Ο Παναγιώτης γεννήθηκε στην Κέρτεζη Καλαβρύτων, το Μάη του 1955 και εκεί μεγάλωσε. Είναι παντρεμένος με τη μουσικό και δασκάλα πιάνου Ιωάννα Σαμπαζιώτη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Είναι πτυχιούχος του Φυσικού τμήματος της Φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών και του Θεολογικού τμήματος της Θεολογικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάζεται ως φυσικός στο σχολείο της Χαλανδρίτσας. Έχει δραστηριοποιηθεί σε πολιτισμικές δράσεις, σε τοπικά ζητήματα, σε προσπάθειες πρόληψης και σε ενοριακούς πυρήνες. Διατηρεί το ιστολόγιο «το Μανιτάρι του Βουνού» και την ιστοσελίδα «Αποικία Ορεινών Μανιταριών». Ασχολήθηκε με το φοιτητικό, εκπαιδευτικό καθώς και το γονεικό κίνημα, και συχνά από θέσεις ευθύνης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Θεολογικού περιοδικού «Σύναξη», του πολιτικού περιοδικού «Σημάδια», του θεολογικού πολιτισμικού α-περιοδικού «Ψωμί και κρασί» και της εκπαιδευτικής εφημερίδας «Ρωγμές και Παρεμβάσεις» στην Πάτρα. Αρθρογραφεί συχνά.
Το συγκεκριμένο βιβλίο για το οποίο γίνεται η βιβλιοπαρουσίαση αποτελεί ενοποίηση σύγχρονων και παλιότερων άρθρων. Χρονικά τα κείμενα ανήκουν σε δύο προσωπικές του ιστορικές περιόδους. Περιέχει 4 κεφάλαια, από 13 άρθρα το πρώτο, 13 το δεύτερο, 12 το τρίτο και 13 άρθρα το τέταρτο και τέσσερα άρθρα αντί επιλόγου.
Το α΄ κεφάλαιο αποτελείται από άρθρα που αναφέρονται στις χριστολογικές εορτές καθώς και στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Το β΄ κεφάλαιο αναπτύσσει εννοιολογικά τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Το γ΄ κεφάλαιο αποτελείται από παρεμβάσεις για θεανθρωπολογικά και εκκλησιολογικά ζητήματα. Το δ΄ κεφάλαιο καταπιάνεται με ζητήματα όπως η παιδεία, ο στρατός, η τεχνολογία, το προσφυγικό, ο χριστιανομαρξιστικός διάλογος, κ.α.
Το βιβλίο αυτό είναι ιδιαίτερα φιλόξενο στην ανάγνωση του και διακρίνεται από την αίσθηση του κατεπείγοντος για δράση, να βγει ο άνθρωπος στην κοινωνία, στη μετοχή με τον άλλον. Εύκολα διακρίνει κανείς στα κείμενά του την ανάγκη να σαρκωθεί η αγάπη, να γίνει σχέση, έξοδος από τον εαυτό μας και την αυτοαναφορικότητά μας. Στη σύγχρονη μετασχηματίζουσα πραγματικότητα, η συνάντηση με τον άλλο, η συλλογικότητα έχει καταντήσει ένα αφήγημα, χωρίς καμία σύνδεση με την πράξη. Τα άτομα παραμένουν παθητικοί δέκτες και απρόθυμοι να κάνουν την επάνοδό τους στα κοινά. Κοινός παρονομαστής στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα άρθρα αυτού του βιβλίου, είναι η ανάγκη να ξαναθυμηθούμε το Χριστό, να κινηθούμε στα ίχνη του συλλογικού ανθρώπου, να γίνουμε Πρόσωπα και όχι άτομα, που θα νοιάζεται ο ένας τον άλλο, χωρίς ηθικισμούς και ηθικολογίες, που συνιστούν βασικές παθογένειες του νεωτερικού κόσμου.
Η ορθόδοξη θεολογία κινείται στην έννοια του προσώπου (προς+ όψη= συνάντηση με τον άλλο), έχοντας ως αφόρμηση τον Τριαδικό Θεό. Ένα Θεό που διακρίνεται σε τρία ισότιμα αλλά ξεχωριστά πρόσωπα, που το καθένα είναι φορέας της θείας ουσίας, διατηρώντας όμως το καθένα και τα προσωπικά του ιδιώματα δηλαδή τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Δεν ανταγωνίζεται κανένα πρόσωπο το άλλο, στα πλαίσια της Θεότητας, δεν το ισοπεδώνει, δε δημιουργεί το αίσθημα της ανωτερότητας ή της κατωτερότητας στη μεταξύ τους σχέση. Οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σχέσεις ουσιαστικής αγάπης και εκφράζονται με τον όρο «αλληλοπεριχώρηση».
Θεός και κόσμος, διακρίνονται βέβαια ριζικά, αλλά ταυτόχρονα δένονται άρρηκτα, θα αναφέρει ο συγγραφέας στο άρθρο του «δημιουργία και εποικοδομητική αλλαγή του κόσμου». Ο άνθρωπος λοιπόν είναι δημιούργημα από το μηδέν, διαφορετικός από τη θεία ουσία, αλλά προερχόμενος από τη θεία δημιουργική ενέργεια, δημιούργημα που αποκτά ταυτότητα, γινόμενος πρόσωπο και λειτουργώντας μέσα σε κοινωνία προσώπων. Ο άνθρωπος διασώζει την ύπαρξή του , από τη στιγμή που την προσφέρει στους άλλους και την αναφέρει στο Θεό, κυρίως μέσα στη θεία ευχαριστία. Γεμίζει πραγματικά όταν «αδειάζει» τον εαυτό του, όταν ανακαλύπτει την ύπαρξή του, όταν αρνείται τον εγωκεντρισμό του. Τότε εξελίσσεται, δημιουργεί, προοδεύει και τελειώνεται μέσα στην απόλυτη οικονομία του με το Θεό, το δημιουργό του.
Δεν αρκεί μια θεσμική αλλαγή στη δομή της κοινότητας ή της κοινωνίας, αλλά η μεταμόρφωση των ανθρώπων ως προσώπων. Από την άλλη όμως μεριά αναφέρει ο Παναγιώτης, κανένα είδος διαπροσωπικών σχέσεων δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, χωρίς τη σωστή θεσμική συγκρότηση. Ή καλύτερα, όσο πιο σωστή, ανθρώπινη, εκκλησιολογική είναι μια θεσμική συγκρότηση, τόσο βαθύτερα και πλατύτερα ευδοκιμούν η ζωή και η αγάπη των ανθρώπων.
Έτσι πιστοί και μη πιστοί, μπορούν, θα μας πει, να συνεργάζονται μέσα από σχέσεις, δομές και κινήματα και να αναπτύσσουν πολυποίκιλες κοινωνικές δομές αλλαγής. Μιας αλλαγής όμως, που οφείλει να οδηγεί σε ρήξη και όχι σε εκκοσμίκευση, στην επανάσταση και όχι στην αντίδραση. Τη ρήξη με το κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτικό σύστημα την έφερε ο επικίνδυνος, για τον κάθε Ηρώδη της παγκοσμιοποιημένης εποχής, Χριστός, και αυτός ο επικίνδυνος Χριστός ζητά να τον υποδεχτούμε στην κοινωνική και προσωπική μας α-κηδεία και μοναξιά, στο σπήλαιο μαζί με τα ά-λογα ζώα. Και θα παρατηρήσουμε ότι ο Θεός επιδιώκει να βρεθεί σε σχέση με κάθε ιστορικό, προσωπικό ή συλλογικό υποκείμενο όλων των λαών, ανεξαρτήτως ιδιαιτεροτήτων. Γιατί δεν υφίσταται για τον Ιησού και την Εκκλησία του φυλετικά ή εθνικά περιούσιος λαός, αλλά πάντα τα έθνη δύνανται να συναποτελέσουν το νέο οικουμενικό και δια-ιστορικό νέο γένος –έθνος των δήθεν μη πιστών Του, θα μας πει ο συγγραφέας στο άρθρο του «ο ναός του Σολομώντα και ο Συμεών».
Εμείς γινόμαστε δυνητικά οι πλησίον τους και μετά αυτοί σε μας. Οι άλλοι εν Χριστώ ζουν με εμάς, και εμείς για αυτούς. Οι ξένοι δηλαδή γίνονται αδερφοί. Η υπερεθνική τοπικότητα τιμά τον τόπο, αλλά χαρίζεται στους τόπους, θα μας πει ο Παναγιώτης στο άρθρο του «το μυστήριο του αίματος, ο τριπλός νεοπαγανισμός και το όραμα υπέρβασης».
Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελεί κατά την γνώμη μου, το δεύτερο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου με τίτλο «η κρίση μας με αφορμή τη Μ. Εβδομάδα».
Χωρίς να θέλω να σας κουράσω, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σας παρουσιάσω τα βασικά σημεία των συμβολισμών της Μ. Εβδομάδας, όπως εύστοχα και με σαφήνεια παρουσιάζει ο Παναγιώτης.
Από το φαίνεσθαι στο είναι, είναι ο δρόμος που τονίζουν καθαρά οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας. Από την ακαρπία της άχαρης κινητικότητας στη δημιουργική τροφή της θυσιαστικής αλληλέγγυας αυτοπροσφοράς.
Η Μ. Δευτέρα είναι μέρα ρήξης με την ακαρπία του φαίνεσθαι. Όλη η ακολουθία του όρθρου της μέρας αυτής, καταδικάζει ποικιλότροπα το φαίνεσθαι και τον εγκλωβισμό στο εφήμερο.
Ένα δεύτερο σημείο που αναδεικνύει ο συγγραφέας, είναι η έννοια του διακονούντος και όχι αυτού που επιδιώκει την εξουσία, που βολεύει τον εαυτό του, εκφράζοντας αυταρχισμό και κατεξουσιασμό. Η απάντηση είναι ο αντι-κατεξουσιασμός που προϋποθέτει μορφές άμεσης δημοκρατίας και αντίστοιχο πολιτισμικό και πνευματικό υπόβαθρο των υποκειμένων. Τέτοιο πρότυπο έδειξε ο Χριστός, έως θανάτου, θανάτου δε σταυρού.
Τη Μ. Τρίτη συνειδητοποιούμε ως μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας ότι η υποκρισία μας μπορεί να γίνεται εμπόδιο στο μοίρασμα του είναι μας. Η μανιχαιστική μας λογική διαχωρίζει εμάς από τους άλλους, τις λευκές περιστερές από τα μαύρα πρόβατα, θα μας πει χαρακτηριστικά ο Παναγιώτης. Τη Μ. Τρίτη καταγγέλλεται η υποκρισία και η τσιγκουνιά μας, γιατί εμποδίζουν τα σκιρτήματα του «είναι» για τα πρώτα δοσίματα στους άλλους.
Τη Μ. Τετάρτη φανερώνονται τα σύνδρομα ενοχής. Ο αποτυχημένος ερωτικός δρόμος, η πορνεία, αντικαθίσταται με το νέο ερωτικό δρόμο στο πρόσωπο του Ιησού. Η ομολογία μάλιστα γίνεται με υλικό και συμβολικό τρόπο. Με το χύσιμο του μύρου στα πόδια Του και το αντίστοιχο σκούπισμα με τα μαλλιά βεβαιώνεται η αρχή μιας νέας ερωτικής πορείας–σχέσης με βαθιά εσωτερικά θεμέλια. Το τροπάριο της Κασσιανής εκφράζει την επαφή κάθε υποκειμένου, θα μας πει ο συγγραφέας, με τα κατάβαθα του πόθου. Πρόκειται για μια πλήρη συναίσθηση του ερωτικού κενού σε μια ανθρώπινη ύπαρξη. Ο οίστρος για σχέσεις κενές, μα ακόλαστες, δεν αφορούν μόνο τις δυαδικές σχέσεις αρσενικού, θηλυκού. Αφορά κάθε σχέση στα όρια της πόλης, κάθε σχέση πολιτική, θα συνεχίσει να μας επεξηγεί ο Παναγιώτης.
Τη Μ. Πέμπτη ο Ιερός Νιπτήρας φανερώνει το διακονικό και όντως αναρχικό πνεύμα του «βασιλέα» Χριστού. Αυτό αποτελεί και το υπόδειγμα άσκησης εξουσίας.
Ο μυστικός δείπνος φανερώνει σε πολλαπλά επίπεδα όλη την ορθόδοξη θεανθρωπολογία. Την προσφορά στο κοινό δείπνο τροφών της τεχνοφύσης, ο άρτος και ο οίνος μετατρέπονται σε τροφή με τον κόπο και την τέχνη των ανθρώπων.
Η υπερφυής προσευχή. Άκτιστο και κτιστό σε μια ερωτική φυσική και υπερφυσική πνευματική πανδαισία.
Και τέλος ο αρνητικό κρίκος. Η προδοσία του μαθητή Ιούδα, που καταδεικνύει πως η αποτυχία μπορεί να έχει κέντρο στο θεσμικό εκφραστή της πίστης, στον επίσκοπο.
Μ. Παρασκευή. Σχέδιο σύλληψης μακριά από το λαό, σε ώρες νυχτερινές. Παράνομη δίκη. Συμμαχία διαχρονική, μας τονίζει ο Παναγιώτης, των αποικιοκρατών (εδώ των Ρωμαίων), με το ντόπιο κατεστημένο, γραφειοκράτες και Φαρισαίοι. Απουσία σεβασμού στον αθώο πριν τη δίκη. Ανείπωτο μίσος.
Πάνω στο σταυρό συναντιούνται οι εκφραστές των κινημάτων. Ο Ιησούς εκφραστής ενός ριζικά ανατρεπτικού κινήματος, με κέντρο τη «βασιλεία» Του, η οποία «ουκ εστί εντεύθεν».
Οι δύο ληστές, εκφραστές βίαιων κινημάτων, που οδηγούνται στον ατιμωτικότερο θάνατο, τον σταυρό. Ο ένας ληστής συμμαχεί πριν το θάνατο του με τον Ιησού.
Η Εκκλησία, θα μας πει ο Παναγιώτης, αναδεικνύει λατρευτικά αυτή τη μέρα, όλους τους τρόπους εξευτελισμού και φρικτών παθών και προπάντων το σταυρό και το θάνατο, γιατί απλούστατα αυτά δεν αποτελούν το τέλος του Ιησού. Αποτελούν το πνευματικό τέλος της κοσμικής ιστορίας, το τέλος του ιστορικού αδιεξόδου, το τέλος του φαύλου κύκλου των δεινών της ανθρωπότητας, της εξαθλίωσης, της εξατομίκευσης, της μαζοποίησης, της εμπορευματοποίησης, του κουρνιαχτού των νόμων, της παντοδυναμίας των ενοχών και του θανάτου.
Τέλος, το Μ. Σάββατο. Στο βαθμό που συμπεριφερόμαστε ως δήθεν, είναι αδύνατο να μας αγγίξει το μυστήριο του Πανάγιου Τάφου, θα μας πει ο συγγραφέας. Ο Άδης δεν είναι μόνο ο χωροχρόνος των βιολογικά νεκρών ανθρώπων. Είναι ο χωροχρόνος της νεκρής ζωής σε όλα τα επίπεδα. Για να συνεχίσει, ο συγγραφέας, ότι ο ύπνος αφορά στην παράλυση του νου και της καρδιάς. Αφορά στο σκότος στην όραση του νου, για το νόημα πέρα από την επιβίωση. Ο ύπνος σε προσωπικό επίπεδο αποτελεί μια ανάπαυλα από τον καθημερινό κόπο της επιβίωσης και της φθοράς, αλλά και μια ανακούφιση από τη σχιζοφρένεια που αναδύεται από την ταξική εκμετάλλευση, τη βία της εξουσίας και την κυριαρχία των εμπόρων της γνώσης, της πληροφορίας, της τεχνολογίας. Αποτελεί όμως σε κοινωνικό επίπεδο και τη δυνατότητα έγερσης και εξέγερσης για μια δικαιότερη κοινωνία.
Αν όμως θελήσουμε να γευτούμε το αδιανόητο της Ανάστασης, της ανατροπής του φαίνεσθαι, θα πάψουμε να είμαστε φοβικοί στα άδυτα του κάθε άλλου.
Στην εποχή μας η κοινωνία διέρχεται μια κρίση που φτάνει στα όρια της αποσύνθεσης. Άλλοι μιλάνε και αγωνίζονται για μεταρρυθμίσεις και άλλοι για επανάσταση. Κάποιοι άλλοι παλεύουν να συντηρήσουν ό,τι μπορέσουν από τα κατακτημένα και τα υπάρχοντα.
Εμείς, θα μας πει ο Παναγιώτης, μετέχουμε στην κρίση και ως πρόσωπα, αλλά και ως μέλη της εκκλησίας.
Έχει την τόλμη να πει πως ο κόσμος και η ζωή μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να συμβεί ένας ριζικός μετασχηματισμός και να ζωντανέψει η παράδοση του λαού μας, με καινούριο νόημα στις νέες συνθήκες. Το στοίχημα είναι αν θα υποταχθούμε στη μοίρα μας ή ή αν θα οικοδομήσουμε τη ζωή μας και την ιστορία. Προτείνει την αλλαγή στις δομές, ώστε τα πρόσωπα και οι λαϊκές κοινότητες να παιδαγωγούνται μετέχοντας την ίδια στιγμή και αδιαίρετα τόσο στη γνώση, όσο και στην εξουσία και την ιδιοκτησία. Είναι θεμελιώδες, συνεχίζει ο συγγραφέας, ο πολιτισμός να μη στηρίζεται μονάχα στη γνώση και τη λογική, αλλά στην ενότητα καρδιάς και λογικού, έργου και λόγου.
Σήμερα, έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια επανάσταση σπασμωδική και σε μια επανάσταση εποικοδομητική.
Πιστεύει ειλικρινά, θα μας πει στην πορεία, πως η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, πέρα από νοθεύσεις της ιστορικής της διαδρομής, μπορεί να γίνεται ο κεντρικός άξονας κάθε αλλαγής, προσωπικής, κοινωνικής, φιλοσοφικής και πολιτικής ζωής. Θα συμπληρώσει πως η θεσμική εκκλησία έχει πολλές φορές αποκρύψει το Χριστό, που οφείλει αδιάλειπτα να φανερώνει. Μα κάθε φορά που εξορίζουμε το Θεό στους κοσμικούς ουρανούς, κάθε φορά που τον τοποθετούμε στον πιο μακρινό γαλαξία, θυμάται, μας λέει ο συγγραφέας, το επινοημένο άπειρο στα μαθηματικά. Όμως διαισθάνεται ότι το άπειρο της διανοητικής μας ανάγκης, υπενθυμίζει τον εξορισθέντα!
Τίθεται λοιπόν και πάλι το ερώτημα, θα μας πει ο Παναγιώτης, «πώς αρμόζει να ζούμε;» Τι νόημα έχει η ζωή μας; Την απάντηση θα τη βρούμε στην προσωπική και συλλογική ζωή του καθενός μας. Στο βίο μας και στην πολιτεία μας.
* Η Διονυσία Μαραθιά είναι θεολόγος εκπαιδευτικός.