Η Παγκόσμια Τράπεζα ιδρύθηκε κυρίως ως οργανισμός δανειοδότησης και οικονομικής βοήθειας σε χώρες που αποζητούσαν τη βοήθεια αυτή –στην πλειοψηφία των περιπτώσεων με ακριβό τίμημα.
«Η αλήθεια είναι ότι η αξιοπιστία της Τράπεζας εκτέθηκε ανεπανόρθωτα όταν επέβαλε δίδακτρα στα σχολεία της Γκάνας με αντάλλαγμα ένα δάνειο· όταν απαίτησε από την Τανζανία να ιδιωτικοποιήσει το σύστημα ύδρευσης· όταν έκανε την ιδιωτικοποίηση των τηλεπικοινωνιών προϋπόθεση για τη βοήθεια για τον τυφώνα Mitch· όταν απαίτησε ευέλικτες εργασιακές σχέσεις στη Σρι Λάνκα μετά το μεγάλο Ασιατικό τσουνάμι· όταν πίεσε για την κατάργηση των επιδοτήσεων για τρόφιμα στο Ιράκ στη μετά την αμερικάνικη εισβολή περίοδο· όταν στο Εκουαδόρ δεν έδωσε ένα δάνειο 100 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε υποσχεθεί, όταν η χώρα τόλμησε να ξοδέψει ένα τμήμα των εσόδων της από το πετρέλαιο στην υγεία και την παιδεία. Κατά τα άλλα, ισχυρίζεται ότι είναι ένας οργανισμός για την καταπολέμηση της φτώχειας».
Η Ναόμι Κλάιν περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο τον χαρακτήρα της Παγκόσμιας Τράπεζας ως οργανισμό – δανειστή σε χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα: η προϋπόθεση είναι πάντα η επιβολή αναδιαρθρώσεων και δομικών προσαρμογών με νεοφιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό πρόσημο.
Πώς η αφήγηση «Εκπαίδευση για όλους» μετατρέπεται σε νεοσυντηρητικό εφιάλτη
Σύμφωνα με την International Commission on Financing Global Education Opportunity (διεθνής επιτροπή για τα οικονομικά της εκπαίδευσης που αποτελείται από πρώην και νυν στελέχη κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και της Παγκόσμιας Τράπεζας) και το Global Education Monitoring Report (UNESCO και Παγκόσμια Τράπεζα), «μέχρι το 2030 ένα δις παιδιά σχολικής ηλικίας θα στερούνται τη βασική δευτεροβάθμια εκπαίδευση παγκόσμια. Ακόμα και μέχρι το 2050 ένα από τα τρία παιδιά στην Αφρική θα μπορούν να ολοκληρώσουν τη βασική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης λιγότερο από το 70% θα ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση».
Το 2015 στο Incheon της Νότιας Κορέας, συμφωνήθηκε από δεκάδες κυβερνήσεις η διακήρυξη «Εκπαίδευση 2030: Πλαίσιο Δράσης για μια χωρίς αποκλεισμούς και ισότιμη εκπαίδευση και δια βίου εκπαίδευση για όλους», υπό την αιγίδα της UNESCO και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με τη «φιλοδοξία» να παρθούν δραστικά μέτρα έτσι ώστε οι παραπάνω αριθμοί να μειωθούν αποφασιστικά.
«…..Εμπνεόμαστε από ένα ανθρωπιστικό όραμα για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη. Η διακήρυξη βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ένταξη όλων, την προστασία, την πολιτιστική, γλωσσολογική και εθνική διαφορετικότητα, την κοινή ευθύνη και λογοδοσία. Η εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό, ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η βάση για μια εξασφαλισμένη υλοποίηση των υπόλοιπων δικαιωμάτων. Αναγνωρίζουμε την εκπαίδευση ως το κλειδί για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και την εξάλειψη της φτώχιας. Θα εξασφαλίσουμε την παροχή 12χρονης δωρεάν, δημόσιας με ισότιμη πρόσβαση σε όλους». (Από τη Διακήρυξη του Incheon).
Εκεί, όμως, που τελειώνουν τα ωραία λόγια, αρχίζει η απαρίθμηση όλων εκείνων των στόχων για την εκπαίδευση, όπως τους έχουμε γνωρίσει μέσα από τη νεοσυντηρητική ατζέντα των τελευταίων χρόνων: μέτρηση, αξιολόγηση, λογοδοσία, εκροές, παροχή ευέλικτων ατομικών διαδρομών μάθησης, χορηγίες, συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, μαθησιακά αποτελέσματα. Βασικός μέντορας αυτών η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ), που αποτελεί τον βασικό φορέα διαμόρφωσης εκπαιδευτικής πολιτικής παγκόσμια από το 1962 και πάντα σε συνδυασμό με τα προγράμματα δανεισμού του ΔΝΤ που έχουν καθοριστική σημασία στις εκπαιδευτικές πολιτικές των χωρών που δανείζονται. Μέχρι τώρα, έχει δανείσει πάνω από 70 δις δολάρια παγκόσμια για περισσότερα από 1500 εκπαιδευτικά project. Αποτελεί τον μεγαλύτερο δανειοδότη εκπαιδευτικών προγραμμάτων που εφαρμόζονται σε περίπου 85 χώρες, κυρίως σε φτωχές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε αυτό που οι αναλυτές ονομάζουν ως «κεϋνσιανή» περίοδο της ΠΤ, τα δάνεια που έδινε είχαν ως προτεραιότητα την ίδρυση σχολών και σχολείων τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και όχι την υποστήριξη «γενικής» εκπαιδευτικής και επιστημονικής δραστηριότητας καθώς θεωρούνταν μη παραγωγικές – σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκει και η Ελλάδα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά δόθηκε έμφαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στην εισαγωγή διδάκτρων και στην επέκταση της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Από το 1990 μέχρι και σήμερα, οι βασικοί πυλώνες της πολιτικής ατζέντας της ΠΤ στην εκπαίδευση είναι η αποκέντρωση της σχολικής διοίκησης, η ελεύθερη επιλογή σχολείου, η μεγαλύτερη ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα, η καθιέρωση του μισθού των εκπαιδευτικών με βάση την απόδοσή τους (performance pay), ο έλεγχος και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων (impact evaluations).
Ειδικά για το τελευταίο στοιχείο, είναι πολύ χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από το φυλλάδιο της ΠΤ για «την Αύξηση της Χρηματοδότησης της Εκπαίδευση με Βάση τα Αποτελέσματα» («The Rise of Results-Based Financing in Education” 2015) που αποτελεί το πιο σημαντικό project της ΠΤ τα τελευταία χρόνια:
«Η επίτευξη της μάθησης για όλα τα παιδιά απαιτεί να απομακρυνθούμε από το να χρηματοδοτούμε τις εισροές που χρειάζεται το εκπαιδευτικό σύστημα στην ενίσχυση εκείνων των συστημάτων που θα φέρουν αποτελέσματα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει την ενίσχυση της διακυβέρνησης, κανόνες χρηματοδότησης και πρακτικές διοίκησης με απώτερο στόχο καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα, ειδικά για τα παιδιά από τις πιο φτωχές οικογένειες – για τους οποίους η πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση παραμένει βαθιά άδικη/άνιση. Υπάρχει αυξημένη απαίτηση από τις χώρες για Χρηματοδότηση με Βάση τα Αποτελέσματα, η οποία είναι ένα υποσχόμενο σύνολο εργαλείων που θα βοηθήσει στην επίτευξη της κριτικής ευθυγράμμισης μέσα στα εκπαιδευτικά συστήματα».
Η ουσία του προγράμματος είναι η επιβράβευση των σχολείων που φέρνουν στο σχολείο τα παιδιά από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές των χωρών τους, ενώ η χρηματοδότηση γίνεται μόνο για αυστηρά προκαθορισμένους «πελατοκεντρικούς» στόχους (“client-driven”) με την προϋπόθεση να υλοποιούνται. Αυτό πραγματοποιείται μέσω εξετάσεων και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, τεστ των μαθητών και εγγραφή των μαθητών αυτών σε ιδιωτικά σχολεία «χαμηλών διδάκτρων». Από το 2010 έως το 2015, το πρόγραμμα RBF χρηματοδοτήθηκε με 2,5 δις δολάρια ενώ το 20% των συνολικών επενδύσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας διατίθεται στην εκπαίδευση.
Η Παγκόσμια Τράπεζα ως το παγκόσμιο think tank για την εκπαίδευση
Η ΠΤ αυτοπαρουσιάζεται ως τον πιο «παραγωγικό» οργανισμό όσον αφορά στην παραγωγή κειμένων και αναλύσεων για την εκπαίδευση. Στο World Bank Education Strategy “Learning for All” 2020 αναφέρεται για παράδειγμα ότι «για τα οικονομικά της εκπαίδευσης έχουμε δημοσιεύσει περισσότερα επιστημονικά άρθρα από τα 14 κορυφαία Πανεπιστήμια – μόνο το Harvard πλησιάζει τον αριθμό αυτό». Φυσικά, η αυτοαναφορικότητα της ΠΤ έχει ως σκοπό να παρουσιάσει τις αναλύσεις της και τα συμπεράσματά της ως τη μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ότι οι πολιτικές της είναι στέρεα θεμελιωμένες σε «επιστημονικά δεδομένα».
Ενδεικτικό στοιχείο του πώς εννοεί η Παγκόσμια Τράπεζα την παρέμβασή της στις εκπαιδευτικές πολιτικές είναι κι η ορολογία που χρησιμοποιεί. Στο παραπάνω ντοκουμέντο, η λέξη δεξιότητα χρησιμοποιείται 196 φορές, σε αντίθεση με τη λέξη γνώση που χρησιμοποιείται 150, η λέξη αξιολόγηση 123, η λέξη ποιότητα 111 φορές, η λέξη βελτίωση 147 φορές, η απόδοση 97 φορές, τα αποτελέσματα 91, η λέξη ιδιωτικός 81 φορές, ενώ η λέξη δημόσιο μόλις 26 φορές. (Bjorn H. Nordtveit, “World Bank Poetry”).
Τα δύο βασικά ντοκουμέντα «γραμμής» της ΠΤ για την εκπαίδευση είναι το Education Sector Strategy 1999 κι η Εκπαιδευτική στρατηγική της ΠΤ 2020 Μάθηση για Όλους, του 2011. Τα ντοκουμέντα αυτά συνοδεύονται από εκατοντάδες βοηθητικά κείμενα, που αφορούν κάθε τομέα της εκπαιδευτικής δραστηριότητας και επιμέρους οργανισμούς που μετρούν, συλλέγουν στοιχεία, προτείνουν και διαμορφώνουν «γραμμή».
Tο Education Sector Strategy 1999, επικέντρωνε κυρίως στους τρόπους με τους οποίους ο ιδιωτικός τομέας θα έπαιζε πιο κεντρικό ρόλο στην εκπαίδευση ως μια «αναδυόμενη αγορά» – οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα εκπορεύονται κυρίως από τη συγκεκριμένη στρατηγική, ενώ στo blog της Παγκόσμιας τράπεζας για τις συμπράξεις αυτές, τα 24 σχολεία ΣΔΙΤ της χώρας μας εμφανίζονται ως «μάθημα επιμονής και καινοτόμας χρηματοδότησης».
Η αφήγηση της ΠΤ για τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα αυτά είναι αφοπλιστικά νεοφιλελεύθερη: «…η εκπαίδευση στις περισσότερες χώρες χρηματοδοτείται κα παρέχεται δημόσια…. όμως δεν υπάρχει κανένας a priori λόγος να παρέχονται, να χρηματοδοτούνται και να διοικούνται όλες οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες δημόσια…. υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ της επιλεκτικής ενθάρρυνσης της διοίκησης ή και της ιδιοκτησίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ΜΚΟ, κοινοτικές ή θρησκευτικές ομάδες και επιχειρηματίες, του να επιτρέπεται στους μαθητές και στους γονείς τους να διαλέγουν ανάμεσα σε διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις εκπαίδευσης και να απαιτείται κάποιο επίπεδο ιδιωτικής χρηματοδότησης κυρίως στα επίπεδα μετά τη βασική εκπαίδευση».
Και στη συνέχεια: «(ο ιδιωτικός τομέας)… θα μπορέσει να παίξει ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη και ώθηση εκείνου του τμήματος της εκπαιδευτικής αγοράς που επεκτείνει τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες για τους μαθητές με χαμηλά εισοδήματα. …όσο περισσότερα πληρώνουν οι ευκατάστατες οικογένειες για την εκπαίδευση (όπως κάνουν, όταν επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση) τόσο περισσότερο οι κυβερνήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν τους πόρους τους για τους φτωχούς».
Με άλλα λόγια η χρηματοδότηση των πλουσίων θα βοηθήσει τους φτωχούς!
World Bank Education Strategy 2020 «Learning for All»: Η διαμόρφωση παγκόσμιου πλαισίου εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η φιλοδοξία της παραπάνω στρατηγικής, σύμφωνα με τους συντάκτες της, είναι η δημιουργία ενός παγκόσμιου πλαισίου για την εκπαιδευτική πολιτική. Την τελευταία δεκαετία η Παγκόσμια Τράπεζα αυτοπαρουσιάζεται ως παραγωγός γνώσης και διαχειριστής της. Καθορίζει τι είναι αυτό που είναι αποτελεσματικό στην εκπαίδευση, τις περισσότερες φορές έχοντας υπαγορεύσει τη «λύση» για το πρόβλημα πριν την ανάλυση του προβλήματος. Η ερευνητική της ατζέντα προσπαθεί να στηρίξει επιστημονικά τις νεοσυντηρητικές της επιλογές: για παράδειγμα «αποδεικνύει» ότι η περικοπή των δημόσιων δαπανών στην εκπαίδευση είναι ωφέλιμη για τα μαθησιακά αποτελέσματα ή ότι οι συμβασιούχοι και πιο κακοπληρωμένοι εκπαιδευτικοί είναι πιο αποτελεσματικοί. Χρησιμοποιεί ακόμα και «μελέτες» σύμφωνα με τις οποίες οι μεγάλες τάξεις (ακόμα και με 60-80 μαθητές) δεν εμποδίζουν τη διαδικασία της ποιοτικής μάθησης!
Ταυτόχρονα, η τυποποίηση του τρόπου με τον οποίο οι διάφοροι οργανισμοί δίνουν βοήθεια υπαγορεύεται από τα standards της Παγκόσμιας Τράπεζας και με εργαλεία ρύθμισης που χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις: βαθμολογίες και κατατάξεις, αξιολογήσεις αποδόσεων, στόχοι, σημεία αναφοράς και εκθέσεις προόδου. (Gita Steiner –Khamsi, For all by all, ….) Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την έκδοση της ΠΤ ‘Making Schools Work Better”:
«Εάν οι “καταναλωτές” των εκπαιδευτικών υπηρεσιών ήταν σαν τους πελάτες των εστιατορίων, ο ανταγωνισμός θα ήταν αναμενόμενο να εξασφαλίσει την ποιότητα του εστιατορίου, διαφορετικά η επιχείρηση θα έκλεινε. Όμως, οι κυβερνήσεις παγκόσμια διαμεσολαβούν στην εκπαιδευτική αγορά γιατί ο τομέας υποφέρει από μια σειρά από αποτυχίες τις οποίες μπορεί να διορθώσει η κυβερνητική παρέμβαση. Ως αποτέλεσμα, οι χρήστες των εκπαιδευτικών υπηρεσιών – γονείς και παιδιά – είναι και αυτοί εντολείς που προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι το Υπουργείο Παιδείας της χώρας τους θα παράγει την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση που απαιτούν. Αυτή η διαδοχική σειρά προβλημάτων εντολοδόχου – φορέα απαιτεί ένα πιο περίπλοκο σύστημα κινήτρων και λογοδοσίας».
Η ΠΤ είναι εκείνη που ταυτόχρονα κάνει τα πάντα: κάνει κριτική και αναλύει τα προβλήματα στην εκπαίδευση, προτείνει τις μεταρρυθμίσεις για τα προβλήματα αυτά, δανείζει τα χρήματα για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και μετά αξιολογεί την αποτελεσματικότητά τους. Στη συνέχεια, διαλέγει κάποια από τα προγράμματά της ως «καλές πρακτικές» και τα προτείνει ή τα εφαρμόζει και σε άλλες χώρες. Οι όροι «καλές πρακτικές» ή «καλή διακυβέρνηση» που εμφανίζονται σε όλα πια τα εκπαιδευτικά ντοκουμέντα των υπερεθνικών οργανισμών και των κυβερνήσεων έχουν ως μήτρα τους τα προγράμματα της ΠΤ. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τομείς που κάθε φορά επιλέγονται ως προτεραιότητες. Το θέμα, για παράδειγμα, του «εξορθολογισμού» των δημοσίων δαπανών, ξεκινά με τη διαπίστωση της ΠΤ ότι στις περισσότερες χώρες το 80% με 90% των δαπανών αυτών δίνονται σε μισθούς (βλ. έκθεση ΣΕΒ, εκθέσεις ΕΕ και ΟΟΣΑ για την Ελλάδα).
Βασικό εργαλείο συλλογής πληροφοριών για τα εκπαιδευτικά συστήματα, μετρήσεων και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων παγκόσμια είναι το SABER – Systems Approach for Better Education Results (Προσέγγιση των Συστημάτων για Καλύτερα Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα), που ανήκει στην ΠΤ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πρόσφατη δραστηριότητά του σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς, για τους οποίους προτείνει οχτώ στόχους: καθορισμός ξεκάθαρων προσδοκιών από αυτούς, προσέλκυση των καλύτερων στο επάγγελμα, προετοιμασία των εκπαιδευτικών με χρήσιμη εκπαίδευση και εμπειρία, αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών με τις ανάγκες των μαθητών, καθοδήγηση των εκπαιδευτικών από ισχυρούς διευθυντές – μάνατζερς, παρακολούθηση της διδασκαλίας και της εκμάθησης, στήριξη των εκπαιδευτικών για τη βελτίωση της κατάρτισής τους, κίνητρα στους εκπαιδευτικούς για να αποδίδουν καλύτερα.
Τέλος, η επόμενη Έκθεση για την Παγκόσμια Ανάπτυξη 2018 θα είναι αφιερωμένη στην εκπαίδευση με τίτλο «Υλοποιώντας την Υπόσχεση για μια Εκπαίδευση για την Ανάπτυξη». Εδώ να σημειώσουμε ότι, ενώ οι Εκθέσεις αυτές δημοσιεύονται τα τελευταία 40 χρόνια, είναι η πρώτη φορά που η έκθεση αυτή θα είναι αφιερωμένη στην εκπαίδευση. Στο υπόμνημα προετοιμασίας της έκθεσης αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Μια σοβαρή δέσμευση για τη μάθηση σημαίνει: 1. Συστηματική μέτρηση της εκμάθησης και χρήση αυτής της μέτρησης για την καθοδήγηση των επενδύσεων και των πολιτικών 2. Να κάνουμε καλύτερη χρήση αυτών που έχουμε μάθει για το τι βελτιώνει τη μάθηση και εκτός του σχολικού συστήματος 3. Να άρουμε εκείνα τα τεχνικά και πολιτικά εμπόδια στη βελτίωση της μάθησης σε όλο το εύρος του συστήματος».
Παγκόσμια Τράπεζα και εκπαίδευση στην Ελλάδα
Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 η Ελλάδα συνήψε με την Παγκόσμια Τράπεζα τέσσερις δανειακές συμφωνίες για την εκπαίδευση. Η εκταμίευση των χρημάτων αυτών κι η αποπληρωμή των δανείων ξεκινά από το διάστημα της Χούντας, συνεχίζει στις κυβερνήσεις της ΝΔ και φτάνει μέχρι τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980, Επιπροσθέτως, φαίνεται να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο σε όλες τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν εκείνη την περίοδο στην εκπαίδευση. Τα στοιχεία που αναφέρονται παρακάτω, είναι από τις εκθέσεις των συμβάσεων, που δημοσιοποιήθηκαν στην ιστοσελίδα της Τράπεζας μόλις το 2010, ενώ ακόμα και σήμερα υπάρχουν κείμενα για τα οποία χρειάζεται ειδική έγκριση για την πρόσβαση σ’ αυτά.
Τον Απρίλη του 1969 κλιμάκια της ΠΤ και της UNESCO επισκέφτηκαν την Ελλάδα για να βοηθήσουν την «κυβέρνηση» -χρησιμοποιούμε τον όρο όπως καταγράφεται στις εκθέσεις- στην προετοιμασία δανείου που ζητήθηκε τότε για εκπαιδευτικό πρόγραμμα που είχε υποβληθεί στην Τράπεζα. Σύμφωνα με την έκθεση της ΠΤ, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έδινε τότε «μεγάλη έμφαση στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση και στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας», οπότε υπήρχε η ανάγκη για ένα «μακροπρόθεσμο σχέδιο που θα έκανε το εκπαιδευτικό σύστημα πιο αποτελεσματικό για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας». Έτσι, λοιπόν, τον Νοέμβρη του 1970 υπογράφηκε δανειακή σύμβαση ύψους 13,8 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανέγερση και στελέχωση πέντε Κέντρων Τεχνικής Εκπαίδευσης -τα γνωστά ΚΑΤΕ- για την κατάρτιση αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον αγροτικό τομέα, στον κατασκευαστικό τομέα, στους τομείς υγείας, και στη βιομηχανία τροφίμων. Σύμφωνα με την εκτίμηση της ΠΤ στη δανειακή σύμβαση, «η οικονομία της Ελλάδας συνεχίζει τη δραστήρια επέκτασή της με αύξηση του ΑΕΠ», και συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι «…ενώ η συνολική εικόνα είναι ενθαρρυντική υπάρχουν κάποιες περιοχές, ειδικά στον δημόσιο τομέα, όπου δομικές αλλαγές είναι αναγκαίες για να μεταφέρουν την ορμή της οικονομικής ανάπτυξης και στο μέλλον». Η διαπίστωση για την ανάγκη δομικών αλλαγών γίνεται σε όλες τις συμβάσεις. Το γεγονός, βέβαια, ότι οι δύο πρώτες υπογράφηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας, μικρή σημασία είχε για τον διεθνή καπιταλιστικό οργανισμό. Αυτό που προείχε ήταν η ανάγκη να ενισχυθεί η ανταγωνιστική θέση της ελληνικής οικονομίας με το δεδομένο της εισόδου στην ΕΟΚ, να δοθεί έμφαση στην επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, με αναλυτικά προγράμματα σπουδών που θα ανταποκρίνονταν στις αλλαγές στην οικονομία και στην κοινωνία, με μεταρρύθμιση του συστήματος μαθητείας και ταχύρρυθμα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης για ενήλικες.
Το δεύτερο δάνειο ύψους 23,5 εκατομμυρίων δολαρίων, που υπογράφηκε το 1972, συνέχισε την επέκταση του προγράμματος του πρώτου δανείου. Έμφαση δόθηκε, επίσης, στη συνολική αναμόρφωση του συστήματος εκπαίδευσης των δασκάλων τόσο στα Πανεπιστήμια όσο και στα νομοθετικά πλαίσια που αφορούσαν στους τομείς παρέμβασης της Τράπεζα. Για παράδειγμα, για τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες για τις οποίες προβλεπόταν χρηματοδότηση από το δάνειο αυτό, υπάρχει η εξής διαπίστωση στην έκθεση της Τράπεζας:
«Η υπάρχουσα νομοθεσία που διέπει το πρόγραμμα σπουδών και τη λειτουργία των παιδαγωγικών ακαδημιών είναι άκαμπτο. Καθώς η αναθεώρηση του προγράμματος σπουδών πρέπει να είναι μια συνεχής διαδικασία και οι πρακτικές διοίκησης των ακαδημιών χρειάζονται περιοδική αναθεώρηση, η σχετική νομοθεσία θα τροποποιηθεί σε διάστημα έξι μηνών από την υπογραφή του δανείου έτσι ώστε να επιτραπούν αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών και στις διοικητικές πρακτικές, όταν και όσο χρειάζεται χωρίς την αναγκαιότητα νέας νομοθέτησης κάθε φορά».
Το τρίτο δάνειο ύψους 36,86 εκατομμυρίων δολαρίων εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 1975. Με το δάνειο αυτό χρηματοδοτήθηκαν κυρίως τα Πολυκλαδικά Λύκεια στη δεκαετία του 1980 «για να υπάρχει μεγαλύτερη σύνδεση με την κατάρτιση και την αγορά εργασίας», για τα οποία προβλεπόταν Task Force από την Τράπεζα το 1981 σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας (επίβλεψη όλων των πλευρών της λειτουργίας τους από την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μέχρι την ύλη, τα βιβλία, τις μεθόδους διδασκαλίας). Το τέταρτο δάνειο, το οποίο εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 1978, δεν εκταμιεύτηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση τον Δεκέμβριο του 1982.
Διαβάζοντας τις παραπάνω εκθέσεις, διαπιστώνουμε ότι η «μεθοδολογία» της ανάλυσης των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της περιόδου, του εκπαιδευτικού συστήματος κάθε φορά και η ορολογία που χρησιμοποιείται θυμίζουν πολύ τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται οι υπερεθνικοί οργανισμοί στη σημερινή πραγματικότητα. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε γινόταν εκτεταμένη αναφορά στην ανάγκη δομικών αλλαγών, στη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, στην αξιολόγηση των προγραμμάτων με αναλυτικές εκθέσεις για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα, στην αναλυτική έκθεση του εκπαιδευτικού συστήματος. Κάθε φορά οι υπερεθνικοί καπιταλιστικοί οργανισμοί έρχονται και επανεκτιμούν με παρόμοια εργαλεία και με τον ίδιο σκοπό την πρόσδεση της εκπαίδευσης στην αγορά και τις καπιταλιστικές ανάγκες κερδοφορίας, και με μακροπρόθεσμους στόχους, την εκπαιδευτική τους πολιτική. Όμως, οι υπερεθνικοί οργανισμοί, και ανάμεσά τους η Παγκόσμια Τράπεζα που ισχυρίζεται ότι είναι οργανισμός καταπολέμησης της φτώχειας, δεν μας λένε το πιο σημαντικό: ότι οι ίδιοι ευθύνονται για τις πολιτικές, τα αποτελέσματα των οποίων υποτίθεται ότι έρχονται να απαντήσουν. Η φτώχια, οι πόλεμοι, οι φυλετικές διακρίσεις, η καταστροφή του περιβάλλοντος περιγράφονται ως «φυσικοί νόμοι», που απλά υπάρχουν. Το μόνο που κάνουν οι «στρατηγικές» τους είναι να προκαλούν, να εντείνουν και να διαιωνίζουν τα παραπάνω καταστροφικά για την ανθρωπότητα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά φαινόμενα. Και όσο υπάρχουν οι εκμεταλλευτές, οι πολιτικές και οι στρατηγικές τους, τα εκατομμύρια των παιδιών τα οποία μένουν εκτός εκπαίδευσης και για τα οποία υποτίθεται ότι νοιάζονται, είναι πολύ δύσκολο να δουν μια εκπαίδευση και μια ζωή που να ανταποκρίνεται στα δικαιώματα και τις ανάγκες τους!
* Η φράση «Lessons Learned» («Τα Μαθήματα που πήραμε») χρησιμοποιείται στα κείμενα της ΠΤ και των άλλων υπερεθνικών οργανισμών για τη διατύπωση των προτάσεων της εκπαιδευτικής τους πολιτικής.
Πηγές:
Education Sector Strategy 1999, The International Bank for Reconstruction and Development / THE WORLD BANK
Making Schools Work, – New Evidence on Accountability Reforms, The World Bank 2011
World Bank Education Sector Strategy 2020: Learning for All – 2011
Education 2030: Incheon Declaration and Framework for Action – May 2015
World Development Report 2018: Realizing the Promise of Education for Development, Concept Note -2017
“Learning from all? The World Bank, aid agencies and the construction of Hegemony in education for development”, Antoni Verger, Brent Edwards and Hulya Kosar Altinyelken
“World Bank Poetry, How the Education Strategy 2020 Imagines the World”, Bjorn H. Nordveit
“For all by all? The World Bank’s Global Framework for Education” Gita Steiner –Khamsi
The World Bank, Projects and Operations, Greece: Education Projects (1,2,3,4)
ΠΗΓΗ: Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2017. Το είδα: 23 Ιανουαρίου 2020, https://selidodeiktis.edu.gr/2020/01/23/…b1/
* Η Αιμιλία Τσαγκαράτου είναι εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκαίδευσης.