Θα έλεγα ότι προσφέρει μια παρηγοριά και μια υπόμνηση. Τι εννοώ μ’ αυτό; Για τον πιστό η συμμετοχή του στα εκκλησιαστικά δρώμενα είναι κάτι ουσιαστικό, κάτι δεμένο με τον τρόπο ύπαρξής του, κάτι που δίνει νόημα στο κύλισμα του χρόνου και κάνει διαφορετικές κάποιες μέρες – τις κάνει γιορτές. Έτσι, η δυνατότητα διαδικτυακής παρακολούθησης δίνει μια παρηγοριά. Είναι κάπως μια ανάσα μέσα σ’ αυτή την ασφυξία που νιώθει ο πιστός (ασφυξία που μέχρι πρότινος ένιωθαν μάλλον μόνο οι ανήμποροι για μετακίνηση και οι κατάκοιτοι).
Όμως ταυτόχρονα η διαδικτυακή μετάδοση οφείλει να ιδωθεί όχι ως κάτι πλήρες, αλλά ως υπόμνηση. Δεν υποκαθιστά δηλαδή το ενσώματο αντάμωμα, δεν είναι ισοδύναμό του. Αποτελεί υπόμνηση ότι αυτά εκκρεμούν. Το να έχω δίπλα μου τη φωτογραφία της αγαπημένης / του αγαπημένου μου είναι πολύτιμο όταν περνώ ζόρια στη μοναξιά μου, μα η φωτογραφία δεν είναι ο αγαπημένος / η αγαπημένη μου. Το αντάμωμα εκκρεμεί, και η μεγάλη ζημιά θα γίνει αν πάψω να νιώθω ότι εκκρεμεί.
Αν υπάρχει δυσκολία στο να κατανοηθεί αυτό, η δυσκολία οφείλεται σε μια παθολογία που υπήρχε ήδη πριν από την πανδημία. Αν η προσέλευση στον ναό γινόταν με μια διάθεση ατομιστική (σαν κάποιον να πηγαίνει για να τακτοποιηθεί ατομικά, όπως περίπου πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ ή σε μια υπηρεσία), τότε κάτι ουσιώδες έχει χαθεί από πριν. Η Λειτουργία έχει νόημα ως συνάντηση χειροπιαστών ανθρώπων, με σάρκα και οστά, μια ενσώματη κοινότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τις «προδιαγραφές» της Ορθόδοξης θεολογίας, ένας ιερέας μονάχος του δεν δύναται, δεν του επιτρέπεται να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Αν ήταν μάγος ή σαμάνος, θα μπορούσε. Στην περίπτωση όμως της Ορθόδοξης πίστης, ο ιερέας δεν μπορεί, αν δεν συμμετέχει και τουλάχιστον ένας λαϊκός (μη ιερωμένος).
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο εκκλησιαζόμενος δεν είναι θεατής. Είναι συμπράττων. Και μάλιστα δεν πηγαίνει απλώς για «να ακούσει» τη Λειτουργία, όπως συχνά λέγεται (να πάλι η νοοτροπία του παθητικού θεατή), αλλά για να… τραπεζωθεί παρέα με άλλους! Εννοώ ότι όλο το εκκλησίασμα μαζί φτιάχνει μία τροφή (τη θεία Κοινωνία), την οποία στη συνέχεια τη μοιράζονται όλοι μαζί, απολύτως εξισωτικά. Γι’ αυτό λέω ότι η θέαση απλώς της Λειτουργίας είναι παρηγοριά, αλλά είναι και έλλειμμα. Δεν είναι του παρόντος να πιάσουμε το θέμα της θείας Κοινωνίας και των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να συνεχιστεί να παρέχεται χωρίς να δημιουργεί υπόνοιες για κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Αποτελεί όμως μια εκκρεμότητα, πρωτίστως για την Εκκλησία. Δεν περιμένουμε βέβαια από το κράτος να την κατανοεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση για τους περιορισμούς λόγω πανδημίας η θρησκευτική λατρεία τελείται «αποκλειστικά και μόνο από θρησκευτικό/ούς λειτουργό/ούς και το αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό χωρίς την παρουσία άλλων φυσικών προσώπων». Τα περί «βοηθητικού προσωπικού» αποτυπώνει μια ιεροκρατική αντίληψη, διαφορετική από τη συμμετοχική που προσπάθησα να σκιαγραφήσω παραπάνω.
Όποτε λοιπόν ο πιστός γίνεται θεατής των εκκλησιαστικών δρωμένων, κάτι έχει στραβώσει. Αν λοιπόν η διαδικτυακή μετάδοση είναι αναλγητικό και υπόμνηση, κι αν γίνεται με την επίγνωση ότι είναι αναλγητικό και υπόμνηση, τότε έχει λόγο ύπαρξης. Αν πλειοδοτεί στην έννοια του θεάματος (και μάλιστα σε μια κοινωνία όπου όλα τείνουν να γίνονται θέαμα), θα αποβεί συμφορά. Και υπ’ αυτή την έννοια, δεν αρκεί να μιλά κανείς για «εκσυγχρονισμό». Χρειάζεται πράγματι η παρουσία στο σήμερα και στους σύγχρονους τρόπους έκφρασης, αλλά μια παρουσία κριτική και στοχαστική όσον αφορά τον προσανατολισμό τον οποίο έχει ή τον οποίο μπορεί να πάρει κάθε δράση.
Δ&Π. Το εγχείρημα της διαδικτυακής μετάδοσης, δηλαδή, δεν αρκεί από μόνο του;
Το εγχείρημα χρειάζεται να συνοδεύεται από νηφάλιο και διαυγή εκκλησιαστικό λόγο. Όχι θριαμβολογικό, αλλά παρηγορητικό και ελπιδοφόρο. Και να μετατρέπει την κρίση αυτή σε ευκαιρία δίψας για τα ουσιώδη. Ένα από τα ουσιώδη είναι η έγνοια για τον άλλον. Η εφευρετικότητα για τη μετάδοση της Λειτουργίας οφείλει να ανταγωνίζεται την εφευρετικότητα για αλληλεγγύη, ιδίως για όσους η μοναξιά ή η ανέχεια τους πιέζει παραπάνω, κατά τον εγκλεισμό. Η έγνοια αυτή δεν είναι κάτι συμπληρωματικό στην πνευματική ζωή. Είναι συστατικό της! Είναι καθαυτή η διάθεση του πιστού να κοινωνήσει, να μοιραστεί. Ο γίγαντας μάλιστα της ανοιχτόκαρδης και ανοιχτόμυαλης Ορθοδοξίας Αναστάσιος, αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, μας έχει διδάξει εδώ και δεκαετίες ότι το έμπρακτο άνοιγμα αυτού του οράματος στην καθημερινότητα δεν είναι κάτι πρόσθετο (και άρα προαιρετικό) στη λατρευτική ζωή. Είναι όρος της!
Δ&Π. Πιστεύεις ότι όλο αυτό το θέμα αφορά αποκλειστικά τους πιστούς, ή αφορά και ευρύτερα την κοινωνία; Υπάρχει λόγος να το συζητάει αυτό μια τοπική έκδοση;
Κι εδώ χρειάζεται μια διάκριση. Η πίστη και η απιστία είναι, φυσικά, προσωπική και ελεύθερη επιλογή. Αναμφίβολα! Ωστόσο εκβάλλουν σε στάσεις μέσα στην κοινωνία και στην καθημερινότητα. Κανείς δεν ζει σε ιδιωτικούς πλανήτες. Η οπτική του καθενός, τα κριτήριά του, οι προτεραιότητές του, τα δικαιώματά του, είναι ζητήματα τα οποία χρειάζεται να εκτίθενται και να συζητούνται στον δημόσιο χώρο. Συνεπώς είναι ό,τι πιο φυσικό, ό,τι πιο ενδεδειγμένο, ένα έντυπο που διακονεί τον δημόσιο λόγο να αναδεικνύει το ζήτημα. Ξέρω ότι αυτή η διάκριση και ταυτόχρονα σύνθεση προσωπικού και κοινωνικού είναι χωράφι πλημμελώς καλλιεργημένο, αλλά είναι το κατεξοχήν χωράφι που χρειάζεται να βρίσκεται στην καρδιά της πόλης.
* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Δρ. Θεολογίας, Αν. Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας, Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη».
ΠΗΓΗ: 8 Δεκεμβρίου 2020, Η Εκκλησία στη νέα ψηφιακή εποχή | Δήμος και Πολιτεία (dimoskaipoliteia.gr)