"Η αθηναϊκή ταβέρνα"
[Στο ψευδοκράτος των Αθηνών]
Του Περικλή Κοροβέση*
Η γιορτή είναι ένα είδος αρχέγονου κομμουνισμού που προϋπήρχε του χριστιανισμού. Σε όλους τους πολιτισμούς, είτε αυτοί βρίσκονται στον Αμαζόνιο είτε στα λαμπρά, φωτεινά κέντρα του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, υπάρχει μια ποικιλία γιορτών. Συχνά είναι ιδεολογικά φορτισμένες. Και μια κυρίαρχη γιορτή μπορεί να συμπεριφέρεται εχθρικά σε μια προηγούμενη, άσχετα αν έχει λεηλατήσει όλο το τελετουργικό της.
Αυτή η φόρτιση μπορεί να είναι εθνικιστική ή θρησκευτική. Αλλά στην ουσία, δεν αναιρείται η σημασία της γιορτής. Γιορτή είναι η συλλογικότητα. Στην ονομαστική μας γιορτή κοινωνικοποιούμε τον απομονωμένο εαυτό μας. Στο καρναβάλι ξεπερνούμε τα όριά μας. Και στο μεθύσι μας, γινόμαστε ποιητές.
Υπάρχουν άραγε ακόμα ταβέρνες, που σε τελική ανάλυση είναι το μόνιμο θεσμικό πλαίσιο της γιορτής; Σε αυτό το ερώτημα μας απαντάει πληρέστατα ο Γιώργος Πίττας με το βιβλίο του «Η Αθηναϊκή Ταβέρνα» (εκδόσεις Ινδικτος). Για αυτή τη δουλειά έφαγε περίπου είκοσι χρόνια από τη ζωή του. Δεν συνυπολογίζουμε τους μεζέδες που έφαγε, ούτε τα κρασιά που ήπιε. Υπάρχουν βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα που δεν τα πιάνει το μάτι μας. Και ούτε φυσικά επιδοτούνται από πουθενά. Ευτυχώς, είχε τη συμπαράσταση της γυναίκας του, της αγαπημένης μας Μπήλιως Τσουκαλά, «που κοντά της σπούδασε και σπουδάζει την τέχνη της γραφής». Και πράγματι, αυτό το βιβλίο θα μπορούσε και να διαβαζόταν σαν ένα λογοτεχνικό κείμενο. Οι τριάντα ταβέρνες που επιλέγει θα μπορούσαν να ήταν και τριάντα εκλεκτά διηγήματα.
Δεν είναι στην αρμοδιότητα της στήλης η βιβλιοπαρουσίαση. Εντούτοις θεωρώ αυτή την έκδοση ένα πολιτιστικό γεγονός. Είναι μια εθνολογική μελέτη του λαϊκού τρόπου ζωής και διασκέδασης, όπου η ταβέρνα ήταν για όλους η οικογενειακή τους τραπεζαρία. Κάποιες από αυτές δεν υπάρχουν πια. Αλλά κάποιες άλλες βρίσκονται σε πλήρη δράση. Και είναι μια πρόκληση στους καιρούς που ζούμε, όπου το δήθεν μοντέρνο και εμπορευματικό κάνει τον δημόσιο χώρο πανάκριβο και απωθητικό. Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο Γιώργος Πίττας ήταν από τους συνδημιουργούς του «Νέου Κατοικείν», αυτής της πρωτοποριακής επιχείρησης που ανέπτυξε τον σχεδιασμό του ελληνικού επίπλου που κράτησε περίπου μια εικοσαετία. [ΣΣ. "επίπλου" γιά ποιά νοικοκυριά; Λαϊκά; Προλεταριακά; Μπουχαχαχαχαχαχα]
Για τις ανάγκες της έρευνας, ο Πίττας κάνει και μια βαθιά βουτιά στην ιστορία της ταβέρνας, που διαβάζεται μονορούφι. Και παράλληλα πιάνει και το τραγούδι σε όλες του τις μορφές. Και εδώ ας μου επιτραπούν κάποιες ενστάσεις. Το λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι» είναι αδόκιμος όρος. Σε αυτή τη σχολή του αστικού τραγουδιού χρωστάμε τραγούδια με υπέροχες μελωδίες και ανεπανάληπτους στίχους που είναι ζωντανά και έχουν ακόμα φίλους. Πολλά μαγαζιά ζουν από αυτά τα τραγούδια. Και μια που μπήκα στο κριτικό μέρος αυτού του σημειώματος, να σταθώ και λίγο στις ξένες κουζίνες. Δεν είναι μόδα. Κατά κανόνα είναι η κουζίνα των μεταναστών. Και κάθε χώρα έχει να επιδείξει τη δική της κουζινική ιδιοφυΐα, ανάλογα με τις πρώτες ύλες που διαθέτει. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να γίνουν επενδύσεις σε ξένες κουζίνες. Π.χ. τη μεγαλύτερη αλυσίδα ελληνικών εστιατορίων στη Στοκχόλμη την έχει μια λιβανέζικη φίρμα. Άλλο επενδύσεις, άλλο κουζίνα. Καλή μας χρονιά.
ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010, Έντυπη Έκδοση, http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&s=sto-yeydokratos-twn-a8hnwn&c=politikh&date=02/01/2010