Ήδη, από τον Γενάρη του ’21, στη Βοστίτσα (Αίγιο), είχε προαποφασιστεί να ξεσπάσει η Επανάσταση την άνοιξη. Όπως εξιστορεί πολύ γλαφυρά, ο Δημ. Σταθακόπουλος (Νομικός, Οθωμανολόγος, ερευνητής ελληνικών και τουρκικών αρχείων, ψάξτε τον στο YouTube), εκεί στο Αίγιο, ίσως έχουμε το πρώτο επίσημο επαναστατικό ψήφισμα ότι ο αγώνας ξεκινάει αμετάκλητα. Στις 17 Μαρτίου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι άλλοι προύχοντες της Β. Πελοποννήσου, βρίσκονται στην Αγ. Λαύρα για την πανήγυρη του Αγ. Αλεξίου. Όλοι μαζί, «κεφαλές» και απλοί προσκυνητές, γίνονται συμμέτοχοι στην εξέγερση. Υψώνεται το γνωστό μας λάβαρο και στη συνέχεια, από τις 22 Μαρτίου, βρίσκονται στην Πάτρα. Παράλληλα, στην Αρεόπολη, στις 17 Μαρτίου, ορκίζονται οι της νοτίου Πελοποννήσου και στις 23 μπαίνουν στην Καλαμάτα με τον Κολοκοτρώνη. Δηλαδή, όλος ο Μοριάς, μεταξύ 17 και 25 Μαρτίου, έχει ξεσηκωθεί. Άλλωστε, ο Υψηλάντης, ήδη από 24 Φλεβάρη, έχει επαναστατήσει στο Ιάσιο.
Παράλληλα με τα στρατιωτικά γεγονότα έχουμε και πολιτικά. Η Μεσσηνιακή Γερουσία στην Καλαμάτα επιδίδει ψήφισμα στα προξενεία των ξένων δυνάμεων ότι, πολύ απλά, βρισκόμαστε σε εθνική Επανάσταση. Κάτι αντίστοιχο κάνει και το Αχαϊκό Διευθυντήριο στην Πάτρα, τις ίδιες ημερομηνίες 24-26 Μαρτίου.
Ένας λαός, ένα έθνος, με ιστορική συλλογική μνήμη, αποφασίζει την εξέγερσή του «για του Χριστού την πίστη την Αγία και για την Ελευθερία». Όλα αυτά, τα πριν και τα μετά, τόσο απλά και τόσο συμπυκνωμένα, συμβολίζονται στην 25η Μαρτίου, μία από τις τρεις ημερομηνίες της Φιλικής Εταιρείας που ήταν: ή του Ευαγγελισμού, ή του Αγ. Γεωργίου, ή του Αγ. Κων/νου, λόγω του συμβολισμού τους και φυσικά της δυνατότητας που έδιναν για συγκέντρωση πλήθους λόγω των θρησκευτικών πανηγύρεων.
Όμως, η ημερομηνία έχει σημασία ή το γεγονός; Για όλες τις επαναστάσεις συμφωνείται μια αφετηριακή αρχή και συχνά συμβολική. Αυτό είναι το μείζον; Η αυτιστική προσήλωση στην κυριολεξία, δηλαδή αν συνέβη ένα συγκεκριμένο γεγονός με ακρίβεια δευτερολέπτου, δεν έχει απόλυτη και καθοριστική σημασία, παρά μόνο για την φωτογραφική αποτύπωση της στιγμής. Συμβαίνει συχνά να αποδίδεται κάτι με διαφορετικό τρόπο, ακόμα και από αυτόπτες μάρτυρες.
Την ιστοριογραφία, πέρα από την καταγραφή, την ενδιαφέρει η ερμηνεία. Και εδώ οι εθνοαποδομητές χρησιμοποιούν τον όποιο «μύθο» εν είδη αμμοβολής για να αποσυνθέσουν το σύνολο, οι δε υπερασπιστές της παράδοσης και της ιστορίας μας εν είδη συγκολλητικής ουσίας για να δέσουν καλύτερα τους αρμούς της εθνικής μας αυτογνωσίας. Απλοϊκό σχήμα αλλά ιδιαίτερα δεικτικό.
Σε ένα καταπληκτικό του κείμενο «Περί εθνικών μύθων.. και άλλων μυθολογιών», ο Αντώνης Σμυρναίος, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας Παν. Θεσσαλίας, γράφει: «Άνθρωπος χωρίς μύθο, δηλαδή χωρίς ένα προσφιλές σε αυτόν συγκροτητικό και δεσμευτικό αφήγημα, υπάρχει μόνο όταν εκείνος είναι έτοιμος να αφουγκραστεί τα κράσπεδα της κατάθλιψης ή της αυτοκτονίας.» Και σε άλλο σημείο: «Γι’ αυτό και οι περισσότεροι σήμερα ιστορικοί προσδιορίζουν την ιστοριογραφική τους έρευνα, όχι με όρους εξήγησης, απόδειξης και τελεσίδικης «γνώσης», που προδίδει αστόχαστο θετικισμό, αλλά με όρους φωτισμού, προσέγγισης, κατανόησης, ερμηνείας, επιμένοντας στην πολυπρισματική αντιμετώπιση του παρελθόντος. Διότι η ιστορική γνώση χαρακτηρίζεται από μια «γνωστική πολυφασία» (N. Sadoun-Lautier). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους απομυθοποιητές, που επιμένουν στην ανακάλυψη/αποκάλυψη της «ιστορικής αλήθειας», υποκύπτοντας σε αυτό ακριβώς που καταγγέλλουν στους αντιπάλους τους: την ιδεολογική χρήση της ιστορίας.». Καταλήγοντας: «Οι «εθνικοί μύθοι» αποτελούν κι αυτοί βιοπάροχες μυθοπλασίες, νομιμοποιημένες από τις «ερμηνευτικές κοινότητές» τους, ενώ οι εκάστοτε θετικιστικές, απο-μυθοποιητικές προσπάθειες είναι αναπόφευκτα ανα-μυθοποιητικές Έτσι, η έρευνα για το πόση αλήθεια/ακρίβεια κρύβει εντός της η κάθε μυθοπλασία, σε σχέση με το ανεπίσκεπτο πάντοτε παρελθόν, δεν πρέπει να προηγείται αλλά να έπεται αυτής της παραδοχής.»
Ας τελειώνουμε, συνεπώς, με τα τριτεύοντα περί «εθνικών μύθων». Η κοσμοαντίληψη και οι πεποιθήσεις του λαού μας, ήταν η δημοκρατία, η πίστη και η ελευθερία, όπως αποτυπώθηκαν στα Συντάγματα του αγώνα. Ο συλλογικός μας εαυτός, ξεσηκώθηκε, έχοντας βαθιά χαραγμένη στα κύτταρά του την ιστορική μνήμη. Ο όρος «γένος», που κυριαρχεί από την προεπαναστατική εποχή, είναι ταυτόσημος του έθνους. Κουβαλάει την συνέχειά του, όπως μας αποδεικνύει ο Σβορώνος στο έργο του «Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.
Στην δική μας Επανάσταση το εθνικό, το κοινωνικό και το ταξικό αλληλοσυμπλέκονται. Η σύζευξη των δύο εκ των τριών όρων, κάθε φορά, κάνει την διαφορά. Για τους μεν, το κοινωνικό-ταξικό κυριαρχεί. Για τους δε, το εθνικό-κοινωνικό προσδίδει το πρόσημο. Ο ξεσηκωμός δεν ήταν για να αλλάξει χέρια ο πλούτος, αλλά αναζήτηση της λευτεριάς. Ένα έθνος, ένας λαός, έψαχνε τον τόπο του, το κράτος του. Δεν ήταν απλά ελληνόφωνοι κάτοικοι, που σώνει και καλά τους έκανε Έλληνες το κράτος που ιδρύθηκε μετά το 1830. Ούτε αξίζει στους ήρωες του ’21 η ειρωνεία για το «τυχαίο και ιδιοτελές» τάχα, που υπηρετούσαν. Ήταν πράγματι, κομμάτι δικό μας, με τα πάθη τους, τις αμαρτίες τους, τις μικρότητές τους, που όταν χρειάστηκε εξυψώθηκαν σε εθναμύντορες. Γι’ αυτό και δεν αρμόζει η απαξίωσή τους και μάλιστα από πανεπιστημιακούς (βλέπε την προσέγγιση στον Διάκο, στο συνέδριο του Παντείου «Ελληνική Επανάσταση, Εκπαίδευση και Συλλογική Μνήμη»). Όλοι μαζί, στρατιωτικοί και πολιτικοί, «μικροί» και «μεγάλοι», μας χάρισαν το σήμερα.
Το ερώτημα έρχεται αμείλικτο: εμείς πώς πορευόμαστε απέναντί τους και απέναντι στα παιδιά μας; Στο χθες και το αύριο;
ΠΗΓΗ: 23 Μαρτίου 2021, Γιώργος Τσιτσιμπής: «Τι έγινε στις 25 Μαρτίου 1821 στην Αγ. Λαύρα;» (karditsalive.net).
* Ο Γιώργος Ηλ. Τσιτσιμπής είναι συνταξιούχος δάσκαλος στην Καρδίτσα.