Τα πολυδύναμα σχολεία: Επιπτώσεις … και ….

Τα πολυδύναμα σχολεία: Επιπτώσεις στη μάθηση και στη συμπεριφορά των μαθητών

 

Της Μαρίας Παπαχρήστου*

 

 

Ο σχολικός χώρος δεν είναι ο οποιοσδήποτε χώρος, αλλά ένας χώρος που έχει παιδευτική σημασία. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας, στοιχεία του περιβάλλοντος, όπως είναι το γεωφυσικό περιβάλλον, ο δομημένος χώρος, ο αύλειος χώρος κ.ά, επηρεάζουν τον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του ατόμου.

Στη περίπτωση μάλιστα του παιδιού, οι επιδράσεις αυτές είναι εντονότερες και μονιμότερες, όχι μόνο λόγω της αυξημένης ευαισθησίας αυτού αλλά και λόγω του ότι το παιδί αναπτύσσεται νοητικά και κοινωνικά μέσα από τις κοινωνικές εμπειρίες του, τις οποίες όμως καθορίζουν και μορφοποιούν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία του φυσικού και κυρίως του δομημένου περιβάλλοντος.

Επειδή η σχολική πραγματικότητα υπόκειται σε μία διαρκή και δυναμική διαδικασία αλλαγών, θα πρέπει και τα σχολικά κτίρια, ως εξωτερικά πλαίσια του παιδαγωγικού χώρου, να ανταποκρίνονται και σε μελλοντικές παιδαγωγικές αξιώσεις. Αυτό κρίνεται αναγκαίο διότι η επάρκεια, η ποιότητα και η καταλληλότητα των σχολικών χώρων και του εξοπλισμού και η σωστή διάταξή τους με βάση τις ανάγκες του  προγράμματος, είναι σημαντικές υλικές συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός ευχάριστου, δημιουργικού και λειτουργικού περιβάλλοντος μάθησης..

Ο Ο.Σ.Κ., αναγνωρίζοντας τη σημασία των σχολικών κτιρίων στην εκπαίδευση των νέων, θεωρεί ότι χρειάζεται να υπάρχει: ένας ανθρώπινος κτιριακός εναγκαλισμός ο οποίος συμμετέχει στην καθημερινή «σχολική συμβίωση» κάνοντας το παιδί να νιώθει όχι ότι βρίσκεται απλώς σε ένα ευχάριστο χώρο από όπου σε λίγο θα αποχωρήσει, αλλά σε ένα δικό του προσωπικό περιβάλλον που ελάχιστα διαφοροποιείται από την κατοικία του ή καλύτερα, που συγχέει τα όριά του μαζί της και όπου θα ζήσει με χαρά το μεγάλο χρονικό διάστημα της μαθητείας του.

Σταθμός της σύγχρονης (παιδοκεντρικής) θεώρησης του διδακτηρίου αποτελούν οι θέσεις της Montessori (1977), ότι μέτρο του μεγέθους του διδακτηρίου και του εξοπλισμού του πρέπει να είναι το παιδί. Τις θέσεις αυτές υποστηρίζουν και άλλοι ψυχοπαιδαγωγοί, που επισημαίνουν ότι είναι ανάγκη το παιδί να μπορέσει να οικειοποιηθεί το σχολικό χώρο.

Στα περισσότερα ελληνικά σχολικά κτίρια της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας, ισχύει το ίδιο κτιριολογικό πρόγραμμα. Αποτέλεσμα είναι ένα άκαμπτο σχολικό κτίριο, με βασικό στοιχείο κτιριολογικής δομής την κλειστή αίθουσα διδασκαλίας. Έχουμε τάξεις παραταγμένες κατά μήκος διαδρόμων και μικρό αριθμό χώρων ειδικής χρήσης: μία αίθουσα φυσικής – χημείας, μία κλειστή αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και τα γραφεία της διοίκησης. Το σχολείο, βέβαια, δεν είναι μόνο αίθουσες διδασκαλίας, αλλά ένας συνολικός χώρος παιδείας, που  χρειάζεται βιβλιοθήκες, εργαστήρια, ατομικά γραφεία, τεράστια προαύλια και χώρους παιχνιδιού – άθλησης.

Χαρακτηριστική είναι η απόλυτη έλλειψη έρευνας  στον τομέα του σχολικού κτιρίου. Είναι πρωταρχικό για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ενός σχολικού κτιρίου να έχουν προσδιοριστεί με ακρίβεια οι εκπαιδευτικοί στόχοι ή καλύτερα, οι κοινωνικοί στόχοι, που αυτό πρόκειται να εξυπηρετήσει και να έχουν ζητηθεί και  οι  απόψεις  της εκπαιδευτικής κοινότητας..

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 προγραμματίζονται στην  χώρα  μας τα σχολικά  συγκροτήματα, τα «πολυδύναμα» σχολεία μέσης εκπαίδευσης που στεγάζουν περισσότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα μαζί, κυρίως, στις μεγάλες ελληνικές  πόλεις, τα  οποία  αποτελούν κακή εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολυκλαδικών και είναι συχνά πολύ μεγαλύτερα, με όλα τα μειονεκτήματα των πολύ μεγάλων σχολείων. Το ζήτημα του μεγέθους του σχολείου οδήγησε διεθνώς σε πολλές συζητήσεις και έρευνες. Από το 1960 μέχρι το 1980, δημοσιεύτηκαν 344 άρθρα για τις επιπτώσεις του μεγέθους της σχολικής κοινότητας στις επιδόσεις, στην  κοινωνικοποίηση και στη ψυχολογία  του μαθητή   (Τσουκαλά Κ, 1998  «Τάσεις  στην  σχολική  αρχιτεκτονική»).

Οι μελέτες των Barker και Gump, που θεωρούνται από τις πλέον σημαντικές σε αυτό τον τομέα, εξετάζουν γυμνάσια με πολλούς  μαθητές. και ανακαλύπτουν ότι τα μικρά κατ’ εξοχή σχολεία προσφέρουν στους μαθητές περισσότερες δυνατότητες για ουσιαστική συμμετοχή καθώς και για άσκηση ηγετικών ρόλων. Ειδικότερα, η συμμετοχή στις σχολικές δραστηριότητες, η ικανοποίηση του μαθητή, το ενδιαφέρον του για την κοινότητα βρέθηκαν να είναι αυξημένα στα μικρού μεγέθους σχολεία σε σύγκριση με τα μεγάλα «πολυδύναμα» σχολικά κέντρα. Άλλες έρευνες έδειξαν ότι στα μικρά σε μέγεθος σχολεία οι μαθητές συμβαίνει να γνωρίζουν τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους πολύ καλύτερα, με αποτέλεσμα συχνά να εμπλουτίζονται σε βάθος οι σχέσεις τους, ακόμη  δε  βιώνουν την ανωνυμία, και αυτό έχει διαπιστωθεί ότι περιορίζει την αποκλίνουσα και παραβατική συμπεριφορά. (Συγκολλίτου Έφη, 1997 «Περιβαλλοντική  ψυχολογία» ).

Κατά  την  χρονική  αυτή  περίοδο πραγματοποιήθηκαν  πολλές έρευνες με σκοπό τη σύγκριση των επιπτώσεων που έχουν τα μικρά και τα μεγάλα σχολεία (πολυδύναμα) στις σχολικές επιδόσεις (μάθηση), στη συναισθηματική ανάπτυξη και στην αυτοαντίληψη των μαθητών κ.λ.π. Τα ερευνητικά  αποτελέσματα   τα οποία  προέκυψαν είναι  ότι τα μεγάλα σχολεία (με πάνω από 300 μαθητές) έχουν περισσότερες βοηθητικές εγκαταστάσεις (βιβλιοθήκες, εργαστήρια, γυμναστήρια κ.λ.π.), και δίνουν δυνατότητες στους μαθητές τους. Όμως οι νεότερες έρευνες, επισημαίνουν πως μόνον ένας μικρός αριθμός μαθητών εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες αυτές, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς εξελίσσονται συνήθως σε παθητικούς παρατηρητές. Αντίθετα, τα μικρά σχολεία κινητοποιούν μεγαλύτερο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζουν καλύτερες  επιδόσεις.

Ακόμα, τα πολυώροφα διδακτήρια ή τα συγκροτήματα σχολικών κτιρίων παρουσιάζουν δυσκολίες στην κίνηση και στην εποπτεία των μαθητών. Η ίδρυση σχολικών συγκροτημάτων θεωρείται  αντιπαιδαγωγική πράξη, γιατί σε ένα σχολείο – στρατώνα ο μαθητής νοιώθει πνιγμένος μέσα σε ανώνυμες μάζες και καταπιέζεται  από τον όγκο των κτισμάτων. Η ομαδική ζωή, που συνεπάγεται η φοίτηση στο σχολείο, ποτέ δεν πρέπει να αποβαίνει σε βάρος της ατομικότητάς του. (1ο Εκπαιδευτικό συνέδριο  ΟΛΜΕ 1981  «Εκπαίδευση  και  σχολικά  κτίρια»).

Εκτός από το μέγεθος του σχολικού κτιρίου, σημαντικό ζήτημα είναι και η πυκνότητά του. Η πυκνότητα είναι ο χώρος που αναλογεί στο παιδί ως απόρροια του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται στο χώρο της τάξης.

Όταν ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ένα δεδομένο χώρο (πχ τάξη) είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος από κάποιο αριθμό που θεωρείται κανονικός, αυτό έχει επίπτωση στο βαθμό της συμμετοχής, στο ρυθμό και την ένταση της δράσης, στην παθητικότητα ή ενεργητικότητα των ατόμων που τον συνθέτουν.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από νεότερες έρευνες, η μεγάλη πυκνότητα στην τάξη σε συνδυασμό με την έλλειψη υποδομής συμβάλλει στην αύξηση της επιθετικότητας, των βανδαλισμών και της άσκοπης συμπεριφοράς.  Αντίθετα, ο επαρκής χώρος και ο κατάλληλος εξοπλισμός αυξάνουν τη  συνεργατικότητα, τη δημιουργική απασχόληση και τη συμμετοχή στις δραστηριότητες της ομάδας.

Εξαιτίας της συγκέντρωσης πολλών μαθητών στο ίδιο κτίριο, και στην ίδια   τάξη  παρατηρούνται  τα  φαινόμενα:       

1. Της αύξησης της περιθωριοποίησης μεγάλου αριθμού μαθητών,

2. Της αύξησης των βανδαλισμών στο χώρο και της επιθετικότητας.

Έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου καταλήγει στα εξής: οι βανδαλισμοί στα σχολεία «κοστίζουν ακριβά» και επιπροσθέτως επιτείνονται τα φαινόμενα της βίας στα σχολεία, με αποτέλεσμα ένας στους τρεις μαθητές να μην αισθάνεται ασφαλής μέσα σε αυτά. Ακόμη, έρευνα που  πραγματοποιήθηκε στην περιφέρεια της πρωτεύουσας το  1995 έδειξε ότι επτά στους δέκα μαθητές που φοιτούν σε μεγάλα σχολεία δηλώνουν ότι χάραξαν τοίχους, θρανία, πόρτες ή έχουν σπάσει κάτι μέσα στο σχολείο.

Τα παραπάνω ερευνητικά αποτελέσματα τα οποία είναι  διαχρονικά δείχνουν  τη  συνάφεια των επιμέρους  στοιχείων του περιβάλλοντος με τη σχολική πραγματικότητα και την αποτελεσματικότητα. Το σχολείο σήμερα πρέπει να θεωρείται ως ένα δυναμικό πεδίο αλληλεπίδρασης  δυνάμεων στο οποίο δρουν ενεργά όλα τα συμμετέχοντα μέρη: ο μαθητής ο εκπαιδευτικός, η υποδομή και το περιβάλλον.

Η  πολιτεία χρειάζεται να αναλογισθεί τις ευθύνες της απέναντι σε μαθητές  και  εκπαιδευτικούς και  να  διαμορφώσει  συνθήκες  αξιοπρεπείς  για  την  διαβίωση  και  τη  μάθηση  στο  σχολείο και  στην  τάξη  ειδικότερα. Οφείλει να  σεβαστεί τη  βούληση  μαθητών, εκπαιδευτικών  γονέων και να μην τους ταλαιπωρήσει με προσπάθειες ίδρυσης «πολυδύναμων»  σχολικών κέντρων τα  οποία απορρίφθηκαν ήδη στο παρελθόν. Είναι απαραίτητο να σεβαστεί τις διεθνείς προδιαγραφές και να μην  αυξήσει τον αριθμό των μαθητών στην τάξη.

Χρειαζόμαστε ένα δημόσιο  σχολείο  που θα  είναι  δημοκρατικό, λειτουργικό,  και  ανθρώπινο.

 

H  ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ είναι Δρ. Εκπαιδευτικής  Διοίκησης, Διευθύντρια

 

ΠΗΓΗ: 27/01/2011 – 00:20, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=21147

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.