Ο ασυνήθιστα θλιβερός τόνος των τραγουδιών προκάλεσε απογοήτευση στον κύκλο των φίλων του. Ο ίδιος αν και μεσουρανούσε κάτω από το άστρο της επιβλητικής παρουσίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στον κύκλο των φιλόμουσων αριστοκρατών. Ο Schubert ήταν ίσως ο πρώτος σπουδαίος συνθέτης που λειτουργούσε ως ελεύθερος επαγγελματίας έξω από την ασφάλεια και τον περιορισμό της εκκλησιαστικής θέσης ή τις χορηγίες των ευγενών. Οι ανάγκες της βιωτής και η αρρώστια ήταν φανερό πως είχαν αποδυναμώσει το συνθέτη και προκάλεσαν έντονη μελαγχολία και απογοήτευση. Για την ολοκλήρωση του Κύκλου του Χειμώνα η εργώδης προσπάθεια που κατέβαλλε δεν τον απέτρεψε να επενδύσει στην καθιέρωσή του. Στο περιβάλλον του συνθέτη αναγνωρίσθηκε άμεσα πως το έργο ήταν έκφραση προσωπικού τραύματος: η αβίωτη ταλαιπωρία του αφροδίσιου νοσήματος που τον κατέτρεχε, οι απογοητευτικές εμπειρίες της ζωής είχαν αλλοιώσει το ρόδινο χρώμα του. Ο χειμώνας είχε έρθει γι ‘αυτόν. Η ειρωνεία του ποιητή, ριζωμένη στην απελπισία, έθελξε τον Schubert και το φορτίο των συναισθημάτων εκφράσθηκε με συγκοπτόμενους τόνους.
Ο επερχόμενος θάνατος συμβολίζεται μέσα από την τραχύτητα του ρυθμού και η συμβολοποίησή του έχει το ένδυμα του χειμώνα. Στην εξαίρετη μελέτη του Άγλλου τενόρου Ian Bostridge «Schubert’s Winter Journey: Anatomy of an Obsession» αναφέρεται πως στην πορεία του Σουμπερτ υπάρχει η αίσθηση ενός μυστηρίου που γίνεται κατανοητό μετά το θάνατο, όπως με το Χριστό στον Κήπο της Γεσθημανή.
Παρά τον ελαφρύ φόρτο της ρομαντικής ρητορικής, ο Κύκλος του Χειμώνα έχει μια υπερβατική ποιότητα που μεταμορφώνει αυτό που τόσο εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράθεση στίχων που εκφράζουν την ερωτική απογοήτευση. Παρά το αυστηρό του ύφος το έργο είναι ένα από τα «μεγάλα πανηγύρια του μουσικού ημερολογίου» που αγγίζει την καρδιά του φιλόμουσου ακροατή, ακόμη και στις παύσεις, προκαλώντας συναισθήματα ανάλογα με τα Πάθη του Bach. Γιατί το ταξίδι, είναι και περίπατος, ξεκίνημα μιας νέας ζωής, μαγεία, αναζήτηση, πορεία προς τα εμπρός, περιπλάνηση, προσκύνημα, ακόμα και αγώνας , «χειμώνας αισθηματικός», ταξίδι πλούσιο σε αποχρώσεις που φανερώνει, πέρα από τα όρια της χειμερινής περιόδου με τις οδυνηρές ατμοσφαιρικές εκδηλώσεις, την τελική εποχή, όπου ο βασιλεύει ο θάνατος, η σιωπή, η μοναξιά, η απελπισία, το τίποτα.
Ακόμη κι αν σήμερα, επισημαίνει ο Bostridge, το λυρικό τραγούδι που συνοδεύεται από πιάνο δεν αποτελεί πλέον μέρος του καθημερινού πολιτιστικού βιώματος και έχει χάσει την μοναδική υπεροχή του στην αίθουσα συναυλιών, αυτή η εξιδεικευμένη σύνθεση συνιστά αναμφισβήτητα ένα σπουδαίο έργο τέχνης το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται ως εξίσου σημαντικό όπως η ποίηση των Shakespeare και Dante, η ζωγραφική των Van Gogh και Pablo Picasso, το μυθιστόρημα του Marcel Proust. Με το έργο του ο Schubert αναδεικνύεται ως ο συνθέτης του πόνου. «Ο άνθρωπος υπομένει τη δυστυχία χωρίς να παραπονιέται, αλλά την αισθάνεται με πολύ περισσότερο πόνο», γράφει το 1816. Το θάρρος δεν εκφράζεται επομένως απαραίτητα στον αγώνα ενάντια στην κατάστασή του αλλά στην αποδοχή και τη μετάλλαξη του.
Η μουσική, καρπός αυτής της μεταμόρφωσης, δεν είναι διατεταγμένος θόρυβος, είναι η έκφραση αυτής της σιωπής, η υπέρτατη πραγμάτωση του σιωπηλού τραυματισμού. Ο Schubert είναι αποκαλυπτικός στις εξομολογήσεις τους «Γιατί μας προίκισε ο Θεός με συμπάθεια;». Να αγαπάς είναι να υποφέρεις. Το να ζεις είναι να αγαπάς να υποφέρεις. Αυτή η μοιραία έλξη της ευχαρίστησης και του πόνου ανθίζει σε μελαγχολική απόλαυση και απελπισία. Μπορεί να λυθεί μόνο με το θάνατο. Αυτή η διπλή φύση του Schubert που τον οδηγεί να συγχέει τη χαρά και τη θλίψη βρίσκεται στη διφορούμενη τονικότητά του. Γελάει σε μινόρε και κλαίει σε ματζόρε. Στη συνέχεια γελάει και κλαίει ταυτόχρονα, είτε σε ματζόρε είτε σε μινόρε.
Σε συνθήκες επώδυνες πριν το τέλος της ζωής του ο Schubert συνεχίζει να συνθέτει έργα ως την τελευταία του πνοή, αν και ξέρει ότι είναι απίθανο να δημοσιευτούν αδιαφορώντας εάν δεν ευχαριστούν κανένα και δεν συμβάλλουν στην επιβίωσή του: «Καλύτερα να πεθαίνω από την πείνα παρά να σπιλώσω το όνομά μου«. Πάνω απ’ όλα, και αυτή είναι η ύψιστη μορφή θάρρους και αξιοπρέπειας που δείχνει πως ο Schubert δεν φοβάται τον θάνατο και, όπως ο Μότσαρτ, είναι συμφιλιωμένος με αυτόν. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη στάση του όταν συνθέτει το Χειμωνιάτικο Ταξίδι στο ακραίο όριο της δύναμης του, αλλά και στη μουσική του γλώσσα. Δεν φοβάται να διερευνήσει με καινοτόμα διάθεση τις πιο «επικίνδυνες» περιοχές της αρμονίας, να τολμήσει τις πιο τολμηρές διαμορφώσεις με κίνδυνο να μην γίνει κατανοητός από τους πιο πιστούς ακροατές του. Δεν διστάζει να μελετήσει πιο σοβαρά τη φούγκα και την αντίστιξη τους τελευταίους μήνες της ύπαρξής του για να παραμείνει πιστός σε ένα ιδεώδες που είχε ορίσει στα νιάτα του: «τα έργα μου να είναι η αντανάκλαση της μουσικής μου γνώσης και του πόνου μου. Γιατί ακόμη και στην χειμωνιάτικη περιπλάνηση ενός άνδρα, προδομένου από τον έρωτα του, μέσα στο βαρύ χειμώνα της απελπισίας του η ανελέητη διαδρομή της μοναχικής συντριβής του κρύβει το χειμερικό ονειρο του έρωτα.
Όπως θαυμάσια έγραψε ο Διονύσης Καψάλης στο πρόγραμμα μιας παράστασης με μεταγραμμένα στη γλώσσα μας «τα εικοσιτέσσερα γερμανικά τραγούδια του Χειμωνιάτικου Ταξιδιού, από την εναρκτήρια Καληνύχτα έως τον ακροτελεύτιο Leierman, τον πλανόδιο οργανοπαίχτη, πού στοίχειωσε στη φαντασία μας και διαπορεύεται, παρέα με τον Tambourine Man του Μπὸμπ Ντύλαν», το έργο του Schubert εξακολουθεί να είναι επίκαιρο εκφράζοντας «την έρημο των ήμερών μας με το ίδιο ανοιξιάτικο όνειρο στην καρδιά του χειμώνα».
Σχόλιο
Μια ξεχωριστή εκτέλεση της Καληνύχτας «Gute Nacht» από το Χειμωνιάτικο Ταξίδι (Winterreise) του Schubert από τον μπάσο βαρύτονο Thomas Quasthoff και τον Αργεντινο-Ισραηλίτη πιανίστα και διευθυντή ορχήστρας Daniel Barenboim.
Ο Thomas Quasthoff γεννήθηκε με σοβαρά γενετικά ελαττώματα που προκλήθηκαν από τη θαλιδομίδη, όταν η μητέρα του ήταν έγκυος. Δεν του επιτράπηκε να σπουδάσει στο μουσικό ωδείο του Ανόβερου, εξ αιτίας της σωματικής του αδυναμίας να παίξει πιάνο, παρά λόγω της έλλειψης δεξιοτήτων που απαιτούνταν για την εισαγωγή στο ωδείο. Μελέτησε τραγούδι ακολουθώντας ιδιωτικά μαθήματα. Σπούδασε επίσης Νομική για τρία χρόνια.
Στη
σταδιοδρομία του ως μουσικός βραβεύθηκε επανειλημμένα και αναδείχθηκε σε
σημαντική μορφή στο χώρο της λυρικής μουσικής.
Ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, Daniel Barenboim, είναι πολιτογραφημένος Ισπανός και
Παλαιστίνιος. Είναι γενικός μουσικός διευθυντής στην Deutsche Staatsoper Berlin
και στην Staatskapelle Berlin. Προηγουμένως υπήρξε διευθυντής ορχήστρας στην
Chicago Symphony Orchestra, στην Orchestre de Paris και την La Scala του
Μιλάνου.
Ο Μπάρενμποϊμ είναι επίσης γνωστός για τη συνεργασία του με την West–Eastern Divan Orchestra, μία ορχήστρα με έδρα τη Σεβίλλη, η οποία αποτελείται από νεαρούς Άραβες και Ισραηλινούς μουσικούς. Γνωστός είναι επίσης για την κριτική που ασκεί στους Ισραηλινούς για την κατοχή σε εδάφη της Παλαιστίνης. Για το έργο του έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία παγκοσμίως, μεταξύ αυτών 7 βραβεία Grammy για τη δουλειά του και τη δισκογραφία του.
ΠΗΓΗ: 31.12.2019, https://www.facebook.com/panagiotis.sotiropoulos.39/posts/3269029369790295
Σημείωση από τΜτΒ: Ευχαριστώ τον συγγραφέα για τη δυνατότητα ανάρτησης μαζί με τις καλύτρες ευχές μου!
* Ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος είναι εκπαιδευτικός, European School of Brussels III.