Υποτίμηση της νοημοσύνης μας
Του Δημήτρη Καζάκη *
«Η επιστροφή στη δραχμή θα φέρει φτώχεια», φέρεται να είπε ο διευθυντής της Διεθνούς Ένωσης Οικονομολόγων (CEDIMES) για τη Γαλλία Αλέν Μπιενεμέ, μιλώντας στις 18.10 σε εκδήλωση που οργάνωσε το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και το Ίδρυμα Δημητρίου και Μαρίας Δελιβάνη, με τη συνεργασία του Γενικού Προξενείου της Γαλλίας. «Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και η επιστροφή της στη δραχμή θα έφερνε φτώχεια, δεν θα είχε καμία προοπτική για το μέλλον και ταυτόχρονα θα απαιτούσε τις θυσίες που έτσι κι αλλιώς πραγματοποιεί σήμερα ο ελληνικός λαός», ανέφερε ο Γάλλος οικονομολόγος.
Η δήλωση αυτή μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Γι’ αυτό ψάξαμε να βρούμε σε ποια οικονομικά επιχειρήματα στηρίζεται. Το μόνο που βρήκαμε είναι γενικές αναφορές στο ότι, αν διαλυόταν η Ευρωζώνη, πολλές χώρες θα καλούνταν να εξοφλήσουν στο εθνικό τους νόμισμα δάνεια που έλαβαν σε ευρώ. Με άλλα λόγια, εκτός από τον φόβο του Μπιενεμέ μήπως και διαλυθεί η Ευρωζώνη και οι υπερχρεωμένες χώρες σταματήσουν να είναι τα θύματα των γαλλικών και άλλων τραπεζών, δεν βρήκαμε κανένα συγκεκριμένο οικονομικό επιχείρημα.
Όσο για το επιχείρημα ότι με τη διάλυση της Ευρωζώνης θα αυξανόταν το χρέος των χωρών που έχουν δανειστεί σε ευρώ, είναι τουλάχιστον αφελές. Διότι η διάλυση της Ευρωζώνης θα έφερνε την κατάργηση του ευρώ και επομένως τη μετατροπή των χρεών τους σε εθνικό νόμισμα. Αφήστε που θα συνοδευόταν με τη χρεοκοπία αρκετών τραπεζών και επενδυτικών κεφαλαίων, η οποία, αν δεν φορτωθεί στα κράτη, θα σημάνει διαγραφή χρεών, ιδιωτικών και δημόσιων.
Επιπλέον η διάλυση του ευρώ θα έφερνε την αναβίωση της εγχώριας πιστωτικής αγοράς σε εθνικό νόμισμα που θα επέτρεπε τον δανεισμό με πολύ πιο ήπιους και διαχειρίσιμους όρους. Κανένα κράτος δεν χρεοκοπεί όταν δανείζεται από την εγχώρια αγορά με το δικό του νόμισμα. Η χρεοκοπία συνδέεται πάντα με χρέη από τις διεθνείς αγορές.
Σημίτης κατά Σημίτη
Ωστόσο το επιχείρημα ότι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα σημάνει την καταστροφή για τη χώρα, είναι άκρως διαδεδομένο. Βεβαίως, το επιχείρημα αυτό δεν παίρνει καθόλου υπόψη του ένα πολύ απλό γεγονός. Την καταστροφή που σηματοδοτεί ήδη το ευρώ για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ξεχνά δηλαδή ότι τη μαζική φτώχεια, τη ραγδαία υποτίμηση, το πλήρες αδιέξοδο, τη χρεοκοπία, την ολοκληρωτική συντριβή της οικονομίας, δεν θα τη βιώσουμε άμα βγούμε από το ευρώ, αλλά τη βιώνουμε ήδη με το ευρώ.
Το ευρώ είναι που λειτούργησε καταλυτικά για τη σημερινή κατάσταση και το ευρώ είναι που δεν μας δίνει κανένα περιθώριο επιβίωσης ή ανάταξης της οικονομίας προς όφελος του λαού και της χώρας. Όσοι δεν έχουν καμιά απάντηση σ’ αυτό που ήδη συμβαίνει – εκτός φυσικά της πεπατημένης που αναπαράγει τη χρεοκοπία της χώρας – προσπαθούν εναγωνίως να σπείρουν τον φόβο για το τι τυχόν θα πάθουμε άμα απαλλαγούμε από το ευρώ.
Ένας από αυτούς είναι και ο κ. Σημίτης, ο οποίος πριν από λίγο καιρό είχε γράψει:
«Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα συνοδεύεται από την καθιέρωση της δραχμής ως νέου νομίσματος και την ταυτόχρονη αρχική επίσημη υποτίμησή της κατά 30% περίπου έναντι του ευρώ. Η πραγματική υποτίμηση πιθανόν να είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού η αγορά θα πιέσει την αξία της δραχμής σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Η αποχώρηση από την ΟΝΕ θα προκαλούσε καταστροφικούς κραδασμούς: μαζική έξοδο κεφαλαίων, απόσυρση των καταθέσεων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με πιθανή συνέπεια την κατάρρευση της χρηματοδότησης της οικονομίας. Η οικονομία θα βρισκόταν πολύ γρήγορα σε πορεία συνεχώς επιτεινόμενης ύφεσης. Η κοινωνία θα διολίσθαινε σε χωρίς τέλος εξαθλίωση. Η αύξηση του χρέους κατά το ύψος της υποτίμησης θα επέβαλλε μακροχρόνια λιτότητα. Πιθανότατα έπειτα από ένα σύντομο διάστημα θα παρουσιαζόταν έντονος πληθωρισμός, ο οποίος θα εξάλειφε τα όποια προσωρινά οφέλη της υποτίμησης, επιβάλλοντας συνεχείς νέες υποτιμήσεις» («Πρώτο Θέμα», 16.05.2010).
Από πού προκύπτει αυτή η κατά 30% υποτίμηση; Ο κ. Σημίτης δεν μας εξηγεί. Θα μου πείτε, είναι υποχρεωμένος; Όχι, δεν είναι. Ούτε κι εμείς να πιστέψουμε τις αυθαίρετες εκτιμήσεις του.
Βέβαια αυτό το περί μαζικής εξόδου κεφαλαίων, απόσυρσης καταθέσεων, «με πιθανή συνέπεια την κατάρρευση της χρηματοδότησης της οικονομίας», μάλλον σαν αστείο πρέπει να το εκλάβουμε. Μιας και η ελληνική οικονομία βιώνει αυτή την κατάσταση ολόκληρη τη δεκαετία του ευρώ. Την περίοδο αυτή πάνω από 252 δισ. ευρώ κεφάλαια μετανάστευσαν από την Ελλάδα είτε με τη μορφή τόκων, μερισμάτων και κερδών, είτε για να κερδοσκοπήσουν με μετοχές, παράγωγα, ομόλογα κ.ο.κ. στο εξωτερικό.
Ακόμη και τον Ιανουάριο – Αύγουστο του τρέχοντος έτους είχαμε πάνω από 40,6 δισ. ευρώ εκροή κεφαλαίου από την Ελλάδα, όταν ο δανεισμός του Ελληνικού Δημοσίου κατά την ίδια περίοδο μέσω του μηχανισμού της τρόικας – για τον οποίο μας επιβλήθηκε το καθεστώς του μνημονίου – ανήλθε στα 18,5 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 8,7 δισ. ευρώ έφυγαν με τη μορφή αμοιβών, κερδών και τόκων στο εξωτερικό, τα 26,5 δισ. ευρώ προήλθαν από την εξαργύρωση ομολόγων και εντόκων γραμματίων από μη κατοίκους της Ελλάδας, καθώς και μετοχών από ελληνικές επιχειρήσεις. Ενώ 1,2 δισ. ευρώ έφυγαν από την Ελλάδα για να τοποθετηθούν σε μετοχές του εξωτερικού. Την ίδια περίοδο είχαμε 4,2 δισ. ευρώ επιπλέον τοποθετήσεις από εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα και θεσμικούς επενδυτές της χώρας σε καταθέσεις και repos στο εξωτερικό! Κι όλα αυτά σε περίοδο χρεοκοπίας και αδρών επιδοτήσεων στις τράπεζες.
Η «τρύπα» που δημιούργησε αυτή η εκροή, χάρις στην ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου της ΟΝΕ, όπως και οι αρνητικές αποταμιεύσεις που χαρακτήρισαν σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ευρώ, λόγω κυρίως της διαρκούς λιτότητας, οδήγησαν σε μια τρομακτική κρίση χρηματοδότησης την ελληνική οικονομία. Η κρίση αυτή επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με δανεισμό, με όλο και μεγαλύτερη προσφυγή στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Έτσι οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία. Κι ενώ οι κυβερνώντες επιμένουν στην ίδια αδιέξοδη λογική, έρχονται και λένε πως, αν αυτή ανατραπεί, θα συμβεί αυτό ακριβώς που συμβαίνει ήδη. Πλήρης παραλογισμός.
Πότε είχε δίκιο;
Ας επανέλθουμε όμως στους ισχυρισμούς του κ. Σημίτη περί καταστροφικής υποτίμησης. Πότε ακριβώς η πολιτική υποτίμησης και διολίσθησης της δραχμής έγινε καταστροφική; Ρωτάμε διότι ο ίδιος ευθύνεται για τις δυο από τις τρεις επίσημες υποτιμήσεις της δραχμής που έγιναν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Να τι έλεγε το 1985 για το τι σημαίνει υποτίμηση:
«Σημαίνει ότι οι εξαγωγές μας, αν οι τιμές τους σε δραχμές είναι αμετάβλητες, θα κοστίζουν φθηνότερα. Αν πάλι οι τιμές των εξαγωγών μας σε δραχμές αυξηθούν κάπως, θα προκύψει ένα δυνατό κέρδος για εξαγωγές με επίσης ευεργετικά αποτελέσματα. Αντίστοιχα θα αυξηθεί το κόστος σε δραχμές των εισαγωγών με συνέπεια τα εγχώρια προϊόντα να γίνουν πιο ανταγωνιστικά και να υποκαταστήσουν πολλά ξένα στην αγορά. Θα πουλάμε επομένως περισσότερα στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό. Η κυβέρνηση δεν καινοτομεί με την υποτίμηση της δραχμής. Όλες οι χώρες με έναν σημαντικό ιδιωτικό τομέα στην οικονομία τους καταφεύγουν στην υποτίμηση όταν έχουν υποστεί σημαντική απώλεια στην ανταγωνιστικότητά τους… Η καινοτομία της πολιτικής μας εντοπίζεται στη ρύθμιση για τα εισοδήματα που θα αναλύσω.
Θα με ρωτήσετε γιατί περιμένουμε να διατηρηθεί το όφελος που θα προκύψει από την υποτίμηση, όταν προ τριετίας εξανεμίστηκε σε σύντομο διάστημα. Θα απαντήσω. Από τη διεθνή εμπειρία είναι γνωστές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διατηρείται και εκείνες κάτω από τις οποίες εξανεμίζεται. Εξανεμίζεται όταν οι αυξήσεις τιμών που προκύπτουν από την υποτίμηση περάσουν στα εισοδήματα και αλυσιδωτά από τα εισοδήματα στις τιμές και τανάπαλιν, μέσα σε έναν φαύλο πληθωριστικό κύκλο. Τα μέτρα τα οποία θα διαφυλάξουν την ανταγωνιστικότητα αφορούν την τροποποίηση της ΑΤΑ και τον έλεγχο των υπόλοιπων εισοδημάτων» (Βουλή, 12.10.1985).
Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο κ. Σημίτης ισχυριζόταν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ισχυρίζεται σήμερα. Τότε η υποτίμηση της δραχμής δεν ήταν πηγή κάποιου «προσωρινού οφέλους», όπως λέει σήμερα, αλλά πηγή αναπτυξιακής δυναμικής για την ελληνική οικονομία. Η λιτότητα δεν ήταν επακόλουθο της υποτίμησης, αλλά αναγκαστικό συμπλήρωμά της για να μην εξανεμιστεί η υποτιθέμενη αναπτυξιακή δυναμική της. Πότε έλεγε την αλήθεια ο κ. Σημίτης; Τότε ή τώρα; Ούτε τότε ούτε τώρα. Αυτή είναι η αλήθεια.
Το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η υποτίμηση του νομίσματος, αλλά οι σκοπιμότητες και οι συνθήκες που την επιβάλλουν, όπως και οι πολιτικές που τη συνοδεύουν. Ακόμη κι αν αναγκαστεί η οικονομία να υποστεί μια σημαντική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, αυτό δεν θα σημάνει την καταστροφή της. Αρκεί να σκεφτεί κανείς το εξής: Πότε τα πράγματα είναι καλύτερα; Με μια υποτίμηση, που όμως συνοδεύεται από μια πολιτική στήριξης του λαϊκού εισοδήματος, του μισθού και της σύνταξης, με εξασφάλιση των εργασιακών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, με προστασία της μικρής και μεσαίας επιχείρησης από τις μονοπωλιακές καταστάσεις της αγοράς, τις φορολογικές επελάσεις και τη ληστρική πρακτική των τραπεζών; Ή με τη σημερινή πολιτική, η οποία, προκειμένου να μην υποτιμηθεί το νόμισμα, υποτιμά την κοινωνία, την εργασία και την οικονομία ως σύνολο;
Αυτοί που κάποτε σκοπίμως ξεφτίλιζαν τη δραχμή
Μια αναγκαστική υποτίμηση δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να συνοδευτεί από λιτότητα, εξαθλίωση και ύφεση. Ακόμη και ο κ. Σημίτης παραδεχόταν ότι μια πολιτική στήριξης του εισοδήματος θα εξανέμιζε τις επιδράσεις της υποτίμησης. Γι’ αυτόν ήταν κακό αυτό επειδή στόχευε με την υποτίμηση να ενισχύσει τα κέρδη. Όμως μια πολιτική ενίσχυσης του λαϊκού εισοδήματος και παραγωγικής ανασυγκρότησης μπορεί όντως να εξανεμίσει ή έστω να εξισορροπήσει τις όποιες αρνητικές συνέπειες μιας υποτίμησης.
Γι’ αυτό και η τελευταία έκθεση της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη που δημοσιοποιήθηκε στις 14.9 έγραφε τα εξής χαρακτηριστικά για την εφαρμογή του μνημονίου στην Ελλάδα: «Όχι μόνο μια καθορισμένη διαδικασία υποτίμησης μισθών και τιμών είναι πολύ περισσότερο επώδυνη από μια νομισματική υποτίμηση, αλλά ένα πρόσθετο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ οι τιμές και τα τρέχοντα εισοδήματα πέφτουν κατ’ αυτή τη διαδικασία, η αξία του χρέους… παραμένει αμετάβλητη, έτσι ώστε η πραγματική επιβάρυνση του χρέους να αυξάνεται».
Ούτε που διανοείται η έκθεση να συγκρίνει την πολιτική δημοσιονομικής ασφυξίας και υποτίμησης της οικονομίας που εφαρμόζεται με τη νομισματική υποτίμηση και τις αρνητικές επιπτώσεις της.
Όλοι αυτοί που σήμερα εξισώνουν την υποτίμηση με την αυτοκαταστροφή της ελληνικής οικονομίας, είναι οι ίδιοι που σε κυβερνητικές θέσεις την εποχή της δραχμής δόξαζαν την πολιτική υποτιμήσεων και διολίσθησης ως σωτήρια για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Αρκεί να συνδυάζεται με πολιτικές αίματος σε βάρος των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων και της χώρας. Γι’ αυτό ξεφτίλισαν σκόπιμα τη δραχμή.
Μέσα στα τελευταία 20 χρόνια της δραχμής (1981-2001) – με τις τρεις εφάπαξ υποτιμήσεις και τις συνεχείς διολισθήσεις – η δραχμή έγινε φθηνότερη κατά 90%, ώσπου να φτάσει στην ισοτιμία με την οποία αντικαταστάθηκε από το ευρώ. Όλα αυτά για να ξεκληριστεί το λαϊκό εισόδημα και να ενισχυθούν τα κέρδη των τραπεζών και των ιδιωτικών μονοπωλίων. Τα ίδια ακριβώς κέρδη που υπερασπίζονται και σήμερα με το να εμφανίζουν την έξοδο από το ευρώ ως συνώνυμο της καταστροφής.
Με το ευρώ είναι αδύνατον να δημιουργηθούν πλεονάσματα (εισοδήματα και αποταμιεύσεις) ικανά να χρηματοδοτήσουν μια γρήγορη παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας της χώρας. Τη μόνη ικανή να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του νομίσματος, αλλά και της οικονομίας συνολικά. Κι αυτό γιατί το ευρώ, επειδή δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και πρέπει να κρατά τη συναλλαγματική του αξία σε υψηλά επίπεδα για να διευκολύνει τη χρηματοδότηση των μεγάλων τραπεζών προσελκύοντας το ενδιαφέρον των διεθνών κερδοσκόπων, προϋποθέτει συνεχή λιτότητα και διαρκή υποτίμηση της οικονομίας.
Από τη στιγμή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί η αξία του νομίσματος στην οικονομία, τότε προσαρμόζεται διά της βίας η ίδια η οικονομία στην αξία του νομίσματος. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρη την περίοδο του ευρώ. Με κερδισμένους μόνο τους διεθνείς επενδυτές, τις διεθνείς τράπεζες και τις πολυεθνικές με τα κυκλώματά τους σε κάθε χώρα.
Όσο θα υφίσταται αυτό το καθεστώς του κοινού νομίσματος, η χώρα είναι υποχρεωμένη αφενός να υποτιμά διαρκώς την εργασία και την οικονομία της και αφετέρου να καλύπτει τα όλο και μεγαλύτερα παραγωγικά της ελλείμματα με ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό, με όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τις αγορές κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα: αναπαραγωγή και διαιώνιση της σημερινής χρεοκοπίας. Για να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο χρειαζόμαστε οπωσδήποτε εθνικό νόμισμα. Όχι για να πλημμυρίσουμε την οικονομία με χρήμα, αλλά για να χρηματοδοτήσουμε ορθολογικά τις ανάγκες της. Για να μας επιτραπεί να προχωρήσουμε πολύ γρήγορα στην ανάταξη και την παραγωγική ανασυγκρότησή της. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με έναν τρόπο, αυτόν που εξηγούσε ένας από τους ιστορικούς διοικητές της Τραπέζης της Ελλάδος, ο Ξενοφών Ζολώτας:
«Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν – και αυτό είναι γενικά, πλέον, παραδεκτό – ότι σε περίπτωσι υφέσεως δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τους πραγματικούς μισθούς να πέφτουν. Η διατήρησι της αγοραστικής δυνάμεως των μισθών και ημερομισθίων είναι απαραίτητη, πρώτον για τη διατήρησι του επιπέδου ζωής των μισθωτών και δεύτερον γιατί, αν δεν αναπροσαρμόσουμε τα χρηματικά εισοδήματα των μισθωτών, ώστε να διατηρηθή η αγοραστική τους δύναμι, είναι δυνατό να διαιωνίσουμε την οικονομική ύφεσι…
Εξ άλλου, η ζήτησι των οικονομικά ασθενέστερων ατόμων – όπως των μισθωτών – στρέφεται, κατά βάσι, προς εγχώρια προϊόντα, ώστε από το ένα μέρος να προκύπτη αμεσότερη τόνωσι της εγχώριας παραγωγής και από το άλλο να μετριάζωνται, τουλάχιστο σε πρώτη φάσι, οι δυσμενείς επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι, επί πλέον, κατά την αναπροσαρμογή των μισθών και των ημερομισθίων θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η αύξησι της παραγωγικότητος της εργασίας, που εξασφαλίζει τη συμμετοχή των μισθωτών στην αύξησι του εθνικού προϊόντος, χωρίς να δημιουργούνται κίνδυνοι πληθωρισμού».
Αυτά τα έλεγε το 1975 και διατηρούν στο ακέραιο την αξία τους σήμερα. Δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή διέξοδος από την ύφεση, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς και οποιεσδήποτε συνθήκες, αν δεν υπάρξει μια γενναία αύξηση των λαϊκών εισοδημάτων μέσα από μια αναδιανομή πλούτου. Μόνο έτσι η οικονομία μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της. Υπό την προϋπόθεση ότι θα την απαλλάξουμε από τον βρόχο του δημόσιου χρέους, ενώ τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το άγος του ιδιωτικού χρέους.
* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος – αναλυτής
ΠΗΓΗ: (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ “Π” ΣΤΙΣ 28-10-10), http://www.topontiki.gr/article/10961