Ορθόδοξη χριστιανική Πίστη και Εργατική Πρωτομαγιά
Του (αγίου) Νικολάου Βελιμίροβιτς*
Σε ένα συγκλονιστικό κείμενο που
περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Αργά βαδίζει ο Χριστός», ο
νεοφανής άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς 1880-1956) συνοψίζει την εντελώς και
ουσιωδώς άθεη νοοτροπία του καπιταλιστή, ο οποίος κόντρα στο ρηθέν της Γραφής,
υποστηρίζει ένα άλλο ρηθέν που λέει: «όλη η γη είναι δική μου».
Ο
καλύτερος φίλος των φτωχών και των καταπιεσμένων
«Κάποια κόμματα των εργατών
στον κόσμο, διαμαρτυρόμενα εναντίον της άδικης μοιρασιάς του πλούτου στη γη,
βρίσκουν αναγκαίο να διαμαρτύρονται και εναντίον της πίστης. Τούτη η
διαμαρτυρία των εργατών ενάντια στην πίστη μέχρι ενός σημείου είναι και
δικαιολογημένη. Είναι δικαιολογημένη τόσο όσο αναφέρεται σε διαστρεβλωμένες
μορφές της πίστης, που έβαλαν τον εαυτό τους στην ταπεινή υπηρεσία του
καπιταλισμού και οι οποίες στηρίζουν μια οφθαλμοφανή οικονομική αδικία, κάτω
από την οποία αναστενάζουν και πεθαίνουν χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπων.
Όμως, αυτή η διαμαρτυρία όχι μόνο είναι αδικαιολόγητη αλλά και ανόητη όταν
αναφέρεται στην πίστη γενικώς. Είναι αδικαιολόγητη, επειδή είναι άδικη, και
ανόητη, επειδή μ’ αυτήν από τον καλύτερο φίλο δημιουργείται εχθρός.
Ο καλύτερος φίλος των φτωχών και
των καταπιεσμένων σ’ αυτό τον κόσμο είναι η πίστη. Εάν οι φτωχοί
και οι καταπιεσμένοι σ’ αυτό τον κόσμο θέλουν να κάνουν έναν επιτυχημένο αγώνα
εναντίον των καταπιεστών τους, πρέπει να τον κάνουν στο όνομα του Θεού και της
δικαιοσύνης του Θεού. Ένα πράγμα είναι μεγάλο και μεγαλειώδες, όταν ο Θεός
είναι η βάση του.
Να επικαλούνται την αδελφοσύνη
και την ανθρωπιά, χωρίς να πιστεύουν στο Θεό, μπορούν μόνο εκείνοι, που είναι
πλανημένοι ή εκείνοι στους οποίους δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ του
μυαλού και της γλώσσας. Να μην πιστεύεις στη δικαιοσύνη του σύμπαντος και να
ζητάς τη γήινη δικαιοσύνη είναι το ίδιο με το να μην πιστεύεις, ότι ο ήλιος
μπορεί να φωτίσει τη γη και να ζητάς να τη φωτίσει μια απλή πέτρα.
Η κοινωνική αδικία μάς
στενοχωρεί όλους και μάς πονά και μας ρίχνει σε σκοτεινές σκέψεις και
κατατρώγει την αισιοδοξία μας και θολώνει το βλέμμα μας προς τον ουρανό. Και
μόνο η σκέψη της κοινωνικής αδικίας, κάτω από την οποία μια ανθρώπινη ζωή
υποφέρει, μπορεί να έχει την ενέργεια του ανέμου της ερήμου, που όλα μπροστά
του τα μαραζώνει. Μπροστά από τούτο τον άνεμο της ερήμου μαραζώνεται και η
πίστη μας. Όπως το πράσινο χόρτο που κάτω από το δρεπάνι την ώρα του θερισμού
ξεραίνεται και μαυρίζει, έτσι και η πίστη μας μπροστά από το γεγονός της
κοινωνικής αδικίας απλώνεται στο νεκροκρέβατο και πεθαίνει.
Γιατί εκείνος που δουλεύει να
πεθάνει από την πείνα;
Γιατί η ζωή πολλών να είναι ένα
παρατεταμένο μαρτύριο, ενώ η ζωή μερικών μια παρατεταμένη γιορτή;
Γιατί να υποφέρει ο δίκαιος;
Γιατί ο σοφός να είναι
παραγκωνισμένος και ταπεινωμένος μπροστά στον ανόητο;
Γιατί αυτός που κάνει το αγαθό να
βιώνει αχαριστία; Γιατί ο ταπεινός να ζει πάντα στη σκιά του υπερήφανου;
Γιατί η ασωτία να έχει τόσο
μεγάλες και λαμπερές κατοικίες, ενώ η αρετή να δυσκολεύεται πάντα μέσα στα
εργαστήρια των μαραγκών της Ναζαρέτ και στα στενά κελιά;
Γιατί τον ήρωα να τον σπρώχνουν
με τους αγκώνες τους οι φοβητσιάρηδες πίσω, αφού η θέση του είναι μπροστά;
Γιατί όλα αυτά, εάν υπάρχει ο δίκαιος Θεός;
Κάτω από το βάρος τούτων των
ερωτήσεων το ψυχικό θάρρος πολλών ξεπέφτει, και όπου δεν υπάρχει θάρρος, δεν
υπάρχει ούτε η πίστη. Όταν ξεπέφτει το θάρρος, ξεπέφτει και η πίστη, όταν το
θάρρος πεθάνει, πεθαίνει και η πίστη. Το θάρρος και η πίστη πάντα θάβονται στον
ίδιο τάφο.
Ποιά είναι αυτή ή δεύτερη
απάντηση κάλλιστα φαίνεται από την εξομολόγηση ενός καπιταλιστή, πού πρόσφατα
τυπώθηκε στη γερμανική γλώσσα. Λέει τα εξής:
“[…] Εγώ ανέκαθεν αισθανόμουν
βαθιά περιφρόνηση απέναντι στους αδύναμους και πεινασμένους ανθρώπους, πού
ζητούν μια αλλαγή οικονομική και νομική ή οποία θα έδινε και σ’ αυτούς ψωμί και
δικαιώματα τόσα όσα έχει και κάθε αριστοκράτης. Επάνω σε τί βασίζουν οι
προλετάριοι αυτή την απαίτηση τους; Στην ανθρωπιά και στον φυσικό δίκαιο; Εάν
είναι σ’ αυτά, τότε έχασαν το παιχνίδι. Διότι θα ρωτούσα εγώ: Επάνω σε τί
βασίζουν την ανθρωπιά και το φυσικό δίκαιο; Εάν ή ανθρωπιά και το φυσικό δίκαιο
είναι ή τελευταία αρχή την οποία επικαλούνται, τότε εκείνοι πρέπει να πεθάνουν,
διότι ή ανθρωπιά είναι νεότερη από τον άνθρωπο και το φυσικό δίκαιο ασθενέστερο
από την φυσική δύναμη.
Ο άνθρωπος ορίζει και το τί είναι
ή ανθρωπιά και το τί είναι το φυσικό δίκαιο. Και εφόσον είναι έτσι τότε εγώ έχω
την δική μου ανθρωπιά και το δικό μου φυσικό δίκαιο, βασισμένα επάνω στη δύναμή
μου και στον πλούτο. Κατ’ αυτή την δική μου ανθρωπιά πάνω από την οποία εγώ δεν
αναγνωρίζω ανώτερη αρχή, εγώ πρέπει να ζω, μα εκατοντάδες χιλιάδες προλετάριοι
να πεθάνουν από την πείνα, και εγώ πρέπει να ζω καλά μα εκατοντάδες χιλιάδες
αυτών να ζουν άσχημα.
Ποιός είναι εκείνος πού γι’ αυτό θα με πάει σε δίκη; Τα βόδια και τα άλογα
σίγουρα όχι, αφού δεν καταλαβαίνουν. Οι άνθρωποι όχι, γιατί είναι αδύναμοι
μπροστά μου. Ή συνείδηση μου όχι, γιατί δεν την αισθάνομαι. Κάποια υπερφυσική
δύναμη όχι, αφού δεν την βλέπω. Όλο το ζήτημα ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα,
προλετάριε τοποθετήθηκε σε μία τελείως ψηλαφητή βάση. Είναι ζήτημα ψωμιού και
κοιλιάς. Καλά είναι, εφόσον δεν έμπλεξες την μεταφυσική σ’ αυτό. Έτσι το πράγμα
είναι τελείως απλό. Το ερώτημα είναι λοιπόν εάν θα είμαι χορτάτος εγώ ή εσύ ή
και οι δύο θα είμαστε μόνο μισοχορτάτοι; Ή απάντηση μου είναι απλή: Εγώ δεν
θέλω να είμαι μισοχορτάτος. πόσο μάλλον πεινασμένος. Εγώ θέλω να είμαι μόνο
χορτάτος, μα θέλω να είμαι χορτάτος ακόμα και με τίμημα την πείνα σου και το θάνατο
σου. Μού λείπουν τελείως οι λόγοι για τούς οποίους εγώ θα έπρεπε να
μοιράζομαι την γη και το ψωμί μαζί σου. Καμία δύναμη δεν με σπρώχνει προς
αυτό ούτε κάποια εξωτερική δύναμη με αναγκάζει. Σε μένα τίποτα δεν λέει ότι ή
γη είναι δική μας, ενώ όλα μού λένε ότι ή γη είναι δική μου”.
“(…) Έγώ δέν θέλω νά είμαι μισοχορτάτος,
πόσο μάλλον πεινασμένος. Έγώ θέλω νά είμαι μόνο χορτάτος, μά θέλω νά είμαι
χορτάτος άκόμα καί μέ τίμημα τήν πείνα σου καί τό θάνατο σου. Μού λείπουν
τελείως οί λόγοι γιά τούς οποίους έγώ θά έπρεπε νά μοιράζομαι τή γή καί τό ψωμί
μαζί σου. Καμία δύναμη δέν μέ σπρώχνει πρός αύτό, ούτε κάποια έξωτερική δύναμη
μέ άναγκάζει. Σέ μένα τίποτα δέν λέει ότι ή γή είναι δική μας, ένώ όλα μοϋ λένε
ότι ή γή είναι δική μου”.
*****
Σχόλιο Σοφίας Ντρέκου:
Τούτη είναι η απάντηση ενός
ανθρώπου πού κρατά την γη ως ιδιοκτησία του και νομίζει ότι την κρατά με
αναμφισβήτητο δικαίωμα. Τούτη σήμερα θα ήταν η απάντηση πολλών χορτάτων στις
απελπισμένες κριτικές των πεινασμένων. Οι πεινασμένοι ζητούν την γη εξαιτίας
της πείνας τους οι χορτάτοι δεν τους την δίνουν εξαιτίας της δύναμής τους.
Εναντίον αυτής της νοοτροπίας που
διαμόρφωνε την αντίστοιχη αφόρητη πραγματικότητα εξεγέρθηκαν με ειρηνικό τρόπο
οι εργάτες την Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο, αντίστοιχες της οποίας
εκδηλώθηκαν και στην πατρίδα μας μεταγενέστερα. Για να καταπνίξει την ειρηνική
αυτή διαμαρτυρία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων τότε, που υποστήριζε το «8
ώρες (βιοποριστικής) δουλειάς, 8 ώρες ύπνου, 8 ώρες ελεύθερου χρόνου»,
η «ευγενής» ιθύνουσα τάξη των ΉΠΑ κατέφυγε σε βία και άγρια καταστολή με όπλα
με πραγματικές σφαίρες εναντίον του πλήθους, με αποτέλεσμα νεκρούς
ανθρώπους.
Η Ορθόδοξη Παράδοσή μάς
παρουσιάζει μια μοναδική ανεπιείκεια εναντίον της αποστέρησης του μισθού και
της αδικίας στη διανομή του εισοδήματος. Η αδικία, όπως θα έλεγε και ο
σύγχρονος γέροντας Παΐσιος ο αγιορείτης, δεν έχει καμιά δικαιολογία, διότι το
ακόρεστο πάθος της πλεονεξίας δεν συνιστά δικαιολογία σε κανένα επίπεδο.
Παραταύτα, το πιο διεφθαρμένο και άπληστο μέρος της κεφαλαιοκρατικής τάξης
διασαλπίζει την απενοχοποίηση της κερδοσκοπίας σε βάρος του φτωχού συνανθρώπου,
την οποία θεωρεί ως …θεμιτή. Από κοντά και η αστοχριστιανική ψευδοθεολογία,
πιστή στη γραμμή των Γραμματέων και Φαρισαίων της εποχής του Χριστού,
«απενοχοποιεί» τον πλουτισμό, όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα
πει ότι «κάθε πλούσιος είναι είτε άνομος είτε γιος ανόμου».
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέει,
αντιθέτως, πολύ χαρακτηριστικά: «Όταν δεις κάποιον να πλουτίζει με
αδικίες και να ευημερεί, να στενάξεις, να δακρύσεις. Διότι ο πλούτος αυτός
προσθέτει σ’ αυτόν τιμωρία…», ενώ ο άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων
Αλ(έξανδρος) Παπαδιαμάντης θα προσθέσει: «Η πλουτοκρατία ήτο
είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αυτή
γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς.
Αυτή παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αυτή καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς»………………………………..
ΠΗΓΗ: Απόσπασμα
από το βιβλίο: «Αργά βαδίζει ο Χριστός» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς († 5 Μαρτίου).
Περιεχόμενα: Η
τραγωδία της πίστης: Επτά αιτίες λόγω των οποίων η πίστη εξαντλείται και
πεθαίνει) Εκδόσεις «Εν Πλω» Ιούνιος 2013. Αριθμός σελίδων 216.
Μετάφραση από τα Σερβικά: Σβέτλανα
Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα-Πέτσιν. Θεολογική επιμέλεια: Αλέξιος
Π. Παναγόπουλος, Καθηγητής εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και doctor ant
Πανεπιστημίου Σέρβικου Σαράγιεβο…
* Ο (άγιος) Νικόλαος Βελιμίροβιτς
(1880-1956) «Επίσκοπος Αχρίδος και Ζίτσης, εορτάζει 5 Μαρτίου. Γεννήθηκε
στις 23 Δεκεμβρίου 1880 μ.Χ. στο χωριό Λέλιτς της κεντροδυτικής Σερβίας.
Ασθενικός στην σωματική του διάπλαση και κράση, επέδειξε από μικρός την ευφυΐα
του, τη μεγάλη του αγάπη προς τον Θεό και την Εκκλησία και την κλίση προς τον
μοναχικό βίο.
Σπούδασε, παρά το γεγονός της
μεγάλης πτωχείας της οικογένειάς του, στη θεολογική σχολή Βελιγραδίου,
ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας στη Βέρνη της Ελβετίας (1908 μ.Χ.),
διδάκτωρ στην Οξφόρδη της Αγγλίας (1909 μ.Χ.) και το Χάλλε της Γερμανίας (1911
μ.Χ.). Γνώριζε επτά γλώσσες, μεταξύ των οποίων και την ελληνική.
Η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη
και έρεε ως ποταμός του παραδείσου. Πενθούσε αβίαστα και έχυνε δάκρυα
μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας και δοξολογίας. Προσευχόμενος το πρωί της
Κυριακής του έτους 1956 μ.Χ. στο ταπεινό κελί του και προετοιμαζόμενος να
λειτουργήσει, κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό του σκήνωμα επέστρεψε στην Σερβία το
1991 μ.Χ.».
ΠΗΓΗ ΑΡΘΡΟΥ: 30 Απρ
2018, http://www.sophia-ntrekou.gr/2018/04/o-kalyteros-filos-twn-ftwxwn.html