Το βιβλίο διαρθρώνεται σε 4 κεφάλαια. Αποτελείται από 55 σημαδούρες κοινωνικής και υπαρκτικής θεολογίας και ανθρωπολογίας, τονίζει τη στενή σχέση Θεού και ανθρώπου, μέσα από το πρίσμα της Ορθοδοξίας. Καθώς το μελετάμε, αντιλαμβανόμαστε ποια είναι τα κινούντα αίτια για τον συγγραφέα. Η αγάπη. Η αγωνία. Η πίστη.
Αγάπη για τον άνθρωπο, όχι όμως αγάπη αόριστη και απρόσωπη αλλά ορισμένη και προσωπική, συλλογική και πανανθρώπινη. Αγωνία για τον ηθικά ασταθή άνθρωπο, για την ανθρωπότητα εν γένει και ειδικά για τη νεολαία. Πίστη, που πηγάζει από τον τριαδικό Θεό. Ο συγγραφέας, καθώς συνδυάζει τη Φυσική με τη Θεολογία, καταδύεται στην ουσία της ζωής, της ύπαρξης, της συμπληρωματικής σχέσης της λογικής και του συναισθήματος, της γνώσης και της ενόρασης.
Στην προσπάθειά μου να προσπελάσω το πόνημα του Παναγιώτη Μπούρδαλα, η σκέψη μου μπολιάστηκε με τον στοχασμό πολλών άλλων. Θα ξεκινήσω με μια περικοπή από το έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου «Ο Χριστιανισμός και η Εποχή μας». Ας ακούσουμε τον μεγάλο πνευματικό άνθρωπο: «Οι μέρες μας είναι δύσκολες. Η ιστορία φυλλορροεί. Ποτέ δεν είχαν τόσο γυμνωθεί τα δέντρα της. Κάποια πολύ μεγάλα γεγονότα σημειώνονται ή πλησιάζουν. Γεγονότα τέτοια, που για τη υποδοχή τους πρέπει να είναι οι άνθρωποι πολύ προετοιμασμένοι. Και φοβούμαι ότι ποτέ δεν ήταν η ψυχή του ανθρώπου τόσο απροετοίμαστη, όσο είναι στις μέρες μας».
Και δίνω τον λόγο στον Ροζέ Γκαρωντύ: «Αντιφατικές δυνάμεις σε όλα τα επίπεδα παλεύουν να κυριαρχήσουν ή έστω να δώσουν τη δική τους μαρτυρία. Ο πολλαπλασιασμός της γνώσης και η τεράστια ανάπτυξη τόσο της τεχνικής όσο και της τεχνολογίας τον τελευταίο αιώνα βρήκαν απροετοίμαστη την ανθρωπότητα να κατανοήσει και να ζήσει στις καινούριες συνθήκες». Γιατί, άραγε, είναι απροετοίμαστη η ψυχή μας; Μήπως γιατί έχουμε λησμονήσει να την καλλιεργήσουμε; Μήπως γιατί αποτελεί άμεση συνάρτηση του μεταφυσικού κενού, το οποίο απλώνεται ολοένα και περισσότερο όσο υποχωρεί το θρησκευτικό αίσθημα; Μα, δεν ζούμε σε μια εποχή προόδου; Δεν θριαμβεύει η επιστήμη; Δεν είναι η πίστη στον Θεό παρωχημένη;
Ο άνθρωπος επενδύει στην επιστήμη με προσδοκίες καθαρά θρησκευτικές ή μαγικές. Αυτό που άλλοτε πιστέψαμε πως θα μπορούσαμε να το πετύχουμε με τη μαγεία ή τη θρησκεία, σήμερα το κατορθώνουμε, θεωρούμε, με την επιστήμη. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι η επιστήμη καταφέρνει πολλά, αλλά δεν μπορεί να πάρει τη θέση των δυνάμεων που εκτοπίζει, όπως είναι η ποίηση και η πίστη. Όσο περισσότερο προοδεύει ο άνθρωπος στην επιστήμη και την τεχνική, τόσο λιγότερο ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής του. Και το δίλημμα προβάλλει αμείλικτο: Έχει, άραγε, ο άνθρωπος το δικαίωμα να αναστείλει τη γνώση, για να μην ρισκάρει το στένεμα της ψυχής του; Σαφώς και όχι. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο. Αλλά, πώς μπορεί να τα καταφέρει;
Για τον εκλεκτό φιλοξενούμενό μας, η απάντηση βρίσκεται στον εκ νέου ορισμό του ανθρώπου εντός του Χριστιανισμού. Ο άνθρωπος είναι συλλογικός, «είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ», για να θυμηθούμε τον μεγάλο αγράμματο του ελληνισμού. Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη – πέρα από τις νοθεύσεις της ιστορικής διαδρομής – όχι μόνο δεν μπορεί να τεθεί στο περιθώριο της σύγχρονης ζωής, αλλά αντίθετα μπορεί να γίνει ο κεντρικός άξονας κάθε αλλαγής, προσωπικής και κοινωνικής. Έτσι ο άνθρωπος απεκδύεται το προσωπείο και ενδύεται το πρόσωπο. Ας θυμηθούμε εδώ τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος θεωρεί ότι ο άνθρωπος μετατράπηκε σε «ειδεχθές προσωπείον», όταν αρνήθηκε να δεχθεί την κοινωνία αγάπης με τον Θεό και καταχράστηκε τη φύση του. Ο Χριστιανός, αντλώντας από την πεμπτουσία του θρησκευτικού του Πιστεύω, αντιλαμβάνεται τις πνευματικές προϋποθέσεις και ρίζες της ανθρώπινης ενότητας και τον τρόπο με τον οποίο εμπνέεται από αυτές στο όραμα και τον αγώνα για μια παγκόσμια κοινότητα αγάπης.
Η έννοια της κοινότητας υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου σχετίζονται άρρηκτα με εκείνα των άλλων ανθρώπων. Ειδικότερα σε μια εποχή κοινωνικής πολυμορφίας, για τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν είναι αρκετή η παθητική αναγνώριση των δικαιωμάτων του άλλου. Απαιτείται, θα τολμήσω να πω, ενεργητική στάση συμμετοχής στις ώρες κρίσης της ύπαρξης του συνανθρώπου, μια ολόψυχη συμπαράσταση στην εξέλιξή του.
Μόνο η χριστιανική κατανόηση της Αγάπης έχει τη δύναμη να μετατρέψει την κοινωνία από σύνολο κόκκων άμμου, όπου ο καθένας είναι κλεισμένος στον εαυτό του, σε οργανικό σύνολο. Το μέγα ζητούμενο είναι πώς από την απλή κοινότητα θα οδηγηθούμε σε κοινωνία αγάπης με τον εαυτό μας, με τους συνανθρώπους μας, με το σύμπαν, με την υπέρτατη πραγματικότητα. Η οικουμενικότητα είναι μέσα στο αίμα των Ορθοδόξων, το οποίο αδιάκοπα καθαίρεται από το αίμα του Χριστού, του Λυτρωτή του κόσμου. Η αλήθεια και η ενότητα της Εκκλησίας διασώζονται στον πυρήνα της Θείας Λατρείας, την Ευχαριστία. Ο καινούριος τρόπος ζωής που εγκαινίασε ο Χριστός στην πεπτωκυία ανθρωπότητα, ως κοινωνία προσώπων-αδελφών εν Χριστώ δεν αποτελεί απλή αναπαράσταση αλλά συνεχές δυναμικό γίγνεσθαι. Ο πιστός τείνει να φέρει εντός του ολόκληρη την ανθρωπότητα, συμφιλιώνεται και εναρμονίζεται με την κτίση.
Αναμφίβολα η ανθρωπότητα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και πολλαπλότητα, αλλά η αληθινή φύση της εδράζεται στην ενότητα, με ουσιαστικό χαρακτηριστικό πως αποτελεί κοινωνία αγάπης κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδας, σε αρμονία με την κτίση ολόκληρη και την πηγή της αγάπης, τον Θεό. Όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, γλώσσα, μόρφωση, όποια διάκριση, φέρουν τη θεία εικόνα, ελεύθερη θέληση και αγάπη. Λόγω του ενιαίου της ανθρώπινης φύσεως οι επιπτώσεις της Σαρκώσεως, του Πάθους, της Αναστάσεως του Θεανθρώπου, καθίστανται παγκόσμιες στον χώρο και τον χρόνο. Το ανθρώπινο γένος αποκτά νέα δύναμη κατανόησης και προσέγγισης του Θεού. Καθήκον του Χριστιανού είναι να διατηρεί ζωηρή την αίσθηση της πανανθρώπινης τραγικής διχοστασίας και να συνεχίζει, με ακτίνα δράσεως την οικουμένη, το διακόνημα της καταλλαγής, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο. Έτσι νοείται η καθολικότητα της Εκκλησίας, ως περιεκτικότητα και όχι ως αποκλειστικότητα.
Η φλόγα της Πεντηκοστής καταργεί τα γλωσσικά, εθνικά και πολιτισμικά σύνορα. Υπάρχει αποδοχή και συγχρόνως υπέρβαση του πολιτισμού. Το Ευαγγέλιο, την ίδια στιγμή που τονίζει τον αιώνιο και θείο χαρακτήρα του, σαρκώνεται εκάστοτε στο συγκεκριμένο πολιτιστικό σώμα της εποχής. Ο λόγος περί του Λόγου και το μυστήριο της κοινωνίας μαζί Του ενεδύθησαν την πολιτισμική σάρκα του κόσμου. Με το βάπτισμα του ελληνικού κόσμου στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ξεκίνησε μια αναπλαστική διεργασία που χάρισε νέα ζωτικότητα, ορμή και λάμψη στον ελληνικό πολιτισμό. Η ελληνική σκέψη συνέθεσε τον λόγο με το αισθητό, το οποίο στη συνέχεια ανήγαγε μέχρι του αρρήτου.
Θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα αυτής της σύνθεσης ελληνισμού και χριστιανισμού ή, ορθότερα, θα προσπαθήσω να δείξω πώς η Ορθοδοξία μπορεί να συμβάλει στη διεύρυνση της αρχαιοελληνικής θεώρησης στον σύγχρονο κόσμο. Στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας ο σοφιστής χρησιμοποιεί έναν μύθο, στον οποίον αναφέρει ότι οι άνθρωποι, μολονότι είχαν λάβει από τον Προμηθέα τη φωτιά και την έντεχνον σοφίαν, ενώ κατείχαν τον λόγο, τη γλώσσα και τη λογική, δεν μπορούσαν να ζήσουν ως άνθρωποι. Είτε εξοντώνονταν από τα ζώα ή συγκεντρώνονταν σε πόλεις, αλλά εκεί αδικούσαν ο ένας τον άλλον και αλληλοσκοτώνονταν. Ο Δίας τους έδωσε την αιδώ και τη δίκη, αχώριστες μεταξύ τους, αφού η μία δημιουργούσε τον σεβασμό για την άλλη. Η αιδώς, που μπορεί να αποδοθεί ως σεμνότητα, εντροπή ή και τιμή, ανάλογα με την περίσταση, είναι μια αρετή συλλογική, προκύπτει από την κοινωνική ζωή. Είναι η αίσθηση του τι πρέπει να κάνουμε, ώστε να φανούμε αντάξιοι του βλέμματος του συνανθρώπου μας. το συλλογικό δεν αλλοιώνει τον άνθρωπο, αντίθετα, στερεώνει την ύπαρξή του.
Αυτό μας προτρέπει ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός. Με τη δύναμη του Ευαγγελίου ο πολιτισμός γίνεται η διαδικασία της μεταμορφώσεως του σύμπαντος κόσμου με την ενεργοποίηση όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Το τέλος είναι η νίκη της αγάπης ελεύθερων προσώπων, η αρμονία και η ειρήνη μιας ζωής κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδας. Το εσχατολογικό αυτό όραμα προσφέρει ασύγκριτη εσωτερική δυναμική στην ανθρώπινη ενέργεια. Η Ορθοδοξία, το θεόλουστο πνεύμα της, η ζωτικότητά της, είναι, σε πλήρη ελευθερία, η μαγική βαλβίδα για να τιναχθεί κανείς στο ζωντανό μυστήριο και στον μυστικότερο πόνο της ζωής, την άκρα ταπείνωση. Ο Χριστιανισμός απαιτεί την αποδοχή του πόνου από φιλαλήθεια. Το ότι η ζωή είναι γεμάτη πόνο, είναι η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ο Χριστιανισμός ζητά να αποδεχόμαστε τον πόνο ως τη μόνη οδό σωτηρίας.
Η φανέρωση της παρουσίας του Τριαδικού Θεού σε ολόκληρο τον κόσμο, στον χρόνο και την αιωνιότητα, επέρχεται με τη συνεχή ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Πνεύμα αγιότητας, Πνεύμα δυνάμεως, Πνεύμα της Αληθείας, Πνεύμα της ειρήνης, Πνεύμα της δικαιοσύνης, διαθέτει οικουμενική ακτινοβολία και οπουδήποτε συναντώνται η αγάπη, η αγαθοσύνη, η ειρήνη και οι άλλοι καρποί Του, εκεί διακρίνουμε ίχνη της ενέργειάς Του.
Λέγοντας όλα αυτά δεν λησμονώ ποτέ την ιδιότητα του εκπαιδευτικού. Το λέω αυτό, γιατί τώρα θα στρέψω τη ματιά μου στους κατεξοχήν εκπαιδευτικούς, στους αυθεντικούς εκπροσώπους της παραδόσεως της Ορθοδοξίας, στους Τρεις Ιεράρχες. Ζώντας με όλη την ύπαρξή τους το βιβλικό μήνυμα για την εν Χριστώ ανακεφαλαίωση των πάντων, στοχάζονται, αναλύουν και την ίδια στιγμή αγωνίζονται για μια καθολική αλλαγή των ανθρώπινων πραγμάτων, με προοπτική του ευαγγελικό ιδανικό. Οι τρεις οικουμενικοί Διδάσκαλοι καθορίζουν με αισιοδοξία τη δυνατότητα αλλαγής και προχωρούν σε δημιουργικές πρωτοβουλίες. Η αισιοδοξία τους πηγάζει αφενός από το γεγονός ότι μελετούν το μυστήριο του ανθρώπου αδιάκοπα στη συνάρτησή του με το μυστήριο του Θεού και αφετέρου από το ότι ένας δεύτερος Αδάμ προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, επανέφερε την ανθρώπινη ελευθερία στον δρόμο της ανιδιοτελούς αγάπης, πραγματοποίησε την καλή αναστροφή. Χριστού δ’ ενανθρώπισις, άλλη μου πλάσις, αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Μάχονται διαρκώς οι Τρεις Ιεράρχες για να αφυπνίσουν τη συνείδηση εντός του ανθρώπου, να δυναμώσει ο θείος σπινθήρας που βρίσκεται εντός του. «Υπέρ δύναμιν αεί την ψυχήν επεκτείνεσθαι προς το του Θεού θέλημα, κατά σκοπόν και επιθυμίαν της αυτού δόξης», αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος. Το παράδειγμα το έδωσαν οι ίδιοι. Πέρασαν περίοδο σύντονης ασκητικής ετοιμασίας για την απελευθέρωσή τους από τη δύναμη των ανθρώπινων παθών. Η δική τους ασκητική δεν περιορίστηκε σε μια διανοητική γυμναστική, αλλά συναρτήθηκε αδιάκοπα με τον Θεό και τον λαό Του, συντελέστηκε εν κοινωνία πιστών, εν τη Εκκλησία. Συνεγείρουν τον άνθρωπο σε νέες ανανεωτικές προσπάθειες, για τη μεταφορά του φωτός της Αναστάσεως εντός της καθημερινότητας. Απέναντι στην ευρεία ρευστοποίηση αξιών, αντιλήψεων, προσεγγίσεων, θεσμών, επιβίωσης, προσφέρουν ένα υπόδειγμα χριστιανικού βίου. Υποτάχτηκαν στη σοφία, την αλληλεγγύη και την αλήθεια, απαρνήθηκαν την ιδιοτέλεια, την ημιμάθεια, τον πλούτο. Ας τα έχουμε όλα αυτά στον νου μας, γιατί σε 7 εβδομάδες έρχεται η άλλοτε σχολική εορτή, άλλοτε σχολική αργία. Σε αναζήτηση πάντοτε της κατανόησης του έργου των μεγάλων δασκάλων.
Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα θα διαπιστώσετε ότι ο συγγραφέας μας προσκαλεί να αντιληφθούμε πως υπάρχει διέξοδος για τον άνθρωπο. Αυτή η διέξοδος προέρχεται από την Ορθοδοξία, γιατί μόνο αυτή θεάται τον άνθρωπο ως πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνος, ο Κύριος είναι μετ’ αυτού. Η ειδοποιός διαφορά της Ορθοδοξίας είναι η θεανθρώπινη δομή της. Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Φωτίου, η Ορθοδοξία είναι το πορθμείο, που έρχεται ουρανόθεν και «διαπορθμεύει ημίν την εκείθεν αγαθοειδή και θείαν ευμένειαν».
Μέσα στη συνδιαλεγόμενη χριστιανική Οικουμένη η Ορθοδοξία δεν πρέπει να παρουσιάζεται στατική και συρρικνωμένη ως ένα – πολύτιμο βέβαια – μουσειακό είδος ούτε ως απλή φολκλορική προβολή του ένδοξου παρελθόντος της ούτε ως στείρα προσκόλληση σε πρόσκαιρους εξωτερικούς τύπους, αλλά ως ανακαινιστικός ενοποιός παράγοντας, που δρα μυστικά με τον δυναμισμό του κόκκου της σινάπεως και της ζύμης των παραβολών του Κυρίου. Η Ορθοδοξία δεν είναι αφηρημένο, θεωρητικό, διανοητικό κατασκεύασμα, αλλά βίωση μοναδικών ιστορικών γεγονότων, τα οποία δεν είναι για τους πιστούς παρελθόντα και παρωχημένα αλλά έχουν και στο παρόν μυστηριώδη παρουσία και οδηγούν τους πιστούς στη βίωση του γεγονότος ότι το «εν αγίω Πνεύματι» σωτηριώδες και απολυτρωτικό έργο του Χριστού, συνεχίζεται και γίνεται ενεργό στο εκάστοτε «σήμερον».
Η θετική άποψη της Ορθοδοξίας απέναντι στις διάφορες αξίες κορυφώνεται στο ιδεώδες του ορθόδοξου ήθους, το οποίο συνίσταται στη συμφωνία της υποκειμενικής ενέργειας με την τάξη των αξιών, κατά το οποίο οι κατώτερες αξίες πρέπει να καταφάσκονται και να πραγματοποιούνται για χάρη των ανώτερων, υποτασσόμενες σε αυτές. Επομένως, ηθικώς αγαθό δεν είναι η άρνηση μιας κοινωνικά κατώτερης αξίας, αλλά ο εξαγιασμός και η υποταγή της στις ανώτερες αξίες. «Το χείρον καθυποτάξαι τω κρείττονι και την σάρκα δουλώσαι τω πνεύματι».
Επιτρέψτε μου να κλείσω με τα λόγια του μεγαλύτερου θετικού επιστήμονα του 20ού αιώνα: «Η θρησκεία μου έγκειται σε έναν ταπεινό θαυμασμό προς το ανώτερο και απεριόριστο εκείνο πνεύμα που αποκαλύπτεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες που μπορούμε να συλλάβουμε με τα αδύνατα και εύθραυστα πνεύματά μας. αυτή η βαθιά συναισθηματική πεποίθηση για την παρουσία ενός ισχυρού και ανώτερου Λόγου που αποκαλύπτεται στο ακατανόητο σύμπαν, ιδού η ιδέα μου περί Θεού».
* Ο Νικόλαος Μπουμπάρης είναι φιλόλογος – ιστορικός, εκπαιδευτικός Δ.Ε. και πρόεδρος του συνδέσμου φιλολόγων Αργολίδας.