, όσο και από την πραγματική οικονομία της χώρας μας, όλες τις δυνατότητες «αντιστροφής της τάσης». Ο Πίνακας ΙΙΙ που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Κατάταξη ελληνικών τραπεζών με κριτήριο τη χρηματιστηριακή τους αξία.

Τράπεζα

Ον. Τιμή

Αρ. μετοχών

Τιμή 06.05.11

Χρημ. Αξία

 

 

 

 

 

Εθνική

5,00

956.090.842

4,92

4.703.966.943

Κύπρου

1,00

894.948.198

2,35

2.103.128.265

Alpha Bank

4,70

534.269.648

3,47

1.853.915.679

Eurobank

2,75

538.594.955

3,30

1.777.363.352

Πειραιώς

0,30

1.143.326.564

1,01

1.154.759.830

Marfin Popular

0,85

1.470.283.933

0,77

1.132.118.628

ΤΤ

3,70

284.465.964

2,70

768.058.463

Αγροτική

0,72

905.444.444

0,46

416.504.444

ΣΥΝΟΛΑ

 

 

 

13.909.815.243

Πηγή: Ναυτεμπορική, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ, η συνολική σημερινή χρηματιστηριακή αξία των παραπάνω τραπεζών πλησιάζει μόλις τα 14 δις € – όταν, για παράδειγμα, η αξία μόνο της ελβετικής Credit Suisse υπερβαίνει τα 35 δις €. Εκτός αυτού, η τιμή της μετοχής πολλών ελληνικών τραπεζών (υπογραμμισμένες, με κόκκινο), είναι χαμηλότερη από την ονομαστική της αξία. Συνεχίζοντας, εάν θελήσουμε να κατανοήσουμε τη λογική των αγορών, οφείλουμε προφανώς να εξετάσουμε πόσο είναι εκτεθειμένη η εκάστοτε τράπεζα στα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου, για τα οποία πιθανολογείται «διαγραφή» (haircut) έως και του 50% της αξίας τους (Πίνακας IV): 

ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Δάνεια προς το δημόσιο σε δις €, τέλη Ιουνίου 2010 – Ίδια Κεφάλαια με ημερομηνία 31.12.2009

Τράπεζα

Ομόλογα

Ίδια Κεφάλαια

Ομόλογα/Κεφάλαια

 

 

 

 

Εθνική

19.800.000.000

8.224.161.000

2,4 φορές

Αγροτική

10.200.000.000

1.353.604.000

7,5 φορές

Πειραιώς

8.300.000.000

3.238.154.000

2,6 φορές

Eurobank

7.400.000.000

5.486.000.000

1,3 φορές

Alpha Bank

5.600.000.000

4.775.572.000

1,2 φορές

ΣΥΝΟΛΑ

51.300.000.000

23.077.491.000

2,2 φορές

Πηγή: Επιτροπή ελέγχου των τραπεζών – αποτελέσματα του τεστ αντοχής 23.07.10,  Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σύμφωνα με τον Πίνακα IV, με αρκετά παλαιότερα δυστυχώς στοιχεία, η πλέον εκτεθειμένη ήταν τότε η Αγροτική Τράπεζα – ακολουθούμενη από την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική. Αν και διαπιστώνεται μία «διαστρέβλωση» της αγοράς, η λοιπή εκτίμηση των αγορών έχει κάποια «ελάχιστη λογική» – με βάση τους κινδύνους της Ελλάδας που αναφέραμε.

Πολύ περισσότερο, εάν συνυπολογίσουμε τις αυξημένες εκροές καταθέσεων προς το εξωτερικό το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης την πιθανότητα μίας τραπεζικής επιδρομής (bank run) – την οποία ενισχύουν δυστυχώς τα διάφορα «ανεύθυνα» δημοσιεύματα των γερμανικών ΜΜΕ (όπως το πρόσφατο του Spiegel, τη σκοπιμότητα του οποίου είναι πολύ εύκολο να υποθέσουμε). Για παράδειγμα, εάν υπάρξει διαγραφή στα Ελληνικά ομόλογα, ύψους 50%, τότε η Εθνική θα χάσει όλα της τα Ίδια Κεφάλαια (η Αγροτική και η Πειραιώς κατά πολύ περισσότερα) – οδηγούμενες προφανώς στη χρεοκοπία, εάν δεν καλύψουν τις τυχόν απώλειες, με ανάλογες αυξήσεις κεφαλαίων. Επομένως, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι οι «αγορές» έχουν λογική, αποτιμώντας τις συγκεκριμένες τράπεζες με τόσο χαμηλές χρηματιστηριακές αξίες. Εν τούτοις, κατά την αυστηρά υποκειμενική μας άποψη πάντοτε και χωρίς βέβαια να συνιστούμε τίποτα ή να εγγυόμαστε για τους υπολογισμούς και τα στοιχεία, οι αποτιμήσεις αρκετών Ελληνικών τραπεζών είναι εξαιρετικά χαμηλές – με στόχο την εκποίηση τους σε εξευτελιστικές τιμές.  

ΤΑ ΕΥΡΩΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΑ ΔΟΧΕΙΑ

 Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, από το 2007 ουσιαστικά, ένας μοναδικός λογαριασμός της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ο οποίος αντιστοιχεί με το 50% σχεδόν του συνολικού ενεργητικού της (ή με το 14% του γερμανικού ΑΕΠ). Έτσι λοιπόν, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι απαιτήσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας, απέναντι σε άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, οι οποίες προέρχονται από το ευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών «target-2», ανήλθαν στα 340 δις € – από σχεδόν μηδενικές πριν το 2007 (Πίνακας V – ποσά κατά προσέγγιση).   

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Απαιτήσεις της Bundesbank εντός του ευρωσυστήματος, σε δις €

Τράπεζα

2007

2008

2009

2010

2011

 

 

 

 

 

 

Bundesbank

25

100

150

250

340

Πηγή: Bundesbank, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σύμφωνα τώρα με τον ικανότατο πρόεδρο του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας του Μονάχου, οι παραπάνω απαιτήσεις από το λογαριασμό «target-2» αποτελούν ένα ακόμη ρίσκο για τη Γερμανία. Αντίθετα, με βάση τη γερμανική κεντρική τράπεζα, καθώς επίσης την ΕΚΤ, δεν υπάρχει κανένας επί πλέον κίνδυνος για τη χώρα. Για να μπορέσει τώρα να αναλύσει κανείς εάν πράγματι υπάρχει κάποιο ρίσκο ή όχι, οφείλει να ερευνήσει τις λεπτομέρειες του συστήματος πληρωμών target-2. Μέσω λοιπόν του συγκεκριμένου «ευρωσυστήματος», διακανονίζονται πληρωμές σε «κεντρικά τραπεζικά χρήματα». Μία τέτοια πληρωμή δημιουργείται, για παράδειγμα, όταν μία ελληνική επιχείρηση παραγγέλνει ένα μηχάνημα στη Γερμανία και θέλει να το πληρώσει. Στην περίπτωση αυτή, δίνει εντολή στην ελληνική τράπεζα να εμβάσει τα χρήματα στο λογαριασμό του προμηθευτή της – στη γερμανική προφανώς εμπορική τράπεζα. Αντίστοιχα, όταν μία γερμανική εταιρεία αγοράζει εμπορεύματα από μία ελληνική, δημιουργούνται ανάλογες κινήσεις.

Οι δύο τράπεζες τώρα, η γερμανική και η ελληνική, «συμψηφίζουν» ουσιαστικά τέτοιου είδους πληρωμές των πελατών τους μεταξύ τους και αποπληρώνουν το τελικό ποσόν που απομένει. Εάν λοιπόν υποθέσουμε ότι, η ελληνική τράπεζα είναι ο τελικός χρεώστης, τότε πληρώνει το υπόλοιπο στη γερμανική, μέσω του συστήματος «target-2» – στη συνέχεια, κατ’ αναλογία με τις εμπορικές τράπεζες, συμψηφίζουν τα υπόλοιπα τους και πληρώνουν οι κεντρικές. Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητα τα κεντρικά τραπεζικά χρήματα – ενώ, είτε η ελληνική τράπεζα διαθέτει καταθέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) και πληρώνει με αυτές, είτε δανείζεται τα απαιτούμενα χρήματα από την ΤτΕ. Μέσω αυτής της δανειακής συναλλαγής, την οποία «προσφέρουν» όλες οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης το ελάχιστο μία φορά την εβδομάδα στις εμπορικές, δημιουργείται για την ελληνική τράπεζα ένα πιστωτικό στο λογαριασμό της – ταυτόχρονα, μία υποχρέωση της να το εξοφλήσει. Για την κεντρική τράπεζα, το πιστωτικό είναι μία υποχρέωση για πληρωμή κεντρικού τραπεζικού χρήματος, απέναντι στην οποία υπάρχει η απαίτηση της πληρωμής του εμβάσματος της εμπορικής τράπεζας.

Συνοψίζοντας, με την πληρωμή μέσω του συστήματος target-2, «δρομολογείται» η ακόλουθη αλυσίδα υποχρεώσεων: Η ΤτΕ εγγράφει ένα χρεωστικό στην ελληνική εμπορική τράπεζα, τα χρήματα αυτά φεύγουν από την ΤτΕ προς την ΕΚΤ και από αυτήν στην Bundesbank – η οποία εγγράφει ένα πιστωτικό (κατάθεση), στο λογαριασμό που διατηρεί η γερμανική εμπορική τράπεζα (η Deutsche bank για παράδειγμα) σε αυτήν. Με τον τρόπο αυτό η γερμανική εμπορική τράπεζα, μέσω της παραπάνω πιστωτικής εγγραφής της Bundesbank, έχει από αυτήν μία απαίτηση πληρωμής κεντρικού τραπεζικού χρήματος – κατ’ επέκταση, η Bundesbank έχει μία ανάλογη απαίτηση από την ΕΚΤ, η ΕΚΤ από την ΤτΕ και η ΤτΕ από την ελληνική εμπορική τράπεζα (από την Εθνική για παράδειγμα). Έτσι λοιπόν, η εξόφληση της αρχικής παραγγελίας του μηχανήματος από την ελληνική εταιρεία προς τη γερμανική, αυξάνει ουσιαστικά τις «target-2» απαιτήσεις της Bundesbank στην ΕΚΤ – αφού είναι αδύνατη η εξόφληση τους από την ΤτΕ η οποία, όπως όλες οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να παράγει πια χρήματα από το πουθενά.

Με δεδομένο τώρα το ότι, η γερμανική οικονομία είναι πλεονασματική (εξαγωγές μεγαλύτερες των εισαγωγών), είναι φυσιολογικό να αυξάνονται οι απαιτήσεις της απέναντι στο εξωτερικό – οπότε της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ (εκτός εάν επένδυε στις υπόλοιπες ελλειμματικές χώρες, αγοράζοντας ακίνητα ή επιχειρήσεις σε αυτές – κάτι που οφείλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα, ειδικά όσον αφορά τις πιέσεις της Γερμανίας στη χώρα μας, σε σχέση με τις γνωστές αποκρατικοποιήσεις των 50 δις €).   Βέβαια, η Γερμανία ήταν ανέκαθεν εξαγωγικά ισχυρή, χωρίς όμως μέχρι το 2007 να δημιουργούνται target-2 απαιτήσεις της Bundesbank, απέναντι στην ΕΚΤ – επομένως υπήρξαν και στο παρελθόν ισχυρές εισροές κεντρικού τραπεζικού χρήματος στη Γερμανία, από όλες τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης, χωρίς να υπάρχουν προβλήματα. Είναι εμφανές λοιπόν ότι, έως το ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα χρήματα που εισέρρεαν στο γερμανικό τραπεζικό σύστημα, οδηγούνταν ξανά πίσω – δια μέσου των συνεχώς αυξανομένων απαιτήσεων των γερμανικών εμπορικών τραπεζών, απέναντι στις εμπορικές τράπεζες των ελλειμματικών χωρών (για παράδειγμα, της Deutsche Bank απέναντι στην ΕΤΕ). Οι εμπορικές τράπεζες της Γερμανίας δηλαδή δάνειζαν τις επιχειρήσεις των ελλειμματικών χωρών ή προσέφεραν στις τράπεζες τους «κεντρικά τραπεζικά χρήματα», τα οποία οι ίδιες (οι γερμανικές) δεν χρειάζονταν. Μετά την κρίση όμως, ειδικά σαν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της Lehman Brothers, τα πράγματα άλλαξαν. Οι γερμανικές τράπεζες έπαψαν να εμπιστεύονται τις τράπεζες ή τις επιχειρήσεις (ιδιώτες κλπ.) των ελλειμματικών χωρών, φοβούμενες τυχόν πτώχευση τους και σταμάτησαν να τις δανείζουν. Η Bundesbank δε περιγράφει περιληπτικά ως εξής τη «νέα τάξη πραγμάτων»: «Οι εμπορικές τράπεζες της Γερμανίας ήταν λιγότερο διατεθειμένες, μετά την κρίση, να δανείζουν τις ξένες στη διατραπεζική αγορά – τοποθετώντας τα χρήματα τους (απαιτήσεις) στη γερμανική κεντρική τράπεζα». Επί πλέον, πολλές τράπεζες των αδύναμων χωρών δανείζονται από την ΕΚΤ περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονται, λόγω ανασφάλειας, καταθέτοντας όσα δεν χρειάζονται στις ισχυρές τράπεζες των πλεονασματικών χωρών της ΕΕ.   

Έτσι λοιπόν, οι απαιτήσεις των γερμανικών για παράδειγμα εμπορικών τραπεζών απέναντι στην Bundesbank αυξάνονται, παράλληλα με τις απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ – με αποτέλεσμα τόσο το σύστημα, όσο και η ίδια η ΕΚΤ, να έλθουν ίσως αντιμέτωποι με έναν μάλλον σοβαρότατο κίνδυνο, εάν τυχόν «σπάσει» ένα από τα κομμάτια της αλυσίδας.…  

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 08. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com,       

*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2344.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.