Έχει υποστηριχθεί[2] ότι η γλώσσα αποτελεί τον πιο ουσιαστικό δεσμό ανάμεσα στον σύγχρονο Έλληνα και το λαμπρό παρελθόν. Το γλωσσικό ζήτημα βασίζεται σε δύο έννοιες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιδεολογίας του Ρομαντισμού[3] . αφενός η γλωσσική κοινότητα είναι καθοριστικό χαρακτηριστικό της εθνικής ταυτότητας, αφετέρου το αρχαίο παρελθόν είναι ανακτήσιμο στο παρόν. Εδώ εντοπίζουμε και τις δύο κυρίαρχες συσσωματώσεις, την καθαρεύουσα, η οποία προτείνει μια πρόοδο προς τα πίσω με αντιστροφή της γλωσσικής εξέλιξης, προκειμένου να αναβιώσει περασμένα μεγαλεία και την δημοτική, η οποία θεωρεί κιβωτό της εθνικής ταυτότητας την κοινότητα που ομιλεί την ίδια γλώσσα.
Τον 19ο αιώνα, η λογοτεχνία θεωρούνταν από πολλούς ως η ύψιστη μορφή γλωσσικής έκφρασης και μία από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις του εθνικού πολιτισμού. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ποίηση ήταν αυτή όπου οι συγγραφείς άφησαν κατά μέρος τις γλωσσικές τους αναστολές και έγραψαν στη δημοτική[4]. Καθοριστική ήταν η επίδραση του ρομαντισμού, ο οποίος ενθάρρυνε την άποψη πως η λογοτεχνία αποτελεί όχημα για την έκφραση γνήσιων προσωπικών συναισθημάτων. Εξίσου καθοριστική ήταν και η επίδραση των σύγχρονων (γύρω στα 1900) ευρωπαϊκών ρευμάτων, όπως ο ρεαλισμός και η έμφαση στην αμεσότητα της εμπειρίας.
Στον πυρήνα του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος υπήρχε η επιθυμία για την ανάπτυξη μιας γραπτής γλώσσας, η οποία θα αντικατόπτριζε την ιδανική εθνική εικόνα που θα ενσωμάτωνε και θα εξέφραζε την κομβική σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους τους προγόνους. Το γλωσσικό ζήτημα προέκυψε ως τέτοιο, λόγω της διάστασης απόψεων που σημειώθηκε στους κόλπους των ελίτ σχετικά με τον κατάλληλο τρόπο[5] να καταδειχθεί αυτή η σχέση. Για τους αρχαϊστές και τους καθαρολόγους ο ιδανικός τρόπος ήταν η μίμηση των αρχαίων ελληνικών γλωσσικών προτύπων κυρίως στο λεξιλόγιο και τη μορφολογία. Οι οπαδοί της δημώδους[6] υποστήριζαν ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να γράφουν σε μια ποικιλία της ελληνικής όσο το δυνατόν πλησιέστερη στην προφορική γλώσσα, η οποία, όπως οι ίδιοι διαβεβαίωναν, συνιστούσε το αποτέλεσμα της φυσικής και αδιάλειπτης εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, ο πρώτος που διατύπωσε την αρχή της κάθαρσης της σύγχρονης γλώσσας προκειμένου να ομοιάζει περισσότερο με την αρχαία ενστερνίστηκε τις ιδέες του Σλέγκελ και του Χέρντερ για τη γλώσσα ως καθοριστικής σημασίας στοιχείο της εθνικής συνείδησης και βασιζόμενος σε αυτές διαμόρφωσε την πεποίθηση πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα κατάγεται από τους αρχαίους, ότι δηλαδή οι σύγχρονοι Έλληνες, ως κοινότητα που ομιλεί την ίδια γλώσσα, έχουν κληρονομήσει τη γλώσσα των προγόνων τους.
Οι υποστηρικτές της δημοτικής ποτέ δεν απέρριψαν το μεγαλείο του παρελθόντος, αλλά προσπάθησαν να καταδείξουν την εξελικτική πορεία και συνέχεια, όχι του γράμματος, αλλά του πνεύματος των αρχαίων, όπως αυτό αποτυπωνόταν στα ήθη, τις πεποιθήσεις και τα τραγούδια των αγροτικών πληθυσμών.
Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι οι δύο αυτές τάσεις κάπου συναντώνται, αν λάβουμε υπόψη μας την κοινή αντίληψη για τη φυλετική συγγένεια με την αρχαία Ελλάδα και την κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Τόσο ο Κοραής από την πλευρά της καθαρεύουσας όσο και ο Ψυχάρης από την πλευρά της δημοτικής σχεδόν έναν αιώνα αργότερα[7], επιθυμούσαν να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα ξενικά στοιχεία, κυρίως τα τουρκικά, και είχαν την ίδια οργανική θεωρία για τη γλώσσα, αποτίνοντας φόρο τιμής στην κοινήν ταύτην γλώσσαν, την οποίαν εθηλάσαμεν με το μητρικόν γάλα[8] ο πρώτος και θεωρώντας αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό του Έλληνα την αγάπη που έχει για[…] τη γλώσσα που του μίλησε η μάννα του παιδί[9] ο δεύτερος.
Το δίλημμα δημοτική ή καθαρεύουσα δεν ήταν βέβαια αυτόνομο. Πίσω του οφείλουμε να διακρίνουμε δύο μείζονα εθνικά ζητήματα: ποια γλώσσα από τις δύο θα μπορούσε να συνδράμει αποτελεσματικότερα τα εθνικά δίκαια, δηλαδή πώς θα γινόταν ο εξελληνισμός των περιοχών των Βαλκανίων που διεκδικούσαμε και ποια τεκμηρίωνε πειστικότερα την εθνική μας καταγωγή. Για το πρώτο, η πράξη είχε δείξει ότι οι αλλόγλωσσοι γοητεύονταν περισσότερο από το κύρος της αρχαίας κληρονομιάς. Ωστόσο, η γλώσσα του λαού διέσωζε πλήθος τύπων που μαρτυρούσαν, με αποδεκτά από τους επαΐοντες ήδη από τις μελέτες του Κοραή επιχειρήματα, την αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνισμού. Ενώ ως το 1880 κυριαρχεί η τάση της κάθαρσης, έκτοτε γεννάται ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ζωή και κυρίως για τη γλώσσα της ελληνικής υπαίθρου, μαζί με την ανακάλυψη ότι η λαϊκή παράδοση είναι ο θησαυρός των αρχαίων ηθών και εθίμων που επέζησαν ως τη σύγχρονη εποχή[10].
Κατά τη δεκαετία του 1880, η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της καθαρεύουσας και της δημοτικής – η οποία είχε παραμείνει σε λανθάνουσα κατάσταση από το τέλος της Επανάστασης – αναζωπυρώνεται. Αναζητώντας ερμηνευτικά κλειδιά γι’ αυτό καταφεύγουμε στον μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής σταθερότητας και εθνικής αυτοπεποίθησης που επικράτησε στη χώρα κατά τις πρωθυπουργικές θητείες του Τρικούπη από το 1882-1895, με μικρά διαλείμματα. Η πολιτική του Τρικούπη ενθάρρυνε την κυριαρχία της αστικής τάξης και εγκαινίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων, που επέτρεψαν μια αρκετά σημαντική ανάπτυξη. Σημαντικότερος, κατά την άποψή μου, παράγοντας, στάθηκε η διχογνωμία για το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί η πρόκληση του βουλγαρικού εθνικού κινήματος.
Η ίδρυση της Εξαρχίας το 1870 και στη συνέχεια η ίδρυση μιας αυτόνομης υπό ρωσικό έλεγχο Βουλγαρίας το 1878, αρχικά στη μεγάλη εκδοχή του Αγίου Στεφάνου και στη συνέχεια στη μικρότερη στο Βερολίνο, αναστάτωσαν τους Έλληνες, γιατί αντιλήφθηκαν ότι ήταν μεγάλος ο κίνδυνος να τεθεί η Μακεδονία υπό βουλγαρικό έλεγχο. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου το 1881 από την Ελλάδα έφεραν τα σύνορα της χώρας στο νότιο άκρο της Μακεδονίας. Συνεπώς, η εδαφική επέκταση της Ελλάδας προς βορρά και η επαπειλούμενη διεκδίκηση της Μακεδονίας από τη Βουλγαρία, οδήγησαν πολλούς Έλληνες στοχαστές να ταχθούν υπέρ της εισαγωγής της δημώδους τόσο στην εκπαίδευση όσο και σε άλλους τομείς του δημόσιου βίου. Οι δημοτικιστές παρατήρησαν ότι τα σλαβόφωνα και βλαχόφωνα παιδιά στα ελληνικά σχολεία προσπαθούσαν να μάθουν να διαβάζουν αρχαία ελληνικά και καθαρεύουσα δίχως να είναι σε θέση να επικοινωνήσουν στην προφορική νέα ελληνική. Παρατήρησαν επίσης ότι πολλά παιδιά έβρισκαν τα βουλγαρικά ευκολότερα, καθώς το λεξιλόγιο και η γραμματική της γραπτής τους γλώσσας αντιστοιχούσε σε σημαντικό βαθμό στην προφορική εκδοχή, ενώ την χαρακτήριζε και μια, λίγο πολύ, φωνητική ορθογραφία.
Η ακραία θέση στην οποία είχε οδηγήσει ο γλωσσικός αρχαϊσμός του Κωνσταντίνου Κόντου έδωσε ώθηση στο κίνημα των δημοτικιστών, γιατί έδειξε την εγγενή αδυναμία τελειοποίησης της καθαρεύουσας. Όπως υποστηρίζει ο Mackridge[11], η απόρριψη του συνόλου της γραπτής νεοελληνικής παράδοσης από έναν φιλόλογο της κλάσης του Κόντου, άφησε ελεύθερο τον Ψυχάρη να διατυπώσει τον δικό του κανόνα στο Ταξίδι. Ενώ οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη γλωσσική διαμάχη πρότειναν ως τότε διαφορετικές δοσολογίες στο μείγμα αρχαίας και νέας ελληνικής, ο Ψυχάρης πρότεινε μια ποικιλία της ελληνικής βασισμένη στα κοινά χαρακτηριστικά των νεότερων προφορικών διαλέκτων αποκλείοντας οποιονδήποτε συμβιβασμό με τη φωνολογία και τη μορφολογία της αρχαίας ελληνικής και της καθαρεύουσας. Υποστήριζε ότι η καθαρεύουσα χρησιμοποιεί το φωνολογικό σύστημα (την προφορά, δηλαδή) της νεοελληνικής, αλλά την ορθογραφία της αρχαίας ελληνικής και, κατά συνέπεια, είναι ασυνεπής και τεχνητή, αφού αναμειγνύει το διαχρονικό με το συγχρονικό[12].
Κατά την άποψη του Ψυχάρη, μέσα από το ανοργάνωτο συνονθύλευμα των αρχαίων και νεότερων στοιχείων που συγκροτούν την καθαρεύουσα, οι καθαρολόγοι είχαν δημιουργήσει μια παρωδία της ελληνικής, μια ποικιλία που δεν ήταν ούτε αρχαία ούτε νέα, αλλά μια μισή γλώσσα που δεν μπορούσε να τη μιλήσει κανείς και απαντά μόνο σε γραπτή μορφή. Ο ίδιος έβλεπε την νέα ελληνική ως ένα συγχρονικό σύστημα, ενώ πολλοί άλλοι την έβλεπαν μέσα από το πρίσμα μεμονωμένων λέξεων και γραμματικών φαινομένων. Η καθαρεύουσα, υποστήριζε ο Ψυχάρης, είχε αναπτυχθεί εσφαλμένα με βάση την ιστορική ορθογραφία και όχι την ιστορική εξέλιξη της προφοράς.
Για δημοτικιστές όπως ο Βηλαράς και ο Ψυχάρης, η ιδανική γραπτή δημοτική θα ήταν μια γλώσσα απόλυτα συστηματική και συνεπής σε όλα τα επίπεδα – λεξιλογικό, φωνολογικό, μορφολογικό και συντακτικό – με γνώμονα την ιταλική. Όνειρο αυτών των δημοτικιστών ήταν μια αυθύπαρκτη γραπτή γλώσσα, η οποία να ενσωματώνει όλες τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη λαϊκή προφορική γλώσσα από τους αρχαίους χρόνους.
Στη γλώσσα της νεότερης Ελλάδας, και στον πολιτισμό της συνολικά, ο Ψυχάρης διέγνωσε μια τυφλή αρχαιολατρία που είχε οδηγήσει σε υπερβολική εξάρτηση από την κλασική ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό. Αντιπαρέβαλε τον τρόπο με τον οποίον είχαν καταφέρει οι Ιταλοί να αποφύγουν την εξάρτηση από την αρχαία Ρώμη προσπαθώντας, από την εποχή του Δάντη, να παραγάγουν μια κουλτούρα τόσο θαυμάσια όσο των αρχαίων Ρωμαίων, αλλά διαφορετική από εκείνων. Οι Έλληνες, κατά τον Ψυχάρη, έπρεπε να ανακαλύψουν την ουσία του εθνικού τους χαρακτήρα και να επιχειρήσουν να είναι ο εαυτός τους, χωρίς να μιμούνται τους αρχαίους.
Πρόθεσή του ήταν η ανασύσταση της καθημερινότητας των αρχαίων, με το ενδιαφέρον για τις συνήθειές τους, τον συναισθηματισμό τους, την ερωτική τους συμπεριφορά. Για τον Ψυχάρη, τη θέση του βιβλίου θα πρέπει να την πάρει ο άνθρωπος και η ψυχή του[13].
Δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μην αναφέρουμε και την ευρωπαϊκή διάσταση της ψυχαρικής σκέψης. Ανήκει στη γενιά των Ευρωπαίων διανοητών που έζησαν και βίωσαν ό,τι δημιούργησε ο αιώνας τους, μετά την αποσταθεροποίηση που προκάλεσε στις συνειδήσεις η μακρόχρονη κοινωνική αναταραχή που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, η οποία είχε στηριχτεί, κατά μείζονα λόγο, στην έννοια της προόδου, σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο συνδυασμός της προόδου της σκέψης και της επιστήμης, σε αντίθεση με την αργή και προσηλωμένη εξέλιξη της επιστήμης στο στενό θρησκευτικό πλαίσιο του παρελθόντος, αναδείχτηκε σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα σε κινητήριο μοχλό κάθε επιστημονικού και καλλιτεχνικού τομέα. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί το γεγονός πως (και) ο 19ος αιώνας είχε αντιφατικές όψεις, λαμβανομένων υπόψη της αποικιοκρατίας, του εθνικισμού και των λαϊκών εξεγέρσεων που συνέβαλαν στην ανάδυση του σοσιαλισμού και άλλων συναφών με αυτόν κινημάτων[14].
Αυτό είναι, κυρίες και κύριοι, το πλαίσιο, στο οποίο οφείλουμε να εντάξουμε τον Ψυχάρη, για τον οποίον παραθέτω κάποια βιογραφικά στοιχεία[15], ως την εποχή που κυκλοφορεί το Ταξίδι μου. Γεννήθηκε στην Οδησσό το 1854 και πέθανε στο Παρίσι το 1929. Πατέρας του ήταν ο Νικολάκης Ψυχάρης, εμποροτραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης, Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άριστος γνώστης της γαλλικής. Η μητέρα του Ψυχάρη ήταν η Φροσύνη Μπιάζη-Μαύρου, που πέθανε 18 μήνες μετά τη γέννηση του Γιάννη. Το 1860 ο Ψυχάρης εγκαθίσταται στην Πόλη και το 1864 στη Γαλλία, αρχικά στη Μασσαλία και μετέπειτα στο Παρίσι, το 1867. Κλασική παιδεία, αρχαία ελληνική και λατινική, είναι ο κύριος άξονας του σχολικού του προγράμματος και, φυσικά, γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία. Αρχικά σπουδάζει νομικά στη Βόννη, αλλά δεν ολοκληρώνει τις σπουδές του και στρέφεται το 1877 οριστικά προς τις φιλολογικές σπουδές, αρχικά στη λατινική φιλολογία. Νυμφεύεται το 1882 την Noemie Renan, κόρη του περίφημου Ernest[16]. Ο τελευταίος τον αποτρέπει από τη μελέτη του ήδη αρκετά ερευνημένου χώρου του κλασικού 17ου γαλλικού αιώνα, που απασχολούσε τότε έντονα τον Ψυχάρη, στρέφοντάς τον προς το ανάλογο με το δικό του ενδιαφέρον της Ανατολής και γενικά των περισσότερο άγνωστων, αδιερεύνητων περιοχών της ιστορίας. Το 1885 διορίζεται καθηγητής της μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και τον επόμενο χρόνο πραγματοποιεί επιστημονική αποστολή στην Ελλάδα και την Ανατολή. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, θα γράψει Το ταξίδι μου.
Το Ταξίδι συνιστά μια μυθιστορηματική αφήγηση της επίσκεψης του Ψυχάρη στην Κωνσταντινούπολη, τη Χίο και την Αθήνα το 1886, μέσω της οποίας μεταφέρει τις εντυπώσεις του για τον λαό και την κουλτούρα του. Κατά τη διαδρομή αυτή, εκθέτει τις απόψεις του πάνω στο γλωσσικό ζήτημα, το οποίο το προσέγγισε διατηρώντας όλα τα πλεονεκτήματα ενός ξένου παρατηρητή άγνωστων φαινομένων μέσα από το πρίσμα της θεωρούμενης κοινής λογικής.
Όμως το ερώτημα παραμένει: Τι ακριβώς είναι αυτό το έργο[17]; Οι καθιερωμένες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το θεωρούν ορόσημο για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή του Ελληνισμού. Είναι μυθιστόρημα; Το μυθιστόρημα της εποχής εκείνης, ως λογοτεχνικό είδος, είχε απόλυτα ταυτιστεί με την καθαρεύουσα και αποτελούσε αστικό φαινόμενο, όπου η ατομικιστική αντίληψη θριάμβευε σε βάρος της συλλογικής. Ο ίδιος ο Ψυχάρης χαρακτηρίζει[18] το βιβλίο του ως παραμύθι, όχι ταξίδι. Ο όρος παραμύθι χρησιμοποιείται συχνά από τον Ψυχάρη, με κάπως αντιφατικές αποχρώσεις[19]. Το παραμύθι, πάντως, είχε αρχίσει περίπου τότε να τυπώνεται και αποτέλεσε το μοναδικό προηγούμενο[20] στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί οποιαδήποτε προσπάθεια για τη διαμόρφωση αφηγηματικού πεζού λόγου στη δημοτική.
Ως κείμενο το Ταξίδι παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και για τα σύγχρονα ρεύματα της θεωρίας της λογοτεχνίας. Το γεγονός πως αναφέρεται στην ίδια του την κειμενικότητα, καθώς βρίθει από μεταφορές και αλληγορίες, τόσο επίμονα επικαλείται τον γλωσσικό του φορέα ως το μοναδικό αναφερόμενό του, ώστε να μας επιβάλει ότι λειτουργεί ως μεταφορά του προφορικού παραμυθιού, το οποίο με τη σειρά του, μπορεί να θεωρηθεί ως μεταφορά της εθνικής συνείδησης και της κοσμοθεωρίας της το καθιστά πρόωρο δείγμα ενός roman nouveau, σύμφωνα με τον Beaton[21].
Θέλω, απλώς, να επισημάνω ότι μοιάζει να αποτελεί ένα κείμενο ικανό να ενταχθεί σε πολύ μεταγενέστερα λογοτεχνικά ρεύματα. Στον νου μου έρχεται το απόσπασμα του Roger Fowler, από το βιβλίο του Literature as Social Discourse[22]: Το κείμενο αντιμετωπίζεται ως μια διαδικασία, ως η επικοινωνιακή αλληλεπίδραση των υπονοούμενων ομιλητών και συνεπώς των συνειδήσεων και των κοινοτήτων[..] Η λογοτεχνία, όταν γίνεται αντιληπτή ως λόγος, είναι αναπόσπαστα υπόλογη, υπεύθυνη . δεν μπορεί να αποφύγει μια συνολική και μεταβαλλόμενη σχέση με την κοινωνία καταφεύγοντας στις διφορούμενες και ασαφείς στρατηγικές της κριτικής.
Την εποχή που εκδόθηκε το πόνημα του Ψυχάρη αποτελούσε το μακροσκελέστερο πεζογράφημα γραμμένο στη δημοτική. Η γραμματική του ήταν συστηματικότερη και ασυμβίβαστη από οποιαδήποτε άλλη ποικιλία δημοτικής που είχε χρησιμοποιηθεί στην πεζογραφία από εποχής Ψαλίδα και Βηλαρά.
Αυτό που έκανε το Ταξίδι ιδιαίτερα αποτελεσματικό ήταν οι βλέψεις του, λογοτεχνικές και επιστημονικές συνάμα. Το Ταξίδι είναι ένα βιβλίο-μανιφέστο. Με τρόπο άμεσο διακηρύσσει τις αρχές και τις πεποιθήσεις του συγγραφέα του στον δημοτικισμό και υποστηρίζει τη γλώσσα του λαού με ιδιαίτερο δογματισμό. Ένας επιστήμονας γλωσσολόγος παρατηρεί τα φαινόμενα της γλώσσας, μελετά τις διαλέκτους και ερευνά την αρχαία ελληνική γλώσσα με σκοπό να αντλήσει διδάγματα για την καθιέρωση της δημοτικής. Ένας λογοτέχνης συνδυάζει τη θεωρία με την ίδια τη λογοτεχνική πράξη της συγγραφής ενός βιβλίου, που ξεκινά από αυτοβιογραφικά δεδομένα, χωρίς όμως να στερείται εντελώς στοιχείων μυθοπλασίας. Ένα έργο που συνθέτει την λογοτεχνική με την επιστημονική αλλά και την πολιτική στόχευση του Ψυχάρη.
Η πραγματικά λογοτεχνική και ταυτόχρονα ποιητική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα, του επέτρεψαν να νιώσει τι είναι γλώσσα λαϊκή ως έκφραση ψυχής και τι είναι απλώς λαϊκός τύπος. Κατορθώνει, κατά συνέπεια, να συλλάβει τον αληθινό ρυθμό του δημοτικού λόγου προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Μικροπερίοδη φράση, στακάτο ύφος, παραμερισμός των συνδέσμων, εισαγωγή ενός καινούργιου αέρα, που θερμαίνεται με μια οικειότητα γεμάτη θαυμαστικά, επιφωνήματα, ερωτηματικά[23].
Το Ταξίδι είναι ένα είδος πρωτότυπου οδοιπορικού που δίνει την αφορμή στον περιηγητή να μιλήσει με αγάπη για γλώσσα, λογοτεχνία, ποίηση, για ελληνισμό, κινώντας κάποια λιμνάζοντα νερά σ’ έναν τόπο που τον βάραιναν ανασταλτικά πολλά στοιχεία μιας τυπολατρικής ενατένισης της παράδοσης. Γραμμένο σε οικείο, δημώδες και συχνά χιουμοριστικό ύφος, με άφθονη χρήση του πρώτου και του δεύτερου προσώπου, θεμελιώνει μια προσωπική, κατά κάποιον τρόπο προφορική, σχέση μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη. Πετυχαίνει με το ύφος του να τέρψει και να αγαπηθεί και μέσα από την γοητεία που ασκεί, να επηρεάσει. Όπως γράφει και ο Άλκης Αγγέλου[24] «Ο Ψυχάρης ξέρει καλά την τέχνη να δομήσει ένα έργο. Ας φωνάζει πως δεν επιδιώκει τίποτε άλλο, παρά να τέρψει τον αναγνώστη, ο σκοπός του είναι άλλος, να τον κατακτήσει, να τον κάνει οπαδό του. Αγώνα κάνει, και αγώνα με συγκεκριμένο σκοπό, τη γλώσσα.»
Ο Ψυχάρης είχε την πεποίθηση ότι το γλωσσικό ζήτημα δεν αφορούσε μόνο στο λεξιλόγιο και τη γραμματική, αλλά επίσης και στην ταυτότητα και τη μοίρα του ελληνικού έθνους. Κατά την άποψή του, η πλήρης αντικατάσταση της καθαρεύουσας από τη δημοτική θα συνιστούσε το πλέον αποφασιστικό βήμα προς την επίλυση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας και θα αποδείκνυε πως η ελληνική άρχουσα τάξη υιοθετούσε επιτέλους μια πρακτική προσέγγιση στα προβλήματα του έθνους αντί να ζει σε μια Νεφελοκοκκυγία ευσεβών πόθων.
Κατά τον Ψυχάρη, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει και να εκφράσει τον πραγματικό εαυτό της, αν δεν υιοθετούσε τη δημοτική για κάθε σκοπό. Μια τέτοια αντίληψη ερχόταν σε αντίθεση με τις απόψεις των αρχαϊστών και των καθαρολόγων, οι οποίοι αναζητούσαν αλλού τον πραγματικό εαυτό της Ελλάδας. Όπως έχει επισημάνει ο Τζιόβας[25], ο Ψυχάρης, συμφωνώντας με τον Herder, θεωρούσε πως η εθνική γλώσσα αντιπροσωπεύει την έκφραση της εθνικής ψυχής.
Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική τη γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας, γράφει στο Ταξίδι[26]. Τι μας φέρνει στον νου μας αυτή η φράση; Το απόσπασμα από τον Διάλογο του Σολωμού: Μήγαρις έχω άλλο’ς το νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα[27];
Ο Ψυχάρης ήταν, αναμφίβολα, άνθρωπος των αντιθέσεων[28]. Η λογική και η καρδιά, η αντικειμενικότητα και η υποκειμενικότητα, ο λαϊκισμός και ο εγωκεντρισμός πάλευαν μέσα του. Όλη του η προσπάθεια είναι να συμφιλιώσει τον Ευρωπαίο και τον Ρωμιό, την πένα με το συναίσθημα. Τον χαρακτήριζε μια ακράδαντη πίστη στις ιδέες του και την υστεροφημία του, μια άκρατη φιλοδοξία. Ένιωθε πως ουσιαστικά μόνο αυτός κατανοούσε με σαφήνεια τα προβλήματα της Ελλάδας, και ότι είχε επιφορτιστεί με την αποστολή να τα λύσει, μόνος του, εντέλει. Ήταν ένας ρομαντικός ιδεαλιστής, που πίστευε ότι πάλευε για ένα καλύτερο μέλλον. Ήταν και ο σχολαστικός γλωσσολόγος, αλλά και ο συναισθηματικός Γραικός. Αναζητούσε πίσω από το γράμμα των κειμένων το αίσθημά τους, την ανθρώπινη παρουσία[29].
Ο Ψυχάρης επικρίθηκε, συχνά δικαίως, για τις υπερβολές του. Η τυφλή εφαρμογή των αρχών της ιστορικής γλωσσολογίας, η οποία υποστήριζε το ανεξαίρετο των γλωσσικών νόμων, ότι δηλαδή τη γλώσσα τη διέπουν γλωσσικοί κανόνες που δεν επιδέχονται εξαιρέσεις, ερμηνεύει τα λάθη στα οποία υπέπεσε. Είχε επηρεαστεί βαθιά από τους λεγόμενους Νεογραμματιστές της Γερμανίας (Junggrammatiker), οι οποίοι θεωρούσαν ότι μόνο οι προφορικές γλώσσες είναι πραγματικές και φυσικές. Σύμφωνα με την εν λόγω σχολή, η γλώσσα αποτελείται πρωτίστως από φθόγγους, ενώ το σύστημα γραφής έχει δευτερεύουσα σημασία[30].
Η περίπτωση του Ψυχάρη θέτει μια σειρά προβλημάτων στη γλωσσολογία των γλωσσικών εξελίξεων, όπως με ποια βάση και από ποια αφετηρία διατυπώνονται οι συνειδητές και μη συνειδητές κρίσεις για τη γλώσσα τι είναι και γιατί ενοχλητικό στις πραγματώσεις μιας γλώσσας. Η εξέλιξη της κοινής νεοελληνικής δεν μπορεί να αποκλείσει στο μέλλον την εμφάνιση τύπων που θα μπορούσαν να αποκληθούν ψυχαρικοί και έχω στο μυαλό μου τα συνεχή λάθη στη λόγια κλίση των επιθέτων σε –ης – οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί μπορούν να το πιστοποιήσουν και στα γραπτά των μαθητών μας – λάθη που φαίνονται ότι αποτελούν προσπάθειες προσαρμογής στο κλιτικό σύστημα της δημοτικής. Η διαφορά έγκειται στο ότι αυτές οι εξελίξεις είναι αποτέλεσμα του συνόλου των ομιλητών της Κοινής Νεοελληνικής, ενώ στην περίπτωση του Ψυχάρη πρόκειται για κανονισμό της κοινής με βάση τις απόψεις ενός ανθρώπου[31].
Ας δούμε τώρα και την λογοτεχνική επίδραση[32] που άσκησε Το ταξίδι μου. Οι μεταγενέστεροι πεζογράφοι που ακολούθησαν τον αφηγηματικό τρόπο που χάραξε ο Ψυχάρης στο Ταξίδι είναι λίγοι. Αν και πολλοί συγγραφείς αναγνωρίζουν το κύρος του Ψυχάρη ως γλωσσικού μεταρρυθμιστή, ελάχιστες διακειμενικές σχέσεις μαρτυρούν τον δημιουργικό ρόλο του ψυχαρικού κειμένου στη διαμόρφωση της ελληνικής αφήγησης από το 1888 έως σήμερα. Ενδεικτική εξαίρεση αποτελεί η Οδύσσεια του Καζαντζάκη, βιβλίο-φορέας κι αυτό των γλωσσικών απόψεων του συγγραφέα του. Μόνο τυχαίο δεν είναι πως και τα δύο αυτά κείμενα έμειναν χωρίς επιγόνους και μοιάζουν ξεσπάσματα μιας υπεράνθρωπης προσωπικότητας το καθένα.
Το 1937 σε άρθρο του στο περιοδικό Europe[33] ο Θεοτοκάς αναφέρεται εγκωμιαστικά στην αναπάντεχη άνθιση του μυθιστορήματος στην Ελλάδα στη μεσοπολεμική περίοδο. Όπως είναι αναμενόμενο, αποδίδει αυτή την άνθιση στη Γενιά του ’30 και θεωρεί πως η πεζογραφία δίνει τον τόνο στη λογοτεχνία της εποχής. Μνημονεύει τον Ψυχάρη ως πρόδρομο της Γενιάς του ’30 και εξαίρει τη συμβολή του στο γλωσσικό ζήτημα και στην πολιτιστική διαμόρφωση της χώρας. Αναμφίβολα, ο Ψυχάρης θα ικανοποιούνταν από τα γραφόμενα του Θεοτοκά, καθώς επιδίωκε να δημιουργήσει τις βάσεις για την ανάπτυξη του μυθιστορήματος στη δημοτική γλώσσα στην Ελλάδα.
Ο Ψυχάρης είναι η πρώτη επιστημονική φωνή και συγχρόνως η πρώτη στέρεα επιχειρηματολογία υπέρ της γενίκευσης της χρήσης της δημοτικής και ως επίσημης γραπτής γλώσσας. Επηρεασμένος από τα διδάγματα της γλωσσολογίας – ίσως και από τη διδασκαλία του δασκάλου του στην Ecole Pratique Ferdinand de Saussure – υποστήριξε το προβάδισμα της προφορικής γλώσσας έναντι της γραπτής. Ο Ψυχάρης δίδαξε ότι η μητροδίδακτη προφορική γλώσσα, έστω και αν δεν ήταν ακόμη πολύ καλλιεργημένη από εφαρμογές στον επίσημο λόγο (εκπαίδευση, διοίκηση, επιστήμη), ήταν εξελίξιμη και η μόνη που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως επίσημη εθνική γλώσσα[34].
Έχουμε στεριώσει πια την πεποίθηση ότι το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας[…]η σημερινή ελληνική γλώσσα[35]. Η φράση αυτή του Γιώργου Σεφέρη δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί αν δεν είχε υπάρξει η μαχητική πρωτοπόρος παρουσία του Ψυχάρη. Αναμφίβολα, αυτός σήκωσε το βάρος του αγώνα υπέρ της δημοτικής στο ξεκίνημά του[36].
Αυτό που ζημίωσε τον Ψυχάρη ήταν οι υπερβολές του, τόσο στη γλώσσα όσο και στη συμπεριφορά του απέναντι στους αντιπάλους του, ενίοτε και στους συναγωνιστές του. Χωρίς καμιά από την πλευρά μου διάθεση αγιοποίησης μιας εκρηκτικής προσωπικότητας, όπως ήταν ο Ψυχάρης, θα έλεγα ότι, παρά τις πολλές και σοβαρές αστοχίες του, ήταν αυτός που άνοιξε επιστημονικά τον δρόμο προς τη δημοτική με συγκινητική προσήλωση στη χιακή του καταγωγή και τις γλωσσικές ρίζες του[37]. Χωρίς τον Ψυχάρη, θα είχαμε μείνει ίσως μόνο σε εμπειρικές ή βιωματικές διακηρύξεις υπέρ της δημοτικής[38].
Πλησιάζοντας προς το τέλος, παραθέτω τα λόγια του πλέον εμβριθούς μελετητή του Ψυχάρη, του Εμμανουήλ Κριαρά[39]. «Ο Ψυχάρης έμοιαζε σε πολλά χαρακτηριστικά του με τους ανθρώπους της Αναγέννησης. Αγαπούσε τη δράση γενικά όσο και την ποίηση (στο γενικότερο νόημα του όρου) . λάτρευε τη δόξα και την περιπέτεια, κοινωνική και διανοητική . ζήτησε να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο στη ζωή και να γίνει σε κάθε πεδίο κορυφαίος.»
Όμως, δεν γίνεται να μην αφήσω τον ίδιο τον Ψυχάρη να κλείσει τη σημερινή ομιλία. Τον Μάιο του 1928, σε άρθρο του στο περιοδικό Comoedia έγραψε[40] τα εξής: «Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος πρέπει να χαίρεται με τη ζωή των άλλων. Βλέπω πολλούς νέους ανθρώπους, περνάω δίπλα τους με ενδιαφέρον, αλλά συνάμα με το κεφάλι στραμμένο προς τον ουρανό, κρατώντας μέσα μου τη θλίψη και τη γαλήνη εκείνων που είχαν την τύχη να πλησιάσουν θεούς.»
Παραπομπές
[1] Γ.Β.Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014, σελ. 4.
[2] R. Beaton, Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα στο R. Beaton, Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία, Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σελ. 263 κεξ.
[3] Πάντοτε πολύτιμο το έργο του Κ.Θ.Δημαρά, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1982.
[4] Αναλυτικότερα βλ. P. Mackridge, ό.π., σελ. 259-266.
[5] P. Mackridge, Γλώσσα και Εθνική Ταυτότητα στην Ελλάδα, 1766-1976, Μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης, Πατάκης, Αθήνα 2014, σελ. 18.
[6] Ο όρος δημώδης χρησιμοποιείται αντί του όρου δημοτική, όταν γίνεται λόγος για την προφορική γλώσσα πριν από το κίνημα των δημοτικιστών στα τέλη του 19ου αιώνα.
[7] Αμφότεροι καταγόμενοι από τη Χίο και ζώντες στο Παρίσι.
[8] Α. Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, τόμ. Α’, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σελ. 37.
[9] Γ. Ψυχάρης, Το ταξίδι μου, επιμέλεια Ά. Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα 1978, σελ. 39.
[10] Αλ. Πολίτης, 1900. Η λογοτεχνία γράφεται πια στη Δημοτική. Ώρα να συγκροτηθεί το παρελθόν της στο Α. Καστρινάκη, Αλ. Πολίτης, Δ. Τζιόβας, Για μια Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Εικοστού Αιώνα, Προτάσεις ανασυγκρότησης, Θέματα και Ρεύματα, Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου, Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Μουσέιο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, σελ. 421 κ.εξ.
[11] P. Mackridge, ό.π., σελ. 280.
[12] Ειρ. Φιλιππάκη-Warburton, Ο Ψυχάρης ως γλωσσολόγος, Μαντατοφόρος, 28 (Δεκέμβριος 1988), σελ. 34-39.
[13] Γ. Ψυχάρης, Το φιλί, Ιστορική και ψυχολογική μελέτη, Εισαγωγή και επιμέλεια Δ. Τζιόβας, Πόλις, Αθήνα, 2005, σελ. 42.
[14] Γ. Φρέρης, Η ευρωπαϊκή ταυτότητα του Γ. Ψυχάρη, στο Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.) Ο Ψυχάρης και η εποχή του, Ζητήματα γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 427 κ.εξ.
[15] Οδηγός μου η παρουσίαση-ανθολόγηση της Άντειας Φραντζή στο Ν. Βαγενάς, Γ. Δάλλας, Κ. Στεργιόπουλος, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Σοκόλης, Αθήνα 1997, τόμ. Η’, σελ. 12κεξ.
[16] Για μια πιο σε βάθος κατανόηση της επίδρασης του Renan στον Ψυχάρη, παραπέμπω στις εργασίες της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου, Ο Ernest Renan και η σύγχρονη Ελλάδα, διδακτορική διατριβή, Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1993 και Ψυχάρης και Βρετάνη στο Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.) ό.π., σελ. 407 κ.εξ.
[17] Για μια σφαιρική προσέγγιση, βλ. R. Beaton, Απορίες διαβάζοντας τον Ψυχάρη: Αφηγηματικά και ειδολογικά προβλήματα στο Ταξίδι, στο R. Beaton, ό.π., σελ. 313 κεξ.
[18] Γ. Ψυχάρης, ό.π., σελ. 39.
[19] Βλ. Γ. Μελισσαράτου, Η χρήση του όρου «παραμύθι» και η τύχη του Γκάλλιβερ στον Ψυχάρη στο Μνήμη Σταμάτη Καρατζά: Ερευνητικά προβλήματα νεοελληνικής φιλολογίας και γλωσσολογίας, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Θεσσαλονίκη 5-7 Μαΐου 1988, Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 197-216.
[20] Τα σπουδαία δείγματα αφήγησης στη δημοτική, δηλαδή τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και Η Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού παραμένουν αδημοσίευτα ως το 1907 και το 1927 αντίστοιχα.
[21] R. Beaton, ό.π., σελ. 323.
[22] R. Fowler, Literature as Social Discourse, B. T. Batsford Ltd, 1981. Παρατίθεται το άρθρο «Η λογοτεχνία ως λόγος» στο K.M. Newton (επιμ.), Η Λογοτεχνική Θεωρία του Εικοστού Αιώνα, Ανθολόγιο Κειμένων, Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός-Κώστας Σπαθαράκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013, σελ. 133-141.
[23] Από την Εισαγωγή του Ά. Αγγέλου, βλ. σημ. 6.
[24] Γ. Ψυχάρης, ό.π., σελ. 31-32.
[25] D. Tziovas, The Nationalism of the Demoticists and its Impact on their Literary Theory, (1888-1930):An Analysis based on their Literary Criticism and Essay, Hakkert, Amsterdam 1986, σελ. 121κεξ.
[26] Γ. Ψυχάρης, ό.π., σελ. 37.
[27] Δ. Σολωμός, Έργα ποιήματα και πεζά, Εισαγωγή, Επιμέλεια, Σχόλια Δημήτρης Δημηρούλης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, σελ. 424.
[28] Δ. Τζιόβας, Ο προκλητικός Γιάννης Ψυχάρης, Το γράμμα και το αίσθημα, στο Δ. Τζιόβας, Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι, Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία και κριτική (1830-1930), Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σελ. 287.
[29] Μα και τα κείμενα φτάνουνε, αρκετά έχουμε, αρκετά γράφουνε, για να μας φανερώσουνε και τον άθρωπο, σώνει εμείς να μη τα βασανίζουμε πάντα για να καταλάβουμε τη γραμματική, μα να καταλαβαίνουμε κάποτε και το αίστημα. Βλ. Γ. Ψυχάρης, ό.π., σελ. 43.
[30] Για μια ενδελεχή περιγραφή της επιρροής που άσκησαν οι Νεογραμματικοί στον Ψυχάρη, βλ. G. De Boel, Η Νεογραμματική Σχολή της Γλωσσολογίας ως θεωρητικό θεμέλιο του δημοτικισμού του Ψυχάρη, στο Α. Αργυρίου, Κ. Δημάδης, Α.Δ. Λαζαρίδου, Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1821, Πρακτικά του Α’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Βερολίνο 2-4 Οκτωβρίου 1998, 2 τόμοι, Αθήνα, τόμ. Α’, σελ. 712-720.
[31] Μ. Σετάτος, Ο Ψυχάρης και η κοινή νέα ελληνική, στο Γ.Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π., σελ. 45-51.
[32] Ακολουθώ τον R. Beaton, Απορίες διαβάζοντας τον Ψυχάρη, ό.π. σελ. 314.
[33] Γ. Θεοτοκάς, Lettres etrangeres: La Litterature greque au XXeme siècle, στο περιοδικό Europe, 180[15.12.1937], σελ. 546-551.
[34] Γ. Μπαμπινιώτης, Γιάννης Ψυχάρης: η πραγματική συμβολή του στη γλώσσα μας, στο Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη γλώσσα μας, Απλά μαθήματα γλώσσας και γλωσσολογίας, Καστανιώτης, Αθήνα 2010, σελ. 216-217.
[35] Γ. Σεφέρης, Ελληνική Γλώσσα στο Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Α, Φιλολογική Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σελ. 65-66.
[36] Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π., σελ. 216. Μια αντίθετη άποψη εκφράζει ο Κ.Θ. Δημαράς. Όμως ο Ψυχάρης είναι εδώ λιγότερο επαναστάτης απ’ ό,τι θέλει να φαίνεται: τον χρόνο όπου βγήκε το Ταξίδι, η θεωρητική υποστήριξη του δημοτικισμού είχε γίνει από πολλούς . στην πράξη πάλι, μπορούμε να πούμε ότι η δημοτική είχε πια επικρατήσει για όργανο της ποίησης. Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας: από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Γνώση, Αθήνα 2000, σελ.471-472.
[37] Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π. σελ. 219.
[38] Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π., σελ. 216.
[39] Εμμ. Κριαράς, Δύο συγγενικές (ιδεολογικές και ανθρώπινες) φυσιογνωμίες: Ο Malherbe και ο Ψυχάρης, στο Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π., σελ. 24.
[40] Άντλησα την πληροφορία από Ι. Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Ο Ψυχάρης και τα γαλλικά γράμματα, στο Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π., σελ. 425.
* Στις
9 Δεκεμβρίου 2018 ο Πρόεδρος του ΣΦΑ, κ. Νικόλαος Μπουμπάρης, εκφώνησε ομιλία
στην Αίθουσα Διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «Ο ΔΑΝΑΟΣ» με τίτλο «Το Ταξίδι
μου, μια απόπειρα αποτίμησης της συμβολής του Γιάννη Ψυχάρη στη διαμόρφωση της
νεοελληνικής γλώσσας».
Το βίντεο από την ομιλία: https://youtu.be/SYeVXnqlWcg
** Ο Νικόλαος Μπουμπάρης είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδας.
ΠΗΓΗ: Δεκεμβρίου 14, 2018, https://sfargo.blogspot.com/2018/12/nikolaos-boumparis-i-symvoli-tou-psychari.html