Νικητές ή "νικητές";
Από «Ο εξαποδώ»
Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης πέθανε σήμερα, 6 Μαΐου 2012, δύο χρόνια ακριβώς μετά τον θάνατο της ίδιας, όταν ο πιο εμβληματικός πολιτικός οργανισμός της, το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία ενός Παπανδρέου παρέδωσε τη χώρα στα χέρια των διεθνών πλιατσικολόγων και νέο-αποικιοκρατών με την ψήφιση του πρώτου μνημονίου.
Απόψε, με μια από τις γνωστές πανουργίες της, η Ιστορία φέρνει το ΠΑΣΟΚ στα ίδια ποσοστά με τα οποία ξεκίνησε τον πολιτικό του κύκλο, το 1974 και του δείχνει την άγουσα προς τα αποδυτήρια της πολιτικής ιστορίας, τουλάχιστον με την πολιτική μορφή που είχε ως τα σήμερα. Εντός ολίγου φαίνεται να το ακολουθεί και η Νέα Δημοκρατία μετά τη γελοιοποίηση από το εκλογικό σώμα του αιτήματος για αυτοδυναμία του αρχηγού της Α. Σαμαρά.
Ο τελευταίος, όμηρος του ανυπόφορου αστισμού του και μιας δράκας ψωνισμένων «συμβούλων» ξεκομμένων από τη λαϊκή πραγματικότητα, αυτοκτόνησε πολιτικά το Νοέμβρη με την αποδοχή του Μνημονίου 2. Απόψε ο λαός τού το αποκάλυψε στην περίπτωση που ακόμα φαντασιωνόταν ότι θα τη γλιτώσει.
Το παρόν, εν θερμώ γραμμένο, κείμενο σκοπεύει να ασχοληθεί περισσότερο με τους «νικητές» και νικητές των σημερινών εκλογών με αύξουσα σειρά σπουδαιότητας της νίκης τους. Το κόμμα-συμμορία, η Χρυσή Αυγή, λοιπόν, παρά το εντυπωσιακό αποτέλεσμά της, δεν κρίνω ότι μπορεί να παίξει μεγαλύτερο ρόλο στην αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος από αυτόν που ήδη έχει προδιαγραφεί. Δηλαδή του μπαμπούλα, του συκοφάντη του πατριωτισμού, του θεσμικού (πια, ελέω Βουλής) προβοκάτορα και αν χρειαστεί, του παραστρατιωτικού τάγματος που θα κληθεί να «αποκαταστήσει την τάξη» σε περίπτωση που η κοινωνική σύγκρουση στη χώρα πάρει ανεξέλεγκτες για το σύστημα διαστάσεις. Παράλληλα, άθελα της θα λειτουργεί σαν μια διαρκή υπόμνηση προς όλους (και ειδικά τους αριστερούς) για το τι δρόμους μπορεί να ακολουθήσει η λαϊκή οργή όταν οι λαϊκές ανάγκες αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, σνομπισμό και μέσα από τα παραμορφωτικά γυαλιά της ιδεοληψίας.
Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του Καμμένου, ο ένας από τους πολιτικούς σχηματισμούς που ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό (ο άλλος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ), πολύ σύντομα θα χρειαστεί να αποδείξει, με βασανιστικό για την εσωτερική του ενότητα τρόπο, την αντιμνημονιακή του δέσμευση. Από αύριο κιόλας θα πλαγιοκοπηθεί και εκβιαστεί με πρόσχημα τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας και είναι σίγουρο ότι ο αρχηγός του ή αρκετοί βουλευτές του θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το ασήκωτο επικοινωνιακά βάρος μιας επαπειλούμενης χρεοκοπίας που θα τους προσάψουν τα κουρέλια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση άρνησής τους. Ο όψιμος επαναστατικός οίστρος και η ποιότητα των εκλεγμένων του βουλευτών καθόλου δεν αποτελούν εχέγγυα ότι θα μείνουν πιστοί στις αρχές τους και δεν θα επιχειρήσουν μια Καρατζαφέρειου τύπου κωλοτούμπα, που θα τους οδηγήσει ακαριαία στην πολιτική ανυποληψία και στην ατυχή κατάληξη του πρώτου διδάξαντα. Ακόμα και αν μια πιθανή είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή τους απαλλάξει από αυτόν τον κόπο σήμερα, στις επόμενες εκλογές (που δεν θα αργήσουν ως φαίνεται) πάλι το ίδιο θανατηφόρο δίλημμα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν.
Ο μεγαλύτερος νικητής των εκλογών ήταν χωρίς αμφιβολία ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα. Και μάλιστα προσωποποιώ την παράταξη γιατί είναι ξεκάθαρο ότι η λαϊκή, εθνικοανεξαρτησιακή και γειωμένη στην κοινωνική πραγματικότητα στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν μια στρατηγική που ακολούθησε ο Τσίπρας – είτε την πίστευε είτε όχι αδιάφορο – σε κόντρα με την πλειοψηφία της λαοφοβικής, ελιτίστικης, αυτοαναφορικής και εθνομηδενιστικής πλειοψηφίας του κόμματός του και των κομματιδίων της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς και των «κινημάτων», που αποτελούσαν το μέχρι σήμερα λαϊκά ανυπόληπτο και μεσοστρωματικά εδρασμένο συνονθύλευμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στηριγμένος σε κάποιες μόνο «συνιστώσες», στο Μ. Γλέζο, και ελάχιστους ακόμη μπόρεσε να αναπτύξει μια στρατηγική που «μίλησε» στα σε απόγνωση κοινωνικά στρώματα και ενισχυμένος από την ακραία αριστερίστικη και εν τέλει απωθητική γραμμή του ΚΚΕ, πλαγιοκόπησε μέχρις τελικής εξουθενώσεως το ΠΑΣΟΚ. Η δεύτερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί εκτός από μια μεγάλη επιτυχία ταυτόχρονα και μια τρομακτική πρόκληση για το πώς θα την διαχειριστεί, πρόκληση με ισόποσες πιθανότητες πολιτικής απογείωσης και θανάσιμου τέλους. Αν γίνει η υπόθεση εργασίας ότι στο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα τρομάξουν από το μέγεθος της πρόκλησης και κάτσουν στα αυγά τους, όπως κάνει το ΚΚΕ, επιστρέφοντας στον γνώριμο για αυτούς αγώνα για απλή εκλογική επιβίωση, τότε οι στρατηγικές που έχουν να ακολουθήσουν μεσοπρόθεσμα είναι ουσιαστικά δύο.
Στην πρώτη, θα επιδιώξουν με ηγεμονικούς πια όρους την ανασύσταση της διαλυμένης κεντροαριστεράς και με αιχμή του δόρατος τη ΔΗΜΑΡ του παλιού συντρόφου Κουβέλη και τους πάμπολλους ΠΑΣΟΚους που είχαν τη φρόνηση να εγκαταλείψουν το καράβι πριν το εκλογικό του ναυάγιο θα επιχειρήσουν να δορυφοροποιήσουν και τα υπολείμματα του επίσημου ΠΑΣΟΚ διαμορφώνοντας ένα πρόγραμμα εξουσίας που μπορεί να ενισχυθεί και από σοβαρές πολιτικές αλλαγές στο εσωτερικό της Ευρώπης, αρχής γενομένης με τη νίκη Ολάντ. Η στρατηγική αυτή δεν είναι μακριά από τις ιδεολογικές επιλογές της πλειοψηφίας των στελεχών του ΣΥΝ (αναδιανεμητική λογική – υποτίμηση του εθνικού/ευρωπαϊσμός), την κοινωνική τους διαστρωμάτωση, τις πολιτικές τους βλέψεις και την οργανωτική κατάσταση του κόμματος του ΣΥΝ και των συνιστωσών. Για να προωθηθεί μια τέτοια στρατηγική χρειάζεται η σύντομη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα με το συνακόλουθο πέταγμα εκτός όσων συνιστωσών ή προσώπων δεν συναινέσουν στο κεντροαριστερό σχέδιο.
Στη δεύτερη, θα προκριθεί μια στρατηγική συμμαχία με το ΚΚΕ – του οποίου το εκλογικό βάλτωμα και η αδιέξοδη αριστερίστικη στρατηγική σύντομα θα το φέρουν ενώπιον υπαρξιακών διλημμάτων – και άλλες δυνάμεις πέραν των ΠΑΣΟΚογενών και μέσω μιας Τσαβεσικού τύπου απεύθυνσης στα λαϊκά στρώματα, θα τεθεί ζήτημα λαϊκής εξουσίας μέσα από ένα ευρύ ποικιλόμορφο κοινωνικό ρεύμα με σαφή πατριωτικά και αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά. Στη συμμαχία αυτή ο Τσίπρας θα μπορούσε να προσφέρει τον (καλώς νοούμενο) αριστερό λαϊκισμό και το ΚΚΕ την άτυπη πολιτική και οργανωτική στήριξη επενδύοντας στη διαμόρφωση μιας δυναμικής στη βάση της κοινωνίας που θα υπερβεί οριστικά τους παλαιούς πολιτικούς διαχωρισμούς που έτεμναν το λαϊκό σώμα. Μια τέτοια στρατηγική πάλι προϋποθέτει ρήξη με τον μηχανισμό του ΣΥΝ και πολλών συνιστωσών και τράβηγμα της κόντρας ίσως και στα άκρα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε αυτό που θα προκύψει λίγο να μοιάζει με το σημερινό απωθητικό συνονθύλευμα.
Είναι φανερό ότι η πρώτη επιλογή ταιριάζει γάντι με την ούτως ή άλλως σοσιαλδημοκρατικού τύπου ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας που κάνουν μέχρι σήμερα η πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, είτε το παραδέχονται κάτι τέτοιο είτε δεν θέλουν να το παραδεχτούν και θα μπορούσε να τους επιφέρει μέγιστο πολιτικό όφελος χωρίς ιδιαίτερες αποστάσεις από την κυρίαρχη ιδεολογία τους. Η δεύτερη επιλογή, όμως, είναι πιο κοντά στην κοινωνική πραγματικότητα ακραίας φτώχιας και απελπισίας που θα δημιουργηθεί σύντομα ως αποτέλεσμα του μνημονίου και στις ακόμα πιο έντονες ανάγκες προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας που φέρνει η σημερινή γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας. Χρειάζεται, όμως, επώδυνες διαδικασίες υπέρβασης που είναι άγνωστο αν ο νεαρός Τσίπρας θα θελήσει ή θα μπορέσει να φέρει εις πέρας.
Η αλήθεια είναι ότι οι όποιες διαδικασίες θα επιταχυνθούν με τρομακτικό ρυθμό κάτω από την πίεση των ανεξέλεγκτων διαστάσεων που θα τείνει να πάρει η κρίση σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό πεδίο. Μέσα από το πώς θα ανταποκριθούν σε αυτήν την επιτάχυνση θα φανεί πολύ σύντομα αν οι αποψινοί «νικητές» κατήγαγαν πύρρειο νίκη ή όχι. Ούτως ή άλλως το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης εξέπνευσε. Η ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων και ενός νέου συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων είναι αιτούμενο και μεγάλη ανάγκη της εποχής. Το αν θα προλάβουμε, όμως, κάτι τέτοιο ή θα μας προλάβει μια πρωτοφανής καταστροφή είναι ακόμη ένα ανοιχτό ενδεχόμενο. Η ενδεχομενικότητα αυτή κάνει ακόμα πιο κατεπείγουσα την ανάδυση νέων πολιτικών σχηματισμών που θα αναλάβουν να εκφράσουν με αυθεντικό τρόπο τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων και της χώρας.