«Στα Ίχνη του Συλλογικού Ανθρώπου» του Παναγιώτη Μπούρδαλα

 Με τέτοιο λόγο καθαρό, πέρα από έντεχνα ρητορικά σχήματα και διδακτισμούς, ο συγγραφέας, γειωμένος στην πραγματικότητα, την καθημερινότητα ιχνηλατεί τον άνθρωπο τον συλλογικό, τον κοινωνικό, ως ύπαρξη και ως ζώον θεούμενον. Δίχως διάκριση σε πιστούς και απίστους, χριστιανούς και μη, ανοίγει τον διάλογο μαζί μας.

Δυο επισημάνσεις: Το βιβλίο θα είναι αδιάφορο τόσο για τους καλούς χριστιανούς, τους γιορτινούς, που έχουν λύσει τα επίγεια και ασχολούνται μόνο με τα επουράνια, όσο και για τους φωτισμένους και απελευθερωμένους, που δεν πιστεύουν στα επουράνια και ασχολούνται μόνο με τα επίγεια. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν και οι μεν και οι δε. Είναι ενοχλητικό και για όσους ζητούν την καθαρή γραμμή, την έτοιμη λύση. Ο συγγραφέας απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν ανησυχίες, είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν για να αλλάξουν και τον εαυτό τους και τον κόσμο.

53 κείμενα μαθητείας και σπουδής στην ελευθερία, το αυτεξούσιο και τη μεταμόρφωση του χοϊκού ανθρώπου, του κόσμου και της κτίσης ολάκερης. Κείμενα που καλούν σε μια πορεία συνάντησης με τον θεό της αγάπης και όχι έναν αφέντη δημιουργό. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται πολιτικά από τον καλπασμό του κεφαλαιοκρατικού «ιππικού» που έχει έντονα τα χρώματα από τα άλογα της Αποκάλυψης, το λευκό της Κατάκτησης, το κόκκινο των πολέμων, το μαύρο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης και το χλωρό της φτώχειας και της πείνας.

“κα δο ππος χλωρός, κα καθήμενος πάνω ατο, νομα ατ θάνατος, κα δης κολούθει μετ’ ατο· (Αποκ. 6,8.)”

ΟΆδης, «ο χωροχρόνος των βιολογικά νεκρών ανθρώπων, αλλά και της νεκρής ζωής σε όλα τα επίπεδα, το βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, οικονομικό, οικολογικό και εθνικό. «Κα δόθη ατ ξουσία π τ τέταρτον τς γς, ποκτεναι ν ομφαί κα ν λιμ κα ν θανάτ κα π τν θηρίων τς γς». Ωστόσο «θάνατος ατο οκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,4), παρόλο που η φθορά και ο ύπνος είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια για να πραγματοποιηθεί η αταξική κοινωνία του επίγειου παράδεισου, όχι σε μια αόριστη μορφή, αλλά ως «ανάσταση όλων των καταπιεσμένων και καταφρονεμένων ανθρώπων που τους έχουν κλέψει τη ζωή και την αξιοπρέπεια». Γιαυτό το λόγο επισημαίνει ο συγγραφέας ο Χριστός δεν ήλθε να κρίνει τον άνθρωπο, αλλά να τον διασώσει ως πρόσωπο από το πνίξιμο.

Συνακόλουθα ο συγγραφέας θέτει ένα ενοχλητικό ερώτημα: Κηρύττεται ο Χριστός ως λυτρωτής και σωτήρας ή ως ηθικός χωροφύλακας; Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε με το δεύτερο. Κι έχουμε δίκιο. Και βέβαια μας βολεύει πάρα πολύ αυτό για να δικαιολογήσουμε, άλλος την πίστη του και άλλος την απιστία του.  Ένας Χριστός ηθικός χωροφύλακας και μια μανιχαϊστική αντίληψη που απαιτεί από τους χριστιανούς την τελειότητα και φυσικά συνακόλουθα την έλλειψη αποτυχιών. Αυτά είναι που κοιμίζουν την συνείδηση και αποκρύπτουν το μέγεθος της ασέβειας απέναντι στο Χριστό, τον «κατασκευασμένο ένοχο» πριν τη δίκη, το μίσος για το πρόσωπό Του και τον πλήρη εξευτελισμό Του.

Οι θρησκειοποιημένες γιορτές και η μετανεωτερική εκκοσμίκευση προβάλλουν έναν υποκριτή Χριστό, ένα ψεύτικο Χριστό. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό κατά τον καλύτερο τρόπο. Αυτή λοιπόν η εικόνα είναι που βολεύει και γιαυτό ήταν, είναι και θα είναι σημείο αντιλεγόμενο τόσο για τους εντός της αυλής, όσο και για τους θύραθεν.

Τελικά, «έρχεται νέο σκότος ή αυξάνεται το φως;» Η απάντηση δεν είναι απλή, ούτε εύκολη και πιθανόν δυσάρεστη. Αν δούμε τον νέο τύπο ανθρώπου, τον νέο Αδάμ που δημιούργησε ο άνθρωπος δίχως Χριστό, ή με έναν Χριστό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας, τότε προβάλλει ο «εργαζόμενος, ο εμπορευματοποιημένος και αχόρταγος ανθρωπάκος». Και που είναι το απελευθερωτικό πρόταγμα που ενέχει και συνέχει την ορθοδοξία; «Ποια ορθοδοξία απ’ όλες, αυτή που έχει εμπορευματοποιηθεί ή έχει γίνει όργανο των ισχυρών» αναρωτιέται ο συγγραφέας και είναι αναπόφευκτες οι συγκρίσεις και οι αναγωγές, οι ομοιότητες που εντοπίζει ο αναγνώστης με πλείστα όσα απελευθερωτικά κινήματα και προτάγματα στην ως τώρα ιστορία.

Ο πολιτισμός, τα κοινωνικά προβλήματα, οι οικολογικές καταστροφές συνδέονται άρρηκτα σε ένα ενιαίο παγκόσμιο και πανανθρώπινο πρόβλημα στο οποίο καλούμαστε να λάβουμε θέση. Ας τολμήσουμε να δούμε κατάματα την κρίση που μας μαστίζει στην μνημονιακή και μεταμνημονιακή Ελλάδα. Είναι κρίση ιδεών και αξιών του εποικοδομήματος, της πρόσληψης και της διαχείρισής τους, και όχι αυτών καθαυτών των δομών του συστήματος. Η μείωση της καταναλωτικής ικανότητας του καθενός μπορεί να προκάλεσε κινητοποιήσεις, η κατάργηση όμως της αργίας της Κυριακής άφησε αδιάφορους τους περισσότερους. Το μέγιστο κέρδος, ο καταναλωτισμός και η ευμάρεια είναι αυτά που ποτέ δεν εντοπίζονται και δεν θίγονται ως θεσμικά προβλήματα που συμπιέζουν, χειραγωγούν και εκμηδενίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο άνθρωπος γεμίζει όταν αδειάζει τον εαυτό του. Πλουτίζει όταν πτωχαίνει δίνοντας. Ζούμε όμως σε μια αντινομία. Από τη μια εξυμνείται η ορθόδοξη ασκητική και από την άλλη στηρίζεται και πρωταγωνιστεί ο Θεός του ευλογημένου κέρδους και του ευλογημένου χρήματος πραγματώνοντας την καλβινική θεολογία. Αυτό απαιτεί το «παγκόσμιο παραμύθι που είναι αποβλητέα η ισονομία και θεωρείται ηλιθιότητα η ευγνωμοσύνη» κι από την ευχή «Καλά Χριστούγεννα» περάσαμε στο «Καλές γιορτές» και αποσιωπάται πλέον το «Χριστός Ανέστη».

Είμαστε όμως οι άνθρωποι του 21ου αιώνα. Και η τομή στο πριν και το μετά είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου που γέννησε τον «επικίνδυνο Χριστό για τον κάθε Ηρώδη». Αυτός ο Χριστός επεδίωξε και επιδιώκει να βρεθεί με όλους τους ανθρώπους, με κάθε λαό ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητές και όχι με κάποιον συγκεκριμένο φυλετικά ή εθνικά περιούσιο λαό. Δίχως  αποκλεισμούς και καθαρότητες «Πάντα τα έθνη» και όλοι οι άνθρωποι, γιατί «το Άγιο Πνεύμα δεν εκχύνεται μόνο στις καρδιές των πιστών, αλλά και των απίστων». Σ’ αυτή την πορεία συνάντησης συντελείται η μεταμόρφωση των ανθρώπων από άτομα και μονάδες σε πρόσωπα, καταργείται κάθε ειδωλολατρία και αλλοτρίωση από την φύση και την ιστορία.

Ο Χριστός γειώθηκε στην κοινωνία και συναναστράφηκε τους απλούς, τους ανώνυμους, τους ταπεινούς μικρομεσαίους σε εξευτελιστικούς χώρους εργασίας μακριά από τα φώτα της Ιερουσαλήμ και των ελίτ της εποχής. Ας δούμε ποιους επιλέγει  για μαθητές του, με ποιους και ποιες ανοίγει διάλογο. «Αρνείται να υπάρχει μόνο για τον εαυτό του» και καλεί στην κατάκτηση ή ανάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας. «Υμες γρ π’ λευθερί κλήθητε, δελφοί·» (Γαλ. 5,13) δίχως επιτακτικές και φορτικές εντολές και διαταγές. Αυτά είναι χαρακτηριστικά της κάθε αυθεντίας που επιβάλλεται εξωτερικά και επιφανειακά που θεσμοποιεί τον «παιδαγωγικό ιμπεριαλισμό».

Ο συγγραφέας τολμά την επισήμανση πως η επίσημη εκκλησία έχει δεθεί ισχυρά με το κατεστημένο, δεν παρακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις για να δίνει γενικές κατευθύνσεις της συλλογικής και πολιτικής ζωής, ούτε και θυμάται την παραδοσιακή κοινωνική ζωή της εκκλησίας ανάμεσα στους χριστιανούς. Η εκκλησία όμως είμαστε εμείς όλοι, τα μέλη της, και οι μέσα και οι έξω από αυτήν και έχουμε γίνει οι ίδιοι ένα κατεστημένο όπου κυριαρχεί ο ηθικισμός και ο ευσεβισμός σε θρησκευτικό, σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο.

Σε αυτό το πλαίσιο ριζώνει και αναπτύσσεται η σύγχρονη ειδωλολατρεία που προβάλλει ως το δικαίωμα στην ελευθερία κίνησης και διάθεσης του σώματος, του κεφαλαίου, των υπηρεσιών και των εμπορευμάτων (ανάμεσα σε αυτά και άνθρωποι ως πρόσφυγες και μετανάστες). Αυτή είναι η μια της όψη. Η άλλη είναι ο φυλετισμός, ο εθνικισμός και ο νεοναζισμός. Η απάντηση δεν είναι απλά και μόνο η κριτική αυτού του νεοπαγανισμού, αλλά η κατάργησή του. Και αποτελούν σπασμωδικές ενέργειες αν όχι αποπροσανατολιστικές «να ταυτίζονται ο ατομικός και πολιτικός κοσμοπολιτισμός με τα διάφορα ρεύματα του διεθνισμού –από τη μια πλευρά- και η ταύτιση συντηρητισμού και παράδοσης ή να θεωρείται άνευ περιεχομένου και οπισθοδρόμηση ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης» – από την άλλη πλευρά-.

Για όλα αυτά ο συγγραφέας συνδιαλέγεται με ένα πλήθος διανοητών, την Καινή Διαθήκη και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα. Με αφορμή κοινωνικούς ρόλους και θεσμούς θίγει μια σειρά από θέματα-ίχνη του συλλογικού Ανθρώπου με ρηξικέλευθο τρόπο, αναδεικνύοντας τις αμφισημίες και υπερβαίνοντας τις εσκεμμένες διαστρεβλώσεις και παρατυπίες, εύκολες κρίσεις και αναθεματισμούς.   

Με αφορμή την στρατιωτική θητεία θα μιλήσει για το τι είναι και ποιο το περιεχόμενο αυτών που καλείται να υπερασπιστεί κανείς. Η κριτική στο τρίπτυχο Πατρίδα θρησκεία Οικογένεια, σταματά στο αν είναι βασικό συστατικό της ταυτότητας του νεοέλληνα ή υπερσυντηρητικό κατάλοιπο του παρελθόντος. Αλλά ποιος θα πει ευθαρσώς πως «πατρίδα είναι η κοινωνική πραγματικότητα του σήμερα»; Ποιος αναδεικνύει την θρησκεία ως κοινωνική αξία πέρα από την καταναγκαστική και βίαιη συχνά παραδοχή της;

Κι αν επίσης γίνεται τόσος λόγος για την παιδεία, την δωρεάν και δημόσια, ποιος κάνει λόγο για ένα σύστημα που παρέχει γνώσεις και «στημένη πληροφόρηση»; Και για την ακρίβεια ότι «έχουμε πληροφόρηση αντί για γνώση κι εκπαίδευση αντί για παιδεία» σε ένα περιβάλλον που οι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται περισσότερο για το αξίωμά τους παρά για την έρευνά τους και την προσφορά στους μαθητές και την κοινωνία αναλύοντας το για το τι, το γιατί και το πώς της γνώσης, για την σύνδεση του σχολείου με τον κοινωνικό τοπικό περίγυρο. Ειδάλλως, θα περιστοιχιζόμαστε από άχρωμα ή όμορφα κτήρια κενά περιεχομένου, όπου ποιο νόημα έχουν τα ποικιλώνυμα project, τα Erasmus και οι ανταλλαγές μαθητών και φοιτητών; Αναφέρει ο συγγραφέας πως «η μελέτη και κατά το δυνατόν βίωση της ορθόδοξης θε-ανθρωπολογίας και κοσμολογίας με βοήθησε να καταλάβω την σύγχρονη φυσική, κι αντίστροφα». Αυτή συνολική θεώρηση είναι που λείπει σήμερα από την παιδεία, αυτή η συνολική θεώρηση που αποτελεί κριτική στάση απέναντι στους στημένους κρατικούς μηχανισμούς και καθιστά περιττή την όποια συζήτηση, όπου και περιοριζόμαστε μόνο, για το αν τα θρησκευτικά θα πρέπει να είναι προαιρετικά ή μάθημα ομολογιακού χαρακτήρα και αν τα λατινικά χρειάζονται στο υποψήφιο της θεωρητικής κατεύθυνσης.

«Έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια επανάσταση σπασμωδική και μια επανάσταση εποικοδομητική», αλλά επισημαίνει, πως «κοινωνικοί αγώνες ξεκομμένοι από την προσωπική ολοκλήρωση είναι σχεδόν χωρίς νόημα». Ακόμη και σήμερα καλά κρατεί ο μεσσιανισμός στην πολιτική ζωή, την απελευθερωμένη, ο Ιησούς  διακηρύσσει «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36) καλώντας σε αμφισβήτηση και ρήξη με το πτωτικό σύστημα που τοποθετεί στο κέντρο του το «είδωλο Θεός» ή το «είδωλο λαός». Με ένα σύστημα που τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα αντίστασης τα θρησκευτικοποιεί και τα μετατρέπει σε εμποροπανήγυρη και εν τέλει αλλοτριώνει το πραγματικό νόημά τους. Ο ίδιος ο συγγραφέας, που συμμετείχε στα γεγονότα της γενιάς του Πολυτεχνείου επισημαίνει πως «το Πολυτεχνείο είναι μακριά από τον λαό ως σύμβολο και πολύ κοντά του ως φάντασμα που χρειάζεται θρησκευτική εξιλέωση». Ας αναλογιστούμε «ποιοι οργανώνουν τις γιορτές και τα πανηγύρια, πως τις χρησιμοποιούν και πως τις εξιδανικεύουν» ή τι ακριβώς ξέρουμε για τον Μακρυγιάννη και πόσοι γνωρίζουν τον αρχ. Γερμανό Δημάκο, τον παπα Ανυπόμονο, τον πατέρα Πυρουνάκη, κι άλλους πολλούς ακόμη. Σαφώς είναι πιο γνωστοί άλλοι… Ας μου επιτραπεί να πω ότι ο κόσμος κουράστηκε με όλους αυτούς τους θρησκευτικούς και πολιτικούς κατανυκτικούς εσπερινούς και τις αγρυπνίες με τα ανούσια και μακροσκελέστατα κηρύγματα.

Ο στόχος είναι μια κοινωνία αυτόνομη, αυτοδιαχειριζόμενη, αυτοδιευθυνόμενη, ερωτικά κι ασκητικά προσδιορισμένη γιατί το βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι το αυτεξούσιο με  αγώνα συνεχή, επίπονο, μακροχρόνιο και συστηματικό σε όλα τα επίπεδα, αλλά κυρίως στο επίπεδο του «έσω ανθρώπου» για να θεμελιωθεί πάνω στη δικαιοσύνη. Ειδικά σήμερα που η συνείδηση βομβαρδίζεται από αποχαυνωτικές εικόνες υπερκατανάλωσης, εξατομικευμένης και ναρκισσιστικής ευτυχίας που δημιουργούν μια ψευδή εικόνα ειρήνης και επίπλαστης ευτυχίας. «Στο μυαλό είναι ο Στόχος / το νου σου, ε;» είπε πολύ εύστοχα η Κατερίνα Γώγου.

Παρατηρείται όμως μια τακτική υποτίμησης της εσωτερικής ελευθερίας των υποκειμένων της ιστορίας από ευάριθμες συλλογικότητες που προσπαθούν να κινητοποιήσουν ή «να κρατήσουν κόσμο» δημιουργώντας μια «αίσθηση δικαίου πολέμου» στις επιρροές -και τα μέλη- τους και μια επίπλαστη ειρήνη στις ψευδαισθήσεις των οραμάτων με τα οποία τις τρέφουν» και αναμένοντας στο απώτερο μέλλον μια χιλιαστική (αταξική) κοινωνία». Από την άλλη πλευρά, οι «εχθροί» είναι μία βολική λύση. Συσπειρώνεις τον κόσμο, επικαιροποιείς το φόβο, ανανεώνεις το θυμό. Τα μαγαζιά αυτά όμως ρημάζουν και οι εκκλησίες αυτές αδειάζουν γιατί απευθύνονται σε συλλογικότητες και ποίμνια δίχως να πλησιάζουν τον μοναχικό άνθρωπο και να απευθύνονται με σεβασμό στην προσωπική συνείδηση.

Η πολιτικοποίηση είναι θετική όταν φθάνει στη δημιουργία πρότασης ζωής. Ειδάλλως είναι μια στείρα κομματικοποίηση που οδηγεί στην απεμπόληση της αυτονομίας και σε γραφειοκρατικοποίηση της κινηματικής δράσης. Αποτέλεσμα; Η αδιαφορία και η αποχή, που θα πρέπει να ιδωθεί όμως ως μια ισχυρή μορφή αμφισβήτησης απέναντι στον κενού περιεχομένου πολιτικό λόγο της εποχής και την ασυμφωνία λόγων και πράξεων των τετριμμένων πρωταγωνιστών της πολιτικής σκηνής σε όλα τα επίπεδα. Ας το καταλάβουν πως «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» (Α. Κάλβος) ως βασική προϋπόθεση για να καταπολεμηθεί «ο αυτισμός, η ραθυμία και η ιδιώτευση» και πως «το «Ελθέτω η Βασιλεία Σου» της Κυριακής προσευχής αφορά το εδώ και τώρα, το ιστορικό παρόν». 

Κι εμείς; Απαιτείται εμείς πρώτα να μη στεκόμαστε αδιάφορα μπροστά στα κοινά ζητήματα, να μην είμαστε επιφανειακοί και υποκριτές. Αποτελεί στάση ζωής να πράττουμε το συλλογικό ως συνέχεια του εσωτερικού πολέμου, να ανορθώσουμε το είναι, τα ανθρώπινα υποκείμενα, τις συνειδήσεις σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. «Η κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί αναγκαιότητα συλλογική, ενώ η αγάπη ανώτατο εθελοντικό στάδιο του προσώπου, όπως καταδεικνύεται από την χριστιανική θεανθρωπολογία». Ο Θεός δεν εκβιάζει, ούτε ο άνθρωπος καταφέρνει τίποτε με το ζόρι. «Η ένωση του Θείου με το ανθρώπινο δεν γίνεται με ιδεολογίες, με θεωρίες ή ανθρώπινα πειράματα». Γίνεται μέσω σχέσης και σχέσεων.  

Όσοι, λοιπόν, «αισθανόμαστε μαθητές και μαθήτριες Εκείνου» οφείλουμε να είμαστε όχι θρησκευόμενοι νεοέλληνες ή γιορτινοί χριστιανοί, αλλά χριστιανοί της Οδού, να κατεβούμε στον δρόμο, να πλησιάσουμε τον πλησίον. Λέει ο παπασαντινίστας Ερνέστο Καρντενάλ: «Είμαστε καθρέφτες του Θεού, πλασμένοι να τον αντικατοπτρίζουμε (…) Το νερό καθρεφτίζει τον ουρανό, ακόμα και όταν δεν είναι η επιφάνειά του γαληνεμένη.» Σ΄ αυτό το νερό πλέουν και «οι 55 σημαδούρες κοινωνικής και υπαρκτικής θε-ανθρωπολογίας».

Βόλος, «Τρεις Ιεράρχαι», Σάββατο, 9/11/2019

* Ο Γρηγόρης Στουρνάρας είναι Αρχαιολόγος, Δρ αρχιτεκτονικής.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.