Το βιβλίο κινείται αβίαστα μεταξύ μυθιστορήματος και νουβέλας, καθώς διατηρεί μεν κάποια χαρακτηριστικά μυθιστορηματικής γραφής, εστιάζει ωστόσο πρώτιστα στην ψυχική ανατομία των προσώπων, όπως και στις πολυεπίπεδες συνάφειες και σχέσεις με το γύρω και μέσα τους κόσμο, δίχως να παρουσιάζει την πολυπλοκότητα ή την εξωτερική δράση που συναντάμε συνήθως στο μυθιστόρημα. Το βέβαιο είναι πως ο συγγραφέας εγκαταλείπει τη μικρή φόρμα που μας έδωσε στο προηγούμενο βιβλίο του και επιλέγει να απλώσει πια τα χρώματά του, δουλεύοντας πάνω στον ένα και μοναδικό καμβά της μυθιστορηματικής γραφής. Άλλωστε ένας υπέροχος ζωγραφικός καμβάς, τα «σιταροχώραφα με τα κοράκια» του Ολλανδού Βαν Γκογκ, πίνακας που κοσμεί και το εξώφυλλο, παραμένει σταθερή αναφορά σε όλη την έκταση του βιβλίου με όλη τη συμβολική και αλληγορική διάσταση που προσδίδει σ’ αυτή τη ζωγραφιά ο συγγραφέας του.
Πρωταγωνιστής, ήρωας, αντιήρωας καλύτερα, αλλά και αφηγηματικό υποκείμενο σε πρώτο πρόσωπο είναι στη μεγαλύτερη έκταση του βιβλίου ένα και το αυτό. Ένας ιδιωτικός νοσοκόμος φροντιστής, που κάνει τρόπον τινά υπέρβαση καθήκοντος σε ό,τι αφορά τη δουλειά του, αφού δεν αρκείται απλώς στη φροντίδα των ασθενών του, αλλά εισχωρεί διακριτικά στη ζωή τους, καθώς παρασύρεται διαρκώς από τις ανάγκες τους, ικανοποιώντας την ενδόμυχη δίψα τους για επικοινωνία ή για προσωπική εμπιστοσύνη, έτσι όπως αυτοί συχνά ακροβατούν στο μεθόριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Μια ιδιαίτερη ενσυναίσθηση χαρακτηρίζει αυτόν τον παράξενο νοσοκόμο, αλλά και μια διάθεση θα έλεγε κανείς να εξοφλήσει παλιές ανεξόφλητες, ματαιωμένες, ανολοκλήρωτες επιταγές. Κι όλα τούτα γίνονται φανερά όσο το παρελθόν του φωτίζεται σταδιακά από το συγγραφέα μέσα από τις συχνότατες αναδρομικές αφηγήσεις αλλά και τις εξομολογητικές του αποκαλύψεις. Κι αφού καμιά αλλαγή δεν επιτεύχθηκε στο σώμα της κοινωνίας, ας επιτευχθεί τουλάχιστον στο σώμα ενός εκάστου ασθενή, μοιάζει συχνά να σκέφτεται ο περίεργος τούτος φροντιστής.
Εντούτοις, όλη αυτή η προσπάθεια να δοθεί ψυχή και σώματι στους ασθενείς του τον εξαντλεί, τον αδειάζει, τον αφήνει αποκαμωμένο τα βράδια να αποζητάει λίγες ώρες ύπνου, ή να προσπαθεί τις ώρες της ξεκούρασης να αποτελειώσει ένα παζλ με τα σιταροχώραφα του Βαν Γκογκ σε μια απέλπιδα, αλλά κι ακάματη προσπάθεια. Αυτό το παζλ με τα ασυναρμολόγητα κομμάτια του δημιουργεί μια ιδιαίτερη έξαψη, έναν οίστρο. Μοιάζει να πιστεύει πως ολοκληρώνοντας το, όλα τα σκόρπια κομμάτια του προσωπικού του παζλ, όλα τα φύλλα της ζωής του, μονομιάς θα επανασυγκολληθούν. Ότι εκεί συμπυκνώνονται αλλά κι αποσυντίθενται τα σπαράγματα του βίου του. Ιδιαίτερα μάλιστα στην μορφή που ο ίδιος υποψιάζεται πως αναδύεται στο βάθος. Ζώντας διαρκώς μέσα σ’ αυτή την οδύνη, διαλέγει κάποια στιγμή να εκτελεί μόνιμα και σταθερά υπηρεσία νυκτός. Αποκλειστική δηλαδή φροντίδα ενός και μόνου ασθενή που τον χρειάζεται τα βράδια. Ο ασθενής που αναλαμβάνει να συνδράμει πάσχει από βαριά εγκεφαλίτιδα, στα πρόθυρα του θανάτου γίνεται δε στο εξής ο σύντροφός του και σταδιακά το alter ego του, αλλά και ο συμπρωταγωνιστής όλου του μυθιστορήματος.
Κι έτσι ο νοσοκόμος μας μετατρέπεται σε ένα συνοδό θανάτου δίπλα στο σιωπηλό κι απόμακρο ασθενή του, που αρκείται στα τυπικά μόνο και ο οποίος, καθηλωμένος στο κρεβάτι του, γράφει αδιάκοπα στο φορητό υπολογιστή του, δίχως ιδιαίτερη διάθεση για περαιτέρω επικοινωνία. Ό,τι γράφει με συναισθηματική ένταση ο ασθενής λίγες μέρες πριν το θάνατό του αποτελεί το ενδιάμεσο και καθηλωτικό δεύτερο μέρος του βιβλίου. Ασθενής και νοσοκόμος συμπρωταγωνιστούν τελικά σε τρεις παράλληλους μονολόγους, που έτσι όπως εκτυλίσσονται εμπρός στον αναγνώστη τους φέρνουν κοντά οδηγώντας τους σε έναν κοινόν τόπο σύμπτωσης στα όρια του θανάτου, της απώλειας και της ελπίδας.
Παππούδες και γιαγιάδες με απώλεια μνήμης μέσα σε μοναχικές κάμαρες, σε νεκροτομεία, ή σε νοσοκομειακούς θαλάμους, αλλά και παρακμιακά κυλικεία νοσοκομείων, όπου λαμβάνουν χώρα οι πιο παράξενοι και περίεργοι διάλογοι, διάδρομοι νοσοκομειακοί και αίθουσες εξέτασης, με γιατρούς αγγέλους να ίπτανται ανάμεσά τους, παρελαύνουν στην οθόνη της ζωής του νοσοκόμου φροντιστή, ενόσω αυτός στέκεται δίπλα στους ασθενείς του, ζητώντας να επανασυγκολλήσει το παζλ της ρημαγμένης ζωής του, που ξεκίνησε από τα παιδικά του κιόλας χρόνια με την απώλεια- χωρισμό της μάνας και το σταδιακό εκφυλισμό της μνήμης του πατέρα. Όλες οι μνήμες εκκινούν από κει για να καταλήξουν πάντα σε μια τεχνητή λιμνούλα με πάπιες και χήνες, την απόλυτη εικόνα ευτυχίας μιας ανέφελης παιδικότητας που ο πρωταγωνιστής διατηρεί στη μνήμη του και που δυστυχώς εν ριπή οφθαλμού διαλύθηκε μετά το βίαιο χωρισμό των γονιών του. Παρακάτω μια γιαγιά, ασθενής κι αυτή, που γράφει ποιήματα έρχεται να συνομιλήσει με τον Μιχάλη Καραμάνο στο «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση, τον αινιγματικό εκείνο λογοτέχνη αντιήρωα που φτάνοντας στα όρια της τρέλας και πιστοποιώντας το μάταιο και ατελέσφορο της ζωής αποζητά σε στιχουργήματα της στιγμής ψευδαισθήσεις ανάπαυσης. Η απώλεια του προσώπου κι η μοναξιά του μέσα στο χαοτικό κοινωνικό χώρο, αναδύεται σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή σε κάθε λέξη του βιβλίου κι είναι αυτός ένας θάνατος ίσως χειρότερος από το βιολογικό, αυτόν που όχι άδικα όλοι ξορκίζουμε σαν το χειρότερο εχθρό.
Το βιβλίο είναι οπωσδήποτε μια σπουδή στην ασθένεια. Μια ενδελεχής μελέτη στο πολυεδρικό φάσμα της, στις επιπτώσεις της, στις αλλαγές και στις ρήξεις σχέσεων που δημιουργεί, στη διάλυση των βεβαιοτήτων που επιφέρει. Είναι παράλληλα κι ένας ύμνος στη γραφή, αλλά και στην τέχνη γενικότερα, αφού τόσο η εμμονή του νοσοκόμου με το παζλ του ζωγραφικού πίνακα, όσο και η αφοσίωση του μοναχικού ασθενή στο γράψιμο συναποτελούν και για τους δυο ήρωες την επαφή τους, τον ομφάλιο λώρο τους με τη ζωή, τη διέξοδό τους από την απάλευτη καθημερινότητα με τα διαψευσμένα οράματα, τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ναυαγισμένες ελπίδες. Πίσω και απ’ τις δυο ενασχολήσεις κρύβεται η βουτιά στο βαθύ εαυτό, στον εσώτατο πυρήνα της ύπαρξης για να αναδυθεί σαν συντριβάνι το μέσα χάος, ώστε να ταξινομηθεί, να γίνει κάποτε ξανά κόσμος.
Ο ασθενής, του οποίου τη φροντίδα αναλαμβάνει ο νοσοκόμος, πάσχει από εγκεφαλίτιδα. Ασθένεια εκφυλιστική που παραλύει το σώμα, αλλά κρατά παραδόξως ακμαίο το μυαλό. Γράφει σιωπηλά και με αμείωτη ένταση στο πληκτρολόγιο κι όσο η γραφή του αποκαλύπεται, όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτό πως δεν πρόκειται μόνο για μια ημερολογιακή καταγραφή σπαραγμάτων ή γεγονότων της ζωής του, αλλά για μια αδήριτη ανάγκη εκπροσώπησης, μέσα απ’ τη διαδικασία αυτή των διαψεύσεων μιας ολόκληρης γενιάς που πορεύεται με σχισμένα λάβαρα και τρύπιες σημαίες, δίχως να έχει κατορθώσει τίποτα απ’ ό,τι οραματίστηκε, επιλέγοντας τελικά να επιβιώνει οριακά πάνω στο σάπιο κουφάρι μιας χώρας, η οποία σε μια παράλληλη ή ταυτόσημη με τον ασθενή πορεία, οδηγείται σταδιακά σε παράλυση, υποταγμένη εξολοκλήρου στο μνημονιακό χάος και στην πολυεπίπεδη κρίση. Το μόνο δε που φαίνεται ικανός να κάνει ο ασθενής, η χώρα, αλλά κι η εκπροσωπούμενη γενιά είναι να παρακολουθεί απλώς αυτή τη φθίνουσα πορεία της, από τη μεταπολίτευση ιδιαίτερα και δώθε προς το τέλος, ένα τέλος που φαίνεται προδιαγεγραμμένο και μη αναστρέψιμο, όπως ακριβώς κι η ασθένεια του συμπρωταγωνιστή.
Λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή ο ασθενής με την εγκεφαλίτιδα και παραδώσει το σώμα του στο θάνατο φροντίζει να παραδώσει το άλλο σώμα, αυτό του κειμένου, στο νοσοκόμο φύλακα άγγελο με την πεποίθηση πως επιτελεί ένα ελάχιστο χρέος προς τη ζωή, έστω κι αν η ασθενής χώρα βρίσκεται σταθερά σε κώμα, ανίκανη να ορθοποδήσει βυθισμένη στο χάος των μνημονίων, στον αργό θάνατο μιας πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής παρακμής που δεν φαινεται να εχει αντίστροφη πορεία. Παρακμή που δεν αφήνει αλώβητο ούτε τον έρωτα, αυτήν την πεμπτουσία της ύπαρξης, καθώς πίσω από τις ανεκπλήρωτες κι ανολοκλήρωτες ερωτικές συνευρέσεις του νοσοκόμου και παρόλη τη δίψα του για ερωτική επαφή αλληγορείται ξανά και ξανά η ίδια η ερωτική ψευδαίσθηση ενός λαού, που φαντασιώθηκε κάποτε ανέξοδους οργασμούς δίχως να είναι καθόλου έτοιμος για τη θυσία, την έκσταση ή και την απώλεια εαυτού που προϋποθέτει και υποστασιάζει καταγωγικά ο έρωτας.
Ο θάνατος από την άλλη, είναι πανταχού παρών στο βιβλίο, όπως άλλωστε και στη ζωή. Είναι ο «βρόχος» που αναφέρει ο Φρόυντ και που αντίκειται πάντα και αντιστέκεται πεισματικά στη θεραπευτική φιλοδοξία της ψυχανάλυσης. Που η παντοκρατορία του, το αμετάκλητο και το αναπότρεπτό του σκιάζει τις ζωές, σχετικοποιεί την ελπίδα. Τι νόημα έχει το καλό και το κακό για όλους εμάς τους μελλοθανάτους; το ποντίκι που πιάστηκε στη φάκα, όταν αντιληφθεί τον εγκλωβισμό του δε νοιάζεται να φάει το δόλωμα, θέλει μόνο να ξεφύγει απ’ τη φυλακή του. Είναι παρών ο θάνατος στις ζωές μας και η λύση του μυστηρίου του παραμένει το βαθύ και ανεξερεύνητο απωθημένο μας. Στο βιβλίο είναι παρών, όχι ωστόσο για να απελπίσει, αλλά για να καταξιώσει με την παρουσία του τη ζωή ως δώρο πολύτιμο, ως τιμαλφές μοναδικής αξίας, ως δέσμευση για επαναπροσδιορισμό της μοναδικότητάς της. Είναι πολύ χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο νοσοκόμος, αντιμετωπίζοντας κι αυτός ανίατη ασθένεια, μπαίνει στο μαγνητικό τομογράφο, σ’ αυτόν τον υψηλής τεχνολογίας εξομοιωτή ενταφιασμού, όχι τόσο εξεταζόμενος αλλά συνειδητά εμβαπτιζόμενος σε κείνο που όσοι -λίγοι πια δυστυχώς- ασχολούνται με την ασκητική θεολογική παράδοση θα ονόμαζαν «μνήμη θανάτου». Ο συγγραφέας ωστόσο συνειδητά και στοχευμένα δεν αφήνει τον ήρωά του να συνηθίσει, να αποδεχτεί την απώλεια, αλλά ούτε και να εξοικειωθεί μαζί της. Τον ανασταίνει απ’ το μαγνητικό τομογράφο – τάφο και δραπετεύει μαζί του. Τον προτιμά ένα λαϊκό άγιο να κινείται ανάμεσα στους μελλοθάνατους, να διαλύεται και να αργοπεθαίνει μαζί τους, να κουβαλά σταυρικά τον καημό και τον πόνο τους.
Τον ίδιο ακριβώς ρόλο που επιτελεί ο νοσοκόμος επιτελεί εν τέλει στα μάτια του Χατζημωυσιάδη κι η γραφή. Περισυλλέγει ναυαγούς, πλένει στοργικά εγκαταλελειμμένους, δένει κακοφορμισμένα τραύματα. Και δεν είναι τυχαίο που ο δεύτερος, ο ασθενής ήρωάς του, γράφει ασταμάτητα πολεμώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη βίαιη απειλή του θανάτου. Γιατί η διαδικασία της γραφής ήταν και θα είναι πάντα μια μικρή ανάσταση, μια μικρή ανάδυση της ετερότητας, της προσωπικής υπόστασης, μια μικρή επίγευση αθανασίας.
Η ματιά ενός ψυχαναλυτή θα μπορούσε να ανιχνεύσει χωρίς δυσκολία στο βιβλίο και μπόλικες ψυχαναλυτικές προεκτάσεις που φωτίζουν ή σκιάζουν καλύτερα τον ψυχισμό των ηρώων του. Σαφέστατη για παράδειγμα και εμφανέστατη στη δραματική σχέση του νοσοκόμου με τον πατέρα του, που τον ακολουθεί σ’ όλη του τη ζωή, και επανέρχεται διαρκώς στη μνήμη σε ώρες μοναξιάς και κόπωσης και που συνιστά εν τέλει μια συνολική τραυματική ρήξη με το παρελθόν του, ένα παρελθόν που μάταια προσπαθεί να επαναφέρει σε μια ισορροπημένη μορφή. Μια προσπάθεια να ξαναγραφεί, ει δυνατόν και να ολοκληρωθεί, το καφκικό εκείνο γράμμα στον πατέρα.
Σε όλη αυτή την επώδυνη διαδρομή, έτσι όπως ο εσωτερικός διάλογος των δυο πρωταγωνιστών προχωρεί, ασθενής και νοσοκόμος σταδιακά ταυτίζονται. Μαζί τους κι ο αναγνώστης. «Ο χρυσός μας φέρνει πιο κοντά», έλεγε κάποτε εκείνη η χυδαία, αποκρουστική διαφήμιση θέλοντας ακούσια ή εκούσια να εντείνει τον εθισμό μας στη χρυσωμένη επιφάνεια, στη στιλβωμένη βιτρίνα, στην ψευδαίσθηση της τότε καταναλωτικής ευωχίας. Αλλά όσοι σπουδάζουμε πραγματικά τη ζωή ξέρουμε πως «η ασθένεια μας φέρνει πιο κοντά», ότι αυτή είναι συχνά το κλειδί που ξεκλειδώνει αμπαρωμένες αγκαλιές, η κολυμβήθρα που μας ξαναβαφτίζει ανθρώπους και που μπορεί υπό προϋποθέσεις να επανασυστήσει ή να αναστήσει παραλυμένες κοινωνίες. Στην ανάδυση αυτής της υπαρξιακής, αλλά και με σαφείς κοινωνικές προεκτάσεις αποκάλυψης, βοηθά βεβαίως «αισθητικώ τω τρόπω» και η ικανότητα του συγγραφέα να αλλάζει μέσα στο βιβλίο οπτικές γωνίες, να τροποποιεί την εστίαση, να παρεμβάλλει μονόλογο μέσα σε μονόλογο, να μετατοπίζει το κέντρο βάρος της αφήγησης, να προσκαλεί σε διάλογο, αλλά παράλληλα να τον υπονομεύει αποκαλύπτοντας τη δυσκολία επίτευξής του, στον κόσμο των παράλληλων μοναξιών μας (είναι εντυπωσιακό ότι οι δυο πρωταγωνιστές δεν διαλέγονται, αλλά μονολογούν σε όλη την έκταση του βιβλίου), επιμένοντας εμμονικά σχεδόν, απ’ την αρχή ως το τέλος στο πρώτο πρόσωπο…
Το κλειστοφοβικό σχεδόν καφκικό σκηνικό του κειμένου δεν καταφέρνει να σκιάσει ολοκληρωτικά, ούτε τους ήρωες, ούτε την υπόθεση, αλλά ούτε και τις προθέσεις του συγγραφέα. Γιατί παρόλο που βιώνουν την απογοήτευση των κοινωνικών δομών, ζώντας σε μια κοινωνία νοσοκομείο, οι δυο ήρωες δεν εγκαταλείπουν, δεν υποτάσσονται μοιρολατρικά στις συνθήκες, δεν παραιτούνται, δεν μαντάρουν απλώς τις μοναξιές τους. Αντίθετα και σε πείσμα του επερχόμενου θανάτου, βρίσκουν διαφυγή και οι δυο στο σταθερό διάλογό τους με το παρελθόν, στην ακούραστη παναπεί δυνατότητα της μνήμης, να ανασύρει σαν ταινία ό,τι κοινωνικά προηγήθηκε με σκοπό να απαντήσει στο σημαντικότερο κι επιτακτικότερο υπαρξιακό και κοινωνικό ερώτημα. «Τι πήγε λάθος. Στη ζωή μου, στη γενιά μου, στον τόπο μου». Ναι, ο ένας απ’ τους δυο τελικά πεθαίνει. Παραδίδει όμως τη διαθήκη του, το κείμενο που γράφει, στο διπλανό του να συνεχίσει αυτός την ζωντανή πια ιστορία, να συντηρήσει αυτός παρά τις αδυναμίες τη μισοσβησμένη ελπίδα.
Νοσηλευτής και νοσηλευόμενος μέσα στην παράξενη μοναξιά τους έρχονται τελικά τόσο κοντά που ταυτίζονται εν τέλει ολοκληρωτικά. Κι είναι εδώ ακριβώς που ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη. Είμαστε όλοι ασθενείς, φαίνεται να υποστηρίζει, από τη γέννα μας μέχρι το θάνατο, σε μια χώρα που βρίσκεται διαρκώς διασωληνωμένη και που ζει εδώ και χρόνια με μια μόνιμη μηχανική υποστήριξη έτοιμη ανά πάσα στιγμή να σβήσει. Μοιάζει απελπιστικό όλο τούτο μα δεν είναι. Η χειρότερη απελπισία είναι να κρύβεις τα τραύματα, να παραχώνεις τη μνήμη κάτω απ’ το χαλί, να ξεχνάς και να νομίζεις πως με παραισθησιογόνα θα εξαφανίζεις ως δια μαγείας το πληγιασμένο, παράλυτο σώμα σου.
Αλλά πού υπάρχει λοιπόν, ή που διασώζεται μέσα στο βιβλίο η ελπίδα, αν δεν πεθαίνει βέβαια κι αυτή τελευταία μεν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά εντούτοις μελλοθάνατη; Μα που αλλού αν όχι στο πρόσωπο, στη συμπεριφορά, στον τρόπο ζωής αυτού του νοσοκόμου φύλακα άγγελου, που με το δονικιχωτσμό και τη δοτικότητα του έρχεται να τα βάλει με όλοκληρο το σάπιο κοινωνικό κατεστημένο που χρόνια τώρα προτείνει τον ατομικισμό και την κατίσχυση έναντι του ανθρώπου σαν μόνη και ιδανική επιλογή.
«Θεμελιωνόμστε στον τόπο του άλλου», έγραφε ο Λακάν και σκέφτομαι, μαντεύοντας τη σκέψη του συγγραφέα κι επανερχόμενος στον πίνακα του Βαν Γκογκ, πως πίσω από τις δίνες που σχεδίαζε ασταμάτητα ο Ολλανδός ζωγράφος, πίσω από από τα σαρκοφάγα κοράκια του που τρέφονται με κουφάρια και πτώματα, δεν αποκλείεται να αναπτυχθούν κάποτε εκείνες οι φυγόκεντρες δυνάμεις που θα εκτινάξουν απ’ το κάδρο και θα γεννήσουν το νέο οδοιπόρο, το νέο δηλαδή ανθρωπολογικό τύπο, που ενδόμυχα αναζητάμε και που φαίνεται αχνά να αναδύεται μέσα από το ζωγραφικό πίνακα, όπως τουλάχιστον τον οραματίζεται η επαναστατημενη φαντασία του μοναχικού νοσοκόμου. Έναν ανθρωπολογικό τύπο, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι ο μετα-άνθρωπος για τον οποίο μας προετοιμάζει μεθοδικά η νέα βιομηχανική επανάσταση, αλλά είναι εκείνος που αντιλαμβάνεται και με ενσυναίσθηση συντρέχει τον πόνο και τον καημό του πλησίον προτείνοντας ένα πολιτισμικό παράδειγμα σχεσιακό, που τόσο μας λείπει και που οφείλουμε με όλες μας τις δυνάμεις να αναζητήσουμε, να επανιδρύσουμε και με θέρμη να υπερασπιστούμε.
* Ο Νίκος Προσκεφαλάς είναι Φιλόλογος (στην Πάτρα).
ΠΗΓΗ: 16.09.2020, https://www.fractalart.gr/exoda-nosileias/