-Δίχτυ; Τι δίχτυ παππού;
-Ένα δίχτυ βίας. Όποιος παγιδευόταν σ’ αυτό το δίχτυ έχανε την ψυχραιμία του και γινόταν βίαιος. Κι όσο προσπαθούσε να ξεφύγει και δεν έβρισκε τρόπο, σπαρταρούσε σαν το ψάρι που πιάνουν οι ψαράδες. Σπαρταρούσε, πληγωνόταν και χειροτέρευε.
-Φαινότανε αυτό το δίχτυ παππού;
-Όχι ήταν αόρατο, όπως και ο δράκος ήταν αόρατος.
-Για λέγε, για λέγε…
-Όποιος, λοιπόν, πιανόταν στο δίχτυ γινόταν νευρικός, άδικος και επιθετικός. Πολλοί προσπάθησαν να βρουν παρηγοριά στο ποτό, μήπως και ηρεμήσουν, αλλά αυτό τους έκανε περισσότερο επιθετικούς.
-Πες μου να καταλάβω. Τι δηλαδή έκανε ένας που είχε πιαστεί στο δίχτυ;
-Αρπαζόταν για ψύλλου πήδημα, που λένε. Δεν μπορούσε να ελέγξει τα νεύρα του και έψαχνε αφορμή για καυγάδες και τσακωμούς. Τσακωνόταν με…
-Με την κυβέρνηση; Ή έψαχνε το δράκο να τσακωθεί μαζί του;
-Όχι, όχι, ούτε με το δράκο, ούτε με την κυβέρνηση, Γινόταν κάτι πιο τρομερό. Τα έβαζε με τους δικούς του μέσα στην οικογένειά του. Την πλήρωναν τα παιδιά του, οι γέροντες γονείς αν τους είχε μαζί του, η γυναίκα του. Κάποιοι άντρες έφταναν στο σημείο να δέρνουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Είναι αυτό που ονομάζουμε ενδοοικογενειακή βία. Αυτή η κατάσταση δυστυχώς υπήρχε και πριν το δράκο. Αλλά ο δράκος με το δίχτυ της βίας που άπλωσε αγρίεψε αυτές τις καταστάσεις και παγίδευσε περισσότερες οικογένειες…
-Καμιά γυναίκα έδερνε τον άντρα της;
-Ναι, ίσως, κάποιες δυνατές γυναίκες να έδειραν και τους άντρες τους.
-Και η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα;
-Τίποτα απολύτως. Αντίθετα, είχε εγκαταλείψει τους ανθρώπους στην ανεργία, στα χρέη, στα οικονομικά προβλήματα. Αυτή η εγκατάλειψη και ο δράκος έσπρωχναν τους ανθρώπους πιο βαθιά στο δίχτυ του δράκου. Να σκεφτείς υπάρχει ακόμη ένα τηλεφωνικό νούμερο, το 15900, για την ενδοοικογενειακή βία. Ε, λοιπόν, εκείνο τον καιρό είχε πάρει φωτιά από τις καταγγελίες.
-Τι λες ρε παππού, όπως μου τα λες είχατε γίνει τρελοκομείο. Για πες μου παππού έπεσες και συ στο δίχτυ του;
-Εγώ… δεν…
-Έλα, μίλα μου μη με ντρέπεσαι, παππού. Θέλω να ξέρω τι έγινε τότε.
-Κοίτα, έπεσα κι εγώ στο δίχτυ, αλλά διαφορετικά. Με έπιασε μια μελαγχολία. Πέρασα μια κατάθλιψη, που λένε. Έχασα τη δουλειά μου, χρωστούσα παντού, η οικογένεια πεινούσε, ντρεπόμουνα να ζητήσω δανεικά, κλείστηκα στο σπίτι. Δεν έτρωγα, δεν ήθελα να δω κανένα… Όλα τα έβλεπα μαύρα, δεν έβρισκα νόημα στη ζωή μου..
-Ναι αλλά εσύ δεν έδερνες το παιδί και τη γυναίκα σου.
-Όχι, αλλά έδερνα τον εαυτό μου.
-Τι έκανες, λέει;
-Κοίτα η κατάθλιψη είναι μια μορφή βίας που την στρέφουμε εναντίον του εαυτού μας. Είναι μια μορφή αυτοκαταστροφής….
-Καλά παππού μην κλαις. Δεν αυτοκτόνησες κιόλας.
Ο παππούς με το μαντίλι του σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια του. Θυμήθηκε το μυστικό του, αυτό που δεν τόλμησε ούτε στη γυναίκα του να πει. Τότε είχε σκεφτεί ακόμη και να αυτοκτονήσει. Ή είχε κάνει και μια αποτυχημένη απόπειρα; Όλα ήταν τόσο θολά στο μυαλό του…
-Και πώς συνήλθες, παππού. Με το εμβόλιο;
-Όχι με το εμβόλιο… Κοίτα, ήμουνα πατέρας. Είχα ένα παιδί, τον πατέρα σου. Αυτό το γεγονός με βοήθησε… και ξέφυγα από το δίχτυ του δράκου.
* Ο Βασίλειος Χριστόπουλος είναι συγγραφέας, σπούδασε στην Αθήνα, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πολιτικός μηχανικός και στη Γλασκώβη, μεταπτυχιακά στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα από το 1976.
ΠΗΓΗ: 28.12.2021, ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ του παππού για την εποχή του κορωνοϊού – λογοτεχνία στην κοινωνία (wordpress.com).