Εθνικοσοσιαλισμός, η οικονομική πλευρά (α)
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Πρόκειται για μία θεωρία οργάνωσης ενός κράτους, η οποία στην κυριολεξία «κατακρεουργήθηκε» από το εγκληματικό, απάνθρωπα ρατσιστικό και αποτρόπαιο ναζιστικό καθεστώς – με αποτέλεσμα να αποτελεί ταμπού για όλους τους οικονομολόγους.
Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:
«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη – δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα.
Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος».
Με κριτήριο τα παραπάνω υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές της άποψης ότι, η Γερμανία υποχρεώθηκε να κηρύξει τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο – κυρίως επειδή είχε γίνει αντικείμενο διεθνών προσβολών, είχε απομονωθεί και περιθωριοποιηθεί, αδυνατώντας εύλογα να ανταπεξέλθει με την εξόφληση των τεραστίων υποχρεώσεων της.
Επειδή βέβαια η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν θέλει να κηρύξει ανάλογα τον πόλεμο, αυτό που πρέπει να απαιτήσει από τους πιστωτές της, δεν είναι τόσο η διαγραφή των χρεών της. Αντίθετα, οφείλει να διεκδικήσει έναν τρόπο, με τον οποίο θα μπορεί να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της – χωρίς να εξευτελίζεται, να περιθωριοποιείται, να θυσιάζει τη ζωή των πολιτών της, τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία της, την εθνική της ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και το μέλλον των παιδιών της.
Ανάλυση
Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι μία οικονομική θεωρία οργάνωσης ενός κράτους, η οποία στην κυριολεξία «κατακρεουργήθηκε» από το εγκληματικό, απάνθρωπα ρατσιστικό και αποτρόπαιο ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας – με αποτέλεσμα να αποτελεί ταμπού για όλους τους οικονομολόγους.
Εμείς όμως έχουμε την άποψη ότι, δεν είναι ένοχες οι οικονομικές θεωρίες, δεν είναι αυτές δηλαδή που εγκληματούν – ενώ οι περισσότερες κρίνονται δυστυχώς από το άτομο που τις εφαρμόζει, από τον τρόπο που «μεταφράζονται», από τον τόπο που λειτουργούν, καθώς επίσης από το χρόνο που επιλέγεται.
Για παράδειγμα, ο Marx ανέλυσε όσο κανένας άλλος τον καπιταλισμό, προβλέποντας το επώδυνο τέλος του. Εν τούτοις, δεν εμβάθυνε όσο έπρεπε, ενώ δυστυχώς δεν εφάρμοσε ο ίδιος την κομμουνιστική θεωρία του, αλλά ο Lenin – κυρίως δε ο Stalin, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες του πλανήτη, μαζί με τον Hitler και τον Mao (φυσικά, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας).
Το ίδιο έχει συμβεί και με τον «πατέρα» του καπιταλισμού, με τον A. Smith – ο οποίος δεν μπόρεσε να προβλέψει τη μονοπωλιακή εξέλιξη του, πιστεύοντας εσφαλμένα στο «Trickledown effect» (δηλαδή στο ότι, «Όταν ο πλούτος φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο «κορεσμού», υπερικανοποίησης δηλαδή των αναγκών των πλουσίων, τότε η αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς ακολουθεί αυτόματα – ο πλούτος μοιράζεται»).
Όσον αφορά δε τον Keynes, ο οποίος επίσης δεν εφάρμοσε ο ίδιος τη θεωρία του στο σύνολο της, το κράτος πρέπει να επεμβαίνει σε εποχές ύφεσης (αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες, αναθερμαίνοντας τη ζήτηση, μειώνοντας τους φόρους και επενδύοντας στην παραγωγή), αλλά να αποσύρεται μετά – μειώνοντας τις δαπάνες, αυξάνοντας τους φόρους, πουλώντας τις επενδύσεις του κλπ. (έτσι ώστε αφενός μεν να μην εμποδίζει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, αφετέρου να αυξάνει τα έσοδα του, για να μπορεί να βοηθήσει την οικονομία, όταν επιστρέψει ξανά η ύφεση).
Εάν εφαρμοσθεί μόνο το πρώτο σκέλος και δεν ακολουθήσει το δεύτερο, όπως πραγματικά συνέβη μετά το 1945, τα αποτελέσματα, εάν δεν είναι καταστροφικά, δεν είναι σίγουρα τα αναμενόμενα.
Σε σχέση τώρα με τον τόπο, είναι αδύνατον, για παράδειγμα, να εφαρμοσθεί ο κομμουνισμός σε μία χώρα, όπως η Γαλλία, η οποία ζει από τον πλούτο των άλλων – δηλαδή, από τη μόδα, από τα καλλυντικά, από τους φορολογικούς παραδείσους (Μονακό), από τα καζίνο (Μόντε Κάρλο), από τον τουρισμό κοκ.
Τέλος, όσον αφορά το χρόνο, ήταν προφανώς πολύ διαφορετικές οι συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας και του πεινασμένου τότε προλεταριάτου, σε σχέση με τις σημερινές στην ίδια χώρα – λόγω αύξησης των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών κοκ.
Όσον αφορά τα πολιτεύματα ισχύει προφανώς κάτι ανάλογο – αφού, για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να κυβερνηθεί δημοκρατικά μία χώρα του 1,5 δις πληθυσμού, όπως η Κίνα. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνα τα κράτη, οι λαοί των οποίων ευρίσκονται ακόμη σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης, με περιορισμένη παιδεία – όπως η Αίγυπτος, η Λιβύη κοκ.
ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Οφείλουμε να σημειώσουμε στην εισαγωγή μας ότι, η απομόνωση και η περιθωριοποίηση της Γερμανίας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς διεθνείς εξευτελισμούς μετά την ήττα της στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς επίσης με τον υπερπληθωρισμό και με τη χρεοκοπία του 1923-25, αύξησε επικίνδυνα τον εθνικισμό και το φυλετισμό στους πολίτες της – οι οποίοι δεν μπορούσαν διαφορετικά να αφομοιώσουν τις προσβολές και τα γεγονότα (ας ελπίσουμε ότι δεν θα προκληθεί κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα).
Ο ναζισμός ενέτεινε σκόπιμα αυτήν την ιδιαιτερότητα και, δημιουργώντας έναν «εθνικό εχθρό», τους Εβραίους, κατόρθωσε να επαναφέρει την εθνική υπερηφάνεια – επίσης, κατάφερε να συσπειρώσει τη γερμανική κοινωνία, προσφέροντας κίνητρα δραστηριοποίησης και προοπτικές στους ανθρώπους. Ακολούθησε βέβαια η κλιμάκωση του αντισημιτισμού, οι γνωστές θηριωδίες, το ολοκαύτωμα και ο καταστροφικός παγκόσμιος πόλεμος.
Ανεξάρτητα τώρα από αυτά ο εθνικοσοσιαλισμός, από πλευράς κοινωνικής οργάνωσης, στηρίζεται εν μέρει στη θεωρία του Πλάτωνα, στην κυριαρχία των εκλεκτών – ενώ έχει αρκετά κοινά (πειθαρχία κλπ.) με την αρχαία Σπάρτη. Ειδικότερα, ο Πλάτωνας χωρίζει την Πολιτεία σε τρείς τάξεις:
(α) Στην άρχουσα τάξη των φυλάκων, οι οποίοι έχουν την ευθύνη να διοικούν την πολιτεία – άτομα με υψηλού επιπέδου μόρφωση, σε κάθε τομέα της γνώσης, σωστά εκπαιδευμένα για τις ευθύνες που θα αναλάβουν. Αναγκαία αρετή είναι εδώ η σωφροσύνη.
(β) Στο στρατό και στην αστυνομία, οι οποίοι έχουν την ευθύνη της τήρησης της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Αναγκαία αρετή η ανδρεία.
(γ) Στους απλούς πολίτες, οι οποίοι ασχολούνται με την εξασφάλιση της τροφής, με το εμπόριο και με τις υπόλοιπες εργασίες – με αναγκαία αρετή την αυτοσυγκράτηση.
Συμπληρώνει δε ότι, η τέταρτη κύρια αρετή, η Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβάνει όλες τις υπόλοιπες – οπότε αφορά όλες τις τάξεις, ρυθμίζοντας την αλληλεγγύη και τις αμοιβαίες σχέσεις των αρετών, καθώς επίσης των οικονομικών τάξεων.
Όσον αφορά τις δύο πρώτες τάξεις, ο Πλάτωνας θεωρεί δεδομένο το ότι τα αγαθά, οι γυναίκες και τα παιδιά, ανήκουν σε όλους από κοινού. «Αποκηρύσσει» δηλαδή την ιδιοκτησία στις δύο άρχουσες τάξεις, έχοντας την άποψη ότι, η «κτητικότητα» είναι η αιτία των συγκρούσεων – οι οποίες δεν πρέπει να υπάρχουν.
Στα πλαίσια αυτά, εάν η θεωρία του εφαρμοσθεί ελλιπώς, εάν για παράδειγμα οι δύο πρώτες τάξεις έχουν ιδιόκτητα αγαθά, το σύστημα δεν λειτουργεί. Επίσης εάν δεν υπάρχουν οι αρετές, τις οποίες συγκεκριμενοποίησε – ένα από τα μεγαλύτερα σημερινά προβλήματα των κρατών, της πολιτικής και των κοινωνιών τους.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Στην κεντρική οικονομική ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού κυριαρχούν οι έννοιες του ζωτικού χώρου, της αυτάρκειας, καθώς επίσης της πραγματικής οικονομίας – με πλήρη απέχθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφού επιδιώκεται «η απελευθέρωση των πολιτών από τη δουλεία των τόκων».
Οι δύο σημαντικότεροι οικονομολόγοι, οι οποίοι στήριξαν θεωρητικά τον εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία ήταν ο B.Koehler, ο οποίος πέθανε το 1939, καθώς επίσης ο Heinrich Hunke – ο οποίος τον διαδέχθηκε, διαφοροποιώντας «ναζιστικά» την εθνικοσοσιαλιστική θεωρία και συγκεντρώνοντας την στα εξής οκτώ βασικά σημεία:
(α) Η εθνικοσοσιαλιστική οικονομία είναι μία οικονομία συνδεδεμένη με το λαό. Πρόκειται για μία πολιτικά κατευθυνόμενη οικονομία (πρωτοκαθεδρία της πολιτικής), στην οποία προέχει το συνολικό συμφέρον του ατομικού.
(β) Η οικονομική πολιτική είναι μέρος της συνολικής πολιτικής. Αποφασίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού, ενώ προέχει το συνολικό όφελος – επομένως, πηγάζει από τα ενδιαφέροντα του συνόλου των πολιτών και όχι από αυτά της «άρχουσας» επιχειρηματικής τάξης.
(γ) Το σημαντικότερο όλων είναι η αποτελεσματική σύνθεση των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες καθοδηγούν την οικονομία. Όπως ισχυριζόταν ο οικονομολόγος, δεν πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις με τη βοήθεια των αριθμών και των στατιστικών – αλλά με τη λεπτομερή παρατήρηση όλων εκείνων των αναγκών της κοινωνίας και των δυνάμεων, οι οποίες επιτρέπουν μία βαθύτερη γνώση των σχέσεων μεταξύ όλων των οικονομικών συντελεστών.
(δ) Η οικονομική πολιτική πρέπει να στηρίζει τους λαϊκούς συνολικούς στόχους – να εξασφαλίζει την εργασία, την αμοιβή, την ασφάλεια και την ιδιοκτησία σε ολόκληρο το λαό.
(ε) Οι οικονομικές τεχνικές, καθώς επίσης οι χρησιμοποιούμενες τακτικές, δεν καθορίζουν τη μορφή της οικονομικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού – αποτελούν δηλαδή απλά εργαλεία.
(στ) Οι σχέσεις έθνους, πολιτικής και οικονομίας οφείλουν να είναι σαφείς. Ειδικότερα, η οικονομική πολιτική δεν συνιστά ένα αστυνομικό σύστημα για τις επιχειρήσεις. Στόχος της είναι η «γέννηση» και η σωστή διαπαιδαγώγηση ενός καινούργιου οικονομικού ανθρώπου (Homo Economicus).
Ο πυρήνας αυτού του στόχου είναι η δημιουργία μίας οικονομικοπολιτικής ηγετικής ομάδας, η οποία να έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί τις κατάλληλες πολιτικές προϋποθέσεις επίτευξης των οικονομικών στόχων (διαδικασία μετασχηματισμού). Σκοπός δηλαδή δεν είναι η «υπεξαίρεση» και η «νομή» της πολιτικής εξουσίας, αλλά η διαπαιδαγώγηση του λαού.
(ζ) Οι οικονομικοί στόχοι τοποθετούνται από την οικονομική πολιτική και όχι από την οικονομική θεωρία – η οποία είναι απλά ένα μέσον επιστημονικής έρευνας των στατιστικών και των τεχνικών.
(η) Η οικονομία είναι ο υπηρέτης της πολιτικής, με στόχο, μεταξύ άλλων, την εξυπηρέτηση των διαρκών γεωπολιτικών ενδιαφερόντων του έθνους.
ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ
Σημαντική είναι επίσης η τοποθέτηση του οικονομολόγου, σε σχέση με το μέλλον της Ευρώπης – όπου τόνισε ότι, ενώ η Βρετανία στηρίζει την οικονομία της στη θεωρία της ελεύθερης αγοράς, η Γερμανία έχει επιλέξει το μοντέλο του ζωτικού χώρου, το οποίο χωρίζει στα τέσσερα παρακάτω σημεία:
(α) Μετατροπή της Ευρώπης σε έναν «κλειστό οικισμό», ο οποίος να αποτελεί μία περιοχή αυτάρκη, επαρκή για τη ζωή και την εξέλιξη των κατοίκων της.
(β) Η ζωή του καθενός πρέπει να είναι πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητη. Την οικονομία της αγοράς, θα πρέπει να αντικαταστήσει η εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων των εθνών – με την ελευθερία της εργασίας να παίρνει τη θέση της ελευθερίας των αγορών.
Δεν πρέπει να παράγονται μόνο προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, σε σχέση με την παγκόσμια αγορά, αλλά και κάποια που επιτρέπουν οι δυνάμεις των ανθρώπων και της εκάστοτε περιοχής, ανεξαρτήτως κόστους παραγωγής. Απώτερος στόχος η εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, για όλα τα κράτη και τους Πολίτες τους.
(γ) Θα πρέπει να εξασφαλισθεί η αναγνώριση και η εξέλιξη μίας ηπειρωτικής ευρωπαϊκής οικονομικής αγοράς, η οποία να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις δικές της δυνάμεις – με χώρες που θα εκμεταλλεύονται αμοιβαία τα πλεονεκτήματα τους.
Στα πλαίσια αυτά, τα μικρά έθνη θα πρέπει να γνωρίζουν ότι, στηρίζονται στους ισχυρούς γείτονές τους, οι οποίοι τους εξασφαλίζουν αγορές για να πουλούν τα προϊόντα τους – κάτι που δεν μπορούν να επιτύχουν, στηριζόμενα στις δικές τους δυνάμεις.
(δ) Οφείλει να δημιουργηθεί ένας χώρος ολοκλήρωσης της γερμανικής οικονομίας, με αποικιακή μορφή – όπως συνηθίζεται στον πλανήτη. Στόχος πρέπει να είναι η επέκταση προς τις χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης (Ευρασία), όπου μπορούν να κατασκευασθούν πολλά και κερδοφόρα έργα.
Απώτερος σκοπός η δημιουργία μίας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, με θεμέλιο τη Γερμανία – η οποία (αυτοκρατορία) θα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής παγκοσμίως.
Ολοκληρώνοντας, ο οικονομολόγος τάχθηκε εναντίον μίας τελωνειακής ένωσης των χωρών της Ευρώπης, επειδή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ισοδύναμες οικονομίες – κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε, ούτε ήταν πιθανόν ότι θα συμβεί. Αφού ήταν εναντίον μίας απλής τελωνειακής ένωσης, θα ήταν προφανώς ακόμη πιο αρνητικός σε μία νομισματική ένωση, όπως η σημερινή Ευρωζώνη – για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ 25 ΣΗΜΕΙΩΝ
Τα σημεία 9-17 της τότε γερμανικής κυβέρνησης, τα οποία αφορούσαν τις οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ήταν τα εξής:
(9) Υποχρεωτική εργασία για όλους,
(10) Κατάργηση των εισοδημάτων που δεν προέρχονται από την εργασία,
(11) Απελευθέρωση από τη δουλεία των τόκων,
(12) Είσπραξη όλων των πολεμικών κερδών,
(13) Εθνικοποίηση των ήδη κοινωνικοποιημένων τραστ,
(14) Συμμετοχή στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων,
(15) Δημιουργία υγιών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και διατήρηση τους,
(16) Κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων και ενοικίαση τους σε μικρές εταιρείες,
(17) Δήμευση γης χωρίς αποζημίωση για κοινωφελείς σκοπούς, κατάργηση των ενοικίων των αγροκτημάτων και απαγόρευση κάθε κερδοσκοπίας με τις ιδιοκτησίες.
Ενδιαφέροντα σημεία της οικονομικής πολιτικής του δεύτερου κυρίαρχου οικονομολόγου, του αμιγώς ναζιστή, ήταν η μη οριοθέτηση των συνόρων της Γερμανίας από την ίδια, στα πλαίσια της αναζήτησης του άριστου ζωτικού χώρου, καθώς επίσης η ανακήρυξη της πολεμικής οικονομίας, ως απαραίτητο συστατικό της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής – δύο σημεία τα οποία υιοθέτησε παραδόξως, ως έχουν, αργότερα το Ισραήλ. Επίσης ενδιαφέρουσα ήταν η σχέση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας με την τράπεζα των τραπεζών, με την BIS, η οποία έχει έδρα την Ελβετία (ανάλυση μας).
ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε στα τέλη Οκτωβρίου του 1929, τη «Μαύρη Παρασκευή», όπου κατέρρευσε το χρηματιστήριο των Η.Π.Α. – κυρίως λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγής μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, καθώς επίσης της τεράστιας κερδοσκοπίας. Οι αγορές μετοχών είχαν εκτοξευθεί στα ύψη με αποτέλεσμα, η πτώση των τιμών τους που ακολούθησε, επειδή χρηματοδοτούνταν με δάνεια, να μετατρέψει την χρηματιστηριακή κρίση σε τραπεζική, η οποία διευρύνθηκε σε ολόκληρη την οικονομία.
Ειδικότερα, σημειώθηκαν πολυάριθμες χρεοκοπίες, απότομος περιορισμός της ρευστότητας και κατακόρυφη πτώση των τιμών – οδηγώντας την οικονομία στον κύκλο του διαβόλου, επειδή η μείωση της παραγωγής δημιούργησε ανεργία, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε περιορισμό της αγοραστικής δύναμης, μείωση της ζήτησης, περαιτέρω περιορισμό της παραγωγής κοκ. (ουσιαστικά κάτι ανάλογο, με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια).
Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. ήταν ο «χρηματοδότης του πλανήτη», οι δασμοί που επέβαλλε η τότε κυβέρνηση τους για να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία, προκάλεσαν μία μεγάλη κρίση στο παγκόσμιο εμπόριο. Παράλληλα, η βραχυπρόθεσμη απόσυρση των δανείων εκ μέρους των αμερικανικών τραπεζών, συντέλεσε στο να μεταφερθεί η κρίση σχετικά γρήγορα στην Ευρώπη.
Η διαδικασία επιδεινώθηκε σημαντικά, λόγω του ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνειζαν μακροπρόθεσμα τα χρήματα που δανείζονταν για βραχυπρόθεσμο διάστημα, από τις αμερικανικές τράπεζες (οι ομοιότητες με το σήμερα, όπου οι δείκτες των αμερικανικών χρηματιστηρίων έχουν «απογειωθεί», ενώ η πραγματική οικονομία ευρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης και η υπερδύναμη κινδυνεύει να χρεοκοπήσει, είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικές).
Η κρίση είχε πολύ χειρότερα αποτελέσματα για τη Γερμανία, λόγω των τότε δυσμενέστερων συνθηκών στην οικονομία της – κυρίως λόγω του σχετικά πρόσφατου υπερπληθωρισμού, ο οποίος είχε εξανεμίσει τις καταθέσεις, με αποτέλεσμα οι τράπεζες της να έχουν δανεισθεί μεγάλα ποσά από το εξωτερικό, για να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας. Η εκλογική νίκη δε των εθνικοσοσιαλιστών το 1930, προκάλεσε την απώλεια της εμπιστοσύνης των άλλων κρατών – όσον αφορά τα σταθερότητα της γερμανικής πολιτικής και οικονομίας.
Ακολούθησε μία μαζική εκροή χρημάτων, η οποία δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις γερμανικές τράπεζες – με αποτέλεσμα να «καταγγείλουν» πρόωρα και βιαστικά τα δάνεια προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Επειδή τώρα οι επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν παράλληλα πιέσεις εκ μέρους των δανειστών τους από το εξωτερικό, χρεοκοπούσαν η μία μετά την άλλη.
Η κατάρρευση των τραπεζών που ακολούθησε, είχε σαν αποτέλεσμα την πανικόβλητη απόσυρση τόσο των εγχωρίων, όσο και των ξένων κεφαλαίων – έως εκείνη τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τις τράπεζες για μερικές ημέρες, για να αποφύγει την ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος του διαβόλου (μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας, περιορισμός της κατανάλωσης κοκ.) ο οποίος, μεταξύ των πολλών άλλων δεινών που προκαλεί, περιορίζει και τα έσοδα του δημοσίου, συνέχισε την τρομακτική πορεία του στη Γερμανία, φτάνοντας στο ζενίθ του το 1932 (Πίνακας Ι).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της Γερμανίας, σε όρους διεθνούς δολαρίου (Geary-Khamis-Dollar). Για παράδειγμα, το κατά κεφαλή εισόδημα της Γερμανίας σε δολάρια το 2009 ήταν 40.800 ενώ σε όρους διεθνούς δολαρίου 36.499.
Έτος*
|
**Ποσόν
|
Διαφορά με προηγούμενο
|
|
|
|
1928
|
263.367
|
4,37%
|
1929
|
262.284
|
-0,41%
|
1930
|
258.602
|
-1,40%
|
1931
|
238.893
|
-7,62%
|
1932
|
220.917
|
-7,52%
|
1933
|
234.778
|
6,27%
|
1940
|
377.284
|
0,72%
|
1944
|
425.041
|
2,49%
|
1945
|
302.457
|
-28,84%
|
* Η ανάπτυξη από το 1934 έως το 1939 ήταν διαδοχικά 9,13% / 7,52% / 8,80% / 6,01% / 7,73% / 9,41% . Μετά το 1940 ήταν 6,33% / 1,34% / 1,99% (πηγή)
** Για σύγκριση, το ΑΕΠ της Γαλλίας το 1928 ήταν 181.912 (102.154 το 1945), της Μ. Βρετανίας 244.160 (347.035 το 1945) και της Ελλάδας 13.864 (6.865 το 1945).
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, η συνολική ύφεση στη Γερμανία ήταν -16,11%, όταν η αντίστοιχη σήμερα στη Ελλάδα είναι της τάξης του -25%. Από εδώ και μόνο φαίνεται το πόσο εγκληματική είναι η πολιτική που επιβάλλεται στην πατρίδα μας – η οποία, για 6η συνεχή χρονιά, είναι βυθισμένη στον κύκλο του διαβόλου, έχοντας ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στον πλανήτη. Εάν δε η τότε ύφεση της Γερμανίας ήταν υπεύθυνη για την άνοδο του ναζισμού, τι θα έπρεπε αλήθεια να προκαλέσει η δική μας;
Συνεχίζοντας στη Γερμανία, ο τότε καγκελάριος της προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση, με μία μεθοδική «αποπληθωριστική πολιτική» – δηλαδή, με την αύξηση των εξαγωγών, με τη μείωση των εισαγωγών, με την κλιμάκωση των φόρων, καθώς επίσης με νέους φόρους (με μία πολιτική λιτότητας λοιπόν, όπως ακριβώς η σημερινή ελληνική κυβέρνηση).
Όπως ήταν όμως φυσικό, η πολιτική αυτή ήταν καταστροφική, αφού κλιμάκωσε την κρίση, αντί να την καταπολεμήσει – με αποτέλεσμα να «εγκαταλείψουν» πλέον εντελώς οι πολίτες τη Δημοκρατία, επιλέγοντας τον εθνικοσοσιαλισμό. Όταν λοιπόν η κατάσταση σταθεροποιήθηκε (το καλοκαίρι του 1932), ήταν πλέον πολύ αργά για τη Δημοκρατία.
Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να σημειώσει κανείς ότι, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, οι Γερμανοί Πολίτες τότε θεωρούσαν ότι οι Εβραίοι ήταν αυτοί που προκάλεσαν την κρίση, λόγω του ότι ορισμένοι από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες των τοκογλυφικών κεφαλαίων – πίστευαν δηλαδή ότι οι Εβραίοι «ενσάρκωναν» το χρηματοπιστωτικό τέρας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήταν επομένως εύκολο για το φασιστικό καθεστώς να ενοχοποιήσει τους Εβραίους για όλα τα δεινά της Γερμανίας – με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι γνωστές θηριωδίες και το ολοκαύτωμα.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1933 – 1939
Συνεχίζοντας, μεταξύ των ετών 1933 και 1936, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης (διάγραμμα Ι) εκτοξεύθηκε στο 9%, ενώ η πορεία συνεχίσθηκε και τα δύο επόμενα χρόνια. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά, το 1936 στο 137% της αντίστοιχης του 1913 – με τον αριθμό των ανέργων (πίνακας ΙΙ) να μειώνεται από τα 4,2 εκ. πριν την ανάληψη της κυβέρνησης από τους εθνικοσοσιαλιστές, στους 1,6 εκ. ανέργους τρία χρόνια αργότερα.
Οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 20-25% την περίοδο 1933-39, φτάνοντας στα επίπεδα του 1928 (επίσης, του 1913) – ενώ ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 1%, γεγονός που σημαίνει ότι υπήρξε μεγάλη σταθερότητα. Η ανάπτυξη στηρίχθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία διατήρησε τους φόρους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα – κατά τη συνταγή του Keynes.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη ανεργίας 1932 – 1937 σε εκατομμύρια
Έτη
|
1932
|
1933
|
1934
|
1935
|
1936
|
1937
|
|
|
|
|
|
|
|
Άνεργοι
|
6,02
|
4,80
|
2,71
|
2,15
|
1,59
|
0,91
|
Περαιτέρω, η μεγάλη εσωτερική ανάπτυξη δημιούργησε αυξημένες ανάγκες σε εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών – για την χρηματοδότηση των οποίων η Γερμανία εξήγαγε βιομηχανικά προϊόντα. Οι εξαγωγές όμως δυσκολεύονταν, επειδή τα γερμανικά προϊόντα ήταν ακριβά – αφενός μεν λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών, αφετέρου λόγω της υποτίμησης των νομισμάτων των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της (υποτίμηση εκ μέρους της Μ. Βρετανίας το 1931 και των Η.Π.Α. το 1933).
Ως εκ τούτου, τα συνήθη εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας μειώθηκαν σημαντικά, στερώντας της το ξένο συνάλλαγμα για την πληρωμή των εισαγωγών της.
Η βασική δυνατότητα της ήταν η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία θα λειτουργούσε θετικά, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και τις εξαγωγές της. Όμως, η χώρα είχε ήδη από το 1920 μεγάλα εξωτερικά χρέη – οπότε, τυχόν υποτίμηση του νομίσματος της, θα αύξανε δυσανάλογα τα χρέη της (σε μάρκα). Θα αυξανόταν επίσης οι τόκοι των χρεών της, γεγονός που θα προκαλούσε ελλείμματα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όσο και στον προϋπολογισμό της.
Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση αποφάσισε εν πρώτοις να «αναστείλει» τις πληρωμές τόκων και δόσεων, όσον αφορά τα εξωτερικά χρέη της (Ιούνιος του 1933). Αργότερα, το 1934, μετέτρεψε όλες τις εξωτερικές απαιτήσεις της σε απαιτήσεις στο εθνικό νόμισμα – μία κίνηση, η οποία ήταν στη διακριτική της ευχέρεια (σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις, οι οποίες απαιτούν τη συμφωνία και των δύο συναλλασσομένων).
Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι, οι ξένοι έπρεπε να αγοράζουν τα προϊόντα της από την εγχώρια αγορά, από το εσωτερικό της δηλαδή, αφού μόνο εκεί αναγνωριζόταν το μάρκο ως νόμισμα για τη διενέργεια συναλλαγών. Επομένως, θα έπρεπε προηγουμένως να ανταλλάσσουν το νόμισμα τους με μάρκα, σαν να ήταν το μάρκο «αποθεματικό νόμισμα» – με αποτέλεσμα να μην είναι η Γερμανία εκτεθειμένη στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις των άλλων.
Επειδή όμως οι τιμές των γερμανικών προϊόντων ήταν 30-40% υψηλότερες από τις τιμές στην παγκόσμια αγορά, μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να μειωθεί το εξωτερικό χρέος της χώρας. Εκτός αυτού, οι ακριβές τιμές των προϊόντων υποχρέωσαν ουσιαστικά τις επιχειρήσεις να τα τελειοποιούν – γεγονός που σημαίνει ότι, ως συνήθως, το συγκεκριμένο μειονέκτημα ήταν η αιτία της αριστοποίησης των γερμανικών προϊόντων και της φήμης του «Made in Germany».
Περαιτέρω, εκείνη την εποχή έμαθαν πιθανότατα οι Γερμανοί όχι μόνο να κατασκευάζουν προϊόντα υψηλής ποιότητας, αλλά και να επιβιώνουν με ένα ισχυρό νόμισμα – στοιχεία που τους βοήθησαν σημαντικά, μετά το τέλος του πολέμου. Εν τούτοις, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπισθούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – με αποτέλεσμα να μειωθούν τα γερμανικά συναλλαγματικά αποθέματα (κατά 1 δις μάρκα, στα 84 εκ.)
Στα πλαίσια αυτά, η Γερμανία αναγκάσθηκε να υιοθετήσει ένα νέο σχέδιο – με στόχο τη ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών της με το εξωτερικό. Τα βασικότερα στοιχεία του ήταν τα εξής: Περιορισμός των εισαγωγών πρώτων υλών και τροφίμων, ενίσχυση των εξαγωγών με διάφορους τρόπους (επιδοτήσεις κλπ.), ανταλλαγή προϊόντων χωρίς την ανάγκη συναλλάγματος, καθώς επίσης μετατόπιση του εμπορίου από την δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α., προς τη νότια Ευρώπη και τη λατινική Αμερική.
Το 1935 άρχισε να αποδίδει το σχέδιο, με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας να εμφανίζει ξανά πλεόνασμα – στα 111 εκ. μάρκα. Εκτός αυτού, μέσω του κρατικού ελέγχου, μπόρεσαν να επικεντρωθούν οι εισαγωγές στις απαραίτητες για την εξοπλιστική βιομηχανία πρώτες ύλες, ενώ περιορίσθηκαν σημαντικά οι συναλλαγές σε ξένα νομίσματα.
Ένα επί πλέον εργαλείο εξοικονόμησης συναλλάγματος ήταν η αύξηση της εγχώριας παραγωγής πρώτων υλών – 416% στο αλουμίνιο, 167% στο σιδηρομετάλλευμα, 123% στην ενέργεια και 44% στο λιθάνθρακα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω υπάρχουν λύσεις, ακόμη και όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα είναι εξαιρετικά μεγάλα – αρκεί να υιοθετήσει ένα δικό της πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, βασισμένο στις δικές της και μόνο δυνάμεις.
Αυτό ακριβώς θα πρέπει να κάνει και η Ελληνική κυβέρνηση, η οποία πρέπει να σταματήσει τις υποκλίσεις, καθώς επίσης τη διεθνή επαιτεία, κατά τα πρότυπα της αμέσως προηγούμενης – αυτής που είχε πρωθυπουργό τον Εφιάλτη του Καστελόριζου. Θα πρέπει επίσης να σταματήσει να λειτουργεί «φασιστικά», καλυμμένη πίσω από ένα ψεύτικο πέπλο δημοκρατίας – αναλαμβάνοντας η ίδια τα ηνία και εκδιώκοντας την Τρόικα.
Απαιτούνται βέβαια εθνική υπερηφάνεια, ικανότητες, θέληση και πειθώ – ενώ με τη βοήθεια ενός ολόκληρου λαού, εάν βέβαια πεισθεί ότι βαδίζει στο σωστό δρόμο, μπορούν να γίνουν πραγματικά θαύματα.
Εάν όμως η κυβέρνηση εξακολουθήσει να μην έχει κανένα δικό της σχέδιο για την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπάρχει μόνο το μνημόνιο των ξένων και οι ανόητες, άκαρπες, κουτοπόνηρες προσπάθειες της να το καταστρατηγήσει όπου μπορεί, τότε η πατρίδα μας θα παραμείνει για πολλά χρόνια ακόμη δέσμια των δανειστών της.
Όσον αφορά τώρα το θέμα του εθνικοσοσιαλισμού, θα επανέλθουμε με τη συνέχεια της ανάλυσης, με το δεύτερο και το τελευταίο της μέρος δηλαδή (μέθοδοι χρηματοδότησης του εθνικοσοσιαλισμού, οικονομικά του πολέμου κλπ.), σε επόμενο κείμενο μας, έτσι ώστε να μην κουράσουμε περισσότερο.
* Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.
Έχει γράψει το βιβλίο "Υπέρβαση Εξουσίας", το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον τίτλο "Η κρίση των κρίσεων".
Έχει ασχοληθεί με σημαντικές έρευνες και αναλύσεις επί του αντικειμένου του (μακροοικονομία), επί διεθνούς επιπέδου, οι οποίες φιλοξενούνται τακτικά σε ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.
ΠΗΓΗ: Οκτωβρίου 12, 2013, http://www.analyst.gr/2013/10/12/3008/ και http://www.analyst.gr/2013/10/12/3008/2/ και http://www.analyst.gr/2013/10/12/3008/3/ και http://www.analyst.gr/2013/10/12/3008/4/
Συνέχεια στο Μέρος (β): Εθνικοσοσιαλισμός, η οικονομική πλευρά (β):