Αυτό το μοντέλο υπαλληλίας στο κράτος, και ιδιαζόντως σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο (κάτι που φανερώνεται στις αναφορές μητροπολιτών το 2018, σύμφωνα με το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου, σε συμφωνίες «που θα ήταν καλύτερο να γίνουν με μια πιο συμβατή με εμάς κυβέρνηση» — επλήσθημεν συμβατότητος έκτοτε) εξηγεί εν μέρει και τη στάση της θεσμικής εκκλησίας κατά την πανδημία του κορονοϊού, η οποία συνίσταται στην κατά γράμμα υλοποίηση των μονομερών αποφάσεων του κράτους (άλλωστε η εκκλησία υπόκειται στους νόμους του κράτους ούτως ή άλλως, καμμία αμφισβήτηση εδώ). Ακόμα όμως και όταν αυτή η υλοποίηση καταργεί στην πράξη θεμελιώδεις ελευθερίες του Συντάγματος. Στο άρθρο 13§2 του Συντάγματος διαβάζουμε πως «κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων» (όχι απλώς κατά τους νόμους, αλλά υπό την προστασία των νόμων). Προσοχή, εδώ μιλάμε για τη (συλλογική) λατρεία της εκκλησίας, όχι την ατομική «ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης» (άρθρο 13§1) ή τις «ατομικές προσευχές» και τα κατά μόνας «κεράκια». Δεν προτείνουμε βέβαια να αξιώσει η θεσμική εκκλησία το να μην επηρεαστεί καθόλου η εκκλησιαστική λατρεία αυτήν την περίοδο, ως εάν να μη συμβαίνει τίποτα την ώρα που τα καταστήματα κλείνουν, η εστίαση θανατώνεται, ο χώρος του πολιτισμού έχει καταδικαστεί με ταφόπλακα. Αναφερόμαστε όμως στην αρχή της αναλογικότητας (Σύνταγμα 25§1), όπως αυτή άλλωστε έχει οριστεί από αποφάσεις του 2020 ανωτάτων και συνταγματικών δικαστήριο στην Ευρώπη. Στο εκάστοτε «βαθύ lockdown» σημειώθηκαν περιπτώσεις χωρών με απαγόρευση λατρείας. Ενώ όμως σε πολλές χώρες η λατρεία έμεινε ανεπηρέαστη ή τέλος πάντων δεν απαγορεύτηκε (στην Ολλανδία κάθε μέτρο εξαιρεί «τη λατρεία και της διαδηλώσεις», ως αφορώσες σε θεμελιώδη δικαιώματα), σε άλλες χώρες η απόπειρα απαγόρευσης λατρείας προσέκρουσε στα ανώτατα ή συνταγματικά δικαστήριά τους: στη Γαλλία (Conseil d’État 18 Μαΐου 2020), στη Γερμανία (Bundesverfassungsgericht 29 Απριλίου 2020) και αλλού η πλήρης απαγόρευση συλλογικής λατρείας κατέπεσε. Για να το πούμε απλά, αναφερόμαστε στο να αποδεχθεί κανείς ότι λόγω πανδημίας δεν θα μπαίνουν στίφη εκατοντάδων πιστών κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, αλλά και ότι αυτό απέχει παρασάγγας από την απαγόρευση της λατρείας — διότι η κεκλεισμένων των θυρών λειτουργία συνιστά απαγόρευση της λατρείας για τους λαϊκούς, η συνταγματική κατοχύρωση δεν βρίσκεται εκεί για να προστατεύει το δικαίωμα των κληρικών να λειτουργούν μόνοι τους μέσα σε άδειους ναούς. Όπως έχει λεχθεί πολλάκις, οι ενορίες στην Ελλάδα απέδειξαν στην πράξη ότι μπορούν να τηρήσουν μέτρα απόστασης και πρόληψης με πολύ ευλαβικώτερο τρόπο απ’ ότι τα σουπερμάρκετ. Όταν, δε, ο πιστός αντιληφθεί ότι οι πολιτικοί γάμοι με το ζευγάρι και δυο μάρτυρες μπορούν να γίνουν κανονικότατα στο δημαρχείο, αλλά ότι εκκλησιαστικοί γάμοι με το ίδιο ακριβώς πλήθος απαγορεύεται να γίνουν, τόσο αισθάνεται ότι η κυβέρνηση τον εξαπατά — και η φιλοδοξία της Υπουργού Παιδείας να εκλεγεί μητροπολίτης δεν τον μεταπείθει.
Θα αντιτείνει κανείς ότι η θλιβερή αυτή περίοδος περιλαμβάνει κλειστά καταστήματα κάθε είδους, κατεστραμμένη πολιτιστική ζωή, οικονομική και κοινωνική φρίκη για τεράστιο μέρος του πληθυσμού. «Εσείς τώρα τι θέλετε;» Όσο κι αν όλα αυτά είναι αποτελούν βαθύτατη τραγωδία, όσο κι αν αποτελεί προτεραιότητα το να ληφθούν μέτρα αναζωογόνησης ανυπερβλήτως γενναιότερα των υπαρχόντων, το γεγονός παραμένει ότι οι παραπάνω δραστηριότητες δεν τελούν υπό την προστασία θεμελιωδών συνταγματικών άρθρων. Υπενθυμίζεται ότι ακόμη και το άρθρο 48 του Συντάγματος για την κατάσταση πολιορκίας, το οποίο ευτυχώς δεν έχει ενεργοποιηθεί και το οποίο προβλέπει την αναστολή σειράς άρθρων του Συντάγματος, δεν προβλέπει την αναστολή του άρθρου 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας και ελεύθερης λατρείας. Κάθε έλλογο μέλος της εκκλησίας δε ζητάει τίποτα παραπάνω από το να λειτουργούν οι εκκλησίες με τους ίδιους περιορισμούς και αποστάσεις που λειτουργούν τα σουπερμάρκετ, όπου πηγαίνουμε για να αγοράσουμε μπρόκολα (αν και τα τελευταία θα μπορούσαν φυσικά να σταλούν κάλλιστα με delivery, κάτι που ευτυχώς δε συμβαίνει. Ό,τι συμβαίνει αποτελεί εν τέλει πολιτική επιλογή και ιεράρχηση προτεραιοτήτων, όχι ουρανόσταλτη νομοτέλεια αποφασισμένη με επιστημονικά κριτήρια αποκλειστικά από ειδικούς).
Πάμε στα Θεοφάνεια. Σειρά διαβουλεύσεων προηγήθηκε της Κοινής Υπουργικής Απόφασης της 15ης Δεκεμβρίου, η οποία προέβλεπε την περιορισμένη λατρεία για Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνεια. Και η κυβέρνηση απλώς εξαπάτησε την Ιερά Σύνοδο. Χωρίς ενημέρωση, χωρίς διαβούλευση, με μια δήλωση από τηλεοράσεως —διότι πλέον έτσι λειτουργεί το κράτος δικαίου στην Ελλάδα— τα συμφωνηθέντα ανατράπηκαν, ακυρώθηκαν, καταπατήθηκαν. Αποτέλεσε απόρροια του στοιχειώδους αυτοσεβασμού της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (αλλά και της Συνόδου της Κρήτης) το να μη συναινέσει στη σαφή γελοιοποίησή της από την «πάνυ συμβατή» κυβέρνηση με τις καινές θεολογίες της περί «ατομικής προσευχής». Ευχής έργον θα ήταν το να «γίνουμε επιτέλους Ευρώπη», όπως τόσο συχνά επαναλαμβάνουν οι θιασώτες της κυβέρνησης: δηλαδή το να κληθεί να αποφασίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα της απαγόρευσης λατρείας χωρίς καμία αναλογικότητα συνολικά, και όχι μόνο για τα Θεοφάνεια.
Στο τεκμήριο αυτοσεβασμού της Δ.Ι.Σ. η Κυβέρνηση απάντησε με το γνώριμο ύφος αυστηρής γκουβερνάντας: «Ο νόμος δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά το δοκούν, ώστε να τον αγνοεί όποιος διαφωνεί». Βέβαια, η κυβέρνηση ψεύδεται με δύο διαφορετικούς τρόπους: πρώτον, το παραπάνω ισχύει υπό την αίρεση του Συντάγματος, έστω με τη δέουσα εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Και δεύτερον, η ίδια η κυβέρνηση καταπατά τους κανόνες τους οποίους θέτει: προσκαλεί τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο σε ορκωμοσία της ανασχηματισμένης κυβέρνησης την παραμονή των Θεοφανείων, ενώ η εν ισχύι Κοινή Υπουργική Απόφαση γράφει: «7. Αναστέλλεται η διεξαγωγή κάθε είδους θρησκευτικών τελετών, οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος, που πραγματοποιούνται εκτός των χώρων θρησκευτικής λατρείας». Εξ όσων γνωρίζω, το Προεδρικό Μέγαρο δεν έχει μετατραπεί, έστω προσωρινά, σε Ιερά Μονή. Ως εκ τούτου, η εκκλησία δεν θα παραβεί τους κανόνες της ΚΥΑ περισσότερο απ’ ό,τι ούτως ή άλλως την προσκαλεί να το πράξει η κυβέρνηση.
Πριν κλείσει αυτό το σημείωμα καλό θα ήταν να τεθούν δύο τελευταίες σημειώσεις, μία θεωρητική και μία πρακτική.
Σε ένα σώμα πολιτών, το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα της άσκησης της λατρείας, όπως και κάθε συνταγματικό δικαίωμα, είναι ας πούμε «πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί μόνο στους πιστούς». Το ότι θεωρείται στο δημόσιο λόγο ως θέμα αποκλειστικά του «ενδιαφέροντος των πιστών» αποτελεί τεκμήριο μιας κατακερματισμένης κοινωνίας. Η θλιβερή εικόνα του να επιχαίρουν οι μεν που δεν μπορούν να εκκλησιασθούν οι δε και του επιχαίρουν οι δεύτεροι που δεν μπορούν να διαδηλώσουν στο δρόμο οι πρώτοι αποτελεί ένα βαθιά διχαστικό αποτέλεσμα του κυβερνητικού «διαίρει και βασίλευε». Η επίθεση που υφίσταται η θεσμική εκκλησία είναι άδικη, καθότι ακολούθησε μέχρι σήμερα κατά γράμμα κάθε οδηγία ενώ καθυβρίζεται ως εστία μόλυνσης, διασποράς άρνησης και συνωμοσιολογίας. Όμως, ίσως επείγει η απόκτηση μιας ικανότητας από αυτήν που μέχρι σήμερα εκκρεμεί: της ικανότητας της θεσμικής εκκλησίας να απευθύνεται στον ελληνικό λαό όχι ως εάν είναι δεδομένο πως απευθύνεται σε ένα σώμα πιστών και σε μια εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά με επίγνωση του ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Παράδειγμα εδώ αποτελεί η επιστολή της αγγλικανικής Εκκλησίας της Αγγλίας, συνυπογεγραμμένη και από άλλους θρησκευτικούς ηγέτες, προς την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία χωρίς να υποθέτει ότι ο παραλήπτης της είναι πιστός και άρα χωρίς να επικαλείται τα θεία εξηγεί, αντικειμενικά και ορθολογικά, το γιατί είναι καίριας σημασίας η συνέχιση μιας έστω και περιορισμένης κοινής λατρείας. Στην Ελλάδα τα πιστά μέλη της εκκλησίας αποτελούν μία κοινότητα από τις πολλές, οσοδήποτε ευμεγέθη, και ενίοτε χρειάζεται να απευθυνθεί η θεσμική εκκλησία σε όλους για τα ζητήματα της κοινότητας των πιστών της. Όσο αυτή ικανότητα ελλείπει από την θεσμική εκκλησία, εκείνη καταδικάζει τον εαυτό της να απευθύνεται σε ώτα μη ακουόντων.
Ένα πρακτικό ζήτημα είναι το εξής. Έστω ότι κατά την τέλεση των ακολουθιών των Θεοφανείων, το κράτος στραφεί ενάντια στους πολίτες του και αρχίσει να κόβει πρόστιμα για παραβάσεις επ’ ευκαιρία της μεγάλης εορτής (και εάν δεν το κάνει, θα κατηγορηθεί εκ νέου για προνομιακή μεταχείριση της εκκλησίας συγκεκριμένα — κάτι που επίσης τη βλάπτει). Πρόστιμα, τα οποία εκ των πραγμάτων απευθύνονται στους ιερατικώς προϊσταμένους και στις ενορίες, όχι στις μητροπόλεις. Ποιος θα τα καλύψει αυτά; Η εκάστοτε μητρόπολη, οι μητροπολίτες που έλαβαν την απόφαση; Ή θα αφεθεί στους ιερατικώς προϊσταμένους και στις ενορίες να τα «αγνοήσουν», κάτι το οποίο όπως μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί δεν προκαλεί κανένα νομικό αποτέλεσμα διαγραφής τους; Ελπίζουμε ότι μαζί με το σκεπτικό της απόφασης της Δ.Ι.Σ. υπήρξε και κάποια πρόνοια ή σκέψη γι’ αυτό το πρακτικό και απολύτως πραγματικό θέμα…
Όλα αυτά όμως, κυβερνήσεις, πανδημίες και ΚΥΑ αποτελούν τα συμπτώματα. Το κεντρικό ζήτημα είναι η υπαλληλία εκκλησίας και κράτους, η οποία φανερώνεται με χίλιους δυο τρόπους. Και ζητούμενο πραγματικά επείγον, η απελευθέρωση της εκκλησίας από το κράτος. Οι άρχοντες του τόπου τούτου δεν θα είναι ποτέ «συμβατοί» ή και «πιο συμβατοί» μαζί της — όπως άλλωστε και ο άρχων του κόσμου τούτου.
* Ο δρ Σωτήρης Μητραλέξης είναι ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester.
ΠΗΓΗ: 05.01.2021, https://orthodoxia.info/news/theofaneia-kratos-ekklisia-sta-ori/.