Το χρέος καθιστά αενάως επίκαιρη τη σχέση υποταγής, με την ελπίδα μιας απόσβεσης, ενός διακανονισμού που παραμένουν φυσικά απολύτως αβέβαιοι. Ο χρόνος της ελπίδας δεν είναι ο χρόνος της ευτυχισμένης αισιοδοξίας, αλλά της εναγώνιας προσμονής της αλληλουχίας των σχεδίων και των μέτρων. Η κατανόηση του παράδοξου μιας ελπίδας που αχνοφαίνει, αλλά συγχέεται ανάμεσα στους οραματισμούς και στην επώδυνη προσμονή της έλευσής της, είναι ένα άνοιγμα στην τραγική του διάσταση. Γιατί η ελπίδα περιλαμβάνει επίσης τη δοκιμασία της απελπισίας ως τη διαρκώς πιθανή, ανεπανόρθωτη απώλεια, κενής νοημάτων ύπαρξης και ζωής. Είναι ο τόπος όλων των ουτοπιών όπου ζει ο άνθρωπος προσμένοντας το θαύμα που θα τον απελευθερώσει από την κατάστασή του και θα σημάνει ένα ευτυχισμένο τέλος στην ιστορία. Είναι επίσης ο τόπος όλων των απογοητεύσεων που μαρτυρούν την αδυναμία αποφυγής των ορίων του ουσιώδους ανθρώπινου ελλείμματος, να διεκδικήσει το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή, στη χαρά, στον έρωτα, στη δικαιοσύνη.
Ωστόσο, η συνειδητοποίηση της τραγικότητας δεν αντιστοιχεί σε παραίτηση από όλες τις προσδοκίες που είναι ουσιαστικά η συγκατάθεση για το κενό και το τίποτα στη ζωή μας. Το ζητούμενο είναι πως η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού μας σε μια μέγγενη μπορεί να μετασχηματιστεί σε πράξη συλλογικής διεκδίκησης του απαλλοτριωμένου αγαθού της ζωής.
Ακόμη και στις πλέον ζοφερές και σκοτεινές εποχές της ανθρώπινης ιστορίας υπήρχε η ελπίδα πως θα υπάρξει ένας κόσμος καλύτερος, κοινωνικά δίκαιος, μιας ζωής χαρούμενης. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης ήταν η φύτρα και η ελπίδα για αλλαγή, ήταν ο γεννήτορας των εξεγέρσεων. Συντηρούσαν το επαναστατικό όραμα της εξόδου από μια κατάσταση που είχε επιβληθεί με τη βία των όπλων. Σήμερα η συμβολική βία επιβάλλεται από μια παγκοσμιοποίηση που διευκολύνει την κινητικότητα του κεφαλαίου, συχνά σε συνθήκες ασυδοσίας, αλλά ορθώνει εμπόδια στη διακίνηση των ιδεών και των ανθρώπων. Για τη χειραγώγηση ενεργοποιείται ο μηχανισμός αποτελεσματικής αλλοτρίωσης, πνευματικού και πολιτικού εκμαυλισμού, των ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης. Στην κωδικοποιημένη σκηνοθεσία που συστήνεται, περισσότερο κανονιστική απ’ όσο φανταζόμαστε, η δραματικοποίηση της ζωής μας δεν είναι μια επερχόμενη αταξία, αλλά η καλλιέργεια μιας ισχυρής αίσθησης χρέους απέναντι σε όσους ανέλαβαν να διαχειριστούν τη ζωή μας.
Στον αντίποδα μας τυραννικής ευταξίας που προβάλλεται ως αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση των κοινωνιών, ορθώνεται με προπέτεια η αυτάρεσκη παρουσία αυτών που αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει γύρω τους και διαταράσσει τη φιλήδονη κατανάλωση της καθημερινότητας.
Η αναζήτηση του μέτρου δεν σημαίνει συμβιβασμό με τη μετριότητα. Η αντίδραση στη δυναστεία δεν σημαίνει αύξηση της κοινωνικής εντροπίας. Ούτε ο αντίλογος στην πειθήνια υποταγή είναι η μεμψιμοιρία. Οι θρηνωδίες σήμερα είναι το ιστορικό ανάλογο της ρομαντικής αντίδραση του 19ου αιώνα. Ενός κινήματος, που παρά τις επιμέρους ιδεολογικές και πολιτικές σημασιοδοτήσεις αναδείχθηκε σε ανιστορική θέση και στάση ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία ο ρομαντισμός αναδείχθηκε από την επαναστατική συντριβή και τα Ναπολέοντεια είδωλά του, εκφράζοντας την απελπισία και την αηδία του για τον κόσμο, μέσα όμως στο κοινωνικό περικείμενο μιας Λογοτεχνίας που άνθιζε ελεύθερα και μιας Επιστήμης που γνώριζε την αποθέωση μέσα από τις κατακτήσεις της. Είναι κατανοητό πως το κίνημα αυτό, όσο κι αν κληροδότησε μια απολυτοποιημένη αισθητική αναζήτηση στη λογοτεχνία, στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, φέροντας στο προσκήνιο της δημιουργίας την ευαισθησία, τον ενθουσιασμό και την τρυφερότητα, συνδέθηκε με μια πεισιθανάτια στάση, με μυστικιστικές αναζητήσεις και μεταφυσικές αναφορές, όπου τ’ όνειρο και τ’ ονειροπόλημα εκτοπίζουν τη δράση, ο διχαστικός λόγος τη συλλογική κινητοποίηση.
Οι ναυαγοί χάνονται κυρίως από την απελπισία, τα ζώα από τη μοναξιά στο κλουβί τους. Ο εγκλεισμός των ναυαγών είναι η απέραντη μοναξιά της θάλασσας. Για να επιβιώσει κανείς στην επέλαση του κακού είναι παράλογο να καταφύγει σε τακτικές εξορκισμού του. Όταν ο Αννίβας έφτασε στις πύλες της Ρώμης οι κάτοικοι έντρομοι επιδόθηκαν σε τελετουργίες ανθρωποθυσίας. Πίστεψαν πως αυτό έσωσε την πόλη από την άλωση. Όταν όμως ο βασιλιάς του γερμανικού φύλου των Βησιγότθων, Αλάριχος, αφού λεηλάτησε την Ελλάδα και την Ακρόπολη, κατέλαβε τη Ρώμη και επιδόθηκε σε λεηλασία, καμιά τελετουργία δεν μπόρεσε να αποτρέψει το κακό.
Ποια θα μπορούσε να είναι επομένως η στάση μας σε μια πολύπλοκη εκ των πραγμάτων κατάσταση, όπου η κρίση είναι ευκαιρία για λίγους και αξιοποιείται για να εφαρμοσθούν μέτρα και πολιτικές με ανώδυνες αντιδράσεις; Πως μπορούμε να απαλλαγούμε από το δυσβάστακτο φορτίο ενός χρέους που αποτελεί το άλλοθι για την αισθηματική μας αφυδάτωση και αποξένωση, την ακύρωση των ονείρων για τις γενιές που ακολουθούν; Η κριτική σκέψη, ο αποκλίνων λόγος που εντοπίζουν τα ουσιώδη και προβάλλουν τη διαλεκτική της σύνθεσης, ήταν τα εργαλεία σε καιρούς που απαιτούνταν η υπέρβαση. Στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής, της καθημερινής βίωσης την απάντηση ίσως δίνει η νοηματική πυκνότητα μιας αναγραφής στον τοίχο:
«Το μέλλον μας ακυρώνεται από τη γενική αδιαφορία».
* O Παναγιώτης Σωτηρόπουλος είναι εκπαιδευτικός, European School of Brussels III (Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ).
ΠΗΓΗ: 17.01.2021, https://e-thessalia.gr/to-chreos-mias-zois-poy-mas-anikei/.