Φασιστικοποίηση του ελληνικού κράτους
Του Γιώργου Ρούση*
Όταν κατά τη διάρκεια της χούντας υποχρεώθηκα να ζητήσω πολιτικό άσυλο στο Βέλγιο, διότι με συνέλαβαν με πλαστό διαβατήριο στα γαλλοβελγικά σύνορα, για να μου το παραχωρήσουν μου ζήτησαν να αποκηρύξω τη βία.
Τους απάντησα ότι δεν ήταν δυνατόν να αποκηρύξω μεταξύ άλλων την εκτελεσθείσα φιλοβασιλική, βελγίδα ηρωίδα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου Γκαμπριέλ Πετί και τον αντιστασιακό πολεμιστή αρραβωνιαστικό της, Μορίς Γκομπέρ, ούτε τους γονείς μου, που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Θα μπορούσα να επικαλεστώ και άπειρες άλλες μορφές βίας που κατά την αντίληψή μου υπήρξαν δικαιολογημένες με πρώτη και καλύτερη τη Γαλλική Επανάσταση και το δικό μας ’21.
Για την ιστορία, αφού με ταλαιπώρησαν επί ένα τρίμηνο, μου παραχώρησαν το περιβόητο πολιτικό άσυλο, αφού προηγουμένως η Αρμοστία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το σκεπτικό μου, δηλαδή ότι η βία δεν μπορεί να καταδικάζεται γενικώς και αορίστως.
Από μια άλλη σκοπιά και για να προλάβω τυχόν αντιρρήσεις του τύπου «ναι μεν η βία μπορεί και να είναι ανεκτή, αλλά μόνον κάτω από έκτακτες συνθήκες», θυμίζω ότι κάτω από κατ’ εξοχήν κανονικές για το καθεστώς κυριαρχίας της συνθήκες, η αστική τάξη χρησιμοποιεί κατά κόρον και πολύμορφα τη βία. Πέρα από τους πολέμους, κρατική ανοιχτή αστυνομική βία, οικονομική βία, φόβος της βίας, βία της ανεργίας, βία της φτώχειας, βία της στέρησης στοιχειωδών για την επιβίωση πραγμάτων, όπως το νερό, η τροφή και τα φάρμακα, η οικολογική βία… κ.λπ. αποτελούν μια καθημερινότητα για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη. Τούτο σημαίνει ότι βία δεν συνιστά μόνον η οργισμένη αντίδραση με τη μορφή της βιαιοπραγίας ενάντια σ’ έναν τέως υπουργό και νυν βουλευτή, δηλαδή ενάντια σε ένα σύμβολο της εξουσίας.
Ολοι λοιπόν οι κέρβεροι της εξουσίας, οι οποίοι με αφορμή την επίθεση κατά του κυρίου Χατζηδάκη έσπευσαν κραυγάζοντας να καταγγείλουν τη βία ως αντιδημοκρατική ενέργεια, είναι βέβαιο ότι αντέδρασαν επιλεκτικά και υποκριτικά, παραβλέποντας και ότι υπάρχουν και θεμιτές μορφές βίας, και ότι η δημοκρατία που υπερασπίζονται εμπεριέχει εγγενώς ποικίλες μορφές βίας.
Με αυτήν τους τη στάση όμως επιβεβαίωσανάλλη μία φορά ότι γι’ αυτούς δημοκρατία σημαίνει υπεράσπιση και με βίαιες μορφές της κυρίαρχης τάξης, ενώ αντιδημοκρατικό θεωρείται ό,τι πλήττει έστω και συμβολικά αυτήν την τάξη.
Αν πράγματι ήταν κατά της βίας, έπρεπε να καταδικάζουν και τις αστυνομικές επιθέσεις και ξυλοδαρμούς, και τις άδικες συλλήψεις και δίκες, και όλα εκείνα τα βίαια μέτρα, με κορυφαίο την οικονομική κατάκτηση της χώρας μας, που καθημερινά βιάζουν στην κυριολεξία εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και τα οποία ως αντίδραση προκάλεσαν την επίθεση κατά του κυρίου Χατζηδάκη.
Στον βαθμό που δεν το έπραξαν, είναι ουσιαστικά ηθικά υπεύθυνοι και γι’ αυτήν τη συγκεκριμένη επίθεση, η οποία την ίδια την κυρίαρχη τάξη από τη μια είναι αλήθεια πως τη φοβίζει, από την άλλη την αντιμετωπίζει σαν ατομική θυσία ή παράπλευρη απώλεια, στη μάχη που δίνει για την υπεράσπιση των συνολικών συμφερόντων της.
Οσο για την εμφανιζόμενη ως μωρά παρθένος Αριστερά, η οποία και αυτή σπεύδει κάθε φορά να καταδικάσει απερίφραστα τη βία γενικώς και όχι μόνο συγκεκριμένες μορφές της ως αναποτελεσματικές, θα ήθελα να της θυμίσω ότι και η ίδια έχει προσφύγει στη βία και ίσως αυτές να ήταν οι πιο ένδοξες στιγμές της.
Επίσης θα ήθελα να της θυμίσω ότι, στον βαθμό που δεν έχει εγκαταλείψει την επανάσταση, δεν είναι δυνατόν να απαρνείται τη βία, και τούτο διότι «κάθε επανάσταση, ατμομηχανή της ιστορίας» (1) δεν μπορεί, πέρα από την ειρηνική ή ένοπλη μορφή της, παρά να έχει καταναγκαστικό, δηλαδή βίαιο χαρακτήρα, διότι η αστική τάξη θα βιαστεί να εγκαταλείψει την εξουσία της και δεν θα το πράξει οικειοθελώς. Γι’ αυτό άλλωστε και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κλείνει με την ακόλουθη διατύπωση: «Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος…» (2)
ΥΓ.: Έναν κατ’ επανάληψιν βιαστή, όταν αρνείται να προβεί στον νιοστό βιασμό της νεοφιλελεύθερης καριέρας του με συνέπεια να τον διαγράψουν από το ένα σκέλος του κλαμπ των βιαστών, ενώ ο ίδιος δηλώνει περήφανος ότι παραμένει μέλος του άλλου, δεν τον συγχαίρεις. Συνεχίζεις να τον σιχτιρίζεις.
(1) MEW, 7-85.
(2) Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος».
* Ο Γιώργος Ρούσης είναι
ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010, http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=235945