Αρχείο κατηγορίας Το τέλος της δικοματικής μεταπολίτευσης

ΟΙ εκλογές της 6ης Μαϊου του 2012 αποτέλεσαν και το εκλογικό τέλος της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στα χέρια του Ευάγγ. Βενιζέλου & Α. Παπανδρέου για το ένα και Α. Σαμαρά και Κ. Καραμανλή του νεώτερου ήλθε το τέλος. Το τι θα ξημερώσει είναι ένα χαοτικό, ελπιδοφόρο και αντιφατικό ζήτημα….

Για το «πολυτεχνείο» & τη «γενιά» του σήμερα

Για το «πολυτεχνείο» και τη «γενιά» του σήμερα…


Του Αλέξανδρου Δ. Σταθακιού*

 

Αυτές τις ημέρες ο Ελληνικός λαός καλείται να τιμήσει την «εξέγερση του Πολυτεχνείου» ενάντια στην στυγνή δικτατορία των συνταγματαρχών μέσα σε ένα κλίμα βαθειάς απογοήτευσης για τα πεπραγμένα 38 χρόνων Δημοκρατίας, της πιο στέρεης Δημοκρατίας, της πιο εκτεταμένης θεσμικά δημοκρατίας που έχει γνωρίσει ο τόπος μας.

Μέσα στην ανασφάλεια των πολιτών, το τέλμα, την ουσιαστική οπισθοχώρηση την τελευταία τριετία αρχικά του κοινωνικού περιεχομένου της Δημοκρατίας και έπειτα των ίδιων των συνταγματικών της διακηρύξεων και προνοιών, αρκετοί  πολίτες ήδη πιστεύουν, ότι η λεγόμενη «μεταπολίτευση» απέτυχε να εκπληρώσει τα αξιακά προτάγματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε το πολιτειακό και πολιτικό εγχείρημα της Δημοκρατίας με ορόσημο εκκίνησης την Παλλαϊκή Εξέγερση του Πολυτεχνείου: Πολιτική Ελευθερία, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ασφάλεια, Λαϊκός Έλεγχος της Εξουσίας, Οικονομική Ανάπτυξη για όλους.

 Αντίθετα φαίνεται όλες αυτές οι αρχές σταδιακά να διεφθάρησαν, για να προβάλει στις «έσχατες μέρες» πριν την «βελούδινη» παράδοση της «κουρασμένης», εσωτερικά διαβρωμένης και τυπικής πλέον «δημοκρατίας» στη χρεωκρατία, ένα τοπίο γεμάτο από κυνικό κομματισμό αντί της ουσιαστικής πολιτικής ελευθερίας, από αποσπασματικές «παροχές» και επιδοτήσεις αντί ενός ορθολογικά διαρθρωμένου και συνεχώς εξελισσόμενου δικτύου κοινωνικής ασφάλειας.

Να παρατηρήσουν επιτέλους όλοι οι πολίτες τον «γυμνό βασιλιά»:

Ένα κράτος που προσπαθεί δήθεν να εφαρμόσει αντισταθμιστικές πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν αδυνατεί να συλλέξει δίκαια και αποτελεσματικά τους φόρους…

Μια πολιτεία που αντί για τον λαϊκό έλεγχο της εξουσίας κυριαρχεί η διαπλοκή ανάμεσα σε λίγες εκατοντάδες πολιτικούς, «τεχνοκράτες», οικονομικούς ολιγάρχες και αμοραλιστές προπαγανδιστές των ΜΜΕ.

Μια κοινωνία που αντί της οικονομικής ανάπτυξης για όλους, υπάρχει αποδυνάμωση κάθε παραγωγικής δυνατότητας της Χώρας και  χρηματοδότηση με ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό του -αναγκαίου για την «οικονομία υπηρεσιών» που δημιουργήθηκε- υπερκαταναλωτισμού.

Τέλος στη βάση όλων αυτών, αίτιο και αιτιατό ταυτόχρονα σε μια κατιούσα δυναμική, η απόσυρση στην ατομικότητα του θεατή, των περισσοτέρων και μάλιστα ήδη πληττόμενων πολιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν είχε δημιουργηθεί πριν την χρεωκρατία ένα ουσιαστικά πιεστικό κίνημα των άνεργων ή υποαπασχολούμενων νέων με τα πολλά προσόντα. (Το πρόβλημα αυτό το είχαμε εκρηκτικό για αρκετά χρόνια, αλλά είχε χαλιναγωγηθεί με τα Stage και τις οικογενειακές ενισχύσεις των γονιών, οι οποίοι στο τέλος της εργασιακής τους καριέρας απολάμβαναν αρκετά καλούς μισθούς. Ας μη βαυκαλίζονται λοιπόν κάποιοι για τα «ρετιρέ». Αυτά συγκράτησαν με λάθος τρόπο προβλήματα των οποίων η εκτίναξη θα απειλούσε πολύ νωρίτερα το πολιτικό σύστημα..)

Επίσης όλον αυτόν τον πεσιμισμό για τα πραγματικά αποτελέσματα αγώνων ολόκληρων γενεών,  τον καλλιεργεί και η παρουσία ορισμένων που διαφημίζουν την αντίσταση τους εναντίον της Χούντας σε όλον τον καμβά της οικονομικο-πολιτικο- επικοινωνιακής διαπλοκής…

Εν πρώτοις, αυτό που θα μπορούσε να αντιταχθεί στον «εθνικό θρήνο» για την μεταπολίτευση, είναι ότι η απαξίωση του πυρήνα της «μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», ακολουθεί την αποδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Δημοκρατικού Κράτους Πρόνοιας και Ευημερίας, η οποία έγινε για λόγους συστημικούς, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη και τις αδυναμίες του παγκόσμιου Καπιταλιστικού συστήματος.

Στην χώρα μας άργησε να ολοκληρωθεί ο τύπος αυτός του Ευρωπαϊκού Κράτους και έγινε ίσως με άναρχους ρυθμούς, όπως γίνεται πάντα όταν κάτι καθυστερεί και πιέζει για την εφαρμογή του. Παρότι όμως αναπτύχθηκε καθυστερημένα, δεν μπορούσε να μην ακολουθήσει αυτό που επιβάλει σε ένα Κράτος και σε μια Οικονομία σαν την Ελληνική, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και ανάπτυξης. Καταμερισμό τον οποίο άργησε η πολιτική ηγεσία αλλά και η πλειοψηφία του λαού να τον αντιληφθεί, να τον κατανοήσει για να αντιταχθεί έγκαιρα και παράλληλα να προετοιμαστεί.

Αυτή είναι μια εξήγηση χωρίς «προδότες», χωρίς «κλέφτες», αν και συνήθως τα πράγματα είναι στη μέση: Αφενός η πλειοψηφία των πολιτικών παραγόντων ήταν βυθισμένη στην «μπελ επόκ» ενός θολού «ευρωπαϊσμού», ο οποίος δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές αντιφάσεις και δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου ένα πιο κυνικό τμήμα είχε προετοιμαστεί ιδεολογικά, θεσμικά και κοινωνικά για την άνωθεν και έξωθεν επιβαλλόμενη ύφεση, την διάλυση κάθε ίχνους «κοινωνικού συμβολαίου». Σε αυτά προσδοκούσε το τμήμα αυτό, καθώς το τίμημα ενός σχετικά χορτασμένου και ασφαλή λαού ήταν πλέον βάρος για τα κέρδη του εγχώριου και διεθνούς μεγάλου Κεφαλαίου. Και το τμήμα αυτό έχει συνδέσει την «καριέρα» του με την στυγνή εξυπηρέτηση του μεγάλου Κεφαλαίου.

Δεν φταίει λοιπόν η πολλή Ελευθερία και Δημοκρατία για την διάλυση των ζωών μας.

Φταίει που «κοιμηθήκαμε» και δεν καταλάβαμε τα κόλπα των ολιγαρχών και των «φίλων» τους. Σχέδια που εξυπηρετούνται και από το «διαπλεκόμενο χάος» που προηγήθηκε, αλλά και τον αυταρχισμό που ακολουθεί ήδη από τώρα.

Έτσι, μέσω της θεωρίας «των δύο άκρων» (δηλαδή την ταύτιση της δολοφονικής βίας των φασιστών με την «ανυπακοή» της αριστεράς)  δημιουργείται η βάση για την απαξίωση και άγρια καταστολή κάθε δυναμικής κινητοποίησης, κάθε εξέγερσης προσωπικής και κοινωνικής.

Αλλά ο κινηματικός επαναπροσδιορισμός από την ατομικότητα στη συλλογικότητα, ήδη προβάλει ως η μόνη εναλλακτική υπαρξιακή διέξοδος απέναντι στην κατάθλιψη και την απόσυρση και τα «νερόβραστα» ιδεολογήματα δήθεν πολιτικής ορθότητας μάλλον δεν ακουμπάνε όσους βιώνουν αδιέξοδα από τα μνημόνια..

Ιστορικά γεγονότα σαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τις διαδρομές όσων τα επικαλούνται, αλλά ούτε να αξιολογηθούν με βάση την φθορά των κοινωνικών ή πολιτικών συσσωματώσεων και θεσμών που αναφέρονται αξιακά σε αυτά.

Έτσι κι αλλιώς η ιστορία όλων των εξεγέρσεων είναι να γεννάνε κοινωνικά πράγματα, τα οποία στο «τέρμα της ζωής τους» θα απέχουν πολύ από τα ιδανικά των ανθρώπων που δημιούργησαν την εξέγερση.

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου σηματοδοτεί μια καμπή που μπορεί να κριθεί με βάση την σημασία της για εκείνη την εποχή και την ώθηση που έδωσε στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Την δε «γενιά» που την δημιούργησε μπορεί να την θεωρούμε ως μια ιδιαίτερη -έστω άτυπη- ομάδα ως την στιγμή που τα άτομα που την αποτελούσαν είχαν μεταξύ τους σοβαρή αλληλεπίδραση.

Σχηματικά όσο ακόμα ήταν στα πανεπιστήμια και πριν ακόμα ακολουθήσουν το καθένα τον ιδιαίτερο δρόμο του, ο οποίος το τοποθετεί σε άλλη ομάδα με άλλα χαρακτηριστικά.

Ήταν πολλά τα στοιχεία που μπορεί να απαριθμήσει κανείς για την σημαντικότητα εκείνων των ημερών  του Νοέμβρη του 1973. Όπως και για κάθε σημαντική ιστορική στιγμή οι επόμενες γενιές διαλέγουν αυτά τα στοιχεία που κάτι έχουν να πουν για την δική τους εποχή.

Ένα στοιχείο που είναι εμφανές στα συνθήματα που έγραφαν οι νέοι, είναι η αισιοδοξία, η πίστη ότι ένα καλύτερο αύριο θα έρθει γρήγορα με τους αγώνες τους. Το βλέμμα ήταν στραμμένο στο μέλλον, μέσα σε ένα παρόν άγριας καταστολής. Αισιοδοξία και πείσμα. Πολύ πείσμα.

Άλλο ένα στοιχείο ήταν ότι σε αυτόν τον αγώνα είχαν σπάσει τα «στεγανά». Πολύ συχνά ακούς για τα παιδιά των μοιράρχων της χωροφυλακής που ήταν στο φοιτητικό κίνημα… (Ας μη ξεχάσουμε και τον Αλέκο Παναγούλη που το έσκασε από τη φυλακή μαζί με τον δεσμοφύλακά του…)

Άλλο ένα στοιχείο ήταν ότι η «βάση» ήταν συχνά πιο αποφασισμένη από τις ηγεσίες.. Για παράδειγμα οι περισσότερες κομματικές νεολαίες αρχικά θεώρησαν ότι δεν θα είχε μέλλον η κατάληψη του Πολυτεχνείου και συμμετείχαν επίσημα αφού είδαν την ανταπόκριση των φοιτητών..

Ας αναδείξουμε αυτά τα στοιχεία, έχουν μεγάλη σημασία για τους νέους αγώνες μας.

* Αλέξανδρος Δ. Σταθακιός είναι Εκπαιδευτικός, Αντιπρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων, Μέλος της Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Σάμου        

ΠΗΓΗ: http://www.samostimes.gr/portal/articles/10504–lr-l-r-

 

Nέο μνημόνιο, γεωπολιτική ρευστότητα & η επόμενη μέρα

Το νέο μνημόνιο, η γεωπολιτική ρευστότητα και η επόμενη μέρα

 

Του Θόδωρου Μπατρακούλη*


Με την υπογραφή των δύο δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων (του Μαΐου 2010 και του Φεβρουαρίου 2012) τα δύο πρώην πλειοψηφικά πολιτικά κόμματα παραιτήθηκαν από την εθνική κυριαρχία και τη σχετική με αυτήν ασυλία και ενέδωσαν σε όλα όσα ζήτησε η διεθνής των τοκογλύφων δανειστών. Ο ελληνικός λαός οδηγείται σε μια διαρκή πορεία φτωχοποίησης και εξαθλίωσης.

Όσον αφορά την παραποίηση των στατιστικών στοιχείων για το χρέος της χώρας από τους υπευθύνους του Υπουργείου Οικονομικών και της ΕΛΣΤΑΤ επί κυβερνήσεως Γ. Α. Παπανδρέου αξίζει π. χ. να ακούσετε και να δείτε την εκπομπή στη διεύθυνση (http://www.youtube.com/watch?v=BXejOVtHZcE&feature=player_embedded)!…

Κατά την περίοδο που προηγήθηκε καθώς και κατά τις δίδυμες εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου 2012, ο φόβος της δραχμής και μιάς διεθνούς απομόνωσης της χώρας αναδείχτηκε σε καταλύτη των εξελίξεων. Ωστόσο, οι εκλογές αυτές επισφράγισαν το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου και εγκαινίασαν την αρχή μιάς ανασύνθεσης του όλου πολιτικού συστήματος.

Η ρευστότητα στο γεωπολιτικό σύστημα Βαλκάνια-Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή-Καύκασος έχει βαθιές ρίζες. Δεν μπορεί να αρθεί με επεμβάσεις εξωτερικών δυνάμεων εφ' όσον παραμένουν ισχυροί παράγοντες (οικονομική/κοινωνική υπανάπτυξη, πολιτισμική πτώχευση και υποτέλεια στους εκτός περιοχής ισχυρούς, εξάρτηση από μεγάλα πολυεθνικά καπιταλιστικά συγκροτήματα, εκτεταμένη διαφθορά και εγκληματικότητα, σωβινιστικοί εθνικισμοί, πολύμορφες ταυτοτικές αυταπάτες) που δημιουργούν ανασφάλεια, απελπισία και αλυτρωτικές βλέψεις. Εξ άλλου, οι ποικίλες αβεβαιότητες στην περιοχή δημιουργούσαν νέα μεταναστευτικά κύματα. Σοβαρότατη συνέπεια της όλης κατάστασης αποτελεί η διαιώνιση του πολιτικού κατατεμαχισμού της Βαλκανικής. Σε πείσμα ορισμένων «κοσμοπολίτικων» διεθνιστικών ιδεολογημάτων η συνύπαρξη στα Βαλκάνια είναι δυνατή μόνο βασιζόμενη σε συνεργασία ανάμεσα σε ανεξάρτητα και δημοκρατικά κυβερνώμενα κράτη-έθνη. Αφετέρου, η διάλυση της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας συνιστούσε πλήγμα για μια αυτόνομη πορεία και των Βαλκανίων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Με μια ενιαία Γιουγκοσλαβία, η οποία θα μπορούσε να καταστεί μέλος της Ε.Ε., η τελευταία θα μπορούσε να εξασφαλίσει διέξοδο προς Ανατολάς.

Έπρεπε να εκτιμηθεί το ενδεχόμενο τη θέση που κατείχε η Γιουγκοσλαβία στο παρελθόν να καταλάβει μια άλλη δύναμη ή ένας συνασπισμός δυνάμεων, μεταξύ των οποίων μία έμελλε να έχει ηγεμονεύουσα θέση. Η δύναμη αυτή μπορεί να είναι μια ισχυρή, «αυτοκρατορική», νεοοθωμανική Τουρκία από κοινού με τους συμμάχους με αυτήν κρατικούς δρώντες. Ενας από αυτούς μπορεί να είναι η Γερμανία. Εξάλλου, η Τουρκία, χρησιμοποιώντας την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου καταχρηστικά την αξία του γεωγραφικού χώρου που κατέχει ως κράτος, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη στήριξη των κρατών του ΝΑΤΟ, κυρίως των ΗΠΑ, καθώς και του Ισραήλ, και να θέσει υπό πολυετή ομηρία Κύπρο και Ελλάδα. Συνεχίζει να κατέχει από το 1974 το 38% της Κυπριακής Δημοκρατίας, διατηρώντας 40 χιλιάδες στρατό κατοχής και εγκαθιστώντας πολλές δεκάδες χιλιάδες εποίκων από στο πολύπαθο νησί. Ταυτόχρονα, ασκώντας κρατική τρομοκρατία, έθεσε υπό ομηρεία την Ελλάδα, που επί τριάντα χρόνια δεν μπορεί να κάνει χρήση κυριαρχικού της δικαιώματος, όπως είναι η επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο σύνολο του θαλάσσιου χώρου της. Για να ισχυροποιήσει τις θέσεις της έναντι της Ελλάδας, η Τουρκία αρνείται επίμονα να αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που είναι σε ισχύ από το 1982.

Ενώ η Ελλάδα (υπό τα Μνημόνια, την τρόικα και ηγεσίες που υπήγαγαν τη χώρα στο ΔΝΤ) δοκιμαζόταν από την βαθύτερη κρίση της μετά το 1950 ιστορίας της, η Toυρκία αισθανόταν τόσο ισχυρή ώστε να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στο μουσουλμανικό κόσμο. Οι ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας ξετυλίγονται μέσα στην ευρύτερη γεωπολιτική ρευστότητα και ενώ ήταν ασαφές πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση στον μεταεξεγερσιακό αραβοϊσλαμικό κόσμο (Βλ. και στο υπό έκδοσιν βιβλίο του υπογράφοντος, Ευρώπη και Ανατολικά Ζητήματα, κεφ. Επισκόπηση στην ιστορία της Μέσης Ανατολής και σημειώσεις αναφορικά με τις από το 2011 αλλαγές στις αραβικές χώρες). Ας σημειωθεί ότι, μια συντριπτική ήττα των ισλαμιστών ανταρτών επήλθε στην γενική έφοδό τους στις 25 Οκτωβρίου στο Χαλέπι, εξέλιξη που, ενδεχομένως, πυροδοτεί την επέμβαση των δυτικών στην Συρία, σύμφωνα με την εβδομαδιαία εφημερίδα World Τribune της Ουάσιγκτον.

Στην ελληνική κοινωνία που, μέχρι χθες, ανέθετε την πολιτική εκπροσώπηση κατ' εξοχήν σε επαγγελματίες της πολιτικής και των ΜΜΕ, πραγματοποιείται μια ιδιαίτερου βάθους και εύρους πολιτικοποίηση. Η ανάδυση πολιτικών μορφωμάτων όπως η Σπίθα, το ΕΠΑΜ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, καθώς και η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν προμηνύματα για την ανάδειξη νέων ανεξάρτητων πολιτικών σχημάτων, που επιχειρούν να εκφράσουν την καινούργια ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό δεν έγινε δυνατό σε μια πρώτη περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι έμπαιναν στον πολιτικό στίβο κουβαλώντας ιδεολογικές αντιλήψεις του παρελθόντος. Σήμερα, δυόμισυ χρόνια μετά, το ζήτημα θα τεθεί και πάλι επιτακτικά, σε μια πιο ολοκληρωμένη και συνθετική κατεύθυνση. Αρχικά, η ρήξη με τον ευρωλιγουρισμό και την υποτέλεια των ψευδοοικουμενιστικών κυρίαρχων δυνάμεων εκφράστηκε συχνά με ιδεολογικά ακατέργαστες μορφές, που σ' ένα μεγάλο βαθμό επέτρεψαν και την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, αυτές οι μορφές δεν αναιρούν τη σημασία του φαινομένου. Στην αμέσως επόμενη περίοδο, και ανάλογα με τη συγκυρία και τις γενικότερες εξελίξεις, θα εκδηλωθούν νέες απόπειρες για συνθέσεις. Απόπειρες που θα έχουν κρατήσει τον ριζοσπαστισμό του αντιμνημονιακού κινήματος και θα τον έχουν ολοκληρώσει σε μία κατεύθυνση διαφορετικής προοπτικής.

Η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ έφερε στη Βουλή, σε ένα άρθρο, το πολυσυζητημένο ‘‘πολυνομοσχέδιο'' που συνεχίζει και ολοκληρώνει την εξαθλίωση του λαού, την εκποίηση του εθνικού μας πλούτου, και την εθνική υποτέλεια. Αυτό ψηφίστηκε διά πυρός και σιδήρου, με 153 ψήφους-μαχαιριές στις Ελληνίδες και στους Έλληνες, υλοποιώντας τις εντολές της Μέρκελ και των δανειστών. Ο νέος μνημονιακός Νόμος επιβάλλει ένα ασφυκτικό πλαίσιο μέτρων και υποχρεώσεων, που μπορεί να συνοψιστεί σε τρείς λέξεις: «Φέρτε τα λεφτά». Θα μπορούν να πουλούνται στους δανειστές της χώρας και στο Δ΄ Γερμανικό Ράιχ δημόσια ακίνητα, ορυκτός πλούτος, πανεπιστημιακά ακίνητα, ακόμα και η αγροτική γή και ιδιωτικά ακίνητα…

Σ' αυτή την κρισιμότατη συγκυρία, ενεργοί πολίτες σκέφτονται και ενεργούν. Μέλη της ‘‘Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή'' κάλεσαν σε ομιλία – ανοιχτή συζήτηση (την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών) με το κοινό την Katrin Oddsdottir, δικηγόρο, ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μέλος του Συνταγματικού Συμβουλίου του Νέου Συντάγματος της Ισλανδίας. Η Katrin Oddsdottir θα παρουσίαζε τον τρόπο συγκρότησης του Συνταγματικού Συμβουλίου της Ισλανδίας, την διαδικασία συμμετοχής 1/3 των Ισλανδών πολιτών στην διαδικτυακή διαβούλευση αλλά και τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος μέσω του οποίου στις 20 Οκτωβρίου 2012 επικυρώθηκε ένα νέο Σύνταγμα για τη χώρα, διαμορφωμένο από τους πολίτες για τους πολίτες. Προβλεπόταν να ακολουθήσει συζήτηση υπό τον συντονισμό μελών του Δικηγορικού Συλλόγου και της προαναφερόμενης ‘‘Πρωτοβουλίας'', με επίκεντρο τις δυνατότητες ανάπτυξης παρόμοιων διαδικασιών στην Ελλάδα.

Ως ενεργοί και ελεύθεροι πολίτες ας ασκήσουμε και το δικαίωμά μας να ελέγχουμε τους εκπροσώπους μας στο Κοινοβούλιο. Ας ρωτήσουμε π.χ. κάποιον γνωστό μας βουλευτή για ποιους λόγους έδωσαν την συγκεκριμένη ψήφο την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στη Βουλή. Οι βουλευτές, τα στελέχη και τα μέλη των κομμάτων, και αυτών που εκπροσωπούνται και εκείνων που επιδιώκουν να εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο, ας μας απαντήσουν: Με βάση ποιούς κατευθυντήριους άξονες πολιτικής σκοπεύουν να κυβερνήσουν;

Ποιο είναι το άμεσο και το μεσοπρόθεσμο κυβερνητικό πρόγραμμά τους; Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας ζήτησε στις 4 Νοεμβρίου, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης εκλογές τώρα! Ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον θα αναδειχτεί πρώτη δύναμη στις επικείμενες εκλογές (όπως δείχνουν οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις), με ποιο πολιτικό πρόγραμμα και σε συμμαχία με ποιές πολιτικές δυνάμεις θα κυβερνήσει;… Πρέπει να πάψουμε να ζούμε με αυταπάτες και να αποδεχόμαστε ξένες σειρήνες. Οι καιροί ου μενετοί!

* Ο Θόδωρος Μπατρακούλης είναι Δρ Πανεπιστημίου Paris VIII, Νομικός, theobatrak@gmail.com

ΠΗΓΗ: 9 Νοεμβρίου 2012,  http://theodorosbatrakoulis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_9.html

Όλοι περιμένουν κυβέρνηση… του ΣΥΡΙΖΑ

Όλοι περιμένουν να έρθει κυβέρνηση της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ

 

Συ­νέ­ντευ­ξη του Ηλία Νικολακόπουλου [στον Μά­κη Μπα­λα­ού­ρα -«Εποχή»]

 

Η κυ­βερ­νη­τι­κή κρί­ση που ε­ξε­λίσ­σε­ται ε­νό­ψει της ψή­φι­σης στη βου­λή του νέ­ου σκλη­ρού πα­κέ­του μέ­τρων, α­φή­νει α­νοι­χτά ό­λα τα εν­δε­χό­με­να στην πο­λι­τι­κή σκη­νή και στην κοι­νω­νία. 

Ποιες διερ­γα­σίες συ­ντε­λού­νται και ποιες δια­γρά­φο­νται; Ποιες εί­ναι οι προο­πτι­κές της Αρι­στε­ράς σ' αυ­τό το πε­ρι­βάλ­λο­ν; Η κυ­βέρ­νη­ση με­τρά­ει μό­λις 130 μέ­ρες και βλέ­που­με ό­τι βρί­σκε­ται σε ε­σω­τερι­κή κρί­ση. Ταυ­τό­χρο­να η πο­λι­τι­κή της δεν γί­νε­ται α­πο­δε­κτή α­πό τη με­γά­λη πλειο­ψη­φία της κοι­νω­νίας. Πώς ε­ξη­γεί­ται αυ­τό;

Η κυ­βέρ­νη­ση έ­σερ­νε ε­πί μή­νες τη λή­ψη δη­μο­σιο­νο­μι­κών μέ­τρων, ε­νώ κου­βε­ντιά­ζο­νταν σε τη­λε­ο­πτι­κά πα­ρά­θυ­ρα που τρο­μο­κρα­τού­σαν τον κό­σμο. Από την … άλ­λη, προ­φα­νώς κά­τω α­πό πιέ­σεις, παίρ­νει ό­χι μό­νο τα δη­μο­σιο­νο­μι­κά μέ­τρα τα ο­ποία εί­ναι βέ­βαιο ό­τι θα προ­κα­λέ­σουν τε­ρά­στια ύ­φε­ση, αλ­λά βά­ζει μέ­σα στο ί­διο πα­κέ­το ερ­γα­σια­κά και ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο προ­κύ­ψει. Θεω­ρώ ό­τι το ε­πι­κοι­νω­νια­κό παι­χνί­δι το έ­χουν ή­δη χά­σει. Από την άλ­λη με­ριά, στους υ­πό­λοι­πους το­μείς, δεν βλέ­πω να έ­χει υ­πάρ­ξει το ό­ποιο κυ­βερ­νη­τι­κό έρ­γο. Ού­τε οι υ­πουρ­γοί του ΠΑ­ΣΟΚ και της ΔΗ­ΜΑΡ φαί­νε­ται να έ­χουν πε­τύ­χει ση­μα­ντι­κά πράγ­μα­τα. Πι­θα­νό­τα­τα έ­χουν α­ντι­στα­θεί λί­γο στις α­πο­λύ­σεις δη­μο­σίων υ­παλ­λή­λων και έ­χουν προ­τεί­νει κά­τι ε­ναλ­λα­κτι­κό, αλ­λά ό­λα αυ­τά εί­ναι μι­κρής εμ­βέ­λειας. Εί­ναι μια κυ­βέρ­νη­ση η ο­ποία δυ­σκο­λεύε­ται να πα­ρου­σιά­σει το ο­ποιο­δή­πο­τε έρ­γο. Αντ' αυ­τού, εμ­φα­νί­ζο­νται διά­φο­ρες πρα­κτι­κές που θυ­μί­ζουν την πιο πα­ρα­δο­σια­κή δε­ξιά, με πρό­σφα­τα τα πα­ρα­δείγ­μα­τα της στά­σης της έ­να­ντι των δη­μο­σιο­γρά­φων αλ­λά και μια σει­ρά άλ­λες ε­νέρ­γειες α­ντεκ­δί­κη­σης. Ακό­μα και το σχή­μα που εί­χε αρ­χι­κώς συμ­φω­νη­θεί στις το­πο­θε­τή­σεις στε­λε­χών, δη­λα­δή 5 η ΝΔ, 3 το ΠΑ­ΣΟ­Κ, 2 η ΔΗ­ΜΑ­Ρ, πραγ­μα­τι­κά θυ­μί­ζει το πιο πα­λαιάς κο­πής πε­λα­τεια­κό κρά­τος.

Πα­ρό­λα αυ­τά, φαί­νε­ται ό­τι α­πό τους τρεις ε­ταί­ρους η ΝΔ κρα­τά­ει περισ­σό­τε­ρο.

Εί­ναι κα­τά τη γνώ­μη μου μάλ­λον α­να­με­νό­με­νο να κρα­τά­ει α­κό­μη, του­λά­χι­στον μέ­χρι να αι­σθαν­θεί ο κό­σμος τα πραγ­μα­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα των μέ­τρων. Όταν θα τα νοιώ­σει ο κό­σμος στην τσέ­πη του α­πό τις γιορ­τές και με­τά, δεν ξέ­ρω τι θα γί­νει. Μην ξε­χνάς ό­τι το πρώ­το μνη­μό­νιο τον Μάιο του 2010 το ΠΑ­ΣΟΚ άρ­χι­σε να το πλη­ρώ­νει α­πό την ά­νοι­ξη του 2011. Μέ­χρι τό­τε και δη­μο­σκο­πι­κά κρα­τού­σε και στις αυ­το­διοι­κη­τι­κές ε­κλο­γές ε­πι­κρά­τη­σε. Η κα­τη­φό­ρα, ε­ξαι­ρε­τι­κά α­πό­το­μη, αρ­χί­ζει 10 μή­νες με­τά το πρώ­το μνη­μό­νιο. Βέ­βαια, τώ­ρα δεν θα πε­ρι­μέ­νου­με 10 μή­νες, διό­τι ή­δη η χώ­ρα και ο κό­σμος βρί­σκε­ται σε α­πό­γνω­ση. Αλλά, πά­ντως, πρώ­τα θα ε­φαρ­μο­στούν τα μέ­τρα και με­τά θα δού­με τις πραγ­μα­τι­κές ε­πι­πτώ­σεις.

Το ΠΑ­ΣΟ­Κ, ό­μως ή­δη κα­ταρ­ρέει…

Οι άλ­λοι δύο ε­ταί­ροι της κυ­βέρ­νη­σης δεν πλη­ρώ­νουν τό­σο τα μέ­τρα, τα ο­ποία έ­τσι και αλ­λιώς ό­λοι τα πε­ρι­μέ­νουν. Το ΠΑ­ΣΟΚ πλη­ρώ­νει την ε­σω­τε­ρι­κή του κρί­ση. Εί­ναι έ­να κόμ­μα το ο­ποίο εί­χε μά­θει στην ήτ­τα του να συ­γκε­ντρώ­νει σχε­δόν το 40% της ψή­φου, 38% εί­ναι το μί­νι­μουμ. Πέ­φτο­ντας ξαφ­νι­κά στο 12%, ση­μαί­νει ό­τι δεν υ­πάρ­χει. Και μά­λι­στα έ­να γε­ρα­σμέ­νο 12%, το ο­ποίο α­πλώς πα­ρα­δο­σια­κά ψή­φι­σε μέ­χρι και τον Ιού­νιο ΠΑ­ΣΟΚ. Ση­μαί­νει ό­τι κομ­μα­τι­κός ορ­γα­νι­σμός δεν υ­πάρ­χει. Υπάρ­χει κά­ποιο στε­λε­χι­κό δυ­να­μι­κό, το ο­ποίο ό­μως αλ­λη­λοϋπο­νο­μεύε­ται. Εκεί­νο που μου έ­χει κά­νει ε­ντύ­πω­ση, κά­τι που δεν φαί­νε­ται, εί­ναι ό­τι υ­πάρ­χουν ο­ρι­ζό­ντιες δια­συν­δέ­σεις σε κά­ποιους συν­δι­κα­λι­στι­κούς ή άλ­λους χώ­ρους. Αλλά αυ­τό δεν εί­ναι το κομ­μα­τι­κό ΠΑ­ΣΟΚ. Εί­ναι οι χώ­ροι που δη­μιουρ­γή­θη­καν, οι σχέ­σεις που οι­κο­δο­μή­θη­καν, οι ο­ρι­ζό­ντιες δια­συν­δέ­σεις που στή­θη­καν, οι ο­ποίες αυ­τή τη στιγ­μή βρί­σκο­νται πε­ρί­που ορ­φα­νές. Δεν έ­χουν πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση, αλ­λά με­τα­ξύ τους έ­χουν αλ­λη­λεγ­γύη.

Λό­γω πε­λα­τεια­κών δε­σμών…

Ναι αλ­λά αυ­τό δεν μπο­ρεί να το κρα­τή­σει το ΠΑ­ΣΟΚ. Ού­τε ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μπο­ρεί να το ε­γκολ­πω­θεί ό­λο, διό­τι πρώ­τον υ­πάρ­χει και υ­γιές κομ­μά­τι, υ­πάρ­χει και κα­θό­λου υ­γιές κομ­μά­τι. Άρα ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και α­πέ­να­ντι σε αυ­τόν τον κό­σμο των μι­κρο­με­σαίων στε­λε­χών σε κοι­νω­νι­κούς χώ­ρους, εί­ναι υ­πο­χρεω­μέ­νος να έ­χει μια πο­λύ αμ­φί­θυ­μη α­ντι­με­τώ­πι­ση. Αλλά, για να γυ­ρί­σω στο ΠΑ­ΣΟ­Κ, ως κόμ­μα σχε­δόν έ­χει κλεί­σει τον κύ­κλο του.

Υπάρ­χει και ο Λο­βέρ­δος, ο ο­ποίος λέει να συ­γκρο­τή­σου­με τον σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό χώ­ρο και ο Χρυ­σο­χοϊδης που λέει πά­με να φτιά­ξου­με τη με­γά­λη πα­τριω­τι­κή ευ­ρω­παϊκή πα­ρά­τα­ξη.

Στο ΠΑ­ΣΟ­Κ, ε­πει­δή εί­ναι σε τε­ρά­στια κρί­ση, υ­πάρ­χουν τρεις ε­πι­λο­γές. Η μια που προω­θεί ο Βε­νι­ζέ­λος, μάλ­λον α­νε­πι­τυ­χώς, εί­ναι να α­να­συ­γκρο­τη­θεί το ΠΑ­ΣΟ­Κ, δια­τη­ρού­με­νο στο 12%, και με­τά βλέ­που­με. Η δεύ­τε­ρη που ε­ξέ­φρα­σε κά­ποια στιγ­μή ο Λο­βέρ­δος, ή­ταν έ­να και­νούρ­γιο κόμ­μα, αλ­λά δεν περ­πα­τά­ει, δεν έ­χει χώ­ρο ύ­παρ­ξης. Η τρί­τη ε­πι­λο­γή εί­ναι η με­γά­λη πα­τριω­τι­κή ευ­ρω­παϊκή πα­ρά­τα­ξη με τη ΝΔ, ό­πως έ­κα­νε ο Πα­πά­γος το 1951-52. Έχω την αί­σθη­ση ό­τι ο­δη­γού­νται σε η­γε­τι­κή σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ Βε­νι­ζέ­λου και Λο­βέρ­δου. Ακρι­βώς ε­πει­δή ο Χρυ­σο­χοϊδης δεν φαί­νε­ται να έ­χει ελ­πί­δα σε μια τέ­τοια σύ­γκρου­ση η­γε­τών, α­ντι­προ­τεί­νει την με­γά­λη πα­τριω­τι­κή ευ­ρω­παϊκή πα­ρά­τα­ξη.

 

Η ΔΗ­ΜΑΡ σε πο­λι­τι­κή δί­νη

 

Η «υ­πεύ­θυ­νη α­ρι­στε­ρά», η ΔΗ­ΜΑ­Ρ, βρί­σκε­ται στο ε­πί­κε­ντρο της κρί­σης.

Άλλη εί­ναι η ΔΗ­ΜΑΡ του Μαΐου του 2012, άλ­λη του Ιου­νίου και άλ­λη η ση­με­ρι­νή. Εννοώ σε ε­πί­πε­δο ψη­φο­φό­ρου. Του Μαΐου ή­ταν σα­φώς έ­να κόμ­μα προ­ερ­χό­με­νο α­πό τον ευ­ρύ­τε­ρο χώ­ρο της Αρι­στε­ράς. Τον Ιού­νιο έ­χα­σε πε­ρί­που μιά­μι­ση πο­σο­στιαία μο­νά­δα α­πό α­ρι­στε­ρά, που πή­γε στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και κέρ­δι­σε πε­ρί­που 1,5% α­πό τα δε­ξιά, που ε­ξε­τί­μη­σε τη στά­ση του Κου­βέ­λη. Το κέ­ντρο βά­ρους του ε­κλο­γι­κού σώ­μα­τος εί­χε πά­ει λί­γο δε­ξιό­τε­ρα και με αυ­τή την έν­νοια η συμ­με­το­χή στη συ­γκυ­βέρ­νη­ση δεν ερ­χό­ταν σε α­ντί­θε­ση με το ε­κλο­γι­κό του σώ­μα. Σή­με­ρα, έ­να κομ­μά­τι α­πό τους ψη­φο­φό­ρους του Ιου­νίου, πιο α­ρι­στε­ρό­στρο­φο, την έ­χουν ε­γκα­τα­λεί­ψει. Όμως δη­μο­σκο­πι­κά ε­πι­βιώ­νει πε­ρί­που στο ί­διο ε­πί­πε­δο συλ­λέ­γο­ντας ναυα­γούς του ΠΑ­ΣΟΚ. Εάν το κυ­βερ­νη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα πε­τύ­χαι­νε, τό­τε η ΔΗ­ΜΑΡ ό­ντως θα ή­ταν αυ­τή η ο­ποία θα μπο­ρού­σε να καρ­πω­θεί τον κε­ντρο­α­ρι­στε­ρό χώ­ρο της συ­γκυ­βέρ­νη­σης με πο­λύ κα­λύ­τε­ρες προο­πτι­κές α­πό το ΠΑ­ΣΟΚ. Δεν εί­μαι βέ­βαιος ού­τε ό­τι θα πε­τύ­χει το κυ­βερ­νη­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα ού­τε ό­τι θα πε­τύ­χει η ΔΗ­ΜΑΡ να εκ­φρά­σει αυ­τό το χώ­ρο. Ού­τε το ΠΑ­ΣΟΚ μπο­ρεί, ό­πως εί­ναι αυ­τή τη στιγ­μή, να α­να­κάμ­ψει. Η κρί­ση θα εκ­φρα­στεί στον πιο α­δύ­να­μο κρί­κο και αυ­τή τη στιγ­μή ε­νώ ή­ταν το ΠΑ­ΣΟΚ ο πιο α­δύ­να­μος κρί­κος, φαί­νε­ται ό­τι και η ΔΗ­ΜΑΡ μπαί­νει σε αυ­τή τη δί­νη.

Αυ­τά που εί­πες στην αρ­χή για κυ­βέρ­νη­ση πα­λαιάς δε­ξιάς δεν έ­χουν α­ντί­κτυ­πο στους φι­λε­λεύ­θε­ρους της ΔΗ­ΜΑ­Ρ;

Προ­φα­νώς. Η δυ­σα­νε­ξία που δεί­χνει η ΔΗ­ΜΑΡ στην κυ­βερ­νη­τι­κή της συμ­με­το­χή την τε­λευ­ταία ε­βδο­μά­δα, έ­χει να κά­νει α­κρι­βώς ό­χι μό­νο με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ρύθ­μι­ση, αλ­λά με το ό­τι αι­σθά­νε­ται ε­γκλω­βι­σμέ­νη σε μια δε­ξιά κυ­βέρ­νη­ση. Δεν ή­ταν μα­θη­μέ­νοι, ε­κτός ε­λα­χί­στων πε­ρι­πτώ­σεων, σε ό­λο αυ­τό το ε­ξου­σια­στι­κό α­λι­σβε­ρί­σι.

 

Η Χρυ­σή Αυ­γή διεκ­δι­κεί ρό­λο στη δε­ξιά

 

Η Χρυ­σή Αυ­γή φαί­νε­ται ό­τι ε­κτι­νάσ­σε­ται…

Έχει α­νο­δι­κή τά­ση. Το ε­πί­πε­δο του 10% δεί­χνει να το έ­χει αγ­γί­ξει ή να το έ­χει ξε­πε­ρά­σει. Δεν έ­χει βέ­βαια στα­θε­ρο­ποιη­μέ­νο α­κρο­α­τή­ριο. Τα κέρ­δη δεν εί­ναι α­κό­μη πα­γιω­μέ­να. Προέρ­χο­νται κα­τά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος α­πό το χώ­ρο της ΝΔ. Η ΧΑ πλέ­ον έ­χει α­πό ό,τι φαί­νε­ται, τη στρα­τη­γι­κή να α­πο­κτή­σει και σα­φές ι­δε­ο­λο­γι­κό σή­μα ε­ντός του ευ­ρύ­τε­ρου χώ­ρου της δε­ξιάς. Δεν εί­ναι το α­πλώς α­ντι­συ­στη­μι­κό κόμ­μα να­ζι­στι­κής χροιάς. Εντάσ­σε­ται στο χώ­ρο της δε­ξιάς, της πιο πα­ρα­δο­σια­κής, δεν εί­ναι μό­νο στό­χος οι με­τα­νά­στες, εί­ναι και οι α­ρι­στε­ροί. Σα­φώς, το σύν­θη­μα "τι­μή στους χί­τες και τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες" που φω­νά­ζα­νε στον Με­λι­γα­λά, δεί­χνει ό­τι το­πο­θε­τεί­ται στον α­ντί­πο­δα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και του ΚΚΕ, αλ­λά κυ­ρίως του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Εάν, ε­πο­μέ­νως, η κυ­βέρ­νη­ση αρ­χί­ζει να φυλ­λο­ρο­εί, αυ­τό θα τρο­φο­δο­τεί την ΧΑ. Η ΧΑ φαί­νε­ται ε­πι­πλέ­ον ό­τι έ­χει υιο­θε­τή­σει έ­ναν α­κτι­βι­σμό που εί­ναι στα ό­ρια της νο­μι­μό­τη­τας. Παί­ζει ε­ντυ­πω­σια­κά με την ο­ρια­κή πρό­κλη­ση. Και κερ­δί­ζει στον κό­σμο στον ο­ποίο α­πευ­θύ­νε­ται. Ένα φαι­νό­με­νο εκ­φα­σι­σμού δεν α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται διοι­κη­τι­κά. Πο­λι­τι­κά, ε­πί­σης, εί­ναι δύ­σκο­λο να α­ντι­με­τω­πι­στεί, για­τί ο κό­σμος στον ο­ποίο α­πευ­θύ­νε­ται η ΧΑ δεν α­κούει ε­σέ­να, δεν πρό­κει­ται να α­κού­σει κα­νέ­ναν α­ρι­στε­ρό ή φι­λε­λεύ­θε­ρο. Αυ­τή εί­ναι η με­γά­λη δυ­σκο­λία.

Όμως, η ΧΑ ό­τι έ­χει ει­σχω­ρή­σει στα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα εμπράκτως. Φτιά­χνει, π.χ., κοι­νω­νι­κό πα­ντο­πω­λείο, γρα­φεία ευρέσεως ερ­γα­σίας…

Σε αυ­τή τη φά­ση, τώ­ρα που έ­χει ι­σχυ­ρο­ποιη­θεί, διεκ­δι­κεί ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην ευ­ρύ­τε­ρη οι­κο­γέ­νεια της δε­ξιάς. Η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δε­ξιά, η ΝΔ α­πό το 1974 και με­τά, ό­πως εί­χε συμ­βεί και με την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δε­ξιά την πε­ρίο­δο α­πό το 1950 έως το 1967 που εί­χε εν­σω­μα­τώ­σει ό­λο το βα­θύ χυ­λό της α­κρο­δε­ξιάς, αυ­τό εί­χε μέ­σα της τα α­κρο­δε­ξιά ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα και α­πλώς δεν έ­βγαι­νε στον πο­λι­τι­κό λό­γο της. Τώ­ρα η ΧΑ προ­σπα­θεί να α­πο­σπά­σει έ­να κομ­μά­τι του κό­σμου, να α­πε­νο­χο­ποιή­σει αυ­τόν τον φα­σί­ζο­ντα πο­λι­τι­κό λό­γο και να μπο­ρεί ο άλ­λος, που τα έ­λε­γε αυ­τά στο κα­φε­νείο αλ­λά δεν τα έ­λε­γε πιο έ­ξω και ψή­φι­ζε κα­νο­νι­κά ΝΔ, να ψη­φί­σει ΧΑ, για­τί τα ί­δια λέει. Συμ­φω­νώ για την α­νά­γκη πα­ρου­σίας και α­ντι­πα­ρά­θε­σης στο κοι­νω­νι­κό ε­πί­πε­δο, στο πο­λι­τι­κό τη βρί­σκω πιο δύ­σκο­λο.

 

Ο τα­ξι­κός και η­λι­κια­κός δι­χα­σμός της κοι­νω­νίας

 

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις δη­μο­σκο­πή­σεις ξε­περ­νά­ει τη ΝΔ, ε­νώ στην πα­ρά­στα­ση νί­κης έ­χει εμ­φα­νή κυ­ριαρ­χία. Οι κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χίες του ποιες εί­ναι;

Με ό­ποιον και να κου­βε­ντιά­σεις, εί­τε ο­πα­δό εί­τε και α­ντί­πα­λο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ό­λοι πε­ρι­μέ­νουν ό­τι έρ­χε­ται η ώ­ρα του. Η πα­ρά­στα­ση νί­κης δεί­χνει μια ε­μπε­δω­μέ­νη ει­κό­να στην κοι­νω­νία, η ο­ποία βα­σί­ζε­ται, κα­τά τη γνώ­μη μου, και στις πο­λύ κα­λές εμ­φα­νί­σεις Τσί­πρα. Λέει ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι η δύ­να­μη του μέλ­λο­ντος. Η δυ­να­μι­κή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ό­πως εκ­φρά­στη­κε το Μάιο και α­κό­μα ε­ντο­νό­τε­ρα τον Ιού­νιο, ή­ταν έ­νας τα­ξι­κός και έ­νας η­λι­κια­κός δι­χα­σμός της κοι­νω­νίας. Οι ε­κλο­γές του Ιου­νίου ή­ταν οι πιο τα­ξι­κά πο­λω­μέ­νες ε­κλο­γές α­πό τη με­τα­πο­λί­τευ­ση και για πρώ­τη φο­ρά, τό­σο τον Μάιο ό­σο και τον Ιού­νιο, εί­χα­με έ­ναν η­λι­κια­κό δι­χα­σμό πρω­το­φα­νή για τα ελ­λη­νι­κά δε­δο­μέ­να. Εί­ναι σαν να εί­χα­με δύο Ελλά­δες, μια ά­νω των 50 και μια κά­τω των 50, οι ο­ποίες δεν ε­πι­κοι­νω­νού­σαν με­τα­ξύ τους. Αυ­τό το φαι­νό­με­νο νο­μί­ζω ό­τι ε­ξα­κο­λου­θεί να ι­σχύει. Πρό­κει­ται για έ­ναν ελ­πι­δο­φό­ρο για το ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δι­χα­σμό, αλ­λά και ε­ξαι­ρε­τι­κά ε­πι­κίν­δυ­νο για την κοι­νω­νία. Στις ε­πό­με­νες ε­κλο­γές θα έ­χου­με α­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρη με­γέ­θυν­ση. Αν α­κού­σει κα­νείς πώς μι­λά­νε οι πλού­σιοι, ας πού­με, για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ό­τι αν γί­νει κυ­βέρ­νη­ση ε­μείς θα φύ­γου­με α­πό την Ελλά­δα κλπ θα κα­τα­λά­βει. Αυ­τό το πά­θος δεν το έ­χω ξα­να­δεί πριν ού­τε για τον Α. Πα­παν­δρέ­ου το 1981 που εί­χε φτια­χτεί μια μυ­θο­λο­γία. Τέ­τοιο χά­σμα δεν έ­χω ξα­να­δεί.

Από πού αν­τλεί δυ­νά­μεις ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και πώς μπο­ρεί να αν­τλή­σει περισ­σό­τε­ρες;

Με αυ­τό το σχή­μα και αν­τλεί δυ­νά­μεις α­πό ό­σους πλήτ­το­νται α­πό την οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή. Όσοι δεν πά­νε στη ΧΑ στρέ­φο­νται προς τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Και προ­φα­νώς δεν υ­πάρ­χει σύ­γκρι­ση ποιος εί­ναι ελ­κυ­στι­κό­τε­ρος. Η ΧΑ εί­ναι ελ­κυ­στι­κή μό­νο για τα συ­γκε­κρι­μέ­να στρώ­μα­τα που εί­πα­με προ­η­γου­μέ­νως. Αυ­τό που πε­ρι­μέ­νει κα­νείς α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι μια πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­νιαία εμ­φά­νι­ση, χω­ρίς τις κα­κο­φω­νίες τις ο­ποίες α­κό­μα έ­χει. Εί­ναι ση­μα­ντι­κό για τον κό­σμο. Άλλο πράγ­μα εί­ναι έ­να δη­μο­κρα­τι­κά ορ­γα­νω­μέ­νο κόμ­μα που έ­χει τις τά­σεις του αλ­λά έ­χει ε­νιαία γραμ­μή, και άλ­λο πράγ­μα εί­ναι να βγαί­νει ο κα­θέ­νας και να λέει άλ­λα πράγ­μα­τα α­πό αυ­τά που εί­πε ο προ­η­γού­με­νος. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πέ­τυ­χε τη με­γά­λη νί­κη τον Μάιο, διό­τι πή­ρε την α­πό­φα­ση να μι­λή­σει για κυ­βέρ­νη­ση της α­ρι­στε­ράς και ε­πι­βρα­βεύ­τη­κε με 27%. Δεν θα έ­λε­γα ό­τι τον Ιού­νιο εί­χε κυ­βερ­νη­τι­κό πρό­γραμ­μα, αλ­λά για πρώ­τη φο­ρά εί­χε αρ­χί­σει να δια­τυ­πώ­νει κυ­βερ­νη­τι­κό πρό­γραμ­μα. Αυ­τό φαί­νε­ται να προ­χω­ρά­ει και να γί­νε­ται πιο σα­φές, πιο συ­γκε­κρι­μέ­νο. Εί­ναι ό­μως το α­πα­ραί­τη­το στοι­χείο για να πεί­σεις αυ­τόν που σή­με­ρα δεν εί­ναι α­κό­μη ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ό­τι μπο­ρεί να σε ε­μπι­στευ­τεί. Και πα­ρά την πρόο­δο που έ­χει γί­νει, δεν μπο­ρώ να πω ό­τι αυ­τό υ­πάρ­χει.

 

Η α­ντί­δρα­ση του συ­στή­μα­τος

 

Τι γί­νε­ται με το σύ­στη­μα; Πώς θα α­ντι­με­τω­πί­σει την εν­δε­χό­με­νη κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ; Φο­βι­κά, αυ­ταρ­χι­κά; Θα προ­σπα­θή­σει να τον εν­σω­μα­τώ­σει;

Για να τον εν­σω­μα­τώ­σει εί­ναι α­κό­μα πο­λύ νω­ρίς. Και δεν νο­μί­ζω ό­τι θα το προ­σπα­θή­σει. Πι­θα­νόν να προ­σπα­θή­σει λί­γο να α­πα­λύ­νει την α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Μια εκ­δο­χή α­ντί­δρα­σης εί­ναι η με­γά­λη ευ­ρω­παϊκή πα­τριω­τι­κή πα­ρά­τα­ξη, την ο­ποία ευαγ­γε­λί­ζε­ται ο Χρυ­σο­χοί­δης, εν­δε­χο­μέ­νως και ο Σα­μα­ράς. Με την ελ­πί­δα ό­τι φο­βί­ζο­ντας θα κερ­δί­σεις. Αυ­τή η εκ­δο­χή έ­χει δύο μειο­νε­κτή­μα­τα. Το έ­να εί­ναι ό­τι δεν εί­ναι σί­γου­ρο πως εί­ναι νι­κη­φό­ρα συμ­μα­χία. Μπο­ρεί και να χά­σει. Κι αν χά­σει έ­τσι, κα­ταρ­ρέει. Και το ό­τι μπο­ρεί να χά­σει, έ­χει να κά­νει και με την αυ­το­νό­μη­ση της λαι­κής δε­ξιάς και την ά­νο­δο της ΧΑ. Εάν τους εί­χε και αυ­τούς εν­σω­μα­τώ­σει, θα εί­χε πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες. Επει­δή ό­μως αυ­τοί εύ­χο­νται την κα­τάρ­ρευ­ση της ΝΔ ή αυ­τής της «φι­λο­ευ­ρω­παϊκής» πα­ρά­τα­ξης για να την υ­πο­κα­τα­στή­σουν και να γί­νουν το με­γά­λο κόμ­μα, προ­φα­νώς δεν θα τους κά­νουν το χα­τή­ρι.

Ένα δεύ­τε­ρο μειο­νέ­κτη­μα εί­ναι ό­τι έ­χουν μπλο­κα­ρι­στεί α­πό τον ε­κλο­γι­κό νό­μο. Εκεί­νη η η­λί­θια διά­τα­ξη που α­πα­γο­ρεύει να δο­θεί το πριμ στους συ­να­σπι­σμούς κομ­μά­των, αυ­τή τη στιγ­μή λει­τουρ­γεί ε­να­ντίον μιας πο­λι­τι­κής σύ­μπρα­ξης ΝΔ και ΠΑ­ΣΟ­Κ, στην ο­ποία θα μπο­ρού­σε να μπει α­κό­μη και η ΔΗ­ΜΑΡ μέ­σα, αν ή­ταν έ­να μέ­τω­πο ό­που ο κα­θέ­νας εί­ναι αυ­τό­νο­μος και α­νε­ξάρ­τη­τος. Για να αλ­λά­ξει αυ­τή η ρύθ­μι­ση, θέ­λει 200 βου­λευ­τές. Δεν νο­μί­ζω ό­τι θα κά­τσει κα­νείς να τους κά­νει τη χά­ρη. Το να ε­νω­θούν σε έ­να κόμ­μα α­πο­κλείει τη ΔΗ­ΜΑ­Ρ, ά­ρα πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε στη ΝΔ και στο ΠΑ­ΣΟΚ. Έχει πρό­βλη­μα η ε­νο­ποίη­ση, ό­σο υ­πο­βαθ­μι­σμέ­να και να εί­ναι τα brand name ΠΑ­ΣΟΚ και ΝΔ. Έτσι και αλ­λιώς υ­πάρ­χει θέ­μα ε­κλο­γι­κού νό­μου. Με το κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νο κομ­μα­τι­κό σύ­στη­μα που υ­πάρ­χει, το μό­νο ε­κλο­γι­κό σύ­στη­μα που θα μπο­ρού­σε να α­πο­φορ­τί­σει την κα­τά­στα­ση, εί­ναι μια α­να­λο­γι­κή.

Η Ευ­ρώ­πη πώς θα α­ντι­δρά­σει;

Η Ευ­ρω­πη έ­χει α­πο­δεί­ξει μέ­χρι στιγ­μής ό­τι εί­ναι α­νί­κα­νη να α­ντι­με­τω­πί­σει τις κρί­σεις με ο­ρα­μα­τι­κό τρό­πο. Μό­νο δια­χεί­ρι­ση μέ­ρα με τη μέ­ρα κά­νει. Και αυ­τό το ο­ρα­μα­τι­κά μη­δέν ση­μαί­νει διά­χυ­ση του ευ­ρω­σκε­πτι­κι­σμού στην Ευ­ρώ­πη συ­νο­λι­κά. Με αυ­τή την έν­νοια θεω­ρώ ό­τι εί­ναι υ­πο­χρεω­μέ­νη η η­γε­σία της Ευ­ρώ­πης να κά­νει κά­τι του­λά­χι­στον μέ­χρι το τέ­λος του 2013.Πι­στεύω ό­τι έ­χουν πά­ρει την α­πό­φα­ση ό­τι θα κρα­τή­σουν την Ελλά­δα ε­ντός του ευ­ρώ, ά­ρα ε­φαρ­μό­ζουν τις ι­δε­ο­λη­ψίες τους μέ­χρι ε­κεί που τους παίρ­νει. Το βα­σι­κό πρό­βλη­μα δεν εί­ναι η Ελλά­δα πλέ­ον. Το βα­σι­κό πρό­βλη­μα εί­ναι η Ευ­ρώ­πη. Η Ελλά­δα εί­ναι το μο­ντέ­λο του τι πε­ρι­μέ­νει τους υ­πό­λοι­πους σε μια Ευ­ρώ­πη ό­πως την ο­ρα­μα­τί­ζο­νται. Σί­γου­ρα ό­μως και σε αυ­τό το μο­ντέ­λο κά­ποιες εκ­πτώ­σεις θα κά­νουν. Νο­μί­ζω ό­τι το ο­ρό­ση­μο θα εί­ναι οι γερ­μα­νι­κές ε­κλο­γές.

 

Κυβέρνηση της αριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ

 

Θα πρέπει να επιμείνει στη γραμμή του ο ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς;

Δεν μπορείς να φτιάξεις τίποτε άλλο παρά μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Το θέμα είναι ότι για αυτή τη κυβέρνηση της αριστεράς δεν αρκεί ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άρα, θα πρέπει σε αυτή την κυβέρνηση της Αριστεράς να υπάρχει χώρος και για τη σοσιαλδημοκρατία.

 

Με πολιτική ηγεμονία της Αριστεράς.

 

Εκλογικά η ηγεμονία βρίσκεται. Ακόμα και αν αθροίζαμε ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, πήραν 18,5%. Από εκεί και πέρα, αφού έχεις την αριθμητική ηγεμονία, έχεις και την πολιτική. Είναι δεδομένο ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα είναι υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γίνεται αλλιώς.

Υπάρχουν φωνές που λένε, να ανοιχτούμε να βάλουμε νερό στο κρασί μας, μη φοβηθεί ο κόσμος…

Αισθάνομαι ότι υπάρχουν δύο αντιρρήσεις. Η μια να μη νοθεύσουμε το κρασί μας, να είμαστε πρώτα κινηματικοί αριστεροί και μετά κυβερνητικοί. Η άλλη, αφού θα έχουμε κυβέρνηση της Αριστεράς, ας νοθεύσουμε αρκετά το κρασί για να μπορέσουν να συμπράξουν και άλλες δυνάμεις. Θεωρώ εξαιρετικά πρόωρη αυτή τη κουβέντα. Πριν φτάσουμε στο σημείο που να μπορεί να υλοποιηθεί μια κυβέρνηση της αριστεράς, το να θέλουμε να κατοχυρώσουμε την αριστερή ορθοδοξία είναι μια μάχη οπισθοφυλακής. Η βιασύνη να είμαστε όσο πιο κυβερνητικοί γίνεται σε μια φάση που δεν υπάρχουν άλλοι σύμμαχοι, είναι και αυτό άνευ σημασίας. Όταν θα υπάρξει ενδεχόμενο αριστερής κυβέρνησης, τότε προφανώς θα δεις τι συμμαχίες θα κάνεις. Αν υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν πρώτος τον Ιούνιο, δεν θα έπρεπε να συμμαχήσει με κάποιους για να κάνει κυβέρνηση; Άρα δεν θα έπρεπε να νερώσει το κρασί του τότε; Θα έπρεπε. Θα ήταν υποχρεωμένος. Κατά τη γνώμη μου τον Ιούνιο δεν ήταν ώριμος. Ο κόσμος ήταν ώριμος. Ο κόσμος το ήθελε αυτό το πράγμα και για αυτό και ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο ψηλά. Οι συσχετισμοί δύναμης τον Ιούνιο δεν ήταν αυτοί που θα επέτρεπαν μια λειτουργική κυβέρνηση της αριστεράς. Ας περιμένουμε.

Οι πολίτες τώρα δεν βγαίνουν, τουλάχιστον στο βαθμό που απαιτείται, στους δρόμους…

Βγαίνω στους δρόμους επειδή κάτι περιμένω. Εγώ περιμένω να βγούνε στους δρόμους, όταν τα μέτρα θα υλοποιούνται. Τότε περιμένω την κοινωνική δυναμική. Προς το παρόν, νομίζω ότι όλοι είναι σε αναμονή. Το ίδιο έγινε και στην προηγούμενη φάση. Ένας χρόνος πέρασε πολιτικά από τα μέτρα Παπανδρέου και μετά άρχισε ο κόσμος να κινείται.

* Ο Η. Νι­κο­λα­κό­που­λος εί­ναι πο­λι­τι­κός ε­πι­στή­μο­νας, κα­θη­γη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Αθή­νας.

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 05 Νοεμβρίου 2012, http://www.epohi.gr/portal/politiki/12874  Το είδα: 09/11/2012,   http://www.left.gr/article.php?id=12658

Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς και πρέπει να κυβερνήσει

Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς και δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς και πρέπει να κυβερνήσει.

 

Του antapoΚΡΙΤΗ

 

Από αυτή την άποψη δεν υπήρχε τίποτα καινοφανές στην αποστροφή Λαφαζάνη, άσχετα αν την πήρε πίσω μιλώντας για διαστρέβλωση και αποκοπή μιας φράσης που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα της δήλωσης. Μιλώντας σοβαρά, ειδικά από τη σκοπιά της αριστεράς, ποτέ δεν υπήρξε εν αναμονή αριστερή κυβέρνηση που ήταν έτοιμη. Ούτε οι μπολσεβίκοι, ούτε ο Αλιέντε, ούτε ο Τσάβες.

Ειδικά οι πρώτοι δεν ήταν καν εν αναμονή. Αρπάξαν την ευκαιρία, μπουκάραν σε κάτι ανάκτορα, σπάσανε και κάποια τζάμια. Το ότι ουδείς ήταν έτοιμος, δεν φάνηκε πριν, αλλά μετά: Από τις πάρα πολλές προσαρμογές (θετικές ή αρνητικές) στα νέα δεδομένα, που αναγκαστικά ήταν νέα, στο βαθμό που η νέα εξουσία ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες.

Εκτός κι αν οι "εξεγερμένοι" με τη δήλωση Λαφαζάνη εννοούν να εφαρμόσουν πρόγραμμα Σταθάκη: Σταθεροποίηση οικονομίας, δημοσιονομική εξυγίανση, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τότε οι "εξεγερμένοι" είναι πανέτοιμοι. Ακριβώς όσο ήταν έτοιμοι να κυβερνήσουν ο Κουβέλης και ο Ψαριανός. Από τέτοια ετοιμότητα ξέρουν πολύ καλά και η Κατσέλη και η Ξενογιαννακοπούλου. Ελπίζω να μην κληθούν να βοηθήσουν.

Ο βαθμός ετοιμότητας κρίνεται από το αν θα προχωρήσει κανείς σε ανεπανάληπτες πολιτικές και κοινωνικές ρήξεις ή από το αν θα διαχειριστεί την παρούσα κατάσταση στο ίδιο πλαίσιο. Στην πρώτη περίπτωση ποτέ δεν είσαι έτοιμος. Ακόμη περισσότερο δεν είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ: θα μπορούσε να μιλήσει πιο ειλικρινά, να οικοδομήσει σήμερα τις αναγκαίες συμμαχίες για αύριο, να προετοιμάσει και τον εαυτό του και την κοινωνία.

Στη δεύτερη περίπτωση δεν τρέχει τίποτα: Ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπάρξει αλλαγή φρουράς (για να θυμηθούμε τον Αντρέα της μεταπολίτευσης).

Το πρόβλημα παρόλα αυτά των εξεγερμένων με τη δήλωση Λαφαζάνη και φανατικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έσπευσαν να βαφτίσουν το Αριστερό Ρεύμα πέμπτη φάλαγγα, δεν βρίσκεται στις δηλώσεις, αλλά στην πρακτική. Γιατί μπορεί ο Μπαλάφας να απαντά δηλητηριωδώς ότι "εμείς είμαστε έτοιμοι", αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ -ακόμα- δεν έχει βάλει θέμα εκλογών. Οι σύντροφοι που είναι πανέτοιμοι να κυβερνήσουν, στο ερώτημα αν ζητούν εδώ και τώρα παραίτηση της κυβέρνησης και προκήρυξη εκλογών ψαλμουδίζουν ατάκες φοιτητικού συνδικαλισμού: "Δεν θα τις επιβάλουμε εμείς, αλλά ο λαός", "θα τις ζητήσουμε όταν μπορούμε να τις επιβάλουμε" κλπ.

Η φασαρία μετά τις δηλώσεις Λαφαζάνη αναδεικνύει πλευρές του ευτυχούς ατυχήματος που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον την πολιτική ανομοιογένεια του "ενιαίου" κόμματος. Από τον Λαφαζάνη μέχρι τον Μητρόπουλο και από τον Κουβελάκη μέχρι τον Μηλιό. Δεύτερον, την αστική αντίληψη περί πολιτικής. Ανύψωση των επικοινωνιακών διαστάσεων μιας δήλωσης ("μας έκανε φοβερή ζημιά" κλαψ κλαψ). Συστηματική όμως υποτίμηση των όρων και των προϋποθέσεων μιας αριστερής κυβέρνησης. Τρίτον, έναν ιδιότυπο κομματισμό, σύμφωνα με τον οποίο όλοι πρέπει να βγάζουν το σκασμό ενόψει κατάληψης της εξουσίας. Όλοι; Όχι ακριβώς. Όσοι διαμαρτύρονται για τις παραφωνίες Λαφαζάνη κάνουν τον κινέζο για τις παραφωνίες Σταθάκη. Και φυσικά ισχύει και το ανάποδο. Μόνο που είναι καλό αντί να διεξάγεται μάχη χαρακωμάτων στο όνομα ενός απολίτικου κομματικού πατριωτισμού, να συζητιούνται ανοικτά και με ειλικρίνεια οι διαφορές.

Αν κάποιος μιλά από τη σκοπιά της αντισυστημικής αριστεράς, το πρόβλημα δεν είναι η δήλωση Λαφαζάνη, αλλά η αναίρεσή της. Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει. Τίποτα το κακό δεν υπάρχει σε αυτό. Κακό είναι να θεωρούμε ότι είναι έτοιμος αλλά στις καίριες ερωτήσεις για το τι θα γίνει, να παραπέμπουμε την απάντηση στην μεγαλοψυχία των δανειστών ή στη μεταφυσική βεβαιότητα ότι η τρόικα θα χρηματοδοτήσει μια αριστερή πολιτική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει, πρέπει όμως να κυβερνήσει. Όχι από υποκειμενική επιλογή. Αλλά από τη βαθιά ανάγκη μιας μεγάλης αλλαγής για την κοινωνική επιβίωση. Θα ήταν καλύτερο να υπάρχει συναίσθηση της ανετοιμότητάς του, να υπάρχει μεγαλύτερη ειλικρίνεια για τις ενδεχόμενες ή και αναγκαίες ρήξεις και τομές, να υπάρχει δραστική κινητοποίηση του λαού, να γίνονται όλο και πιο καθαρά τα πιθανά ενδεχόμενα της επόμενης μέρας. Σε κάθε περίπτωση θα τεθεί μετεκλογικά το δίλημμα μπροστά ή πίσω. Μακάρι οι σημερινοί "πανέτοιμοι" να εννοούν ότι είναι πανέτοιμοι για τη ρήξη και όχι για την υποχώρηση.

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 01 Νοεμβρίου 2012, http://antapocrisis.gr/index.php/component/k2/item/498

Το κράτος και ο νέος ηγεμόνας

Το κράτος και ο νέος ηγεμόνας

 

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

 

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας – με όλες τις αβεβαιότητες και αμφιβολίες που εξακολουθούν να μας διακατέχουν – ξαναφέρνει στο προσκήνιο  μια σειρά από σημαντικά και αξεπέραστα θεωρητικά ζητήματα, που απασχόλησαν την Αριστερά στο παρελθόν και, ιδίως, κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Το κορυφαίο από αυτά είναι το ζήτημα της ακριβούς σχέσης του αριστερού κόμματος, ιδίως του κυβερνητικού αριστερού κόμματος, με το αστικό κράτος ως βασική εστία και σημείο κεντρικής συμπύκνωσης της αστικής πολιτικής εξουσίας – η σχέση κυβερνητικής και συνολικής κρατικής εξουσίας.

Οι εμπειρίες του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία και στην Ισπανία του 1936 ή της Λαϊκής Ενότητας στην Χιλή του 1970-1973, το Κοινό Πρόγραμμα ΣΚΓ-ΚΚΓ στην Γαλλία της δεκαετίας του 1970, το ΠΑΣΟΚ του 1977-1981,  μας παρέχουν  πλούσιο υλικό.

Οι αντιφάσεις του Πουλαντζά, τα όρια του Γκράμσι

Κατ' αρχήν, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε, σε αντίθεση με τις παλιές  θέσεις του δεξιού ευρωκομμουνισμού ή της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, ότι η στρατηγική μιας σύγχρονης Αριστεράς του μετασχηματισμού δεν χρειάζεται να αναμετρηθεί με  κάποια υποτιθέμενη  «στρατηγική της εφόδου» ή της «κατάληψης του φρουρίου», ζητήματα περιθωριακά ακόμη και στην σταλινοποιημένη Τρίτη Διεθνή (εκτός από το 1928-1932) ή στον ακραίο αναρχισμό. Η κυρίαρχη εργαλειοποίηση του κράτους στην Αριστερά δεν πηγάζει από την λογική κάποιου «φρουρίου» ή των «Χειμερινών Ανακτόρων»,  αλλά από μια αδιατάρακτη αντίληψη του αστικού κράτους, από τον Κάουτσκυ (τον περίφημο «Δρόμο προς την Εξουσία», 1909)  ως σήμερα,  ως μέσου/ εργαλείου, χρησιμοποιήσιμου από εντελώς διαφορετικές ταξικές παρατάξεις, χωρίς δικά του δομικά στοιχεία: Η λατρεία της κατάκτησης του «ιερού», τα στάδια, ο μετωπισμός.

Ακόμη και η προσφυγή στην αρκετά αμφιλεγόμενη σχεσιακή θεωρία  της εξουσίας του Νίκου Πουλαντζά (1978) δεν λύνει επαρκώς το πρόβλημα. Η σχέση-κράτος δεν αντιστοιχεί  στην πραγματικότητα σε συγκυριακές αλλαγές ταξικών συσχετισμών, αλλά σε μακροχρόνιους και δομικούς ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, με όσα αυτό σημαίνει για τα εγγενή ταξικά όρια του αστικού κράτους. Η πορεία προς τον σοσιαλισμό, λοιπόν, αναγκαστικά συνεπάγεται αποφασιστικές και συμπυκνωμένες  δομικές ρήξεις. Και ο ίδιος ο Πουλαντζάς το είχε συνειδητοποιήσει καλύτερα, μιλώντας στο Marxism Today, το 1979  για έναν «προβληματικό ευρωκομμουνισμό».

Για να το πούμε ξεκάθαρα: το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο αν οι κυριαρχούμενες τάξεις, τα κινήματα  και η μαχόμενη  Αριστερά κινούνται εντός του στρατηγικού πεδίου του κράτους. Το κράτος και η ύφανση των νημάτων της κοινωνικής/κρατικής  εξουσίας καταλαμβάνουν όλο το κοινωνικό πεδίο. Αυτό δεν αξίζει να αμφισβητηθεί. Το ζήτημα βρίσκεται στην ποιότητα της στρατηγικής που ακολουθεί η Αριστερά εντός αυτού του πεδίου: αμφισβητεί, άραγε,  τον δομικό ταξικό συσχετισμό ή με κάποιες βαριάντες τον αποδέχεται; Ο «πόλεμος θέσεων», που ασκεί για μια μακρά περίοδο, αντιστοιχεί σε μια σύγκρουση με την στεγανοποίηση των μαζών/ κοινωνικών υποκειμένων από το κράτος ή προσαρμόζεται σταδιακά στην εναλλακτική υπηρέτηση των «εθνικών» και «έλλογων» σκοπών του, μεταθέτοντας «τα στρατηγικά» στο απώτατο μέλλον; Το ΠΑΣΟΚ, ο Μιτεράν ή και ο Μπερλίνγκουερ ακόμη  στα '70 δεν ήταν «πουλημένοι» αλλά διολίσθησαν στρατηγικά χάρη στην εργαλειακή τους αντίληψη για το κράτος και την αστική κοινωνία.  Ακόμη πιο προκλητικά, οφείλουμε να διαπιστώσουμε  ότι η όποια δυνητική  τάση  συστημικής προσαρμογής, σήμερα, της Αριστεράς θα περιλάβει αναγκαστικά και τα οικονομικά υπερφιλελεύθερα και «έκτακτα» στοιχεία της συγχρονης αστικής κοινωνίας και των όψεων εξουσίας της.

Στην εποχή του, ο Γκράμσι έγραφε στα «Τετράδια της Φυλακής» για το κομμουνιστικό κόμμα ως τον «νέο ηγεμόνα»,  πολιτικό ενοποιητή του ιστορικού μπλοκ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η σύνδεση του «νέου ηγεμόνα» με τον «πόλεμο θέσεων» – αν και χρησιμοποιούσε την ύποπτη τοπολογία του «οχυρού» – είχε το πλεονέκτημα ότι μετέφερε τον Λένιν στην «ώριμη Δύση» και όχι τον Κάουτσκυ στην «ανώριμη Ανατολή». Δεκαετίες αργότερα, ο «αντιπουλαντζιανός» Αλτουσέρ θα μίλαγε στην Βενετία (1977) για την «θεμελιώδη  εξωτερικότητα» του αριστερού κόμματος απέναντι στο αστικό κράτος ή και το εργατικό ακόμη. Ο Αλτουσέρ δεν ήταν υπέρμαχος, βλέπετε,  κάποιας «ανεύρετης εφόδου» αλλά συνέχιζε σε δύσκολους καιρούς  την σκέψη ενός λενινιστή Γκράμσι- πόλεμος θέσεων  και ελιγμών ως διαλεκτική  ενότητα των αντιθέτων, αντίθεση του «νέου ηγεμόνα» στο υλικό και τα όρια του αστικού κράτους. Ενός Γκράμσι, προτού τον μουμιοποιήσει, αγιοποιήσει και  «εξημερώσει»  ο  σύντροφος από τα παλιά Τολιάτι.

Για να έλθουμε στα δικά μας: η συζήτηση για τον ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίο κόμμα  δεν πρέπει να σταθεί μόνο στις – συχνά αποπροσανατολιστικές – συμβολοποιήσεις για τον μαρξισμό, τον σοσιαλισμό κλπ. Πρέπει να προχωρήσει  βαθύτερα, στη σχέση του κράτους με τον «νέο ηγεμόνα»

 

ΠΗΓΗ:  11 Οκτωβρίου 2012,  http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7105

Κυρίαρχη αντίθεση & διασπαστικά διλήμματα

Η κυρίαρχη αντίθεση και τα διασπαστικά διλήμματα στη σημερινή συγκυρία της κρίσης

 

Του Κώστα Νικολάου


Μια καταιγίδα από διλήμματα επιχειρεί να αποπροσανατολίσει, να προκαλέσει σύγχυση, να διασπάσει, να φοβίσει και τελικά να ωθήσει σε συντηρητικές επιλογές τους πολίτες: Μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Μέσα ή έξω από το ευρώ; Ευρωπαϊστές ή αντιευρωπαϊστές; Μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί; Περισσότερο ή λιγότερο κράτος; Μεταρρυθμίσεις ή όχι μεταρρυθμίσεις; Υπευθυνότητα ή λαϊκισμός;

Με τη συστηματική και συνεχή διοχέτευση αυτών των διλημμάτων σε συνδυασμό με την πολιτική του «σοκ και δέος» (προωθούμενη ταυτόχρονα από παράγοντες στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας) επιχειρήθηκε η κατασκευή της συναίνεσης των πολιτών στο νεοφιλελευθερισμό. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 το κατασκεύασμα της συναίνεσης κατέρρευσε. Επιχειρήθηκε στη συνέχεια ο πολιτικός εγκλωβισμός (με κυβερνητική συστέγαση απόλυτα αντικρουόμενων πολιτικών) των δυνάμεων που αντιμάχονται τον νεοφιλελευθερισμό. Κι αυτό το εγχείρημα απέτυχε. Και οδηγηθήκαμε αναγκαστικά σε δεύτερο γύρο εκλογικής αναμέτρησης στις 17 Ιουνίου 2012.

Ποιά όμως είναι πραγματικά η κυρίαρχη αντίθεση στην κοινωνία, που εκφράζεται πολιτικά στις εκλογές, ενώ παράλληλα επιχειρείται να αποσιωπηθεί διαμέσου της ανάδειξης άλλων διλημμάτων;

Προσδιορίζοντας την κυρίαρχη αντίθεση σήμερα

Ο προσδιορισμός της κυρίαρχης αντίθεσης στη σημερινή συγκυρία, απαιτεί ξεκάθαρα εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία βασισμένα στα στέρεα φιλοσοφικά και επιστημονικά θεμέλια της διαλεκτικής προσέγγισης της κοινωνίας και της σημερινής κρίσης του συστήματος [1].

Ο διαλεκτικός νόμος των αντιθέτων είναι θεμελιώδης στην προσέγγιση της κοινωνίας, διαδικασία στην οποία έχει καθοριστική σημασία η δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στην κύρια αντίθεση και στις δευτερεύουσες αντιθέσεις, καθώς και ανάμεσα στην κύρια πλευρά και τη δευτερεύουσα πλευρά της αντίθεσης [2-5]. Στην καπιταλιστική κοινωνία, οι δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις, η αστική τάξη και οι εργαζόμενοι (κεφάλαιο και εργασία) αποτελούν την κύρια αντίθεση. Όλες οι άλλες αντιθέσεις είναι δευτερεύουσες, καθορίζονται από την κύρια αντίθεση και υπόκεινται στην επίδραση της. «Οι πλευρές οποιασδήποτε αντίθεσης αναπτύσσονται άνισα. Μερικές φορές φαίνεται σα να υπάρχει μεταξύ τους μια ισορροπία, μα αυτό δεν είναι παρά μια κατάσταση προσωρινή, σχετική. Κυριαρχούσα κατάσταση είναι η άνιση ανάπτυξη. Από τις δύο πλευρές της αντίθεσης, η μια είναι αναπόφευκτα η κύρια, ενώ η άλλη είναι η δευτερεύουσα. Κύρια είναι εκείνη, που παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στην αντίθεση. Ο χαρακτήρας των πραγμάτων και των φαινομένων καθορίζεται κατά βάθος από την κύρια πλευρά της αντίθεσης, που κατέχει πρωτεύουσα θέση ….. Η ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων καθορίζεται βασικά από την κύρια πλευρά της αντίθεσης, που κατέχει την κυρίαρχη θέση» [6].

Μελετώντας συστηματικά τη μεταπολεμική εξέλιξη του καπιταλισμού διαπιστώνουμε ότι σήμερα βιώνουμε τη φάση όξυνσης μιας κρίσης, που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '80, τότε που έσπασε το δίπολο της τριαντάχρονης μεταπολεμικής ευφορίας, δηλαδή, το «παράγουμε πολύ – καταναλώνουμε πολύ». Τότε, που το συσσωρευμένο κεφάλαιο της χρυσής τριακονταετίας του καπιταλισμού άρχισε να επενδύεται κυρίως σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα, κατάλληλα σχεδιασμένα, έτσι ώστε να δίνουν πολύ μεγαλύτερα κέρδη και να είναι αφορολόγητα. Όλη αυτή η οικονομική μεγέθυνση (που είναι ψευδο-ανάπτυξη και όχι ανάπτυξη, όπως διαστρεβλωμένα αποκαλείται) στηρίχθηκε στην προϋπάρχουσα κοινωνική ανισότητα, την οποία αναπαρήγαγε και ενίσχυσε περαιτέρω και έφθασε σήμερα σε τέτοια ακραία όρια, όπου το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κατέχει σε «χαρτιά» (και όχι σε πραγματικά χρήματα) πολύ πάνω από 10 φορές το ΑΕΠ του πλανήτη. Ο κόσμος όλος «τους χρωστάει» πάνω από 10 φορές αυτό που παράγει! Το σύστημα λοιπόν δεν περνάει απλά κάποια κρίση, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση αταξίας και χάους με την επιστημονική έννοια του όρου, δηλαδή, «μακράν της ισορροπίας» [1].

Επειδή αυτά τα άυλα χρηματοπιστωτικά «χαρτιά» κινδυνεύουν κάποια στιγμή να οδηγηθούν στην ανακύκλωση, είτε γιατί δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η κοινωνία να μπορεί να βρει τέτοια ποσά για να τα πληρώσει είτε γιατί μπορεί και να αρνηθεί να τα πληρώσει, ο μόνος δρόμος εξασφάλισης της αξίας τους είναι η «αντικατάστασή» τους με κάτι υλικό. Ένα πρώτο υλικό κομμάτι επιχειρείται να καλυφθεί από τη γνωστή νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας με την επίθεση σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία, ασφάλιση κλπ) με τις απολύσεις κλπ. Θεωρητικά, ένα άλλο κομμάτι θα μπορούσε να καλυφθεί διαμέσου ανάληψης νέων ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων. Αυτό όμως έχει περιορισμένες δυνατότητες σήμερα, γιατί το δίπολο «παράγουμε πολύ – καταναλώνουμε πολύ» έχει σπάσει προ πολλού και η ασκούμενη πολιτική λιτότητας το επιβεβαιώνει. Απομένει ένα σπουδαίο υλικό κομμάτι: η μέγιστη δυνατή αποκόμιση κερδών με την ιδιωτικοποίηση (όπου αυτή δεν υπάρχει ακόμα) των βασικών αγαθών και υπηρεσιών διαβίωσης και κοινής ωφέλειας και των φυσικών πόρων. Αυτή η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, των φυσικών πόρων και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, παρουσιάζεται από τον νεοφιλελευθερισμό ως «ανάπτυξη» και ως μονόδρομος, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.

Τους δύο πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού: λιτότητα – ιδιωτικοποίηση (που βρίσκονται στην οικονομική βάση) πλαισιώνει ένας τρίτος πυλώνας (που βρίσκεται στο εποικοδόμημα), που αφορά την αφαίρεση κατακτημένων δημοκρατικών, εργασιακών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η κυρίαρχη αντίθεση σήμερα (στον κόσμο, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα) περιλαμβάνει από τη μια μεριά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του (άλλα τμήματα του κεφαλαίου και διάφορα παρασιτικά στρώματα) με κυρίαρχη πολιτική έκφραση το νεοφιλελευθερισμό και από την άλλη μεριά, το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, που υφίσταται μια άνευ ιστορικού προηγούμενου επίθεση και περιλαμβάνει τους μισθωτούς εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα μικρομεσαία στρώματα, τους αγρότες, τους ανέργους και τη νεολαία (αυτό που συχνά ονομάζεται «το 90% της κοινωνίας»).

Ο νεοφιλελευθερισμός, ως η σύγχρονη έκφραση του καπιταλιστικού συστήματος απέτυχε παταγωδώς παγκόσμια και προφανώς, και στην Ελλάδα. Αυτό το παραδέχονται πλέον – εμμέσως πλην σαφώς – και οι ίδιοι οι υποστηρικτές του. Όσο περισσότερο συνεχίζεται σε πλάτος και σε βάθος η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων επιλογών, τόσο περισσότερο βαθαίνει και οξύνεται η κρίση του συστήματος. Η ανάπτυξη αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης σήμερα, τείνει πλέον να πάρει τη μορφή ανοικτού ανταγωνισμού μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Η επιτυχής επίλυση αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, είναι που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την επίλυση της κύριας αντίθεσης.

Τα διασπαστικά διλήμματα στο φως της κυρίαρχης αντίθεσης

Ο νεοφιλελευθερισμός με τους τρεις πυλώνες του (λιτότητα, ιδιωτικοποίηση, αφαίρεση δικαιωμάτων) και το ταξικό του υπόβαθρο, κατέχοντας σήμερα την κυρίαρχη θέση στην κύρια πλευρά της αντίθεσης καθορίζει (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) την ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων.

Έτσι, η όποια απάντηση στο δίλημμα «Μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση;» ή στο δίλημμα «Ευρωπαϊστές ή αντιευρωπαϊστές;» δεν απαντά στην κυρίαρχη αντίθεση. Διότι νεοφιλελευθερισμός ήδη υπάρχει παντού: και εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο ισχύει και με το δίλημμα «Μέσα ή έξω από το ευρώ;». Νεοφιλελευθερισμός ήδη υπάρχει παντού: και σε χώρες εντός και σε χώρες εκτός ευρώ. Ολόιδια και με το δίλημμα «Μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί;». Νεοφιλελευθερισμός ήδη υπάρχει παντού: και σε χώρες που έχουν και σε χώρες που δεν έχουν μνημόνιο.

Παρόμοια, με τα διλήμματα «Περισσότερο ή λιγότερο κράτος;», «Μεταρρυθμίσεις ή όχι μεταρρυθμίσεις;», «Υπευθυνότητα ή λαϊκισμός;» τίθεται το ερώτημα: κράτος, μεταρρυθμίσεις και υπευθυνότητα στην υπηρεσία ποιάς πολιτικής; Της νεοφιλελεύθερης ή του αντίποδά της;

Η τοποθέτηση και η συγκρότηση μετώπων υπέρ ή κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ ή κατά του ευρώ, υπέρ ή κατά του μνημονίου, υπέρ ή κατά των μεταρρυθμίσεων κλπ, δεν συνεπάγεται αυτόματα και τοποθέτηση κατά του νεοφιλελευθερισμού και των τριών πυλώνων του (λιτότητα, ιδιωτικοποίηση, αφαίρεση δικαιωμάτων). Ίσα-ίσα, που η αποδοχή αυτών των διλημμάτων ως κυρίαρχων στη σημερινή συγκυρία, συσκοτίζει και αποκρύπτει την κυρίαρχη αντίθεση και οδηγεί στο να αποπροσανατολίσει, να προκαλέσει σύγχυση, να διασπάσει, να φοβίσει και τελικά να ωθήσει σε συντηρητικές επιλογές τους πολίτες.

Σημειώνεται επίσης, ότι μια μερική αντίθεση σε κάποιον ή κάποιους από τους πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού, πχ αντίθεση μεν στη λιτότητα, αλλά αποδοχή της ιδιωτικοποίησης, συνιστά απλά προσωρινή αναδίπλωση για να επανέλθει αργότερα πλήρης η νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Αντίθετα, η τοποθέτηση και η συγκρότηση μετώπου κατά του νεοφιλελευθερισμού με πυλώνες την εξασφάλιση και εμβάθυνση της δημοκρατίας, των εργασιακών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, την εξασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα, της προστασίας και του κοινωνικού ελέγχου των κοινωνικών αγαθών, των φυσικών πόρων και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και τη χάραξη μιας πολιτικής κοινωνικής δικαιοσύνης με δίκαιη κατανομή του πλούτου και κοινωνική αλληλεγγύη, είναι που καθορίζει την κοινωνικά δίκαιη επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης και την απάντηση σε όλα τα άλλα διλήμματα.

Ανοίγοντας ενωτικά τον καινούργιο δρόμο, hasta la victoria siempre

Η κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών, αλλά και περιβαλλοντικών επιπτώσεων της σημερινής οικονομικής κρίσης, μπορεί να επιτευχθεί μόνον από μια κοινωνική συμμαχία όλων αυτών που πλήττονται από την νεοφιλελεύθερη πολιτική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτή η κοινωνική συμμαχία του «90% της κοινωνίας» περιλαμβάνει τους μισθωτούς εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα μικρομεσαία στρώματα, τους αγρότες, τους ανέργους και τη νεολαία, οι οποίοι έχουν κοινά συμφέροντα σε αυτήν τη φάση της κρίσης και που μόνον αυτή η συμμαχία μπορεί να οδηγήσει σε μια εναλλακτική, αλληλέγγυα και κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση.

Η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου 2012, αλλά και όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύουν ότι η συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία δεν θεωρεί ότι μπορεί να εκπροσωπηθεί πολιτικά από τα κόμματα του κάθε είδους νεοφιλελευθερισμού, αλλά ούτε αποκλειστικά από κάποιο πολιτικό σχηματισμό της αριστεράς και της οικολογίας. Δίνοντας όμως σαφές προβάδισμα στην ενωτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που εξ ορισμού αποτελείται από διάφορες συνιστώσες (που συνυπάρχουν με τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους), έστειλε το σαφές μήνυμα ότι η κοινωνική αυτή συμμαχία μπορεί να εκπροσωπηθεί αποτελεσματικά και νικηφόρα μόνον από μια πολιτική ενότητα της ευρύτερης αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, που με βάση την κρισιμότητα της σημερινής συγκυρίας, είναι περισσότερα αυτά που τους ενώνουν από αυτά που τους χωρίζουν.

Η πολιτική ενότητα της αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων δεν νοείται σαν μια τεχνητή συγκόλληση ή άθροισμα επιμέρους δυνάμεων, αλλά σαν μια συνάρθρωση δυνάμεων, που ήδη συναντήθηκαν σε κοινούς αγώνες ενάντια στη λιτότητα, στην ιδιωτικοποίηση και στην υπεράσπιση δικαιωμάτων, δηλαδή ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.

Το περιεχόμενο αυτών των αγώνων δείχνει και την κατεύθυνση αναζήτησης διεθνών στηριγμάτων και συμμαχιών. Είναι τα ήδη υπάρχοντα κινήματα στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο που μάχονται ενάντια στη λιτότητα, στην ιδιωτικοποίηση και για την υπεράσπιση δικαιωμάτων.

Καμιά δευτερεύουσα αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων που αντιμάχονται τον νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη συγκρότηση αυτής της πολιτικής ενότητας, γιατί «μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, «ρωγμή» ανάμεσά στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε ….. χώρας – όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο, σοσιαλισμό γενικά. Όποιος δεν απόδειξε πρακτικά …… την ικανότητά του να εφαρμόζει την αλήθεια αυτή στην πράξη, αυτός δεν έμαθε ακόμη να βοηθά ….. την απελευθέρωση όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας από τους εκμεταλλευτές ….. Η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση, έλεγαν ο Marx και ο Engels» [7].

Είναι εξίσου σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι μια τέτοια ενότητα αποτελεί το μοναδικό ανάχωμα και στον αναδυόμενο εκφασισμό. Γιατί σε συνθήκες άλλου είδους κρίσης, οι μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες θα οδηγούνταν σε προλεταριοποίηση. Στη σημερινή όμως κρίση οδηγούνται σε δραματικά αυξανόμενη ανεργία και εξαθλίωση. Σε τέτοιες συνθήκες, αυτές οι μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες αποτελούν πρώτης τάξης πελατεία για ακροδεξιές και εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες [8, 9, 10].

Όλες οι διαφωνίες, οι διαφορετικές προσεγγίσεις και αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυνάμεων που αγωνίζονται ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι δευτερεύουσες και είναι αντιθέσεις μέσα στους κόλπους του λαού. Η επίλυσή τους προϋποθέτει την κοινωνικά δίκαιη και αλληλέγγυα επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης και τη δημιουργία αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, ώστε να είναι με τη συμμετοχή των πολιτών που θα δοθούν λύσεις και όχι να επιτρέπεται στη σημερινή κυρίαρχη πολιτική να εκμεταλλεύεται τις δευτερεύουσες αντιθέσεις στους κόλπους του λαού και να τον διασπά.

Αντί επιλόγου

Η στιγμή είναι ιστορική. Οι λαοί της Ευρώπης έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους, αλλά και τις ελπίδες τους στον ελληνικό λαό, περιμένοντας να κάνει το μεγάλο βήμα.

Δύο γάλλοι πανεπιστημιακοί σε άρθρο τους με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ ή η στιγμή να αλλάξουμε την Ευρώπη», μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές αποτελεί γεγονός για ολόκληρη της Ευρώπη. Φθάνοντας στη 2η θέση, αυτός ο σχηματισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πλέον η κύρια δύναμη αντιπολίτευσης στις πολιτικές της Τρόικα …. Ενσωματώνει τη μόνη αχτίδα ελπίδας σε μια χώρα που είναι σε επιταχυνόμενη αποσύνθεση.

Απέναντι στον εκφυλισμό της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, είναι από την Αθήνα που περνάει σήμερα η εναλλακτική …. Θα μπορούσε η στήριξη της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς να γίνει, για τις νέες γενιές, ότι ήταν η στήριξη στο Βιετνάμ για τη γενιά του '68, δηλαδή ένας ισχυρός μοχλός κινητοποίησης σε παγκόσμια κλίμακα;»[11].

Βιβλιογραφία

[1] Νικολάου Κ., Επιστήμη και κρίση: Προσεγγίζοντας την κοινωνικά δίκαιη έξοδο, Διαλεκτικά, 10.12.2011, www.dialektika.gr

[2] Marx K., The Capital. A critique of political economy, Ed. Lawrence and Wishart, London, 1954

[3] Marx K., Grundrisse – Fondements de la critique de l' économie politique, Ed. Anthropos, Paris, 1968

[4] Marx K., Συμβολή στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, Εκδ. Αναγνωστίδη

[5] Marx K., Engels F., Η γερμανική ιδεολογία, Εκδ. Gutenberg

[6] Μάο Τσετούνγκ, Για τις αντιθέσεις, Ιστορικές Εκδόσεις, 1975

[7] Lenin V.Ι., Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, 1920, www.marxistbooks.gr

[8] Gramsci Α., Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, Ηριδανός

[9] Πουλαντζάς Ν., Φασισμός και δικτατορία, Ολκός, 1975

[10] Νικολάου Κ., Ακροδεξιά και φασιστικά φαινόμενα σε περίοδο κρίσης και η ιστορική ευθύνη του συνόλου της αριστεράς, Διαλεκτικά, 15.5.2011, www.dialektika.gr

[11] Durand C., Keucheyan R., Syriza ou le moment de changer l'Europe, Libération, 14.5.2012

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 20 Μαΐου 2012, http://www.dialektika.gr/2012/05/blog-post.html

27% παλάτια στην άμμο

27% παλάτια στην άμμο

 

Του Περικλή Κοροβέση*

 

Στον ενθουσιασμό μας για το ιστορικό εκλογικό ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου, μας ξέφυγε μια μικρή λεπτομέρεια. Η χώρα δεν τραβάει αριστερά, αλλά πορεύεται ολοταχώς προς τη Δεξιά, την Άκρα Δεξιά και το Νεοναζισμό. Ας το δούμε αυτό με κάποια στοιχεία. Κατ' αρχάς οι πολιτικές δυνάμεις που βρέθηκαν στις κυβερνήσεις των τελευταίων τριών χρόνων και είναι υπεύθυνες για τη συστηματική καταστροφή αυτής της χώρας, ξαναέγιναν κυβέρνηση. Και αυτό σημαίνει ότι περίπου ένας στους δύο Έλληνες ψήφισε την απόλυση από τη δουλειά του, την εγγυημένη μακρόχρονη ανεργία του, την πιθανή απώλεια του αυτοκινήτου και του σπιτιού του.

Και σε αυτές τις καταστάσεις η αυτοκτονία είναι μια σίγουρη έξοδος από την κρίση. Αυτές οι αυτοκτονίες δεν έχουν ψυχολογικά κίνητρα αλλά κοινωνικά. Είναι μια από τις πολλές συνέπειες της κρίσης.

Η αντικατάσταση του Καρατζαφέρη στην κυβέρνηση από τον Κουβέλη, δεν κάνει τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αριστερότερα, αλλά κάνει τη ΔΗΜΑΡ να μετατοπίζεται δεξιά και να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τους δύο δεξιούς κυβερνητικούς συμμάχους. Άρα ο κυβερνητικός συνασπισμός, είναι μια δεξιά συμμαχία μεγάλου εύρους που περιλαμβάνει από Πλεύρη και Γεωργιάδη μέχρι Κουβέλη και Ψαριανό. Και αυτό είναι μια επιτυχία της ΝΔ. Σε αυτή την επτακομματική Βουλή βρήκαν θέση δύο νέα κόμματα της δεξιάς. Το ένα ακροδεξιό και το άλλο ναζιστικό. Τα ποσοστά τους είναι εντυπωσιακά. Με την πρώτη τους εμφάνιση οι Ανεξάρτητοι Έλληνες παίρνουν 7,51%. Η Χρυσή Αυγή υπερφαλαγγίζει το ιστορικό ΚΚΕ, που έχει περίπου έναν αιώνα ζωή και είναι το αρχαιότερο κόμμα της Βουλής, και ξεπέρασε τη Δημοκρατική Αριστερά που στις εκλογές διεκδικούσε ακόμα την υπεύθυνη Αριστερά. Το σταθερό περίπου ποσοστό του 7% που πήρε η Χρυσή Αυγή και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις λέει πολλά. Ειδικά αν το συγκρίνεις με τα ποσοστά του ΣΥΝ, που για χρόνια έδινε τη μάχη του 3%.

Αυτοί που ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή ανέρχονται στις εκλογές του Μαΐου περίπου σε 441.000 και σε αυτές του Ιούνη σε 426.000. Έχασαν μόνο 0,05%. Δηλαδή είναι μια δύναμη συμπαγής, που δείχνει να διαθέτει οπαδούς και φίλους που είχαν σε μεγάλο βαθμό πλήρη συνείδηση τι ψήφιζαν. Το ότι παρασύρθηκαν δεν είναι σωστό. Αυτό μπορεί να ισχύει για τους ψηφοφόρους του κυβερνητικού σχηματισμού που είχαν την ένθερμη υποστήριξη όλων των ΜΜΕ, ενώ η Χρυσή Αυγή δεν διέθετε αυτό το προνόμιο. Άρα αυτό το ποσοστό το οφείλει στη σχέση της με την κοινωνία, που δείχνει να την ανέχεται και σε μερικές περιπτώσεις να την υποστηρίζει ενεργά. Ένα τέτοιο κόμμα έχει προοπτικές ανάπτυξης και δεν αποκλείεται στις επόμενες εκλογές να τρίβουμε τα μάτια μας.

Η ακροδεξιά στην Ελλάδα έχει βαθιές ρίζες και οι ιδέες της είναι διάχυτες σε όλη την κοινωνία άσχετα από την κομματική ένταξη. Π. χ. ο ρατσισμός, η ξενοφοβία σε διάφορους βαθμούς είναι στοιχείο της προσωπικότητας του Νεοέλληνα. Ο ατομικισμός και ο εγωκεντρισμός που συνοδεύεται από μια υποταγή σε μια ανώτερη και αδιαμφισβήτητη εξουσία, είναι θεμελιώδης αρχή του φασισμού. Χαρακτηριστική περίπτωση εκλεπτυσμένης φασιστικής προπαγάνδας είναι οι ταινίες του Κλιντ Ίστγουντ, όπου υπάρχει ένα ανώτερος ήρωας, που δρα πάντα μόνος, εκτός θεσμών, κοινωνίας, συλλογικότητας και θριαμβεύει χάρη στις ξεχωριστές του ικανότητες τιμωρώντας τους κακούς όπου και να βρίσκονται. Η δράση κοινωνικών δυνάμεων, η πάλη των τάξεων, είναι άγνωστη και ανύπαρκτη στις ταινίες του Ίστγουντ. Και όμως έχει φανατικούς θαυμαστές από την Αριστερά, που δεν χάνουν ταινία του.
Η εγγλέζικη απόβαση στην απελευθερωμένη εαμική Ελλάδα αποσκοπούσε στη συντριβή του ΕΑΜ και την κατάκτηση της Ελλάδας. Σκοπός που επετεύχθη, άσχετα αν μετά τη χάρισαν στις ΗΠΑ. Δική τους ήταν και ό,τι ήθελαν την κάνανε. Το πρόβλημά τους ήταν πώς θα οικοδομούσαν ένα μεταπολεμικό νεοελληνικό κράτος αντικομμουνιστικό και στη δική τους υπηρεσία. Οι φασίστες του Μεταξά, οι συνεργάτες των Ναζί, οι δοσίλογοι, οι παρακρατικές συμμορίες δολοφόνων στελέχωσαν αυτό το κράτος και περίπου για τρεις δεκαετίες οι ακροδεξιές αντικομμουνιστικές ιδέες ήταν η επίσημη κρατική ιδεολογία, που την υποστήριζε με φυλακίσεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις και λογοκρισία. Για μια θέση καθαρίστριας στο δημόσιο χρειαζόσουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Αυτή την κληρονομιά διεκδικεί η Χρυσή Αυγή και δεν αποκλείεται να τη δούμε αξιωματική αντιπολίτευση σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση.

Ένα άλλο στοιχείο που επιβεβαιώνει την κυριαρχία ακροδεξιών και ρατσιστικών συμπεριφορών, είναι η ανοχή της κοινωνίας, της κυβέρνησης και της Αστυνομίας στην οργανωμένη βία των ακροδεξιών συμμοριών που δολοφονούν, μαχαιρώνουν, ξυλοκοπούν όποιο μετανάστη βρουν ανήμπορο και μεμονωμένο ή όποιον Έλληνα τον θεωρούν αναρχικό ή μπολσεβίκο. Τη γραμμή της βίας την επιβεβαίωσε τηλεοπτικώς ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Κασιδιάρης χτυπώντας δύο βουλευτίνες της Αριστεράς, την Δούρου και την Κανέλλη. Δεν του έγινε καμία δίωξη, όπως και ουδείς έχει συλληφθεί για τις δολοφονίες των μεταναστών. Πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος τους προστατεύει, κάποιος τους ανέχεται και κάποιος τους καλύπτει. Και τα ΜΜΕ κρατούν μια ύποπτη σιγή γι' αυτά τα εγκλήματα. Και η Χρυσή Αυγή αναπτύσσεται απρόσκοπτα με την καθημερινή ωμή βία, ορατή πια απ' όλους. Δύσκολοι λοιπόν καιροί για τους πρίγκιπες της χώρας του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από καμένη γη κυριολεκτικά, καταστρεμμένη οικονομία με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας στα χέρια του παγκοσμιοποιημένου αρπαχτικού καπιταλισμού, με ανεργία που αυξάνεται κατά 1.300 ανθρώπους περίπου την ημέρα, με εκποίηση της ελληνικής γης στη Ρόδο και Κέρκυρα, με παράδοση της αγροτικής παραγωγής στις πολυεθνικές (αυτό στην ουσία σημαίνει το δώρο της Αγροτικής στην Πειραιώς.) και ξεχαρβαλωμένη Υγεία και Παιδεία, έχουμε μπροστά μας τη ναζιστική απειλή που μπορεί να γίνει και κυβέρνηση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει και τα πάει τόσο καλά όσο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα καταφέρει να βγάλει τη χώρα από την κρίση και δεν δώσει μια συγκεκριμένη προοπτική ανάπτυξης και ευημερίας, άθελά του θα γίνει η αίθουσα αναμονής του νεοναζισμού. Τα σημερινά πρώην μεγάλα κόμματα θα συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο και αποτελούν εν δυνάμει συμμάχους της Χρυσής Αυγής για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, το νέο μπολσεβικισμό που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. Και η Ευρώπη της Μέρκελ θα επιδοκιμάζει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από το μεγάλο πρόβλημα της συγκρότησής του σε ενιαίο φορέα, πράγμα καθόλου εύκολο γιατί η αντίσταση των γραφειοκρατών είναι δεδομένη -όταν δουν πως κινδυνεύουν οι έμμισθες καρέκλες τους και η πολυπόθητη προοπτική για το κοινοβούλιο- έχει να αντιμετωπίσει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα: το ρίζωμα του στην κοινωνία δημιουργώντας από τώρα κοινωνικούς θεσμούς που θα λειτουργούν για τον εαυτό τους, π.χ. δίκτυα αλληλεγγύης, συνεταιρισμούς, αγορές, κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, και πολλά άλλα, χτίζοντας από τώρα τον κοινωνικό ιστό της χώρας με βάση την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ μείνει μόνο στις κοινοβουλευτικές του δάφνες και αγνοήσει τη βάση του, δηλαδή την κοινωνία, θα μετατραπεί ταχύτατα σε μια νέα πολιτική εκδοχή που θα είναι σύνθεση ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Αλλά για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται ένας καθαρός ιδεολογικός άξονας που να πηγαίνει βαθιά στην Ιστορία της Αριστεράς και να πολιτεύεται με τις ιδέες της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Να διεκδικήσουμε τους επτανήσιους ριζοσπάστες που ξεκίνησαν τον ελληνικό σοσιαλισμό, που ανακόπηκε λόγω «μπολσεβικοποίησης» που κυριάρχησε ένεκα της Μόσχας, να πάρουμε όλα τα ρεύματα που διαμορφώθηκαν τον 19ο και 20ό αιώνα, π.χ. αναρχικούς, τροτσκιστές, μαοϊκούς, αριστερούς σοσιαλιστές και ό,τι άλλο θέλεις, απ' όλα έχει ο μπαξές, για να καταλάβουμε την ουσία της Αριστεράς που δεν είναι δόγμα, αλλά ανάλυση και σκέψη που μας επιτρέπει να καταλάβουμε την πραγματικότητα, για να δράσουμε και να την αλλάξουμε.

Και καλά όλα αυτά. Αλλά η κοινωνία τι θέλει; Από τη μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα, για τέσσερις περίπου δεκαετίες είχαμε κυβερνήσεις της δεξιάς ΝΔ ή της παραλλαγμένης κρυπτοδεξιάς του ΠΑΣΟΚ, που όλες εκλέχτηκαν με ψεύτικες εξαγγελίες. Δηλαδή με μια προεκλογική απάτη. Υποσχέθηκαν μια επόμενη χρυσή τετραετία, που δεν ήρθε ποτέ, χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή του «λεφτά υπάρχουν». Το ίδιο λένε και για τα μνημόνια. Θα κάνουμε τώρα θυσίες, για να απολαύσουμε αύριο τους καρπούς των θυσιών μας. Αλλά ιστορικά δεν υπάρχει κανένα τέτοιο προηγούμενο. Αντίθετα, έχουμε δεκάδες παραδείγματα οριστικής καταστροφής χωρών, που είχαν την ίδια πολιτική Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη, κατά κανόνα από τριτοκοσμικούς δικτάτορες αρχής γενομένης από τον Πινοσέτ. Η ανάπτυξη βρίσκεται εκτός μνημονίων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών τής Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Και αυτό θέτει επί τάπητος τη συζήτηση αν τελικά η παραμονή μας στην ΕΕ και το ευρώ είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας ή των τοκογλύφων. Και επειδή όλα όσα προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ διαστρεβλώνονται, καλό είναι να κάνουμε μια διευκρίνιση για τους κάθε αδίστακτους Κεδίκογλους της πολιτικής ή της δημοσιογραφίας. Άλλο πράγμα η συζήτηση για την ΕΕ και το ευρώ, που γίνεται σε όλη την Ευρώπη, και άλλο πράγμα η άμεση έξοδος από την ΕΕ.

Οι τέσσερις δεκαετίες της μεταπολίτευσης δεν δημιούργησαν νέα αριστερά πολιτικά κινήματα. Οι Οικολόγοι-Πράσινοι και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν και να πάρουν ένα ποσοστό που θα τους επέτρεπε την είσοδο στη Βουλή. Και αυτό θα μπορούσε να ήταν «γραδόμετρο» για να μετρήσουμε σε τι βαθμούς έχει φτάσει η Αριστερά.

* perkor29@gmail.com

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 03 Σεπτεμβρίου 2012 15:11, http://www.epohi.gr/portal/themata/12477-27—

Προς μια αριστερή κυβέρνηση

Προς μια αριστερή κυβέρνηση

 

Του Βένιου Αγγελόπουλου*

 

Βρισκόμαστε σε μια κατηφόρα χωρίς πάτο. Σε διεθνές επίπεδο η κρίση εντείνεται, το χάσμα μεταξύ των ολίγων οικονομικά ισχυρών και των πολλών που έχουν ελάχιστα έως τίποτα διευρύνεται, η φούσκα των πλασματικών αξιών διογκώνεται. Αντηχούν τύμπανα πολέμου, ενώ η οικονομική εξουσία υποτάσσει όλο και περισσότερο το πολιτικό προσωπικό.

Στη χώρα μας αυτό μεταφράζεται σε πρωτοφανή ύφεση, ανεργία, φτώχεια και ανασφάλεια. Παίρνουμε συνεχώς νέα δάνεια που αυξάνουν το δημόσιο χρέος χωρίς προοπτική ανάκαμψης, υποθηκεύοντας και ξεπουλώντας το δημόσιο πλούτο. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά τα μεσοστρώματα απειλούνται με αφανισμό, και η προοπτική του ατομικού βολέματος θρυψαλιάζεται για όλο και περισσότερους. Οι κοινωνικές ισορροπίες έχουν πάει περίπατο, η πολιτική εκπροσώπηση έχει διαταραχτεί σημαντικά μετά από τριάντα χρόνια σχετικής σταθερότητας.

Υπάρχει προοπτική ανάκαμψης; Σίγουρα όχι με τα κόμματα εξουσίας που μας οδήγησαν εδώ, όσο κι αν προβάλλουν κάποια νέα πρόσωπα, όσο κι αν εξωπετούν κάποια φθαρμένα και αναλώσιμα πολιτικά στελέχη. Στον οικονομικό πόλεμο που ζούμε, τα αντιμαχόμενα μέρη είναι δύο: αφενός η ολιγαρχία του πλούτου, εγχώρια και διεθνής, αφετέρου ο κόσμος της εργασίας. Οι κυβερνώντες έχουν ταχθεί με το μέρος των πρώτων και το αποδεικνύουν κάθε μέρα: Όσο κι αν προσπαθούν διάφοροι νεόκοποι πελταστές της εξουσίας να εξωραΐσουν τα πράματα, το ποιοι καλούνται να πληρώσουν δεν κρύβεται.

Αριστερή ή αυταρχική διέξοδος;

Έχουμε μπει σε περίοδο ασταθών κυβερνήσεων. Καμιά κυβέρνηση δεν είναι βιώσιμη εφόσον δεν μπορεί να θρέψει ικανοποιητικά τον πληθυσμό της χώρας. Να εγγυηθεί δηλαδή ότι οι κάτοικοι θα μπορούν να ζουν ικανοποιητικά από τη δουλειά τους. Που σημαίνει βέβαια πως κατά κανόνα θα έχουν δουλειά.

Το κλειδί της ιστορίας είναι η λέξη «ικανοποιητικά». Είτε θα πείσει το λαό πως οι κόποι του θα πιάσουν τόπο (έστω και σε κάποιο ορατό μέλλον, εφόσον βρισκόμαστε σε συνθήκες πτώχευσης), είτε θα δείξει πως όποιος διαμαρτύρεται κινδυνεύει να χάσει κι αυτά που έχει: στο κάτω κάτω υπάρχουν και δακρυγόνα, κατασχέσεις, κάγκελα και ξερονήσια.

Στη δεύτερη περίπτωση θα είχαμε μια αυταρχική κυβέρνηση νεοφασιστικού τύπου: Χωρίς αναδιάρθρωση των κοινωνικών δομών αλλά με την ανάδειξη νέων πολιτικών αρχηγών – σωτήρων, στοχοποιώντας, διαδοχικά ή και συλλήβδην, κάποιες ομάδες του πληθυσμού (πχ. λαθρομετανάστες, μακρυμάλληδες, αλλόθρησκους, τσιγγάνους, κτλ.) , στρατολογώντας ανέργους σε δυνάμεις καταστολής όλο και πολυπληθέστερες, οργανώνοντας δομές ελεημοσύνης και χαφιεδισμού, με τη βοήθεια, τη στήριξη ή την ανοχή των θεσμικών δυνάμεων (οικονομικο-επικοινωνιακή ολιγαρχία, ξένα συμφέροντα, κρατική μηχανή, εκκλησία, κτλ.), μια αυταρχική κυβέρνηση μπορεί να μακροημερεύσει. Όπως, ας πούμε, στη σημερινή Ουγγαρία, όπου η ακροδεξιά κυβέρνηση δεν παραδίδεται αμαχητί στο ΔΝΤ, αλλά γεμίζει τις φυλακές με αντιφρονούντες.

Ο κίνδυνος μιας αυταρχικής εκτροπής στην Ελλάδα είναι υπαρκτός. Ευτυχώς όχι άμεσος: Αφενός η συντηρητική παράταξη ούτε ισχυρούς επίδοξους σωτήρες έχει ακόμη αναδείξει, ούτε έχει υποστεί πλειοψηφική αντιδημοκρατική μετάλλαξη ακόμη. Αφετέρου υπάρχει ζωντανή η ελπίδα μιας αριστερής διεξόδου, όπως φάνηκε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις με την πρωτοφανή εκτίναξη της Αριστεράς.

Η αριστερή κυβερνητική προοπτική

Έτσι που πάμε, οποιαδήποτε κυβέρνηση βρίσκεται στα πράγματα την ώρα της επερχόμενης χρεοκοπίας, θα κυβερνήσει σε συνθήκες οικονομικού πολέμου και καταστροφής. Σε μια έρημη χώρα, υπερχρεωμένη, σε ύφεση, με ανεπαρκή παραγωγή και διαλυμένο κοινωνικό ιστό. Ενδέχεται να υποχρεωθεί να καταφύγει σε μέτρα πολέμου: επιτάξεις, τρόφιμα και καύσιμα με το δελτίο, πληρωμή της εργασίας σε είδος. Είναι προφανώς προτιμότερο σε μια τέτοια κατάσταση η Αριστερά να είναι επικεφαλής: Για να μην πλουτίσουν κάποιοι γύπες από την ανέχεια του κόσμου. Αλλά και για το σύστημα, μια αριστερή κυβέρνηση θα είναι περισσότερο ανεκτή από άλλοτε: Ας βγάλει πρώτα τα κάστανα από τη φωτιά και μετά εδώ είμαστε να δρέψουμε τους καρπούς.

Η Αριστερά, για να πετύχει να κυβερνήσει ένα κρίσιμο διάστημα και να μην ηττηθεί κακήν κακώς, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην επερχόμενη αυταρχική εκτροπή, οφείλει από τώρα να προετοιμάζεται για αυτή την κατάσταση. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του κόσμου, δίνοντας πρώτα από όλα εγγυήσεις ισότητας και αλληλεγγύης: Η μοιρασιά θάναι δίκαιη – Δεν θα σερβίρονται πρώτα τα δικά μας παιδιά και οι υπόλοιποι με τα απομεινάρια. Κι αυτό από τώρα, από σήμερα, από χτες.

Και βέβαια, δεν αρκεί η εντιμότητα, χρειάζεται και πολιτικό σχέδιο. Πολιτικό σχέδιο που θα φτάσει στον κόσμο, παρακάμπτοντας την παραπληροφόρηση ή τη σιωπή των ΜΜΕ. Που θα φτάσει όχι σαν πανάκεια σωτηρίας, αλλά σαν κατεύθυνση. Σαν πρόταση διεξόδου, πρόταση προς ζύμωση, προς εξειδίκευση, προς συνδιαμόρφωση.

Επιπλέον, ο κόσμος έχει χορτάσει από υποσχέσεις. Οι φορείς της Αριστεράς που επιθυμούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, δεν μπορούν πλέον να είναι απλοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, με μοναδικό στόχο την επιβίωση τους και τη στρατολόγηση νέων μελών. Οφείλουν από τώρα να δημιουργούν το πρόπλασμα της κοινωνίας του αύριο, να κάνουν πράξη από τώρα αυτά που επαγγέλλονται. Οφείλουν όχι μόνο να οργανώνουν τα μέλη τους, αλλά να βοηθούν και να στηρίζουν την αυτοοργάνωση του κόσμου της εργασίας, χωρίς απαίτηση καθοδήγησης. Ειδεμή, το σύνθημα «Κανένας μόνος του στην κρίση» είναι κούφια λόγια.

Πώς θα φάει ο κόσμος;

Σε συνθήκες πτώχευσης και στάσης πληρωμών (είτε αναγκαστικά είτε από πολιτική επιλογή), οι εισαγωγές θα μειωθούν στο ελάχιστο, και μεταξύ αυτών και οι εισαγωγές τροφίμων, ενώ οι τιμές θα αυξηθούν. Είναι επομένως απαραίτητη η εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης αγροτικής πολιτικής, με στόχο την κάλυψη σε τρόφιμα των αναγκών του πληθυσμού. Από σήμερα, από χτες.

Αυτό σημαίνει αφενός τη συγκρότηση ομάδων ειδικών, για να επεξεργαστούν θέματα όπως πχ. την εκπόνηση ενός παραγωγικού χάρτη της χώρας (γεωπονικού, κτηνοτροφικού, αλιευτικού, κτλ.), που θα περιγράφει τις φυσικές δυνατότητες και τη σημερινή αξιοποίηση κάθε τόπου. Αλλά επίσης και τους νομικούς, διοικητικούς και οικονομικούς περιορισμούς: Τι επιτρέπει και τι απαγορεύει η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ, και τι από αυτά πρέπει να διατηρηθεί ή να καταγγελθεί. Τι επιπτώσεις έχει η κατανομή της έγγειας ιδιοκτησίας ή η υποθήκευσή της ως προς την παραγωγή, τη διανομή και το κόστος. Και άλλα πολλά.

Μεγάλη πρόκληση για τους επιστήμονες που διαθέτουμε, έμπειρους ή νέους. Στο υπάρχον αρχικό υλικό, που μπορεί να αναζητηθεί στην Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, αλλά και στο ερευνητικό Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, θα πρέπει να προστεθεί επιτόπια έρευνα, μελέτη συνθηκών και νόμων, κτλ. και τμήμα της μπορεί να γίνει μέσα από τα υπάρχοντα Ερευνητικά Κέντρα ή ΑΕΙ (υπό τον όρο βέβαια ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία δεν θα τα εξοντώσει άμεσα).

Αλλά όπως είπαμε και παραπάνω, ένα πολιτικό πρόγραμμα δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή μελέτη. Απαιτείται παράλληλα η εξάπλωση της οργάνωσης της Αριστεράς μέσα στον αγροτικό κόσμο, η συνδιαμόρφωση του προγράμματος από αυτόν, δηλαδή από το τμήμα του που είναι διατεθειμένο να εμπλακεί σε συλλογικές μορφές σχεδιασμού, παραγωγής και δράσης. Μην ξεχνάμε ότι καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πετύχει αν δεν στηρίζεται ενεργά από σημαντικό τμήμα των εμπλεκομένων.

Προς ένα κοινωνικό μπλοκ εξουσίας

Για να κυβερνήσει η Αριστερά, χρειάζεται να εκπροσωπεί πολιτικά μια συστοίχιση κοινωνικών ομάδων που θα τη στηρίξουν, θα την αναδείξουν ως κυβέρνηση και θα την υπερασπιστούν στη συνέχεια. Είναι σαφές ότι τα τελευταία εκλογικά της ποσοστά, είτε αθροιζόμενα είτε εστιάζοντας στην ισχυρότερη δύναμη (τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ) δεν αρκούν.

Εστιάζοντας στο Σύριζα, βλέπουμε ότι αν θέλει να κυβερνήσει χρειάζεται ένα ποσοστό της τάξης του 40%. Η ανάλυση της εκλογικής του δύναμης δείχνει ότι έχει μονοψήφιο ποσοστό σε αγρότες και συνταξιούχους. Οφείλει επομένως να κάνει συστηματική δουλειά για να προσελκύσει αυτές τις κατηγορίες που είναι απαραίτητα συστατικά του ζητούμενου κοινωνικού μπλοκ. Για τους αγρότες ήδη μιλήσαμε πιο αναλυτικά παραπάνω.

Από την άλλη, το εκλογικό 27% καθώς και τα διψήφια νούμερα στις άλλες κοινωνικές κατηγορίες δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα. Αν η ελπίδα ανάσχεσης της καταστροφής σβήσει, τότε χάθηκε. Ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν ψηφοφόροι, μόνον στις παραμονές κάθε εκλογικής αναμέτρησης: Η επαφή μαζί τους πρέπει να είναι συνεχής. Πέρα από την «παραδοσιακή» κατηγορία των μισθωτών, οι μαζικοί χώροι που πρέπει να γίνουν αντικείμενο μέγιστης προσοχής είναι οι άνεργοι (οι πιο ευάλωτοι, άρα κι οι πιο άμεσα εκτεθειμένοι σε χειραγώγηση) και τα μεσοστρώματα (ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής συνοχής, που έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο σύστημα). Μπορεί να προβλεφθεί κοινωνική εργασία για τους ανέργους, να σχεδιαστεί μια «Τράπεζα Φτωχών» για τα θύματα του τραπεζικού συστήματος;

Και μια προειδοποίηση για μια παλιά αδυναμία του πολιτικού αυτού χώρου. Συνήθως, όταν έμπαινε θέμα διεύρυνσης της απήχησης, είτε ως πολιτική συμμαχιών είτε ως προσέλκυση ψηφοφόρων, η πολιτική γραμμή αλλοιωνόταν με λόγια και συνθήματα αρεστά (κατ' εκτίμηση) στους δυνάμει συμμάχους. Πολλές φορές με πρόσχημα την εγκατάλειψη της «ξύλινης γλώσσας».

Και κακή μεν η ξύλινη γλώσσα, μέχρι και περιφρονητική προς τους μη μυημένους. Αν όμως θέλεις να γίνεις πόλος έλξης πρέπει την αριστερή σου γραμμή να την εξειδικεύσεις, να την κάνεις λιανά, να την πεις με λόγια που όλος ο κόσμος καταλαβαίνει – στα βασικά τουλάχιστον σημεία. Όχι να την ξεχειλώσεις. Μ' άλλα λόγια, σήμερα, αν «ξεχαστεί» η καταγγελία του μνημονίου και η στάση πληρωμών, όχι μόνο δεν θα προσελκύσει κανένα, αλλά και θα διώξει και αρκετούς.

Η πολιτική συνοχή στηρίζεται στην αλληλεγγύη

Κινήσεις αλληλεγγύης διαφόρων μορφών έχουν δημιουργηθεί παντού στη χώρα από τη βάση. Εκεί που μπορεί (και οφείλει) ο Σύριζα να συμβάλει είναι στη δημιουργία ενός δικτύου αυτών των κινήσεων. Να βοηθήσει πολιτικά και υλικά χωρίς να καπελώσει ή να καθοδηγήσει.

Συγκεκριμένα, μπορεί να νοικιαστούν και να εξοπλιστούν (τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά) Κέντρα Αλληλεγγύης, ένα σε κάθε νομό αρχικά, σε κάθε δήμο ίσως αργότερα, που θα λειτουργούν ως στέκια, θα στεγάζουν τις κινήσεις αλληλεγγύης, τις προσφορές εργασίας, θα ενημερώνουν για απειλούμενες κατασχέσεις και εξώσεις και ότι άλλο ήθελε προκύψει. Τα έξοδα μπορούν να προέρχονται από τις βουλευτικές κρατήσεις. Είναι σημαντικό τα Κέντρα αυτά να είναι αυτοδιοικούμενα, και να είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα σε ένα δίκτυο οριζόντιας επικοινωνίας.

Τα παραπάνω ας θεωρηθούν μια συμβολή στο τι πρέπει να κάνει η Ριζοσπαστική Αριστερά. Προφανώς το θέμα δεν εξαντλείται, και τα οργανωτικά προβλήματα καθόλου δεν θίχτηκαν. Προς το παρόν αυτά.  

 

* veniosang@gmail.com

16/8/2012

Η πανουργία της ιστορίας και τα όριά της

Η πανουργία της ιστορίας και τα όριά της

 

Του Γιώργου Καραμπελιά

 

Εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε – έστω και πρόσκαιρα – να μεταβληθεί στον κατ' εξοχήν πόλο του αντιμνημονιακού κινήματος. Έχουμε εξηγήσει δια μακρών πως και γιατί συνέβη αυτό (αποτυχία της Σπίθας, αδιέξοδο των αγανακτισμένων κλπ). Και, όπως συμβαίνει συνήθως στην ιστορία, εκείνη η δύναμη που έχει την οργανωτική δυνατότητα να εκφράσει – όσο στρεβλά και αν το κάνει – το κύμα μιας αγανάκτησης, αυτή εν τέλει αναδεικνύεται σε εκφραστή του.

Πράγματι, η πανουργία της ιστορίας ανέθεσε – προνομιακά – σε ένα κόμμα ευρωπαϊστικό και βρυξελλόπληκτο, με τάσεις μάλλον εθνομηδενιστικές, να διαχειριστεί ένα αίτημα και ένα κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας, έναντι της ίδιας της Ευρώπης!  Και τη δυναμική αυτού του κινήματος δεν πρέπει να την υποτιμάμε. Εξ άλλου, από την άλλη όχθη, σημαντικές διεργασίες πραγματοποιούνται στους «Ανεξαρτήτους Έλληνες», που εκφράζουν τη δυναμική της «λαϊκής δεξιάς». Ο κόσμος, μέσα από ένα καταπληκτικό κίνημα δύο χρόνων, επέβαλε τις κατευθύνσεις του στα κόμματα.

Είναι δυνατός ο μετασχηματισμός;

Δεν αρμόζουν σε μας κλαψουρίσματα του τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ, ή ΚΚΕ, για το πόσο «άσχημα τους φέρθηκε η ιστορία». Τα γεγονότα είναι εδώ, και θα πρέπει να αναμετρηθούμε μαζί τους. Το ερώτημα  λοιπόν είναι εάν και πόσο αυτή η συνάντηση ενός πολιτικού σχήματος – του 3%  ή 4% με συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά – με ευρύτερες λαϊκές μάζες θα παραγάγει ένα νέο και μόνιμο πολιτικό αποτέλεσμα.

Πολλοί φίλοι υποστηρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, δεδομένου του εθνομηδενιστικού και ελιτίστικου πυρήνα του σχήματος. Πως, στον βαθμό που δεν θέτει στην προτεραιότητά του το εθνικό μέλλον της χώρας, και δεν διαθέτει ένα όραμα γι' αυτήν, δεν θα μπορέσει να εκφράσει τις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού.

Άλλοι, αντίθετα, διατείνονται πως, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε σε αποδέκτη ενός ευρύτερου λαϊκού κινήματος, και επειδή η συγκυρία στην Ελλάδα εξακολουθεί ακόμα να θέτει ως κεντρικό ζήτημα τη σχέση με το Μνημόνιο και την Ευρώπη, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ – παρά τα τραγικά κενά του, σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, εθνικά κλπ. – να λειτουργήσει θετικά και, εν τέλει, να μετασχηματιστεί. Υποστηρίζουν πως κάτι ανάλογο συνέβη κατά τη γερμανική κατοχή: Ένα κόμμα που μέχρι τότε υποτιμούσε την εθνική διάσταση των προβλημάτων, προσδεμένο στη Σοβιετική Ένωση, εξαιτίας της συγκυρίας του πολέμου, που ενέπλεξε και την Σ.Ε., μεταβλήθηκε σε ηγέτη ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ο οποίος καθόλου δεν εντάσσονταν πριν στα θεωρητικά του σχήματα και τους προβληματισμούς του. Και υποστηρίζουν πως κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το πλήθος να επιβάλει την γραμμή του στην ηγεσία.

Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχουμε αναφερθεί σ' αυτό το δίλημμα. Και έχουμε αποφύγει να πάρουμε  μια a priori θέση. Πιστεύουμε πως πρέπει να μείνει ανοικτή η δυνατότητα τόσο της μιας όσο και της άλλης μετεξέλιξης, διότι όντως το παιγνίδι για την τύχη του αντιμνημονιακού κινήματος και του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Γι' αυτό εξάλλου και πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου υποστηρίξαμε πως, παρά τα ελλείμματα των αντιμνημονιακών σχημάτων, στα οποία περιλαμβανόταν και ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε κάποιο αντιμνημονιακό σχήμα, ο καθένας ανάλογα με την ευαισθησία και την προϊστορία του. Μόνο μετά από εκείνες τις εκλογές, και αφού πέρασαν τρεις εβδομάδες, οι οποίες μας έπεισαν για την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να έχει πειστική πρόταση εξουσίας, τοποθετήθηκα προσωπικά σε σχέση με τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, προκρίνοντας την υπερψήφιση άλλων αντιμνημονιακών σχημάτων. Και νομίζω ότι αυτή η θέση ανταποκρινόταν στα μύχια αισθήματα και τη βούληση ενός μεγάλου μέρους της ίδιας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά βάθος γνώριζαν και οι ίδιοι πως δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν, διότι μία κυβέρνηση ρήξης απαιτούσε ένα διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του λαού. Και είτε θα συμβιβάζονταν είτε θα προχωρούσαν, με τραγικές συνέπειες για το  κίνημα και στις δύο περιπτώσεις.

Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε προτεραιότητα στον αντιμνημονιακό χώρο και υπάρχουν σημαντικές τάσεις ενίσχυσής του. Ο Τσίπρας, στη συνέντευξη τύπου που έδωσε τη Δευτέρα 9 Ιουλίου, σε σχέση με την μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, τόνισε πως ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν φιλοδοξεί να εκφράσει μόνο τους αριστερούς και τις αριστερές, αλλά όλους όσοι επαναπροσδιορίζουν  την πολιτική τους συνείδηση στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος και όχι της κομματικής τους καταγωγής», δείχνοντας έτσι ότι κατανοεί ένα τουλάχιστον σημαντικό διακύβευμα. Μόνο που αυτό δεν πρέπει να εννοείται μόνον ψηφοθηρικά, ως προσέλκυση και ένταξη ψηφοφόρων κατ' εξοχήν από το ΠΑΣΟΚ, αλλά ειλικρινώς. Και κυρίως, ότι, για να μπορεί ένα πολιτικό σχήμα να εκφράσει ευρύτερες μάζες, δεν αρκεί να τις αποδεχτεί στο εσωτερικό του, αλλά θα πρέπει να μεταλλαχθεί και το ίδιο. Και αυτό βέβαια, δεν το είπε ο Αλέξης Τσίπρας. Η κίνηση είναι υποχρεωτικά διττή, και για την ευόδωση του εγχειρήματος απαιτείται κατ' αρχήν ο πατριωτικός μετασχηματισμός του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει οργανικά, και όχι μηχανικά ή πρόσκαιρα, νέες δυνάμεις.

Η ανάγκη ενός αυτόνομου πολιτικού πόλου

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι εμείς, μένοντας πιστοί σε μια θέση αρχών, δεν σπεύδουμε ούτε να καταδικάσουμε εκ προοιμίου, ούτε να …. «προσχωρήσουμε». [Πιστεύουμε εξάλλου, πως  δεν πρέπει να γίνονται όχι μόνον ανόσιες αλλά και άκαιρες συγκρίσεις με το ΕΑΜ και το 1942, ενώ θα πρέπει να πάψει να χρησιμοποιείται τόσο εύκολα, και σε επίπεδο καφενοκουβέντας, η σύγκριση με το ΕΑΜ, για ψύλλου πήδημα.] Εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση  με το 1942 (όταν δημιουργήθηκε το ΕΑΜ), βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή μιας κρίσης, η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί στη μορφή και τα χαρακτηριστικά που θα προσλάβει. Κατά συνέπεια, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε κάποιο άλλο πολιτικό σχήμα αποτελούν σήμερα το ανάλογο ενός εαμικού τύπου κινήματος, το οποίο, αντίθετα, είναι ακόμα στην αρχή της διαμόρφωσής του.

Ένα ακόμα σφάλμα το οποίο διαπράττουν οι φίλοι που μας καλούν να «βιαστούμε», σε μια αρνητική ή θετική αποτίμηση αυτού του πολιτικού σχηματισμού, είναι όταν το συγκρίνουν είτε με την ΕΔΑ του 1958, είτε με το ΠΑΣΟΚ του 1981. Ξεχνούν πως η ΕΔΑ αποτέλεσε το μόρφωμα που συγκέντρωνε το σύνολο της αριστεράς, ενισχυμένο τόσο από τους κοινωνικούς όσο – ή ίσως κυρίως – από τους εθνικούς αγώνες (κυπριακό). Όσο για το ΠΑΣΟΚ του 1981, έφτασε στην εξουσία ως η κατάληξη μιας διαδικασίας πολιτικής ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς, σε συνθήκες ευνοϊκής διεθνούς και εσωτερικής συγκυρίας, μετά την κατάρρευση της Χούντας.

Σήμερα, η κρίση μόλις έχει αρχίσει να αποσυνθέτει το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της χώρας, χωρίς ακόμα να έχει διαγραφεί πλήρως η κατεύθυνση που πρόκειται να πάρει. Γι' αυτό και είναι ανοικτή, και θα παραμένει ανοικτή για τα επόμενα χρόνια, η διαδικασία της συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου με κοινωνικά, οικολογικά, πατριωτικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Θα πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας για τη διαμόρφωση ενός αυτόνομου πολιτικού πόλου που θα συμβάλει στον σχηματισμό ενός ευρύτερου πολιτικού υποκειμένου. Σ' ένα τέτοιο πολιτικό υποκείμενο, έχουν θέση δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, από τους αγανακτισμένους, και από μικρότερα σχήματα, και από το ΚΚΕ, χωρίς ακόμα να είναι βέβαιο εάν κάποιος από αυτούς θα αποκτήσει την προτεραιότητα για τον σχηματισμό αυτού του πολιτικού πόλου, παρότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ισχυρότερος.

Εξάλλου, εάν δεν υπήρχαν φωνές σαν τη δική μας, που επί δεκαετίες θέτουν με επιμονή και συνέπεια αυτές τις αρχές, είναι βέβαιο πως και οι μετεξελίξεις στους μεγαλύτερους πολιτικούς σχηματισμούς θα ήταν πολύ μικρότερες. Γι' αυτό, και στο παρελθόν αντιταχθήκαμε στη λογική της προσχώρησής μας στο ένα ή το άλλο πολιτικό σχήμα. Διότι, τότε, η καθαρότητα της ιδεολογικής μας αντίληψης θα θόλωνε και θα είχαμε επιτύχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο. Πόσες φορές δεν είδαμε, μέσα από τη λογική της κομματικής πειθαρχίας, να αλλάζουν «οι θέσεις και οι γραμμές» τόσων φίλων ή πρώην φίλων μας. Δεν είδαμε τον Αλέκο Αλαβάνο να εγκαταλείπει τις πατριωτικές του θέσεις όταν έγινε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ; Δεν είδαμε όλους τους βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράφουν προσωπικά σε ψήφισμα συμπαράστασης υπέρ της κας Ρεπούση; Δεν τους είδαμε να συντάσσονται στην υποστήριξη του σχεδίου Ανάν; Εάν δεν είχαμε έναν ανεξάρτητο ρόλο και μια ανεξάρτητη φωνή, δεν θα είχαμε καταδικαστεί στη σιωπή ή στο στρογγύλεμα των απόψεών μας;

Από αντικείμενα σε υποκείμενα της ιστορίας

Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια πως οι όποιες πολιτικές διαφοροποιήσεις δεν πρέπει και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για να μην πάρει κανείς θέση, όταν τα πράγματα έχουν φτάσει σ' ένα κομβικό αποφασιστικό σημείο.  Δεν κρίνουμε όμως, όπως προείπαμε, ότι ακόμα τα πράγματα απαιτούν την ενσωμάτωση όλων σε ένα ενιαίο πολιτικό σχήμα.

Και είδαμε, με μεγάλη μας λύπη, πολλούς φίλους, και συντρόφους ακόμα, να έχουν μια λογική «εκλογικού πατριωτισμού» του τύπου «όποιος δεν ψηφίζει μαζί μας είναι ενάντιά μας». Λες και  το ερώτημα των εκλογών, π.χ., δηλαδή, ποιο κόμμα θα στηρίξει κανείς, ήταν ανάλογο με το εάν είσαι υπέρ ή κατά της γερμανικής κατοχής, υπέρ ή κατά του αγώνα των Κυπρίων, υπέρ ή κατά της Χούντας, ώστε να διαχωριστούν τα στρατόπεδα. Για μας, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να χωρίζουν αυτούς που αγωνίζονται για μια αυτόνομη, κοινωνικά δίκαιη, οικολογικά ισορροπημένη, εθνικά υπερήφανη και δημοκρατική χώρα, από τη μία, και από την άλλη όσους θέλουν την Ελλάδα υποταγμένη, τον λαό της παρία, χωρίς εθνική αξιοπρέπεια και ταυτότητα και χωρίς δημοκρατικούς θεσμούς. Και το πρώτο στρατόπεδο δεν συγκροτείται σε ένα ενιαίο πολιτικό σχήμα, ούτε έχει αποκτήσει κάποια ξεκάθαρη πολιτική υποστασιοποίηση.

Εν κατακλείδι λοιπόν, όσο πιο πολύ ενισχυθεί ένας πολιτικός πόλος που θα θέτει ολοκληρωμένα το  αίτημα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, τόσο μεγαλύτερη επίδραση θα έχει και στις εξελίξεις στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στους υπόλοιπους πολιτικούς φορείς και στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας συνολικά. Διότι, βέβαια, η πανουργία της ιστορίας δεν αρκεί ποτέ από μόνη της. Εξάλλου, και στο τόσο χρησιμοποιημένο παράδειγμα της Αντίστασης, δεν πρέπει  ξεχνάμε ότι, μετά το τέλος της, το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε αναμορφώσει ριζικά την ιδεολογική του μήτρα οδήγησε σε τεράστιες καταστροφές και ήττες το λαϊκό κίνημα – για να μην αναφερθούμε σε τραγικές οπισθοχωρήσεις όπως εκείνη του μακεδονικού, το 1948-49. Και, σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, διότι δεν έχουμε κάτι ανάλογο σε επίπεδο αγωνιστικότητας και συνειδητοποίησης. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα κίνημα που να έχει πλήρη συνείδηση των διακυβευμάτων και των στόχων του και δεν σπρώχνεται απλώς από ιστορικές αναγκαιότητες, που το ίδιο κατά βάσιν αγνοεί. Από την πανουργία της ιστορίας, όπου λειτουργούμε ως αντικείμενά της, πρέπει να περάσουμε στην κατανόησή της για να μεταβληθούμε σε ενεργούς διαμορφωτές της.

Και σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούμε, προωθώντας όχι μόνο δικές μας αυτόνομες κινήσεις, αλλά και μορφές συνάντησης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που νιώθουν την ανάγκη να συζητήσουν και να συνδιαμορφώσουν απόψεις, καθώς και να παρέμβουν όσο γίνεται πιο μετωπικά στις νέες συγκρούσεις που έρχονται. Άμεσα, λοιπόν, πρέπει να διαμορφωθεί ένα χώρος συζήτησης από φίλους ενταγμένους σε πολιτικά σχήματα, καθώς και ανένταχτους αγωνιστές, για το μέλλον της χώρας και του κινήματός μας.

 

ΠΗΓΗ: 10 Ιουλίου 2012, Γιώργος Καραμπελιάς, www.ardin-rixi.gr

Εκλογές 17/6/2012, διαμόρφωση αποτελέσματος & κρίση του ΚΚΕ

Εκλογές, διαμόρφωση αποτελέσματος και κρίση του ΚΚΕ

 

ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ – Αρ. 02

 


  Α. Η εκτίμηση για το εκλογικό αποτέλεσμα του Κόμματος

1. Το αποτέλεσμα των επαναληπτικών εκλογών της 17ης του Ιούνη συνιστά για το Κόμμα μας μία πρωτοφανούς έκτασης εκλογική ήττα, που δεν βρίσκει το ανάλογό της στην πρόσφατη ιστορική του διαδρομή και που θα επιδράσει αποφασιστικά στην παραπέρα πορεία του. Το Κόμμα μας έχασε 258.893 ψήφους, δηλαδή το 48.29% της εκλογικής του δύναμης, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις εκλογές  της 6ης του Μάη. Από 26 βουλευτές, που είχε εκλέξει, στις επαναληπτικές εκλογές εξέλεξε μόνο 12. Ενώ στην κατάταξη, κατά την εκλογική δύναμη, των κομμάτων που εισέρχονται και αντιπροσωπεύονται στη βουλή κατρακύλησε στην τελευταία θέση.

Από την άποψη της ιστορικής αναλογίας το εκλογικό αποτέλεσμα της  17ης του Ιούνη είναι χειρότερο και από το αποτέλεσμα των εκλογών του 1993, κατά τις οποίες το Κόμμα μας είχε αποσπάσει 313.001 ψήφους έναντι 277.179 ψήφων στις εκλογές της 17ης του Ιούνη και το 4.54% έναντι του 4.50% των ψηφισάντων.  Η διαφορά με τις εκλογές του 1993 βρίσκεται στο γεγονός ότι, τότε, το Κόμμα μας  τελούσε ακόμη κάτω από την ισχυρή επίδραση των δραματικών γεγονότων των ανατροπών των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Κ. και Αν. Ευρώπης αλλά και κάτω από την επίδραση της διάσπασης που είχε υποστεί, όπου έχασε τα 2/3 των κομματικών οργανωμένων του δυνάμεων.

Το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει και επιβεβαιώνει την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση ότι το Κόμμα μας έχει εισέλθει σε μια νέα φάση της πορείας του, που το εμφανές χαρακτηριστικό της στοιχείο είναι ότι απομονώνεται από τις λαϊκές και εργαζόμενες μάζες, γεγονός που θα θέσει σε ισχυρή δοκιμασία τη δυνατότητα ανάκαμψής του, παραπέρα θα διακινδυνεύσει ακόμη και την ίδια του την ύπαρξη, εάν συνεχίσει να πορεύεται με μια πολιτική, που για δεύτερη φορά και σε διάστημα ενός μηνός και με τον πιο καταλυτικό και επίσημο τρόπο απορρίφθηκε.

2. Η καθοδική πορεία του Κόμματος είχε ήδη γενικά δρομολογηθεί από το 2007 όπου εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της Γενικής Οικονομικής Κρίσης του καπιταλισμού, όπου το Κόμμα μας αδυνατεί να τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι σ' αυτήν   αλλά και να σχεδιάσει άμεσα τον τρόπο που θα την αντιμετωπίσει, σε συνάρτηση με το καθεστώς της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και με στόχο την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση και τη χρεοκοπία.

Με την επίσημη αναγνώριση της καπιταλιστικής κρίσης, τον Οχτώβρη του 2008, από τη διεθνή και ντόπια ολιγαρχία και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, η ηγεσία του Κόμματος προβάλλει τη θέση ότι η διέξοδος από την οικονομική κρίση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι  «η Λαϊκή Εξουσία και η Λαϊκή Οικονομία», που επεξηγείται περαιτέρω με την επίσημη θέση: Αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έξοδος από την  οικονομική κρίση με εργατική λαϊκή εξουσία, μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους και κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.

Όσο χρονικό διάστημα αυτή η θέση, που με τους κομματικούς όρους σημαίνει αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έξοδος από την οικονομική κρίση με σοσιαλιστική επανάσταση, δεν γίνεται από τις λαϊκές και εργαζόμενες μάζες, από τα μικροαστικά στρώματα, που βρίσκονται σε πορεία μαζικής καταστροφής, πραχτικά κατανοητή και για όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν απεμπλακεί από το κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα του δικομματισμού, το Κόμμα μας μπορεί ακόμα να διατηρεί τις δυνάμεις του και να γίνεται αποδέχτης και ενός μέρους της δυσαρέσκειας που προκαλεί η αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κυβερνήσεων.

Από τη στιγμή, όμως, που οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα άρχισαν να εγκαταλείπουν το δικομματισμό – εξ αιτίας της εφαρμοζόμενης, κύρια, οικονομικής πολιτικής – με κορύφωση τις εκλογές της 6ης του Μάη και δεν αναγνώριζαν στην πρόταση διεξόδου που πρόβαλε το Κόμμα μας μια ουσιαστική πρόταση που θα αφορούσε στα άμεσα και καυτά προβλήματα που αντιμετώπιζαν, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας και την επίλυση του αναπτυξιακού της προβλήματος, οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα που επηρέαζε το εγκατέλειψαν με τον πιο εκκωφαντικό, τιμωρητικό και ιστορικά παραδειγματικό τρόπο.

3. Οι ευθύνες της ηγεσίας του Κόμματος είναι τεράστιες και καθίστανται ακόμη πιο σοβαρές από τη στιγμή που συνεχίζει να αρνείται να τις αναγνωρίσει και να τις παραδεχτεί, από τη στιγμή που ενοχοποιεί, ασυλλόγιστα και ακατανόητα, τις ίδιες τις λαϊκές και εργαζόμενες μάζες, τα μικροαστικά στρώματα, γιατί έπεσαν «θύματα των αυταπατών τους» και της «διαχειριστικής λογικής» της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ!

Η ηγεσία του Κόμματος αποδεικνύει με τη στάση της, στην καλύτερη περίπτωση,  ότι είναι ολοκληρωτικά αποσπασμένη από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, ότι έχει κατασκευάσει στο μυαλό της και υπηρετεί μια εικονική πραγματικότητα, θολή και συγχυσμένη κι αυτή, που την έχει θεωρητικοποιήσει και που αυτή οδηγεί στη μείωση του κύρους του Κόμματος, στην απομάκρυνση λαϊκών δυνάμεων από αυτό, στην αποδιάρθρωση και στην ασυναρτησία του πολιτικού του λόγου,  στη διάλυση της οργανωτικής του δομής, στον πολιτικό και ιδεολογικό αφοπλισμό των μελών του κόμματος, των οπαδών και ψηφοφόρων του. Με τη στάση της αυτή, επίσης,  η ηγεσία του Κόμματος συμβάλλει στην καλλιέργεια εύλογων αποριών, αναπάντητων ερωτημάτων, ενοχικών αισθημάτων και τάσεων φυγής και απομάκρυνσης των κομματικών δυνάμεων που απέμειναν σ' αυτό.  

Η απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του Κόμματος, της 18ης του Ιούνη, καταδεικνύει την αποφασιστικότητα της ηγεσίας του Κόμματος να φορτώσει τις ευθύνες για το κραυγαλέα άσκημο εκλογικό αποτέλεσμα στον ίδιο τον εργαζόμενο λαό, να προχωρήσει στον ίδιο ολισθηρό δρόμο που έχει χαράξει. Αναδεικνύει την περίσσεια του ανορθολογικού πολιτικού λόγου που χαρακτηρίζει τη σημερινή ηγεσία του Κόμματος, την αμεριμνησία της και την έλλειψη ευθύνης για το μέλλον του και την ύπαρξή του, αποκαλύπτει τον αλαζονικό της χαρακτήρα.

Η ηγεσία του Κόμματος δεν αντιλαμβάνεται ότι ήδη άλλαξαν οι όροι για την πολιτική δράση του Κόμματος και της δυναμικής του μέσα στο λαϊκό και εργατικό κίνημα, της εθνικής και διεθνούς απήχησής του. Ο σχηματισμός κυβέρνησης και η προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός νέου αστικού πολιτικού συστήματος περιλαμβάνει την με κάθε κόστος εφαρμογή του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης, γεγονός που θα οδηγήσει στην αύξηση του αυταρχισμού και της καταστολής, την ίδια στιγμή που  το μακρύ χέρι της «Χρυσής Αυγής» θα αναλαμβάνει να «παρεμβαίνει» στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας και στην καθημερινότητα των εργαζομένων με την καλλιέργεια του φόβου και της τρομοκρατίας.   

Όσο για τη δική μας πρωτοβουλία να δημοσιοποιήσουμε το πολιτικό και κομματικό μας πρόβλημα αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης του Μάη ήρθε η ίδια η ζωή να μας δικαιώσει μπροστά στα μάτια όλων των κομματικών δυνάμεων, των οπαδών και ψηφοφόρων του Κόμματος, να αποδείξει την πολιτική αμετροέπεια όλων εκείνων που μας κατηγόρησαν για τους άδηλους σκοπούς μας, την ίδια στιγμή που οι μεν μας κατέτασσαν στην «απέναντι όχθη» ως «άσπονδους φίλους» και οι άλλοι «στο πλευρό» της ηγεσίας. Αυτοί οι τελευταίοι δεν είχαν καν και το πολιτικό θάρρος να ανακοινώσουν την ανοιχτή τους υποστήριξη στο Κόμμα στις εκλογές, μιλούσαν και μιλούν στο όνομα της σωτηρίας του, αλλά,  δυστυχώς, στην πραγματικότητα, λειτουργούν ως κληρονόμοι των ερειπίων του. Από την πλευρά μας κλείνουμε οριστικά και αμετάκλητα αυτό το θέμα και «με τους μεν» και «με τους δε» και δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για το ΚΚΕ και να παλεύουμε με το ΚΚΕ.

Β. Ποιοι παράγοντες διαμόρφωσαν το εκλογικό αποτέλεσμα

Η εκλογική αποτυχία του Κόμματος δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία». Είναι το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα της συνολικής πορείας του, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Οι παράγοντες που το διαμόρφωσαν είναι οι παρακάτω:

1. Η εγκατάλειψη εκ μέρους της ηγεσίας του Προγράμματος του Κόμματος, που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο. Με τον τρόπο αυτό στερήθηκε τη δυνατότητα να προτείνει λύση στην πιο κρίσιμη περίοδο που οι εργαζόμενοι, μετά την εγκατάλειψη του δικομματισμού, πρακτικά έβαζαν θέμα διακυβέρνησης της χώρας. Ταύτισε την τακτική με τη στρατηγική – αποκλείοντας τη πρώτη και στρέφοντάς τη, ταυτόχρονα, σε βάρος της δεύτερης, και εγκλωβίστηκε στο στρατηγικό στόχο του κόμματος με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην εργάζεται για να δημιουργηθεί το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο πάλης, που θα διεκδικούσε και τη διακυβέρνηση της χώρας και την εξουσία, αλλά, παραπέρα, αφού, μ' αυτόν τον τρόπο δε δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση τελικά να την υπονομεύει αδυνατίζοντας στο έπακρο τη δύναμη και το ρόλο του Κόμματος, που είναι προϋπόθεση για την πραγματοποίησή της. 

2. Η ουσιαστική εγκατάλειψη της ιδεολογία μας και η αντικατάστασή της από ένα συνοθύλευμα  τροτσκιστικών και νεοτροτσκιστικών επεξεργασιών, που ιστορικά αποδείχτηκαν λαθεμένες, έχουν ως υπόστρωμα τη μικροαστική ανυπομονησία για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ δεν είναι σε θέση στο πολιτικό επίπεδο να αποδώσουν πολιτικές λύσεις με βάση τη λενινιστική αρχή: «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Η ηγεσία του Κόμματος παρασύρθηκε από το γενικό σχήμα ότι ανάμεσα σε δυο κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς δεν μπορεί να παρεμβληθεί ένας τρίτος, που αυτό είναι σωστό, αλλά το επέκτεινε και στα ζητήματα της πολιτικής εξουσίας, πράγμα που είναι λάθος. Δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στο «πολιτικό» και το «κοινωνικό». Έτσι διέγραψε τις μεταβατικές περιόδους, οι οποίες υπάρχουν στην κοινωνία (και στη φύση) και ιστορικά έχουν καταγραφεί (και στη φύση έχουν αποτυπωθεί).

3. Η πολιτική και η στάση του Κόμματος στο εργατικό κίνημα, γιατί απομονώθηκε από την εργατική τάξη, γιατί πέραν του αναγκαίου πολιτικού και ιδεολογικού διαχωρισμού με τις αστικορεφορμιστικές, σοσιαλρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις διαχώρισε και οργανωτικά το εργατικό κίνημα κάθετα μέχρι κάτω. Το αποτέλεσμα ήταν να  αποσύρει πρακτικά και επί της ουσίας τις δυνάμεις του από τα σωματεία και τις ομοσπονδίες με παράγωγο αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασχοληθεί ουσιαστικά, παρά μόνο αποσπασματικά, με τα πραγματικά και άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, στη σύνδεσή τους με το πρόγραμμα του κόμματος και την προοπτική του σοσιαλισμού, αφού αναίρεσε τη βασική αρχή του κομμουνιστικού κινήματος ότι «το κόμμα είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός μέσα στο εργατικό κίνημα». Το γενικό αποτέλεσμα ήταν να αδρανοποιηθούν τα σωματεία των εργαζομένων, αυτός ο θεμελιώδης και αναντικατάστατος οργανωτικός και συνδικαλιστικός θεσμός τους. Έτσι το Κόμμα μας δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει παράλληλα και τον κυβερνητικό συνδικαλισμό και γενικότερα τον οπορτουνισμό. Τελικά αυτή η πολιτική και η στάση του Κόμματος έφερε και τη μείωση των δυνάμεών του μέσα στο εργατικό κίνημα.

4. Η οργανωτική του δομή και λειτουργία, γιατί αναίρεσε στην πράξη το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και τους λενινιστικούς κανόνες λειτουργίας ενός επαναστατικού, κομμουνιστικού κόμματος. Αφαίρεσε το αντικείμενο δουλειάς των ΚΟΒ με αποτέλεσμα αυτές να γενικολογούν γύρω από το στρατηγικό στόχο του κόμματος, να αποσπαστούν από τη ζωντανή πραγματικότητα των εργαζομένων, να σπάσουν τους δεσμούς τους μ' αυτούς. Να μη μπορούν να αναπτύξουν τη δράση τους στο χώρο τους, που είναι το οξυγόνο για τη λειτουργία των ΚΟΒ, το καθημερινό «σχολείο» για τη δραστηριότητα των κομματικών μελών και για την ανάδειξη στελεχών. Αυτή η κατάσταση έφερε οργανωτική καχεξία και η ανάδειξη των στελεχών δεν ήταν το αποτέλεσμα της δράσης τους και της άμεσης επαφής τους με τους εργαζόμενους.

Γ. Το Κόμμα μας βρίσκεται σε κρίση

Το Κόμμα μας έχει περιέλθει σε κρίση. Κρίση που εκφράζεται στην πολιτική του, την ιδεολογία του και την οργανωτική του λειτουργία. Κορυφαία έκφραση αυτής της κρίσης, γι αυτή τη περίοδο, είναι η ίδια η αλαζονική στάση της ηγεσίας του Κόμματος που αυτοεπαίρεται ότι εν γνώσει της ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα πήγε «κόντρα στο ρεύμα». Δηλαδή, ισχυρίζεται η ηγεσία του Κόμματος ότι είχε προβλέψει το εκλογικό αποτέλεσμα και πήγε στις εκλογές «χτυπώντας τις καμπάνες» μήπως και ακούσουν οι εργαζόμενοι και ο ελληνικός λαός για την «εργατική, λαϊκή εξουσία». Αδιαφόρησε παγερά και παρέκαμψε όλες τις σαφείς και καταγεγραμμένες προειδοποιήσεις εκ μέρους των οπαδών και ψηφοφόρων του Κόμματος για τη γραμμή του Κόμματος. Δεν έλαβε υπόψη της ότι στις δημόσιες συσκέψεις κανείς από τους οπαδούς του Κόμματος δεν τη κατηγόρησε γιατί είπε «όχι» στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την «Αριστερή κυβέρνηση». Την κατηγόρησαν, όμως, γιατί εγκατέλειψε το Πρόγραμμα του Κόμματος.

Μία απάντηση και ένα ερώτημα.

Η απάντηση είναι: Το Κόμμα μας από τότε που δημιουργήθηκε πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Πηγαίνει κόντρα στις αστικές ιδεολογίες, στα κόμματα της ολιγαρχίας, στη σοσιαλδημοκρατία, στο φασισμό, στις προκαταλήψεις των λαϊκών μαζών, στις αντιδημοκρατικές πρακτικές των αστικών πολιτικών δυνάμεων, στην καταστολή, στον αυταρχισμό, στον πόλεμο, στον ανορθολογισμό, στο μυστικισμό, στη μεταφυσική, στις θρησκείες, στις θεωρίες της «ψωροκώσταινας», στην καθυστέρηση, στην εξαθλίωση των εργαζομένων, στην υποτέλεια, στην εξάρτηση, στις ξένες επεμβάσεις, στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό.

Σ' αυτήν την αιματόβρεχτη και γεμάτη θυσίες πορεία κόντρα στο ρεύμα απέκτησε κύρος, καθορίστηκε ως ιστορικός πατριωτικός και διεθνιστικός προοδευτικός πολιτικός οργανισμός με αδιαμφισβήτητη προσφορά στην ιστορική εξέλιξη της χώρας μας. Υποκλίθηκαν μπροστά του ακόμη και οι αντίπαλοί του. Κόντρα στο ρεύμα αυξήθηκε στις εκλογές του 1981 και κόντρα στο ρεύμα αύξησε τις ψήφους του στις εκλογές το 1985, παρά τη μικρή μείωση του ποσοστού του.

ΠΟΤΕ, όμως δεν πήγε κόντρα στους όρους και τις προϋποθέσεις ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών. Και εδώ είναι το πρόβλημα. Η ηγεσία του Κόμματος οδήγησε τα πράγματα σε τέτοιο σημείο, που στη συνείδηση των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών να μειωθεί το κύρος του, να απαξιωθεί ο πολιτικός του λόγος με αποτέλεσμα να του γυρίσουν την πλάτη.

Το ερώτημα είναι:  Πως συμβαίνει οι θέσεις του Κόμματος να έχουν ευρύτερη απήχηση αλλά να βρίσκονται «σε αναντιστοιχία» με το εκλογικό αποτέλεσμα και ταυτόχρονα να έχει προβλέψει αυτό το αποτέλεσμα; Κάθε πολιτικός οργανισμός που προβλέπει ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό γι αυτόν, ταυτόχρονα, διαπιστώνει ότι η απήχηση των θέσεών του μειώνεται. Κάθε πολιτικός οργανισμός που διαπιστώνει την ευρύτερη απήχηση των θέσεών του ανταμείβεται με την αύξηση των δυνάμεών του, ίσως όχι στο βαθμό που θα έπρεπε. Πως εδώ, με την ηγεσία του Κόμματος, συμβαίνει αυτό το παράλογο φαινόμενο;

Φαίνεται ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει αντιληφθεί ακόμη ότι το Κόμμα μας το στήριξαν και το ψήφισαν αυτοί που το πόναγαν, που αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα της ύπαρξής του, την αναγκαιότητα να μην αποκλειστεί από τη βουλή κι ας διαφωνούσαν με την πολιτική του γραμμή. Και μ' αυτήν την έννοια σημειώθηκαν και ορισμένες επιστροφές ψηφοφόρων.

Το Κόμμα μας βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Οι κομματικές δυνάμεις θα επωμιστούν το δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης και ανάτασης του Κόμματος. Όλοι πρέπει να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας και όλες μας τις δυνάμεις. Η ηγεσία του Κόμματος πρέπει να αντιληφθεί και να αναλάβει τις ευθύνες της και να διευκολύνει την ανασυγκρότηση του Κόμματος. Αυτό που χρειάζονται αυτή τη στιγμή οι κομματικές δυνάμεις είναι να κατανικήσουν τα αισθήματα λύπης και απογοήτευσης. Αυτό που δεν χρειάζονται οι κομματικές δυνάμεις είναι να βρεθούν μπροστά σε ένα ανοίκειο κυνήγι μαγισσών. Οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές.

 

 18/06/2012

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 21 Ιουνίου 2012, http://neaspora.blogspot.gr/2012/06/blog-post_3363.html