Ο Οδυσσέας κατά το ταξίδι της επιστροφής και έχοντας επίγνωση της παραπάνω αλήθειας πραγματοποιεί το ανείπωτο. Λέει όχι στην πρόταση της Καλυψώς να τον μετατρέψει σε αθάνατο γιατί δεν βρίσκει κανένα νόημα στην αταραξία, η ζωή του αθάνατου είναι χειρότερη από τον θάνατο. Ο Οδυσσέας επιλέγει να παραμείνει θνητός και προτιμάει αυτό να γίνει στον τόπο του, κοντά στα αγαπημένα του πρόσωπα, επιλέγει την ζωή από την αθανασία, παρότι αυτή είναι φρικτή και υπέροχη, κακοφωνία και συμφωνία, εν τέλει τραγική. Πώς όμως να αναζητηθεί “νόημα σε φόντο μη νοήματος”, όπως σημείωσε ο Καστοριάδης, όταν η ύπαρξη μετά τον αφανισμό της από τον θάνατο θα επιστρέψει στο κενό;
Η περατότητα της ύπαρξης και η πίστη ότι επέκεινα του θανάτου υπάρχουν αμίλητες σκιές μπορεί να κάνει την ζωή μάταιη, χωρίς νόημα, αλλά μια μάταιη ζωή, ο επίγειος βίος, είναι προτιμότερη. Και αυτή όμως γίνεται αβάστακτη αν είναι ανεξέταστη (χωρίς νόημα), όπως είπε ο Σωκράτης. Για να μην είναι ανεξέταστη η ζωή, είπε ο Ντοστογιέφσκι, “ασχολούμαι με το μυστήριο της ζωής γιατί θέλω να είμαι άνθρωπος”, παρότι όταν ρίχνουμε φώς στο μυστήριο αυτό αποκαλύπτεται, αλλά ταυτόχρονα όταν φωτίζεται σκοτεινιάζει. Ο Σίσυφος σωστά τιμωρήθηκε από τους θεούς, γιατί διέπραξε ύβρη, υπέρβαση των ορίων, φυλάκισε σύμφωνα με τον μύθο τον θάνατο, που είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη φύση. Η τιμωρία του δε για αυτή του την πράξη ήταν να κουβαλάει για όλη του την ζωή ένα βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, αλλά πριν φτάσει σε αυτήν αυτός κατρακυλούσε προς τα πίσω. Αν ο θάνατος δεν μπορεί να νικηθεί ποιό είναι το νόημα να είμαστε αιώνια αχθοφόροι ενός βράχου;
Ο Α. Καμύ βρήκε το νόημα στο ότι πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο, γιατί η ανταμοιβή του είναι η προσπάθεια να ανεβάσει τον βράχο, άσχετα από την αιώνια επανάληψη της πράξης του. Υπάρχει νόημα σε αυτήν την αέναα επαναλαμβανόμενη ερωτική σχέση μεταξύ βράχου και ανθρώπου; Αρκεί μόνο η ανταμοιβή της προσπάθειας να είναι η πραγμάτωση της;
Ποιά είναι τα στοιχεία μιας ζωής με νόημα, που δεν θα είναι ανεξέταστη, που μας κάνει ανθρώπους, κατά Σταματόπουλο, ποιο είναι το νόημα σε φόντο μη νοήματος του σύγχρονου Σίσυφου; Η απάντηση του Γιώργου είναι τρισυπόστατη. Τα βουνά (η φύση), η γραφή και ο χορός.
1. Για τα ομιλούντα αμίλητα βουνά συμφωνώ. Και τα βουνά όμως ως μέρος του κόσμου είναι τραγικά, αγαπησιάρικα και επιθετικά. Έτσι ξεκινάει το βιβλίο. “Όποιος έχει οικειότητα με τα βουνά… κάτι ξέρει για το καθαρό φώς και το βαθύ σκοτάδι τους… Εδώ κάπως συνομιλείς με την φύση, άλλοτε αυτή σε δέρνει αμείλικτα και ενίοτε σου γλυκομιλάει”.
2. Έχει η γραφή ένα σωτηριολογικό περιεχόμενο ή έχει και αδιαφάνειες, κρυμμένα δαιμόνια; Η απάντηση του Γιώργου εμπεριέχει και πάλι τον τραγικό λόγο, είναι και τα δύο. Η γραφή είναι “παιγνίδι, είναι χορός, είναι απουσία και φυλακή, συμπλέει με την εξουσία, ξεγελάει και ξεγελιέται, η γραφή γράφει τις αισθήσεις, είναι φθονερή και τρυφερή”. Έχω όμως μια παρατήρηση. Η γλώσσα, ο λόγος, διαδραμάτισαν καθοριστική σημασία για την εξέλιξη του ζώου πού ονομάζεται χόμο σάπιενς και όχι η γραφή. Η γλώσσα δίνει την δυνατότητα να συνδέουμε ένα σχετικά μικρό αριθμό ήχων και συμβόλων, για να δημιουργήσουμε ένα άπειρο αριθμό προτάσεων με νόημα για το εξωτερικό περιβάλλον και για τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και για φανταστικά πράγματα που δεν έχουμε δει ή αγγίξει.
3. Ο χορός, το σώμα και τα συναισθήματα, είναι σε σχέση με τα βουνά και την γραφή, ο χώρος που ο Σταματόπουλος αναζητάει τα στοιχεία μιας ζωής με νόημα. “Η συνείδηση είναι ίσως φενάκη. Εμείς όμως χορεύουμε, τι μας νοιάζει τί είναι η συνείδηση; …Είναι το σώμα που μας καθορίζει και όχι το μυαλουδάκι μας… Ο χορός καταργεί τους εμφύλιους και την εξουσία…δεν είναι παιγνίδι, είναι πολιτική πράξη, αντίσταση στη λύπη και την ομοιοστασία, σε ό,τι δηλαδή γεννούν οι εξουσίες”.
Μπορεί όμως ο χορός να εγκατασταθεί μόνιμα μέσα μας και να εκδιώξει τον εμφύλιο (ιδιοτέλεια ,αρπακτικότητα, ατομικισμό); Ο συγγραφέας δεν ξεχνάει την τραγική διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης “Ο εμφύλιος συνεχίζεται ακόμα και από τους λίγους που τον απεχθάνονται και τον έχουν εξορίσει, χορός και εμφύλιος συνυπάρχουν”. Στο σημείο αυτό έχω μια δεύτερη παρατήρηση. Το σώμα, ο χορός και τα συναισθήματα δεν είναι ο χώρος που βρίσκεται το άγιο δισκοπότηρο που θα εγκαθιδρύσει σχέσεις ομόνοιας και αγάπης.
Το ανθρώπινο όν είναι λογικό και παράλογο, ικανό για το μέτρο και την έλλειψη μέτρου, είναι πλάσμα της βίας και της τρυφερότητας. Όταν τα συναισθήματα και ο χορός γίνονται παραλήρημα οδηγούν στο έγκλημα, ο έρωτας μπορεί να είναι διαυγής αλλά και τυφλός, τα πάθη μπορεί να επιφέρουν πλάνη αλλά και φώτιση, η ορθολογικότητα μπορεί να οργανώσει στρατόπεδα συγκέντρωσης και γκουλάγκ. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τον εργαλειακό ορθολογισμό ούτε το παραληρηματικό συναίσθημα, μπορούμε όμως να εξαλείψουμε τις φρικτές τους πλευρές.
* Ο Χάρης Ναξάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, charisnax@yahoo.gr.