Η ΤΡΑΠΕΖΑ Ι

Η ΤΡΑΠΕΖΑ:

Ο τραπεζικός νόμος του Peel, το μέγεθος και η ποσότητα του χρήματος, η σημασία των επιτοκίων, ο κεντρικά κατευθυνόμενος χρηματοπιστωτικός κλάδος, η εξέλιξη του πολέμου, καθώς επίσης ο φόβος μίας «σοβιετικού τύπου» Ευρώπης – Μέρος Ι 

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

“Εάν συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε. Ίσως δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χρήματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» ισοτιμίες”. 

Ο ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ PEEL

 

Ήδη από το 1844, έτος στο οποίο υιοθετήθηκε ο «τραπεζικός νόμος του Peel» στη Μ. Βρετανία (19. Ιουλίου), είχε γίνει διεθνώς αποδεκτό το ότι, η ουσιαστική αιτία πίσω από όλους τους «ανοδικούς και καθοδικούς οικονομικούς κύκλους», ήταν η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση – η αύξηση δηλαδή των πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών, η οποία δεν βασιζόταν στις πραγματικές αποταμιεύσεις των Πολιτών.

Εκείνη την εποχή, στην οποία δεν υπήρχαν ακόμη οι κεντρικές τράπεζες, τα εμπορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξέδιδαν χρήματα, κυρίως χαρτονομίσματα ή λογιστικές «υποσχετικές», σε ποσότητες οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν στα θησαυροφυλάκια τους. Με στόχο λοιπόν να καταπολεμηθεί αυτή η «διαστρέβλωση», ο νόμος του Peel υποχρέωσε τις τράπεζες να καλύπτουν κατά 100% τα νομίσματα που εξέδιδαν, μέσω των καταθέσεων τους (εγγυήσεις) – γεγονός που συμφωνούσε με τις βασικές αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η πλαστογραφία, η χωρίς αντίκρισμα δηλαδή «έκδοση» χρημάτων.

Εν τούτοις, ο τραπεζικός νόμος του Peel περιορίσθηκε στα «τραπεζογραμμάτια» (μετρητά), χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τα λογιστικά χρήματα – τις «υποσχετικές» δηλαδή μελλοντικών πληρωμών (δάνεια, καταθέσεις κλπ), οι οποίες συνέχισαν να μην έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Το αποτέλεσμα του νόμου ήταν δυστυχώς να μεταφέρουν οι τράπεζες το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα – για τα οποία η υποχρέωση κάλυψης τους (fractional reserve) ήταν και είναι ελάχιστη (άρθρο μας). 

Έτσι λοιπόν συνεχίσθηκε η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση, η παραγωγή δηλαδή ακάλυπτων χρημάτων από τις τράπεζες, καθώς επίσης οι «ανοδικοί και καθοδικοί οικονομικοί κύκλοι» – αφού ο νόμος του Peel απλά «μετέβαλλε» τον τρόπο των συναλλαγών, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα. Η αποτυχία του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος θεσπίσθηκε με στόχο την ριζική αντιμετώπιση της τότε οικονομικής κρίσης (1844), χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί η διόρθωση του, είχε σαν αποτέλεσμα να συνεχίζονται έκτοτε οι οικονομικές κρίσεις (φούσκες, υφέσεις, διασώσεις τραπεζών κλπ) στον πλανήτη – γεγονός που συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Αργότερα ιδρύθηκαν οι κεντρικές τράπεζες (πρώτη η Fed το 1913), οι οποίες λειτούργησαν ως το τελευταίο καταφύγιο, ως οι «πιστωτές ανάγκης» δηλαδή των εμπορικών τραπεζών (lender of last resort), έχοντας σαν  βασικό αντικείμενο τη διάσωση τους – με τη βοήθεια της παροχής ρευστότητας σε περιόδους κρίσεων (κάτι ανάλογο ουσιαστικά με το ΔΝΤ, όσον αφορά τη «διάσωση» κρατών).

Οι δραστηριότητες δε των κεντρικών τραπεζών επεκτάθηκαν και στη διάσωση του δημοσίου τομέα τους, κρίνοντας τουλάχιστον από το ότι, στις 17. Νοεμβρίου του 2004, ο λογαριασμός (λογιστική εγγραφή) «US Treasury» της Fed αντιστοιχούσε στο 89,3% του συνολικού ενεργητικού του συστήματος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι, τα συνολικά «κεντρικά χρήματα» των Η.Π.Α., στα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης τα μετρητά που ευρίσκονται στην κυκλοφορία, είναι καλυμμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου από το δημόσιο χρέος της υπερδύναμης (!) 

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η κεντρική τράπεζα μίας χώρας είναι υπεύθυνη για την προμήθεια του τραπεζικού συστήματος με «κεντρικά» και μετρητά χρήματα – όπου τα «κεντρικά χρήματα» δημιουργούνται αφενός με την έγκριση δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες (έναντι εγγυήσεων), αφετέρου δε με την αγορά συναλλάγματος, πολύτιμων μετάλλων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού, από τις εμπορικές τράπεζες ή τα χρηματιστήρια. Όταν όμως απαιτείται επί πλέον ρευστότητα (τύπωμα χρημάτων) από το σύστημα, όπως συμβαίνει σήμερα (quantitative easing), τότε οι εμπορικές τράπεζες λαμβάνουν χρήματα από την κεντρική, απλά και μόνο με την λογιστική εγγραφή τους στο λογαριασμό που διατηρούν στην κεντρική.      

Συνεχίζοντας, «ο ιστός της αράχνης» ολοκληρώθηκε αργότερα (1930), όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν κεντρικές τράπεζες και κάποιοι «ανώνυμοι» ιδιώτες, με στόχο, μεταξύ άλλων, τη διάσωση των κεντρικών τραπεζών, σε περίπτωση ανάγκης. Στο τέλος, καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού (1971), με αποτέλεσμα να «εγκατασταθούν», να λειτουργούν δηλαδή διεθνώς «πλαστά» χρηματοπιστωτικά συστήματα – αφού δεν στηρίζονται σε πραγματικά χρήματα.

Πρόσφατα δε οι τράπεζες, με πιθανό στόχο την πλήρη «εξαέρωση» όλων των υποχρεώσεων τους, την παροχή εγγυήσεων δηλαδή για τα νομίσματα που εκδίδουν, επιδιώκουν να καταργήσουν εντελώς τα μετρητά χρήματα – όπως τουλάχιστον συμπεραίνεται ελεύθερα από την («πιλοτικά» στην Ελλάδα) απαίτηση της αποκρατικοποιημένης Πολιτείας να μην επιτρέπει πλέον συναλλαγές μετρητοίς, άνω των 3.000 €, δήθεν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

 

Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

 

Όπως είναι γνωστό από την οικονομική θεωρεία, «Στα πλαίσια της διαδικασίας παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών, τα χρήματα οφείλουν να φροντίζουν για την πληρωμή των αγαθών, για τις τιμές τους  (προσδιορισμός της αξίας τους), καθώς επίσης για τη διαχρονική διατήρηση της αξίας των αγαθών, των προϊόντων και των υπηρεσιών δηλαδή, σε χρήμα». Για να μπορούν όμως τα πάσης φύσεως χρήματα να ανταποκρίνονται στις λειτουργίες τους, ο υπεύθυνος για την «παραγωγή» τους θα πρέπει να εξασφαλίζει τις παρακάτω προϋποθέσεις:      

(α)  Να είναι το χρήμα υποχρεωτικά αποδεκτό από όλους όσους συναλλάσσονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας χρήματα με προϊόντα και υπηρεσίες

(β)  Να υπάρχει μία διαχρονικά σταθερή αγοραστική αξία του χρήματος, έτσι ώστε να μπορεί, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιηθεί αποταμιευτικά.

(γ) Να υφίσταται ένας υπεύθυνος, ο οποίος να εγγυάται απόλυτα για τα χρήματα που διακινούνται στην εκάστοτε αγορά.  

Αυτός τώρα που εξασφαλίζει τις παραπάνω προϋποθέσεις, «ο παραγωγός του χρήματος» δηλαδή στις σύγχρονες Οικονομίες, δεν είναι άλλος από το κράτος – δια μέσου της Κεντρικής Τράπεζας του η οποία, σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες, φροντίζει να «τυπώνει» το απαραίτητο χρήμα, καθώς επίσης να εγγυάται για τη σωστή λειτουργία του.

Το συνολικό «μέγεθος» τώρα του χρήματος που κυκλοφορεί σε μία Οικονομία, είναι το γινόμενο (πολλαπλασιασμός) της ποσότητας του χρήματος που υπάρχει, επί την ταχύτητα της ημερήσιας κυκλοφορίας του – η οποία συνήθως θεωρείται σταθερή. Εάν δηλαδή έχουμε 100 €, τα οποία διακινούνται πέντε φορές την ημέρα, τότε το μέγεθος του χρήματος είναι 100Χ5 = 500 €.

Περαιτέρω, η «αγοραστική αξία» του χρήματος υπολογίζεται πάντοτε από τη ποσότητα των διαθεσίμων αγαθών, σε σχέση με το συνολικό «μέγεθος» του χρήματος που κυκλοφορεί (ποσότητα επί ταχύτητα).

Για παράδειγμα, εάν σε μία οικονομία η αγοραστική αξία του χρήματος παραμένει διαχρονικά σταθερή, τότε το ποσοστό αύξησης της παραγωγής χρήματος επί την ταχύτητα κυκλοφορίας του, συμβαδίζει με το ποσοστό αύξησης της παραγωγής αγαθών. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, έχουμε τόσα χρήματα στην αγορά, όσα και προϊόντα (ΑΕΠ).  

Εάν όμως διαπιστωθεί ότι, η μέση ετήσια αγοραστική αξία του χρήματος μειώνεται, τότε αυτό σημαίνει ότι, στη συγκεκριμένη οικονομία η μέση ετήσια παραγωγή η/και η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος αυξάνεται γρηγορότερα, από ότι αυξάνει η μέση ετήσια παραγωγή αγαθών (πληθωρισμός). Είναι δυνατόν όμως να αυξάνεται η ποσότητα χρήματος από την κεντρική τράπεζα μίας χώρας, χωρίς να χάνει το χρήμα την αγοραστική αξία του βραχυπρόθεσμα, χωρίς να επακολουθεί πληθωρισμός δηλαδή, εάν μειώνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του από τους Πολίτες – οι οποίοι «κινούν βραδύτερα» τα χρήματα που έχουν στη διάθεση τους, διαθέτοντας τα όχι τόσο συχνά στην κατανάλωση (όπως μάλλον συμβαίνει σήμερα στις Η.Π.Α.).  

Ολοκληρώνοντας, από την παραπάνω μικρή περιγραφή τεκμηριώνεται ότι, η «διαχείριση» των ποσοτήτων του χρήματος σε μία Οικονομία είναι αποκλειστικό, «μονοπωλιακό» δηλαδή προνόμιο των τραπεζών – επομένως είναι μία ουσιαστικά κεντρικά κατευθυνόμενη διαδικασία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάγεται στις αρχές της ελεύθερης αλλά της κεντρικά κατευθυνόμενης αγοράς (κομμουνισμός).

 

ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα σημερινά χρήματα είναι στην πραγματικότητα «ακάλυπτα» – αφού δημιουργούνται «μονοπωλιακά» από τις τράπεζες και την πίστωση (άρθρο μας), χωρίς να έχουν κανενός είδους αντίκρισμα. Το επιτόκιο τώρα, είναι ουσιαστικά το κέρδος που «χρεώνεται», για τη χρησιμοποίηση των δανειακών χρημάτων – με το «φυσιολογικό επιτόκιο» να ορίζεται ως αυτό που εξισορροπεί τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονική σταθερότητα σε μία Οικονομία.

Ένα τέτοιο «φυσιολογικό επιτόκιο» όφειλε προφανώς να «επέκειτο» στους κανόνες τις ελεύθερης αγοράς, όπου το εκάστοτε μέγεθος του θα καθοριζόταν από την ισορροπία της ζήτησης με την προσφορά. Δηλαδή, εάν η ζήτηση για δανειακά χρήματα αυξανόταν (τα δάνεια πρέπει να έχουν στόχο τις επενδύσεις και ποτέ την κατανάλωση), υπερκαλύπτοντας την προσφορά (αποταμιεύσεις), τότε το επιτόκιο θα αυξανόταν ανάλογα, μέχρι το σημείο που η περεταίρω αύξηση του θα μείωνε τη ζήτηση – αφού οι επενδύσεις θα ήταν πια ασύμφορες.

Εν τούτοις, το επιτόκιο σήμερα δεν καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά, αλλά από τις κεντρικές τράπεζες (βασικό). Επομένως, η διαμόρφωση του είναι κεντρικά κατευθυνόμενη και μονοπωλιακή – όπως αυτή της ποσότητας των χρημάτων που κυκλοφορούν στις εκάστοτε Οικονομίες οι οποίες, τουλάχιστον όσον αφορά το χρήμα, είναι ουσιαστικά «κομμουνιστικές» (ερμηνεύοντας οικονομικά τον κομμουνισμό, ως ένα κεντρικά κατευθυνόμενο σύστημα).

Τα αποτελέσματα των κεντρικά κατευθυνόμενων επιτοκίων όσον αφορά τα δάνεια, τα οποία συνάπτονται με ένα τεχνητά χαμηλό επιτόκιο, είναι οι λανθασμένες επενδυτικές τοποθετήσεις – αφού εμφανίζονται συμφέρουσες λόγω του ότι το επιτόκιο είναι τεχνητά χαμηλό, ενώ με ένα «φυσιολογικό επιτόκιο» δεν θα γινόταν. Το γεγονός αυτό επεξηγεί παράλληλα την υπερχρέωση της Ελλάδας, η οποία ουσιαστικά προκλήθηκε από τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια του δανεισμού της, λόγω της εισόδου της στην Ευρωζώνη – επίσης άλλων χωρών (Ιρλανδία, Ισπανία κλπ), οι οποίες επένδυσαν στην αγορά των ακινήτων, στηριζόμενες στα τεχνητά χαμηλά επιτόκια των τραπεζών.

Οι λανθασμένες λοιπόν επενδύσεις, λόγω των αδικαιολόγητα χαμηλών επιτοκίων,  οδηγούν τελικά σε «φούσκες» – οι οποίες «εκρήγνυνται», όταν οι κεντρικές τράπεζες αναγκασθούν να αυξήσουν τα επιτόκια, προς την κατεύθυνση του φυσιολογικού, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο υπερπληθωρισμός. Η υπερχρέωση ενός κράτους είναι ουσιαστικά επίσης μία «φούσκα», η οποία εκρήγνυται όταν αδυνατεί να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του – συνήθως λόγω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού του, πέρα από τα «όρια» της αντοχής του (φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών του κλπ). Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί φαίνεται η διαχρονική υπερχρέωση των Η.Π.Α.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη δημοσίου χρέους σε τρις $, Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, έλλειμμα (πλεόνασμα) σε τρις $

Έτος

Δημόσιο Χρέος

Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ

Έλλειμμα

 

 

 

 

1981

1,0

32,5%

-0,08

1985

1,8

43,8%

-0,21

1990

3,2

55,9%

-0,22

1995

4,9

67,0%

-0,16

2000

5,6

57,3%

+0,24

2005

7,9

63,5%

-0,32

2009

11,9

83,4%

-1,41

2010*

13,8

94,0%

-1,42

2011*

15,1

100,0%

-1,27

* Πρόβλεψη της αμερικανικής κυβέρνησης

Πηγή: Spiegel, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα πλησιάζει τα 14 τρις $ (100% του ΑΕΠ), ενώ έχει 20πλασιασθεί, σε σχέση με τη δεκαετία του ’70. 

 

Από τον Πίνακα Ι τεκμηριώνονται, μεταξύ άλλων, τα καταστροφικά αποτελέσματα της εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού, του κυρίαρχου δόγματος καλύτερα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στις Η.Π.Α. – από τον τότε πρόεδρο Ronald Reagan, για τον οποίο το κράτος δεν αποτελούσε τη λύση για τα προβλήματα, αλλά ήταν το ίδιο πρόβλημα (ως γνωστόν, «απελευθέρωσε» τις αγορές, άνοιξε τα κλειστά επαγγέλματα, αποκρατικοποίησε ακόμη και τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ενίσχυσε τα μέγιστα το Κεφάλαιο, το οποίο σήμερα προσπαθεί να διαφύγει στην Ασία από την «έξοδο κινδύνου», μείωσε τους ανώτατους φορολογικούς συντελεστές από το 70% στο 28% κλπ). Στην εποχή του δόθηκε τεράστια σημασία στον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος διπλασίασε έκτοτε την κερδοφορία του – ενώ πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, το 40% των κερδών όλων των αμερικανικών επιχειρήσεων προερχόταν από τον τραπεζικό τομέα.

 Κλείνοντας, όταν κανείς αντιληφθεί ότι, η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκε από την επεκτατική πιστωτική πολιτική της Fed, η οποία αύξησε την ποσότητα του χρήματος (κατά 10% περίπου ετήσια από το 2001 – διπλασιασμός σε επτά έτη) και διατήρησε τεχνητά χαμηλά τα επιτόκια, επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με μία ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ποσότητας των χρημάτων (quantitative easing), καθώς επίσης με ακόμη πιο «επιθετικά» χαμηλά, τεχνητά επιτόκια, καταλήγει εύκολα στο συμπέρασμα ότι, «υποδαυλίζεται» μία ακόμη μεγαλύτερη κρίση η οποία θα έχει ασύγκριτα πιο καταστροφικά αποτελέσματα.   

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι η ΕΚΤ, η οποία πλέον ακολουθεί την ίδια «μονόπλευρη» πολιτική χρήματος με την Fed, καθώς επίσης με τις Τράπεζες της Ιαπωνίας και της Αγγλίας, αύξησε επίσης την ποσότητα χρήματος (Μ3) στην Ευρωζώνη κατά 116% (από 4,4 τρις € στην αρχή του 1999, στα 9,5 τρις € τέλη Απριλίου του 2009).    

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2326.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.