Στους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί κοινωνούσαν το Σώμα υποδεχόμενοι αυτό στα χέρια τους και πίνοντας το Αίμα κατευθείαν από το ποτήριο, όπως κάνουν ακόμη μέχρι σήμερα οι κληρικοί. Αργότερα πιθανολογείται ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ενοποίησε την μετάληψη με προσφορά τους διά κοχλιαρίου (λαβίδα=τσιμπίδα ονομάστηκε το κοχλιάριο συμβολικά από το όραμα του Ησαΐα) εξ αμφοτέρων των ειδών, Άρτου και Οίνου, διά μιας. Υπόθεση μάλλον ανυπόστατη, αφού σχεδόν μέχρι τον 11ο αιώνα η μετάληψη γινόταν με τα χέρια!
Στην εποχή μας, εποχή «ιδιωτικότητας»… ιδιοτροπίας και… συχασιάς…(!), έχει τεθεί, όπως και στο παρελθόν, το θέμα του τρόπου «διανομής» της Θείας Ευχαριστίας. Και τώρα με τον λεγόμενο κορωνοϊό covid-19 αναζωπυρώθηκαν τέτοιου είδους συζητήσεις.
Γράφονται λοιπόν πολλά, ακούγονται περισσότερα και γενικεύεται μια σύγχυση που από την μία της πλευρά ισχυρίζεται ότι το κουταλάκι της Θείας Μεταλήψεως θα μεταδώσει μικρόβια· η άλλη, η «θεολογικότερη», αποκλείει τέτοιο ενδεχόμενο από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και τέλος μια «επιστημονικο-λαϊκότερη»(!) προτείνει λογικά αποδεικτικά επιχειρήματα της μη μεταδόσεως μικροβίων τους παπάδες στα σανατόρια. Βέβαια πρέπει να το ομολογήσουμε, στα Σανατόρια το εκκλησίασμα των ναών ήταν στο 95% του φυματικοί, που η αρρώστια τους μεταδιδόταν με τα πτύελα!
Κάτι τέτοιο όμως, που όντως ισχύει, δεν δημιουργεί… «κατεστημένο θεολογικό» και δε γίνεται να ισχυριστεί κάποιος μετά λόγου γνώσεως και βασίμως ότι ισχύει νομοτελειακά λες και διαθέτουμε στατιστικές και παραστατικά! Η πίστη των ιερέων, που δεχόντουσαν να υπηρετήσουν αυτούς τους ανθρώπους (και κάποιοι άλλοι τους λεπρούς π.χ. στη Σπιναλόγκα και στην αγία Βαρβάρα καθώς και ο π. Δαμιανός στο νησί το λεπρών στον Ατλαντικό) ήταν αυτή, που «έκανε το θαύμα». Ας μην βασανιζόμαστε. Η πίστη γεννάει θαύματα· δε γεννάνε τα θαύματα πίστη. Απόδειξη ατράνταχτη… οι Εβραίοι της εποχής του Χριστού.
Δεν έχουν νόημα λοιπόν (και μάλιστα σήμερα) αυθαίρετες προκαταβολικές «διαβεβαιώσεις»: Δεν μεταδίδεται τίποτε με την μετάληψη! Πιστεύουμε και ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο. Δεν το υπογράφουμε, λες και εξαρτάται από εμάς και είναι στο χέρι μας! Αν το κάνουμε, σημαίνει ότι «ούτε τι λέμε ξέρουμε, ούτε περί τίνων διαβεβαιούμεθα».
Αν μέσα στην Ευχαριστία πέσει κάτι ακάθαρτο (μολυντήρι, αράχνη κλπ) πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα… μεταβληθεί σε Ευχαριστία κάτι τέτοιο; Τι το κάνουμε; Το τρώμε; Όχι βέβαια… Το καίμε και το ρίχνουμε στο χωνευτήρι. Αν πέσει μικρόβιο, το θέμα μας μένει στο ότι δεν το βλέπουμε; Η καθημερινή λειτουργική πράξη «μιλάει» για μη μετάδοση και μόλυνση, αλλά νομίζω καθένας αντιλαμβάνεται ότι αυτό ούτε απαίτηση ούτε νομοτέλεια μπορεί να είναι. Πιστεύω σημαίνει αυτοπαραδίδομαι.
Και επί πλέον. Ακόμα και αν δεχτεί κάποιος κάτι τέτοιο με απόλυτο (…λέμε) τρόπο, ερωτάται: Το περιβάλλον και η ατμόσφαιρα του Ναού είναι και αυτά αποστειρωμένα; Ούτε αυτά μεταδίδουν; Μέσα στο ναό δεν μεταδίδεται η κοινή γρίπη; Κάποιο άλλο επιδημικό μεταδοτικό νόσημα; Δεν γίνεται να πέσουν και να σπάσουν οι άνθρωποι τα πόδια τους; Να πεθάνουν αιφνίδια; Ας σοβαρευτούμε. Ούτε οι παπάδες επιτρέπεται να μιλάνε σαν γιατροί, ούτε οι γιατροί σαν παπάδες. Δεν χρειάζονται επιπόλαιοι παληκαρακισμοί! Είμαστε όλοι μέσα στην φθορά. Η αφθαρσία είναι το ζητούμενο. «Δεῖ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν και τό θνητόν ἀθανασίαν». Το μυαλό μάς το έδωσε ο Χριστός και δεν είναι αμαρτία και κακό να το χρησιμοποιούμε! Άλλωστε και οι χριστιανοί (και οι παπάδες και οι δεσποτάδες) και αρρωσταίνουν και πεθαίνουν. Απλώς «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν».
Η Ευχαριστία είναι Μυστήριο και εξ αυτού είναι απαραίτητο, για να την αποδεχτείς, πρέπει να προηγείται εμπιστοσύνη και αγάπη γι’ Αυτόν, ο οποίος συνιστά το Μυστήριο και το ιδρύει και το προτείνει ως τρόπο σχέσεως μαζί του (Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν…). Στο συγκεκριμένο θέμα-Μυστήριο έχουμε άμεση και κατευθείαν σχέση με τον Ιδρυτή. «Το Σώμα μου και το Αίμα μου…». Εκείνος αγιάζει και θεώνει το βιολογικό Του σώμα, που προσέλαβε γενόμενος άνθρωπος, χωρίς να αναιρεί τις λειτουργίες του σώματος (κοιμάται, πεινάει, αρρωσταίνει… κλπ). Στο Μυστήριο της Ευχαριστίας, μεταδίδεται η Χάρη της σχέσεως με τον Χριστό, μέσω του Αγίου Πνεύματος, (αυτό πιστεύουμε, γιατί αυτό είπε Εκείνος «σῶμα καί αἷμα κατά τήν Δεσποτικήν τυγχάνει ἀπόφασιν… καί οὐκ ἔξεστιν ἀπό γεύσεως κρίνειν τό πρᾶγμα» Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Γ §2) και συγχρόνως η Ευχαριστία… αλλοιώνεται, σήπεται, μουχλιάζει… και την ξεραίνουμε για να διατηρηθεί!…
Δηλαδή δεν φτιάχνει ο Χριστός κάτι υπερφυσικό και μας το δίνει, διαφοροποιώντας μας από τη φύση μας, αλλά προσλαμβάνει τη φύση μας (με όλα της τα θέματα) για να την μεταβάλει. Μεταβολή του Άρτου και του Οίνου λέμε οι ορθόδοξοι (τώρα πλέον και οι καθολικοί) και όχι μετουσίωση! Η πίστη μας (κάποτε πρέπει να τελειώνουμε με αυτό) δεν είναι μετρήσιμη από την εγκυρότητα των μυστηρίων, αλλά από την ηρεμία αποδοχής της άρνησης στο αίτημά μας. Παρελθέτω… και δεν παρήλθε! Και όχι μόνον αυτό, αλλά και χωρίς απάντηση! («Άγχος» που δημιουργεί ιδρώτα… ώσεί θρόμβοι αἵματος). Πιστεύω λοιπόν σημαίνει εμπιστεύομαι. Αυτοπαραδίδομαι και για ζωή και για θάνατο… Ἀκολουθήσω Σοι ὅπου ἄν ἀπέρχη… Ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι…
«Ο Μεσαίωνας αναζήτησε με επίμονο τρόπο ένα υλικό κριτήριο για την αγιότητα. Αυτή είναι η σημασία της αναζήτησης της φιλοσοφικής λίθου. Η πραγματική φιλοσοφική λίθος, το πραγματικό Γκράαλ είναι η Ευχαριστία. Ο Χριστός μάς υπέδειξε τι πρέπει να σκεφτόμαστε για τα θαύματα θέτοντας στο ίδιο το επίκεντρο της Εκκλησίας ένα θαύμα αόρατο και κατά κάποιον τρόπο συμβατικό (απλώς η σύμβαση είναι επικυρωμένη από το Θεό).
Ο Θεός θέλει να παραμείνει κρυμμένος. «Ο Πατέρας σας που κατοικεί εν τω κρυπτώ». (Σιμόν Βέϊλ, «Επιστολή προς ένα ιερέα, Εκδ. ΕΥΘΥΝΗ, σελ 60)
Η «ουσία» (αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο) των Μυστηρίων και «ἡ ὑπόστασή» τους συνεστήθησαν επί του Σταυρού. Εμείς τα τελούμε «ἐξ ἔργου εἰργασμένου». Γι’ αυτό λέμε ότι ο Χριστός τελεί τα μυστήρια, τα οποία είναι αποδεκτά ἐκ και διά της πίστεως και δεν γεννάνε αυτά την πίστη. Την συντηρούν και την δυναμώνουν, αλλά δεν την γεννούν. «Πιστεῦσαι γάρ δεῖ τόν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἐστίν καί τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτόν μισθαποδότης γίνεται» (Εβρ. 11, 6).
«Μυστήριο ονομάζεται γιατί δεν ταυτίζεται το βλεπόμενο με το νοούμενο, αλλά άλλα βλέπουμε και άλλα πιστεύουμε. Τέτοια είναι των μυστηρίων μας η πίστη (διδασκαλία). Ακούω εγώ, ότι εσταυρώθη ο Χριστός και θαυμάζω την φιλανθρωπία Του. Ακούει το ίδιο και αυτός που δεν Τον εμπιστεύεται και το θεωρεί αδυναμία. Ακούω ότι έγινε δούλος και θαυμάζω την φροντίδα Του για μας. Το ακούει και εκείνος και το θεωρεί ατιμία. Ακούω ότι πέθανε και εκπλήττομαι, γιατί δεν τον εκράτησε ο θάνατος αλλά κατέλυσε τον θάνατο, το ακούει και εκείνος και υποπτεύεται αδυναμία. Αλλοιώτικα λοιπόν εγώ και αλλοιώτικα ο άπιστος σκεπτόμαστε για όλα αυτά. Ακούει λουτρό βαπτίσματος ο άπιστος και το θεωρεί απλό νερό, εγώ όμως δεν βλέπω μόνο το νερό αλλά και την κάθαρση της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα. Αυτός νομίζει ότι μου λούσανε μόνο το σώμα, εγώ όμως πιστεύω ότι έγινε καθαρή και αγία και η ψυχή μου. Δεν κρίνω μόνον κατ’ όψιν τα φαινόμενα, αλλά με τα μάτια της διανοίας.» (Χρυσόστομος, εις την Α΄ προς Κορινθίους ομιλ. ζ΄)
Αυτή η αυτοπαράδοση και η εμπιστοσύνη, που ακούγεται απλά ως συνθήκη σχέσεως δεν είναι καθόλου απλή ενέργεια και στάση. Λέμε εύκολα… Εμπιστέψου με… Εμπιστέψου τις δυνάμεις σου… «τον Κύριο να εμπιστεύεσαι μ’ όλη με όλη σου την καρδιά…» (Παρ. 3, 5). Πόσο όμως εύκολο είναι κάτι τέτοιο στην πράξη; Εμπιστεύομαι σημαίνει παραδίδω τον έλεγχο και εξαρτώμαι από Άλλον, επαφιέμενος για οποιοδήποτε (αβέβαιο;) αποτέλεσμα…
Αυτή η παραίτηση από τον έλεγχο, είναι το μεγαλύτερο θέμα και η δυσκολότερη άθληση εμπιστοσύνης. Βέβαια η καθημερινότητα και οι ανθρώπινες σχέσεις «απαιτούν» εμπιστοσύνη. Οι γονείς εμπιστεύονται τους δασκάλους. Οι επαγγελματίες έχουν «εμπορική πίστη». Οι άρρωστοι εμπιστεύονται τους γιατρούς. Όλοι χτίζουν, τις όποιες σχέσεις, στη βάση της μικρής ή της μεγάλης εμπιστοσύνης.
Για τον Θεό, τον δρόμο της εμπιστοσύνης-πίστεως τον ανοίγει και τον δείχνει ο ίδιος ο Χριστός με την ποιότητα της σχέσης Του με τον Πατέρα Του. Με τον θάνατό Του δείχνει την απόλυτη εμπιστοσύνη Του στον Θεό-Πατέρα, πράγμα που δεν σημαίνει πάντως απουσία ερωτήσεων, αμφιβολιών ή φόβου! Στην Γεθσημανή, Τού λέει «Παρελθέτω…» και στον Γολγοθά διαμαρτύρεται «…γιατί με εγκατέλειψες;». «Διαμαρτύρεται» και «εγκαταλείπεται«-εμπιστεύεται, συγχρόνως! Μας καλεί να περπατήσουμε στα ίχνη του! Να μάθουμε να εμπιστευόμαστε όπως Αυτός, που προπορεύθηκε από εμάς και μας έδειξε που οδηγεί αυτός ο τρόπος και ο δρόμος.
Την Ευχαριστία την τελεί το Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού και την προσφέρει προς τον Πατέρα, εἰς ἀνάμνησίν τοῦ Χριστοῦ καί εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν αἰώνιον. Το Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού είναι οι εις Αυτόν πιστεύοντες. Δηλαδή (όπως είπαμε παραπάνω) όσοι εμπιστεύονται Κύριο της ζωής τους και Σωτήρα της ύπαρξής τους τον Χριστό. Η Εκκλησία δεν τελεί μαγικές τελετές για να τις αντιπαρατάξει στα προβλήματα και τις δυσκολίες του κόσμου. Αναφέρει τον κόσμο στον Χριστό προκειμένου να μεταβληθεί (ο κόσμος) σε Σώμα Χριστού!
Η ζωή και η επιβίωση για την Εκκλησία δεν ταυτίζονται. Ζωή για την Εκκλησία είναι ο Χριστός. Γι᾿ αυτό και πολλά από τα μέλη-τέκνα της (της Εκκλησίας) μπροστά στο δίλημμα της άρνησης του Χριστού προτίμησαν (και προτιμούν) τον θάνατο. Μέσω των Μυστηρίων που είναι αγωγός της Χάριτος και φυσικά της Ευχαριστίας «ἐνεργεῖται ἐν ἡμῖν» η Ζωή, που είναι ο Χριστός. Και όπως ορθώς παρατηρεί ο καθηγητής Χρ. Ανδρούτσος στην Δογματική του: «… ὅταν ἀποδίδωμεν εἰς τόν Κύριον τήν σύστασιν τῶν μυστηρίων, δέν πρέπει νά νοῶμεν, ὅτι ἡ σύστασις αὕτη κατέρχεται μέχρι τοῦ καθορισμοῦ καί αὐτῶν τῶν λεπτομερειῶν τοῦ τυπικοῦ ἤ τῆς τάξεως τῶν μυστηριακῶν τελετῶν…» (σελ. 296).
Τα Μυστήρια της Εκκλησίας πολύ περισσότερο δεν είναι υπόθεση των δημοσιογραφικών παρουσιάσεων. Το Μυστήριο της Ευχαριστίας αφορά μόνον τους πιστούς όχι τους… παρατηρητές, ούτε τους… εξ έθους κοινωνούντας. Από την άλλη η Εκκλησία του Χριστού δεν ταυτίζει τα Μυστήρια με τον Θεό, απλώς τα έχει τρόπο «προσπέλασης» σ’ Αυτόν.
Το σύνθετο και η εξ αυτού σύγχυση των ημερών, γεννιέται από το γεγονός ότι τα μέλη του Σώματος της Εκκλησίας απαρτίζουν οι εξ έθους τοπικού βαπτισμένοι χριστιανοί και όχι αποκλειστικώς οι εις Χριστό πιστεύοντες! Οι σημερινοί χριστιανοί όντας και ακατήχητοι (υποτίθεται με τον νηπιοβαπτισμό το θέμα έχει ανατεθεί στους γονείς… που σήμερα έχει τόσο «ξεχειλώσει» ώστε βαπτίζουμε νήπια χωρίς να είναι κατ’ ουσίαν χριστιανοί οι γονείς… απλώς να συμφωνούν… χάος!) συγχρόνως έχουν την αίσθηση-απαίτηση γνώμης και παρέμβασης στα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ αγνοούν στοιχειωδώς την πίστη. Τώρα θέλουν να συζητούν για την Ευχαριστία στην οποία δεν μετέχουν!! Η Εκκλησία λοιπόν βρίσκεται ανάμεσα, στο δημόσιο χώρο που υποτίθεται καταλαμβάνεται από (τυπικά) χριστιανούς, και στα μέλη της για τα οποία έχει ευθύνη. Είναι «βραχυκυκλωμένη» στο να προσδιορίσει ως τι και πώς να αξιολογεί την κοινωνική πλειονότητα που είναι βαπτισμένη χωρίς να είναι στην πράξη χριστιανική. Αυτοί όλοι είναι «οι έξω» (στους οποίους «οὐκ ἔξεστιν τά μυστήρια τραγωδεῖν») ή είναι οι ημέτεροι; Θα ρωτάμε σαν τον Ιησού του Ναυή: «Τῶν ἡμετέρων εἶ ἤ τῶν ὑπεναντίων;».
Πάντως «ἀνάγκη πᾶσα» και στους έξω να μπορεί να δίδει λόγο «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» η διοίκηση της Εκκλησίας και να συνειδητοποιεί την πιεστική πραγματικότητα… επαναευαγγελισμού του τυπικώς ποιμνίο της, που δυστυχώς ποτέ δεν κατηχήθηκε ούτε έζησε εντός των σπλάγχνων της. Εκτός και αν φαντάζεται την Μ. Εβδομάδα και το δεκάλεπτο την νύχτα της Αναστάσεως, ως υπαρξιακή σχέση…!!
Ο Άρτος και ο Οίνος της Ευχαριστίας ΕΙΝΑΙ το Σώμα και το Αίμα του Χριστού όχι γιατί κάτι τέτοιο είναι… το πιο αυτονόητο στον κόσμο(!), αλλά γιατί αυτό μας παρέδωσε ο Χριστός, που είναι ο Θεός της ζωής των Χριστιανών. Από τον λόγο του Χριστού υποστασιάζονται τα Μυστήρια και συγχρόνως βέβαια δεν εξαντλούν τον… Χριστό, μόνον στην παρουσία τους! Δεν έχουν μόνα τους αξία. Δεν τα αντιπαραθέτουμε στον μολυσμένο κόσμο. Η Εκκλησία προσλαμβάνει τον μολυσμένο ηθικοπνευματικά κόσμο για να τον κάνει Βασιλεία του Θεού. Δηλαδή κοινωνία αγάπης και θυσίας. Το θαύμα δεν είναι πιστόλι στον κρόταφο των αμφισβητούντων. Ούτε εγωιστική επιβεβαίωση των απόψεων των Χριστιανών.
Κρεμασμένος ο Χριστός στο Σταυρό δεν υπέκυψε ούτε στην εμπαικτική πρόκληση της ειρωνικής προτροπής: «Αν είσαι Υιός του Θεού κατέβα από το Σταυρό» πράγμα που εάν έκανε θα είχε μπροστά Του πλέον, τρομαγμένα κουτάβια «φρικαρισμένα» από ένα θαύμα που θα λειτουργούσε ως φυλακή του μυαλού και των αισθημάτων, που θα Τον φοβόντουσαν μα δεν θα Τον αγαπούσαν. Κάτι τέτοιο ο Χριστός το σιχαίνεται. Από την άλλη για τους δικούς Του, κάτι τέτοιο θα ήταν νοσηρή επιβεβαίωση ισχύος, κατά την λογική των Εβραίων: «Εὐφρανθήσεται δίκαιος ὅταν ἴδη ἐκδίκησιν, τάς χείρας αὐτοῦ νίψεται ἐν τῷ αἵματι τῶν ἁμαρτωλῶν» (Ψαλ. 57, 11) και ούτε αυτοί (οι δικοί Του) θα συνειδητοποιούσαν το τι έκανε Σταυρούμενος. Η υποκάρδια απολαυστική γοητεία της ισχύος είναι πειρασμός δαιμονικός από τους χειρότερους. Ή δέχεσαι την Σταύρωση καθώς και το να σταυρωθείς, χωρίς την «ενεργοποίηση» των δέκα λεγεώνων αγγέλων… ή πιστεύεις και εμπιστεύεσαι όχι τον Χριστό… αλλά τις δέκα λεγεώνες!! Το πανάρχαιο και μόνιμο δίλημμα και ο πειρασμός, του κύρους και της ισχύος, έρχεται ξανά και ξανά στη ζωή των ανθρώπων…
Η σχέση με τον Χριστό δεν είναι απόψεις ούτε αποδείξεις. Είναι περιπέτεια πορείας «ἐπὶ τῶν κυμάτων». Όποιος θέλει μπορεί να «αναπαύεται» στην ακινησία του «κρεβατιού» του· δεν μπορεί όμως να θέλει να ρυθμίσει την περιπέτεια αυτών που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Χριστό «βασανιζόμενοι ὑπὸ τῶν κυμάτων».
Είναι απαραίτητο να κάνουμε μια ουσιαστική διευκρίνηση. Τα Μυστήρια, και τα θαύματα, είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Μυστήριο είναι αυτό που μας δόθηκε ως τρόπος σχέσεως και μετοχής. Είναι η ελεύθερη συμμετοχή σε μια σχέση. Στο Μυστήριο, ούτε τι γίνεται, ούτε τι δεν γίνεται γνωρίζουμε. Είναι μυστήριο, δηλαδή τα «μάτια μας» είναι κλειστά στο πώς. Μύω σημαίνει κλείνω τα μάτια. Τα Μυστήρια δεν εκφράζονται με σύμβολα, αλλά με αισθητά σημεία. Ο Άρτος και ο Οίνος της Ευχαριστίας, το έλαιο του Ευχελαίου, τα χέρια του Επισκόπου και των συμπρεσβυτέρων του στο κεφάλι των χειροτονουμένων, η ευχή της συγχωρήσεως, τα νερά του Βαπτίσματος, το άγιο Μύρο, ΟΛΑ, είναι αισθητά σημεία-γέφυρες για την σχέση μας με τον Χριστό και την Εκκλησία. Απαραίτητα και αναγκαία προς ενσωμάτωση κάθε ανθρώπου στο πνευματικό Σώμα του Χριστού. Το σίγουρο πάντως είναι πως «οὐ χρεῖ τά μυστήρια ἀμυήτοις τραγωδεῖν…» Αγ. Αθανασίου, Απολογητικός δεύτερος.
Τα Μυστήρια υπάρχουν από τα λόγια του Χριστού, και είναι σωτήριες και σωστικές γέφυρες προκειμένου να διαβώμεν «εκεί». Όπου «εκεί» δεν εννοούμε τα μετά θάνατον, αλλά τον τρόπο σκέψεως, κρίσεως και ζωής των Χριστιανών. Την Ευαγγελική ζωή δηλαδή.
Θαύμα είναι η έκπληξη, η γοητεία του απρόοπτου, του απίθανου και του αφύσικου. Θαύμα είναι η διακοπή της διατεταγμένης φυσικής πορείας σε όποιο επίπεδο (Άνθρωπος-φύση-ζώα). Τα Μυστήρια δεν χωρούν εξήγηση, το θαύμα επαφίεται στην εξήγηση της αποδοχής του δωρεοδόχου. Δεν υπάρχει πάντως αντικειμενικότητα στην εξήγηση και στο γιατί έγινε. Ξεχνάμε πολλές φορές, κάνοντας αφελείς ευλαβικές ερμηνείες, τον λόγο του Χριστού που μετά από κάποια θαύματα επαναλάμβανε «περίεργα»: «Να μη το μάθει κανένας». «Μη το πείτε πουθενά». Νομίζουμε ότι το κάνει από… ταπείνωση!! Αντίθετα ο Χριστός φοβάται να μην εξαντληθεί το θέμα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ως μια αντικειμενική δύναμη εξουσιαστικότητας. Θέλει να πει ότι είναι Αγάπη και όχι δύναμη και εξουσιαστικότητα. Ότι το θαύμα είναι Χάρη στην ποιότητα υποδοχής του αιτούντος. Δώρημα της πίστεως. Δεν επιθυμεί να είναι παντοδύναμος στην λογική απρόσωπης θεϊκής δυνατότητας, αλλά Αυτός που αγαπά με μόνη απαίτηση να ‘χεις δοχείο για να δεχθείς το δώρο. Το να πάει χαμένο το δώρο, αν δεν έχεις «δοχείο», είναι ζημιά για σένα!
Η πίστη είναι σχέση αγάπης και η μετοχή στην Ευχαριστία πορεία αυτής της αγάπης και όχι συμβόλαιο ασφαλιστικής εταιρείας έστω και… ουράνιας! Η Ευχαριστία είναι έκφραση της υπάρχουσας Κοινωνίας των «εἰς Χριστὸν πιστευόντων»· δεν είναι «μαγικός ζωμός για να νικήσουμε τους Ρωμαίους».
Ο Αλμπέρ Καμύ στο μυθιστόρημα του «Η Πανούκλα», που ουσιαστικά είναι μια «θεολογική πραγματεία» για τον πόνο, βάζει τον πατέρα Πανελού στο τελευταίο του κήρυγμα να «ξεμπερδεύει» εντυπωσιακά τα θέματα της μοιρολατρείας, της φροντίδας και της προσπάθειας να μείνουμε κουφοί στη φωνή του Θεού, και στο τέλος να διακηρύσσει με πάθος, πως πρέπει να είμαστε μ’ εκείνους «που μένουν» στην αγάπη…
«Ούτε έπρεπε να γίνουν ένα, με εκείνους τους πανουκλιασμένους Πέρσες, που πετούσαν τα κουρέλια τους πάνω στις υγειονομικές ομάδες των χριστιανών και παρακαλούσαν υψηλόφωνα τον ουρανό να στείλει την πανούκλα σ’ αυτούς τους άπιστους, που ήθελαν να καταπολεμήσουν το θεόσταλτο κακό.
Μα, από την άλλη, ούτε κι έπρεπε να μιμηθούν τους μοναχούς του Καΐρου που, στη διάρκεια των επιδημιών του περασμένου αιώνα, έδιναν την Θεία Μετάληψη πιάνοντας την όστια με τσιμπίδες, για να αποφύγουν την επαφή με υγρά και ζεστά στόματα όπου υπήρχε κίνδυνος να ελλοχεύει η μόλυνση.
Τόσο οι πανουκλιασμένοι Πέρσες όσο και οι μοναχοί αμάρταιναν. Επειδή, για τους μεν πρώτους, το μαρτύριο ενός παιδιού δεν πονούσε καθόλου, ενώ για τους άλλους, ο εντελώς ανθρώπινος φόβος απέναντι στον πόνο, είχε κατακλύσει τα πάντα. Και στις δύο περιπτώσεις απέφευγαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Όλοι παρέμεναν κουφοί στη φωνή του Θεού.
Μα υπήρχαν και άλλα παραδείγματα που ήθελε να υπενθυμίσει ο Πανελού. Αν πιστέψουμε τον χρονικογράφο της μεγάλης πανούκλας της Μασσαλίας, από τους ογδόντα ένα μοναχούς της μονής του Μερσύ, μόνο τέσσερις επέζησαν από τον πυρετό. Και από τους τέσσερις, οι τρείς το ‘σκασαν. Έτσι μιλούσαν οι χρονογράφοι και η δουλεία τους δεν τους άφηνε περιθώρια για σχόλια. Διαβάζοντας όμως τούτο το χρονικό, όλη η σκέψη του πάτερ Πανελού πήγαινε σ’ εκείνον που είχε μείνει μόνος, παρά τα εβδομήντα πέντε πτώματα και, ιδιαίτερα, παρά το παράδειγμα των τριών αδελφών του. Και ο Πανελού, χτυπώντας τη γροθιά του στον άμβωνα, φώναξε: «Αδελφοί μου, πρέπει να είμαστε εκείνος που μένει»!»
Στην Εκκλησία μπαίνεις με το Βάπτισμα, δηλαδή αποφασίζοντας ως τρόπο ζωής σου τις εντολές του Χριστού και ζεις με την Ευχαριστία, που μεταβάλλει-μπολιάζει και την δική σου ύπαρξη σε δούλο και μιμητή του Χριστού. Σιγά-σιγά Τον γνωρίζεις και Τον αποδέχεσαι. Δεν πιστέψαμε επειδή τα καταλάβαμε όλα. Είμαστε ιδιότυπα, ψυχικά ασθενείς, στους οποίους η βοήθεια Του έρχεται σταδιακά, στο μέτρο της αποδοχής εκ μέρους μας του προσώπου Του. Δεν είναι… Κίρκη ο Χριστός! Δεν μας αλλάζει στανικά επειδή το θέλει, αλλά εφόσον και στο μέτρο, που το θέλουμε και εμείς! Η ελευθερία είναι όρος απαράβατος και αδιαμφισβήτητος, αμφοτερόπλευρα σ’ αυτή την σχέση!
Στον σάλαγο των ημερών που περνάμε ξύπνησαν αγωνίες και φοβίες καταδιώξεως. Αναρτήθηκαν συνομοσιολογίες και ερμηνείες νοσηρές αν μη και εντελώς παρανοϊκές (πού βρίσκεται ο Χριστός στην Ευχαριστία και τι κάνει…! Ίλεως Κύριε). Γράφτηκαν… απολογητικές μονογραφίες για την Θεία Ευχαριστία και ξεχάστηκε ο Χριστός (Μή δῶτε τα άγια…). Ξεχάστηκε και η παλαιά στάση και κατηγορία της κοινωνίας για τους χριστιανούς ότι τελούν… θυέστεια δείπνα!! Όπως και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει στο παραπάνω παράθεμα ο πιστός και ο άπιστος βλέποντας τα ίδα εξωτερικά «συμβεβηκότα» εισπράττουν ΟΛΩΣ ΑΛΛΑ μηνύματα και νοήματα. Θα μπορούσε και δω να ειπωθεί mutatis mutadis: «Τίς μερίς πιστοῦ μετά ἀπίστου;».
Από την μία αυτά όλα και από την άλλη… οι άλλοι, τους οποίους κληθήκαμε να αγαπάμε ακόμα και αν είναι εχθροί μας! Να αγαπάμε ανεξαρτήτως του αν μας αγαπάνε! Μέσα σε αυτά τα δεδομένα οι χριστιανοί αγαπούν και θυσιάζονται. Και μέσα στην παράδοση που έχουν (Βούλομαι αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα γενέσθαι ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐν τῇ πίστῃ) πρέπει να δέχονται να προσαρμόσουν το πρόγραμμα της λατρευτικής ζωής στα δεδομένα των συνθηκών που (κυριολεκτικώς) μας συνέχουν.
Θεολογικές επιπολαιότητες, ακρότητες που παριστάνουν την γνησιότητα, και ζηλωτισμοί ανασφάλειας από την μία εκ μέρους των χριστιανών, και από την άλλη ασχετοσύνη (στην καλύτερη περίπτωση) και αθεϊστική θρασύτητα εκ μέρους κάποιων συμπολιτών μας βαπτισμένων και κατά το γράμμα… χριστιανών, κάνουν αδύνατη την συνεννόηση και δημιουργούν ατμόσφαιρα έντασης και καχυποψίας.
Οι χριστιανοί δεν μπορούμε να ζητάμε θυσίες από άλλους. Εμείς πρέπει να κάνουμε θυσίες. Ο κόσμος αλλάζει όχι με διδακτισμό, αλλά με τον Σταυρό, που εμείς όμως αναλαμβάνουμε να κουβαλήσουμε! Η φωνή του Θεού δεν έχει… ήχο! Όταν ο Χριστός λέει: «Αυτός που έχει τα αυτιά για να ακούει, ας ακούσει» εννοεί προφανώς την χριστιανική κρίση και σύνεση, που γεννιέται από το παράδειγμα του τρόπου αντιμετώπισης των διλημμάτων, εκ μέρους των χριστιανών.
Αν κάποιοι λοιπόν διστάζουν να κοινωνήσουν (η διαδικασία και ο τρόπος μεταδόσεως της Θ. Κοινωνίας έχει συνθήκες, που μπορούν να μεταφέρουν τον ιό) ας τους κατανοήσουμε. Αν είναι ανάγκη, ας τροποποιήσουμε ακόμα και τον τρόπο μετάδοσης της Ευχαριστίας. Κάτι τέτοιο είναι τεχνικό θέμα και τροποποιείται χωρίς θεολογικά παρεπόμενα.
Δεν γίνεται να ονομάζουμε το κουταλάκι… λαβίδα (τσιμπίδα) και να φοβόμαστε τα τεχνικά και τις αλλαγές!! Τα «κάρβουνα» του θυσιαστηρίου του οράματος του Προφήτη Ησαΐα έχουν αξία καθ’ εαυτά και έχει σημασία η εκ μέρους του… «προφήτου» αποδοχή της γεύσεώς τους για τον καθαρμό του (και τώρα τον δικό μας!) και όχι βέβαια το μέσον μεταφοράς στα χείλη του!!! Αν τα τεχνικά ήταν μέρος της ουσίας του πράγματος, θα είχαν καθιερωθεί, και δεν θα υπήρχε… κουταλάκι! Ας μη στενεύουμε σχολαστικίζοντες την θεολογία, με την μόνιμη επωδό παραδοσιοπαραπομπής. Η Εκκλησία δεν έχει μόνον παρελθόν έχει και παρόν και μέλλον. Η διακονία του κλήρου είναι η εύρεση λύσεων και η οικονομία της σωτηρίας των αδελφών, όχι η μονότροπη επωδός της παραπομπής της τωρινής ζωής σε λύσεις που ίσχυαν άλλοτε.
Ας οικονομήσουμε την περίπτωση, με συγκατάβαση στην ενεστώσα ανάγκη. Και η σωτηρία μας, Οικονομία είναι από τον Χριστό. Ας αφουγκραστούμε επιπλέον και τους χριστιανούς μας, όσους μπορούν να έχουν γνώμη (τις δύο Θεολογικές Σχολές παραδείγματος χάριν!!), για το πώς βλέπουν το θέμα και τι νομίζουν. Άλλωστε… η υπόθεση αφορά στο μέγιστο αριθμητικό ποσοστό τους αδελφούς μας λαϊκούς. Και δεν γίνεται να θεολογούμε διδάσκοντες για μέλη της Εκκλησίας, που είναι οι πιστοί χριστιανοί, και συγχρόνως να τους θέλουμε… βουβά πρόσωπα… συμβάλλοντα απλώς και μόνον στους περιερχόμενους δίσκους και βοηθούντα στα διάφορα έργα…
Δοξασμένος νάναι ο Χριστός, έχει πλέον βάλει τα άγια δάκτυλά Του στα αυτιά όλων μας και το πτύσμα Του στην γλώσσα μας και μας έχει πει: Εφφαθά/Διανοίχθητι! Πράγμα που δεν πρέπει να φοβούνται οι, εις το όνομά Του, πνευματικοί μας πατέρες. Μετά από αυτό, όπως γράφει το Ευαγγέλιο (Μαρκ. 7, 35), και ο κωφός και μογιλάλος «έλάλει ὀρθῶς».
Ας δούμε την συγκατάβαση του σχολίου του αγίου Νικοδήμου στον ΚΗ΄ Κανόνα της Αγίας Έκτης Συνόδου, που συγχωρεί την μετάληψη μόνον αγίου Σώματος (και μάλιστα μέσω λαϊκών) από τους ασθενείς από πανώλη, οι οποίοι φυσικά δεν παρευρίσκοντο στη Θεία Ευχαριστία (Ὑπέρ τῶν ἐν ἀσθενείαις κατακειμένων…) και λαμβάνει μέριμνα να μη μολυνθεί ο ιερέας από τα σκεύη.
Επιτέλους ας ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να είναι μόνον ένα Σώμα ακέραιο, αλλά πρωτίστως Ζωντανό! Στην φορμόλη τα σώματα είναι ακέραια αλλά δεν είναι ζωντανά. Ο άκαμπτος φορμαλισμός μιας λανθασμένης αντίληψης για την παράδοση είναι πειρασμός προδοσίας και σκορπισμού από την οδύνη του Γολγοθά των ημερών.
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
ΠΗΓΗ: 24 Ιουνίου 2020, https://www.enoriako.info/index.php/omilies/omilies/1129-theologia-kai-paradosi
* Ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος είναι Κληρικός της Μητροπόλεως Πρεβέζης, από το 1980 (γεννήθηκε στην Β. Εύβοια το έτος 1958). Μοναχός της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλία Πρεβέζης και από τον Μάιο του 1986 είναι Πρωτοσύγκελλος της ίδιας Μητροπόλεως. ΠΗΓΗ Βιογραφικού: http://www.biblionet.gr/author/86083/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82.