Όντως οι καιροί είναι δύσκολοι, καιροί δυστοπίας και δυστοκίας. Μα και πάντοτε δεν ήταν; Πώς είδα εγώ τις αποστάξεις; Είδα τον ποιητή να περιδιαβαίνει σε σοκάκια και πλατείες, σε απόμερες πλαγιές και λαγκάδια. Με μια λεπτότητα ιδιαίτερη, σαν σεισμογράφος ευαίσθητος, να καταγράφει καταστάσεις, να παρατηρεί γεγονότα, να αγωνιά και να προβληματίζεται, να αξιολογεί και να αναρωτιέται. Είναι αυτή η ζωή που θέλουμε; Αυτή που ονειρευόμαστε; Μήπως μας αξίζει κάτι καλύτερο; μήπως μπορούμε να πετύχουμε κάτι άλλο, μια πιο προσωπική και ανθρώπινη βιωτή; Μια πιο συλλογική προσέγγιση του μυστηρίου της ζωής;
«Άλλη βιωτή και πολιτεία ανιχνεύουμε πάλι και πάλι σε κάθε υπερώο ή πλατεία» διαβάζουμε στο ποίημα «Οι Κυκλώνες», [2020], σελ.103.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μου θυμίζουν παγωμένες εικόνες, αυτές που συχνά αξιοποιούμε στο σχολείο. Εικόνες στις οποίες ο ποιητής μάς καλεί να πάρουμε μέρος και να αλλάξουμε αυτά που μας ενοχλούν, που δε μας αρέσουν. Ο ίδιος θέτει ερωτήματα και μέσα από τις προσεγμένες λέξεις του μας κρατάει το χέρι και μας προσκαλεί να μοιραστούμε την αγωνία του, τον φόβο του, την ανησυχία του. Διαβάζουμε στην «Τριγωνική πλατεία»:
Στην τριγωνική πλατεία, [1985], σελ. 58
Μονάχος, τότε αφελώς σχεδίαζα
τη δράση.
Τελευταίος απόψε κλείδωσα.
Μεσάνυκτα. Διάλυση.
Οι αντεγκλήσεις έφτασαν παράλογα
στα όρια της καύσης…
Τροχιάς τεθλασμένης βουβά, και πρόναης
διαδρομής,
περίμετρο κλειστής πορείας,
μέτραγα στις χάντρες.
Φοβάμαι. Η πορεία λικνίζεται.
Χορεύει και διασύρεται…
Εικόνα ή θέαμα; Ιδού έγινα θέατρο. Ύπαρξη
πολέμου.
Μουχλιασμένη μωρά,
σ’ αραχνιασμένη γωνία.
Γράφημα. Γνώριμη φάση, οδυνηρή,
σ’ ακατάληπτη ιστορία…
Όχι, τα ποιήματα αυτά έχουν μια εξωστρέφεια, αποκαλύπτουν την πεποίθηση του δημιουργού ότι μόνοι μας δεν μπορούμε, χρειαζόμαστε τον άλλον. Είναι κάλεσμα σε μια πορεία, σε μια διαδρομή από το Εγώ στο Εμείς, σε μια επανανακάλυψη της χαμένης μας κοινωνικότητας, της συμπόρευσης προς μια ουσιαστική βίωση του μυστηρίου της ζωής.
Η υπενθύμιση αυτή γίνεται προσεγμένα με μύριες λέξεις εμβαπτισμένες μέσα σε μια θεολογική γλώσσα και παράδοση. Σε κάθε ποίημα αναφορές θεολογικές μας καλούν ακόμη περισσότερο να επαναξιολογήσουμε τη στάση μας, αυτό που πιστεύουμε συμβαδίζει, άραγε, με τις πράξεις μας; Προχωρούμε σε μια επικαιροποίηση του χριστιανικού μηνύματος όλοι εμείς που αποδεχόμαστε το κάλεσμα της προσφοράς και της αγάπης; Σταχυολογώ κάποιες εκφράσεις τελείως ενδεικτικά, πράγματι βλέπετε ως θεολόγος, έμεινα σε αυτά τα κρυμμένα διαμαντάκια και προσπάθησα να κοιτάξω λίγο κάτω από αυτά. Τους βλέπω μπρος μου τους αρχιερείς και τους υπηρέτες, τον Ιωάννη που δείχνει τον Ερχόμενο, εκεί να κηρύττει στην έρημο του Ιορδάνη. Ακούμε τον Χριστό να μιλά για το τάλαντο το χαρισμένο, το άλας που καλούμαστε να γίνουμε, τον ήχο από τα τριάκοντα αργύρια που πέφτουνε κατάχαμα. Δεν αφήνουμε από τα μάτια μας τον Ιούδα. Νιώθουμε τον Σαμαρείτη να μας πλησιάζει, να συλ-λυπούμαστε και να συγ-χωρούμαστε, ενώ πολυόμματα φτερουγίζουν δίπλα μας. Αναρωτιόμαστε για το άξιον εστί της πράξης μας, λυπούμαστε στο καρφί της Σταύρωσης και χαιρόμαστε στο φως της Ανάστασης, το φως το αληθινό. Θυμόμαστε ότι η «αγάπη τον φόβο διώχνει στ’ ανέμου τις ριπές κι αγαλλιάζουν μάτια πράσινα» από τα «Πληκτρολόγια», [2020], σελ. 62.
«Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω σκότος το ισχυρό που κείται κάτω από χαλιά, χιλιοπατημένα…», θα μας πει ο Παναγιώτης στο «Οι δακρυσμένοι» [2017], σελ. 70 και θα θυμηθούμε το μυστήριο του θανάτου (Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο…). Ναι, δεν μπορούμε να είμαστε αμέτοχοι στη θλίψη του άλλου, στον πόνο του αδερφού αλλά σίγουρα «τιμή και δόξα και δέος στους απροσδόκητα λίγους που ενώνονται στις οδούς και ρίμες της πόλης, στο γενναίο πλήθος…», συνεχίζουμε να διαβάζουμε στο «Οι δακρυσμένοι».
Ο Παναγιώτης μας φέρνει αντιμέτωπους με την προσωπική αλλά και τη συλλογική ευθύνη μας. «Δύσκολος ο δρόμος της αγάπης» μας λέει στο «Βασίλης Μάγγος», [2020], σελ. 99, ενώ απορούμε και αναρωτιόμαστε μαζί του, «Πώς να ψάλλουμε ενάτη ωδή της πρωίας Χριστού; Ναι, απορώ. Χριστού της γέννας σε ξένα μέρη, γης Αφγανών…» στο «Ωδή στο μικρό αφγανόπουλο», [2007], σελ. 81.
Τον ευχαριστώ τον Παναγιώτη, γιατί σε αυτήν την περιδιάβαση μέσα στο πλήθος και την πόλη βρήκα λίγο χώρο να καθίσω σε απόμερες πλαγιές και λαγκάδια πάνω σε μια πέτρα και να δω πολύτιμο μαργαριτάρι, το μαργαριτάρι της δράσης, της προσφοράς, της αγάπης. Είναι ώρα, λοιπόν, να ανοίξουμε φτερά, όπως μας προτείνει το ποίημα «Άνθρωποι και φίδια» και να μεταμορφωθούμε μέσα από τη συνάντηση με τον άλλον άνθρωπο, τον συν-άνθρωπο, να αφήσουμε στην άκρη το στεγνό Εγώ και να γίνουμε ένα ουσιαστικό Εμείς.
Θα ήθελα να τελειώσω αυτή τη μικρή κατάθεση προσωπικών σκέψεων διαβάζοντας το:
Άνθρωποι και Φίδια, [2020], σελ. 16
Ώρα φτερά να προσθέσουμε πάλι,
στο δίποδο,
τον ουρανό σίγουρα ν’ αγναντεύει.
Κάποιοι ούτε πολίτη, μόνο δούλο
πάντα σκυφτό
τον θέλουν, δήθεν άνθρωπο με μάτια.
Μετανάστες, λίγοι με δάκρυα καρδιάς
ξεστομίζουν,
άλλοι ή σιωπούν ή την μπλε σκορπίζουν.
Χάνουμε τα πόδια μας και τα φτερά,
ναι σκουλήκια
καταντούμε ή φίδια, πάλι χώμα.
* Η Σεβαστή (Σέβη) Κωνσταντινίδου είναι θεολόγος στην Δ.Ε. και Med στη δημιουργική γραφή. Ήταν μία από τους παρουσιαστές στην τηλε-παρουσίαση της ποιητικής συλλογής από τις εκδόσεις Αρμός στις 08.02.2021. Μπορείτε να παρακολουθήσετε από το βίντεο εδώ: (103) «Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας»! του Παναγιώτη Μπούρδαλα – YouTube.