Στις εκλογές αυτές συγκρούονται δύο πολύ διαφορετικές ριζοσπαστικές αντιλήψεις, μία ριζοσπαστική αριστερή πρόταση και μία ριζοσπαστική δεξιά έως ακροδεξιά πρόταση. Πάντα βεβαίως με την όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία επιφύλαξη ότι, αυτά που λένε οι δυνάμεις που συγκρούονται για να κερδίσουν τις εκλογές έχουν σχέση με τα όσα θα κάνουν μετά από αυτές.
Και αυτό όμως να μη γίνει, το γεγονός ότι τόσο οι Συντηρητικοί, όσο και οι Εργατικοί βρίσκονται στην ανάγκη να μετατοπίσουν σε «ακραίες», «ριζοσπαστικές» θέσεις τη ρητορεία τους, για να ανταποκριθούν στη ζήτηση της κοινωνίας, ενώ καταποντίζονται οι διάφοροι ενδιάμεσοι «κεντρώοι», επιβεβαιώνει ότι η ίδια η κατάσταση είναι «ακραία».
Επιβεβαιώνει δηλαδή το συμπέρασμα ότι παραμένουμε εντός του πλαισίου της τρίτης, τόσο βαθειάς, συστημικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού στην ιστορία του. Η κρίση άρχισε το 2008, είναι υπεύθυνη και για τη μεγαλύτερη κρίση της ΕΕ στην ιστορία της και δεν έχει, έως τώρα, εμφανισθεί ορατή διέξοδος. ‘Όπως μας διδάσκει η Ιστορία, από την ίδια τη φύση της μια τέτοια κρίση εγκυμονεί τον κίνδυνο πολύ μεγάλων πολέμων και οικολογικών καταστροφών.
Η πρώτη τόσο βαθειά κρίση, του 1870-80 προκάλεσε αρχικά τη μαζική εμφάνιση του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας και, τελικά, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση, χωρίς την οποία πιθανώς δεν θα γινόταν και η Κινεζική.
Η δεύτερη, του 1929, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του Ναζισμού, το New Deal του Ρούζβελτ στις ΗΠΑ, τον 2o Παγκόσμιο Πόλεμο και τις αντιαποικιακές επαναστάσεις που τον ακολούθησαν.
Η κρίσιμη διαφορά της παρούσας από τις προηγούμενες δύο κρίσεις, είναι ότι η ανθρωπότητα, μετά το 1945, έχει αναπτύξει παραγωγικές δυνάμεις και τεχνολογίες ικανές να καταστρέψουν για πάντα τη ζωή στον πλανήτη.
Για να ξαναγυρίσουμε στη Βρετανία, πίσω από τον Μπορίς Τζόνσον συσπειρώνεται τώρα ένα σημαντικό τμήμα του βρετανικού και παγκόσμιου κατεστημένου, ο Τραμπ, η Alt-Right, οι Νεοσυντηρητικοί, το Ισραήλ του Νετανιάχου και τα διάφορα λόμπυ του, μεταξύ άλλων.
Η δική τους διέξοδος από την κρίση συνίσταται στην ένταση των πολιτικών λιτότητας, με κατεδάφιση όποιου στοιχείου απομένει από κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα στη Δύση και στην ένταση των πολέμων τόσο κατά του φυσικού και βιολογικού κεφαλαίου της ανθρωπότητας, όσο και κατά των «εξωτερικών εχθρών» της Δύσης (Ισλάμ, Ρωσία, Κίνα, Τρίτος Κόσμος).
Αποσκοπούν πιθανώς στον κατακερματισμό της ΕΕ, για λόγους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς για τους οποίους την εχθρεύονται οι επικριτές του νεοφιλελευθερισμού, και κυρίως γιατί μακροχρόνια υπονομεύει το δολλάριο και τη χρηματοδότηση της αμερικανικής οικονομίας και αυξάνει τη διεθνή επιρροή της Γερμανίας, ενώ ένα μεγάλο σύνολο όπως η ΕΕ δεν είναι εύκολος αντίπαλος στην προσπάθεια Τραμπ να αναθεωρήσει τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις προς όφελος των ΗΠΑ. Το «μισο-Brexit» του Τζόνσον δεν οδηγεί στην απαλλαγή της Βρετανίας από τον ευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό, αλλά στη δορυφοροποίηση μάλλον του Λονδίνου από την Ουάσιγκτων και την ακόμα πιο ενεργή συμμετοχή του στους πολέμους της Μέσης Ανατολής και την περικύκλωση της Ρωσίας.
Σημειωτέον ότι, αν η συγκυρία το επιτρέπει, αυτές οι δυνάμεις θα μπορούσαν να ευνοήσουν και την έκρηξη ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, που εξαρτάται όμως και από αρκετούς άλλους παράγοντες. Εμπειρικά πάντως, αξίζει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό, ότι η τωρινή ένταση των προβλημάτων μας με την Τουρκία συμπίπτει με τις εξαιρετικές σχέσεις Ερντογάν και Τραμπ.
Το μεγάλο όπλο αυτών των δυνάμεων είναι ότι κατάφεραν εν πολλοίς να οικειοποιηθούν τη δυσφορία από την κρίση της ΕΕ και τις πολιτικές λιτότητας, εμφανιζόμενες ως υπερασπιστές των λαϊκών στρωμάτων. Ο Τζόνσον δεν κατεβαίνει στις εκλογές ως αυτός που πραγματικά είναι και για αυτά που πραγματικά θα κάνει, αλλά εγκολπούμενος το Brexit, που μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης της Αγγλίας θεωρεί ως το σύμβολο της «επανάστασής» της εναντίον του «συστήματος».
Οι Βρετανοί Συντηρητικοί βοηθήθηκαν αφάνταστα σε αυτόν τον στρατηγικό ελιγμό από την κατάληξη του πειράματος ΣΥΡΙΖΑ, που εμφάνισε την παγκόσμια και όχι μόνο ελληνική αριστερά ως ανίκανη, αν όχι απρόθυμη δύναμη να προστατεύσει εν τέλει τα λαϊκά στρώματα.
Έχουμε, τηρουμένων φυσικά πάρα πολλών αναλογιών, μια sui generis επανάληψη της εμπειρίας του μεσοπολέμου, έστω και με λιγότερο δραματικό τρόπο. Τότε, οι Εθνικοσοσιαλιστές, μην ξεχνάμε τον τίτλο τους, κέρδισαν τις εκλογές στη Γερμανία, όχι ως συντηρητική, αλλά παριστάνοντας την επαναστατική δύναμη όχι ως όργανα αλλά ως αντίπαλοι του μεγάλου Κεφαλαίου. Εκμεταλλεύτηκαν τη δυσφορία των λαϊκών μαζών για να πάρουν την εξουσία και στη συνέχεια την έθεσαν στη προσπάθεια του ίδιου του κεφαλαίου να βρει διέξοδο στην επέκταση προς Ανατολάς και όλης της Δύσης να ξεμπερδεύει με τη σοβιετική Ρωσία.
Εννοείται ότι όλος αυτός ο σχεδιασμός ευνοείται αφάνταστα όχι μόνο από την κρίση της ευρωπαϊκής αριστεράς, αλλά και από την ίδια την ΕΕ και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες παραδόθηκαν σε τέτοιο βαθμό στις μεγάλες παγκόσμιες τράπεζες, ώστε εφαρμόζουν στο ακέραιο τις εντολές τους, καταστρέφοντας παραδειγματικά ένα μέλος της ΕΕ (την Ελλάδα), αλλά και το κοινωνικό κράτος σε όλη την ήπειρο, προκαλώντας τεράστια δυσφορία και αναζήτηση νέων πολιτικών διεξόδων.
Aπέναντι από τον Τζόνσον έχουμε ένα πολύ μαζικό για τα δεδομένα της εποχής, ίσως το μαζικότερο στην Ευρώπη, σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμιστικό κόμμα της αριστεράς μεν, με επικεφαλής μια ριζοσπαστική ηγεσία δε.
Το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα των Εργατικών είναι το πρώτο που εμφανίζεται σε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα μετά το 1981 επαγγελλόμενο μια πολύ ριζοσπαστική τομή με έναν νεοφιλελευθερισμό που οδήγησε ήδη σε μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και οικολογικές κρίσεις της παγκόσμιας ιστορίας.
Το οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό πρόγραμμα των Εργατικών του Κόρμπιν συνιστά, μαζί με τις ιδέες της αριστεράς του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος, γύρω από τον Σάντερς, σχέδιο ριζικής αλλαγής υποδείγματος, που εμφανίζεται εδώ και πολλές δεκαετίες σε δυτική χώρα. Το πολύ ενδιαφέρον της πρότασης Κόρμπυν είναι ότι δεν ζητά απλώς αυξημένο κρατικό ρόλο στην οικονομία, αλλά επιχειρεί, μέσω πολύ σημαντικών καινοτομιών, όπως η συμμετοχή των εργαζομένων και ο κοινωνικός έλεγχος των επιχειρήσεων να αντιμετωπίσει τα προβλήματα γραφειοκρατίας των κλασικών κρατικών επιχειρήσεων, αλλά και τη χρήση τους προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων.
Σε σχέση με το Brexit, οι Εργατικοί παραμένουν ασαφείς, η τουλάχιστο γίνονται αντιληπτοί ως τέτοιοι και αποδέχονται ένα δεύτερο δημοψήφισμα, μεταξύ της συμφωνίας αποχώρησης που θα αποσπάσουν από την ΕΕ και της παραμονής.
Να σημειώσουμε επίσης ότι τυχόν εκλογή του Κόρμπιν συνεπάγεται επίσης ριζική στροφή της διεθνούς πολιτικής της Βρετανίας, σε θέματα όπως η Μέση Ανατολή, ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων και η δυτική υποστήριξη προς την επιβολή αυταρχικών καθεστώτων στη Λατινική Αμερική και ένα πρωταγωνιστικό ρόλο του Λονδίνου στον αγώνα να σταματήσουμε, αν πλέον προλαβαίνουμε, την καταστροφή της ζωής στον πλανήτη μέσω της κλιματικής αλλαγής.
Η Αχίλλειος πτέρνα των Εργατικών
Αν τελικά οι Εργατικοί του Κόρμπιν χάσουν τις εκλογές, όπως μας λένε οι δημοσκόποι, δεν θα τις χάσουν εξαιτίας του προγράμματός τους, θα τις χάσουν γιατί δυσκολεύονται να εκφράσουν το τμήμα μιας διαρκώς υποβαθμιζόμενης εργατικής τάξης για το οποίο το Brexit υπήρξε το σύμβολο της εξέγερσής της κατά του «συστήματος» και για το οποίο η τήρηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος συνιστά πράξη λαϊκής κυριαρχίας.
‘Όταν ο Κόρμπιν έβαλε υποψηφιότητα για αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, το 2015, του έδιναν μία πιθανότητα στις διακόσιες. Η εκλογή του εξέφρασε την ίδια εξέγερση που εκδηλώθηκε αργότερα και με το Brexit. Τώρα αυτό το ποτάμι έχει διασπαστεί και το αποτέλεσμα των εκλογών θα κριθεί από το αν και πόσο γρήγορα θα μπορέσει ο Κόρμπιν να γεφυρώσει το χάσμα, που είναι εν μέρει και κοινωνικό.
Από τη μία έχουμε πιο λαϊκά και εργατικά στρώματα, που έχουν πολύ πιεστικά βιοτικά προβλήματα και τη συσσωρευμένη οργή και απελπισία που έχουν συσσωρεύσει επί δεκαετίες και που συνδέονται περισσότερο με την «παληά», βιομηχανική Αγγλία. Από την άλλη έχουμε το «πρεκαριάτο», νεολαία που τρέχει από τη μια προσωρινή δουλειά στην άλλη και το κατώτερο στρώμα της «μικροαστικής τάξης», ή που θέλει να είναι τμήμα της, που δεν συνδέεται ιδιαίτερα με τη χώρα του, ταξιδεύει και αισθάνεται το ίδιο άνετα σε όλη την Ευρώπη, έχει περισσότερες αυταπάτες για την ευκολία μεταρρύθμισης του καπιταλισμού, αλλά και δυνατότητα και διάθεση να σκέφτεται και γενικότερα προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή. Στο πρώτο μοιάζει να κυριαρχεί περισσότερο η απελπισία, στο δεύτερο η ελπίδα. Σημειωτέον εξάλλου ότι η ΕΕ δεν εμφανίστηκε πρακτικά ως σοβαρό πρόβλημα στη Βρετανία. Συχνά ήταν το Λονδίνο που έβαζε φρένο σε σχετικά προοδευτικά μέτρα των Βρυξελλών, παρά το αντίθετο.
Ορισμένα στελέχη των Εργατικών υποστηρίζουν ότι το Brexit δεν είναι το πιο σημαντικό θέμα. Μπορεί να έχουν δίκηο. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η ΕΕ εξελίσσεται πολύ γρήγορα σε ολοκληρωτική, εντελώς απαράδεκτη δομή. Το ζήτημα όμως δεν είναι εκεί, είναι στο ποια ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων θα την αντικαταστήσει.
Και η ΕΣΣΔ αίφνης ήταν μια εντελώς απαράδεκτη δομή, ο τρόπος όμως και η κατεύθυνση στην οποία διαλύθηκε απετέλεσε μια τεράστια ιστορική οπισθοδρόμηση και τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην ιστορία της βιομηχανικής εποχής, με εξαίρεση τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Επέτρεψε επίσης την εξαπόλυση μιας σειράς πολέμων στο εσωτερικό της πρ. ΕΣΣΔ, τη Γιουγκοσλαβία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Αν η ΕΕ διαλυθεί χαοτικά, σε μια πλειάδα μικρών κρατών που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους με κοινωνικό και οικολογικό dumping για ένα μερίδιο μιας συρρικνούμενης ζήτησης και θα είναι στο έλεος των μεγάλων τραπεζών και των Αμερικανών, μια τέτοια διάλυση δεν θα συνιστά ασφαλώς μεγάλη πρόοδο.
Είναι γεγονός ότι μια χώρα που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει ένα αντι-νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα θα συγκρουσθεί πολύ γρήγορα με την ΕΕ και ενδεχομένως θα είναι υποχρεωμένη να φύγει. Η αποχώρηση όμως από την ΕΕ δεν εξασφαλίζει αυτόματα, και από μόνη της, έναν μεγαλύτερο βαθμό εθνικής κρατικής κυριαρχίας σε περιβάλλον παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Ακόμα όμως κι αν έχουν αντικειμενικά κάποιο δίκηο, οι δηλώσεις των Εργατικών για τη σημασία του Brexit μαρτυρούν τουλάχιστο μια αμηχανία, αν όχι κάποια αλαζονεία και μπορεί να τους στοιχίσουν και τις εκλογές.
Το πως σκέφτονται τα λαϊκά στρώματα είναι πολιτικά το πιο κρίσιμο ζήτημα για ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα! Ο Λένιν, στον οποίο πολλοί προσάπτουν πάρα πολλά, όλοι όμως οι σοβαροί μελετητές του αναγνωρίζουν ότι ήταν μια μεγαλοφυία στην πολιτική στρατηγική, περιέγραψε κάποτε τους Μπολσεβίκους ως το μόνο ρεύμα του εργατικού κινήματος «που διεισδύει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, τα επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτά». Για να το κάνεις αυτό δεν φτάνει να λες στους ανθρώπους τι είναι σωστό, πρέπει να έχεις την ικανότητα να τους ακούς και να αλληπιδράς μαζί τους.
Τα κλειδιά της ηγεμονίας σε περίοδο κρίσης
Η εμφάνιση και του Κόρμπιν και του Τζόνσον αντανακλά, όπως ήδη είπαμε, το βάθος της συστημικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Βρετανία και το σύνολο της Δύσης. Όλη η ιστορική εμπειρία της προηγούμενης τέτοιας κρίσης, στη διάρκεια του μεσοπόλεμου δηλαδή, μας διδάσκει ότι κερδίζει στο τέλος η πιο αποφασιστική, η πιο σαφής και σταθερή, η δύναμη και ο ηγέτης που γίνονται αντιληπτοί ως οι πιο αξιόπιστοι και αποφασισμένοι να εφαρμόσουν τις ιδέες τους μέχρι το τέλος, αυτοί που είναι σε θέση να παρουσιάσουν μια πειστική πρόταση για το έθνος τους. Αυτό, σημειωτέον, το διδάσκει και η πολύ πιο πρόσφατη εμπειρία της ιλλιγιώδους ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα μεταξύ 2011 και 2015. Η ψυχολογία και προσωπικότητα των ηγετών και η σχέση τους με αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «εθνικό φαντασιακό» είναι οι δύο πιο κρίσιμοι παράγοντες.
Το 2011 είχα πολύ καλές σχέσεις με τον Αλέξη Τσίπρα. Σε μια συζήτηση που είχαμε τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς του είπα ότι σε αυτόν θάρθει στο τέλος η μπάλα. Δεν ήμουν μέντιουμ. Το συμπέρασμα το έβγαλα αφενός από μια ορθή όπως απεδείχθη διάγνωση του βάθους της κρίσης, αφετέρου από την εκτίμηση ότι, μετά το ΠΑΣΟΚ, ούτε η ΝΔ θα κατάφερνε να προτάξει κάποια αντίσταση στους Δανειστές. Με κύτταξε κατάπληκτος και μου είπε: «Μα εμείς δεν μπορούμε».
Του έδωσα θυμάμαι δύο συμβουλές, αν ήθελε να ηγηθεί της προσπάθειας αντίστασης της χώρας στους ξένους. Η μία να συμπεριφέρεται σαν να είναι ήδη Πρωθυπουργός, να μιλάει εξ ονόματος της χώρας, ώστε να ενσταλλαχθεί στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο η αίσθηση ότι είναι ο ηγέτης του ελληνικού λαού. Η δεύτερη ήταν να «υποδύεται» τον εαυτό του, αφού οι καλύτεροι ηθοποιοί είναι αυτοί ακριβώς που παίζουν τον εαυτό τους.
Το πρώτο το τήρησε διαρκώς, το δεύτερο κανα χρόνο. Από τις εκλογές ιδίως του 2012 και μετά άρχισε να χάνει τον αυθορμητισμό του και ταυτόχρονα να κάνει εκείνες τις επιλογές και να αποκτά εκείνες τις εξαρτήσεις που θα τον έβαζαν εν τέλει στις τροχιές που οδηγούσαν στο τρίτο Μνημόνιο.
Τώρα βέβαια δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι έκανα καλά που του έδινα αυτές ή και οποιεσδήποτε άλλες συμβουλές, παραγνωρίζοντας και τη σοφία του Γκαίτε, για τον οποίο «δεν υπάρχει πιο μεγάλο σφαλμα από το να δίνεις συμβουλές σε ανθρώπους που δεν μπορούν να τις εφαρμόσουν».
Αλλά μου ήταν αδύνατο τότε να προβλέψω το τέλος αυτής της ιστορίας. Και παρόλο που γνώριζα τα βαθειά εκφυλιστικά φαινόμενα που δρούσαν σε όλη την αριστερά, όπως και σε όλο το πολιτικό σύστημα, ήλπιζα πάντως ότι υπήρχε κάποιο όριο σε όσα θα δεχόταν να πράξει. Έβλεπα σε αυτόν τον άνθρωπο έναν δυναμικό, νέο και υποσχόμενο πολιτικό, τον μόνο σε όλο το υπάρχον πολιτικό προσωπικό που θα μπορούσε ίσως να αναλάβει το ρόλο του ηγέτη της απαραίτητης, όπως την έβλεπα, προσπάθειας αντίστασης και σωτηρίας της Ελλάδας.
Αν η προσωπικότητα και η ψυχολογία των ηγετών είναι ένας κρίσιμος παράγοντας, πολύ σημαντική είναι και η σχέση τους με το έθνος.
Βέβαια η λέξη έθνος συμβολίζει τελείως διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, από τη Γαλλία που διαδηλώνει με τα εθνικά σύμβολά της και όπου ο εθνικός ύμνος είναι ο ύμνος της επανάστασης του 1789 (που αργότερα, τροποποιημένος, χρησίμευσε ως το πρότυπο για τη Διεθνή), έως τη Γερμανία που και μόνο η σχετική αναφορά προκαλεί ανατριχίλα. Γι’ αυτό πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι εδώ, για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, χρησιμοποιούμε την λέξη έθνος ως συνώνυμο του λαού ενός δοσμένου κράτους.
Η έννοια του έθνους προκαλεί μεγάλες δυσκολίες και σύγχυση σε μεγάλο μέρος της δυτικής αριστεράς για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, όλοι οι Ευρωπαίοι σκέπτονται σε όρους εθνικούς κατ’ αρχήν και μετά ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους. Επιπλέον, οι άνθρωποι συσπειρώνονται γύρω από το έθνος τους, το κράτος τους, την οικογένεια τους και τους όποιους θεσμούς γνωρίζουν καλύτερα, σε περίοδο ανασφάλειας και κρίσης. ‘Η συσπειρώνονται γύρω από ένα ρωμαλέο, στέρεο ρεφορμιστικό ή επαναστατικό σχέδιο. Ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο κερδίζουν γιατί παριστάνουν τους επαναστάτες, όχι ως συντηρητικοί ηγέτες, σε μια προσπάθεια επανάληψης, με πολλές διαφορές κατά τα άλλα, της «επανάστασης» που υποσχέθηκε ο Χίτλερ στους Γερμανούς προ ενός αιώνος. Βέβαια οι Εθνικοσοσιαλιστές ήταν ένα πραγματικό λαϊκό κίνημα και, όπως απεδείχθη, είναι αρκετά δύσκολο να επαναλάβεις το πείραμα με ιδιοκτήτες καζίνων και με τα social media της Cambridge Analytica. ‘Άλλο το αυθεντικό και άλλο το fake.
Η τάση συσπείρωσης γύρω από το έθνος και το κράτος δυναμώνει ακόμα περισσότερο στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή της γενίκευσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διανομής και του «εποικοδομήματός» τους, της ανόδου μιας παγκόσμιας, ολοκληρωτικής Αυτοκρατορίας του Χρηματιστικού Κεφαλαίου, που συντρίβει κράτη και παραδοσιακούς θεσμούς, ή τουλάχιστον τους αφαιρεί κάθε στοιχείο ανεξαρτησίας, δημοκρατικής και κοινωνικής λειτουργίας, ενώ επιτίθεται στις παραδοσιακές ταυτότητες, περιλαμβανομένης της εθνικής ταυτότητας. Επιτίθεται όχι γιατί θέλει να τις αντικαταστήσει με μια προοδευτική «ευρωπαϊκή» ή «διεθνή» ταυτότητα, αλλά γιατί συνιστούν εν δυνάμει στοιχεία αντίστασης στον παγκόσμιο ολοκληρωτισμό και στην ανάδειξη ενός καθολικού Homo Economicus.
Επειδή όμως είναι τα κράτη που δίνουν τις συντάξεις, χτίζουν νοσοκομεία και σχολεία και σε αυτά μόνο ψηφίζουν οι άνθρωποι, και επειδή επίσης το όραμα ενός παγκόσμιου σοσιαλισμού έχει ξεθωριάσει εδώ και πολύ καιρό, είναι πολύ φυσικό ο άνθρωποι, και ιδίως οι λαϊκές τάξεις, να συσπειρώνονται γύρω από αυτά, αλλά και γύρω από την έννοια του έθνους που νομιμοποιεί την ύπαρξη του κράτους.
Όλα αυτά μοιάζουν ενδεχομένως κάπως ακαταλαβίστικα σε διάφορους «αριστερούς» και «μαρξιστές» ή εμφανιζόμενους ως τέτοιους. Νομίζουν ότι ο αγώνας εναντίον οποιουδήποτε «εθνικισμού», ενίοτε και εναντίον της ίδιας της έννοιας του έθνους συνιστά καθήκον τιμής της αριστεράς, για να μην πω ότι για ορισμένα ρεύματα ο «αντιεθνικισμός» έχει γίνει υποκατάστατο ενός σοσιαλισμού στον οποίο, αν και δεν το λένε, έχουν παύσει προ πολλού να πιστεύουν, αλλά και ένα χρήσιμο «διαβατήριο» για να γίνουν δεκτοί στον κόσμο του Νταβός. Γιατί, αν ήταν συνεπείς και ειλικρινείς αντιεθνικιστές (και «δικαιωματιστές») δεν θα υποστήριζαν τον κροατικό εναντίον του σερβικού, ή τον ουκρανικό εναντίον του ρωσικού εθνικισμού, ούτε θα εκόπτοντο τόσο πολύ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ιράν, καθόλου όμως για τα ίδια δικαιώματα στη Σαουδική Αραβία.
Δεν μπορούμε να συζητήσουμε σε αυτό το πλαίσιο το τεράστιο θέμα της σχέσης της αριστεράς με το έθνος, τον εθνισμό και τον εθνικισμό. Αλλά δεν μπορούμε να αντισταθούμε να κάνουμε μια αναφορά, όχι την προφανή στο ΕΑΜ, αλλά στον Λένιν, ενδεχομένως τον πιο διεθνιστή από τους σοσιαλιστές ηγέτες του 20ού αιώνα. Με το ποίημα «Μάνα Ρωσία» του Νεκράσωφ ξεκινούσε ο Λένιν το άρθρο του στην Ιζβέστια, το Μάρτη του 1918, θέλοντας να ενθαρρύνει τους ανθρώπους τη μέρα που η σοβιετική κυβέρνηση έφευγε από την Πετρούπολη για τη Μόσχα, φοβούμενη γερμανική προέλαση. Όσο για τον έτερο των ηγετών της Ρωσικής Επανάστασης και εξίσου εξέχοντα διεθνιστή, τον Τρότσκι, προφανώς είχε μια προοπτική να προτείνει για τη χώρα του, τη Ρωσία, αλλοιώς δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πως θα μπορούσε να στρατολογήσει δέκα χιλιάδες τσαρικούς αξιωματικούς στον Κόκκινο Στρατό και να κερδίσει μια από τις πιο άνισες πολεμικές συγκρούσεις στην ιστορία.
Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι η αριστερά πρέπει να γίνει εθνικιστική. Σημαίνει όμως ότι πρέπει, αν θέλει να διεκδικήσει την ηγεμονία σε μια χώρα, να μπορεί να διατυπώσει το πρόγραμμά της στη γλώσσα του έθνους της, κι αυτό γιατί μόνο πίσω από ένα στέρεο εθνικό συλλογικό σχέδιο μπορεί να ενώσει πίσω της έναν κρίσιμο αριθμό διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, που δεν έχουν πάντα ενιαία συνείδηση των συμφερόντων τους.
Πριν από έναν αιώνα, έτσι πήραν και έτσι κράτησαν την εξουσία και οι Μπολσεβίκοι και οι Ναζί. Αλλά και στις πιο ειρηνικές (στη Δυτική Ευρώπη και προς ώρας) μέρες μας, έτσι την πήρε και ο Τσίπρας στην Ελλάδα (όπως και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981). ‘Όταν έπαψε να το κάνει μπήκε στον δρόμο της ήττας, και όταν υπέγραψε μια συμφωνία για το μακεδονικό, που μπορεί κάποιος να τη βρίσκει καλή ή κακή, αλλά ο ελληνικός λαός την βρήκε αντίθετη με το εθνικό του συμφέρον και υπαγορευμένη από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τότε μετέτρεψε μια πιθανή εκλογική ήττα στην πανωλεθρία των ευρωεκλογών.
Όσο για την καταπολέμηση της άκρας δεξιάς που τόσο λένε ότι τις απασχολεί όλες οι πτέρυγες της πραγματικής ή υποτιθέμενης αριστεράς, η ηθικολογία, τα μαθήματα πολιτικής ορθότητος και η περιφρόνηση προς όσα απασχολούν, καλώς ή κακώς, τους απλούς ανθρώπους είναι εντελώς αντιπαραγωγικά. Ο μόνος τρόπος για να καταπολεμήσει η αριστερά την άκρα δεξιά είναι να μπορεί να αποδείξει ότι υπερασπίζεται πολύ καλύτερα από εκείνη και τα κοινωνικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων αλλά και το έθνος της στο σύνολο του, να δώσει μια προοπτική στη χώρα της, ανεξάρτητα της φρασεολογίας με την οποία θα τα διατυπώσει αυτά. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ όμως έχει πει ότι μόνο πολεμώντας τον καπιταλισμό, μπορείς να πολεμήσεις τον φασισμό. ‘Όχι όταν τα κάνεις πλακάκια μαζί του.
Είναι αλήθεια ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να παρουσιάσει κανείς μια ελκυστική προοδευτική πρόταση, γραμμένη σε εθνική γλώσσα, για ένα έθνος που παραμένει τόσο προνομιούχο στη διεθνή «ιεραρχία», με τεράστιες ιμπεριαλιστικές παραδόσεις στο «κρατικό» και «εθνικό DNA» του, όπως η Βρετανία. Η Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύ πιο απλή περίπτωση. Αλλά αυτό πρέπει να προσπαθήσει να κάνει μια αριστερή δύναμη που θέλει να πρωταγωνιστήσει, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος προφανής δρόμος για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας.
Κάθε εκδήλωση «εθνικισμού» δεν είναι ασφαλώς προοδευτική. Ένας Γάλλος αριστερός την εποχή του πολέμου της Αλγερίας θα έπρεπε να παλεύει εναντίον της πολιτικής του κράτους του, το ίδιο και ένας Βρετανός αριστερός την εποχή της ΕΟΚΑ. Κάθε κατάσταση είναι συγκεκριμένη και δεν υπάρχει ένας γενικός κανόνας που να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις.
Αλλά δεν νομίζουμε ότι είναι προοδευτικό για την ευρωπαϊκή αριστερά στις μέρες μας να αποστρέφεται την επιθυμία των ανθρώπων να ξανααποκτήσουν τον έλεγχο των κρατών τους, που ενίοτε διοχετεύεται σε φαινομενικά εθνικιστικές διεξόδους. Η δουλειά της είναι να εξηγεί υπομονετικά στους ανθρώπους ότι δεν είναι κανείς άλλος παρά το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο που τους αρπάζει τα κράτη τους και διαλύει τα έθνη τους και να προτείνει τρόπους να παλέψουν εναντίον αυτής της κατάστασης. Πράγμα το οποίο μπορούν να το κάνουν μόνο εν τη ενώσει τους, ανακαλύπτοντας δηλαδή τον γνήσιο διεθνισμό, και όχι τον διεθνισμό του Νταβός και της «αντιεθνικιστικής αριστεράς», τον διεθνισμό της παγκόσμιας αυτοκρατορίας του Χρήματος, των Ρότσιλντ, των Ροκφέλερ κλπ.
Το ελληνικό παράδειγμα
Ακόμα και σήμερα παραμένει πολύ άσχημα και πολύ εσφαλμένα κατανοητή η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Η θυελλώδης άνοδος αυτού του μικρού κόμματος, μεταξύ 2011 και 2015, ήταν αποτέλεσμα του ότι εμφανίστηκε ως υποψήφιο να εκφράσει το σύνολο του έθνους που δέχτηκε μια ανελέητη νεοαποικιακή επίθεση από το διεθνες Χρήμα, τη Γερμανία, τους θεσμούς της ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ο Τσίπρας κατάφερε να το κάνει αυτό, όχι εξαιτίας της «αντιεθνικιστικής» ιδεολογίας που κυριαρχούσε συχνά στο κόμμα του, αλλά παρά αυτή την ιδεολογία. Δεν το έκανε με τις ιδέες, αλλά παρά τις ιδέες και τα συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το έκανε ενστικτωδώς και χωρίς να αντιλαμβάνεται καν τη βαθύτερη σημασία του, αντιγράφοντας ιδέες και συνθήματα κριτικών διανοουμένων, επεξεργασίες της κίνησης Σπίθα, που δημιούργησε ο Μίκης Θεοδωράκης, και άλλων. ‘Οσο και να ψάξει κανείς δεν μπορεί να βρει ούτε το παραμικρό ίχνος από την κριτική των Μνημονίων ως εθνικού προβλήματος, του αγγλικού δικαίου για το χρέος, της έννοιας της αποικίας χρέους κλπ., όλα αυτά που χρησιμοποίησε δηλαδή ο Τσίπρας στον πολιτικό λόγο που ανέπτυξε κατά την περίοδο της ανόδου του στην εξουσία, στις επεξεργασίες των οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ ή στα ντοκουμέντα αυτού του κόμματος! Στην αρχή της κρίσης μάλιστα, όλοι αυτοί ισχυρίζονταν ότι το Χρέος είναι δράκος του παραμυθιού, όχι μέσο καταστροφής και υποδούλωσης της Ελλάδας!
Αντιγράφοντας και υιοθετώντας τέτοιες ιδέες και τα συνθήματα που απέρρεαν από αυτές, ο Τσίπρας απέκτησε και την πολιτική βάση για τη συμμαχία με τον Πάνο Καμμένο, που διαφορετικά θα ήταν εντελώς ακατανόητη και ξεκρέμαστη. Συμβολικά, σημειολογικά η συμμαχία αυτή εξέφρασε την σύγκλιση της δύναμης της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας και ήταν αυτή η «σύντηξη» που τον εκτόξευσε από το 3% στην κυβέρνηση, τον οδήγησε να έχει ποσοστά δημοτικότητας μέχρι 80% την άνοιξη του 2015, όταν οι Έλληνες νόμιζαν ότι διαπραγματεύεται σκληρά με την τρόικα, αλλά και στο 63% του ‘Όχι ενάντια σε Θεούς και Δαίμονες.
Βεβαίως, ο Τσίπρας υιοθέτησε και επέβαλε και στο κόμμα του αυτές τις ιδέες, εμφανίστηκε ως εν δυνάμει ηγέτης του ‘Εθνους, χωρίς να αφομοιώσει όμως ούτε τις προϋποθέσεις και το σκεπτικό τους, ούτε και τις συνέπειές τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πέρασε μεν τις εκλογικές «εξετάσεις» με αντιγραφή και κόπηκε παταγωδώς στις εξετάσεις της πραγματικότητας.
Ήταν άλλωστε (και ήθελε να είναι) δέσμιος της αυταπάτης ότι θα μπορούσε εύκολα να υλοποιήσει ένα τμήμα τουλάχιστο του προγράμματός του κι ότι θα μπορούσε, με την εύνοια των Αμερικανών, να αποσπάσει τουλάχιστον έναν εμφανίσιμο συμβιβασμό. Υποσχόταν στους ‘Ελληνες ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αρνηθεί η Μέρκελ να ικανοποιήσει τα αιτήματά του («ούτε μία στο εκατομμύριο», είπε χαρακτηριστικά στην ελληνική τηλεόραση, προφανώς πεισμένος σχετικά από τους «Αμερικανούς φίλους»).
Δεν είχε ιδέα (ούτε ήθελε να έχει ιδέα) της αποφασιστικότητας των δυνάμεων που θα αντιμετώπιζε, ούτε του ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν κάνει την παραμικρή υποχώρηση, δεν «μεταρρυθμίζεται» καθόλου εύκολα, και θα το έκανε μόνο αν βρισκόταν αντιμέτωπος με πολύ ισχυρές δυνάμεις και απειλές. ‘Ότι για να μπορέσεις έστω και να διαπραγματευθείς σε τέτοιες συνθήκες, πρέπει να έχεις ετοιμάσει τον λαό σου προκαταβολικά, χρειάζεσαι ένα πολύ ισχυρό και οργανωμένο μαζικό κίνημα, μια κινητοποιημένη κοινωνία και διεθνείς συμμαχίες, μια εξαιρετική τεχνική προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα, και, κυρίως, ο αντίπαλος να καταλαβαίνει ότι είσαι αποφασισμένος να πας μέχρι το τέλος και ότι θα το κάνεις.
Αυτό σημειωτέον ισχύει και για τη Βρετανία. Θα ήταν ολέθρια αυταπάτη αν οι Εργατικοί περίμεναν να κάνουν περίπατο, ανερχόμενοι στην εξουσία. Θα αντιμετωπίσουν χωρίς αμφιβολία έναν ανελέητο πόλεμο από το βρετανικό και το παγκόσμιο κατεστημένο. Εδώ τον αντιμετωπίζουν και προεκλογικά ακόμα, με τους στρατηγούς και τις μυστικές υπηρεσίες να φτάνουν στο σημείο να κάνουν ανοιχτούς υπαινιγμούς για πραξικόπημα, σε περίπτωση νίκης του Κόρμπιν.
Φάνηκαν άλλωστε όλα αυτά όταν ο ηγέτης των Εργατικών επέδειξε εντελώς συμβιβαστική διάθεση «κατευνασμού», δεχόμενος τις επιθέσεις ενός πανίσχυρου, ακόμα και μέσα στους Εργατικούς, ισραηλινό λόμπυ. Το μόνο που πέτυχε με αυτή την τακτική ήταν να εντείνει τις εναντίον του επιθέσεις!
Δεν χωράει ασφαλώς αμφιβολία ότι ο Τζέρεμι Κόρμπιν είναι απείρως σοβαρότερος πολιτικός από τους ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η Βρετανία πολύ ισχυρότερο κράτος από την Ελλάδα. Αλλά ούτε κι αυτός μπορεί να ξέρει ότι θα μπορέσει να πάρει μια αποδεκτή συμφωνία αύριο για το Brexit από την ΕΕ.
Εθνικές και διεθνείς απαντήσεις στην κρίση
Βεβαίως, ο Κόρμπιν καταβάλλει τώρα βαρύ τίμημα για το τι έπραξε και τι δεν έπραξε η λεγόμενη ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά μεταξύ 2010 και 2015, όταν ήταν ο κύριος αντίπαλος του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού, καθώς άρχιζε μέσω Ελλάδας την επίθεσή του στην Ευρώπη, και όταν μπορούσε να έχει την πρωτοβουλία και ένα διεθνές ακροατήριο που ξεπερνούσε πάρα πολύ τα ελληνικά σύνορα.
Το 2011 σε μια συζήτηση με τον Αλέξη Τσίπρα και τον Μίκη Θεοδωράκη, συμφωνήσαμε ότι το ελληνικό πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά μόνο στα πλαίσια μιας πανευρωπαϊκής πάλης εναντίον των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και θεσμών της ΕΕ. Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο σε μια και μόνη χώρα, στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις, να αντιμετωπίσει τόσο ισχυρές διεθνείς δυνάμεις, που δρουν συντονισμένα σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, όλες οι χώρες της ΕΕ, ακόμα περισσότερο της Ευρωζωνης υποκειμενικά νομίζουν ότι είναι ξεχωριστές χώρες, σκέφτονται και κάνουν πολιτική σε εθνικούς όρους, ενώ αντικειμενικά είναι ήδη, όλο και περισσότερο οι άνισες επαρχίες μιας sui generis υπερκρατικής δομής, που ο ίδιος ο Μπαρόζο είπε μια μέρα ότι αυτή είναι η «Αυτοκρατορία».
Η ανισότητα των μελών της είναι ενσωματωμένη στη λειτουργία της ΕΕ και ιδίως της Ευρωζώνης, αναπαράγεται και για έναν απλούστατο λόγο. Για να εμποδίσει τους λαούς και τα έθνη της, αν το αποφασίσουν, να ενωθούν αμφισβητώντας την κυριαρχία των «Αγορών» (του Χρήματος και των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Διαίρει και βασίλευε.
Εφόσον μια διεθνής πρόκληση στοχεύει ειδικά ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, η απάντηση θα είναι αναγκαστικά εθνική. Αλλά για να είναι επιτυχής οφείλει να είναι επίσης διεθνής. Και πρέπει ακόμα η πρόκληση που απευθύνεται στον επιτιθέμενο νεοφιλελευθερισμό να είναι στο ίδιο τουλάχιστο επίπεδο, εξίσου αν όχι ισχυρότερη από την πρόκληση που εκείνος προβάλλει, για να υπάρχει μια πιθανότητα επιτυχούς αντίστασης, αν όχι αντιστροφής της τάσης.
Για να τα κάνουμε όλα αυτά χρειαζόμαστε (και εξακολουθούμε να έχουμε απελπιστικά ανάγκη) ένα είδος «ομοσπονδίας» δυνάμεων από διάφορες χώρες, που θα είχαν το ένα πόδι τους στις εθνικές και το άλλο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα και θα μπορούσαν να δράσουν ως ενιαία δύναμη πανευρωπαϊκά. Αλλοιώς είναι αδύνατο να ανατρέψεις έναν πανευρωπαϊκό συσχετισμό δύναμης και κάθε χώρα θα τρώει τα μούτρα της στο μέτωπο των υπολοίπων.
Συμφωνήσαμε σε όλα αυτά με τους κ.κ. Τσίπρα και Θεοδωράκη που ανέθεσαν στον γράφοντα τη σύνταξη μιας έκκλησης προς όλες τις δυνάμεις που θέλουν να αγωνιστούν εναντίον του ελέγχου των τραπεζών στην ευρωπαϊκή οικονομία και πολιτική. Στην έκκληση αυτή τονιζόταν μεταξύ άλλων ότι «είναι επιτακτική η ανάγκη για τον άμεσο συντονισμό δράσης πάνω από τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ των ανθρώπων των τεχνών και των γραμμάτων, των διανοούμενων, των αυτόβουλων κινημάτων, των κοινωνικών δυνάμεων και προσωπικοτήτων που αντιλαμβάνονται τη σημασία του διακυβεύματος. Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό μέτωπο αντίστασης στην επελαύνουσα “Ολοκληρωτική Αυτοκρατορία της Παγκοσμιοποίησης”, προτού είναι αργά. Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει μόνο αν προτάξει μια ενωμένη απάντηση ενάντια στις Αγορές, μια πρόκληση μεγαλύτερη από αυτή που αυτές της απευθύνουν, ένα καινούριο, πανευρωπαϊκό «New Deal», σταματώντας την οικονομική επίθεση στην Ελλάδα και την περιφέρεια της ΕΕ, τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις, αναδιαρθρώνοντας το δημόσιο χρέος εις βάρος των ιδιωτικών τραπεζικών γιγάντων, θέτοντας υπό εθνικό και ευρωπαϊκό κοινωνικό έλεγχο τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ΕΚΤ, τροποποιώντας ριζικά τις συνθήκες της ΕΕ, με υιοθέτηση κοινωνικών, φορολογικών και οικολογικών ελάχιστων και πολλά άλλα.
Ήταν ένα πρόγραμμα συντονισμού και δράσης που κατέληγε με «έκκληση στις δυνάμεις και στα άτομα που συμμερίζονται αυτές τις ιδέες, να συμπτύξουμε το ταχύτερο δυνατό ένα ευρύ, πανευρωπαϊκό μέτωπο δράσης. Να εκπονήσουμε ένα μεταβατικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα, να συντονίσουμε την απαραίτητη όσο ποτέ διεθνή δράση μας, ώστε να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις του λαϊκού κινήματος, για να ανατρέψουμε τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης, τις σημερινές ιστορικά ανεύθυνες ηγεσίες των χωρών μας, για να σώσουμε τους λαούς μας και τις κοινωνίες μας. Να προστατέψουμε τη δημοκρατία πριν να είναι πολύ αργά για την Ευρώπη».
Αυτό το τόσο φιλόδοξο κείμενο υπεγράφη τότε από έναν μεγάλο αριθμό προσωπικοτήτων από την Ευρώπη και γνώρισε μια ευρεία δημοσιότητα. Τι έκαναν στη συνέχεια αυτοί που την υπέγραψαν; Περίπου τίποτα!
Οι μόνοι δύο που έκαναν κάτι ήταν ο ίδιος ο Τσίπρας, που χρησιμοποίησε την έκκληση για να φιλοτεχνήσει το διεθνές προφίλ του και ο Τόνι Μπεν που, αν και δεν ήταν στους υπογράφοντες, εμπνεύστηκε να οργανώσει μια εκστρατεία συμπαράστασης στα ελληνικά νοσοκομεία.
Δεν μπορούμε φυσικά να ξέρουμε τι θα γινόταν αν οι υπογράφοντες και τα κόμματά τους δοκίμαζαν να εφαρμόσουν τις ιδέες που διακύρηξαν το 2011. Πάντως χειρότερα δεν θα ήταν ασφαλώς τα πράγματα από όσα συνέβησαν το 2015, όταν ένας απολύτως απροετοίμαστος για όσα έλεγε ότι ήθελε να κάνει ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές στην Ελλάδα, για να συντριβεί στη συνέχεια αλλά και να τον υποχρεώσουν να εξευτελισθεί με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου.
Η εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ είχε προκαλέσει ένα τεράστιο παγκόσμιο ενδιαφέρον. «Είμαστε όλοι ‘Ελληνες» διαδήλωναν αυθόρμητα οι κάτοικοι της Νάντ στη Γαλλία, με τον Ντε Γκωλ συνέκρινε τον Τσίπρα ο πρώην Πρωθυπουργός της Γαλλίας Ντομινίκ ντε Βιλπέν, στις μέρες που μεσολάβησαν μεταξύ δημοψηφίσματος και συνθηκολόγησης, η τελευταία επιθυμία του ετοιμοθάνατου Τσάβες ήταν να βοηθήσει ο διάδοχός του τον Τσίπρα, ακόμα και ένα ιαπωνικό αλμανάκ είχε εξώφυλλο τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Η ταπεινωτική, εξευτελιστική συνθηκολόγηση είχε εξίσου σημαντικές παγκόσμιες συνέπειες. Ενίσχυσε παντού την ριζοσπαστική, άκρα δεξιά, που εμφανίστηκε πολύ πιο αξιόπιστος φορέας έκφρασης της πανευρωπαϊκής δυσφορίας («ο Τσίπρας πρόδωσε», έσπευσε να δηλώσει η Λεπέν, μερικές ώρες μετά τη συνθηκολόγηση). Στην Ευρώπη επεκράτησαν τα συνθήματα για κάποιο exit, Brexit, Frexit, Catalanexit και διάφορα άλλα exits, χωρίς όμως καμία σαφή είσοδο. Oι Γερμανοί για τους Γερμανούς, οι Γάλλοι για τους Γάλλους,οι Καταλανοί για τους Καταλανούς κ.ο.κ. Μια τέτοια κατάσταση δίνει τεράστιο πλεονέκτημα στις οικονομικές ελίτ που κυβερνάνε, σε συμμαχία με το Βερολίνο, την ΕΕ, αλλά και στις πιο ριζοσπαστικές, «νεοσυντηρητικές» δυνάμεις του παγκόσμιου κατεστημένου, που επιθυμούν τη διάλυση της ΕΕ για τους εντελώς αντίθετους λόγους από αυτούς που έχουν εναντίον της οι αντι-νεοφιλελεύθερες δυνάμεις.
Αντί να η ελληνική εξέγερση να κατευθυνθεί στην οργάνωση μιας πανευρωπαικής πάλης για μια διαφορετική ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, που χρειάζονται απελπιστικά οι ευρωπαϊκοί λαοί, εκφυλίσθηκε τελικά σε μια αναζήτηση εθνικών διεξόδων, που μακροχρόνια τουλάχιστον δεν μπορούν να υπάρξουν.
Οι Εργατικοί ελπίζουν τώρα σε μια νίκη του Σάντερς στις ΗΠΑ. Αλλά θα χρειαστούν ασφαλώς περισσότερους διεθνείς συμμάχους. Είτε κερδίσουν, είτε χάσουν τις εκλογές, γιατί ακόμα κι αν τις χάσουν, η βρετανική και η ευρωπαϊκή κρίση θα συνεχιστούν και θα βαθύνουν. Η βρετανική κοινωνία, όποιος κι αν κερδίσει, είναι βαθιά διχασμένη και πολωμένη. Πρέπει να θεωρείται απίθανο ότι τα λαϊκά στρώματα της Βρετανίας που αντιμετωπίζουν τη σοβαρότερη κοινωνική κρίση μετά το 1945 και η νεολαία της, τόσο μαχητικά στρατευμένη στην υπόθεση της Οικολογίας, θα καθήσουν με σταυρωμένα τα χέρια.
Έχοντας χάσει, τουλάχιστον προσωρινά, τις ελπίδες λύσης των προβλημάτων μέσω εκλογικών διαδικασιών, είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν τον δρόμο που άνοιξαν τα Κίτρινα Γιλέκα στην γειτονική Γαλλία, προκαλώντας και ένα εξίσου σφοδρό κύμα καταστολής. ‘Εστω και αν ηττηθεί στις εκλογές, έχει σημασία η ομάδα Κόρμπιν να παραμείνει στο τιμόνι, εφόσον γίνεται αποδεκτή από τα μέλη του κόμματος, ώστε να υπάρξει μια πολιτική έκφραση του μεγάλου κοινωνικού κινήματος που πιθανώς θα προκαλέσει μια ενδεχόμενη νίκη του Μπόρις Τζόνσον.
Αντίστροφα, μια νίκη του Κόρμπιν θα αναδείξει τη δεύτερη Αχίλλειο Πτέρνα των Εργατικών, τη σχετική διεθνή απομόνωσή τους. Οι δυνάμεις του παγκόσμιου κατεστημένου θα επιχειρήσουν να πνίξουν εν τη γενέσει του, να εκτρέψουν το «πείραμα Κόρμπιν», όπως έκαναν με τον Μιτεράν και αν δεν μπορέσουν να τον ανατέψουν με όλα τα μέσα στη διάθεσή τους.
Μια περίοδος σφοδρών πολιτικών, κοινωνικών, ενδεχομένως και γεωπολιτικών συγκρούσεων αρχίζει στην Ευρώπη.
ΠΗΓΗ: December 11, 2019, http://www.konstantakopoulos.gr/8812/%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%b5%ce%be%ce%ad%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%83%ce%b7-2015-%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%bc%ce%ac%cf%87%ce%b7-%cf%84%ce%b7.