Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό αναλυτή Γιάννη Βαρδαλαχάκη, τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα, ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.
Παράλληλα, το μέλος του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Πειραιά, Γιώργος Καββαδίας, σημειώνει ότι «τίθεται και ένα μείζον θέμα εγκυρότητας των στατιστικών μελετών του ΟΟΣΑ, που ουσιαστικά, για να βρουν την αναλογία εκπαιδευτικών – μαθητών, απλά κάνουν μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της κάθε χώρας. Ειδικά για τη χώρα μας, δεν λαμβάνουν υπόψη ότι υπάρχουν πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά, όπου οι εκπαιδευτικοί είναι πολλές φορές ακόμα και περισσότεροι από τους μαθητές».
Ας τα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν:
Η ανάγνωση του πίνακα φανερώνει ότι οι Ελληνες εκπαιδευτικοί περνούν στην αίθουσα 20,5 διδακτικές ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα, μισή ώρα παραπάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα συγκρίσιμα δεδομένα. Η σύγκριση του μισθού με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας επιβεβαιώνει επίσης ότι οι Ελληνες καθηγητές κατατάσσονται χαμηλότερα στην εγχώρια εισοδηματική κλίμακα σε σχέση με την Ευρωζώνη, όπου ο εκπαιδευτικός είναι ένας συγκριτικά καλύτερα αμειβόμενος μισθωτός.
Κοντολογίς, οι Ελληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι –και όλα αυτά με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.
Οι εργάσιμες εβδομάδες είναι 39 στη χώρα μας, έναντι 38 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το περίφημο δίμηνο των καλοκαιρινών διακοπών συναντάται, εκτός από την Ελλάδα, στην Αυστρία (2,5 μήνες), το Βέλγιο, την Κύπρο, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Πολωνία, την Ισπανία και τη Β. Ιρλανδία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες οι διακοπές είναι διάσπαρτες κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους.
Οι ετήσιες ημέρες διδασκαλίας ήταν πράγματι λιγότερες (153 έναντι 176), αυτό ωστόσο οφειλόταν αποκλειστικά στη σχεδόν δίμηνη μετατροπή των σχολείων σε εξεταστικά κέντρα κατά τις περιόδους του Μαΐου – Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου (επαναληπτικές εξετάσεις πριν καταργηθούν). Αυτός είναι και ο βασικός παράγοντας που συμβάλλει στο να εμφανίζονται οι Ελληνες εκπαιδευτικοί ότι δίδασκαν λιγότερο του διεθνούς μέσου όρου ετησίως.
Ακόμη και ο ΟΟΣΑ παραδέχεται ότι ο συνολικός χρόνος που περνούν οι εκπαιδευτικοί στο σχολείο στην Ελλάδα είναι σημαντικά μεγαλύτερος του διεθνούς μέσου όρου (1.170 ώρες, έναντι 1.030). Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μετά την αποχώρησή τους από το σχολείο επιφορτίζονται με μεγαλύτερο φόρτο εργασίας σε όρους προετοιμασίας, διόρθωσης γραπτών και εργασιών κ.ά., εξαιτίας της ενασχόλησής τους με άσχετα προς το αντικείμενο της διδασκαλίας καθήκοντα (γραμματειακή υποστήριξη), κατά την παραμονή τους σε αυτό.
Τέλος, ένα ζήτημα για το οποίο σπάνια γίνεται λόγος είναι η μισθολογική απαξίωση, καθώς όποιον μισθολογικό δείκτη και αν επιλέξει κανείς, είναι ξεκάθαρο ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί κατατάσσονται στους χειρότερα αμειβόμενους πανευρωπαϊκώς.
ΠΗΓΗ: 11.02.2020, https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/230821_nees-methodeyseis-gia-ton-sholiko-hrono-kai-orario-ton-ekpaideytikon