ΣΑΝ ΠΡΟΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Φέρει τον τίτλο «Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας». Μια δυστοπία που την νιώθουμε λίγο πολύ, ή την υποψιαζόμαστε καθώς ο θαυμαστός νέος κόσμος όπως τουλάχιστον μας τον υποσχέθηκε η καταναλωτική ευωχία της αγοράς και του χρήματος, εδώ και κάποια χρόνια εξαφανίζεται από μπροστά μας, αφού υπήρξε μάλλον το δόλωμα για μια νέα μορφή υποδούλωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, ένας παραμορφωτικός καθρέφτης στου οποίου πάνω τα συντρίμμια απομείναμε μόνοι, γυμνοί και ρακένδυτοι, να αναζητάμε διακαώς το χαμένο νόημα και να φλερτάρουμε με το μηδέν. Σπουδάζουμε πια τη δυστυχία, στο οικονομικό, στο κοινωνικό, στο υπαρξιακό, στο γεωπολιτικό επίπεδο, στην ίδια μας τελικά την αυτοσυνειδησία ως όντα σκεπτόμενα και σχετιζόμενα κι αυτόν ακριβώς τον συνολικό καημό, αλλά και την ανησυχία για τα μελλοντικά επερχόμενα δεινά, εκπέμπει με το δικό της ιδιαίτερο παλμό η παρούσα ποιητική συλλογή. Απαρτισμένη από ποιητικές «νύξεις» όπως επαγγέλεται στον υπότιτλο, επιχειρεί να περιγράψει με αδρές γραμμές τόπους και τοπία του ανθρώπινου, τα οποία ο συγγραφέας μέσα στις σελίδες του βιβλίου διαμοιράζει σύμφωνα με το προσωπικό του αισθητήριο σε μικρότερες θεματικές ενότητες. Εντάσσει έτσι και διατάσσει οργανικά και θεματικά τους ποιητικούς προβληματισμούς του, άλλοτε μεγαλώνοντας το πλάνο του για να αναδείξει τη μεγάλη εικόνα, άλλοτε εστιάζοντας στις απώλειες, άλλοτε ξεσκεπάζοντας την ένδεια και τη γυμνότητα στο χώρο της παιδείας,  άλλοτε επισημαίνοντας ευθύνες για το κοινωνικό πρόβλημα της μετανάστευσης, άλλοτε μιλώντας με ευθύτητα για την απελπισία της υπαρξιακής μοναξιάς κι άλλοτε φωτίζοντας στιγμές, στάσεις και εικόνες του παρόντος. Κι όλα τούτα εν είδει ενός ιδιότυπου φωτογραφικού και συνάμα ποιητικού ρεπορτάζ.

 Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου γίνεται αντιληπτό πως εκείνο που μετατρέπει τη ζωή και τον κόσμο από δυνατότητα συνύπαρξης σε μια κόλαση εκμετάλλευσης κι απανθρωπιάς είναι το παθιασμένο και ξέφερενο κυνήγι του κέρδους. «Ο κερδώος Ερμής» ντύνεται «χασάπης» σημειώνει ο συγγραφέας στο «αίματα και ρεύματα», [2013], σελ. 12. Κάποτε γίνεται χαμαιλέων, ιδανικός στην τέχνη της εξαπάτησης, μεταλλάσσει αριστοτεχνικά τη γλώσσα, κρατά το μέλι στο ένα χέρι και στο άλλο το κώνειο. Ο αναγνώστης ψηλαφεί μέσα απ’ τον πρωτότυπο λόγο του Παναγιώτη  μια μια τις απώλειες και τις ήττες  που συντελούνται τις τελευταίες δεκαετίες, αποκομίζοντας συνολικά μια αίσθηση σκλαβιάς, έναν εγκλωβισμό, μια ασφυκτική φυλακή του ανθρώπινου. Αλλά και κάτι ακόμα. Την κατάρρευση του ανθρώπινου κι αναγκαίου οράματος της ανέμελης Κυριακής. Τούτη την ανεμελιά της Κυριακής την αποζητά ο συγγραφέας και καταθέτει την απουσία της εκπροσωπώντας πολλούς, όχι ως αδιαφορία, νάρκωση, ωχαδερφισμό ή παραίτηση, αλλά ως πραγμάτωση του κοχλάζοντος γεγονότος της κοινωνίας, του ανοίγματος στη σχέση, ως πραγμάτωση της ανθρώπινης συνεύρεσης, στους δρόμους και του πολιτικού και του κοινωνικού και του ανθρώπινου.

 Για το συγγραφέα για όλη τούτη την παρακμή είναι τεράστιες οι ευθύνες της πολιτικής ελίτ που τις τελευταίες δεκαετίες εκπροσώπησε τον τόπο. Και τις καταλογίζει ευθέως και χωρίς δισταγμό. Επινοεί μάλιστα έναν καινοφανή συμβολικό όρο, τους «ροζανθρώπους» αναφερόμενος, όπως υποψιάζομαι, στους πολιτικούς κυρίως που φάνηκαν διαχρονικά ανάξιοι της εμπιστοσύνης των πολιτών, όρος που θα μπορούσε κάλλιστα ωστόσο να αφορά κι εμάς τους πολίτες, όσο παραμένουμε απλοί παρατηρητές της  διάλυσης, την ώρα ειδικά που το σπίτι μας παίρνει φωτιά. Διαβάζοντας κανείς για τους «ροζανθρώπους» του Παναγιώτη, δε μπορεί παρά να πάει συνειρμικά και αντιστικτικά ο νους στους «κροκανθρώπους» του Νικόλα του Άσιμου, όταν εκείνος, σαν μοντέρνα και γκροτέσκα ενσάρκωση του Διογένη, τους αναζητούσε με την απόχη του στο ώμο στους δρόμους των Εξαρχείων. Τέτοιους κροκανθρώπους ωστόσο τους ανακαλύπτει ο συγγραφέας με το φανάρι της ποίησης και τους ονοματίζει, στην ιστορία την παλιά και την πρόσφατη στην ενιαία και θεανθρωπολογική διάστασή της. Είναι ο Ιωάννης και ο Νίκος («Νίκος και Ιωάννης», [2018], σελ. 24).

Με τον ίδιο καταιγιστικό κι εκ βαθέων ρυθμό αγγίζει το περιβάλλον της παιδείας, των σχολικών κοινοτήτων και των εφηβικών ψυχών. «Ο χρόνος πυρπολείται πάντα με ζωή» γράφει στις «Διακοπές μαθητών», [2013], σελ. 26, μάρτυρας ο ίδιος κι ομολογητής αυτής της πυρκαγιάς. Και αναδεύει χαμογελώντας εικόνες από τις μαγικές εκείνες στιγμές, όπου οι ωσμώσεις που επιτυγχάνονται μεταξύ δάσκαλου και μαθητών καθιστούν τη δουλειά του δάσκαλου άγια κι ιερή διακονία, παρόμοια με την καρποφόρα δουλειά του αμπελουργού, πέρα απ’ την τεχνοκρατική κι αποπνιχτική διάσταση ενός δρομολογημένου κι ασφυκτικού αναλυτικού προγράμματος, που επιβάλλουν οι εκάστοτε εντολοδόχοι υπουργοί.

«Κυματισμοί», [2017], σελ. 31

………………………….

Τα στάχυα αγέρωχα

Πάλι ανεμίζουν ρυθμό μαϊστρου.

Προμηνύουν βιωτή τ’ αλώνια.

Κυματισμοί πάλι θα φανούν, μίγμα κόκκινου παλιού κρασιο’υ,

μα φρέσκου. Χαρά σ’ όσους τ’ αμπέλι σκάβουν.

Τον νοιάζει και μας νοιάζει όλους η ζωντανή τάξη. Το πνιγηρό, δυστοπικό περιβάλλον της τηλεργασίας, της τηλεκπαίδευσης, της τηλεζωής, έτσι όπως τουλάχιστον προωθείται από τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο των πολυεθνικών εταιρειών, αποπροσανατολίζει, σκοτώνει, δηλητηριάζει τη σχέση, προετοιμάζει για το μαύρο κι απεχθές της ασώματης κι ακοινώνητης ζωής. Γιατί το θέμα της ζωντανής, κοχλάζουσας κοινωνικότητας που συνεχώς υποχωρεί μπροστά στη χοάνη της ψηφιοποίησης ανησυχεί τον συγγραφέα και δεν θα μπορούσε να μην αποκρυσταλλώνεται με ενάργεια στις ποιητικές του νύξεις. Για όσους τουλάχιστον τον γνωρίζουμε ξέρουμε ότι ο φυσικός του χώρος είναι η αγορά και  η πόλη, η πλατεία και ο δρόμος. Εκεί δηλαδή που πραγματώνονται οι ενσώματες σχέσεις και ζυμώνονται διαλεκτικά τα νέα οράματα.Τον άνθρωπο της πόλης και της πάλης οραματίζεται κι ας διαπιστώνει συχνά στο παρόν την ερήμωση, την άδεια πλατεία, την έρημη εκκλησιά, το πάσχον και συχνά ανύπαρκτο κοινωνικό σώμα.

«Οι πέντε κλώνοι» [2012], σελ. 40

Του κόσμου όμως οι φθορές κι οι αντάρες

γκρεμίζουν το δέντρο τ’ Ερύμανθου της ζωής.

Και μένουν μόνες, πλατείες κι εκκλησιές,

όλες υγρές, κι αδίκως ίσως,

λυκοσυμμορίες.

 Σ’ αυτές τις ώρες της συλλογικής απελπισίας επιστρατεύει συχνά τη μνήμη ως βοηθό συμπαραστάτη μπροστά στον υπαρκτό πια κίνδυνο της παραίτησης ή της αγωνιστικής παρακμής. Σε στιγμές ιδιαίτερου και μεθυσμένου πάθους φέρνει οραματικά μπροστά στα μάτια μας τα γιαταγάνια του Κολοκοτρώνη, την Πίνδο, τη φοιτητική εξέγερση του 73, όλες τις  διαχρονικές επαναστατικές στιγμές της κοινής μας ιστορίας. Κι απέναντι στα  χρυσοπληρωμένα δάνεια των αρπακτικών και των τοκογλύφων που υποδουλώνουν πρόσωπα και λαούς αντιπαραθέτει, κατ’ εμέ εντυπωσιακή εδώ η αντίστιξη, το προσωπικό ενός εκάστου τάλαντο, που άνωθεν χαρίστηκε με δόσεις, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο «Οι μνήμες», [2011], σελ. 43.

Τι είναι τελικά άξιο και τι ανάξιο να ειπωθεί, να βιωθεί, να καταγραφεί ως απόσταγμα βίου κι ακόμα ποιες είναι οι μαγικές βελόνες που θα μαντάρουν το κουρελιασμένο ύφασμα του κοινωνικού ιστού, αφού η δύναμη κι η ισχύς όλο και περισσότερο καταργούν την εμπιστοσύνη, αφού η απουσία παίρνει τη θέση της συντροφικότητας, αφού ο φόβος στρογγυλοκάθεται στη θέση της αγάπης, αφού ο ξένος βαφτίζεται εχθρός, αφού η σύγχυση θολώνει τον προσανατολισμό, αφου οι παράλληλες μοναξιές δε φαίνεται ποτέ και πουθενά να τέμνονται.

Ο συγγραφέας τα θίγει όλα τούτα χωρίς να δίνει εύκολες απαντήσεις. Δεν δίνει η τέχνη απαντήσεις. Μέσα απ’ τις σελίδες του ωστόσο ζωντανεύουν πλατάνια, λικνίζονται παρέες, φτεροκοπούν μαζί τους άγγελοι συλλειτουργοί, που αγκαλιασμένοι αγναντεύουν το άκτιστο. Στα ρυάκια και στις ρύμες των πόλεων, οι ασήμαντοι, οι σιωπηλοί κι οι δακρυσμένοι νέοι αποτάσσονται την κόλαση της μοναξιάς, ξεδιπλώνουν σημαίες, βάζουν φωτιά στις καρδιές, γίνονται τζάκια κι εστίες που λάμπουν μαζί και θερμαίνουν. Δίπλα τους ασυνόδευτα παιδιά της προσφυγιάς στοιβάζονται, οδύρονται, βγαίνουν δειλά δειλά απ’ τις σάπιες βάρκες τους, μέσα απ’ τους αφρούς των κυμάτων, ξεπηδούν με ελπίδα μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου, φορούν ιεροπρεπώς στο μέτωπο ταμπέλα που γράφει «πλησίον» η «ξένος» και συνοδοιπορούν μαζί μας, τείνοντάς μας δειλά κι απελπισμένα το χέρι.

Γράφει παθιασμένα ο Παναγιώτης, ανασύρει εικόνες νεόκοπες, άτριφτες, τις σημαδεύει με χρονικά στίγματα της πρόσφατης ιστορίας μας.

Υιοθετεί ένα σύμμεικτο λόγο φιλοσοφίας, ευαίσθητου αναστοχασμού και κοινωνικού προβληματισμού, καταμερισμένο σε ισόποσες δόσεις, αλλά και διανθισμένο με κρυπτικούς υπαινιγμούς, σύμβολα, ή αλληγορίες (εν είδει κάποτε μικρών  παραβολών), και καταθέτει ποιητικά κείμενα σε μια εκ βαθέων, σε μια ροκ, τολμώ να πω εκδοχή, που φιλοδοξούν να ταράξουν λιμνάζοντα ύδατα, να εγείρουν ναρκωμένες συνειδήσεις, να διασώσουν μια ρεαλιστική ελπίδα, ή να αποτελέσουν έστω τροχιοδεικτικές βολές κόντρα στην απώλεια προσανατολισμού που βιώνουμε.

Ξέρει πως ο ρόλος της τέχνης και της γραφής είναι κοινωνικός και καθόλου αυτοαναφορικός, για τούτο και καταγράφει την αγωνία του στη δημόσια σφαίρα, με ένα πλουραλισμό και μια ποικιλία θεματολογίας που άπτεται συνολικά του ανθρώπινου και καθιστά τούτη την ποιητική συλλογή ιδιαίτερα πρωτότυπη κι εξόχως αποκαλυπτική.

 Τον καθοδηγεί νομίζω στη γραφή του εκείνο το αίσθημα, εκείνος ο παλμός που δονούσε κάποτε την ψυχή του Νικόλα του Άσιμου, όταν ξεχειλίζοντας από ευαισθησία τραγουδούσε.

«…έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ..».

(Ν. Άσιμος, Μπαγάσας)

Το ίδιο ήθος, το ίδιο θάρρος, ή ίδια κοινωνική ευαισθησία, το ίδιο φλερτ με τον ουρανό χαρακτηρίζουν νομίζω το συγγραφέα και τα ποιήματά του.

* Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική».

** Ο Νίκος Προσκεφαλάς είναι φιλόλογος. Προλόγισε την ποιητική συλλογή «Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας» και ήταν ένας από τους παρουσιαστές στην τηλε-παρουσίαση της ποιητικής συλλογής από τις εκδόσεις Αρμός στις 08.02.2021.  Μπορείτε να παρακολουθήσετε από το βίντεο εδώ: (103) «Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας»! του Παναγιώτη Μπούρδαλα – YouTube.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.