Τόσο ο τίτλος, όσο και ο υπότιτλος βάζει… σε σκέψεις. Ποιος είναι ο συλλογικός άνθρωπος; Τι είναι οι «55 σημαδούρες»; Γιατί είναι κοινωνικές και υπαρκτικές; Γιατί επιλέγεται ο όρος «θεανθρωπολογία», αντί του όρου «θεολογία»;
Η προσεκτική ανάγνωση απαντά στα ερωτήματα αυτά, αν και το πρώτο ξεφύλλισμα ξαφνιάζει, διότι το βιβλίο αποτελεί ένα ανθολόγιο άρθρων, απόψεων και συνολικότερα παρεμβάσεων του συγγραφέα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα χρόνων, με περιεχόμενο ποικίλο: κοινωνικό, πνευματικό, πολιτικό, πολιτιστικό, επιστημονικό, θεολογικό, ανθρωπολογικό, κοινοτικό κ.α. Τα κείμενα αυτά είναι οι «55 σημαδούρες», στην ουσία 55 σταχυολογημένες προσωπικές εμπειρίες, οι οποίες μοιάζουν φαινομενικά ετερόκλητες, όμως προσεγγίζουν με καθαρότητα, αυθορμητισμό και ειλικρίνεια, άλλοτε θέματα πνευματικά κι άλλοτε ζητήματα της εκάστοτε επικαιρότητας. Πως συνδέονται όμως και γιατί κάποια παλιότερα άρθρα αξίζει να διαβαστούν σήμερα;
Η απάντηση δίδεται σιγά σιγά, καθώς προχωρά η ανάγνωση, η οποία μπορεί να γίνει αποσπασματικά, (κείμενο- κείμενο) ή ενιαία και γραμμικά. Επέλεξα τον δεύτερο τρόπο, προκειμένου να καταλάβω τη σύνδεση μεταξύ των κειμένων. Κάποια από τα γραφόμενα ανήκουν στα νεανικά χρόνια του Παναγιώτη, με ματιά φρέσκια, ελπιδοφόρα, αλλά και υποψιασμένη για τα ζητήματα της τότε επικαιρότητας, ενώ τα μεταγενέστερα, πιο ώριμα και μεστά, δεν υστερούν από τα πρώιμα σε φρεσκάδα και αμεσότητα. Το ύφος της γραφής είναι απλό, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού, θυμίζοντας ωραίες συζητήσεις με φίλους που νοιάζονται για τα κοινά προβλήματα και μοιράζονται τις εμπειρίες τους. Όσο για το θέμα της επικαιρότητας των παλιότερων κειμένων, αναφέρω ως παραδείγματα, τα ζητήματα: της αποξένωσης των νέων από την εκκλησία, που γράφτηκε το 1979, το μεταναστευτικό (2008), τη χρήση της κινητής τηλεφωνίας από εφήβους (2006). Είναι πράγματι εντυπωσιακή η φρεσκάδα των απόψεων για τα ζητήματα αυτά και η εφαρμογή τους στο σήμερα.
Τα θέματα κινούνται σε δύο μεγάλες- χοντρικά- ενότητες: Η πρώτη αφορά στην οπτική του σήμερα μέσα από το πρίσμα της λειτουργικής ζωής των μεγάλων εορτών (διόλου τυχαία η έναρξη με τον ευαγγελισμό του κόσμου), συνεχίζεται δε, με το νόημα της Μεγάλης Εβδομάδας, ως συνειδητό και καρδιακό βίωμα διαρκές και ως πρόταση για τη λύση κάθε κρίσης, προσωπικής και κοινωνικής. Η δεύτερη θεματική περιγράφει παρεμβάσεις και προβληματισμούς πάνω σε θέματα επίκαιρα παντός φύσεως, όπως γάμος, παιδεία, νεότητα, τεχνολογία, μεταναστευτικό, αθλητισμός, κινητή τηλεφωνία, ζητήματα επίκαιρα για όλους κι άλλα που αφορούν στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα.
Γιατί όμως επιλέχτηκε ο όρος «θεανθρωπολογία», αντί του όρου «θεολογία»;
Η απάντηση βρίσκεται στην αφετηριακή βάση της σκέψης του συγγραφέα, η οποία είναι θεανθρωπολογική και όχι θεολογική, όπως ίσως θα περίμενε ο αναγνώστης. Ο Παναγιώτης προτιμά τον όρο «θεανθρωπολογία», αντί του όρου «θεολογία», ως μια πρώτη υπόμνηση της κατάχρησης του όρου από δήθεν σπουδαγμένους θεολογίζοντες, ειδικούς τάχα επί παντός επιστητού στο θέμα της πίστης αλλά και ως καταγγελία στις κάθε είδους αυθαιρεσίες της εκκοσμικευμένης επίσημης Εκκλησίας. Γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας (με αφορμή το λειτουργικό περιεχόμενο της Μ. Πέμπτης): «Η προδοσία του μαθητή Ιούδα καταδεικνύει πως η αποτυχία μπορεί να έχει κέντρο στον θεσμικό εκφραστή της πίστης, δηλ. τον ίδιο τον επίσκοπο».
Και παρακάτω: «Μα, στην ιστορία δεν υφίστανται καθαρές πράξεις. Η άρνηση μιας τέτοιας ζωής (εννοεί θυσιαστική και σταυρική) εμφωλεύει σε κάθε εκκλησιαστική κοινότητα, υποστασιάζεται σε ηγεμονικά πρόσωπα (επισκόπους ή θεολόγους), όπως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, όταν καπηλεύονται τη θέση και τις σχέσεις, όποτε εμπορευματοποιούν το ψωμί και το κρασί. Ως δήθεν συμμετέχοντες, βιάζονται να φύγουν στους δικούς τους κόσμους προδοσίας, αρνούνται να πλύνουν πόδια (ενν: αρνούνται τη διακονία), δεν μένουν μέχρι το τέλος του δείπνου, δεν παραδίδουν επομένως το μυστήριο στους αμύητους, ενώ αντιθέτως προσβάλουν και προδίδουν και το Πνεύμα και τον Χριστό». Είναι μάλλον περιττό να πούμε πόσο η ιστορία επιβεβαιώνει δραματικά το δίκιο του συγγραφέα.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας απευθύνεται σε όσους νοθεύουν την πίστη και μάλιστα –τι ειρωνεία!- το κάνουν αυτό στο όνομα του Χριστού. Απευθύνεται όμως και σε όσους οχλεύουν το επαναστατικό μήνυμα του Θεανθρώπου, αλλά και σε όσους αδιαφορούν γι’ αυτό.
«Θεανθρωπολογία» λοιπόν και όχι «θεολογία», είναι ο όρος που διαπερνά σε όλα τα επιμέρους κείμενα. Ο άνθρωπος δεν είναι άτομο, αλλά πρόσωπο συνδεδεμένο κοινωνικά με άλλα πρόσωπα. Τούτο συμβαίνει επειδή είμαστε πλασμένοι «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» των τριών προσώπων του Θεού. Η βάση και η αφετηρία του βιβλίου είναι το τριαδικό δόγμα, το οποίο υποτίθεται ότι γνωρίζει ο αναγνώστης, αν και ολοκληρωμένα και ξεκάθαρα διατυπώνεται μόνο μια φορά στο κεφάλαιο με τίτλο: «Αντί επιλόγου», ενώ σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα υπαινίσσεται. Πιθανόν ο συγγραφέας, όπως όλοι οι άξιοι συγγραφείς, παροτρύνει εμμέσως τον αναγνώστη του να σκεφτεί, παραπέμποντάς τον να γνωρίσει ποιος είναι ο Θεός και πως ενεργεί συλλογικά.
Στο χριστιανισμό, βιώνουμε τον πιο παράξενο μονοθεϊσμό: πιστεύουμε σε έναν Θεό, που όμως δεν καταδέχεται να είναι εγωιστικά μονάδα, αλλά είναι παρέα προσώπων, εντελώς διαφορετικών, αλλά απολύτως ενωμένων ουσιαστικά και αγαπητικά. Είμαι εικόνα του Θεού σημαίνει ότι καλούμαι να ζήσω με τον τρόπο του Θεού. Δεν περιχαρακώνομαι εξατομικευμένα, ούτε αφανίζομαι απρόσωπα μέσα σε μάζα ατόμων, αλλά υπάρχω, είμαι υπόσταση μοναδική μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων με άλλα διαφορετικά πρόσωπα. Γίνομαι «καθ’ ομοίωσιν» Θεού, όταν αναπτύσσω αυτή τη δυναμική, αναζητώντας τρόπους βαθύτερης επικοινωνίας και συνεύρεσης με κοινωνικές ομάδες, όταν αδειάζω από κάθε φιλαυτία και προσφέρω. Η διαφορά με τον κοινωνικό τρόπο ύπαρξης του Θεού έγκειται στον κίνδυνο του ανθρώπινου λάθους, στην αποτυχία, κίνδυνος διαρκής που αποφεύγεται ή έστω περιορίζεται μόνο με τη γνήσια διακονία με -όσο γίνεται- τον τρόπο του Θεού.
Αυτός λοιπόν είναι ο «συλλογικός άνθρωπος», η εικόνα του Θεού. Ο «συλλογικός άνθρωπος» περιγράφεται σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, (με αφορμή την εορτή της Πεντηκοστής) γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Αντί να βολοδέρνουμε ανάμεσα στην πλημμυρίδα των κοινωνικών μας δράσεων και στην άμπωτη της ατομικής μας θρησκευτικής αυτάρκειας, ας επαναστοχαστούμε για την θε- ανθρωπολογία μας» σε καιρούς που θυμίζουν ρωμαϊκή εποχή με «έπαρχους, πλατείες, ζηλωτές, άδικη βία…». Σε ό,τι «παγκόσμια μυρίζει μπαρούτι, εμείς οφείλουμε να είμαστε αλάτι κι όχι χώμα!». Πιο κάτω διευκρινίζει ότι ο τύπος του συλλογικού ανθρώπου, με τον τριαδικό του Θεού τρόπο, ζει έξω από το μοντέλο του «κατακερματισμένου ατόμου και χωρίς να μπαίνει στον κίνδυνο μιας άνευρης μάζας. Αυξάνει τα στοιχεία ελευθερίας και δημιουργίας, αλλά ταυτόχρονα διεκδικεί δικαιοσύνη κι όλα τα «συλλογικά δικαιώματα» για την επιβίωση, αλλά κυρίως για το πολυδιάστατο περιεχόμενο της ζωής!»
Σ’ ένα κόσμο που ασφυκτιά, για να θυμηθούμε το Θανάση Παπαθανασίου, «ανάμεσα στις μυλόπετρες της αντιθρησκευτικής τύφλωσης αφενός και της θεσμικής εκκλησιαστικής αγκύλωσης από την άλλη», σε ένα πολιτισμό που θεοποιεί τη λογική, την τεχνολογία και την επιστήμη εις βάρος της αλήθειας του ανθρώπινου προσώπου, σε μια κοινωνία που προτείνει επαναστάσεις, είτε από την οπτική του ατόμου κόντρα στο κοινό καλό, είτε από την οπτική του μαζικού συνόλου αδιαφορώντας για τη μοναδικότητα του προσώπου, ο συγγραφέας προτείνει επαγρύπνηση και δραστηριοποίηση, όχι απαντώντας στο δίλημμα συντήρηση ή προοδευτικότητα, τάξη ή σπασμωδικότητα, αλλά στην προοπτική μιας εποικοδομητικής επανάστασης, που ξενικά από την αλλαγή του εσωτερικού εαυτού, ιδωμένης στο φως της τριαδικής αποκάλυψης και καταλήγει στη δραστηριοποίηση για την άρση κάθε κακής δομής. Στο πλαίσιο αυτό καταγγέλλεται κάθε απουσία συμμετοχής στα κοινά, κάθε αδράνεια, ενώ παράλληλα το σκεπτικό αυτό θυμίζει τη ρήση του Αναστάσιου Αλβανίας: «πρώτα ξεκινάμε με τη δική μας καλή αλλοίωση, αλλαγή δηλαδή εσωτερική και κατόπιν αλλάζουμε τα κακώς κείμενα και στρατευόμαστε προς πάσα κατεύθυνση, πάντα και παντού, διακονώντας αρχικά την οικογένεια, μετά τη γειτονιά, κατόπιν και διαδοχικά την πόλη, τη χώρα μας, τον κόσμο».
Κλείνουμε την αναφορά για αυτό το τόσο ενδιαφέρον βιβλίο με ένα απόσπασμα, πρόταση για όντως ζωή, υπενθύμιση της προσωπικής ευθύνης του καθενός για εγρήγορση και συμμετοχή στον λίγο ιστορικό χρόνο που μας αναλογεί: «Πιστεύω στη βίωση της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, ως ησυχαστικής και κοινοτιστικής, αντικομφορμιστικής και οικουμενικής. Όμως, η απάντηση –εκτιμώ- δεν θα δοθεί απλά και μόνο στο επίπεδο των επιχειρημάτων ή των γνώσεων. Θα δοθεί κυρίως στο χωροχρόνο της προσωπικής και συλλογικής ζωής του καθένα μας. Στο βίο και στην πολιτεία μας δηλαδή…».
* Η Φωτεινή Οικονόμου είναι M.Th. θεολόγος, Καθηγήτρια Δ.Ε., συγγραφέας.