Αν όμως εξεταστούν με προσοχή τα πραγματικά δεδομένα από την ηλεκτρονική διαδικασία η οποία χρησιμοποιήθηκε την περίοδο 2013-2015 σε όλα τα πανεπιστήμια για την εκλογή πρυτανικών αρχών θα οδηγήσουν σε ισχυρή αμφισβήτηση αυτού του μέσου για τη διενέργεια εκλογών. Τα δεδομένα αυτά έχουν ως εξής:
1. Ψηφίζαμε και μπορούσαμε, αργότερα κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας, να διορθώσουμε την ψήφο μας. Είναι προφανές ότι, για να υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης ψήφου, το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα γνώριζε καθ’ όλη την διάρκεια των 8 ωρών της ψηφοφορίας την ακριβή επιλογή κάθε ψηφοφόρου. Επομένως, το όνομά μας δεν αποσυνδεόταν αμέσως από την επιλογή μας. Επιτρέπεται αυτό; Πως ο χειριστής του ηλεκτρονικού συστήματος θα αφοπλιστεί από κάθε δυνατότητα υποκλοπής των δεδομένων που αφορούν την επιλογή των ψηφοφόρων; Δεν μπορεί η ασφάλεια της ψήφου να επαφίεται στα «ηλεκτρονικά κλειδιά» αλλά στη φυσική αδυναμία παρέμβασης. Όμως, ο χειριστής του κεντρικού ηλεκτρονικού συστήματος έχει δυνατότητα παρέμβασης σε όλα τα επίπεδα.
Θα μπορούσαμε ποτέ σε μία κοινή κάλπη των βουλευτικών εκλογών να επιστρέψουμε 2 ώρες μετά και να ζητήσουμε τον φάκελό μας για να αλλάξουμε το περιεχόμενο του; Αυτό που κυρίως εξασφαλίζει η κάλπη είναι ότι από την στιγμή που ο φάκελος του ψηφοφόρου πέσει εντός της, δεν είναι ονοματισμένος και δεν μπορεί να αλλάξει.
2. Ψηφίζαμε με ένα απλό ηλεκτρονικό σύνδεσμο (link). Δεν υπήρχε κωδικός ασφάλειας (pin) ο οποίος θα έφτανε στο κινητό του ψηφοφόρου, όπως αυτός που μας έρχεται στις χρηματικές συναλλαγές με το ebanking, και ένας ελάχιστος χρόνος (π.χ. 1 λεπτό) μέσα στον οποίο θα είχες ολοκληρώσει την διαδικασία. Έτσι, ο οποιοσδήποτε είχε βρεθεί στον υπολογιστή του ψηφοφόρου θα μπορούσε να ψηφίσει (ή να ξαναψηφίσει) αλλάζοντας την ψήφο του.
3. Ο ηλεκτρονικός σύνδεσμος ψηφοφορίας μπορούσε να δοθεί από κάποιον αδιάφορο ψηφοφόρο σε κάποιον άλλον που, έτσι, θα ψήφιζε για δεύτερη φορά. Το γεγονός ότι ο δικαιούχος του ηλεκτρονικού συνδέσμου λάμβανε επιβεβαίωση της ψηφοφορίας (εν γνώση του) δεν εμπόδιζε την διπλοψηφία από κάποιον άλλον. Είναι σαν να δίνεις την ταυτότητά σου στις βουλευτικές να πάει κάποιος άλλος να ψηφίσει αντί για σένα.
4. Δεν εξασφαλιζόταν ότι όταν ψηφίζεις θα είσαι μόνος. Σε μια έντονα ιεραρχημένη κοινότητα με σοβαρές εξαρτήσεις όπως η πανεπιστημιακή, δεν διασφαλιζόταν για τις «αδύναμες» βαθμίδες ότι τη στιγμή της ψηφοφορίας θα είναι μόνοι τους. Είναι σαν να μπαίνεις στο παραβάν για να ψηφίσεις στις βουλευτικές εκλογές με τον προϊστάμενό σου. Και μην ισχυριστεί κάποιος ότι οι Πανεπιστημιακοί είμαστε υπεράνω, και ότι δεν μπορούν να συμβούν όσα περιγράφονται παραπάνω.
Όμως είναι και οι τεχνικές δυνατότητες των πλέον σύγχρονων δικτυακών συστημάτων καθώς επίσης και οι έμπειροι επιστήμονες που καθορίζουν το βαθμό αμεροληψίας της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Όσο πιο εξελιγμένα είναι τα συστήματα αυτά και όσο πιο έμπειροι οι τεχνικοί τόσο καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος της αμερόληπτης ηλεκτρονικής διαδικασίας. Κυρίως, για τον επόμενο λόγο η ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν μπορεί ποτέ να είναι αμερόληπτη:
5. Ο administrator σε μία ακαδημαϊκή μονάδα, ο οποίος χειρίζεται τους routers ηλεκτρονικής διακίνησης της πληροφορίας, αλλά και ο administrator οποιουδήποτε ενδιάμεσου router, μπορεί να ανακατευθύνει την πληροφορία όπως θέλει, δηλαδή:
α. Μπορεί να έχει πρόσβαση στην προσωπική ηλεκτρονική επικοινωνία οποιουδήποτε μέλους του ακαδημαϊκού τμήματος χωρίς εκείνο να το γνωρίζει.
β. Μπορεί να αποστέλλει ηλεκτρονικά μηνύματα με την ηλεκτρονική διεύθυνση άλλου μέλους (πλαστογράφηση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης).
γ. Και φυσικά μπορεί να αποτρέψει την παραλαβή προσωπικού μηνύματος από οποιοδήποτε μέλος της ακαδημαϊκής μονάδας.
Επιπρόσθετα:
6. Η Εφορευτική Επιτροπή είναι διακοσμητική. Τα μέλη της δεν μπορούν να ελέγξουν τη διακίνηση της πληροφορίας ή πιθανές παρεμβάσεις. Έχουν μόνο τα ονόματα όσων ψηφίζουν εκείνη την χρονική στιγμή χωρίς να μπορούν να διαπιστώσουν το πραγματικό πρόσωπο και τις συνθήκες.
7. Τέλος, δεν μπορεί να υπάρχει εκ των υστέρων νομική παρέμβαση για έλεγχο της διαδικασίας. Αν έχεις να καταγγείλεις κάτι πρέπει να μπορείς να το αποδείξεις, κάτι που ακούγεται λογικό. Όμως, δεν μπορείς να αποδείξεις οτιδήποτε αφού έχεις αδυναμία να ελέγχεις την συνολική διαδικασία η οποία είναι στα χέρια των κατά παραδοχή έντιμων ειδικών.
Μετά από όλα τα ανωτέρω ένα σοβαρό ερώτημα είναι πως έγινε αποδεκτή μια τέτοια διαδικασία από τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Στα πανεπιστήμια δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στη διαδικασία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Το γεγονός αυτό έχει αλλάξει την ψυχολογία του εκλεκτορικού σώματος με άμεση συνέπεια την απαξίωση των θεσμικών οργάνων.
Το πιο σημαντικό όμως ερώτημα είναι γιατί η διοίκηση του ΕΔΕΤ (τότε) δεν εντόπισε (?) και δε ενημέρωσε για όλα τα παραπάνω; Πως δέχτηκε να διεκπεραιώσει μία διαδικασία που δεν πληρούσε στοιχειώδεις όρους μυστικότητας της ψηφοφορίας. Για όσους έχουμε σχέση με τον ψηφιακό κόσμο, και γνωρίζουμε, μπορούμε να κατανοήσουμε τον λόγο που η σημερινή κυβέρνηση κατάργησε τον ΕΔΕΤ και την 20χρονη διοίκηση του. Καμία ομάδα ειδικών δεν μπορεί να έχει τον πρώτο λόγο στον νευραλγικό τομέα της ηλεκτρονικής διακίνησης της πληροφορίας παρά μόνο η συντεταγμένη πολιτεία.
* Ο Βασίλης Αναστασόπουλος είναι Καθηγητής Φυσικής Πανεπιστήμιο ΠατρώνΠΗΓΗ: 21 Μαΐου 2020, https://www.in.gr/2020/05/21/apopsi/ilektroniki-psifoforia-ideolipsies-kai-pragmatika-dedomena/