Για τούτους τους λόγους, αιώνες τώρα, οι άνθρωποι διψούσαν για σχέση. Λαχταρούσαν την συνάντηση με τον σημαντικό Άλλο, με τέτοια ορμή που καμιά τραυματική εμπειρία δεν στέκονταν ικανή να αναχαιτίσει την υπαρξιακή αυτή ροπή προς τη σχέση. Οι διαψεύσεις, οι αστοχίες, οι όποιες επώδυνες εμπειρίες των άλλωνή και του ίδιου του ανθρώπου, δεν έλεγαν τίποτα. Οι «σχεσιακές» αποτυχίες δεν ήταν ικανές να «συνετίσουν» μια «ραγισμένη καρδιά» αποκλείοντας τον δρόμο της σχέσης.
Εντούτοις, κάποια στιγμή φαίνεται πως τα πράγματα άλλαξαν δραματικά, λες και μια μέρα οι άνθρωποι φοβηθήκαμε για τα καλά. Η δίψα για σχέση μένει ακόρεστη κι’ όμως αυτό μοιάζει να μην σημαίνει τίποτα, ενώ ένας παρανοειδής τρόπος του σχετίζεσθαι απλώνεται όλο και πιο πολύ στο κοινωνικό σώμα. Οι άνθρωποι, αν και βυθισμένοι στην απόγνωση για σχέση, σχετιζόμαστε πλέον φορώντας την απόρθητη πανοπλία του ανοίκειου, του ξένου. Σχετιζόμαστε ως άσχετοι, ως ξένοι, απόμακροι από την οικειότητα της σχέσης. Δηλαδή δεν σχετιζόμαστε.
Δεν σχετιζόμαστε καθώς είμαστε πεισμένοι πως οι Άλλοι θα μας πληγώσουν, θα μας εκμεταλλευτούν, θα μας χρησιμοποιήσουν ή πως είναι ζήτημα χρόνου του πότε οι άνθρωποι θα μας εξαπατήσουν, θα μας προδώσουν και, εν τέλει, θα μας εγκαταλείψουν σαν «ανυπεράσπιστα παιδιά σ’ έναν άκαρδο κόσμο». Κι’ έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να βρισκόμαστε διαρκώς σε μια πιεστική και αγχώδη επαγρύπνηση για να αποτρέψουμε τον Άλλο, που δεν είναι πλέον μια δυναμική ευκαιρία σχέσης, αλλά μια βέβαιη αφορμή απειλής. Και κάπως έτσι οδηγούμαστε να θέτουμε διαρκώς τους Άλλους σε δοκιμασίες, απαιτώντας πιστοποιητικά και μαρτυρίκια αγάπης. Κάπως έτσι μπορεί ακόμη και να επιτεθούμε πριν οι Άλλοι επιτεθούν. Μπορεί να πληγώνουμε μην τυχόν και μας πληγώσουν. Μπορεί να εγκαταλείπουμε μην τυχόν και εγκαταλειφθούμε. Μπορεί να μην σχετιζόμαστε μην τυχόν και σχετιστούμε. Μπορεί, με άλλα λόγια, να «αυτοκτονούμε» μην τυχόν και πεθάνουμε, γιατί η α-σχετία, η μη-σχέση, η περίκλειστη και απομονωμένη ατομικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο από έναν υπαρξιακό θάνατο.
Στους καιρούς μας οι άνθρωποι έχουμε ανεπίγνωστα «αιχμαλωτιστεί» σε μια οπτική γωνία α-σχετίας, καθηλωμένοι σ’ ένα πρώϊμο στάδιο συναισθηματικής ανάπτυξης, μπλοκαρισμένοι στο άθραυστο και αδιαφοροποίητο κέλυφος του νηπιώδους «εγώ» μας.
Σ’ αυτήν την υπαρξιακή ασχετοσύνη συντελούν συνειδητά ή ανεπίγνωστα δεκάδες συστημικοί μηχανισμοί. Γιατί γνωρίζουμε καλά ότι το σύστημα αυτό, που αποθεώνει τον πιο ακραίο ατομοκεντρισμό, τρέμει την σχέση. Ο περίκλειστος εαυτός, το μονωμένο άτομο, είναι συστημικό προαπαιτούμενο του Καπιταλισμού. Χωρίς αυτό γρανάζι δεν γυρνά. Κι’ όταν οι άνθρωποι σχετίζονται βαθιά και αληθινά, όταν καθιστούν τη σχέση οδό πρόσβασης στην υπαρξιακή τους αλήθεια, ο καπιταλισμός, τουλάχιστον, ανησυχεί.
Αυτή η επιδίωξη της μη-σχέσης εξασφαλίζεται με μια σειρά από γνωστικές λειτουργίες και media που βρίσκονται στην υπηρεσία της κυρίαρχης συστημικής νοηματοδότησης της ζωής. Οι γνωστικές αυτές λειτουργίες, που υπονομεύουν την δυνατότητα σχέσης, διατίθενται στο κοινωνικό σώμα ως κυρίαρχες και άρα εύλογες, κανονικές και συνηθισμένες κοινωνικές αναπαραστάσεις. Είναι εύχρηστα γνωστικά σχήματα που πυροδοτούνται αυτόματα στα «κεφάλια» των ανθρώπων, με τον ίδιο τρόπο που ένα κακόβουλο λογισμικό κάνει αυτόματα runσ’ έναν υπολογιστή. Στις ρουτίνες του περιλαμβάνονται:
α. Η Άρνηση, ως το γνωστικό φίλτρο που μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια σε πραγματικότητες που δεν είναι συμβατές με την δική μας πραγματικότητα. Πρόκειται για μια μορφή παρωπιδικής ακαμψίας που δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την κβαντικότητα και την απροσδιοριστία της πραγματικής πραγματικότητας. Η εμμονή αυτή σε μια ασπρόμαυρη εκδοχή των πραγμάτων είναι η αποτελεσματικότερη νάρκη στο θεμέλιο μιας σχέσης.
β. Η Γενίκευση, ως το γνωστικό φίλτρο με βάση το οποίο μια σκέψη ή μια εμπειρία μας, ένα μέρος δηλαδή, μεγεθύνεται και οδηγεί σε γενικές αρνητικές, συνήθως, κρίσεις του όλου.
γ. Η Επιλεκτική Μνήμη, ως ο μηχανισμός που παραβλέπει τις προσωπικές αποκλίσεις-αστοχίες και στρέφει την επίκριση προς τον Άλλο, κρατώντας την επιείκεια αποκλειστικά για τον εαυτό του.
δ. Η Αίσθηση Παντοδυναμίας, ως η ναρκισσιστική τάση υπεροχής έναντι των άλλων ατόμων -εν δυνάμει ανταγωνιστών.
ε. Η adhominem κριτική στο σύνολο του προσώπου του Άλλου και όχι σε μια συμπεριφορά ή μια ενέργεια του, βασικός πυροδότης της ρήξης στις σχέσεις.
στ. Το έλλειμμα της ενσυναίσθησης ως η δυσκολία να κατανοήσουμε συναισθηματικά -και όχι μόνο διανοητικά- τον άλλο.
ζ. Η απλοϊκότητα των ερμηνειών και η υποταγή στα άκαμπτα ανελαστικά πρότυπα πεποιθήσεων, αξιών και αντιλήψεων που μας έχουν «φορέσει».
η. Ο διάχυτος θυμός εξ’ αιτίας αυτών των ψυχικών πιέσεων που δεχόμαστε.
Αυτές οι γνωστικές στρεβλώσεις καλλιεργούνται, προωθούνται και διαδίδονται συστηματικά μέσα από πομπούς όπως, για παράδειγμα, τα εκατοντάδες σάιτς ψυχαγωγίας-λαϊκής ψυχολογίας, αλλά και πολλές τηλεοπτικές εκπομπές, με τέτοιο τρόπο ώστε, ακριβώς λόγω της μεγάλης απήχησης, ο παρανοειδής τρόπος του σχετίζεσθαι ορίζεται, πλέον, ως φυσιολογική κανονικότητα. Είναι πολύ χαρακτηριστικοί οι τίτλοι σχετικών «άρθρων» που διαχέουν την πικρία και την ματαίωση της μη-σχέσης ως επιτυχία προστασίας του εαυτού από τον «κακό» Άλλο.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτών των κοινωνικών διεργασιών είναι η δυσκολία των ανθρώπων να αναπτύξουν και να διατηρήσουν μακροχρόνιες συναισθηματικές σχέσεις στηριγμένες στην αμοιβαία κατανόηση, καθώς ως συστατικό της σχέσης ορίζεται η ικανοποίηση της ατομικής απαιτητικότητας του κάθε μέλους. Δηλαδή, ως προϋπόθεση της σχέσης ορίζεται η αδιαλλαξία της μη- σχέσης. Ως σχέση ορίζεται η μη-σχέση!
Τέτοιος παραλογισμός, υπηρετικός εν τέλει του πιο χυδαίου καπιταλισμού που καθηλώνει τους ανθρώπους σε μια νηπιώδη -και άρα εύκολα χειραγωγούμενη- εγωτικότητα, αποκομμένους από την βιωματική πρόσβαση στην υπαρξιακή αλήθεια που μόνο η σχέση μπορεί να προσφέρει. Και κάπως έτσι παραμένουμε μαλωμένοι και ασυμφιλίωτοι με τον κόσμο, τους Άλλους, αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Σημείωση: Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Μάγδας Λεβεντάκου.
ΠΗΓΗ: 05.09.2019, https://antifono.gr/h-
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Έχει βραβευτεί από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρύθμισης για την καινοτομική μεθοδολογία του στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Η διδακτορική του διατριβή με θέμα τη Φιλοσοφία της Ανθρώπινης Εργασίας… απορρίφθηκε «πανηγυρικά». Μετά την παραίτηση του από τον Δημόσιο Τομέα, προώθησε τις αντιλήψεις εξανθρωπισμού της οργάνωσης της εργασίας και του Κοινοτισμού ως νέου πολιτισμικού προτύπου, με δεκάδες σεμινάρια, διαλέξεις και άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την προσωποκεντρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία, σαν Σύμβουλος Προσωπικής Ανάπτυξης.