Ιστορικές ευθύνες αριστεράς – πρόταση διεξόδου

Οι ιστορικές ευθύνες της αριστεράς και η πρόταση διεξόδου

 

Του Στάθη Κουβελάκη    Συνέντευξη στην ΙΣΚΡΑ


 

Ερ.: Όλα δείχνουν ότι το 2011 είναι μια χρονιά ιστορικό σταυροδρόμι. Θεωρείτε ότι η ΕΕ και το ευρώ μπορεί να έχει μέλλον; 

 

Απ.: Μπορεί να ακούγεται κοινότυπο αλλά η καινούργια χρονιά πράγματι αναμένεται καθοριστική για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας και ευρύτερα στην Ευρώπη. Ο καπιταλισμός συνεχίζει να βρίσκεται στη δίνη μιας κρίσης που επιβεβαιώνει καθημερινά το ρητό του Μαρξ ότι «το όριο του κεφαλαίου είναι το ίδιο το κεφάλαιο».

Η κρίση αυτή είναι λοιπόν συστημική, έχει ένα διεθνή αν και όχι ακριβώς παγκόσμιο χαρακτήρα (η Κίνα και η Ινδία, δηλαδή το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού του πλανήτη, συνεχίζουν να έχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης).

Σε κάθε περίπτωση πάντως η μορφή της κρίσης διαφέρει αισθητά από χώρα σε χώρα ή από περιοχή σε περιοχή του πλανήτη. Στην Ευρώπη, η κρίση δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο στην Ιρλανδία και στην Ολλανδία, στην Ελλάδα ή τη Δανία.

Αν και η ΕΕ και το ευρώ δεν είναι αιτίες της κρίσης, που είναι μια κρίση του συστήματος, παίζουν ένα καθοριστικό ρόλο στην ειδική μορφή που παίρνει σ’ αυτή την περιοχή του πλανήτη.

Ας αρχίσουμε από την ευρωζώνη. Η ουσία είναι το κοινό νόμισμα που δημιουργήθηκε στη βάση των συμφώνων σταθερότητας λειτουργεί σε μια τριπλή και αλληλοσυμπληρούμενη κατεύθυνση:

– καταργώντας τη δυνατότητα υποτίμησης και όντας κοινό νόμισμα διαφορετικών κρατών, χωρίς τους αντισταθμιστικούς μηχανισμούς ενός ενιαίου κρατικού προϋπολογισμού, μεταθέτει όλο το βάρος του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίων στο εργασιακό κόστος, δηλαδή στους μισθούς.

– στηριζόμενο σε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, στη τιθάσευση των πληθωριστικών πιέσεων και των μισθών, το ευρώ είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του γερμανικού κεφαλαίου. Ο παράγοντας αυτός εντείνεται από τις αρχικές ισοτιμίες, που ευνοούσαν το μάρκο. Από τη στιγμή της δημιουργία του ευρώ οι γερμανικές εξαγωγές εκτινάσσονται, τα πλεονάσματα της Γερμανίας γιγαντώνονται. Αντίθετα, οι χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία), με υψηλότερο πληθωρισμό και πιο χαλαρή μισθολογική και δημοσιονομική πειθαρχία, χάνουν σε ανταγωνιστικότητα, τα ελλείματά τους στο εμπόριο και τις τρέχουσες συναλλαγές αυξάνονται ραγδαία. Οι οικονομίες τους στηρίζονται σε «φούσκες» (κυρίως στην αγορά ακινήτων, Ισπανία, στις τράπεζες: Ιρλανδία) ή στην υπερ-κατανάλωση (Ελλάδα). Φυσικά στρέφονται όλο και περισσότερο στο δανεισμό, που είναι πρώτα και κύρια ιδιωτικός.

– Και εδώ είναι βέβαια η τρίτη πτυχή του ευρώ: ως ισχυρό νόμισμα, με αποθεματικές αξιώσεις, το ευρώ είναι επίσης κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του τραπεζικού κεφαλαίου, που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της περιφέρειας. Διευκόλυνε την επέκταση και τη διεθνοποίηση των τραπεζών, και κατέβασε το κόστος του δανεισμού, καθιστώντας τον ταυτόχρονα όπως εξηγήσαμε όλο και πιο αναγκαίο.

Με δυο λόγια, το ευρώ δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα ταξικά και γεωπολιτικά συμφέροντα: ως μηχανισμός συμπίεσης των μισθών και του κοινωνικού κράτους, και προώθησης του τραπεζικού κεφαλαίου, λειτουργεί ενοποιητικά για τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων της Ευρώπης. Γι’ αυτό και η παραμονή στην ευρωζώνη είναι και παραμένει στρατηγική επιλογή τους. Αντίθετα, επειδή το ευρώ δημιουργεί αποκλίσεις και πόλωση εντός της ζώνης κυκλοφορίας του, πρώτα και κύρια μεταξύ Γερμανίας και χωρών της περιφέρειας (αλλά όχι μόνο, και η Γαλλία χάνει σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τη Γερμανία), ευνοεί ορισμένους εθνικούς καπιταλισμούς σε βάρος άλλων, οξύνει τις αντιθέσεις και λειτουργεί εν τέλει αποσταθεροποιητικά, ειδικά σε περιόδους κρίσης του συστήματος.

Για να το πω διαφορετικά, το ευρώ όχι μόνο παίζει κεντρικό ρόλο στην ανισότητα της έντασης της κρίσης μεταξύ χωρών του κέντρου και της περιφέρειας αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις ώστε η έξοδος από αυτήν την κρίση να πραγματοποιηθεί με πολύ καλύτερους όρους για ορισμένους εθνικούς καπιταλισμούς (και κατ’ αρχήν για το γερμανικό) και πολύ οδυνηρότερους για άλλους (για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και σε λίγο τις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας). Εννοείται πως αυτός είναι και ο πρωταρχικός στόχος του Μνημονίου: να διασωθούν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των χρεωγράφων του ελληνικού δημοσίου, με αντίτιμο την λατινοαμερικανοποίση της Ελλάδας.

 

Ερ.:  Η Ελλάδα εντός της ΟΝΕ μπορεί να ανταπεξέλθει στην κρίση και – πολύ περισσότερο – να ανοίξει νέους προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους;

 

 Απ.: Σ’ αυτό το σημείο μπορώ να είμαι πιο σύντομος: με βάση την προηγούμενη ανάλυση, η απάντηση είναι ένα σαφέστατο όχι. Και, σε αντίθεση με όσα λέγονται από όσους θέλουν να δημιουργούν σύγχυση μέσα στην Αριστερά, αυτή η θέση δεν έχει καμμιά σχέση με τον εθνικισμό ή με την εθνική αναδίπλωση. Από μια ταξική σκοπιά, η έξοδος από το ευρώ είναι αναγκαία για το σύνολο των εργαζομένων της χωρών της ευρωζώνης. Αλλά το θέμα τίθεται πιεστικά, ως υπαρκτό πολιτικό αίτημα, στους «αδύναμους κρίκους», εκεί που οι αντιθέσεις του συστήματος εκδηλώνονται με τον πιο βίαιο τρόπο, δηλαδή στην περιφέρεια, αρχίζοντας από την Ελλάδα που λειτουργεί ως πειραματόζωο των συνταγών κοινωνικής εξαθλίωσης και αρπαγής του πλούτου σε όφελος των ισχυρών, εντός και εκτός της χώρας μας.

Πιο συγκεκριμένα η έξοδος από το ευρώ είναι αναγκαία για να μπορέσει η Ελλάδα να προχωρήσει στις απαραίτητες μονομερείς κινήσεις που θα οδηγήσουν στην παραγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους, ένα χρέος που είναι ούτως ή άλλως αδύνατο να αποπληρωθεί και για το οποίο ο εργαζόμενος λαός δεν φέρει καμμιά ευθύνη. Κεντρική θέση σ’ αυτές τις κινήσεις, έχει η στάση πληρωμών, γιατί είναι, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, το καλύτερο, ίσως και το μοναδικό, όπλο που διαθέτουν οι οφειλέτες για να αλλάξουν προς όφελός τους το συσχετισμό δύναμης. Και η διαχείριση των άμεσων συνεπειών της στάσης πληρωμών, που δεν θα είναι ανώδυνες, απαιτεί ανάκτηση της δυνατότητας άσκησης νομισματικής σε εθνικό επίπεδο καθώς βεβαίως και την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η επιβίωση το οποίου ούτως ή άλλως ήδη εξαρτάται από διαρκείς ενέσεις δημόσιας χρηματοδότησης, με τεράστιο βέβαιο κόστος. Αυτά τα μέτρα πρέπει βέβαια να συμπληρωθούν με άλλα, όπως ο έλεγχος των ροών κεφαλαίου, η προστασία του λαϊκού εισοδήματος από τις συνέπειες της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και άλλα στα οποία θα επανέλθω παρακάτω.

Πρέπει να τονιστεί ότι η έξοδος από την ΟΝΕ δεν τίθεται σήμερα, από τη σκοπιά της αριστεράς και των εργαζομένων, για να πραγματοποιηθεί άμεσα ο σοσιαλισμός, αλλά για να αποφευχθεί η ολοκλήρωση της ήδη συντελούμενης καταστροφής και για να εφαρμοσθούν λύσεις που, σε άλλες συγκυρίες ή ιστορικές εποχές, θα ήταν αρεστές ακόμη και σε μετριοπαθείς σοσιαλδημοκράτες. Σήμερα όμως, και από τη θέση που βρισκόμαστε, αυτές οι λύσεις ισοδυναμούν με μια μεγάλη κοινωνική μεταβολή, με ανατροπή του συσχετισμού προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, θέτουν το αίτημα μιας συνολικότερης αλλαγής, δηλαδή του σοσιαλισμού, με τρόπο συγκεκριμένο, ως διαδικασία επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων και αντιθέσεων, και όχι ως αφηρημένα ή διακηρυκτικά.

 

Ερ.: Στα πλαίσια ενός τέτοιου σενάριου, ποιες είναι οι προοπτικές της Ε.Ε.; Και, πιο συγκεκριμένα, είναι δυνατή η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ εντός της ΕΕ;


 Απ:
Σίγουρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο (στάσης πληρωμών και εξόδου από την ευρωζώνη), που προϋποθέτει ότι την πρωτοβουλία των κινήσεων την έχουν πλέον οι λαϊκές δυνάμεις εντός της χώρας που κινείται προς μια τέτοια κατεύθυνση, επί του προκειμένου της Ελλάδας, σημαίνει μετωπική σύγκρουση με την ΕΕ. Βέβαια ΕΕ και ευρωζώνη δεν είναι το ίδιο πράγμα, ούτε, προς το παρόν τουλάχιστον, προβλέπεται διαδικασία αποβολής μιας χώρας από την ΕΕ. Το θέμα είναι πολιτικό και όχι νομικό. Σε αντίθεση με τους «αριστερούς ευρωπαϊστές» πιστεύω πως η σύγκρουση με την ΕΕ με αυτούς τους όρους, αρχίζοντας ενδεχομένως από μια μικρή χώρα που λέει ένα μεγάλο «όχι» στις βάρβαρες συνταγές της τρόϊκας, θα δημιουργήσει μια δυναμική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα λειτουργήσει προωθητικά για τους κοινωνικούς αγώνες και τις αριστερές δυνάμεις στις υπόλοιπες χώρες. Ας μην ξεχνάμε πως έστω και με άνισο τρόπο, η δημοτικότητα και αξιοπιστία της ΕΕ, του ευρώ και των υπόλοιπων πυλώνων της ονομαζόμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι σήμερα στο ναδίρ, και θα ξεφτίσει ακόμη περισσότερο με το βάθεμα της κρίσης.

 

Ερ:. Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα γιατί να μην προσανατολιστούμε σε μια στρατηγική αλλαγής των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων στο εσωτερικό μιας «άλλης», πιο κοινωνικής, ΕΕ;

 

Απ: Πράγματι, το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα είναι εάν η ΕΕ μπορεί να αλλάξει εκ των ένδον. Η απάντηση σ’ αυτό είναι κατά τη γνώμη μου και πάλι ένα ξεκάθαρο όχι. Και αυτό για δύο λόγους.

Πρώτον γιατί για να αλλάξει, με στοιχειώδεις όρους αξιοπιστίας, ένας υπερεθνικός οργανισμός όπως η ΕΕ πρέπει να αλλάξουν με αρκετά συγχρονισμένο τρόπο οι συσχετισμοί αν όχι σε όλες τουλάχιστον στις βασικές χώρες που τον αποτελούν. Κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο απίθανο αλλά αδύνατο γιατί οι ταξικοί συσχετισμοί, και οι ίδιες οι τάξεις, συγκροτούνται και κρίνονται κατ’ αρχήν σε εθνικό επίπεδο. Η διεθνής τους διάσταση είναι κρίσιμη αλλά προϋποθέτει την εθνική, που σημαίνει ότι οι ανισομέρειες στους ρυθμούς και τις μορφές της ταξικής πάλης είναι συστατικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο αυτή η πάλη αναπτύσσεται σε διεθνές επίπεδο. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η ταξική σύγκρουση τείνει να πάρει εκρηκτική μορφή στους «αδύναμους κρίκους» ενός τέτοιου υπερεθνικού μορφώματος, όχι μόνο λόγω της εγγενούς «αδυναμίας» τους αλλά και γιατί οι κυρίαρχες τάξεις των «ισχυρών» κρίκων έχουν μεγαλύτερα περιθώρια διαχείρισης των εσωτερικών τους αντιθέσεων. Περιθώρια που θα χάσουν βέβαια αν κλονιστεί η ηγεμονική διεθνής θέση τους. Με δυο λόγια, όχι μόνο δε μπορούν οι Έλληνες εργαζόμενοι να περιμένουν να αλλάξουν οι συσχετισμοί στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία για να αντιδράσουν αλλά η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στο εργαζόμενους αυτών των χωρών (και των υπολοίπων) είναι να δώσουν το καλό παράδειγμα, και να κλονίσουν συθέμελα το σάπιο οικοδόμημα που δίνει μια επίφαση νομιμοποίησης στις πιο αντιδραστικές πολιτικές των ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων.

Υπάρχει όπως και ένας δεύτερος λόγος που καθιστά παραπλανητική την ιδέα της αλλαγής από τα μέσα της ΕΕ. Σηκώνει ήδη πολύ συζήτηση κατά πόσο ένα εθνικό κράτος, που διαθέτει αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, αναφέρεται στη λαϊκή κυριαρχία, κατοχυρώνει κάποια στοιχειώδη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στους πολίτες του, είναι μεταρρυθμήσιμο. Ο επαναστατικός μαρξισμός λέει πως όχι και τούτο γιατί η εξουσία της άρχουσας τάξης δεν εδράζεται πρώτα και κύρια στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όπου οι συσχετισμοί μπορούν να ανατραπούν, αλλά σε αδιαφανείς μηχανισμούς, δηλαδή στο σκληρό πυρήνα του κράτους (κεντρική διοίκηση και κατασταλτικοί), που βρίσκεται εκτός λαϊκού ελέγχου και που θα αντιδράσει με κάθε τρόπο σε μια απόπειρα κοινωνικής ανατροπής.

Ας αφήσουμε προς το παρόν ανοιχτή αυτή τη συζήτηση. Το μόνο βέβαιο είναι όμως ότι ένας σχηματισμός όπως η ΕΕ δε διαθέτει απολύτως καμμιά από τις περιορισμένες έστω δυνατότητες μεταρρύθμισης και εκδημοκρατισμού του εθνικού κράτους. Είναι ένα υπερεθνικό μόρφωμα-υβρίδιο, ούτε υπερκράτος ούτε απλή διακρατική ένωση, που έχει ως βασικό λόγο ύπαρξης το κλείδωμα των στρατηγικών επιλογών των κυριάρχων τάξεων ενός τμήματος της Ευρώπης (γιατί «Ευρώπη» είναι βέβαια και η Ρωσία, η Νορβηγία και η Ουκρανία), τη νομιμοποίησή τους και την προφύλαξή τους από κάθε μορφή λαϊκού ελέγχου, καταργώντας τα όποια εμπόδια θέτει σε ένα τέτοιο εγχείρημα το εθνικό πλαίσιο και οι διαμεσολαβήσεις του (κοινοβούλια, κόμματα, κοινωνικές οργανώσεις). Γι’ αυτό και όπως τόνισε πρόσφατα κάποιος που δεν συμφωνεί με την πρόταση για έξοδο από το ευρώ, ο νομικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου Κώστας Δουζίνας (βλέπε συζήτηση με τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, «Εποχή», 9 Ιανουαρίου 2011), «η ΕΕ δεν έχει απλώς δημοκρατικό έλλειμμα αλλά πλήρη έλλειψη δημοκρατίας». Είναι εξοργιστικό π.χ. να ονομάζεται «κοινοβούλιο» ένας θεσμός όπως η «Ευρωβουλή» που δεν διαθέτει την δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας που αποτελεί την πεμπτουσία οποιουδήποτε εθνικού κοινοβουλίου, στην οποία δε λογοδοτεί κανείς και που χρησιμεύει ως όργανο συμβολικής επικύρωσης των αποφάσεων μιας ουσιαστικά ανεξέλεγκτης Κομισιόν και ευρωγραφειοκρατίας. Όλα αυτά αποτελούν γελοιοποίηση των ίδιων των αστικών ιδεών περί κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, ιδέες για τις οποίες στο κάτω-κάτω χύθηκε πολύ αίμα και που μας απήλλαξαν από τους ελέω Θεού μονάρχες.

Οι λαοί της Ευρώπης σίγουρα αξίζουν κάτι καλύτερο από τη σημερινή ΕΕ. Αλλά για να μπορέσει να γίνει πραγματικότητα αυτή η «άλλη Ευρώπη» προϋπόθεση είναι η ρήξη με τη σημερινή ΕΕ, με προοπτική την διάλυσή της και την αντικατάστασή της από ένα ριζικά διαφορετικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα με σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ουαί κι αλλοίμονο για την αριστερά αν φθάσει να συγχέει τη νομιμοφροσύνη απέναντι στους θεσμούς αυτού του αντιδημοκρατικού και νεοφιλελεύθερου εξαμβλώματος με τις ιδέες και την πρακτική του διεθνισμού και της κοινής πάλης των λαών ενάντια στους δυνάστες τους.

 

Ερ.: Θεωρείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναζωογονηθεί ή ως ένα ενωτικό εγχείρημα είναι οριστικά παρελθόν με κάποιες καλές αναμνήσεις;

 

Απ.: Ας κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα: ο ΣΥΡΙΖΑ πνέει τα λοίσθια, είναι όχι μόνο ανίκανος να παράγει την οποιαδήποτε πολιτική πρόταση και παρέμβαση, σ’ αυτές τις τόσο κρίσιμες συνθήκες για τη χώρα, αλλά ακόμη και να διατηρήσει τη συνοχή των επιμέρους συνιστωσών του, που εμφανίζονται βαθειά διαιρεμένες και προσφέρουν παρόμοια εικόνα αμηχανίας και παράλυσης. Συν τοις αλλοις, έχουν εμφανιστεί καινούργια και, ας μη κρυβόμαστε πίσω από τα δάχτυλό μας, ανταγωνιστικά με το ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά σχέδια, είτε αυτά λέγονται Μέτωπο Α. Α. είτε προτεραιότητα στην εκλογική συνεργασία με πασοκογενείς παράγοντες. Το ερώτημα που προκύπτει βέβαια είναι «πως φθάσαμε ως εδώ»;
Πολύ συνοπτικά θα έλεγα, παραφράζοντας αυτό που κάποτε είχε πει ο τότε γραμματέας του ιταλικού ΚΚ Ενρίκο Μπερλινγκουέρ σχετικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση: «η προωθητική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαντληθεί». Σε τι στηριζόταν όμως αυτή η προωθητική δύναμη; Ασφαλώς στη έλξη ενός ενωτικού εγχειρήματος που συσπείρωσε δυνάμεις, μείωσε τον κατακερματισμό της πέραν του ΚΚΕ ριζοσπαστικής αριστεράς και, στη συγκυρία του 2005-2007 ειδικότερα, κατάφερε να της δώσει στοιχεία κοινωνικής γείωσης και επικοινωνίας με υπαρκτές μορφές αντίστασης. Για να γίνουν όμως όλα αυτά υπήρχαν και πολιτικά προαπαιτούμενα, εκ των οποίων το κυριότερο ήταν η σταδιακή, και κατόπιν (με την αλλαγή ηγεσίας) πιο σαφή, μετατόπιση προς τα αριστερά της βασικής δύναμης αυτής της συμμαχίας, του Συνασπισμού.
Υπήρχαν βέβαια όρια σ’ αυτό το εγχείρημα και αυτά φάνηκαν όταν η συγκυρία άρχισε να αλλάζει και να θέτει νέα προβλήματα. Τέθηκε βέβαια το οργανωτικό ζήτημα, κάτι αναπόφευκτο σε ένα πλουραλιστικό εγχείρημα: και διαπιστώσαμε ότι δε βρέθηκε ικανοποιητική λύση στο θέμα της δημοκρατικής και συμμετοχικής εμβάθυνσης του σχήματος, στη δύσκολη διαλεκτική της «από τα πάνω» και «από τα κάτω» συγκρότησής του που τέθηκε πιεστικά μετά τις εκλογές του 2007 και την πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψη. Τότε άρχισε να φαίνεται ότι η συγκολλητική ουσία του εγχειρήματος σε επίπεδο πολιτικής πρότασης – χονδρικά η άρνηση του κεντροαριστερού κυβερνητισμού και η σύνδεση με τα κινήματα – ήταν ανεπαρκής, και επιπλέον παρέμενε αντικείμενο έντονης και μάλιστα αυξανόμενης αμφισβήτησης από ένα κομμάτι του Συνασπισμού. Η κοινωνική και πολιτική κρίση βάθαινε, με κύριο σύμπτωμα την εξέγερση του Δεκέμβρη, σε λίγο η νέα καπιταλιστική κρίση θα συμπεράσειρε το εύθραυστο οικοδόμημα της ευημερίας που είχε στηρίξει τις εναπομείνουσες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να παρέμβει στην μεταπιζόμενη συγκυρία, οι εσωτερικές του διαφοροποιήσεις άρχισαν να τον απορυθμίζουν. Το τελικό χτύπημα δόθηκε με την είσοδο στην εποχή του Μνημονίου. Εκεί φάνηκαν και τα όρια της αριστερής μετατόπισης ενός χώρου που αρνείται να αναμετρηθεί με ένα από τα βασικά βαρίδια που κουβαλάει από το παρελθόν, δηλαδή τον ευρωπαϊσμό.

Αναμφίβολα, για μια ολόκληρη περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ απετέλεσε μια θετική συνεισφορά στην υπόθεση της ανασυγκρότησης μιας μαχόμενης και κοινωνικά γειωμένης αριστεράς στη χώρα μας. Ήταν μια σοβαρή ένδειξη ότι αρχίσαμε σταδιακά να βγαίνουμε από την φάση της ήττας και της αναδίπλωσης. Αυτό συνιστά μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον. Αλλά, και θα ήθελα να είμαι σαφής σ’ αυτό, η σημερινή συγκυρία, όπου παίζεται κυριολεκτικά και άμεσα το μέλλον της χώρας και η υπόσταση αυτού του λαού, έχει άλλες απαιτήσεις αλλά και άλλες δυνατότητες. Πρέπει να γυρίσουμε σελίδα.

 

Ερ.:  Ποιά είναι λοιπόν η προοπτική; Η σημερινή κατάσταση «όλοι εναντίον όλων» στην Αριστερά είναι αναπόφευκτη;

 

Απ.: Ας πούμε κατ’ αρχήν το εξής: το ΚΚΕ όχι μόνο παραμένει η βασική δύναμη της αριστεράς αλλά διευρύνει και την εκλογική επιρροή. Ας σκεφτούμε μόνο προς στιγμήν πως ήταν τους ενδοαριστερούς συσχετισμούς πριν από τρία μόλις χρόνια και πως είναι τώρα, μετά τις τελευταίες εκλογές. Σ’ αυτή την εξέλιξη έχει φυσικά συμβάλλει η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, η διάχυτη κοινωνική οργή που αποκτά αντισυστημική συμπεριφορά, αλλά βαραίνει επίσης, ας μην το υποτιμάμε αυτό, και το γεγονός ότι για ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του λαού το ΚΚΕ – μαζί με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά – εμφανίζεται ιστορικά δικαιωμένο στην αντίθεση του στην ΕΕ, έστω κι αν δεν προτείνει κάτι το συγκεκριμένο και αξιόπιστο.

Αυτό που θα μπορούσε λοιπόν, υπό άλλους όρους, να είναι ένα στοιχείο ανοδικής πορείας για την Αριστερά γίνεται το κεντρικό της πρόβλημα γιατί το ΚΚΕ ακολουθεί μια γραμμή ακραίου σεκταρισμού, διαρκούς περιχαράκωσης των δυνάμεών του και καλλιέργειας κλίματος ενδοαριστερού εμφύλιου. Αυτό είναι κάτι που βαραίνει αισθητά στο συνολικό συσχετισμό δύναμης. Από διαφορετικές θέσεις θα μιλούσαμε σήμερα στον αγώνα για την ανατροπή του Μνημονίου και αυτής της άθλιας κυβέρνησης αν υπήρχε μια μίνιμουμ έστω ενότητα στη δράση των αριστερών δυνάμεων στους κοινωνικούς χώρους.
Σε καμμιά περίπτωση δεν πρέπει να σταματήσουμε να εγκαλούμε το ΚΚΕ για τις ευθύνες του έναντι του εργατικού και λαϊκού κινήματος και να καλλιεργούμε τις προϋποθέσεις για την ενότητα στη δράση και στους κοινούς αγώνες. Αλλά ο καλύτερος, και ίσως ο μοναδικός τρόπος να το επιτύχουμε είναι να προχωρήσουμε σε αυτό που το ΚΚΕ δεν είναι ούτως ή άλλως σε θέση να προσφέρει, δηλαδή μια αριστερή εναλλακτική απάντηση στη σημερινή κρίση, τόσο σε επίπεδο πρότασης όσο και σε επίπεδο πολιτικού υποκειμένου που θα της δώσει σάρκα και οστά και θα τη προωθήσει.

 

Ερ.:  Ποιός είναι λοιπόν ο πυρήνας αυτής της πρότασης;

 

Απ.: Ο πυρήνας είναι η ατζέντα που έθεσα πριν: στάση πληρωμών με στόχο την επαναδιαπραγμάτευση και παραγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, έξοδο από την ευρωζώνη, εθνικοποίηση των τραπεζών, έλεγχος της ροής κεφαλαίων, προστασία του λαϊκού εισοδήματος και ανασυγκρότηση του οικονομικού ιστού της χώρας με δημόσιο έλεγχο. Πέρα από τα ευχολόγια της ευρωπαϊστικής ρητορείας, που υπεκφεύγουν διαρκώς στο θέμα του χρέους και της αντιμετώπισής του, δεν έχει εξάλλου διατυπωθεί και καμμιά άλλη πρόταση στην ευρύτερη αριστερά. Η ελληνική κοινωνία έχει κατά τη γνώμη να επιλέξει ανάμεσα στο Μνημόνιο (ή παραλλαγές του) και σ’ αυτήν την ατζέντα, δεν βλέπω καμμιά άλλη δυνατότητα.

Η πρόταση αυτή μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικά επίπεδα: μπορεί να συσπειρώσει κατ’ αρχήν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που αποδεσμεύονται σήμερα από την επιρροή του δικομματισμού και περιμένουν, έστω και θολά, κάτι από την πλευρά της αριστεράς. Έχει μια γνήσια πλειοψηφική δυναμική. Μια ένδειξη μόνο: σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις τα ποσοστά που υποστηρίζουν τη στάση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ ξεπερνούν αισθητά το 20% και αυτό χωρίς να την υποστηρίζει ως τέτοια ούτε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα. Σκεφτείτε τι δυνατότητες υπάρχουν αν, με αυτά που μας περιμένουν, υπήρχε και πολιτική έκφραση.

Μπορεί επίσης να αποτελέσει τη βάση ενός ξεκαθαρίσματος μέσα στην αριστερά, συσπειρώνοντας όσες δυνάμεις βλέπουν σ’ αυτήν την ατζέντα όχι τον τελικό ορίζοντα αλλά τον πυρήνα ενός μεταβατικού προγράμματος με στόχο το σοσιαλισμό.

 

Ερ.: Μιλάτε δηλαδή για ένα νέο πολιτικό φορέα;

 

Απ.: Θα γίνω πιο σαφής και συγκεκριμένος. Ξεκινώ από μια διαπίστωση: σ’ αυτήν τη βασική ατζέντα συγκλίνουν αυτή τη στιγμή, με επιμέρους αποχρώσεις (άρα κατ’ αρχήν υπερβάσιμες), μια σειρά από δυνάμεις που βρίσκονται σήμερα σε διάφορους χώρους ή σχήματα. Έχουμε βέβαια το ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τέτοιο, και η καθαρότητα με την οποία υποστήριξε αυτή την ατζέντα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εντυπωσιακή (για τα δεδομένα αυτού του χώρου) του εκλογική του επιτυχία, σε συνδυασμό βέβαια με τη γείωσή του σε μια σειρά από κοινωνικούς χώρους και μαζικές πρακτικές. Είναι όμως και το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού, που με τις θέσεις του στα θέματα της ΕΕ, του χρέους και του ευρώ κυριολεκτικά άλλαξε τους όρους της συζήτησης στο σύνολο της Αριστεράς. Πρέπει ιδιαίτερα να επισημανθεί η θαρραλέα στάση του Παναγιώτη Λαφαζάνη, που, αν κρίνουμε και από τη λάσπη που δέχεται από τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ, αποτελεί αγκάθι για όλη την πολιτικο-μηντιακή ελίτ.

Βλέπουμε επίσης να προσεγγίζουν αυτή την ατζέντα και άλλες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ όπως η ΚΟΕ ή το Κόκκινο. Υπάρχει επίσης η πολύ σημαντική, ίσως καθοριστικής σημασίας, εμπειρία σύγκλισης στους συνδικαλιστικούς χώρους δυνάμεων που δεν ήταν συνηθισμένες να βαδίζουν μαζί, στα πλαίσια του Συντονιστικού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Ας σημειώσουμε επίσης την απήχηση που είχαν οι πρωτοβουλίες του Αριστερού Βήματος, που δεν είναι βέβαια πολιτικός φορέας αλλά λειτούργησε και λειτουργεί ως εργαστήρι για τη συζήτηση μιας ριζοσπαστικής αριστερής πρότασης.

Υπάρχει λοιπόν μια βάση για να ξεκινήσει κάτι και υπάρχει η τρομακτική πίεση της συγκυρίας. Εάν δε βγει από το σημερινό της τέλμα η Αριστερά θα σαρωθεί η ίδια από την κρίση. Πιστεύω πως, παρά τα εμπόδια, που παραπέμπουν στις γνωστές, εν μέρει αναπόφευκτες, οργανωτικές αγκυλώσεις, οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για μια πολιτική πρωτοβουλία μεγάλης εμβέλειας. Μια πρωτοβουλία που θα συσπειρώσει, σε μια πρώτη φάση, τις δυνάμεις που ανέφερα προηγουμένως σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο. Μια πρωτοβουλία που μπορεί να δώσει ελπίδα και προοπτική στις δυνάμεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος που διψούν για μια αγωνιστική, προοδευτική και ρεαλιστική λύση.

Οι ευθύνες μας είναι ιστορικές, ο χρόνος λιγοστός. H στιγμή των μεγάλων αποφάσεων πλησιάζει.

 

*  Ο Στάθης Κουβελάκης (είναι) αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο King's College του Πανεπιστήμιου του Λονδίνο και γνωστός στην Αριστερά για την αγωνιστική διαδρομή του και τις ρηξικέλευθες καινοτόμες απόψεις του, είχε την καλοσύνη να παραχωρήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα και σχεδόν εφόλης της ύλης συνέντευξη στην ΙΣΚΡΑ, η οποία νομίζουμε ότι, ανεξάρτητα από συμφωνίες ή διαφωνίες, θα συζητηθεί, θα κεντρίσει και θα προβληματίσει. Ο Στάθης Κουβελάκης είναι μέλος του Αριστερού Βήματος. 

 

ΠΗΓΗ:

http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2077:2011-01-13-10-19-32&catid=56:an-aristera&Itemid=285

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.