Αρχείο κατηγορίας Το τέλος της δικοματικής μεταπολίτευσης

ΟΙ εκλογές της 6ης Μαϊου του 2012 αποτέλεσαν και το εκλογικό τέλος της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στα χέρια του Ευάγγ. Βενιζέλου & Α. Παπανδρέου για το ένα και Α. Σαμαρά και Κ. Καραμανλή του νεώτερου ήλθε το τέλος. Το τι θα ξημερώσει είναι ένα χαοτικό, ελπιδοφόρο και αντιφατικό ζήτημα….

«Επιδρώντας» στο ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά …

«Επιδρώντας» στο ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά: το αδιέξοδο μιας αυταπάτης

 

Των Θωμά Σουνάπογλου και Γιώργου Κρεασίδη

 

Η συζήτηση για την αριστερή κυβέρνηση, από πολλές αριστερές δυνάμεις και φωνές, γίνεται συχνά με προβληματική μεθοδολογία. Αποσυνδέονται τα γενικά κριτήρια για το ζήτημα των μετώπων και της εξουσίας από το συγκεκριμένο πρόγραμμα και την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι, γίνονται ορισμένα λογικά άλματα, ακόμα και πολιτικές λαθροχειρίες. Πρώτα πρώτα, παρουσιάζεται ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ και ένα άλλο πρόγραμμα από αυτό που έχει.

Συνήθως εμφανίζεται μια ψευδής εικόνα, σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται με θετικό τρόπο σαν να έχει:

– ένα κατά βάση αριστερό φιλολαϊκό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, με κάποιες έστω αυταπάτες και λάθη για την ΕΕ, αλλά «αυτό θα το ξεπεράσει η ζωή», μέσα από μια αλυσιδωτή διαδικασία που θα μοιάζει με ντόμινο,

– μια σωστή στόχευση πολιτικής αλλαγής μέσω της πρότασης για αριστερή κυβέρνηση (με κάποια λάθη τακτικής, όταν απευθύνεται στον Καμένο ή την ΔΗΜΑΡ) και

– με κοινωνική βάση τις εργατικές λαϊκές δυνάμεις (με κάποια αδυναμία  ή/και υποτίμηση στην οργάνωσή τους).

Από την άλλη, πάντα κατά την ίδια συλλογιστική – και με κριτικό τρόπο – παρουσιάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ σαν να έχει μια ηγεσία η οποία:

– δεν στηρίζεται όσο πρέπει στο μαζικό κίνημα  και υπερτονίζει τον κοινοβουλευτικό δρόμο,

– λαθεύει επικίνδυνα για τη δυνατότητα αξιοποίησης ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων,

– δεν έχει plan B στην περίπτωση αποπομπής από την ευρωζώνη

– δεν επιμένει στην «ενότητα της Αριστεράς», αλλά αλληθωρίζει παράλληλα προς ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητους Έλληνες.

Ο «μέσος όρος» αυτών των «θετικών και αρνητικών στοιχείων», οδηγεί όσους ακολουθούν αυτό τον τρόπο σκέψης, στο ένα συμπέρασμα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια δύναμη σε ταλάντευση» ή αλλιώς ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί "ανοιχτό ζήτημα"…».

Δικαιολογείται έτσι μια αχρονική εφαρμογή «ενιαίου μετώπου», ώστε να γύρει η ταλάντευση προς την αριστερή μεριά.

Καθορίζεται τελικά, με αυτό το δικαιολογητικό υπόστρωμα, είτε μια γραμμή ενεργητικής στράτευσης (βλέπε π.χ. συμμετοχή εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων της Αριστεράς στο ΣΥΡΙΖΑ, Κουβελάκης κ.λπ.), είτε κριτικής στήριξης της πολιτικής στρατηγικής του (π.χ. «Πρωτοβουλία των 1000» κ.ά.) και ειδικότερα της κυβερνητικής προοπτικής που χαράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα του «εφικτού».

Φτιάχνεται  έτσι ένα πολιτικό φάσμα διαδοχικής  συνέχειας, που στη μια του άκρη έχει τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (ή και του αντεξουσιαστικού χώρου!) και στην άλλη άκρη του μας περιμένει η Κατσέλη και άλλοι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ, ο Καμμένος και η ΔΗΜΑΡ.

Διότι αλλιώς «δεν μπορεί να φτιαχτεί κυβέρνηση», που είναι και το βασικό και μεγάλο ζητούμενο.  Άλλωστε, όπως λέγεται με νόημα, «και ο Τσάβες στην αρχή είχε και δεξιούς υπουργούς».

Έτσι και χωρίς ορισμένοι να το πάρουν και καλά καλά χαμπάρι, θα βρεθούν -αν βρεθούν- να αποτελούν από ατύχημα συγκυβερνώσα κυβερνητική παράταξη, μαζί με άλλους οι οποίοι τους προκαλούν αποτροπιασμό για την πολιτική τους. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κουβέλης βρέθηκε για λόγους «εθνικής ανάγκης», να συγκυβερνά μαζί με το φασίστα Βορίδη. Όλα γίνονται…

Κατά τη γνώμη μας, πρέπει στη συζήτησή μας να στηριζόμαστε στα πραγματικά δεδομένα, με βάση τα γενικά πολιτικά μας κριτήρια. Αυτό απαιτεί μια συγκεκριμένη εκτίμηση για την πολιτική φυσιογνωμία και στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.

– Έτσι, κωδικοποιώντας όσα προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να προσπερνά κανείς ως τυχαία, ούτε σαν ατοπήματα κάποιων δεξιών στελεχών, που τυχαίνει και να εκπονούν το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, τα παρακάτω:

– Η πρόσδεση στο Ευρώ και την ΕΕ και η ουσιαστική αποδοχή του δεσμευτικού πλαισίου τους (Σύμφωνο για το ευρώ, Δημοσιονομικό Σύμφωνο), σε συνδυασμό με την αποδοχή του χρέους, κάνουν αδύνατη απίθανη μια ριζοσπαστική δέσμη μέτρων που θα δώσουν μια άμεση ανακούφιση στο λαό.

– Η  προγραμματική δέσμευση για διατήρηση του σημερινού επιπέδου δαπανών και της άρνησης της συγκεκριμένης τοποθέτησης για αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις από το 21% που βρίσκεται σήμερα (πιο χαμηλά και από τη νεοφιλελεύθερη Μ. Βρετανία), οδηγούν μοιραία σε απουσία από το πρόγραμμα της επαναφοράς των κομμένων μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους,  μη δέσμευση για την κατάργηση της «εισφοράς» αλληλεγγύης ή σύναψη Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα δώσει πίσω τον κλεμμένο πλούτο από τους εργαζόμενους. Ακόμα και το προφανές μέτρο της απόδοσης επιδόματος ανεργίας για όλους τους ανέργους και η αύξησή του από το κωμικό ποσό των 360 ευρώ, είναι πολυτέλεια για τον ΣΥΡΙΖΑ

– Η αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων και η ανάπτυξη που δε θα πειράξει τις δαπάνες στους ήδη ρημαγμένους τομείς της υγείας, της παιδείας και των συγκοινωνιών. Είναι χαρακτηριστική η αναδίπλωση για την COSCO, αλλά πολύ περισσότερο η υιοθέτηση της «προσέλκυσης επενδυτών», μέσω του σχήματος για «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας και όχι «εκποίηση».

– Η μη κατάργηση  ουσιαστικά της πολιτικής των μνημονίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ ρητά μιλά για  αντικατάσταση των μνημονίων με «εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, όπου βασική φιλοσοφία του προγράμματος είναι μια "ρεαλιστική, αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική σταθεροποίηση", δηλαδή μια «αριστερή» ευρωπαϊκή λιτότητα.

Όλα αυτά έχουν ένα κοινό νήμα που τα συνδέει και αυτό δεν είναι άλλο από την πολιτική στρατηγική της «ελάφρυνσης των βαρών» της κοινωνίας μέσω από μια παρέμβαση, διά της κυβέρνησης, στο πεδίο της αναδιανομής εισοδήματος και χωρίς ανατροπή στο πεδίο της παραγωγής και της διεθνούς θέσης της χώρας μέσα στην ΕΕ.

Αυτό, για να συμβεί, έχει δύο βασικές προϋποθέσεις.

Πρώτον, να υπάρξει μια καπιταλιστική ανάπτυξη και μάλιστα θηριώδης, ώστε να απορροφηθούν 1,5 – 2 εκατομμύρια άνεργοι.

Δεύτερον, αυτοί οι εθνικά σκεπτόμενοι και κοινωνικά ευαίσθητοι επενδυτές, να προσφερθούν να μοιράσουν το πλεόνασμα.

Και τα δύο, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και απορρύθμισης της ευρωζώνης, είναι όνειρα θερινής νυκτός. Ουσιαστικά πρόκειται για μια αντίληψη που βλέπει το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα στο έδαφος του καπιταλισμού που σφραγίζεται από την αυταπάτη της επιστροφής σε κάποιας μορφής κεϊνσιανισμό. Λες και η βαρβαρότητα που ζούμε είναι αποτέλεσμα του στενού ορίζοντα μιας πολιτικής ελίτ και αρκεί η αλλαγή πολιτικού διαχειριστή για να την ξεπεράσουμε…

Υπάρχει η πείρα του ΠΑΣΟΚ και της στάσης της Αριστεράς, «φιλοσοβιετικής» και «ευρωκομμουνιστικής», απέναντί του, που δεν πρέπει να προσπεραστεί έτσι αβασάνιστα.

Η εκτίμηση που έχει κανείς για μια πολιτική δύναμη, όσο αφορά τα θεμελιώδη κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά της, είναι ζήτημα κλειδί για τον καθορισμό της πολιτικής τακτικής απέναντί της.

Η θεωρία «ενισχύουμε τα θετικά, αντιπαλεύουμε τα αρνητικά», κλασικό δόγμα της στάσης του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. μετά το 1981 απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, αποτέλεσε τον τάφο για την Αριστερά και όχι μόνο σε εκείνη την πολιτική συγκυρία. Αποτέλεσε ένα εφεύρημα των ηγεσιών τους που είχε σαν αποτέλεσμα να προσπεραστεί η εκτίμηση ότι ο βασικός χαρακτήρας του ΠΑΣΟΚ ήταν ένα αστικό κόμμα, με ισχυρότατη επιρροή στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Ένα κόμμα που είχε επομένως όλες τις προϋποθέσεις για ένα αναγκαίο αστικό εκσυγχρονισμό του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς», όταν  η τελευταία είχε εξαντλήσει τα όριά της.

Το κλασικό αντεπιχείρημα στις κριτικές φωνές για αυτή τη στάση συμπληρωματικού ρόλου της Αριστεράς, αποτελούσε πάντα το γεγονός ότι «οι εργατικές μάζες είναι στο ΠΑΣΟΚ» ή όπως το έθετε ο Μίμης Ανδρουλάκης, «ο Ανδρέας έφερε την έννοια του σοσιαλισμού και της αλλαγής σε κάθε σπίτι». Λες και η εργατική τάξη έχει μια θεϊκή αποστολή, περίπου κατά το νόμο της βαρύτητας, αν δεν στηρίζει κομμουνιστικά κόμματα, σίγουρα να στηρίζει κόμματα μισοεπαναστατικά.

Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι στις συνθήκες εκείνες, όχι μόνο είχε το ΠΑΣΟΚ συντριπτική εκλογική υπεροχή στα λαϊκά στρώματα, αλλά είχε και πλήρη και καθολική ηγεμονία, γεγονός που είχε επίδραση στις επιλογές του. Τα οργανωμένα τμήματα της βιομηχανικής εργατικής τάξης, με ποσοστά της ΠΑΣΚΕ άνω του 70% (ναυπηγεία, χαλυβουργία, πολεμική βιομηχανία κ.λπ.), σήμερα αποτελούν άπιαστο όνειρο για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δε θα αποφύγουμε το πειρασμό να θυμίσουμε την πρόβλεψη του Μ. Ανδρουλάκη, όταν υποστήριξε την πολιτική της κριτικής υποστήριξης του ΠΑΣΟΚ, πως «όταν αυτό θα τα στρίψει προς τα δεξιά, τότε θα ξηλωθεί ταχύτητα προς τα αριστερά, όπως διαλύεται το καλσόν όταν ξηλωθεί ένας πόντος».  Αλλά και τη σκωπτική αποστροφή του Κ. Τζιαντζή για αυτή τη λογική,  που μιλούσε για «εφαψίες της πολιτικής».

Μας έρχεται αμέσως  η αντίρρηση ότι πρόκειται για μια αντιιστορική τοποθέτηση, καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια σήμερα για επανέκδοση μιας σοσιαλδημοκρατικής πρότασης. Συχνά μάλιστα υποστηρίζεται πως αυτό το εγγυάται η προέλευση του βασικού κορμού του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ από την κομμουνιστική Αριστερά και το ΚΚΕ, καθώς και η εξωκοινοβουλευτική προέλευση των ριζοσπαστικών συνιστωσών. Ξεχνά μια τέτοια αντίληψη ότι και το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα που είναι η μετεξέλιξη του ιστορικού Ιταλικού ΚΚ, στήριξε την κυβέρνηση του Μόντι, του «Ιταλού Παπαδήμου», ενώ ήταν η δική του κυβέρνηση υπό τον Πρόντι που ξήλωσε το κοινωνικό κράτος και ρήμαξε τις εργασιακές σχέσεις. Ξεχνά επίσης ότι η Κομμουνιστική Επανίδρυση μετά τη στήριξη του Πρόντι από σημείο αναφοράς για μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς, βρέθηκε να είναι μια περιθωριακή δύναμη.

Το επιχείρημα που θέλει τη σοσιαλδημοκρατική πρόταση να μην επαναλαμβάνεται είναι ορθότατο, μόνο που είναι απολύτως αντεστραμμένο. Αν το 1970 ή το 1980 υπήρχε ένα στοιχειώδες έδαφος για να σταθούν μεταρρυθμιστικές βελτιωτικές λύσεις εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, σήμερα η δυνατότητα αυτή, λόγω της ποιοτικής εμβάθυνσης της κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και των διπλών αρνητικών επιδράσεων μιας ευρωζώνης πραγματικού κρεματόριου, είναι πραγματικά εντελώς οριακή και μόνο σαν σύντομο επεισόδιο και πρελούδιο μιας αποφασιστικής κλιμάκωσης της ταξικής αντιπαράθεσης για το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό όμως είναι λόγος όχι για να υποστηρίζεται κριτικά, αλλά να αντιπαλεύεται μια σύγχρονη ρεφορμιστική πολιτική γραμμή αστικού εκσυγχρονισμού, εντός καπιταλιστικού πλαισίου και ΕΕ!

Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι οι λαϊκές μάζες δεν θα έχουν προσμονή και αυταπάτη για κάτι τέτοιο, άρα ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να στηρίξουν «εύκολες λύσεις» ανακούφισης είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά. Και αυτό ακριβώς είναι που βλέπουμε στην αναδιάταξη του πολιτικούς σκηνικού. Ο εμβριθής επαναστάτης και ο πολιτικός επιστήμονας μπορεί να ισχυρίζονται -και ορθά- ότι περιθώρια άσκησης σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής δεν υπάρχουν. Ωστόσο, χάρη και στην παρελθούσα πολιτική και ιδεολογική ύπνωση που έχει προσφέρει και η Αριστερά του «μέσου όρου θετικών και αρνητικών» και του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων», οι αυταπάτες του κόσμου μπορούν να αναγεννιούνται, με τη μορφή της ελπίδας της άμεσης και άκοπης λύσης, χωρίς ιδιαίτερη συμμετοχή και ενεργοποίηση του. Πολύ περισσότερο, όταν αυτές οι αυταπάτες συντηρούνται και υποδαυλίζονται και από ρεύματα της Αριστεράς… Μόνο που το κόστος της συντριβής θα είναι βαρύτερο για όλους.

ΠΗΓΗ: Fri, 2013-04-26, http://aristeroblog.gr/node/1622

Οι αναμνήσεις και το «Σχέδιο Β»

Οι αναμνήσεις και το «Σχέδιο Β»

Του Αλέκου Αλαβάνου

Πρέπει να ήταν ένα βράδυ, τέλη Γενάρη του 1973. Ακριβώς 40 χρόνια πριν. Πρέπει να ήταν στην Καισαριανή. Δύο μέρες πριν είχαν κοπεί τα πόδια πολλών από μας, όταν η χούντα ανακοίνωσε τη διακοπή της «αναβολής» και την άμεση παρουσία στα κέντρα εκπαίδευσης πεζικού για εκατό και πάνω φοιτητές. Δύο μέρες μετά δοκιμάσαμε την ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή μηχανή, του καψωνιού, της βίας, που για πολλούς κατέληξε στα κέντρα βασανισμών της ΕΣΑ.

Συνέχεια

ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ: Ας διεκδικήσουμε την εξουσία…

Ας γίνουμε ρεαλιστές, ας διεκδικήσουμε την …εξουσία

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Απογοήτευση και δυσφορία έχουν προκαλέσει στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ οι «ασκήσεις  ρεαλισμού» στις οποίες μεθοδικά και σχεδιασμένα επιδίδεται το κόμμα από την επομένη των εκλογών του Μαΐου. Έκτοτε μέχρι και τη συνέντευ­ξη του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ, Αλέξη Τσίπρα, στην κρατική τηλεόραση την προη­γούμενη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου, οι με­ταμορφώσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι θεαματι­κές, τροφοδοτώντας εσωκομματικές δια­φωνίες που θα κορυφωθούν στη συνεδρί­αση της Κεντρικής Επιτροπής που ξεκίνη­σε χθες και θα ολοκληρωθεί σήμερα, χω­ρίς ωστόσο να αναμένονται καν διορθω­τικές κινήσεις από τη μεριά της ηγεσίας. Το μόνο που θα γίνει θα είναι εκατέρωθεν διαβεβαιώσεις για συνέπεια από τους μεν και κόσμιες αντιδράσεις από τους δε…

Συνέχεια

Βόμβες κατά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλ. Αλαβάνο

Βόμβες κατά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλ. Αλαβάνο

 

Συνέντευξη του Αλέκου Αλαβάνου [στο Real.grΡεπορτάζ: Σκουρής Βασίλης]

 

Σοβαρές αιχμές κατά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα αφήνει με συνέντευξή του στο Real.gr ο πρώην Πρόεδρος του κόμματος Αλέκος Αλαβάνος, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι «ποτέ τα τελευταία χρόνια δεν ήταν τόσο μεγάλη η πολιτική απουσία της Αριστεράς».

«Παρά το ότι ένα κόμμα αριστερής καταγωγής είναι στην κυβέρνηση, παρότι άλλο κόμμα αριστερής καταγωγής είναι αξιωματική αντιπολίτευση, ποτέ τα τελευταία χρόνια δεν ήταν τόσο μεγάλη η πολιτική απουσία της αριστεράς. Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο», επισημαίνει χαρακτηριστικά, ενώ τονίζει ότι ο ξένος παράγοντας προχωρά στην ανασύσταση του δικομματισμού με διαφορετικούς παίκτες!

«Ο ξένος παράγοντας, μέσα στον πανικό του από το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ευρωζώνης, δεν δίστασε να θυσιάσει τον δικομματισμό, όταν αξίωσε τη συμμετοχή της ΝΔ στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα παρακολουθούμε σε αργή αλλά σταθερή κίνηση την προσπάθεια ανασύστασης του δικομματισμού με διαφορετικούς όμως παίκτες. Εδώ εντάσσονται και ο έρωτας για τον Ομπάμα και οι καταγγελίες για συμμορία της δραχμής και οι νοικοκυραίοι και οι συνεργασίες με τη λαϊκή δεξιά και τόσα άλλα» τονίζει με νόημα.

Παράλληλα ο Αλέκος Αλαβάνος υπογραμμίζει ότι «η Νέα Δημοκρατία έχει μεν κομματικό αντίπαλο, δεν έχει όμως προγραμματικό και ιδεολογικό αντίπαλο», ενώ υποστηρίζει πως «οι μεγάλες κινητοποιήσεις στις πλατείες δεν έφεραν αποτέλεσμα γιατί κανένα κόμμα δεν τις στήριξε». Τέλος, ο πρώην Πρόεδρος αναφέρει: «Τι πάει να πει κυβερνησιμότητα; Είναι σαν τους δέκα μικρούς νέγρους της Άγκαθα Κρίστι. Άλλο πράγμα χρειάζεται ο τόπος».

Η συνέντευξη του πρώην Προέδρου του ΣΥΝ Αλέκου Αλαβάνου στο Real.gr έχει ως εξής:


Οι μετρήσεις δείχνουν σταθεροποίηση της κυβέρνησης, με αύξηση μάλιστα των δυνάμεων της ΝΔ. Πού οφείλεται αυτό κ. Πρόεδρε; Και πόσο θα κρατήσει;

 Δεν ξέρω τι αξία έχουν αυτές οι μετρήσεις όταν υπάρχει τέτοια ρευστότητα και τόσο μεγάλη απογοήτευση από το κοινοβουλευτικό σκηνικό. Νομίζω ότι αυτές οι δημοσκοπήσεις έχουν συμβάλει πολύ στην πλήρη παρακμή της πολιτικής ζωής. Μαγκιές, κόλπα, κουτσαβακισμοί, επιδειξιομανίες, νεοπλουτισμοί κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο κυβέρνησης – αντιπολίτευσης προκειμένου να κερδίσουν καμιά μονάδα στα ποσοστά τους. Στο ερώτημά σας τώρα: κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση συμφωνούν στο βασικό, ότι «η έξοδος από το ευρώ είναι εθνική καταστροφή». Αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ έχει μεν κομματικό αντίπαλο, δεν έχει όμως προγραμματικό και ιδεολογικό αντίπαλο. Σε αυτό επιχειρεί να στηρίξει την ηγεμονία της.

Οι δημοσκοπήσεις επίσης δείχνουν τους πολίτες να πιστεύουν πως απομακρύνεται το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας…

Αν όντως το πιστεύουν, κάτι δεν πάει καλά με την ενημέρωσή τους. Η έκθεση του ΔΝΤ δείχνει καθαρά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, μέχρι τέλος του χρόνου θα έχουμε νέα κρίση, θα έρθει η τρίτη περικοπή των δανειακών υποχρεώσεων, αλλά δεν πρόκειται να μας βγάλει ούτε αυτή από το τέλμα της ανεργίας και της οικονομικής διάλυσης.

Ταυτόχρονα, πάντως και ενώ λαμβάνονται τα πλέον σκληρά μέτρα, οι κοινωνικοί αγώνες παραμένουν πολύ χαμηλά. Σε τίποτα δεν θυμίζουν τις κινητοποιήσεις επί κυβέρνησης Παπανδρέου…

Σωστό. Είναι οι επιτάξεις, οι επιστρατεύσεις και γενικά η κυβερνητική βία. Είναι το κόστος μιας μέρας απεργίας για ένα πενιχρό πια μισθό. Είναι οι μεγάλες κινητοποιήσεις στις πλατείες που δεν έφεραν αποτέλεσμα γιατί κανένα κόμμα δεν τις στήριξε φέρνοντας έτσι απογοήτευση και παραίτηση. Κυρίως όμως είναι η έλλειψη μιας άλλης επιλογής, που θα δώσει λύση στην ανεργία και τη στέρηση, θα δώσει ελπίδα και θα κινητοποιήσει την κοινωνία. Για αυτό για μας έχει τόση σημασία να γίνει ένας μεγάλος διάλογος για το Σχέδιο Β΄.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, επίσης, όσο εντείνει τη λεγόμενη «στροφή στον κυβερνητισμό» δείχνει να χάνει προς τα αριστερά. Εκτιμάτε ότι θα της βγει πολιτικά και εκλογικά αυτή η «στροφή στην κυβερνησιμότητα»;

Τι πάει να πει «κυβερνησιμότητα»; Είναι σαν τους «δέκα μικρούς νέγρους» της Άγκαθα Κρίστι. Κάποιοι είναι στους κυβερνητικούς θώκους, είναι στις ειδήσεις, είναι στα CNN και στα Συμβούλια, και μετά εξαφανίζονται ένας ένας αφήνοντας την Ελλάδα μέσα στη διάλυση. Άλλος για την αφάνεια, άλλος για την περιφρόνηση, άλλος για τη φυλακή. Άλλο πράγμα χρειάζεται ο τόπος. Να πιστέψει με την ψυχή του ο λαός στις δυνάμεις του, να πιστέψει ότι θα τα καταφέρει μια χαρά χωρίς Ευρωζώνες, χωρίς ιδιωτικές τράπεζες, χωρίς δάνεια, ότι μπορεί να στήσει μια νέα Ελλάδα. Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση για μια κυβέρνηση σήμερα: να συνεπάρει και να εμπνεύσει τον λαό σε ένα δρόμο βαθιών αλλαγών.

Αλήθεια, το φλερτ ΣΥΡΙΖΑ – Ομπάμα πώς το βλέπετε;

Δεν έχω να πω κάτι ιδιαίτερο, μόνο κάτι πιο γενικό. Ο ξένος παράγοντας, μέσα στον πανικό του από το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ευρωζώνης, δεν δίστασε να θυσιάσει τον δικομματισμό, όταν αξίωσε τη συμμετοχή της ΝΔ στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα παρακολουθούμε σε αργή αλλά σταθερή κίνηση την προσπάθεια ανασύστασης του δικομματισμού με διαφορετικούς όμως παίκτες. Εδώ εντάσσονται και ο έρωτας για τον Ομπάμα και οι καταγγελίες για συμμορία της δραχμής και οι νοικοκυραίοι και οι συνεργασίες με τη λαϊκή δεξιά και τόσα άλλα.

Από το Συνέδριο του ΚΚΕ τι περιμένετε κ. Πρόεδρε;

Θα ήταν καλή μια μεγάλη θετική έκπληξη. Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος όμως.

Για εσάς ποια είναι η πολιτική και εκλογική νίκη; Τι πρέπει να γίνει;

Παρά το ότι ένα κόμμα αριστερής καταγωγής είναι στην κυβέρνηση, παρότι άλλο κόμμα αριστερής καταγωγής είναι αξιωματική αντιπολίτευση, ποτέ τα τελευταία χρόνια δεν ήταν τόσο μεγάλη η πολιτική απουσία της αριστεράς. Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο. Κι ελπίζω ότι θα αντιμετωπισθεί. Μια ενωτική πρωτοβουλία κινήσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς για το Σχέδιο Β΄ απέναντι στο Σχέδιο Α' θα μπορέσει να δώσει ουσία πάλι στην πολιτική ζωή.

Να αναδείξει τα πραγματικά ερωτήματα: Πώς θα αντιμετωπίσουμε την ανεργία, πώς θα κινηθεί η βιομηχανία, πώς θα ανοίξουν τα μαγαζιά; Με τις ντιρεκτίβες της Ευρωζώνης, με τα τοκοχρεολύσια, χωρίς ρευστότητα, με ιδιωτικές τράπεζες; Ή με τον δικό μας σχεδιασμό, με δημόσιες τράπεζες, με τη ρευστότητα που μπορεί να μας δώσει ένα εθνικό νόμισμα; Αυτή η συσπείρωση θα είναι σύντομα παρούσα και στις πολιτικές και στις εκλογικές αναμετρήσεις.


ΠΗΓΗ: 30/1/2013, http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=206765&catID=1

Ο ελλείπων κρίκος

Ο ελλείπων κρίκος

 

Του Γιώργου Καραμπελιά

 

Είναι προφανές και πανθομολογούμενο πως η σαρωτική οικονομική και κοινωνική κρίση έχει ως συνέπεια μια εξίσου ή ίσως ακόμη περισσότερο βαθύτατη πολιτική κρίση του συστήματος. Μια κρίση που καθορίζεται από πολλές παραμέτρους και διαθέτει πολλαπλές συνιστώσες.

Α) Κατ΄ αρχάς μετατίθεται το κέντρο βάρους της εξάρτησης από τις ΗΠΑ προς τη Γερμανία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πλήρη υποκατάσταση, αλλά οδηγεί μάλλον σε συγκυριαρχία. Δηλαδή το παιγνίδι της εξάρτησης παύει να είναι μονοδιάστατα αμερικανοκεντρικό και αποκτά περισσότερους πόλους, γεγονός που δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο.

Β) Η κρίση οδηγεί ή θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αναδιάταξη και των οικονομικών πόλων ισχύος στο εσωτερικό της χώρας, όπου το κέντρο βάρους θα περάσει από τους εγχώριους «νταβατζήδες» στους εξωχώριους και κατεξοχήν τους Γερμανούς, καθώς και όσους συνδεθούν μαζί τους. Το αεροδρόμιο και ο ΟΤΕ άνοιξαν απλώς το δρόμο και ακολουθεί η ΔΕΗ, η ενέργεια, ακόμη και οι Τράπεζες.

Γ) Η αποδυνάμωση των εθνικών κεφαλαιοκρατικών ομίλων δεν συνεπάγεται μόνον την ενδυνάμωση του γερμανικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, αλλά και εκείνη άλλων δυνάμεων όπως της Τουρκίας (το 2011 αποτέλεσε τον δεύτερο εξαγωγικό προορισμό της ελληνικής οικονομίας), της Ρωσίας και της Κίνας.

Δ) Οι αλλαγές στην κοινωνική διάρθρωση της χώρας, οδηγούν σε μια χωρίς προηγούμενο κοινωνική πόλωση με τη φτωχοποίηση ή την «προλεταριοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων και την εξαθλίωση των κατώτερων.

Ε) Η ελληνική κρίση επειδή πραγματοποιείται σε συνθήκες γεωπολιτικής αναδιάταξης και αναταραχής σε όλη τη Μ. Ανατολή και τον αραβικό κόσμο, συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια της χώρας και τα μεταναστευτικά ρεύματα.

ΣΤ) Τέλος η καθολική κρίση της δυτικής ηγεμονίας αναδιατάσσει τη διάταξη των δυνάμεων στην παγκόσμια σκακιέρα, αναδεικνύοντας νέους πόλους ισχύος σε περιφερειακό επίπεδο και αποδυναμώνοντας παλαιότερους.

Υπ' αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει το ούτως ή άλλως σαθρό πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο της χώρας.

Γι' αυτό θα παρατηρηθούν βαθύτατες μετακινήσεις και ανατροπές όχι μόνο στα πολιτικά σχήματα αλλά και στα πνευματικά και πολιτισμικά ρεύματα που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία.

Το κυρίαρχο σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, και κυρίως μετά το 1990, ρεύμα του εθνομηδενισμού, το οποίο έτεινε να κυριαρχήσει και σ' όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά κόμματα, θα απολέσει την αναμφισβήτητη ηγεμονία. Ας θυμηθούμε τι είχε συμβεί στη δεκαετία του '90 και στις αρχές του 2000. Το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ είχε ηττηθεί κατά κράτος από το σημιτικό εκσυγχρονισμό και σχήματα όπως εκείνο του Τσοβόλα, του Παπαθεμελή και του Χαραλαμπίδη θα καταποντιστούν πολιτικά και εκλογικά. Στη Νέα Δημοκρατία η «πατριωτική» πτέρυγα του Αντώνη Σαμαρά μετά από πρόσκαιρη αναλαμπή με την «Πολιτική Άνοιξη» θα χαθεί από το πολιτικό προσκήνιο. Τέλος στην Αριστερά ο εθνομηδενισμός, ούτως ή άλλως ισχυρός, θα επικρατήσει κατά κράτος στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ και θα είναι ίσως ακόμη ισχυρότερος στα πανεπιστήμια, στον Τύπο και στην «πνευματική ζωή» του τόπου. Για είκοσι χρόνια το όραμα των ελίτ της χώρας θα συμπυκνώνεται στη φράση του Ράμφου «να σκοτώσουμε τον Έλληνα» που είχαμε μέσα μας.

Η κατάρρευση την οποία βιώνουμε οδηγεί σε ανατροπή αυτών των πνευματικών και πολιτικών σταθερών. Η μεταβολή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή αποικία χρέους και η καθολική εκπτώχευση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, δεν επιτρέπουν πλέον στις παγκοσμιοποιητικές και «ἑυρωλιγούρικες» αυταπάτες να παραμένουν ηγεμονικές. Κάτω από τις νέες συνθήκες ο εθνομηδενισμός θα πάψει να ηγεμονεύει ως μια πλειοψηφική και «συναινετική» ιδεολογία που «βόλευε» έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων στα πλαίσια του παρασιτικού εκμαυλισμού της ελληνικής κοινωνίας και θα μεταβληθεί σε ιδεολογία των Κούισλινγκ και των δοσιλόγων. Καθόλου τυχαία, κάποιοι από αυτούς, περιχαρακωμένοι στα πολιτιστικά ένθετα των άλλοτε κραταιών φυλλάδων τους, μας καλούν ανοιχτά να δεχτούμε τη διακυβέρνησή μας από τους Γερμανούς, επιστρέφοντας κατά ένα παράδοξο τρόπο στους γερμανοτσολιάδες και τους Κούισλινγκ προγόνους τους. Το ίδιο και στο επίπεδο των πολιτικών κομμάτων, δεν θα μπορούν πια να επιβιώσουν φθαρμένα και διεφθαρμένα μαζικά κόμματα εμφορούμενα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.

Ακόμα περισσότερο κάτι ανάλογο δεν μπορεί να συμβεί στα αντιμνημονιακά και κυρίως στα αριστερά κόμματα. Δεν μπορείς να είσαι ενάντιος στην ξένη κυριαρχία που παίρνει αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα να αρνείσαι ή να λοιδορείς την εθνική ταυτότητα και το εθνικό συμφέρον των Ελλήνων. Και εδώ βρίσκεται ο σημαντικότερος ελλείπων κρίκος του υπό διαμόρφωση νέου πολιτικού σκηνικού. Στα δεξιά, έστω με στρεβλό τρόπο έχει αρχίσει με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ακόμα και τη Χρυσή Αυγή, η αποκόλληση ενός τμήματος της ελληνικής δεξιάς από τον νεοδημοκρατικό πυρήνα. Η «κεντροαριστερά» ούτως ή άλλως συρρικνώνεται λόγω της κοινωνικής συρρίκνωσης των μεσοστρωμάτων, ενώ η αριστερά διογκώνεται εξαιτίας ακριβώς αυτής της συρρίκνωσης. Και όμως η διόγκωσή της πραγματοποιείται μέσα στα υπαρκτά εθνομηδενιστικά ιδεολογικά πλαίσια της αριστεράς της όψιμης μεταπολίτευσης. Δηλαδή η εκτίναξη της αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ γύρω στο 35%) δεν αντιστοιχεί στην ιδεολογική συγκρότηση κομμάτων που στην καλύτερη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν παρά μόνο το 10% του ελληνικού λαού. Επομένως εδώ παρατηρείται ένα πολύ μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό κενό. Η αριστερά είναι υποχρεωμένη, όπως συνέβη και στην Κατοχή, να εκφράσει προνομιακά μια εθνοαπελευθερωτική διάθεση του ελληνικού λαού. Και όμως την ίδια στιγμή ελέγχεται ιδεολογικά από ένα στενό πυρήνα παρελθούσης χρήσεως και κοπής. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ένα βαθύ πολιτικό κενό, που μπορεί να καλυφθεί με δύο τρόπους. Είτε τα υπαρκτά πολιτικά σχήματα της Αριστεράς και κατεξοχή ο ΣΥΡΙΖΑ, που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ρευστότητα, θα πραγματοποιήσει μια εσωτερική ιδεολογική επανάσταση, είτε για να ανταποκριθεί στις νέες πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες, είτε ο κυρίαρχος ιδεολογικά εθνομηδενισμός θα της το απαγορεύσει, και ένας πολιτικός πόλος κοινωνικοκεντρικός και πατριωτικός θα αναδυθεί για να καλύψει αυτό το κενό.

Τα τριάντα πέντε χρόνια της ροπής προς τον εθνομηδενισμό που χαρακτήρισαν την αριστερά στην Ελλάδα, (ήπιας μέχρι το 1990 και ασυγκράτητης στη συνέχεια) έχουν λάβει τέλος. Έχει έρθει η ώρα για μια πατριωτική αναδιάρθρωση του ελληνικού πνευματικού και πολιτικού σκηνικού. Και αυτό, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποφύγουν οι συστημικές δυνάμεις. Έτσι κατόρθωσαν στην πρώτη φάση να γελοιοποιήσουν ή να περιθωριοποιήσουν το κίνημα των Αγανακτισμένων και τις πολιτικές συσσωματώσεις που ανέδειξε (π.χ. τη Σπίθα, αλλά και άλλες). Στη συνέχεια, επιχείρησαν και επιχειρούν ακόμα να τις εγκλωβίσουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να τις αποδυναμώσουν και να τις εξουδετερώσουν (ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν με τον Μανώλη Γλέζο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη που από εκφραστές πατριωτικών αντιλήψεων στο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν στην περιρρέουσα εθνομηδενιστική ομοφωνία). Τέλος, με διάφορες ομαδοποιήσεις και σχήματα, που θα πολλαπλασιαστούν στην επόμενη περίοδο, προσπαθούν να αναβαπτίσουν παλαιές φθαρμένες δυνάμεις του πασοκισμού, ώστε να «τοποθετηθούν» πολιτικά και να ελέγξουν τις πιθανές μετεξελίξεις που πολύ σύντομα θα εκφραστούν. Ωστόσο, αυτές οι απόπειρες δεν πρόκειται να αποδώσουν. Γιατί το κύμα του κοινωνικού πατριωτισμού και τον εθνοαπελευθερωτικών απόψεων είναι τόσο ισχυρό ώστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα εκφραστεί. Στην περίπτωση που υπάρξει μία κατάρρευση της παρούσας κυβέρνησης και η αριστερά βρεθεί στην εξουσία οι ρήξεις θα ακολουθήσουν αμέσως μετά. Στην περίπτωση που το παρόν σύστημα αντέξει, και δεν πραγματοποιηθούν εκλογές μέχρι και το επόμενο Φθινόπωρο, τότε δεν θα συνεχίσει να συντηρείται η σημερινή επίπλαστη ομοφωνία ανάμεσα στις πατριωτικές και εθνομηδενιστές δυνάμεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διότι η κοινωνία πιέζει προς πατριωτική κατεύθυνση. Διότι, για την ώρα, μόνο η προοπτική μιας άμεσης πιθανότητας εκλογών  και εξουσίας μπορεί να κουκουλώνει τις βαθύτατες διαφορές γραμμής και προοπτικής. Τέλος δεν είναι δυνατόν ξεφτισμένες μορφές και σχήματα του άλλοτε ενιαίου ΠΑΣΟΚ να εκφράσουν αυτή τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, εισερχόμεθα σε μια περίοδο όπου θα αρχίσει να σφυρηλατείται και ο ελλείπων κρίκος του πολιτικού και ιδεολογικού τοπίου της χώρας. Εκείνος μιας πατριωτικής, κοινωνικής, οικολογικής και δημοκρατικής πρότασης που θα αναλάβει να διεξάγει με ξεκάθαρους όρους τη μάχη για την κοινωνική και εθνική μας απελευθέρωση.

Πολλοί φαντάστηκαν πως, – με την συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, την εμφάνιση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής – έχει ήδη λάβει τελεσίδικο χαρακτήρα η ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου, όμως πλανώνται πλάνη οικτρά. Η ανασύνθεση μόλις έχει αρχίσει. Ούτε ο χώρος της λαϊκής δεξιάς θα καταληφθεί οριστικά από τους χρυσαυγίτες, ούτε η Ν.Δ. θα κατορθώσει να μείνει αλώβητη, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και το ΚΚΕ με τη σημερινή του γραμμή, θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως έχουν. Νέες πολιτικές συσσωματώσεις και νέες ιδεολογικές προτάσεις θα αναδυθούν πολύ σύντομα στο πολιτικό προσκήνιο. Κοντός ψαλμός αλληλούια.

 

ΠΗΓΗ: Ιανουαρίου 7, 2013, http://ardin-rixi.gr/archives/10678

Σύριζα & ΚΚΕ – I

Σύριζα & ΚΚΕ, Κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός & Κομμουνιστικός τηλεσιγραφισμός

 

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

 

Το ερώτημα που τίθεται από τα πράγματα, αν μπορεί να υπάρξει ένας «τρίτος δρόμος», πέρα από τον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ και τον επαναστατικό τελεσιγραφισμό του ΚΚΕ. Και αν υπάρχει μια κρίσιμη μάζα αριστερών αγωνιστών που θα δώσει αξιοπιστία και δυναμισμό σε ένα παρόμοιο εγχείρημα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα ενιαίο μέτωπο αγώνα και νίκης…

Η πρόσφατη πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ και η δημοσίευση των Θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ έθεσαν τους δύο ισχυρότερους πόλους της ελληνικής Αριστεράς στην τελική ευθεία για τα κομματικά τους συνέδρια, που θα πραγματοποιηθούν, σχεδόν παράλληλα, την άνοιξη. Πρόκειται στην ουσία για συνέδρια προγραμματικής, πολιτικής και οργανωτικής επανίδρυσης. Τα πιεστικά προβλήματα που θέτουν ενώπιον της Αριστεράς η ιστορικών διαστάσεων κρίση του καπιταλισμού και η τρομερή επίθεση που δέχεται ο κόσμος της εργασίας υποχρεώνουν και τα δύο κόμματα να αναζητήσουν ριζοσπαστικά καινούργιες απαντήσεις. Ωστόσο, οι εν λόγω απαντήσεις κινούνται σε κατευθύνσεις που αποκλίνουν δραματικά μεταξύ τους και, πολύ φοβόμαστε, από τις ανάγκες των κοινωνικών δυνάμεων που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν.

Διακηρυγμένος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η μετατροπή του από ιδεολογικά άμορφη συνομοσπονδία συνιστωσών σε ενιαίο πολιτικό φορέα, ικανό να αναλάβει το βάρος μιας αριστερής διεξόδου από την κρίση. Το στόχο αυτό (υποτίθεται ότι θέτει η προγραμματική διακήρυξη που δόθηκε στη δημοσιότητα κάτω από τον τίτλο «Τι είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ», σκόπιμα προκαλώντας ιερόσυλους συνειρμούς με το ιστορικό μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».'Εστω κι έτσι, προδίδει μια θεμελιώδη αλήθεια: Ότι ο υπό διαμόρφωση «ενιαίος» ΣΥΡΙΖΑ ούτε είναι ούτε καν φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε πραγματικό κόμμα, με στοιχειωδώς συνεκτική ιδεολογία και σαφή στρατηγική, αλλά σε ένα ρευστό «μέτωπο χωρίς κόμμα», με συνεκτικό ιστό την προσμονή της «αριστερής κυβέρνησης».

 Στο κείμενο της προγραμματικής διακήρυξης κάθε προοδευτικός πολίτης, από την Αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι τους πολιτικά σκεπτόμενους αντιεξουσιαστές, μπορεί να βρει κομμάτια που τον εκφράζουν. Οι καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ ανιχνεύονται στο ΕΑΜ, την ΕΔΑ, αλλά και τις «γνήσια δημοκρατικές δυνάμεις» της Ένωσης Κέντρου. Ο μεν καπιταλισμός είναι «σύστημα εκμετάλλευσης», σου πρέπει να ανατραπεί, η δε «δημιουργική επιχειρηματικότητα, που λειτουργεί για το δημόσιο όφελος, δεν θα πληγεί, αλλά θα βοηθηθεί». Ο σοσιαλισμός είναι «ο στρατηγικός μας στόχος», όπως λένε οι μαρξιστές, αλλά και «δρόμος διαρκούς αγώνα» που ξεκινά από το σήμερα, όπως διατείνονταν όλοι οι σοσιαλδημοκράτες, από τον Μπερνστάιν μέχρι τους Παπανδρέου.

 Η ευρωζώνη είναι «ζώνη γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, αν όχι καταναγκασμού», ευτυχώς όμως υπάρχει (ίσως σε κάποιο παράλληλο σύμπαν) «η δική μας Ευρώπη… των λαών, των επαναστάσεων του κοινωνικού κράτους». Την εύθραυστη «ενότητα» αυτών των ακραία αντιφατικών θέσεων απείλησαν να διαρρήξουν δύο τροπολογίες του Αριστερού Ρεύματος, οι οποίες πόλωσαν τη συνδιάσκεψη ανάμεσα στην «Αριστερά» και στη συμμαχία «Κέντρου» και «Δεξιάς». Η πρώτη εξ αυτών περιόριζε την αναζήτηση πολιτικών συμμάχων ή και κυβερνητικών εταίρων του ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά του (κυρίως ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ), επιδιώκοντας να αποτρέψει καιροσκοπικές συμμαχίες με τη ΔΗΜΑΡ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες κτλ. Η δεύτερη επιχειρούσε να δεσμεύσει την κομματική ηγεσία ότι, στην προοπτική σχηματισμού αριστερής κυβέρνησης, θα επιμείνει στην ακύρωση των μνημονίων και τη μονομερή διαγραφή όλου ή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ακόμη κι αν τεθεί ζήτημα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

 Η διαχωριστική γραμμή της συνδιάσκεψης ήρθε για να μείνει. Η συνοχή αυτού του ιδιότυπου «μετώπου χωρίς κόμμα» αναπόφευκτα θα δοκιμαστεί κάποια στιγμή – είτε με το σχηματισμό μιας «αριστερής κυβέρνησης» που θα προδώσει τις λαϊκές ελπίδες, αν συνεχίσει το δρόμο των κοινοβουλευτικών αυταπατών και του δογματικού ευρωπαϊσμού, είτε και πριν από τις εκλογές, αν τερματιστεί η ασταθής δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ή αν η ανέτοιμη ηγεσία του παραλύσει μπροστά στα πελώρια πολιτικά διλήμματα μιας γενικευμένης κοινωνικής σύγκρουσης.

Οι ενδείξεις είναι ήδη ορατές. Η αριστερόστροφη πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης κάνει λόγο για «λαϊκό ξεσηκωμό» και «παλλαϊκό ανένδοτο αγώνα» με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης, προειδοποιώντας τους πολίτες ότι θα πρόκειται για «μια διαδικασία μεγάλων συγκρούσεων», οι οποίες «θα θέσουν στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού». Δεν πρόλαβε όμως να στεγνώσει το μελάνι στο χαρτί και ήρθε ο Γιάννης Δραγασάκης, με συνέντευξη του στο Βήμα της 9ης Δεκεμβρίου, να υποστηρίξει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες (σ.σ. για την κατάργηση των μνημονίων και τη διαγραφή του χρέους) παρά μόνο αν προκληθεί» από τους Ευρωπαίους. Δεν θα σε πειράξω, αν δεν με πειράξεις! Λες και δεν έχει «προκληθεί» βάναυσα ο έλληνας εργαζόμενος από τα μνημόνια της κοινωνικής βαρβαρότητας και του εθνικού εξευτελισμού! Τι νόημα είχε τότε να μαζευτούν 3.000 σύνεδροι για να ψηφίσουν μια διακήρυξη που λέει «καμιά θυσία για το ευρώ» και δεσμεύει το κόμμα ότι θα ακυρώσει μονομερώς τα μνημόνια;

Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι «Θέσεις» της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για το 19ο συνέδριο δεν μπορούν να κατηγορηθούν για καιροσκοπική πολυσυλλεκτικότητα. Η ιδεολογική συνοχή, η πολιτική σαφήνεια και η οργανωτική στερεότητα αποτελούν, άλλωστε, τα κυριότερα στοιχεία που επιτρέπουν στο ΚΚΕ να συσπειρώνει ένα σημαντικό και πολύτιμο δυναμικό αριστερών αγωνιστών – στους δρόμους πολύ περισσότερο από ό,τι στις κάλπες. Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι στις πολύ σκληρές συγκρούσεις που βρίσκονται μπροστά μας χρειάζεται κάτι σταθερό και στέρεο, πέρα από τη μεταμοντέρνα πλουραλιστική ρευστότητα ενός μεγάλου, εκλογικού μηχανισμού.

Το μέγα ερώτημα είναι ποιο πολιτικό σχέδιο εξυπηρετεί αυτή η ιδεολογική καθαρότητα. Η απάντηση είναι απογοητευτική. Απέναντι στην τρομερή κρίση που βιώνουμε και κινδυνεύει να οδηγήσει τους έλληνες εργαζόμενους στο βιοτικό επίπεδο των πατεράδων ή των παππούδων τους, η μόνη απάντηση που δίνει η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ είναι η… σοσιαλιστική επανάσταση! Απορρίπτει ρητά ακόμη και την έννοια του μεταβατικού προγράμματος ως ρεφορμισμό, θεωρώντας ότι ακόμη και στόχοι όπως η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν «να ενσωματωθούν σε αστικές επιδιώξεις» αν δεν συνοδεύονται από τη… δικτατορία του προλεταριάτου! Πρόκειται για πραγματικό αμόκ «επαναστατικού» τελεσιγραφισμού προς τις λαϊκές μάζες: Ή δεχόσαστε το 100% του προγράμματος μας και την καθοδήγηση του κόμματος μας, ή ο αγώνας σας για άμεση διέξοδο από την κρίση είναι μάταιος, αν όχι και ύποπτος.

 Μα τι λέτε, εμείς δεν είμαστε σεχταριστές, εμείς προτείνουμε κοτζάμ Λαϊκή Συμμαχία, θα πουν οι συντάκτες των «Θέσεων». Πράγματι. Μόνο που η περίφημη Λαϊκή Συμμαχία, όπως διαβάζουμε, θα αποτελείται από το ΚΚΕ, το ΠΑΜΕ και τις συναφείς μετωπικές συσπειρώσεις του… ΚΚΕ και των οπαδών του!

Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία» και μάλιστα «πιο συντηρητική σε σύγκριση με τη σοσιαλδημοκρατία της μεταπολιτευτικής περιόδου», δηλαδή χειρότερος κι από το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη χειρότερα, η Κεντρική Επιτροπή αποκλείει κάθε δυνατότητα ενιαίου μετώπου όχι μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με οποιοδήποτε ριζοσπαστικό, αντικαπιταλιστικό κόμμα ήθελε προκύψει μελλοντικά στα αριστερά του (εδώ φωτογραφίζει Αριστερό Ρεύμα και ΑΝΤΑΡΣΥΑ), προφητεύοντας ότι θα πρόκειται για «ένα νέο ανάχωμα της λεγόμενης αριστερής ή κομμουνιστικής ανανέωσης»!

 Υπάρχει ένα ενοχλητικό ερώτημα: Γιατί, παρά τις τόσες επαναστατικές κορώνες, το ΚΚΕ δεν εισπράττει, καιρό τώρα, την εχθρότητα από τους κυριότερους εκπροσώπους του συστήματος – αντίθετα, βλέπουμε κύρια άρθρα μεγάλων αστικών εφημερίδων να το επαινούν για τη «σοβαρότητα» που επιδεικνύει; Απλούστατα, γιατί η πολιτική γραμμή που έχει χαράξει είναι πολύ αριστερή στα λόγια και πολύ λίγο επικίνδυνη στην πράξη. Καταδικάζει το ΚΚΕ στο ρόλο ενός μεγάλου μαρξιστικού ομίλου, ενός κόμματος προπαγάνδας και όχι πολιτικής διεύθυνσης ενός «επικίνδυνου» κινήματος μαζών.

Οι πράξεις μιλάνε πιο δυνατά από τα λόγια κι ένα βήμα του πραγματικού κινήματος αξίζει περισσότερο από μια ντουζίνα προγραμματικών διακηρύξεων. Δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν χάνει ευκαιρία να επιδείξει γραφειοκρατική εχθρότητα σε κάθε αυθόρμητη, αντιφατική, πάντως ριζοσπαστική εκδήλωση των μαζών εάν δεν την ελέγχει απολύτως. Χθες ήταν ο Δεκέμβρης του 2008, τώρα είναι οι πλατείες και το κίνημα των Αγανακτισμένων, για το οποίο οι «Θέσεις» αποφαίνονται ότι «στηρίχθηκε, ενθαρρύνθηκε – αν δε σχεδιάστηκε κιόλας – από μηχανισμούς της αστικής τάξης»!

Το ερώτημα που τίθεται από τα πράγματα, αν μπορεί να υπάρξει ένας «τρίτος δρόμος», πέρα από τον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ και τον επαναστατικό τελεσιγραφισμό του ΚΚΕ. Και αν υπάρχει μια κρίσιμη μάζα αριστερών αγωνιστών που θα δώσει αξιοπιστία και δυναμισμό σε ένα παρόμοιο εγχείρημα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα ενιαίο μέτωπο αγώνα και νίκης. Ιδού η Ρόδος…

Πηγή:   Unfollow 3/1/2013. Το είδα: 05-01-2013, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4182

Ο συστημισμός προωθεί «ανανέωση» της πολιτικής ζωής

Ο συστημισμός… προωθεί την «ανανέωση» της πολιτικής ζωής …και η μη διαχειρίσιμη αμφισβήτηση μετρά τη σχέση της με την Αριστερά

 

Του Γιάννη Τσούτσια


 

Το ότι η επικαιρότητα γίνεται ολοένα και πιο αντιφατική και πιο δυσανάγνωστη, τόσο σε ό,τι αφορά τα καθημερινά, αλλά και σε όσα τείνουν να καταστούν μονιμότερα, αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση. Και οι δημοσκοπήσεις αυτό έδειξαν. Κολλήσαμε! Η καθίζηση στο κίνημα αλλά και στη λαϊκή διαθεσιμότητα είναι ορατή.

Όπως και το γεγονός ότι αυτή συνοδεύεται από μια αυξανόμενη διάθεση καθολικής απόρριψης, που υποστρέφει περισσότερο σε απογοήτευση παρά σε οργή, όσο κι αν η τελευταία παραμένει κοντά στο σημείο βρασμού. Εν ολίγοις, διερχόμαστε τη φάση όπου ξεσπούν τα αδιέξοδα από την παράκαμψη του αιτήματος διαμόρφωσης ενός αριστερού ρεύματος κοινωνικοπολιτικής διεξόδου.

Αιτήματος επιτακτικού, σε όλα τα επίπεδα, που βιώνεται εντονότερα από το πιο πολιτικοποιημένο τμήμα της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, βιώνονται και οι συνέπειες της ακινησίας, νομιμοποιημένης από τη θεωρία της αυτόματης πτώσης Σαμαρά, που έδωσε τη δυνατότητα στη Δεξιά να σχεδιάσει απερίσπαστη την ανασύνταξή της. Είμαστε, δηλαδή, μακριά από την απαίτηση για έναν πολιτικό λόγο διεξόδου.

Εν τω μεταξύ, ο Σαμαράς προχωρεί απερίσπαστος, ξεδιπλώνοντας τακτικές. Ευθυγράμμισε τη Δεξιά σ' ένα και μόνο στρατόπεδο. Σταθεροποιήθηκε στην κυβέρνηση (στα όρια πάντα του εφικτού και μέχρι εκεί που του επιτρέπει η κυριαρχούσα αποδιαρθρωτική ρευστότητα). Επιχειρεί την ιδεολογική οχύρωση του συστημισμού, μέσω της θεωρίας των άκρων, και κλιμακώνει τη σκλήρυνση, δηλαδή, την αύξηση της βίας σε κάθε επίπεδο. Τώρα επιτίθεται επιλεγμένα στη συνδικαλιστικά συγκροτημένη κοινωνία, που από «συντεχνία» έγινε «ομάδα συνδικαλιστών», υποβοηθούμενος από τη φθορά και την απονομιμοποίηση στα μάτια όλης της κοινωνίας μιας ορισμένου τύπου συνδικαλιστικής δράσης. Τέλος, τα ελάχιστα που θα περισσέψουν από το πακέτο της δόσης, διανέμονται με επικοινωνιακά αποδοτικό τρόπο και σύμφωνα με προκαθορισμένες προτεραιότητες. Έτσι, δόθηκε μέρος των οφειλομένων στους αγρότες, στο χώρο των οποίων εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί η επιρροή της Ν.Δ. περισσότερο από οπουδήποτε αλλού.

Το μεγάλο κόλπο, όμως, είναι άλλο. Είναι η «ανανέωση» της πολιτικής ζωής. Δηλαδή του προσωπείου και της υπόστασης που θα ενδυθεί στο άμεσο μέλλον ο συστημικός πολιτικός κόσμος. Αφού η Αριστερά αποφάσισε να αποσυρθεί απ' αυτά, αγνοώντας το αίτημα για τη συντριβή του πολιτικού συστήματος και την ανασύστασή του σε άλλη βάση, αίτημα που υποστασιοποιεί το αντιμνημονιακό κίνημα και του δίνει πολιτική προοπτική, φτάσαμε στο σημείο, ποιος, ο Σαμαράς, να επιχειρεί τη διάσωση του φθαρμένου πολιτικού συστήματος στο όνομα της ανανέωσής του! Εκλογικός νόμος, διαχωρισμός Βουλής και Εκτελεστικού, νέα κόμματα, αλλαγή των εκλογικών περιφερειών, είναι κάποια από αυτά που συζητιούνται. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η βολική εξόντωση του Καμμένου.

Την ίδια ώρα, η Αριστερά επιμένει να παραβλέπει πως η νέα καθεστωτική μνημονιακή περίοδος θα απαιτούσε μια αντίστοιχα νέα πολιτική συγκρότηση.

Επιμένει να ενισχύει μια πεθαμένη πολιτική γεωμετρία, διευκολυντική του συστήματος, αγνοώντας την πόλωση της ιστορικής περιόδου και εμμένοντας στην υφιστάμενη ισορροπία. Ούτε η ίδια μοιάζει να πιστεύει ότι το Μνημόνιο τα άλλαξε όλα και πρώτα απ' όλα τις πολιτικές ταυτότητες. Έτσι, ακόμη αντιλαμβάνεται τον Καμμένο ως ακροδεξιό, όχι όμως τον Σαμαρά. Τοποθετεί τον Κουβέλη κάπου στο Κέντρο, (αφού τουλάχιστον, του έκανε τη χάρη να τον εξοβελίσει από την Αριστερά) και ποτέ δεν τον χαρακτηρίζει ως «ακραίο». Οδηγούμαστε έτσι να πιστέψουμε ότι ακόμη κι αυτή η μνημονιακή πολιτική, δεν συνιστά ακρότητα!

Η Αριστερά των 23 Γενικών Απεργιών βασίζει την προοπτική της όχι στη δύναμη της πρότασής της, των θέσεων και του πολιτικού προσανατολισμού που θα έπρεπε να δώσει, αλλά στο ότι το… 24ο κύμα των μέτρων, θα παροξύνει και πάλι την οργή στο έπακρο και θα κατεδαφίσει τις προσπάθειες του Σαμαρά.

Μέσα σ' όλα αυτά, ελπιδοφόρο παραμένει το μη διαχειρίσιμο τμήμα της Αμφισβήτησης. Αυτό που καταγράφεται πεισματικά στις δημοσκοπήσεις ως «Κανένας», συνενώνοντας ριζοσπαστικά, αλλά και αντιφατικά στοιχεία. Είναι το τμήμα της κοινωνίας που θα επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις. Ο ευρωσκεπτικισμός που ανεβαίνει εντυπωσιακά, αλλά δεν ζητάει την έξοδο από την Ευρώπη, απαιτώντας το δύσκολο, αψηλάφιστο δρόμο, μιας άλλης ευρωπαϊκής πολιτικής. Εκείνοι που καταλογίζουν ευθύνη στο ευρώ, αλλά δεν επιμένουν σήμερα στο αίτημα της εξόδου (όχι γιατί είναι βολεμένα και διστακτικά μεσοστρώματα), σταθμίζοντας τη συνθετότητα του εγχειρήματος και τις ελλείπουσες προϋποθέσεις. Και οι άλλοι, που ενώ απαιτούν έξοδο από το ευρώ, δεν ενισχύουν την Αριστερά της εξόδου (υπερδιπλάσιο το ποσοστό τους από τα δημοσκοπικά της ποσοστά), στέλνοντας μηνύματα για έλλειψη αξιοπιστίας και για στενούς ορίζοντες.

Μέσα από τέτοιους δύσβατους δρόμους η αμφισβήτηση συνεχίζει να συνειδητοποιείται, αβοήθητη, επάγεται και προσανατολίζεται μέσα από διαρκείς αντιφάσεις. Ποιος όμως είπε ότι τα πράγματα θα είναι εύκολα; Το θέμα είναι η Αριστερά τι κάνει…

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 20 Δεκέμβριος 2012, http://e-dromos.gr/index.php?option…CE

ΣΥΡΙΖΑ: Με αφορμή ένα δημοσκοπικό εύρημα

Με αφορμή ένα δημοσκοπικό εύρημα

 

Toυ Nίκου Ριζιώτη

 

Δεν ξέρουμε αν και κατά πόσο η πρόσφατη έρευνα της Marc για το Έθνος της Κυριακής (23/12/12) διαθέτει την απαιτούμενη αντικειμενικότητα  και αξιοπιστία. Περιέχει, όμως, ένα εύρημα αρκετά σημαντικό, το οποίο θα είχαν κάθε λόγο να αποκρύψουν ή να περιορίσουν έντυπα και δημοσκόποι που κινούνται στο κατεστημένο τόξο.

Συγκεκριμένα στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραμείνει πιστός στις σημερινές θέσεις του, οι ψηφοφόροι του απαντούν θετικά σε ποσοστό 32% (στο σύνολο των πολιτών 17,9%), στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετατοπιστεί σε κεντρώες θέσεις οι ψηφοφόροι του απαντούν θετικά σε ποσοστό 25,2% (στο σύνολο των πολιτών 34%), ενώ αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εκφράσει πιο ριζοσπαστικές απόψεις οι ψηφοφόροι του απαντούν θετικά σε ποσοστό 38,3%(!) (στο σύνολο των πολιτών 22,6%) και οι υπόλοιποι ανά κατηγορία είτε είναι αδιάφοροι είτε δεν απαντούν.

Όπως είναι φανερό, το εντυπωσιακό των ερωτημάτων είναι ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό πάνω από 70% απαντούν ότι θέλουν ο χώρος να παραμείνει πιστός στις δεσμεύσεις του ή και να ριζοσπαστικοποιηθεί, με τους τελευταίους , δηλαδή αυτούς που θέλουν ένα πιο ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ, να είναι οι σχετικά περισσότεροι και να φθάνουν σχεδόν το 40% (38,3%)!!!

Το εύρημα του 40%, περίπου, των ψηφοφόρων του να επιζητεί ένα πιο ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ και με το 70% και πάνω να μη θέλει με τίποτα να τον δει να κάνει πίσω προς κεντρώες θέσεις, έρχεται να στείλει ένα μεγάλο και καθαρό μήνυμα στην παρούσα κρίσιμη περίοδο.

Σε μια συγκυρία κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και συνολικά η Αριστερά μοιάζουν να έχουν περίπου "κολλήσει" δημοσκοπικά. Σε μια συγκυρία επίσης που οι κυρίαρχοι κύκλοι επιδίδονται σε μια λυσσώδη επίθεση σε βάρος της Αριστεράς, με στόχο να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους, παρά τη μέγιστη λαϊκή λεηλασία που επιβάλλουν. Σε μια φάση, επίσης, όπου η Αριστερά χρειάζεται μια νέα ώθηση στην επιρροή και τη δυναμική της, μαζί και στην άνοδο των εργατικών-λαϊκών αγώνων.

Η λύση και η απάντηση είναι μία: ο ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης του πολιτικού και προγραμματικού του λόγου. Ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης της στρατηγικής του και των ιδεολογικών του προσανατολισμών. Ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης  των παρεμβάσεων του στην κοινωνία για ένα μεγάλο ενωτικό, δυναμικό και πλειοψηφικό ταξικό εργατικό λαϊκό κίνημα.

Ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης με πολύ πιο συγκεκριμένες, ουσιαστικές και ενωτικές πρωτοβουλίες στο χώρο όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της ριζοσπαστικής αντισυστημικής Οικολογίας.

Μια νέα ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, με κοινωνικούς  και ταξικούς όρους, όπως ενδεικτικά και απολύτως επικουρικά δείχνουν τα δημοσκοπικά ευρήματα, όχι μόνο δεν θα είναι μειοψηφική αλλά συνιστά και το μόνο τρόπο ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει νέα φρεσκάδαζωντάνια και κινητικότητα, μαζί με την απαραίτητη δυναμική και ώθηση για να αφήσει πίσω του τα εκλογικά φράγματα του 30%και να καταστεί δύναμη που θα στοχεύει στο άλμα και σε εν δυνάμει πλειοψηφικά ποσοστά.

Η πρόκληση ριζοσπαστικοποίησης, όμως, δεν αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αν δεν θέλουν να δίνουν την εντύπωση του κριτή και σχολιαστή των εξελίξεων και να γνωρίσουν νέα οπισθοχώρηση.

Και η ριζοσπαστικοποίηση για δυνάμεις όπως το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημαίνει πρώτα απ' όλα και κυρίως και με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία, να ανακαλύψουν την ανάγκη ενωτικών προσανατολισμών στον αριστερό χώρο στη βάση προγραμμάτων που δεν θα εκτοξεύονται στο απώτερο μέλλον αλλά θα ξεκινάνε από τις  πιεστικές ανάγκες του σήμερα και τις απαραίτητες άμεσες αντιμνημονιακές και προοδευτικές νίκες ως αφετηριακές βάσεις, για να ανοίξουν  σοσιαλιστικοί και κομμουνιστικοί δρόμοι αύριο!

ΠΗΓΗ: Δευτέρα 24 Δεκεμνβρίου 2012, http://eleftheri-ellada.blogspot.gr/2012/12/blog-post_26.html

Οι προσδοκίες των νεόπτωχων

Οι προσδοκίες των νεόπτωχων

 

Tου Ν(ίκου) Γ. Ξυδάκη


Η προσεκτική ανάγνωση των δημογραφικών χαρακτηριστικών των εκλογέων του περασμένου καλοκαιριού και των ευρημάτων πρόσφατων δημοσκοπικών ερευνών δείχνει την ελληνική κοινωνία να μετατοπίζεται μαζικά κατά την πολιτική της έκφραση, έστω και στο σχετικά περιορισμένο πλαίσιο που συνθέτουν οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί. Οι μετακινήσεις δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις πολιτικές προτιμήσεις όσο με τις ραγδαίες ανακατατάξεις στην οικονομική και κοινωνική πυραμίδα.

Η ύφεση και η ανεργία δεν είναι απλώς οικονομετρικοί δείκτες, αλλά φαινόμενα που κατ' εξοχήν και απευθείας επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Τα πολυπληθή στην Ελλάδα μικροαστικά στρώματα ήταν τα πρώτα που ένιωσαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της βαθιάς, παρατεταμένης ύφεσης: καταστράφηκαν οικονομικά, κατρακύλησαν ταξικά, υποβαθμίστηκαν οι προσδοκίες τους. Οι νεόπτωχοι, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, μαζί με την εργασία και το εισόδημά τους, σε δυόμισι χρόνια έχασαν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν και κάθε δυνατότητα σχεδιασμού του εγγύς μέλλοντος. Αυτοί ακριβώς οι πληγέντες και οι αισθανόμενοι προδομένοι, οι συνθέτοντες τον παραγωγικό κορμό της χώρας, μετακινούνται τώρα μαζικά στο πολιτικό φάσμα. Πού πάνε;

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ άφησε τα μικροαστικά στρώματα και τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες όχι μόνο χωρίς πολιτική στέγη, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένα και ψυχικά εξαγριωμένα. Η συντριπτική πλειονότης κινείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ: μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι, άνεργοι, και όλες οι παραγωγικές ηλικίες. Μόνο οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, οι πιο συντηρητικές ομάδες πληθυσμού, δεν μετακινούνται πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς τη Νέα Δημοκρατία.

Με τις παραγωγικές και κατά τεκμήριο πιο δυναμικές ομάδες να κινούνται πολιτικά εκτός των κομμάτων του κυβερνητικού τόξου, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να εκφράσει τους μετακινούμενους και να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους για απόκρουση της φτώχειας και στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί από όσους ψήφισαν ή κλίνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον θεωρούν έτοιμο να κυβερνήσει, δηλαδή να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ο περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται ότι έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, ότι δεν υπάρχει επιστροφή στα παλιά άρα απαιτούνται νέα εργαλεία και ριζικά νέο πολιτικό σχέδιο. Δεύτερον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιπολιτεύεται κυρίως, και λιγότερο να προβάλλει ως επόμενη κυβέρνηση και ως ηγεμονική δύναμη στο πολιτικό πεδίο. Ο πυκνός χρόνος τον αιφνιδίασε. Δεν έχει προλάβει να αντλήσει ψυχοπνευματικές δυνάμεις από το άμορφο πλήθος των απογοητευμένων αλλά πολύτιμων ανένταχτων μονάδων που κινούνται φωτοτακτικά προς αυτόν. Ενώ ήταν τολμηρή και ορθή η διεθνοποιημένη προσέγγιση της κρίσης, οι κινήσεις του στο εσωτερικό στηρίζονται σε εννοιολογήσεις του παλαιού θνήσκοντος κόσμου: παραδοσιακές συμμαχίες με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν κανέναν, τακτικές μανούβρες διεμβόλισης, υψηλή ρητορεία, σε συνδυασμό με αμφίθυμη διγλωσσία και πολυφωνικό βόμβο σε κομβικά ζητήματα υψηλής πολιτικής.

Με τις διαδικασίες βάσης και αιμοδότησης από τη βάση να απαιτούν άλλο χρόνο από τον διατιθέμενο, αναπόφευκτα το βάρος για παραγωγή πολιτικής σύνθεσης πέφτει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ηγεσία ενός πρώην μικρού κόμματος πολύχρωμης διαμαρτυρίας. Αρα, το ερώτημα τίθεται κι έτσι: Μπορούν ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα;


ΠΗΓΗ: Tετάρτη, 26 Δεκεμβρίου 2012, http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_25/12/2012_475888


Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin.

Κοινοβούλιο ή δημοκρατία;

Κοινοβούλιο ή δημοκρατία; Το πραγματικό δίλλημα για τον λαό σήμερα


Του Δημήτρη Καζάκη

 

Χθες εκδόθηκαν από τον κατ' ευφημισμό Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυο νέες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, οι οποίες ρυθμίζουν δημοσιονομικά, συνταξιοδοτικά και μια σειρά άλλα ζητήματα που η κυβέρνηση θεωρεί κατεπείγοντα μετά από απαίτηση του τελευταίου Eurogroup. Τον τελευταίο χρόνο έχουν περάσει περισσότερες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου απ' ότι όλο το προηγούμενο διάστημα της μεταπολίτευσης. Κι όλες τους ρυθμίζουν καίρια ζητήματα της δημόσιας διαχείρισης, αλλά και θεμελιωδών δικαιωμάτων των ελλήνων πολιτών. 

Για την πρακτική αυτή οι κυβερνώντες επικαλούνται το άρθρο 44, &1 του Συντάγματος που αναφέρει τα εξής: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.»

Ποιες είναι αυτές οι «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης» που αναφέρει το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος και εξαναγκάζουν τον κατ' ευφημισμό Πρόεδρο της Δημοκρατίας να εκδίδει αβέρτα κουβέρτα Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου; Οι εντολές και οι απαιτήσεις των δανειστών της χώρας και των επιτελείων της ευρωζώνης. Με άλλα λόγια ο ωμός εκβιασμός εναντίον της χώρας από ξένες δυνάμεις, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα αντιμετωπιζόταν όπως ακριβώς προβλέπει το διεθνές δίκαιο ως ευθεία εχθρική ενέργεια εναντίον του ελληνικού λαού που ισοδυναμεί με casus beli, αντιμετωπίζεται από τους κυβερνώντες ως ανωτέρα βία και «απρόβλεπτη ανάγκη». Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο ξεφτιλίζεται κάθε έννοια εσωτερικής συνταγματικής τάξης, αλλά οι ωμοί εκβιασμοί, οι ανοιχτοί προπηλακισμοί, ο στιγματισμός εναντίον κυρίαρχου – κατά το διεθνές δίκαιο – κράτους από ξένες δυνάμεις αποκτά καθεστώς φυσικού δικαίου για τους κυβερνώντες και ικανού να δικαιολογήσει τα πάντα. Μέχρι και την κατάλυση της ελληνικής πολιτείας στο όνομα της «περισσότερης Ευρώπης».

Η κατάσταση αυτή δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική πολιτική ιστορία. Δεν συγκρίνεται ούτε με την περίοδο εικονικού κοινοβουλευτισμού της δεκαετίας του '30 που γέννησε τελικά την φασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Ούτε με τα Ιουλιανά του 1965 και την περίοδο της «αποστασίας» που ακολούθησε μόνο και μόνο για να ανοίξει ο δρόμος στην δικτατορία των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967. Η δημοκρατία στην χώρα μας δεν είναι απλά στο απόσπασμα, έχει εκτελεστεί.

Το Σύνταγμα είναι ήδη κουρελόχαρτο. Η βουλή δεν υφίσταται από την στιγμή που (α) μια τυχαία πλειοψηφία αποφασίζει για θεμελιώδη συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου και του ελληνικού λαού και (β) παρακάμπτεται με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου οι οποίες θεσμοθετούν εκχώρηση δικαιωμάτων και κυριαρχίας του λαού και της χώρας. Το σημερινό κοινοβούλιο αποτελεί μια άθλια βιτρίνα για την καταπάτηση κάθε έννοιας εσωτερικού και διεθνούς δικαίου. Μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα «κοινοβούλια» της μοναρχίας και της αποικιοκρατίας. Και μόνο από την στιγμή που έχει παραβιάσει βάναυσα με αποφάσεις του θεμελιώδη δικαιώματα του λαού και του ανθρώπου έχει αυτοκαταργηθεί, έχει καταστεί παράνομο και δεν μπορεί πλέον κανείς να το αναγνωρίζει ως έκφραση της λαϊκής βούλησης.

Όποιος εξακολουθεί και το αναγνωρίζει ως έκφραση της λαϊκής βούλησης στην ουσία νομιμοποιεί το σημερινό καθεστώς και τις βάσεις πάνω στις οποίες επιχειρείται να στηριχθεί. Δηλαδή στην κατάφωρη παραβίαση κάθε θεμελιώδους δικαιώματος της χώρας και του λαού της στο όνομα των «διεθνών δεσμεύσεων» που οι κυβερνώντες φρόντισαν από την εποχή του 1ου μνημονίου έως σήμερα να περάσουν στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας. Όποιος αναγνωρίζει το σημερινό κοινοβούλιο δεν μπορεί να αρνηθεί την πρωτοφανή διαστροφή που υπέστη η έννομη τάξη στην χώρα προκειμένου να εξυπηρετηθούν «διεθνείς δεσμεύσεις» και ξένες δυνάμεις. Όποιος αναγνωρίζει το σημερινό κοινοβούλιο δεν μπορεί παρά να αποδέχεται ότι οι «διεθνείς δεσμεύσεις» έναντι ξένων δυνάμεων υπερτερούν των δικαιωμάτων του λαού και της κυριαρχίας της χώρας. Γι' αυτό και οι δωσίλογοι έλληνες πολιτικοί μιλούν για την ανάγκη «συνέχειας του κράτους».

Πρέπει πάση θυσία να σπάσει αυτή η «συνέχεια του κράτους». Δεν μπορεί να υπάρχει «συνέχεια του κράτους» μ' ένα καθεστώς σαν το σημερινό που βασίζεται όχι στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του λαού, αλλά στις «διεθνείς δεσμεύσεις» που του έχουν επιβληθεί με τρόπο που εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί από πλευράς διεθνούς δικαίου ως αποικιοκρατικός. Αντίθετα, πρέπει να υπάρξει «διαδοχή κράτους», δηλαδή διακοπή της «συνέχειας του κράτους» και επανίδρυσής του στην βάση της κυριαρχίας του λαού και της εθνικής του ανεξαρτησίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την κατάλυση του σημερινού κοινοβουλίου προκειμένου να θεμελιωθεί η δημοκρατική έννομη τάξη στην χώρα.

Το σημερινό κοινοβούλιο δεν μπορεί να απαιτήσει από κανέναν να το σεβασθεί. Στερείται ακόμη και τα πιο στοιχειώδη εχέγγυα συνταγματικής νομιμότητας. Δεν αποτελεί ούτε καν στρεβλή έκφραση της θέλησης του λαού. Έχει παραβιάσει αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ελληνικού λαού και έθνους, που μόνο ο ίδιος λαός και το έθνος μπορεί να αποκαταστήσει. Και μάλιστα αυτοπροσώπως. Η ταχύτατη και με κάθε πρόσφορο στον λαό μέσο διάλυση αυτού του κοινοβουλίου που δεν διαθέτει ούτε καν συνταγματική νομιμοποίηση μιας και δεν μπορεί να εκφράζει λαό και έθνος σύμφωνα με το άρθρο 1, &3 του Συντάγματος που αναφέρει: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.» Ενώ το άρθρο 2 του Συντάγματος αναφέρει: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών.»

Τι έχει σεβαστεί απ' όλα αυτά σήμερα το υπάρχον κοινοβούλιο με τις αποφάσεις του και την λειτουργία του; Απολύτως τίποτε. Από την στιγμή που το κοινοβούλιο έθεσε τις «διεθνείς δεσμεύσεις» υπέρ ξένων δυνάμεων ως κριτήριο άσκησης της εξουσίας πάνω από τα δικαιώματα του λαού και του έθνους και μάλιστα με τρόπο εντελώς αντισυνταγματικό, τότε έχει παραβιάσει το άρθρο 1 και άρθρο 2 του Συντάγματος και επομένως δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως θεσμός άκυρος και ανυπόστατος. Κι επομένως η κατάλυσή του από το λαό πρέπει να θεωρείται ως πράξη αναγκαία, επιτακτική και απολύτως δημοκρατική. Αναγκαία γιατί δεν μπορεί να υπάρχει να συνεχίζει να νομοθετεί ένας θεσμός που έχει απολέσει κάθε συνταγματική νομιμοποίηση και έχει μετατραπεί σε αποικιακό κοινοβούλιο για την νομιμοποίηση ξένων δυναστών. Επιτακτική γιατί πολύ σύντομα και με άλλοθι το υπάρχων κοινοβούλιο οι ξένοι δυνάστες και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους θα προχωρήσουν στην μαζική εξόντωση του ελληνικού λαού που ήδη εφαρμόζουν με οικονομικά και δημοσιονομικά μέσα, αλλά αυτή την φορά θα το επιχειρήσουν και με μεθόδους ανοιχτής καταστολής και εμφυλίου. Και απολύτως δημοκρατική γιατί μόνο λαός ως φυσικός φορέας του έθνους έχει δικαίωμα να αποκαταστήσει το καθεστώς ανωμαλίας, αποικιακής κατοχής και διαμελισμού της χώρας που του έχει επιβληθεί. Κι αυτό μπορεί να το κάνει μόνο καταλύοντας το σημερινό κοινοβούλιο και μαζί του το σύνολο των δεσμεύσεων που έχει συναφθεί σε βάρος του. Στη θέση του πρέπει να υπάρξει ένας νέος αληθινά αντιπροσωπευτικός θεσμός της θέλησης του λαού με πραγματικές δημοκρατικές εγγυήσεις.

Επομένως το σημερινό κοινοβούλιο από την στιγμή λειτουργεί έτσι, τότε θεωρείται και πρέπει να θεωρηθεί από οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη δημοκρατική συνείδηση ως άκυρος θεσμός. Διαφορετικά πολύ γρήγορα ο λαός θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει δυνάμεις καταστολής και εμφυλίου μέσα στην ίδια την χώρα του υπό κοινοβουλευτικό μανδύα. Πριν λοιπόν χρειαστεί ο λαός να απελευθερώσει την χώρα του με το αίμα του, θα πρέπει να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατό στην κατάλυση του σημερινού κοινοβουλευτισμού. Μόνο έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για την αληθινή δημοκρατία στην Ελλάδα μέσα από την κατοχύρωση της κυριαρχίας του λαού και του έθνους.

Ποιος είναι ο ρόλος της λεγόμενης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο; Δυστυχώς, η λεγόμενη αντιμνημονιακή αντιπολίτευση και ειδικά τα κόμματα της αριστεράς ακολουθούν την ίδια λογική με τα κόμματα της αποκαλούμενης «δημοκρατικής παράταξης» (κέντρο και αριστερά) την εποχή των Ιουλιανών του '65 και της «αποστασίας». Όπως τότε, έτσι και σήμερα δηλώνουν νομοταγείς στο κοινοβουλευτικό θεσμό και όχι στην δημοκρατία. Και αντί να υπερασπίζονται την δημοκρατία, σέρνονται πίσω από τον νόθο κοινοβουλευτισμό. Το αποτέλεσμα ήταν το 1967 η δικτατορία να πιάσει με τις πυτζάμες την ηγεσία της αριστεράς, η οποία ακόμη και ανήμερα του πραξικοπήματος διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα για χούντα στην Ελλάδα. Σήμερα οι ίδιες ηγεσίες με την ίδια ακριβώς λογική ενός απίστευτου κοινοβουλευτικού κρετινισμού νομιμοποιούν έναν νόθο κοινοβουλευτισμό που απεργάζεται την σφαγή του λαού και την διάλυση της χώρας.

Οι ηγεσίες της αριστεράς και των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» δεν έχουν καμιά διάθεση να συγκρουστούν με το καθεστώς και να το ανατρέψουν. Αρκούνται στην καταγγελία του. Δεν τους καίγεται καρφί για την μαζική εξόντωση του λαού, ούτε για την αποικιακή κατοχή που εφαρμόζουν οι Ευρωπαίοι διαμέσου ενός νόθου κοινοβουλευτισμού. Αν ήθελαν αληθινά να προλάβουν τα χειρότερα  Αν ήθελαν να αναχαιτίσουν την πορεία διάλυσης της χώρας και αφομοίωσής της από την Ευρώπη των ομόσπονδων περιφερειών, τότε θα έπρεπε να είχαν προχωρήσει άμεσα, εδώ και τώρα στην παραίτηση από το σημερινό κοινοβούλιο ως πράξη δημοκρατικής εγρήγορσης με στόχο την διάλυση της σημερινής βουλής και ανατροπής των κυβερνώντων.

Η παραίτηση από την Βουλή δεν είναι πράξη που γίνεται για να προκαλέσει επαναληπτικές, ή άλλες εκλογές, αλλά πράξη άρνησης συμμετοχής σ' έναν θεσμό δίχως αντίκρισμα. Επομένως ακόμη κι αν οι κυβερνώντες προκηρύξουν εκλογές, τα παραιτηθέντα κόμματα θα πρέπει να αρνηθούν να συμμετάσχουν. Πρέπει να είναι σαφές ότι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αποδεχτούν ή να νομιμοποιήσουν τις διαδικασίες ενός νόθου κοινοβουλευτισμού υπό την κυριαρχία ξένων δυνάμεων και συμφερόντων. Στόχος της παραίτησής τους από την Βουλή είναι η συγκρότηση ενός αντίπαλου πόλου διεκδίκησης της εξουσίας εκτός κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ο οποίος θα καλέσει τον λαό να στρατευθεί γύρω του, να προχωρήσει σε γενική πολιτική απεργία διαρκείας μέχρις ότου οι κυβερνώντες παραδώσουν τα κλειδιά της εξουσίας και αποχωρήσουν.

Όταν γίνει αυτό οι δυνάμεις που ηγήθηκαν θα προχωρήσουν στην συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης η οποία (α) θα προκηρύξει εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση με σκοπό την σύνταξη και ψήφιση νέου Συντάγματος που θα αποκαθιστά πλήρως τις παραβιάσεις των θεμελιωδών διατάξεων του παλιού και θα τις ενισχύει με νέες δικλείδες ασφαλείας. Και (β) θα προχωρήσει σε γρήγορη ανάταξη της οικονομίας της χώρας καταγγέλλοντας και αναθεωρώντας ολοκληρωτικά όλες τις δεσμεύσεις σε βάρος του ελληνικού λαού και της εθνικής κυριαρχίας.

Η προσωρινή κυβέρνηση θα κυβερνά με Συντακτικές Πράξεις υπό την έγκριση της Συντακτικής και των πρωτοβουλιών των πολιτών που οργάνωσαν και διεκπεραίωσαν την πολιτική απεργία. Οι διαμερισματικές συνελεύσεις πολιτών, οι λαικές συνελεύσεις ανά γειτονιά, οι κοινωνικοί φορείς και τα σωματεία θα αποτελούν την δημοκρατική βάση λειτουργίας και αποδοχής των Συντακτικών Πράξεων της προσωρινής κυβέρνησης.

Όταν θα ψηφιστεί το νέο Σύνταγμα, η Συντακτική Εθνοσυνέλευση θα διαλυθεί και θα προκηρυχτούν εκλογές του νέου κοινοβουλίου με βάση τους νέους συνταγματικούς κανόνες. Μόνο έτσι μπορεί να αποκατασταθεί η νομιμότητα στην Ελλάδα σήμερα στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας και με όρους αληθινής δημοκρατίας. Διαφορετικά τους επιτρέπουμε να μας οδηγήσουν σε σφαγή, την μαζική εξόντωση του πληθυσμού, με την αντιπολίτευση να νομιμοποιεί με την παρουσίαση της το καθεστώς ανομίας που επικρατεί. Έστω κι αν το καταγγέλλει. Ήρθε η ώρα να αποδείξει η αριστερά και γενικά η λεγόμενη αντιμνημονιακή αντιπολίτευση αν σέβεται τον λαό και την δημοκρατία, ή απλά αποτελεί μια χρήσιμη βαλβίδα εκτόνωσης ενός καθεστώτος που έχει βαλθεί να διαλύσει την χώρα και να ξεπουλήσει τα ασημικά της μαζί με τον λαό της.