Μια ιδιότυπη τύφλωση
Του Γιώργου Καραμπελιά
Το ζήτημα πλέον έχει μετατεθεί αλλού, στο πως και γιατί ένας ιδεολογικός χώρος, με καταγωγή από τη νεο-ορθοδοξία κατ' εξοχήν, αλλά και ένα κομμάτι του «εθνικού χώρου», που γνώρισε τον Γιανναρά κυρίως από την πολιτική επιφυλλιδογραφία του, αρνείται να δεχθεί αυτή την προφανή μετάλλαξη και καταφεύγει σε υπεκφυγές του τύπου «δεν είναι όμως όλα τα κείμενά του έτσι», ή «εν συνεχεία έγραψε και κάποιο άλλο κείμενο που έλεγε τα αντίθετα», ή «τον Γιανναρά πρέπει να τον βλέπουμε ως φιλόσοφο και όχι ως πολιτικό», κ.ο.κ. Και όμως, τα τελευταία χρόνια, και είναι πολλά, γράφει κυρίως πολιτικές επιφυλλίδες και υποχρεωτικά θα πρέπει να κριθεί και από αυτές.
Θυμάμαι πως, επί αρκετά χρόνια, το ίδιο είχε συμβεί και με τον Σ. Ράμφο. Παρά την αδιαμφισβήτητη προσχώρησή του στον αμερικανισμό και τον «εκσυγχρονισμό», πάρα πολλοί ήταν εκείνοι και μάλιστα στον νεο-ορθόδοξο χώρο - που αρνούνταν πεισματικά να αποδεχτούν την πραγματικότητα μιας τέτοιας μετακίνησης. Και απεδείχθη δυστυχώς πως αυτή η απόρριψη των αυτονόητων δεν ήταν τόσο αθώα για όλους. Υπέκρυπτε, από ορισμένους, μια κατά βάθος αποδοχή της «στροφής» του Ράμφου, η οποία κατεδείχθη πανηγυρικά στη συνέχεια με την προσχώρηση ενός μεγάλου μέρους των νεο-ορθοδόξων διανοουμένων, αλλά και ενός σημαντικού μέρους της ιεραρχίας της εκκλησίας, στον «εκσυγχρονισμό».
Βέβαια, πάντα, σε αυτή τη δυσκολία της αποδοχής των αυτονοήτων, βοηθάει και το δέος μπροστά στον «διανοούμενο», τον «γκουρού», που μεταχειρίζεται όλους τους μηχανισμούς της αλλοτρίωσης των «οπαδών» – βαρύγδουπο και σιβυλλικό ύφος, περίπλοκος λόγος, ακόμα και όταν εκφέρονται κοινοτοπίες ή και αρλούμπες, κ.λπ. Και μόνον ο χρόνος κατέδειξε στους πολλούς πως δεν κριτικάραμε τον Ράμφο από κάποια ιδεοληπτική διάθεση της «κόντρας για την κόντρα», αλλά μόνο αφ' ότου είχαμε πειστεί για την υλικότητα και το αμετάκλητο της μεταστροφής του.
Και σήμερα συμβαίνει κάτι ανάλογο, και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Διότι, δυστυχώς, οι απόψεις του δεν είναι μόνον δικές του, πίσω του βρίσκεται ένας μεγάλος πνευματικός θεσμός του γένους μας, ο προκαθήμενος της εκκλησίας της Νέας Ρώμης. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο στον οποιοδήποτε Έλληνα να δεχτεί πως η αλλοτρίωση των ελίτ της χώρας μας δεν αφορά μόνο την ελλαδική πολιτική και πνευματική ηγεσία, αλλά έχει αγγίξει και το τελευταίο μεγάλο ανάγλυφο του ένδοξού μας βυζαντινισμού. Και αυτό, μπορώ εν πολλοίς να το κατανοήσω, αν όχι και να το συμμεριστώ. Ο Πατριάρχης ζει σε πνευματική -προπαντός- αιχμαλωσία. Και βλέπει τη νεο-οθωμανική προοπτική σαν μια ευκαιρία για ν' αποκτήσει και πάλι ποίμνιο και ρόλο, έστω υποταγμένο. Όμως δεν μπορώ καθόλου να δικαιολογήσω κάποιον που, πριν μόλις πέντε χρόνια, προωθούσε τη μόνη πρόταση που μπορούσε να λύσει τον γόρδιο δεσμό, δηλαδή την επανένωση του Πατριαρχείου με τον ελεύθερο ελληνισμό στη Θεσσαλονίκη, σήμερα να μας καλεί σε εθελοδουλία.
Καταλαβαίνω επίσης πως είναι δύσκολο, σε όλους εκείνους που το έργο του Γιανναρά τους έφερε σε επαφή με τη βυζαντινή μας πνευματικότητα, τόσο υποτιμημένη στο παρελθόν, να δεχθούν πως ο «δάσκαλος» τους καλεί πλέον όχι στην αντίσταση αλλά στην υποταγή. Και είναι πολύ δύσκολο να το αποδεχτούν.
Όλα αυτά είναι κατανοητά, και γι' αυτό, ενώ εδώ και χρόνια βλέπαμε αυτή την εξέλιξη, κάναμε μόνον επί μέρους κριτικές, ελπίζοντας σε κάποια θετική μεταστροφή. Όμως, πλέον, δεν έχουμε ως χώρος την πολυτέλεια της αναμονής, διότι σήμερα ο νεο-οθωμανισμός έχει υποκαταστήσει τον εκσυγχρονισμό, ως ο κύριος ιδεολογικός κίνδυνος και αντίπαλος. Κατά συνέπεια φίλτατος μεν ο Χ. Γιανναράς, φιλτάτη δε η αλήθεια. Αυτό θα έπρεπε να πρυτανεύει στη σκέψη όλων.
Φοβούμαι όμως υπάρχει κάτι βαθύτερο. Υπάρχει ο φόβος μπρος στη διατύπωση ενός εναλλακτικού οράματος, διότι ποιος ξέρει τι «καινούργια πράγματα θα δείξει» για τους ίδιους εμάς, για τις βεβαιότητές μας και τη ζωή μας.
Το όραμα Νταβούτογλου για τη νεο-οθωμανική Τουρκία είναι κατ' εξοχήν γεωπολιτικής υφής, δεδομένου ότι στηρίζεται σε υπαρκτές οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές πραγματικότητες και η μέριμνά του είναι πως θα καταστήσει την Τουρκία μια σημαντική δύναμη στον 21ο αιώνα, μέσα από μια ιστορική αναθεώρηση της συρρίκνωσης των αρχών του 20ού αι. Αντίθετα, για μας, για την Ελλάδα και την Κύπρο, η διατύπωση ενός «αμυντικού και μόνο» δόγματος εθνικής ανεξαρτησίας, μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου, και απαιτεί ένα όραμα κυριολεκτικά οικουμενικών διαστάσεων. Αν λοιπόν ο κύριος Γιανναράς βρίσκει «οικουμενικότητα» στο όραμα του Νταβούτογλου, εμείς το θεωρούμε αντίθετα ένα σοβινιστικό όραμα ισλαμοτουρκικού σουνιτικού χαρακτήρα – που δεν συμπεριλαμβάνει καλά-καλά, στην ίδια την Τουρκία, ούτε τους Κούρδους, ούτε τους Αλεβίτες. Χαρακτηριστικά αφιερώνει ελάχιστες σελίδες στο μεγαλύτερο εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας, το κουρδικό, (σσ. 654-678), χωρίς να αναφέρει ούτε ένα στοιχείο για τα μεγέθη του κουρδικού έθνους, ενώ αποσιωπά εντελώς το αλεβίτικο ζήτημα και θεμελιώνει τη στρατηγική του στη χρήση του ισλάμ και των ισλαμικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια.
Εκείνο που υποστηρίζουμε λοιπόν είναι πως το όραμα, που, πολιτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, ακόμα και άνθρωποι του χώρου μας, ισχυρίζονται πως δεν διαθέτει ο ελληνισμός, στην πραγματικότητα υπάρχει και μάλιστα είναι ενεργό σε ένα μέρος του λαϊκού σώματος, ενώ έχει διατυπωθεί έστω τμηματικά και από ένα μέρος της διανόησής μας στις καλύτερες στιγμές της. Είναι το όραμα που ενέπνευσε τον Ρήγα, τη γενιά του '30, την εθνική αντίσταση, τον κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα, που διαπερνάει ακόμα και σήμερα τη σκέψη πολλών απλών ανθρώπων.
Το μεγάλο πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η ανυπαρξία του οράματος, τουλάχιστον στις γενικές κατευθύνσεις του, αλλά η πλήρης έκλειψή του στους χώρους των διανοούμενων και των πολιτικών ελίτ κατ' εξοχήν. Χαρακτηριστική είναι περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ενός πολιτικού που διετύπωσε στις γενικές του κατευθύνσεις ένα ανάλογο όραμα, τουλάχιστον στο πολιτικό πεδίο -η Ελλάδα στους Έλληνες, βαλκανική και μεσογειακή συνεργασία, άνοιγμα προς την ΕΣΣΔ, αντίσταση στον τουρκικό επεκτατισμό και το ΝΑΤΟ, κοινωνική και συνεταιριστική οικονομία στο εσωτερικό- αλλά το ευτέλισε σε τέτοια έκταση και σε τέτοιο βάθος ώστε το κατέστησε αναξιόπιστο· αυτό συνέβη διότι η υλοποίησή του προϋπέθετε μια ιδεολογική εμβάθυνση προς την ενοποίηση της ιστορικής μας παράδοσης και ταυτόχρονα μια ηθική επανάσταση. Εκεί ακριβώς απέτυχε παταγωδώς και έτσι κατέστρεψε και το ίδιο το γεωπολιτικό και το πολιτικό του εγχείρημα. Έκτοτε, ακολούθησε η διάλυση και η γενικευμένη αποσύνθεση, μέσα σε ένα κλίμα κυνισμού και γενικευμένης εξατομίκευσης, με Μητσοτάκηδες, Σημίτιδες και άλλους μεταπράτες.
Αυτή η διάλυση και η αποσύνθεση δημιούργησε μία παράδοξη ιδεολογική και πολιτική πραγματικότητα διχασμού, που επιτείνει το αλαλούμ και την αίσθηση της έλλειψης οράματος. Η Αριστερά αποεθνικοποιήθηκε σχεδόν στο σύνολό της και έτσι τα κοινωνικά της οράματα και κινητοποιήσεις όχι μόνο έπαψαν να συνδέονται με τον απαραίτητο τροφοδότη της, το έδαφος και τον «τόπο», αλλά και την προσέδεσαν με παρασιτικό τρόπο στη Δύση και τα «κινήματά» της, τα οποία και μαϊμουδίζει, οδηγώντας την ακόμα και σε αντεθνική κατεύθυνση, στο βαθμό που αρνείται την γεωπολιτική πραγματικότητα της χώρας της. Έτσι ο πατριωτικός χώρος συγκροτήθηκε προνομιακά από δυνάμεις που, όταν προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ ή την Αριστερά, έχουν εντελώς απορρίψει τις υποτιθέμενες κοινωνιο-κεντρικές αναφορές των μεταπρατικού τύπου κινημάτων, ή, αν προέρχονται από τον συντηρητικό χώρο και την Εκκλησία -εκτός από ένα σχετικά μικρό ρεύμα της κοινωνικής ορθοδοξίας- δεν κατανοούν καθόλου την ανάγκη της σύνδεσης των αιτημάτων κοινωνικού χαρακτήρα με το γεωπολιτικό όραμα της χώρας. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια, φαντάζονται πως αρκεί να βρεθεί το κατάλληλο πολιτικό σχήμα ή ο κατάλληλος «αρχηγός», για να αναταχθεί η κατάσταση της χώρας. Παράλληλα, φαινόμενα ιδεολογικής αποσύνθεσης όπως η αρχαιολατρία, που όξυνε την ιδεολογική διάσπαση αυτού του χώρου, ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή-ορθόδοξη παράδοσή μας, επέτειναν το αδιέξοδο.
Γενικεύτηκε λοιπόν μια αίσθηση αδιεξόδου, διότι το «κοινωνικό κίνημα» αποσυνδέθηκε από το πατριωτικό-εθνικό, προκαλώντας μια απόλυτη ιδεολογική ασφυξία και στις δύο πτέρυγές του. Οι λίγες δυνάμεις, ανάμεσά τους και οι δικές μας, που, εδώ και δεκαετίες, προσπαθούν να επανενώσουν τα διεστώτα μέλη της κοινωνικής και της πατριωτικής ευαισθησίας, και επιχειρούν να ξαναπιάσουν και να εμβαθύνουν το χαμένο όραμα του ελληνισμού, παραμένουν μέχρι σήμερα εξαιρετικά μειοψηφικές, ιδιαίτερα στον χώρο των κάθε λογής «σπουδαγμένων» που κινούνται με μερικότητες και ιδεοληψίες. [Αντίθετα, στο λαϊκό σώμα, αυτό το όραμα αναδύεται σχεδόν φυσιολογικά, έλα όμως «που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία».]
Γι' αυτό λοιπόν και στον πατριωτικό χώρο, ιδιαίτερα σε εκείνο το κομμάτι που προέρχεται από τον συντηρητικό, καθώς και από τον συντηρητικό ορθόδοξο χώρο, παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα ιδεοληπτικής τύφλωσης απέναντι σε μείζονες ιδεολογικές αποσκιρτήσεις, όπως εκείνη του Ράμφου ή του Γιανναρά. Διότι ίσως θα έπρεπε να τεθούν εν αμφιβόλω κάποιες βεβαιότητες και να επιχειρηθούν συνθέσεις της πατριωτικής και της κοινωνικής διάστασης, που βέβαια δεν είναι καθόλου εύκολες και προφανείς.
Όταν λοιπόν ακούω από δημοσιογράφους, καθηγητάδες, και κάθε λογής γραφιάδες, το διαρκώς επαναλαμβανόμενο «δεν υπάρχει όραμα», πράγμα που τους επιτρέπει να εφησυχάζουν και να αρνούνται τις προσπάθειες και τις ρήξεις που απαιτούνται για την εμβάθυνση και την εφαρμογή αυτού του οράματος, γίνομαι κυριολεκτικώς έξω φρενών, διότι γνωρίζω πως αυτή η παράδοση σε έναν τέτοιο ιδιότυπο αγνωστικισμό οδηγεί συχνότατα και εν κατακλείδι στην προσχώρηση σε κάποιο άλλο «όραμα», είτε πρόκειται για εκείνο της παγκοσμιοποιητικής δύσης, είτε εσχάτως, όλο και περισσότερο, σε εκείνο του Νταβούτογλου.
Τα πράγματα είναι σαφή, το όραμα υπάρχει, το μεγάλο πρόβλημα είναι πως πολύ λίγοι μεταξύ των διανοουμένων και των ελίτ, το έχουν συλλάβει και μέχρι πρόσφατα πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που έκαναν κάποια προσπάθεια για να το ενστερνιστούν και να το συνδιαμορφώσουν.
ΠΗΓΗ: Άρδην τ. 80, http://www.ardin.gr/node/3622