ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΟΥΡΔΑΛΑ «ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»: Παρουσίαση

Κείμενα της πρώτης, της ορμητικής και οραματικής νιότης του συγγραφέα, αλλά και της ύστερης της πιο ώριμης και φιλοσοφημένης, συντίθενται λοιπόν εδώ σε μια προσπάθεια να διατρανώσουν τον παγκόσμιο καημό των ανθρώπινων κοινωνιών, που ταυτόχρονα αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της συνολικής παρακμής τους.

Πως ο άνθρωπος δεν είναι ον μοναχικό, αυτοαναφορικό, που ομφαλοσκοπεί διαρκώς σε μια αέναη σέλφι με τον εαυτό του, όπως ο σύγχρονος μεταμοντέρνος τρόπος του προτείνει, αλλά είναι ον που ζει, οξυγονώνεται, αλληλεπιδρά και διαμορφώνεται μόνο μέσα από υγιείς  ανθώπινες συλλογικότητες. Ίχνη αναζητά ο συγγραφέας, αυτού του χαμένου θησαυρού, καθώς οι καταιγίδες του ατομικισμού και η ομίχλη του μεταμοντέρνου που ταχύτατα επελαύνει, επιχειρούν, όπως προαναφέρθηκε, να μας πείσουν πως η αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης εξαντλείται στα όρια της αυτοερωτικής ατομικότητας. Το δρεπανηφόρο άρμα του καπιταλισμού, που σαρώνει παγκόσμια σήμερα κάθε ετερότητα πολιτιστικού παραδείγματος συνεπικουρείται δυστυχώς επάξια από τα προτάγματα ενός ανθρωποκτόνου κοινωνικού δαρβινισμού κι ενός ξεδιάντροπου κι ανίερου ηδονιστικού υλισμού, αρνούμενο να δεχτεί την πανθομολογούμενη ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτήν της  εξόδου προς τον άλλον, της γνήσιας δηλαδή και αυθεντικής κοινωνίας.

Αυτό ακριβώς το αδιέξοδο προτάσσει απ’ την Εισαγωγή του κιόλας το βιβλίο, θεωρώντας μάλιστα ως αφετηριακή βάση της σύγχρονης σχιζοφρένειας τον πάσης μορφής παραπλανητικό δυαλισμό μεταξύ ύλης και πνεύματος. Ιδεαλισμός και υλισμός, κατά το συγγραφέα, ιδωμένα σε απομόνωση είναι τα στοιχεία που ακρωτηριάζουν την ιστορία του πολιτισμού των κοινωνιών, αλλά και της όλης ανθρώπινης υπόστασης.  

Μέσα σ’ αυτό καμίνι της απάνθρωπης μοναξιάς και της συλλογικής παρακμής ο Παναγιώτης ανασκάπτει και φέρνει στο φως της ανθρώπινης συνειδητότητας, εν είδει πρωτότυπου γιατρικού, τις γιορτές της εκκλησιαστικής παράδοσης, όχι σαν μουμιοποιημένες εθιμοτυπικές επαναληπτικές αστικές συνήθειες, αλλά σαν αφορμές επανανοηματοδότης και επαναπροσδιορισμού του βίου. Η θεολογική του ματιά κι εμβάθυνση στις εκκλησιαστικές γιορτές με τις κοινωνικές και υπαρξιακές προεκτάσεις που αυτές εμπεριέχουν, αποτελεί ακριβώς και το πρώτο μερος του βιβλίου.

Έτσι, ο ευαγγελισμός της Θεοτόκου γίνεται η αφορμή προβληματισμού για τη δυνατότητα υπέρβασης της κτιστότητας και επανένωσής της με τη θεϊκή της καταγωγή μέσα από την πύλη που διαχρονικά ανοίγει στον άνθρωπο το ταπεινό κορίτσι της Ναζαρέτ. Τα Χριστούγεννα στη συνέχεια αποτελούν για το συγγραφέα μια διαρκή πρόσκληση και πρόκληση καθώς προβάλλουν  την είσοδο ενός «επικίνδυνου» Χριστού στη φάτνη της ανθρώπινης αλογίας. Ενώ η Περιτομή του Ιησού, την πρώτη Ιανουαρίου, του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει γι αυτό που ως φαίνεται διακαώς επιζητά. Να εμβαθύνει στο πρόβλημα του κτιστού χωροχρόνου, που διαρκώς απειλεί με τεμαχισμό και να διαβλέψει από εκει ρανίδες φωτός ενός άλλου χρόνου υπερβατικού, όπως αυτός συνυποδηλώνεται με το συνεκδοχικό λόγο της «ογδόης ημέρας». Και εξηγεί ο συγγραφέας πως αν  οι επτά ημέρες είναι ο κοσμικός χρόνος της ιστορίας, αυτός ο κόσμος της απελπισίας, της τραγωδίας, της αέναης  πτώσης και της παρακμής το «εν» που προστίθεται, η όγδοη δηλαδή μέρα, αποτελεί την εσχατολογική παρουσία του Λόγου (με κεφαλαίο το Λ) στις εσχατιές του ιστορικού χρόνου, τη θεϊκή απάντηση στο δαιμονικο κοροϊδευτικό μειδίαμα της ιστορίας. Παρόμοια η γιορτή της Υπαπαντής μέσα απ’ τον ποιητικό και προφητικό λόγο του Συμεών, που κρατάει στην αγκαλιά το μικρό Ιησού, διατρανώνει εμφαντικά την ελπίδα για τη οικουμενική συνένωση των εθνών (φως εις αποκάλυψιν εθνών), πάνω σε μια κοινωνία ανθρωπιάς κι αλληλεγυης. Η Βάπτιση στη συνέχεια, με τη διαρκή συμβολική και καθαρτική παρουσία του νερού κατά την τέλεσή της, καθώς και τη θαυμαστή αντίστροφη πορεία του Ιορδάνη, φέρνει στο φως την ολο κι αυξανόμενη ανάγκη μιας επιτέλους αναστροφής της ανθρώπινης καταστοφικής πορείας, μιας στροφής προς τις πηγές της, σε αναζήτηση εκείνου του νερού που όποιος το πιει δεν θα ξαναδιψάσει. Απώτερος στόχος όλων τούτων η μεταμόρφωση ανθρώπου και κόσμου μέσα από τον εγκεντρισμό και των δυο στη ζωή της Τριάδας και την ελεύθερη τελικά αποδοχή της πανανθρώπινης εκείνης συνθήκης, που καταξιώνει διαχρονικά το ανθρώπινο. Αυτήν της συλλογικότητας. Το άκτιστο θεϊκό  φως της μεταμόρφωσης έρχεται στη συνέχεια μέσα από την ομώνυμη γιορτή με διακριτικότητα και σεβασμό να διαπεράσει την ανθρώπινη κτιστότητα να ακουμπήσει με τη λάμψη και τη θαλπωρή του όλη την ανθρώπινη περιπέτεια και να της προτείνει αυτόν τον τρόπο ύπαρξης που μέσα στην άγνοιά της με πόθο αναζητά. Τον τρόπο και πόθο της αφθαρσίας, εκείνης της μορφής υπάρξεως που δύναται να ερωτεύεται αέναα και να μην πεθαίνει. Η έξοδος τελος του Ιησού από την ιστορία κατά την Ανάληψη σε συνδυασμό με το πανηγύρι της Πεντηκοστής που ακολουθεί,  δηλώνει φανερά κατά το συγγραφέα πως από δω και στο εξής η ευθύνη της συλλογικής αλλαγής εναποτίθεται σ’ αυτή τη νέα πόλη που καθόλου τυχαία δεν ονομάστηκε Εκκλησία… (όνομα που έλκει την καταγωγή του από την αρχαία εκκλησια του δημου). Η κυριακάτικη σύναξη των πιστών που συνέρχονται για να δηλώσουν την εν ελευθερία αγάπη, αποτελεί το διαχρονικό οραμα για μια συλλογική μεταστροφή του ανθρώπινου, με την διακριτική πρόσληψη και αποδοχή κάθε πολιτισμικού στοιχείου, αλλά και τη βάσιμη ελπίδα για μια ολοκληρωτικη νικη καταπάνω στο σκοτεινό φάσμα του θανάτου.

Πασχίζει ο Παναγιώτης, μέσα απ’ αυτό το άτυπο εορτολόγιο να βγάλει από τη ναφθαλίνη και τη φετιχοποίηση το ευαγγελικό μήνυμα, πριν καταντήσει τούτο κούφιο και νεκρό γράμμα, ενώ την ίδια στιγμή επείγεται να επισημάνει τον κίνδυνο που διαβλέπει από την ειδωλοποίηση των επιτευγμάτων της νεωτερικότητας τα οποία ταχύτατα επελαύνουν για να διεκδικήσουν πολλούς και διαφορετικούς θεϊκούς θρόνους στις ανθρώπινες συνείδήσεις (επιστήμη,  τεχνολογία, αυτονομημένη πολιτική, κάποτε και η τέχνη).

Για το φάσμα και τις ποικίλες μορφές  θανάτου παλιές και σύγχρονες, θα του δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει στο επόμενο μέρος του βιβλίου, όπου με αφετηρία τη μεγαλοβδομάδα αγγίζει με τρόπο ιδιαίτερο πτυχές της ανθρώπινης αποτυχίας. Είναι ένα θέμα που θα το αναπτύξει εκτενέστερα η επόμενη ομιλήτρια και δεν θα επεκταθώ. Θα περιοριστώ μόνο να πω εδώ πως όλη η μεγαλοβδομάδα είναι κατά το συγγραφέα μια θέαση, μια χειραγώγηση στον Άδη και στις μορφές του, απ’ όπου είναι αδύνατο να μην περάσει η ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι ο χωροχρόνος της νεκρής ζωής μας, μας λέει ο Παναγιώτης και αναφέρει το βιολογικό, τον ψυχικό, τον κοινωνικό, τον οικονομικό, τον οικολογικό, τον εθνικό, τον πολιτικό θάνατο. Το πέπλο ενός διαρκούς πένθους είναι προφανές πως απελπίζει. Η ανθρώπινη τραγωδία μοιάζει να μην έχει τέλος, ούτε διέξοδο. Όλα τουτα όμως ως το Μ. Σάββατο. Η Ανάσταση έρχεται με όλο το οντολογικό βάθος της να βάλει τέλος στη διαρκώς ανανεούμενη φθορά και να σχίσει με το άκτιστο φως της το αράγιστο τσιμέντο του θανάτου. Αναδεικνύονται τελικά οι γιορτές, μέσα απ’ το μεστό λόγο του Παναγιώτη, φάροι υπέρβασης της ανθρώπινης τραγωδίας, διέξοδοι οριζόντιοι και κάθετοι επαναπροσδιοριμού του ανθρώπινου, ένας ζωοποιός εμβολιασμός της φθοράς από το άφθαρτο.

Θα ήμασταν άδικοι ωστόσο με το συγγραφέα, αλλά κι ο ίδιος με τον εαυτό του και με την πνευματική πάλη που επιχειρεί, αν τον αφήναμε ξεχασμένο στο υπερβατικό ή στο αόριστο επέκεινα και δεν είχε κάποια πρόταση για συγκεκριμένα αδιέξοδα του καθ’ ημέραν βίου. Μια θεολογία εξάλλου που διαρκώς αδολεσχεί με τον εαυτό της, δίχως  να αγκαλιάζει το ενθάδε, μας αφήνει αδιάφορους. Ο συγγραφέας το γνωρίζει καλά και δεν το παραβλέπει. Γι αυτό και η σειρά των κειμένων που ακολουθεί, στα δυο επόμενα μέρη του βιβλίου, αυτό ακριβώς επιχειρεί και το πετυχαίνει νομίζω, να φωτίσει δηλαδή πτυχές του κοινωνικού βίου εντοπίζοντας στοιχεία αλλοίωσης και συνολικής αλλοτροίωσης του, στις ποικίλες εκφάνσεις του.

Μέσα λοιπόν από τα άρθρα και τα δημοσιεύματα που ακολουθούν, ο Παναγιώτης φέρνει δίχως δισταγμό στην επιφάνεια την υποκριτική υπεράσπιση αξιών που υπηρετεί λ.χ ο στρατός, αξίες τις οποίες με την οργανωτική λειτουργία του, την ανέραστη δομή του και την εξωτερική πειθαρχία που στανικά επιβάλλει, πρακτικά τις αρνείται. Αγγίζει με πόνο το καυτό θέμα της παιδείας που με την κονσερβαρισμένη γνώση, τις ψυχρές γνωσιοκεντρικές μεθόδους, την απόλυτη εξειδίκευση και τη διαχρονική χρησιμοθηρία της, υποταγμένη ολοκληρωτικά στις ανάγκες του συστήματος, έχει καταφέρει να αποδυναμώσει ακόμα και το ακηδεμόνευτο νεολαιίστικο φοιτητικό κίνημα, υποτάσσοντάς το έντεχνα στους εκάστοτε κομματικούς μηχανισμούς. Σ’ αυτή τη μονοδιάστατη μορφή παιδείας αντιπαραθέτει τη σφαιρική συνολική παιδεία της κοινότητας, που ο ίδιος πρόλαβε να δεχτεί ως ένα σημείο από παιδί,  αλλά και την πρωτότυπη ολιστική σκέψη των αρχαίων Ελληνων, που ουδεμία σχέση είχε με το απόλυτα εξειδικευμένο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα.

Η προσωπική του δε πορεία στα μονοπάτια της Φυσικής μόνο θετική και ουδόλως θετικιστική υπηρξε, καθώς, όπως ο ίδιος αναφέρει τον χειραγώγησε μυστικά να συνδέσει τις αποκαλυπτικές θεωρίες της σύγχρονης Φυσικής με τον αποφατικό άρρητο λόγο της πατερικής θεολογίας. Φυσική και μεταφυσική σε μια σχέση ερωτικά αλληλοσυμπληρούμενη με προορισμό τη δόμηση ενός συνολικού κι ανθρωποκεντρικού ή καλύτερα θεανθρωπολογικού, κατά το συγγραφέα, κοσμοειδώλου. Βουτώντας έπειτα στα νερά της πολιτικής και φέρνοντας στη μνήμη προσωπικά βιώματα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αναζητά την επιβίωση εκείνης της δυναμικής στο τώρα, σε μια εποχή όπου τα οράματα για μια αυτοδιαχειριζόμενη, ερωτικά και ασκητικά προσδιοριζόμενη κοινωνία μοιάζουν ουτοπική ενασχόληση ρομαντικών και παραμυθάδων. Διαπιστώνει μελαγχολικά πως ακόμα και  το Πολυτεχνείο, μέσα από τις αδιάκοπες μεταλλάξεις του πολιτικού συστήματος γίνεται πια όλο και περισσσοτερο φάντασμα του εαυτού του, ένα παγωμένο συμβολο, που με τις διαρκείς ενσωματώσεις που υφίσταται  καταδικάζεται απλώς σε μια  ανάμνηση και αναμάσηση σχολικών γιορτών και φοιτητικών πορειών. Είναι φανερό πως από δω και στο εξής η νέα θρησκεία που κατακτά και σαγηνεύει τα πλήθη, ο νέος μάγος της φυλής, είναι η τεχνολογία και μάλιστα μια τεχνολογία που διαρκώς αυτονομείται, όλο και περισσότερο άσχετη και αδιάφορη για τη διακονία του ανθρώπινου, όλο και περισσότερο παγιδευμένη στα ξέφερενες απαιτήσεις ενός υπερφίαλου εγώ.

Και κάπως έτσι, «Ανεπαισθήτως», όπως θα έλεγε ο Καβάφης, η ζωή σταδιακά γίνεται ψηφιακή, εικονική, ενώ η σήψη και η παρακμή προχωρούν. Μια ψευδεπίγραφη ειρήνη μας περιβάλλει, τη στιγμή που οι ήττες μας μέσα στο πολυπλόκαμο αυτοματοποιημένο και τερατώδες ψηφιοσύστημα είναι απανωτές. Οι αντιστάσεις είναι πια προσωπικές, αλλά και κοινωνικές, συλλογικές. Ένα νέο αγωνιστικό φρόνημα απαιτείται, μια αντίληψη ενωτική, κάποτε ρηξιακή, μια πρακτική δημιουργική κι ενας πόλεμος που κατά βάση παραμένει «αόρατος», καθώς παύει συχνά να είναι πόλεμος με σάρκα και αίμα, αλλά μια μάχη με εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας που δύσκολα αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Ο συγγραφέας θεωρεί πρωτότυπα αλλά και προκεχωρημένα κέντρα ησυχαστικής πολεμικής ζωής,πραγματικές γραμμές άμυνας ενάντια σ’ αυτή την ισοπεδωτική νοοτροπία του κόσμου, τα ορθόδοξα μοναστήρια, που υπήρξαν ανέκαθεν μια γνήσια  πρόταση αυθεντικής δόμησης του βίου, σε υπαρξιακό και σε κοινωνικό επίπεδο καθώς παλεύουν έντιμα να δώσουν υπόσταση σε  μια συχνά λησμονημένη ησυχαστική αλλα και κοινοτιστική παράδοση. Στον αντίποδα, ο οδοστρωτήρας της μαζικής κουλτούρας, γνήσιο τέκνο του αχαλίνωτου καπιταλιστικού τρόπου ζωής έρχεται να σαρώσει το κοινωνικό και το ανθρώπινο. Κι επιτυγχάνει διαρκώς και δυστυχώς συνεχείς νίκες στον κατεξοχήν χώρο όπου λαμβάνουν χώρα οι σφοδρότερες και ισχυρότερες μάχες. Στο χώρο της συνείδησης.Το είχε πει ο Ντοστογιέφσκι.Το πεδίο μάχης είναι πάντα η ανθρώπινη καρδιά. Ένας πολιτισμός αποχαύνωσης, εξατομίκευσης, ναρκισσισμού, αυτισμού, με πλήρη την απουσία οποιασδήποτε πνευματικότητας, εγκλωβισμένος απόλυτα στο τώρα δίχως κανένα ορίζοντα στο επέκεινα, προελαύνει ακάθεκτος. Η ειρήνη που τούτος ο τρόπος βίου επαγγέλεται, με κύριο όχημά του την ψηφιακή ηλεκτρονική τεχνολογία, δεν είναι ειρήνη, αλλά είναι κατ’ ουσίαν ο θάνατος της ζωής, που τον επιθανάτιο ρόγχο της, όλο και περισσότερο αφουγκραζόμαστε.

Κι ενώ το στρατόπεδο του θανάτου προχωρεί οργανωμένο και καταλαμβάνει μια μια τις γραμμές μας, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως το στρατόπεδο της ζωής αδυνατεί να οργανώσει μια αξιόλογη αντίσταση. Ομφαλοσκοπήσεις, έριδες, απώλεια οραματικού υπερβατικού χαρακτήρα, οικονομιστική αντίληψη της ζωής- ό,τι δηλαδή σπέρνει κι ο αντίπαλος- εντάσεις και εμφύλιες αντιπαραθέσεις συνθέτουν ένα τοπίο ισχνής και άνευρης αντίστασης, που βλέποντας το ο εχθρός, απλώς καγχάζει περιπαιχτικά. Η ορθόδοξη παράδοση με τον ησυχαστικό, αλλά και κοινοτιστικό- συλλογικό τρόπο βίου που προτείνει έχει, κατά το συγγραφέα, πολλά να προσφέρει σ΄αυτή τη νέα επανάσταση πολιτισμού και πολιτικής που αναζητάμε. Αρκεί -κι εδώ η προσθήκη είναι δική μου- να πάψει να παραμένει στενά εγκλωβισμένη στα πλαίσια μιας  θεσμικά μόνο κατοχυρωμένης επικρατούσας θρησκείας, λουστράροντας κάθε φορά ένα νεκρό κέλυφος. Αλλά αφού ζωντανέψει το σπάνιο αποθησαυρισμένο υλικό της, να απεγκλωβιστεί από τα εύκολα νοησιαρχικά σχήματα που η προτεσταντική Δύση τόσα χρόνια της υπέβαλε και να αναμετρηθεί με τα αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης: το αίνιγμα του κακού, το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, τη συλλογική νοηματοδότηση του βίου, αλλά και την επίπονη προσπάθεια μεταμόρφωσης του κόσμου. Να πάψει πια να αποτελεί, μια ακόμα φονταμενταλιστική εκδοχή ισλαμικού τύπου, ή στην πιο πασιφιστική της εκδοχή μια επαναλαμβανόμενη ανούσια αστική συνήθεια συντήρησης εγωκεντρικών κατασφαλίσεων και επανάπαυσης ενοχικών συνειδήσεων. Να διακονήσει επιτέλους αγαπητικά το ανθρώπινο, πλένοντας τα αποκαμωμένα πόδια της ανθρωπότητας.

Προς το τέλος του πονήματος του ο συγγραφέας δε διστάζει να αγγίξει μέσα από μια δική του βιβλιοπαρουσίαση την οποία παραθέτει, ένα άλλο ακανθώδες ζήτημα, που άπτεται τόσο της πολιτικής και της κοινωνικής συγκρότησης. Αυτό της συμπόρευσης σε κοινωνικό τουλάχιστον επίπεδο της αριστεράς και των οραμάτων της με τα κοινωνικά προτάγματα του ευαγγελίου και του μηνύματος του. Είναι ένας διάλογος που έχει ξεκινήσει σε προηγούμενες δεκαετίες, γνωστός ως χριστιανομαρξιστικός διάλογος και κατά διαστήματα επανέρχεται και πρέπει να επανέρχεται. Υποστηρίζει λοιπόν πως δε θα αστοχούσαμε διόλου αν παραδεχόμασταν πως οι ρίζες του μαρξιστικού κοινωνικού οράματος βρίσκονται στον πρωτοχριστιανικό κοινωνισμό, που στηριζόταν απόλυτα στο ευαγγελικό μήνυμα της προτεραιοτητας των σχέσεων αγάπης. Οmnia erant communia είναι η μετάφραση του καινοδιαθηκικού «ην αυτοίς άπαντα κοινά». Και είναι μάλλον βέβαιο επίσης  πως ο νεαρός Μαρξ, όταν υποστήριζε με θέρμη «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»  είχε στο νου τον άλλο εκείνο βιβλικό λόγο «καθώς ηυπορειτο τις» και «διεδίδετο δε εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχε». Η ιδεολογική ωστόσο αγκύλωση του Μαρξ, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στην αστική έννοια της προόδου, υιοθετημένη προφανώς απ’ το διαφωτισμό, τον οδήγησε τελικά  να οραματιστεί έναν μεσσιανικό ντετερμινιστικό τρόπο αντίληψης της ιστορίας, με στόχο ενδοκοσμικούς παραδείσους, που αλίμονο μετατράπηκαν σε ενδοκοσμικές απολυταρχίες καταδικασμένες να καταρρεύσουν με πάταγο. Αρνήθηκε ο σπουδαίος αυτός κοινωνικός φιλόσοφος να δει τις αντιθέσεις της ανθρώπινης φύσης, το πρωταρχικό κι επικίνδυνο συχνά αγαθό της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά και τα άλλα ρεύματα που τότε δειλά εμφανίζονταν και πρότειναν τη δημιουργία μικρότερων κοινωνικών δομών, όπου οι ατομικές ελευθερίες ενδεχομενως να έβρισκαν υπόσταση κι ανάπαυση στην αγκαλιά μιας υγιούς συλλογικότητας κι όχι μιας ισοπεδωτικής κολεκτίβας. Δυσκολεύτηκε ίσως να καταλαβει πως ο υγιής σοσιαλισμός, όπως τελικά αποδεικνύει η στορία, είναι μάλλον κοινωνικό κατόρθωμα που επιτυγχάνεται με μια αργή πορεία πρώτιστα στο χώρο των συνειδήσεων. Κι έτσι μετά την κατάρρευση του σοβετικού μοντέλου μείναμε πια, όπως ο συγγραφές αναφέρει, βορά στα αρπακτικά νύχια των παγκοσμιοποιημένων κεφαλαιοκρατικών υπερδομών όπως δυστυχώς έχουν καταντήσει η ΕΕ, ο υπερστρατός του ΝΑΤΟ, ο ΟΟΣΑ για το δημόσιο τομέα, το αδηφάγο ΔΝΤ στον τομέα του χρήματος. Ένας παγκόσμιος, ασφυκτικός ιστός, που όλοι τον έχουμε εσωτερικεύσει κι όλους τείνει να μας καταπιεί.

Ανάμεσα στο δίλημμα άτομο ή μάζα που προβάλλει λοιπόν σήμερα η αποτυχία της ιστορίας είναι καιρός πια να αναζητήσουμε το συλλογικό άνθρωπο, όπως αυτός δομείται και διαπαιδαγωγείται μακριά τόσο απ’ το φίλαυτο άτομο όσο και απ’ τη χοάνη της απρόσωπης μαζικοδημοκρατίας. Το συλλογικό άνθρωπο όπως τελικά ο τριαδικός τύπος της θεότητας τον προβάλλει στην καθ’ ημας Ανατολή. Με κεντρική και μοναδική έγνοια του πώς θα διασώσει μέσα στα παγωμενα νερά του κόσμου τη φρεσκάδα και την ιερότητα των σχέσεων. Γιατί τι άλλο υποδηλώνει διαχρονικά η Τριάδα, παρά την αγαπητική σχέση των προσώπων, τι άλλο υπενθυμίζει ο μυστικός δείπνος, παρά τη μοιρασιά του ψωμιού και του κρασιού, την κένωση του Θεού στο διηνεκές της ιστορίας, τι άλλο φανερώνει η Πεντηκοστή παρά τη ανάδυση στο παρόν μιας νέας πόλης, ενός νέου τρόπου υπάρξεως, που δε γνωρίζει διακρίσεις και σύνορα. Πίσω απ’ όλα σιωπηλός κι αστείρευτος ο μανικός έρωτας του μοναδικού Νυμφίου, που αδιάφορος ακόμα και για τη θεότητά του ελεύθερα αποφασίζει και ντύνεται την ανθρώπινη σάρκα, πάει να πεί προσλαβάνει όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό με πόθο διακαή να τον μεταμορφώσει ριζικά και να τον ανακαινίσει στο νυν και στο αεί.

Όλες τούτες οι διαπιστώσεις που πηγάζουν απ’ το βιβλίο του Παναγιώτη είναι που το κάνουν κατά τη γνώμη μου τόσο ενδιαφέρον, καθώς επιχειρεί να κατεβάσει τη θεολογία από τον υπερβατικό θώκο της και να τη μεταφέρει εκεί που πραγματικά είναι η θέση της. Στα στενοσόκακα της ιστορίας, στις εσχατιές της ανθρώπινης κατάντιας. Φαινεται καθαρά στο βιβλίο πόσο οργανικά δεμένη είναι η θεολογία με την πολιτική, όχι με τη στενή έννοια της αυτονομημένης επαγγελματικής ψευτοδιαχείρισης της οικονομίας, αλλά εκείνης της πολιτικής που συνδέεται πρωτίστως με τους κοινωνικούς όρους της συνύπαρξης. Οφείλει και πρέπει ο θεολογικός λόγος να συμπαρασύρει στο χαρμόσυνο  αγαπητικό και συνάμα μυστηριακό κήρυγμά του τις δομές και τους όρους της κοινωνικήςοργάνωσης και να οδηγήσει πέρα από μισαλλοδοξίες και φανατισμούς οπαδικού τύπου στην εσχατολογική νίκη της σταυρωμένης αγάπης. Μιας αγάπης που ελπίζουμε πως θα συντρίψει κάποτε οριστικά τους καλοκουρδισμένους κι ανθρωποκτόνους μηχανισμούς της ιστορίας.

* Ο Νίκος Προσκεφαλάς είναι φιλόλογος, εκπαιδευτικός

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.