Εκεί που η Πολιτεία επεμβαίνει, δηλαδή πρέπει να επεμβαίνει, αν δεν θέλει να αποτελεί τροχοπέδη προόδου, είναι μόνο στα ελάχιστα προστατευόμενα επαγγέλματα ιδιαίτερης βαρύτητος, επαγγέλματα όμως που ολοένα λιγοστεύουν σε αριθμό, εξ αιτίας του διαμορφούμενου τρόπου λειτουργίας των κοινωνιών. Αλλά και αυτό όταν το κάνει, το κάνει με την καθοδήγηση των σχετικών επιστημονικών Επιμελητηρίων και Συλλόγων. Πράγμα που σημαίνει ότι η όποια συζήτηση για ζητήματα επαγγελματικών δικαιωμάτων, πρέπει να διεξάγεται με τα Επιμελητήρια αυτά. Είναι αλήθεια πως πολλάκις τα Επιμελητήρια λειτουργούν συντεχνιακά, με την κακή έννοια του όρου, αλλά θεωρούμε βέβαιο πως οσονούπω θα πάψουν να το κάνουν: «ανάγκα και Θεοί πείθονται», στην προκειμένη περίπτωση το «ανάγκα» προέρχεται από την κοινωνία και από τον τρόπο που αυτή εξελίσσεται.
Έτσι λοιπόν, τα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα «δεύτερης ταχύτητας» δεν είναι αυτά που δεν δίνουν δήθεν «επαγγελματικά δικαιώματα», αλλά είναι αυτά που αδυνατούν να ακολουθήσουν τον τρόπο εξέλιξης της κοινωνίας, τον τρόπο εξέλιξης της θεωρίας και της πρακτικής. «Δεύτερης ταχύτητας» είναι τα Ιδρύματα που παραμένουν προσκολλημένα σε παρωχημένους τρόπους και στόχους εκπαίδευσης, χωρίς αντίκρισμα στις ολοένα και περισσότερο απαιτητικές επιστήμες, στις ολοένα και περισσότερο απαιτητικές πρακτικές. Παλαιότερα τα Πανεπιστήμια ήταν απολύτως προσανατολισμένα σε εξειδικευμένες πρακτικές, πρακτικές που εξελίσσονταν σχετικά αργά και χωρίς εκπλήξεις. Οι απόφοιτοι της δεκαετίας του -60, ασκούσαν τις επιστημονικές εξειδικεύσεις που διδάσκονταν, μέχρι να συνταξιοδοτηθούν.
Έκτοτε όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και εξακολουθούν να αλλάζουν σχεδόν ανεξέλεγκτα. Ο απόφοιτος του παλαιού αυτού τύπου Πανεπιστημίου, βλέπει σήμερα την επιστήμη του να έχει αλλάξει ριζικά. Ενδεχομένως μάλιστα η επιστήμη του να έχει πάψει να ανταποκρίνεται σε κάποια κοινωνική ανάγκη. Πέραν τούτου οι σημερινοί έφηβοι θα αλλάξουν επάγγελμα τέσσερεις φορές, κατά μέσο όρο, στη διάρκεια της ζωής τους, όπως μας εξηγούν σχετικοί μελετητές.
Έτσι λοιπόν, τα σημερινά Πανεπιστήμια δεν πρέπει να στοχεύουν σε παροχή εξειδικεύσεων που γρήγορα θα αλλάξουν ή θα πάψουν να χρειάζονται. Οφείλουν αρχικώς να προσφέρουν στους φοιτητές τους μία ευρύτερη και θεμελιώδη γνωσιολογία. Μια γνωσιολογία που θα τους επιτρέπει να εξειδικεύονται στην κάθε φορά νέα μορφή της επιστήμης τους, αλλά ακόμα και τη μεταπήδηση τους σε άλλη επιστήμη. Τούτο γίνεται και θα γίνεται με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα, με εξειδικεύσεις και μετεκπαιδεύσεις. Σε αυτό στοχεύουν οι μεταπτυχιακές σπουδές επιπέδου master και διδακτορικού, όσο και τα διάφορα προγράμματα «δια βίου εκπαίδευσης».
Με βάση τα ανωτέρω η Ευρώπη προέβη στην περίφημη Συνθήκη της Μπολώνια, συνθήκη που αρχικώς δικαίως πολεμήθηκε, καθ’ όσον εμφανίστηκαν κάκιστες εφαρμογές της. Πρόκειται όμως περί Συνθήκης απολύτως σωστής, άλλωστε περίπου όλα τα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια την έχουν πλέον υιοθετήσει. Δηλαδή τρία χρόνια ή τέσσερα χρόνια (κλίνουμε στα τέσσερα) θεμελιώδους εκπαιδεύσεως, στη συνέχεια εξειδίκευση επιπέδου master, δύο ή τριών ετών και στη συνέχεια Διδακτορικός τίτλος. Προηγουμένως, τη δεκαετία του -80, η τότε Επίτροπος Edith Cresson διακήρυττε πως μπορούσε κάποιος να αρχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική και κάποια στιγμή να γίνει δικηγόρος, ευελιξία που εισήχθη έκτοτε ως κανόνας στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια.
Το πρόβλημα αρκετών παλαιοτέρων Ελληνικών Πανεπιστημίων, είναι πως εμμένουν εν πολλοίς στον παλαιό στόχο τους, δίδοντας εξειδικεύσεις. Δεν επιτρέπουν καμία ευελιξία στους φοιτητές τους να μεταπηδήσουν σε άλλες επιστήμες και δεν κατανοούν πως οι επιστήμες που θεραπεύουν εξελίσσονται με ρυθμό αδύνατον να προβλεφθεί και κυρίως να καλυφθεί από αυτές, με την «ενσωματωμένη εξειδίκευσή» τους. Δεν κατανοούν, ή δεν έχουν επαρκώς ενστερνιστεί, πως ο στόχος τους πρέπει πλέον να αυτός που προείπαμε: να δίνουν στους φοιτητές τους ισχυρή γνωσιολογική θεμελίωση, που θα τους επιτρέπει να ακολουθούν την φρενήρη εξέλιξη των επιστημών, αλλά και την ενεργό συμμετοχή τους σε αυτήν. Βεβαίως αυτή η ισχυρή γνωσιολογική θεμελίωση μπορεί να απαιτεί, τρία, τέσσερα, πέντε και έξι χρόνια. Οι γιατροί, π.χ., σπουδάζουν έξι χρόνια προτού εξειδικευθούν.
Η επινόηση του «ενσωματωμένου master» για τα σημερινά πενταετή Πανεπιστημιακά Τμήματα, καίτοι στόχευσε σε κάποιου είδους «ακαδημαϊκή δικαιοσύνη», δηλαδή 4+1=master, με βάση τη Συνθήκη της Μπολώνια, κινδυνεύει να εγκλωβίσει τους φοιτητές τους σε ολοένα και μέτριες εξειδικεύσεις, με αδύνατη βασική παιδεία. Τούτο το κατανοούν τα Επιμελητήρια, παρά τις συντεχνιακές εμμονές που ακόμα επικρατούν, αλλά που δεν θα επικρατούν για πολύ καιρό ακόμα.
Πριν λίγο καιρό τα τετραετή ΤΕΙ ονομάσθηκαν Πανεπιστήμια. Τούτο έγινε γιατί έπρεπε επί τέλους το ελληνικό εκπαιδευτικό τοπίο να συμβαδίσει με το διεθνές. Είχαμε επανειλημμένως επισημάνει και αναλύσει, ήδη από τη δεκαετία του -90, το γιατί ο μη ακαδημαϊκός χαρακτηρισμός τριτοβάθμιων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων τετραετούς φοιτήσεως ως Πανεπιστήμια, συνιστά περίπου ποινικό αδίκημα από πλευράς Πολιτείας. Ο υπουργός Γαβρόγλου τόλμησε να κάνει το αυτονόητο, καθόσον οι μέχρι τότε υπουργοί έθεταν εαυτόν δέσμιο συντεχνιακών και αντιεπιστημονικών εμμονών. Παρά του ότι ίσως να έγιναν ορισμένα σφάλματα –είχαμε μάλιστα κατονομάσει Σχολές που είναι παράλογο να απαιτούν τέσσερα χρόνια σπουδών και έπρεπε να μετατραπούν σε τριετείς ή διετείς σχολές μεταλυκειακής εκπαίδευσης- το όλο εγχείρημα έπρεπε να γίνει και εν πολλοίς πέτυχε, ιδίως με τις συνενώσεις επιτυχημένων Τμημάτων ΤΕΙ.
(Στο ερώτημα γιατί τα πρώην τριετή ΚΑΤΕΕ, μετεξελίχθησαν στα τετραετή ΤΕΙ, που δικαίως ονομάσθηκαν Πανεπιστήμια, η απάντηση είναι απλή: για τον ίδιο λόγο που το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο από Σχολή πετράδων μερικών εβδομάδων, εξελίχθηκε σε Πανεπιστήμιο, ομοίως η Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά και η Πάντειος Σχολή επίσης σε Πανεπιστήμια. Ίσως δικαίως και η Χαροκόπειος Σχολή Οικιακής Οικονομίας έγινε εν μια νυκτί Πανεπιστήμιο με πολλά Τμήματα. Οι παλαιότερες πρακτικές των πετράδων, πχ., και των ηλεκτρολόγων με το κατσαβίδι, εξελίχθησαν σε πρακτικές που απαιτούσαν ανώτατη εκπαίδευση, με περισσότερο εξειδικευμένους καθηγητές. Όπερ και εγένετο).
Τα σημερινά Πανεπιστημιακά Τμήματα-πρώην ΤΕΙ, μπορούν να αρθούν στην πρώτη ταχύτητα εκπαίδευσης. Μπορούν δηλαδή να ακολουθήσουν τις απαιτήσεις του παρόντος, χωρίς την αδράνεια του παρελθόντος, από το οποίο δυσκολεύονται να απαλλαγούν αρκετά από τα παλαιότερα Πανεπιστημιακά Τμήματα. Αντί δηλαδή να προσπαθούν να μοιάσουν με τα παλαιότερα Πανεπιστημιακά Τμήματα, π.χ. με τα επινοημένα «ενσωματωμένα master», που κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό, ας ακολουθήσουν τη διεθνή πρακτική: Μετά τις τετραετείς ή πενταετείς βασικές σπουδές, ας δημιουργήσουν ανανεωνόμενες μεταπτυχιακές σπουδές, πραγματικά δηλαδή master. Αν μάλιστα οι μεταπτυχιακές αυτές εξειδικεύσεις διαρκούν πέραν του ενός έτους και είναι υψηλού επιπέδου, η αγορά είναι αυτή που θα αναγνωρίσει τη σημαντικότητά τους. Θεωρούμε πως επίσης θα αναγνωριστούν και από τα υφιστάμενα Επιμελητήρια, που ήδη έχουν υπεισέλθει σε ανάλογες συζητήσεις (π.χ. συζητείται πως ένας απόφοιτος Πολιτικός Μηχανικός, δεν μπορεί να έχει δικαίωμα υπογραφής οποιουδήποτε έργου αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου του, αλλά οφείλει να ακολουθήσει μια «πυραμίδα ευθύνης» και «πυραμίδα εξειδίκευσης»: εδώ πρέπει να γίνει η όποια σχετική συζήτηση μεταξύ ΤΕΕ και πανεπιστημιακών Τμημάτων Μηχανικών των πρώην ΤΕΙ).
Ας πάψουν οι νέοι της χώρας μας να σκέφτονται όπως οι παππούδες τους (το λέω καίτοι οδεύω ολοταχώς προς αυτήν την ηλικία)……. Το ίδιο και οι γονείς τους, αλλά το ίδιο και οι πολιτικοί διαχειριστές μας.
ΠΗΓΗ: 01/07/2020, https://www.esos.gr/arthra/68419/panepistimia-dyo-tahytiton
* Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι Δρ αρχιτεκτονικής/msc φιλοσοφίας, πρώην Καθηγητής ΤΕΙ.