ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑΥΑΓΟΥΣ
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Λένε πως στη ζωή συναντά κανείς δυό κατηγορίες ανθρώπων. Εκείνους που πεθαίνουν με τις μπότες τους καθαρές και τη ζωή τους γεμάτη θαυμαστικά και κείνους που πεθαίνουν με τις μπότες τους βρώμικες και τη ζωή τους γεμάτη ερωτηματικά. Και είναι στ' αλήθεια οδυνηρό ότι σ' αυτή τη χώρα όπου για πρώτη φορά τέθηκαν τα μέγιστα ερωτήματα, εδώ και τρεις δεκαετίες κάνουν θραύση οι πωλήσεις λογής-λογής γυαλιστικών παπουτσιών για τους “καταναλωτές” της πρώτης κατηγορίας. Για τους δεύτερους – σε αντίθεση – θα απαιτείται σε λίγο να παραδώσουν στις αρχές τα λερά υποδήματα τους, μήπως έτσι σιωπήσουν επιτέλους στις καταθέσεις των εναγώνιων ερωτημάτων τους.
Ετούτη είναι μια νέα διαχωριστική γραμμή που υπερβαίνει ταξικούς, κομματικούς ή άλλους κοινωνικούς διαχωρισμούς. Και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι στο σύντομο μέλλον αυτή η κόκκινη γραμμή θα προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό και τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας.
Μιλώ υπαινικτικά για κείνη την κατηγορία των Ελλήνων, που απέταξαν τα κοσμοπολίτικα “ουάου” και ως εκ τούτου κατέβαλαν ακέραιο το αντίτιμο, καθώς ξεβράστηκαν στις περιθώριες όχθες του συστήματος. Εκεί μπορεί – για πόσο ακόμη – να τους ανταμώσει ο κάθε φιλόπονος ταξιδευτής. Εκεί ναυαγοί στον ίδιο τους τον τόπο-τρόπο, μαζεύουν “τα σαπιόξυλα που ξεβράζει η θάλασσα δοκιμάζοντας σχεδίες δραπέτευσης”. Δεν ξέρω αν το πιο ζόρικο είναι αυτό, η δραπέτευση, ή η τήρηση της ρητής υποχρέωσης τους απέναντι στο σύμπαν να παραμένουν αξιοπρεπείς ακόμη και όταν τα μεγαλύτερα όνειρα τους φαίνεται να ματαιώνονται οριστικά και αμετάκλητα.
Μιλώ για κείνη την κατηγορία των Ελλήνων, που κατέβαλαν δια βίου εργώδη δημιουργική προσπάθεια, καταθέτοντας ριζοσπαστικές ιδέες και ρηξικέλευθες προτάσεις ενώπιον λαού και Θεού. Εκταμιεύοντας το συνολικό “έχει” τους στην υλοποίηση των οραμάτων τους, απαλλαγμένοι από το όποιο άγχος υλικής αντιμισθίας ή εγωκεντρικής επιβεβαίωσης. Βάζοντας πλάτη και ψυχή, όταν το πλήθος γύρω έστηνε κώλο.
Μιλώ για κείνη την κατηγορία των Ελλήνων, που προέβλεπαν πως “οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε” εισπράττοντας από την εξέδρα την περιφρόνηση του γραφικού και από την αδιάφθορη – δήθεν – “έδρα” την αμετάκλητη καταδίκη σε σιωπή.
Μιλώ για κείνη την κατηγορία των Ελλήνων, που αφέθηκε με ευθύνη – κυρίως – του σώματος της κοινωνίας, ανυπεράσπιστο έρμαιο στη κάθε χυδαία δράκα αλητών, επειδή επέμενε πεισματικά να φέρει την ιερότητα κάποιων αξιών ως καθημερινή πρακτική.
Μιλώ για κείνη την κατηγορία των Ελλήνων που επένδυσε παραγωγικά σε ένα αφιλόξενο παρασιτικό περιβάλλον.
Μιλώ για κείνη την κατηγορία των Ελλήνων που με τη φθορά τους στη μικρή κλίμακα – κατά πως το ορίζει ο Ελύτης – επέμεναν να προσδοκούν την αφθαρσία στην μεγάλη κλίμακα του λαού και του έθνους.
Μιλώ για τον Έλληνα που από ντροπή δεν “τακτοποίησε” το παιδί του στο δημόσιο, μιλώ για τον δημόσιο υπάλληλο που παραιτήθηκε, για τον αυτόχειρα μπάτσο – αν υπήρξε ποτέ -, για τον πανεπιστημιακό που δεν λούφαξε στο λουφέ των ευρωπαϊκών κονδυλίων, για τον επιχειρηματία που δεν απέκτησε ιδιόκτητη έπαυλη στα βόρεια προάστια, για τον πολιτικό που τους τα βρόντηξε, για τον πιλότο που πέταξε για πάντα στο αρχιπέλαγος. Μιλώ για τον άγνωστο Έλληνα που με την πράξη του αντιστάθηκε στον μηδενισμό του “ναι σε όλα μέσα στο τίποτα”.
Μιλώ και με ονόματα αν και ενδεικτικά. Για το Κώστα Καββαθά των 4Τροχών και τόσων άλλων εκδόσεων που αυτό το καλοκαίρι έκατσε στο μπαλκόνι του σπιτιού του δίχως να ξέρει αν την επόμενη μέρα θα είναι ακόμη δικό του. Μιλώ για τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου της Μηχανικής που “πέταξε, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει” κι ας μην πήρε ούτε ένα δημόσιο έργο από την “ισχυρή ελλάδα” του εργοληπτικού σημιτισμού. Μιλώ για τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη και την Ρωμανία του. Μιλώ για τον Γιώργη τον Καραμπελιά και την πατριωτική του αριστερά. Μιλώ – ευτυχώς – για ζωντανούς Έλληνες.
Μιλώ γι' αυτήν την Ελλάδα που υπήρχε και χθες και προχθές. Και μίλαγε. Στιγμή δεν σταμάτησε να μιλάει για ότι ερχόταν. Και προειδοποιούσε. Και αγωνιζόταν τσαλαβουτώντας τις μπότες της στην αγωνία των ερωτημάτων. Και δημιουργούσε. Και πρότεινε. Και πλήρωσε, η ψυχούλα του καθενός το ξέρει, πλήρωσε και με το παραπάνω που δεν “τσίμπησε” στα θαυμαστικά “από το εξωτερικόν”.
Ακόμη και σήμερα, πάλι αυτή η Ελλάδα πληρώνει. Αυτή πληγώνεται, αυτή αγωνιά, αυτή διερευνά, αυτή αντιπαλεύει. Στη δική της ψυχή αντανακλά ο πόνος του σάπιου δοντιού που μάσησε ολόκληρη τη χώρα. Κι η γλώσσα του λαού σ' αυτήν – αργά ή γρήγορα – θα ανατρέξει ψηλαφώντας το βάλσαμο.
Αυτή η ριγμένη Ελλάδα, η ριγμένη στις όχθες του συστήματος, καλείται σήμερα σε εκ νέου κατάθεση. Καλείται εκ νέου να αρμολογήσει το σχέδιο διαφυγής της πατρίδας από τη μέγκενη των τραπεζιτών και των νεοθωμανών. Μια αρμολόγηση που οφείλει – για μια ακόμη φορά στην ιστορία μας – να γίνει ενόσω το εντεταλμένο προσωπικό του πλοιαρίου σαχλαμαρίζει ανά τας Ευρώπας και οι επιβάτες παρατηρούν βουβοί και απορούν – ακόμη – πως γίνεται και τα στιλβωμένα παπούτσια τους άρχισαν να φθείρονται ραγδαία.
Στο αναμεταξύ όλα δείχνουν – και εδώ είναι η πλάκα – πως το κουτάκι που “αενάως” παρήγαγε τα προς κατανάλωση θαυμαστικά, διέκοψε την παραγωγή του. Πώς θα ζήσουν τώρα όλοι αυτοί οι δύσμοιροι άνθρωποι !
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 19.09.2010