Το βιβλίο δείχνει τη σημασία της διεπιστημονικής κατανόησης των προβλημάτων που μας απασχολούν σήμερα. Ο συγγραφέας δείχνει ότι στον πολυεπίπεδο κόσμο μας χρειάζεται πολυεπίπεδη αντιμετώπιση των προβλημάτων. Το πολυεπίπεδο αυτό βιβλίο τολμά, έτσι, να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα που μας περιβάλλει και αποπειράται να την κατανοήσει, να της ασκήσει κριτική, να προτείνει λύσεις. Στην προσπάθειά του αυτή ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο και τη θεολογία. Μια θεολογία μεστή, ζωντανή, χωρίς ηθικολογίες, με αναζήτηση της ουσίας της που είναι, βέβαια, ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου. Στο βιβλίο του Παναγιώτη, η θεολογία παρουσιάζεται όχι ως ένα περιθωριακό φαινόμενο, αλλά ως άξονας πάνω στον οποίο κινείται η σκέψη του για να ξεπεράσει τον σύγχρονό μας ατομικισμό και να αναζητήσει τον συλλογικό άνθρωπο. Φεύγει από την σύγχρονη ατομικιστική λογική «ο άλλος είναι η κόλασή μου» και μας δείχνει ένα τρόπο ζωής όπου «ο άλλος είναι ο Παράδεισός μου». Οι πορείες μας δεν είναι πορείες παράλληλες και ασύμπτωτες στο βιβλίο αυτό, είναι πορείες ταυτόσημες. Μαζί προχωρούμε στη Βασιλεία του Θεού, αγωνιζόμενοι στο άθλημα της αγάπης που μας καθιστά μαθητές του Κυρίου και όχι ο καθένας κλεισμένος στον ξεπερασμένο και θνητό εαυτό. Ο συγγραφέας, συχνά με πάθος, κτυπά τη θανατίλα που ζέχνει ο ατομικισμός χρησιμοποιώντας τα βέλη της ζωής που αναδύεται από την καθολική σωτηρία που φέρνει ο αναστημένος Χριστός.
Πέρα, όμως, από αυτά, δεν θα μπορούσε κανείς να μην παρατηρήσει τον εντυπωσιακό πράγματι τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας εμβαθύνει στα θέματά του. Χτίζει τη σκέψη του πέτρα την πέτρα και αφού πρώτα θέσει το ασάλευτο θεμέλιό του. Θα αναφέρω δυο μόνο σχετικά παραδείγματα.
Το πρώτο είναι το κείμενό του για τη στάση της νεολαίας απέναντι στον Χριστό και την Εκκλησία (σσ. 152-62), για το οποίο μας πληροφορεί ο ίδιος ότι γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στο περιβάλλον των αριστερών ιδεών της εποχής και της απαξίωσης της εκκλησιαστικής ηγεσίας, λόγω της συνεργασίας με τη δικτατορία. Ο συγγραφέας ξεκινά από τα ουσιώδη: με συντομία, αλλά και σαφήνεια, εξηγεί τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού και αποσαφηνίζει τι σημαίνει «αμαύρωση του κατ’ εικόνα». Δίνει το νόημα της αμαρτίας και μόνο τότε αρχίζει να αναμετράται με το θέμα του, όπου εκφράζει και τα αιτήματά του έναντι των ανθρώπων της Εκκλησίας, εναντίον των οποίων – νεότατος και ο ίδιος τότε – δεν διστάζει να εξακοντίσει την κατηγορία ότι έχουν καταστήσει εντελώς άγνωστο τον Χριστό και έχουν αποστασιοποιηθεί πλήρως από την κοινωνία, τα προβλήματά της και, ασφαλώς, τη νεολαία. Για το πρώτο αυτό παράδειγμα, θα ήθελα να προσθέσω ότι μου φάνηκε κάπως τετριμμένο σήμερα το αίτημα «να κατέβει στο πεζοδρόμιο» η Εκκλησία «στο εργοστάσιο, στο σχολείο, στο γυμναστήριο, στο καφενείο, στο φτωχικό καλύβι. Να έλθει κοντά στον λαό» (σ. 161). Ύστερα, όμως, σκέφθηκα ότι το αίτημα μοιάζει τετριμμένο, αλλά, ως μη όφειλε, παραμένει επίκαιρο. Αντίθετα, από ότι ίσως θα έπρεπε πάσχουμε πράγματι από έλλειψη εκκλησιαστικών ανθρώπων που να διαλέγονται με την κοινωνία μας. Ασφαλώς υπάρχουν λαμπρά τέτοια παραδείγματα, αλλά νομίζω ότι ακόμα και σήμερα δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται, μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, τι συμβαίνει στην κοινωνία, τι βασανίζει τους ανθρώπους, τι απασχολεί τους περισσότερους από τους πολίτες ή και τους όλο και περισσότερους συμπολίτες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Δεν φαίνεται να έχουμε συζητήσει την πολυπολιτισμικότητα, το προσφυγικό ζήτημα, τη μετανάστευση και άλλα όμοια.
Άλλο ένα τέτοιο εντυπωσιακό παράδειγμα που δείχνει τη σκέψη του συγγραφέα είναι η κάπως παράδοξη προσέγγισή του στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, το στυγερό αυτό έγκλημα της ναζιστικής θηριωδίας (σσ. 172-9). Πιο ώριμο κείμενο του συγγραφέα, αφού γράφτηκε το 2004, το ονόμασα παράδοξο γιατί είναι μια ου προσέγγιση. Εξηγούμαι: Περιμένει κανείς να ασχοληθεί ο συγγραφέας με το γεγονός και τις μνήμες ή να προβληματιστεί, όπως προϊδεάζει τον αναγνώστη του, με την εμπορική εκμετάλλευση του γεγονότος. Εκείνος, όμως, ξεκινά με την ανάλυση της έννοιας ολοκαύτωμα, κατόπιν εξετάζει την έννοια στην Παλαιά Διαθήκη και στη συνέχεια την προβάλει στο πρόσωπο του Χριστού και στη θυσία Του. Η εντύπωσή μου ήταν ότι είμαστε ακόμα στην προετοιμασία. Αφού έθεσε τις προϋποθέσεις του, ο συγγραφέας θα περάσει στο κύριο θέμα του. Έκπληξη! Αντ’ αυτού, στο κείμενό του, ακολουθεί ο … επίλογος! Εκεί μόνο θέτει το ερώτημα του προβληματισμού πάνω στο φοβερό γεγονός, αντί για την εμπορική του εκμετάλλευση, ερώτημα που αφήνει αναπάντητο. Θέτει τα θεμέλια της σκέψης του, αλλά δεν κτίζει το οικοδόμημά του· την εργασία αυτή αφήνει στον αναγνώστη του, αν βέβαια ο τελευταίος θέλει να την αναλάβει με αυτές ή παρόμοιες προϋποθέσεις. Με αυτή την έννοια, ο συγγραφέας δεν προχωρά μόνος· αναζητά παρέα: είναι ο συγγραφέας του συλλογικού ανθρώπου.
Θεολογία και πολιτική
Βασικό και ήδη διακηρυγμένο από τον τίτλο πρόταγμα του συγγραφέα είναι η έννοια της συλλογικότητας. Για να το πούμε απλούστερα, η ανάγκη από το εγώ να πάμε στο εμείς. Αν σκεφθούμε με θεολογικούς όρους, ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ομοίωσις Θεώ, όχι βέβαια με την ηθική έννοια της πλατωνικής αρετής, αλλά με την υπαρκτική έννοια της εν Χριστώ ζωής: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός». Η Σάρκωση του Λόγου δίνει και τον τρόπο επίτευξης του σκοπού: η αγάπη προς «Κύριον τον Θεόν εξ όλης της ισχύος και της διανοίας» περνά μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον «ως εαυτόν». Θεούμενος άνθρωπος χωρίς τον πλησίον δεν νοείται.
Με αυτή την έννοια, και όχι, όσο μπορώ να καταλάβω, με την απόλυτη αριστοτελική έννοια, ο άνθρωπος, ως ζώο θεούμενο, είναι και ζώο πολιτικό. Για τον ίδιο λόγο και η πολιτική θεολογία δεν είναι μόνο σύγχρονο ζητούμενο, αλλά είναι κάτι που απασχόλησε και τους εκκλησιαστικούς ανθρώπους στο παρελθόν. Δεν ξενίζει, λοιπόν, καθόλου το γεγονός ότι ο διάλογος θεολογίας και πολιτικής απασχόλησε και τον συγγραφέα. Υπάρχουν πολλές σχετικές ενδιαφέρουσες όψεις της σκέψης του. Θα μου επιτρέψετε, όμως, να κάνω μερικές δικές μου σκέψεις που οι δικές του μου δημιούργησαν.
Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι η πολλά ορίζουσα νιότη του σχετίζεται με τα τέλη της δεκαετίας του 1970, σε ένα περιβάλλον αριστερής πρωτοπορίας και εκκλησιαστικής καχεξίας, λόγω συνεργασίας με τη χούντα. Για να τοποθετήσουμε, όμως, τα πράγματα στην ιστορική τους θέση θα πρέπει να πούμε ότι η θεολογία διαλέχτηκε μεταπολεμικά με την πολιτική στο ελληνοχριστιανικό περιβάλλον που, παρά τον επαρχιωτισμό που του επέρριπτε ο Χρήστος Γιανναράς, κυριάρχησε πλήρως τόσο στην εκκλησιαστική όσο και στην πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, ενώ υποστηρίχθηκε θερμά από δυνατούς διανοουμένους. Ακροθιγώς μόνο αναφέρω ως τέτοιο παράδειγμα τον ξεχασμένο και παρεξηγημένο, αλλά ρωμαλέο Αλέξανδρο Τσιριντάνη. Με τη χούντα, όμως, ο ελληνοχριστιανισμός αυτός χρεοκόπησε. Με τη Μεταπολίτευση του 1974 προέκυψε, ως ιστορικοθεολογική αναγκαιότητα, αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «χριστιανομαρξιστικό διάλογο». Σε ορισμένα από τα θεολογικοπολιτικά κείμενα του συγγραφέα – αν και όχι όλα – όπως αυτό για τη νεολαία που προαναφέρθηκε, ο διάλογος θεολογίας και πολιτικής φαίνεται να είναι διάλογος θεολογίας και αριστεράς.
Το σημείο αυτό του ανά χείρας βιβλίου υποδεικνύει και ένα κενό στη σύγχρονη βιβλιογραφία: έχουν γραφθεί σκέψεις για τη θεολογία και την πολιτική, ή, στα πλαίσια της κάπως σήμερα παρωχημένης Μεταπολίτευσης, για τη θεολογία και την αριστερά. Αλλά δεν έχουμε ένα διάλογο, εύρωστο και ρωμαλέο, για το τι είναι πολιτική για τη θεολογία, τι είναι εξουσία, πώς μπορεί η θεολογία να πολιτεύεται και πώς να βλέπει την εξουσία. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει εξ όσων γνωρίζω, ένας θεολογικός διάλογος ή μια θεολογική κριτική σε πολιτικά συστήματα και ιδεολογίες. Ο συγγραφέας εδώ, μας δείχνει μια τέτοια κριτική όταν χρησιμοποιεί οξεία γραφίδα για να αναμετρηθεί με τον καπιταλισμό, τον οποίο θεωρεί το σύγχρονο κακό που πλήττει την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την ανάγκη για κοινή πορεία. Και άλλοι διανοητές που έζησαν στην Ελλάδα της δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης έγραψαν ανάλογα κείμενα. Δεν άσκησαν, όμως, κριτική στον σοσιαλισμό. Σε Ρώσους διανοουμένους, για παράδειγμα, ο καπιταλισμός μοιάζει με ευχάριστη ενασχόληση. Το υπέρτατο κακό είναι ο σοσιαλισμός. Πώς θα τα συγκεράσουμε αυτά; Πού θα βρούμε μια νηφάλια κριτική, τόσο αναγκαία σήμερα;
Ο σύγχρονος κόσμος μας δεν θέλει τη θεολογία ισχυρή με λόγο κριτικό. Τη θέλει ευνουχισμένη και φιμωμένη. Αρέσει η μορφή του θεολόγου, όπως ο Καλογήρου στην προαναφερθείσα ταινία. Αυτόν τον ρόλο τον αποδέχονται σήμερα και πολλοί θεολόγοι, που, αν και μοιάζουν μοντέρνοι, και ασχολούνται με σύγχρονα θέματα, το κάνουν τοποθετώντας τη θεολογία σε θέση μειονεκτική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ερώτημα ενός ολοκλήρου θεολογικού συνεδρίου: συνάντησε η Ορθόδοξη θεολογία τη νεωτερικότητα, τον σύγχρονο πολιτισμό μας; Αρχικά, δεν υποπτεύτηκα το αβυσσαλέο κενό του ερωτήματος αυτού. Σκεπτόμενος συχνά ιστορικά, θεώρησα το ερώτημα έγκυρο και έντιμο. Διαβάζοντας, όμως, τις σκέψεις κάποιων θεολόγων πάνω στο ερώτημα αυτό, διαπίστωσα ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας θεωρούνταν κάτι προγραμματικά θετικό. Η νεωτερικότητα είχε θετικό πρόσημο. Μπόρεσε η θεολογία να συναντήσει αυτό το όμορφο θετικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας, τον σύγχρονο πολιτισμό μας; Περιττό να σας πω ότι η Ορθόδοξη θεολογία συχνά εγκαλούνταν γιατί δεν τα είχε καταφέρει.
Όχι! Η θεολογία, ο λόγος του Χριστού και η σωτηρία που φέρνει στον κόσμο, δεν οφείλει μόνο να διαλέγεται με τον κάθε μορφής σύγχρονο κόσμο, αλλά και να του ασκεί κριτική· γιατί παρά τα επιτεύγματά του, ο σύγχρονος πολιτισμός μας είναι και άσχημος και απεχθής και φοβερός. Και αυτό δείχνει με την οξεία συχνά γλώσσα του ο συγγραφέας. Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε δεν καλύπτει το βιβλιογραφικό κενό για μια σύγχρονη Ορθόδοξη πολιτική θεολογία. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός του. Το υποδεικνύει, όμως, και δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο είναι αυτό σωστότερο να γίνει. Με τη γλώσσα της αυτοκριτικής, αλλά και της – σκληρής στην ανάγκη – κριτικής.
Επίλογος
Όλες αυτές οι σκέψεις γεννήθηκαν ή αναπτύχθηκαν με την ανάγνωση του βιβλίου αυτού. Ο Παναγιώτης κατόρθωσε να ενθουσιάσει και να προβληματίσει έναν αναγνώστη του τόσο πολύ και να του γεννήσει ερωτήματα τόσα πολλά – έχω κι άλλα, περιορίστηκα σε λίγα μόνο – ώστε νομίζω πως ούτε ο αναγνώστης ούτε ο συγγραφέας έχασαν τον χρόνο τους.
* Ο Λάμπρος Αναστ. Ψωμάς είναι Θεολόγος – Ιστορικός.
Σημείωση από τΜτΒ: Η βιβλιοπαρουσίαση αυτή έγινε στο Ναύπλιο (Βουλευτικό) στις 7 Δεκέμβρη 2019. Πιο συντομευμένη έγινε στην Κόρινθο στις 21 Ιουνίου 2019.