Από τη δημιουργικότητα στον παρασιτισμό

Τα Καλαβρυτοχώρια: από τη δημιουργικότητα στον παρασιτισμό

 

Του Γιώργου Γιάνναρη*

Καθηγητή Πανεπιστημίου  -Συγγραφέα

 

Ο τόπος και η περιφέρεια Καλαβρύτων με τα 166 χωριά (62 τοπικά διαμερίσματα ή κοινότητες, 4 Δήμους και 60 οικισμούς), χρειάζεται να προστατεύσει και να ισχυροποιήσει τα συστατικά εκείνα που αποτελούν την ταυτότητα και πλάθουν την εαυτότητά της, δηλαδή την αυτογνωσία και την αυτοπεποίθηση, ώστε να αντλούνται παραδείγματα προς μάθηση και υλοποίηση, αλλά και να σταθεί στο ύψος του, όπως του ετάχθη. Αναπόφευκτο χρέος για τον τόπο και τους ανθρώπους του θα πρέπει να είναι η δημιουργική πατριδογνωσία και πατριδολατρία και όχι ο γλοιώδης παρασιτισμός και η πλαδαρή πολυπολιτισμικότητα.

Καταρχήν, θα πρέπει να γνωρίσουμε τις ρίζες και τα επιτεύγματα και ό,τι συνιστά την ελληνικότητα, όπως άλλωστε επιβάλλεται να γίνει για κάθε γωνία εκείνου που κατά καιρούς έχει αποτελέσει μέρος του Ελληνισμού στις οποιεσδήποτε μορφές του, δηλαδή γνώση της ιστορίας και του προφορικού πολιτισμού του. Τούτο προϋποθέτει εμπέδωση και μύηση του κοινού στους τρόπους και στις μεθόδους της συνεταιρικής άμιλλας των δραστηριοτήτων με τις φυσικές διεργασίες στην επίτευξη της ανάπαυσης, της αναψυχής, της ειρηνικής συνύπαρξης με τους συνανθρώπους. Η φύση, βέβαια, ακολουθεί τη δική της πορεία έχει τη δική της ζωή και συμβαδίζει με το χρόνο.

 

Δεν θα πρέπει να υπάρχουν εσωτερικά σύνορα και διοικητικοί διαχωρισμοί, γιατί κάτι τέτοιο συνιστά άρνηση και στενοκεφαλιά, αν μη τι άλλο. Οι ρίζες της παράδοσης θα πρέπει να αναζητηθούν και στα αρκαδικά χώματα, στα βουνά, στα νερά, στους μύθους, όπως και των γύρω περιοχών και ευρύτερα του ελλαδικού χώρου. Έτσι, από τη Στυμφαλία Λίμνη με τις μυθολογικές Όρνιθες, τον Κάπρο του Ερυμάνθου, το μάγο Μελάμποδα της Στυμφαλίας Λίμνης και του Λούσιου, τις Προιτίδες του Άργους, όλα μαζί συνιστούν μια πολιτιστική ομοιογένεια. Το ίδιο ισχύει και για την Ιστορία και το περιβάλλον. Σε πονεί αν διαχωριστούν και βιολογικά αποκοπούν μέρη του ζωντανού οργανισμού, του οικείου συνόλου του χώρου. Και οι τρεις χώροι – Αρκαδία, Αχαΐα, Κορινθία – είναι απότοκα διοικητικών και γραφειοκρατών διαιρέσεων του ιδίου σώματος, της συνοχής του βιοτόπου και της αυτογνωσίας, οπότε με την τριχοτόμηση δημιουργείται ένας αυτοεγκλεισμός, ένα είδος ρατσισμού.

Δεν είναι τυχαίο ότι και εδώ γεννήθηκαν και αναπτύχτηκαν συγκεκριμένα μυθολογικά και ιερά σύμβολα με δεσπόζουσα τη θεά Αρτέμιδα, αλλά και τον Ερμή, τον Πάνα, την Ελευσίνια Δήμητρα στον Κλείτορα, την Αθηνά Κορία, τη Στύγα (κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, που γέννησε τα τρία κακά : τον Ζήλο, το Κράτος, τη Βία.)

Αυτά τα Ύδατα της Στυγός, που ακόμη τρέχουν, θεωρήθηκαν Ιαματικά, αλλά και μέσα για την τιμωρία επίορκων θεών, τη Λουσία, Ημεράσια Αρτέμιδα, όπου οι Άνθρωποι αναζητούσαν ψυχική και πνευματική ησυχία, την Ειλειθυία των τοκετών, αλλά και τη Δήμητρα της αγροτοκαλλιέργειας. Εδώ επιτελέσθηκαν άθλοι του Ηρακλή, ενώ στη Στύγα σημαδεύτηκε το τραύμα της τρωτής πτέρνας του Αχιλλέα. Ποτάμια με αρσενικά ονόματα θεών, ναοί με ονόματα θεαινών. Ημίθεοι και ήρωες συνυπάρχουν με τους θνητούς, Νύμφες, Ορειάδες και Δρυάδες να παιχνιδίζουν στην ευλογημένη γη, ενώ η φαντασία των κατοίκων οργιάζει και τιθασεύει τα πάντα στη φύση και στο υπερπέραν.

 

Οι μύθοι διεισδύουν στη φύση και η πραγματικότητα με τη σειρά της γεννά και προσδιορίζει τους μύθους. Αυτή η ταύτιση του μύθου με την πραγματικότητα συνοψίζει καταγράφοντας συμβολικά τη συλλογική ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο και το χρόνο.

 

Ανάμεσα στις ανθρώπινες επεμβάσεις και δραστηριότητες πρώτη θέση κατέχει ο πέτρινος πολιτισμός με τα πελασγικά κυκλώπεια τείχη, τις λιθοκατασκευές οικισμών, ναών, εκκλησιών, πύργων, γεφυριών, βρυσών, καλντεριμιών, αρχοντικών, δημοσίων κτιρίων κλπ. που αποτελούν τα πρώτα και κύρια δείγματα των μνημείων του ανθρωπίνου πολιτισμού. Τούτος είναι ένας τόπος που βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, με έδαφος άγονο και λίγο μεν, όπου όμως, μεγαλώνει ο άνθρωπος. Οι ρίζες στα παρελθόντα χρόνια είναι δύσκολο να εντοπιστούν, από τη Νεολιθική μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο και με έναν Παυσανία να προσπαθεί να βάλει τον τόπο αυτό στο χάρτη. Αυτόνομοι, ανεξάρτητοι κάτοικοι – λαοί: Αζανείς, Αρκάδες, Ψωφίδιοι, Κυναιθείς, Θελπούσιοι με τους ανάλογους οικισμούς. Πέρασαν Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, μέχρι τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ, αλλά και τους Ευρωπαίους φασίστες του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Πέρασαν και οι προύχοντες, οι κοτσαμπάσηδες, οι τσιφλικάδες, οι Αρματολοί, οι Κλέφτες, οι καπετάνιοι και οι Αντάρτες.

 

Χωριά και οικισμοί φωλιές – φωλιές σαν πρόβατα που να τα βλέπει ο ήλιος και τη νύχτα να φωσφορίζουν σαν εστίες πυγολαμπίδων. Χωριά φωλιασμένα σε απόμακρες πλαγιές και παρυφές (όπου πηγή νερού και ζωή) επιλεγμένες για την ασφάλεια και το κλίμα. Ονόματα, παρεπώνυμα και φερώνυμα ξενόφερτα και δικά μας για βουνά, για χωριά, για ανθρώπους. Το «- όγλου» δεν κόλλησε, το «- όβα» και «-όβο» εφύτρωσαν: Αρβανίτες, Τουρκαλβανοί και Τούρκοι. Διαλέξτε. Χωριά με διπλά ονόματα και διχασμένα: Κάτω και Άνω (Βλασία, Ζαχλωρού, Κλειτορία, Λουσοί, Ποντιάς, Σουδενά, Ταρσός, Χόβολη, Ψωφίς).

Από την ανθρωπογραφία περνάμε στην ανθρωπογεωγραφία για να νιώσουμε πιο οικεία κοντά στα φαράγγια του βραχογδάρτη Βουραϊκού, τις λίμνες, τα ποτάμια (Αροάνειος, Λάδωνας, Τριπόταμος, Ερύμανθος, Σειραίος, Λουσσοί, Σελινούς, Λίμνη Τσιβλού, κοίτες υπογείων ρευμάτων), σταλαγμίτες και σταλακτίτες, αυτά τα καλλιτεχνήματα του χρόνου, οι καταβόθρες κι οι υπώρειες του Χελμού στη Νεραϊδοράχη. Το σκηνικό ολοκληρώνουν πελώριοι βράχοι, κοτρώνια, ορεινοί όγκοι σαν πρωτογενή έργα της φύσης, οροπέδια, βίγλες, ατέλειωτα βουνά και καταράχια όπου βολεύτηκαν και νιώθουν άνετα οι άνθρωποι.

Βουνά και όρη περήφανα, βαθυπράσινα και άλλοτε γυμνά, ελατώνες που έχουν αντέξει στο χρόνο και ανθίστανται στις καιρικές μεταβολές. Κάθε βουνό και η ιστορία του, κάθε όρος και η ομορφιά του, κάθε πηγή και ποταμός με τους συμβολισμούς του. Υπόγειοι υδροφορείς, όπου νερό και χωριό, όπως και μοναστήρι.

Ακόμη και στα σπήλαια των ορεινών όγκων εμφανίστηκαν σύμβολα που συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της γεωλογικής μορφολογίας της περιοχής. Και υπάρχει μια αρμονική και πραγματική αντιστοιχία μεταξύ φύσης και φαινομένων, καλλιέργειας και πολιτισμού, ψυχοσύνθεσης και συμπεριφοράς.

Τούτος ο τόπος με το ευεργετικό κλίμα και την υδάτινη ενέργεια, το τραχύ και άγριο έδαφος, το στουρνάρι, το πουρνάρι, τους ογκόλιθους, το οξυγονούχο έλατο, το εγωιστικό πεύκο, τις δύσπεπτες βελανιδιές, τις μελιές, τα σφεντάμια, τους ασφοδέλους του Κάτω Κόσμου, τις φτελιές, τις καστανιές, τον πικρό πρίνο, τις αφαλαρίδες, τη ρίγανη, το φασκόμηλο, τ' αγκάθια, αλλά και το δάσος της Ζαρούχλας μαζί με την αφέλεια των κατοίκων, τη σκληράδα, την ανήλικη καρδιά, όλα μαζί διαμορφώνουν τα συναισθήματα του πόνου, αλλά και του φθόνου που οδηγούν στην επιβίωση, στο εγωιστικό γονίδιο για να χρησιμεύσουν στο να καθορίσει τον εαυτό του να επιδείξει την ταυτότητά του, οπότε χρειάζεται να πλάσει και ένα αντίπαλο δέος, ώστε να ανταπεξέλθει και στα δύο: Στον πόνο και στο ζήλο.

 

Καλάβρυτα και επαρχία ταυτισμένα με τη θυσία και την αιματοχυσία, τόπος ατίθασος και της αποκοτιάς. Τόπος που πάντα στοχεύει στην κατάκτηση και την περιφρούρηση της Ελευθερίας (φυσικής και πολιτικής): Κόσμος που δεν ανέχεται τη σκλαβιά. Οι τρεις πηγές ζωής: Οξυγόνο, Ελευθερία, Πίστη. Ένας λαός που αυτοαμύνεται, αυτενεργεί. Αντάρτης και απειθάρχητος για μια ανάταση ψυχής, για μια ανάσταση ζωής.

 

Σκληρός σαν το τοπίο εξαιτίας του συμπλέγματος του φόβου, αλλά και της εμπάθειας: η Βία, το Κράτος και ο Ζήλος του αέναου μύθου. Κι έτσι αποφασισμένος και σκληρός, πότε αφήνοντας τον γκασμά πιάνει το καριοφίλι κι άλλοτε εγκαταλείποντας το αλέτρι αδράχνει τον γκρα. Και όλα αυτά για την Θεά Ελευθερία.

Περνώντας από τη μύηση στη μάθηση, ας απαλείψουμε, έστω και για λίγο, την άγνοια, την τοπικιστική αλαζονεία, κι ας βιώσουμε το θαύμα που επιτελείται από την όσμωση φύσης και πολιτισμού, ιστορίας και πατριωτισμού. Ας αρματωθούμε με την Ιστορία μας. Ας ζευγαρωθεί η Μνήμη με τα Μνημεία, η Γνώση με την Ιστορία, η Υγεία με τη Γεωργία, η Ελευθερία με τη Χαρά, ο Αγώνας με το Χρέος. Ας καθαγιασθεί ο Χελμός ως Όλυμπος όπου τα νερά αποκτούν ορμή, ευρύτητα και που συντελούν στην παραγωγικότητα. Το νερό, αυτή η δύναμη και η ενέργειά μας, το νερό η αιτία των πολέμων που έρχονται να μη φθάσουν στο Χελμό. Ας ανακηρυχθεί προστατευμένη γη αυτός ο τόπος, τόπος προσήλωσης, τόπος εξέγερσης αλλά και τόπος ειρήνης. 

 

Περιοχή οικοανάπτυξης που υπάγεται σε καθεστώς προστασίας χαρακτηρίζονται οι εκτεταμένες χερσαίες εκτάσεις, υδάτινες, αλλά και μικτού χαρακτήρος που μπορεί να περιλάβει χωριά, οικισμούς καθώς παρουσιάζουν ιδιαίτερη αξία και ενδιαφέρον λόγο της ποιότητας των φυσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών και παράλληλα προσφέρει σημαντικές δυνατότητες για ανάπτυξη, δραστηριότητες, οι οποίες εναρμονίζονται με την προστασία της φύσης και του τοπίου. Έτσι αναπτύσσεται ένα οικοσύστημα φυσικό, ανθρωπογενές, φυσιο-ανθρωπογενές.

Τούτος ο τόπος έχει αντέξει χιονιάδες, κάψες, νεροποντές, κατολισθήσεις, πυρκαγιές, όπως και τους πολύμορφους κατακτητές με τους θανάτους και τις αδικίες. Εντούτοις, ο άνθρωπος μόνος του αν και έχει αγαπήσει τη γη, τη φύση, το νερό, την πέτρα, τον αέρα, την κατοικία του, παρεμβαίνει εγκληματικά ή και από άγνοια και στρέφεται εναντίον των πάντων, ξεκινώντας από τον ίδιο τον εαυτό του και το πληρώνει. Τώρα βλέπουμε ακαλλιέργητες εκτάσεις, εγκατάλειψη, ξεραΐλα, ερημιά: Τα νεκροταφεία να μεγαλώνουν και τα χωριά να απανθρωποποιούνται. Η πανίδα κι η χλωρίδα όλο και σπανίζουν και ό,τι άλλο ζωντανό γεννά η φύση, όσο ακόμα είναι και αυτή φύση. Μένει μόνο η καμπάνα του χωριού που σημαίνει την άφιξη του θανάτου το τέλος της ημέρας και τον ερχομό της νύχτας.

Αρχαία χωριά και οικισμοί, χώροι ιεροί που μετετράπησαν σε σκουπιδότοποι. Στα Τριπόταμα τρεις αναίσθητοι κάθονται πάνω σε σπασμένους κίονες του ναού της Αρτέμιδος πίνοντας τον καφέ και την κοκακόλα τους. Πιο πέρα ρασοφόροι σπάζοντας κολώνες του αρχαίου ναού έχτισαν χριστιανικές μάντρες και εκκλησίες, όπως αυτός ο Παπουλάκος, εχθρός του Όθωνα και της Αρτέμιδος μαζί. Άλλοι στηρίζουν τα τσιμεντομπαλκόνια τους με αρχαίες κολόνες και κίονες. Έτσι από την ακμή ξεπέσαμε στην παρακμή και από εκεί στην εγκατάλειψη, στην εσωτερική μετανάστευση κι η συμπεριφορά μας αλλάζει επί τα χείρω. Σήμερα ο τόπος από χώρος πρωτογενούς παραγωγής προϊόντων και διατροφής (γεωργία, κτηνοτροφία, ιχθυοκαλλιέργεια) έχει μετατραπεί σε χώρο φτηνής ψυχαγωγίας και ελαφρού θεάματος.

Ο αστικοποιημένος τρόπος ζωής, ο τουριστικοκεντρικός προσανατολισμός της περιοχής, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε όλη τη χώρα, η νοοτροπία της εκδρομικής  κινητικότητας, η δόμηση της εξοχικής ή και της πατρικής κατοικίας απαιτούν την

αλλαγή του χώρου και επιβάλλουν την ορεινή οδοποιία που κατακερματίζει τους βιοτόπους.

Οι κεραίες των τηλεπικοινωνιών και ο εγωκεντρικός τρόπος συμπεριφοράς συντελούν στη διάλυση των ανθρώπινων σχέσεων, στη διάρρηξη της καλής γειτονίας, στην ενίσχυση της καχυποψίας και της μισαλλοδοξίας. 

Βλέπουμε την καλοκαιρινή Ελλάδα να φεστιβαλίζεται, ενώ για το χειμώνα περιμένουμε το μάννα εξ ουρανού: το χιόνι. Έτσι επιτελείται η ειδική ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου. Η εξωστρεφής εξάρτηση, η εγκατάλειψη, η αποκαρδιωτική παραίτηση, η φυγή από τον τόπο είναι έννοιες ταυτόσημες με την ηττοπάθεια, την οκνηρία και φορές τον «ωχαδερφισμό» που προέρχεται από την αίσθηση της μη εξάσκησης χειρονακτικών εργασιών. Φυσικά εδώ δεν πρέπει να ρίχνουμε τα βάρη στους κατοίκους. Την όλη ευθύνη φέρει η πολιτεία και η σαρωτική καταναλωτική ανθρώπινη νοοτροπία σαν να έχει υποστεί λοβοτομή.

Η εποχή της κλιματικής αποσταθεροποίησης με τις πυρκαγιές, τις νεροποντές, τις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και την εξάρτηση της ζωής από την ηλεκτρική ενέργεια, μας έχουν απομακρύνει από τις πρωτογενείς μεθόδους και συντήρησης από την αγροτική διαβίωση. Ειδυλλιακά τοπία σε βουκολικές σκηνές ζωής έχουν πλέον εξαφανιστεί. Η γη δεν παράγει, γιατί δεν καλλιεργείται. Όπως σε όλη τη χώρα, ζούμε με εισαγόμενα προϊόντα, με πλαστικές τροφές και νοθευμένα κατασκευάσματα. Η φύση από μόνη της, όσο γίνεται, αναπαράγει και ανανεώνεται. Ας μην την δολοφονούμε. 

Φανταζόμαστε τον Τάσο και την Γκόλφω να λέγο νται Γιούργκεν και Φρίντα και να διέρχονται ενός εξώδερμου συγκινησιακού πάθους. Αντί για γάργαρα νερά, πλατάνια και αηδόνια στα χέρια τους κουβαλάνε πλαστικές φιάλες με νερό και στο σακ-βουαγιάζ τους χωμένα σάντουιτς και βιομηχανικά ξεγελάσματα της πείνας και στο κεφάλι καπελάκια του αμερικάνικου μπέιζμπολ. Τ' αυτιά τους βουλωμένα με κοριούς από όπου ακούνε τη δική τους μουσική και αδιαφορούν για τους γύρω φυσικούς ήχους. 

Κι αντί για χαμομήλι και φασκόμηλο, τους προσφέρεται μόνο Lipton Tea, Nescafe και Frape σαν σε μπαρ υπερπολυτελείας ας πούμε του Κολωνακίου ή της Σάμπ ντ' Ελιζέ. Κι αντί ρετσίνα, coca-cola. Και η ζωή τραβάει την ανηφόρα ανεβαίνοντας με τα δόντια του οδοντωτού, κι αυτός ταπεινωμένος. Και όλα αυτά χάριν της ασύδοτης ελευθερίας της κερδοσκοπίας που δεν εμπνέεται από την ιστορική εμπειρία, τις πολιτισμικές αξίες ώστε να νιώσουμε απαλλαγμένοι από τα βαρίδια του παρελθόντος που δημιούργησαν τους φόβους, τα συμπλέγματα, τη ντροπή για την καταγωγή.

 

Σήμερα η έννοια του χωριού είναι κυρίως «πολιτισμική» παρά γεωγραφική καθώς αντανακλάται το πρότυπο μιας εισαγόμενης νοοτροπίας

για την οικιστική οργάνωση, που αποκόπτεται από τη γηγενή δημιουργία τα φυσικά κάλλη, τα ήθη και τα έθιμα. Τα χέρια έγιναν πλαδαρά καθώς δε σκάβουν, δεν καλλιεργούν, δεν ζυμώνουν. Το αρνί το στέλνουμε στο φούρνο της γειτονιάς με τα δήθεν κάρβουνα, τα κουλούρια, τους κουραμπιέδες τα βρίσκουμε στα ράφια των μπακάλικων μαζί με βιομηχανικά πατατάκια. Οι μυρωδιές από το ψητό, την τσίκνα έφυγαν, το Πασχαλινό τραπέζι μοιάζει με κυριακάτικο, Τα γλέντια τα πανηγύρια « είναι για τα πανηγύρια» και η μουσική άμουση, άγευστη, άρρυθμη και εκκωφαντική.

Για πρώτη φορά αφ' ότου σταδιακά χτίστηκαν οι οικισμοί, τα χωριά και οι κωμοπόλεις της επαρχίας βρίσκονται σε ένα πρωτόγνωρο τραγικό τέλμα: Ο ξεριζωμός από το χώμα, η αποκοπή από τους μύθους και την παράδοση, από την αγροτική ζωή από όπου εξαρτάται ο άνθρωπος για να ζήσει. Όλα ερήμωσαν. Ξεραΐλα επικρατεί παντού, στειρότητα και σε όσα απέμειναν πίσω καταντήσαμε πλέον να μην ζούμε από τη γη: Όλα είναι εισαγόμενα και μεταλλαγμένα. Έχει απολεσθεί η αντιστοιχία της κοινωνικής και παραγωγικής φυσιογνωσίας της υπαίθρου να ενσωματώνει αλλότριες λειτουργίες, ενώ η παράδοση περνά στη μορφή του κάρτ- ποστάλ και της άνοστης τηλεοπτικής κονσέρβας.

Η πιο καταστροφική πράξη για έναν τόπο είναι η ηθελημένη μεταφύτευση και η μίμηση του ξένου τρόπου ζωής και συμπεριφοράς. Όταν σε έναν επαρχιακό χώρο και μέσα σε φυσικό περιβάλλον στήνεις ένα μαγαζί που θα πουλάει μπιχλιμπίδια δήθεν λαϊκής τέχνης, ενώ στην ουσία προσφέρεσαι δουλικά να υπηρετείς περαστικούς ώστε να αποκομίσεις κέρδη μέσω μιας φτηνιάρικης προσφοράς, τότε καταδικάζεις τον τόπο σε θάνατο και έτσι αντικαθίσταται ένας κατακτητικός πόλεμος με εθελουσία υποδούλωση. Έτσι, την αγροτική, την παραδοσιακή κουλτούρα έχει διαδεχθεί ο αδυσώπητος καταναλωτισμός. Ο εθελοντισμός, η προστασία, η διάσωση, η φυσιολατρία, η ορειβασία, η πεζοπορία, ο αγροτικός, ο θρησκευτικός, ο συνεδριακός τουρισμός, οι χιονοδρομίες, όλα μαζί δείχνουν πως η σχέση του τόπου με τον έξω κόσμο είναι προσωρινή, ψυχαγωγική, παρασιτική εξαρτώμενη. Ακόμη και ό,τι εθεωρείτο χαρακτηριστικό του Έλληνα, η φιλοξενία, έχει μετατραπεί σε εκμετάλλευση, κερδοφόρα πρακτική. Σήμερα, λοιπόν, ο ζήλος λέγεται ανταγωνισμός, λέγεται εγκατάλειψη, λέγεται παραίτηση.

 

Θα παρατηρήσουμε πως όταν ένας επαρχιώτης πάει επίσκεψη ή για ψυχαγωγία στο χωριό του από την πόλη, συμπεριφέρεται αλαζονικά και διακατέχεται από τον αέρα ενός παντογνώστη νεόπλουτου. Όταν όμως επιστρέφει στην πόλη από το χωριό, η επαφή με την ωμή πραγματικότητα και οι στερήσεις του κόβουν τα φτερά και δείχνει κάπως ταπεινωμένος. Ας θυμηθούμε και την παροιμία: «Πρώτος στο χωριό, έσχατος στην πόλη». Ακόμη και οι τοπικοί σύλλογοι που σχηματίζονται από τους συχωριανούς στην πόλη, όπου έχουν πάει ως εσωτερικοί μετανάστες, ζουν και δρουν όσο και οι ιδρυτές τους.

Θα επαναλάβω ξανά και ξανά ότι από τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς ο Έλληνας έχει αφομοιώσει δύο τινά: Στον ανώτερό του φέρεται σαν ραγιάς, ενώ στον κατώτερό του συμπεριφέρεται σαν αγάς. Ας βγάλουμε τον Τούρκο από μέσα μας για να απελευθερωθούμε, όπως το ήθελαν οι Άγιοι του Ιερού Αγώνα. Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε την εύκαμπτη στάση, ούτε τη σιωπή των πονηρών. Ωστόσο, η αχαλίνωτη ξενομανία, σε κάποιους τομείς της καθημερινής ζωής έχει καταντήσει πολιτιστικός ραγιαδισμός του χειρίστου είδους. Αποτέλεσμα αυτής της ξενομανίας έχει το τίμημα να μη μας δουν οι ξένοι (ντροπή ), να μας δουν οι ξένοι (επίδειξη), να μας έλθουν οι ξένοι (παρασιτισμός και εξάρτηση). Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία οδεύει προς αμετάκλητη αλλοτρίωση όπου δικαιώνεται ο οκνηρός και ο σελέμης.

Ας συμφιλιώσουμε μέσα μας τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με τον Άρη Βελουχιώτη, τον Ναπολέοντα Ζέρβα με το γερο- Μίχο, τον παπά με τον αντάρτη. Ας γονατίσουμε στο Μέγα Σπήλαιο όπου η πηγή της Αγίας Κόρης. Ας αποδεχτούμε τη Λίμνη Τσιβλού, που έπνιξε ένα ολόκληρο χωριό και στέρησε από ένα άλλο το νερό. Πέρασαν πια τα χρόνια εκείνα που βλέπαμε να κουκουλώνουμε το μελλοθάνατο για να μη δει τον δήμιό του κι ο καταδότης κουκουλωνόταν για να μην τον αναγνωρίσει ο μελλοθάνατος. Κι οι δυο τους κρύβονται πίσω από το προσωπείο του θανάτου. Ας μην ξεχνάμε τις ευθύνες των υπαιτίων της κακομοιριάς που έλεγε (για να μας παραπλανήσουν) λέγοντάς μας πως οι κατακτητές, αν δεν τους πείραζες, δεν σε πείραζαν, όπως συμβαίνει με το σκύλο. Όμως αφού μας κατακρεούργησαν και μας πυρπόλησαν, εμείς επειδή είμαστε καλοί άνθρωποι, πολιτισμένοι και λίγο Ευρωπαίοι, δεν απαιτούμε καμία αποζημίωση κι ούτε τα κλεμμένα να μας επιστρέψουν: Οι μόνοι εμείς στην Ευρώπη με τέτοια άτολμη, προδοτική στάση. Κι οι κατακτητές κάγχασαν μεγάλα, κατά την καβαφική ρήση. Τα κρανία των δολοφονηθέντων σε κατάλληλη σειρά στο Μουσείο θα δημιουργήσουν μια πιο πιστή και ιερή κατάσταση για τις σεβαστές κάρες τους και όχι τα 1.300 πολυέξοδα ψευτοκάντηλα χωμένα σε μια σπηλιά.

 

Ας καταπραϋνθεί ο τρελός στο συναίσθημα κι ψυχρός στο μυαλό κι ας αποβάλουμε την έμμονη σκέψη του ότι δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά ξέρω ποιος δεν είσαι, ενώ από το άλλο μέρος, υδροβιοποιούμε την ταυτότητά μας. Σκεπτόμαστε αμέριμνα καθώς και η σκέψη διαμορφώνεται από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Στο νέο τρόπο ζωής ζούμε με τους λαμπτήρες και όχι με το φως του ήλιου. Σκέψεις ατημέλητες που διαμορφώνονται από τις εξαρτήσεις μας και όχι από το αίμα και την φαιά ουσία του μυαλού μας, ενώ η γλώσσα μας κινείται μεταξύ χαλαρότητας και χλιαρότητας ακολουθώντας πιστά τον τρόπο ζωής που υιοθετήσαμε από άγνοια. Πάει εκείνος ο σταράτος, ο γήινος λόγος. Η σημερινή εκφορά του μοιάζει με πλαστικοί ουσία. Από την επαρχία μαθαίναμε πως ο πολιτικός λόγος της κουλτούρας είναι η υπεράσπιση της Ελευθερίας, Καθήκον των ανθρώπων της κουλτούρας είναι να σπέρνουν αμφιβολίες και όχι να συλλέγουν βεβαιότητες, έτσι που οι σκεπτόμενοι να δημιουργούν τις κρίσεις και δεν τις επιλύουν. 

Τέλος, η ελληνικότητα εκφράζεται με την καλλιέργεια του τρόπου ζωής και της στάσης απέναντι στους νεκρούς. Η ελληνικότητα είναι συνείδηση και αίσθημα ταυτοχρόνως και όχι απώλεια ταυτότητας. Παρ΄ όλα αυτά, πολλοί είναι εκείνοι που επιμένουν περισσότερο στην έννοια της Νεοελληνικής συνείδησης, ενώ λίγοι υιοθετούν την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Η συνείδηση νοείται αυτοαναφορικά και κάτι που έχουμε ενστερνιστεί, που διαιωνίζεται, δεν αμφισβητείται και δεν σταχτιάζει όπως έχει συμβεί με τη μνήμη που στηρίζεται κυρίως στην άγνοια. Η ελληνικότητα λοιπόν προκύπτει ως έννοια για να γεφυρωθεί η διάσταση συνείδησης και να λειτουργήσει ως ταυτότητα. Η συνείδηση, λοιπόν είναι ένας εσωστρεφής συσπειρωτικός και αμυντικός μηχανισμός αυτοεπιβεβαίωσης. Ενώ η ταυτότητα είναι μια εξωστρεφής διαδικασία που συνεπάγεται ετερότητα και πολιτιστικό διάλογο σαν μέθοδος διαπίστωσης προς τον έξω κόσμο.

Ας γίνει ο τόπος μας όχι μόνο τόπος πολιτικής δράσης για τη σωτηρία της φυλής  και της πατρίδας μας, αλλά και μήτρα θεωρίας και πνευματικότητας. Τόσο ο Αρίσταρχος, το τέλειο εκείνο τηλεσκόπιο τοποθετημένο στην Αϊτοράχη του Χελμού για να εξερευνά και να μελετά το σύμπαν, 

 όσο τα δυό μοναστήρια (Αγία Λαύρα, Μέγα Σπήλαιο), θα μπορούσαν να γίνουν διαπανεπιστημιακά κέντρα ερεύνης και μελέτης απ' όπου πιθανόν να ξεφυτρώσουν, ως πανελλαδικές και εξωελληνικές πλέον εστίες, μορφές όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός.

 

Η πολιτική της καλλιέργειας να γίνει μια πολιτισμική πολιτική. Ο πολιτικός συντηρητισμός και το ακατάσχετο αίτημα για ατομική ευδαιμονία οδηγούν στην κοινωνική απάθεια και στη λαγνεία της κατανάλωσης. Ας θυμηθούμε πως οι εξουσιαστές (πολιτικοί, έμποροι, ηδονιστές) αναζητούν την απ'ολαυση της χρηματικής, της σεξουαλικής, της κοινωνικής ισχύος πάνω στους άλλους, που δεν είναι παρά απολαύσεις παροδικές. Ο ναρκισσισμός, η ανομία οδηγούν στην αδυναμία να υλοποιηθούν οι επιθυμίες, οπότε καταλήγουμε στον αυνανισμό και στον «Καποδίστρια».

ΠΗΓΗ: http://www.epikoinonein.gr/media/kalavritoxoria.pdf

 

* Oμογενής πρώην καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας, κ. Γιώργος Γιάνναρης, από τις ΗΠΑ (ο κ. Γιώργος Γιάνναρης είναι μεταξύ άλλων και ο συγγραφέας του δίτομου έργου «Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία 23 Ιουλίου 1774- 23 Ιουλίου 1974, οπού περιέχονται 150 σελίδες για το Πολυτεχνείο).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.