Αρχείο κατηγορίας Λαογραφία

Τα κοκολόγια τότε και τώρα…

Τα κοκολόγια τότε και τώρα…

Jean-François_Millet_-Gleaners-_Google_Art_Project_2

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Ι. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

   Υπάρχει άνθρωπος της σημερινής τρίτης ηλικίας που να μη θυμάται τα «κοκολόγια»; Δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό της κοιλάδας του Βουραϊκού, αλλά ούτε μόνο της επαρχίας Καλαβρύτων. Αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ευρύτερου ελληνικού χώρου και με ρίζες στην ευρύτερη λαϊκή και χριστιανική παράδοση. Σκοπός της δεν ήταν να ανατρέψει την ταξική κοινωνία, αλλά να την απαλύνει.

   Αφορούσε τη συλλογή παντός είδους καρπών-κόκκων, που απέμεναν κατά την οργανωμένη συλλογή των ιδιοκτητών, από τους απόρους και φτωχούς των αγροτικών κοινωνιών.

   Πάντως ψάχνοντας σε λεξικά δεν συνάντησα την εν λόγω λέξη. Μια παραπλήσια είναι η λέξη «κοκότα», που την χρησιμοποιούμε για τα ξεφλουδισμένα καρύδια. Σημαίνει «κοκότα (η) ους/γαλλ. Cocotte (=πουλάδα) (μτφ) γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη».[1]

   Μια δεύτερη ετυμολογική εκδοχή αναφέρει ο Λειβαρτζινός Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος: «Στον προφορικό λόγο, το παράγωγο ρήμα είναι ‘’κοκολογάω’’ και δεν συνηθίζεται συνηρημένο. Διαφοροποίηση υπάρχει σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου, που η κατάληξη των ρημάτων με χαρακτήρα[2] φωνήεν είναι ‘’ου’’, αντί ‘’ω’’ (π.χ. λέου, κλαίου, μιλάου κλπ) και το συναντάμε ‘’κοκολογάου’’.

   Εδώ όμως πρέπει να διαχωρίσουμε το μέσο-παθητικό ρήμα, που ενώ φαίνεται να έχει την ίδια ρίζα, δεν είναι έτσι. Το ρήμα ‘’κοκολογοέμαι’’, σημαίνει πως μιμούμαι τη φωνή της κότας, από το ‘’κο, κο κο’’.

   Ο όρος ‘’κοκολογιέμαι’’, έχει και μεταφορική έννοια: Την αρχή κάποιου ειδυλλίου μεταξύ δύο ετερόφυλων ανθρώπων. Κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με το χαρακτηριστικό-‘’τρυφερό’’ ‘’κο, κο, κο’’ του κόκορα που επιδιώκει να ‘’φέρει βόλτα’’ την κότα!».[3]

ΙΙ. ΟΙ ΕΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

   Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συλλογής ελιών στην Κρήτη: «Υπήρχε μια παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, που απαγόρευε μετά το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές του, κι αυτό, γιατί εθεωρείτο ότι οι ελιές αυτές πλέον, ‘’ανήκαν στους φτωχούς’’!

   Αυτή η θρησκευτική όψη, και στα χριστιανικά χρόνια, έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Το είδος αυτό της ελεημοσύνης, το να αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές, ονομαζόταν ‘’μπορμπολόγια’’, στην Κρήτη την συνήθεια αυτή την ονόμαζαν ‘’κοκολόγια’’…».

   «…Σε κάποια μέρη της Ελλάδας μάλιστα, όταν τέλειωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, και με το ανάλογο χριστιανικό συναίσθημα, ανέφερε αυτήν του την επιθυμία στον παπά. Ο παπάς με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιο του, ότι ‘’ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να πάει να κοκολογίσει τις ελιές του’’.

   Οι ελιές που έχουν πέσει στα κοκολόγια, είναι αυτές στα πολύ ψηλά κλαριά, που δεν τις φτάνει ούτε η ξύλινη ντέμπλα (μακριά ράβδος). Πέφτουν όμως μόνες τους με τα δυνατά φυσήματα του αέρα Φεβρουάριο ή και Μάρτιο μήνα.

   Πολλοί άνθρωποι, φτωχές οικογένειες, άνδρες και γυναίκες, αλλά κυρίως παιδιά του δημοτικού, μάζευαν ελιές από ‘δω κι από ‘κει, και τις πούλαγαν στον έμπορα, έναντι κάποιας αμοιβής.

   Δεν εθεωρείτο σε καμία περίπτωση κλεψιά, το να μαζέψεις κάποιος τις ελιές του άλλου στα κοκολόγια, αφού είχε τελειώσει η ελαιοκομική περίοδος. Υπήρχε στο θέμα αυτό ελαστικότητα, και κατανόηση από όλους, ακόμα κι από τον αγροφύλακα!

   Ο Αμπελικός (αγροφύλακας), δεν έκανε παρατήρηση σε κανέναν εκείνη τη περίοδο, αν μάζευε ξένες ελιές, και αυτός το θεωρούσε ιερό δικαίωμα των φτωχών και αδυνάτων…».[4]

ΙΙΙ. Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

   «…Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε.

   Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει.

   Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

   Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη.

   Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων.

   Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: ‘’Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες!’’

   Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της…».[5]

   Όπως παρατηρούμε ήδη από τον 19ο αι., η παράδοση αυτή δεν αφορούσε χαρακτηριστικό μόνο της Κρήτης. Αφορούσε κι άλλα νησιά, όπως η Εύβοια και η Σκιάθος (το νησί του Παπαδιαμάντη). Δεν αφορούσε μόνο συλλογή των ελιών που απέμεναν, αλλά και σταχιών  σιταριού, αλλά και άλλων καρπών. Επίσης παρατηρούμε και τρόπους προσωρινής εσωτερικής μετανάστευσης σε μακρινά μέρη μέσω γνωστών για κοκολόγημα!

IV. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙ

   Κατά το Νίκο Χρ. Παπακωνσταντόπουλο έχουμε «κοκολόγημα» σε πολλά είδη καρπών: «Ο άγραφος, αλλά και ο γραπτός ο νόμος[6] ορίζει ότι ο νοικοκύρης-ιδιοκτήτης κάθε παραγωγής, είναι και ο δικαιούχος της συγκομιδής. Σχεδόν πάντα, όμως, μετά από κάθε συγκομιδή, μένουν στα χωράφια ή στα δέντρα μικροποσότητες των προϊόντων τους, που έχουν διαφύγει της προσοχής τους. Αυτές τις μικροποσότητες, τις μαζεύει ο νοικοκύρης λίγο αργότερα, σε ‘’δεύτερη δόση’’ κι αυτό είναι το λεγόμενο κοκολόι.

   Εδώ όμως, ο άγραφος νόμος ορίζει ότι μπορεί να μπει ελεύθερα στο χωράφι και οποιοσδήποτε άλλος και να ‘’μαζέψει’’, μετά τη συλλογή από το νοικοκύρη. Αυτό ισχύει για κάθε προϊόν, π.χ. για το καλαμπόκι, τα σταφύλια, τα σύκα, κλπ, φυσικά και για τα καρύδια. Για τα καρύδια, όμως, το ‘’κοκολόι’’ είναι πολύ εύκολο και περισσότερο συνηθισμένο, δίνοντας και μια ικανοποιητική επιπλέον σοδειά, αφού εκείνα που μένουν στις ψηλές κορυφές του δέντρου, θα πέσουν αργότερα με τον αέρα και τη βροχή. Άλλωστε, το πολύτιμο αυτό προϊόν του φθινοπώρου, μπορεί να παραμείνει στο έδαφος μεγάλο χρονικό διάστημα -ακόμη κι ένα χρόνο-, χωρίς να αλλοιωθεί!».[7]

V. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΤΕΖΗ

   Η Κέρτεζη μέχρι και τη δεκαετία του 1980 παρήγαγε μια σειρά από καρπούς. Παράλληλα με μια επίσης σειρά άγραφων νόμων μεν, αλλά πολύ ισχυρών στην κοινωνική και χριστιανική συνείδηση, με τους οποίους απάλυνε την ταξική κοινωνία μέχρι ενός σημείου. Η (ε)ξέλαση, οι αλλαγουριές, οι σεμπριές, οι αργίες, τα νυχτέρια, οι γενικές συνελεύσεις, οι συνεταιριστικές απόπειρες, αλλά και το κοκολόγημα έφτασαν μέχρι την εποχή εκείνη.[8]

  Κοκολόγημα γινόταν κυρίως στα φασόλια, στα στάρια, στις τσαμπίδες, στα αγριοκάστανα, στα αγραπίδια, στα σύκα και μέχρι τις ημέρες μας στα καρύδια.

   Κατά το βγάλσιμο και το φόρτωμα στο χωράφι των φασολιών στα φορτηγά ζώα, είτε  έμεναν ανάμεσα στα χορτάρια κάποιες ρίζες φασολιών με καρπό, είτε έπεφταν σπυριά στο χωράφι. Μετά την μεταφορά και των τελευταίων δεματιών προς το αλώνι, είτε μέλη της οικογένειας του ιδιοκτήτη, αν ήταν σχετικά φτωχός, είτε άλλοι φτωχοί του χωριού αν ήταν σχετικά πλούσιος, κοκολογούσαν τα σπυριά.

   Τα φασόλια αυτά, είτε τα κρατούσαν για φαγητό το χειμώνα, είτε τα πουλούσαν στη λαϊκή των Καλαβρύτων και έπαιρναν ένα μικρό χαρτζιλίκι.

   Η συλλογή των αγριοκάστανων του μεγάλου καστανόδασους γινόταν με τη μέθοδο των λαχνιών και το χτύπημα της καμπάνας, που έδινε το σύνθημα της οργανωμένης συλλογής.

   Μετά την παρέλευση δύο ημερών ξεκινούσε το κοκολόγημα για όλους και παντού. Τα αγριοκάστανα αποτέλεσαν σε δύσκολες περιόδους (όπως π.χ. η Κατοχή) βασική διατροφή στους κατοίκους.

  Κοκολόγημα γινόταν και στις τσαμπίδες, δηλαδή στα μικρά και όψιμα σταφυλάκια που δεν συλλέγονταν, είτε σε κανένα ώριμο που είχε ξεχαστεί ανάμεσα στα φύλλα του κλήματος. Τόσο οι φτωχοί, όσο και τα παιδιά, κάναμε πάρτι όταν τελείωνε ο τρύγος σε κάθε ξεχωριστή περιοχή των αμπελώνων 1.000 στρ. στην Κέρτεζη. Φυσικά πάρτι έκαναν και τα αγριοπούλια!

   Το κοκολόγημα σε αραποσίτια, αλλά και στα στάρια είχε σταματήσει πολύ νωρίτερα και μάλλον πριν την Κατοχή στην Κέρτεζη. Όμως κι αυτό ήταν μέσα στις δυνατότητες του άγραφου νόμου.

VI. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΥΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

   Η συρρίκνωση του πληθυσμού στα βουνά και σε μια ενδιάμεση φάση, λόγω της μείωσης των καλλιεργειών, έφερε τη φύτευση αμέτρητου πλήθους καρυδιών. Τα χωράφια και αμπέλια που ήταν ξερικά, αλλά και αυτά που έμειναν εκτός αναδασμού (πέραν του βάλτου) είναι πλέον καρυδεώνες.

   Η καρποφορία είναι δυσανάλογη των μονίμων κατοίκων. Πάρα πολλές καρυδιές ανήκουν σε ξενιτεμένους στο εξωτερικό, αλλά και πολύ περισσότερους σε όσες και όσους διαμένουμε σε μεγάλες πόλεις (κυρίως Αθήνα, Πάτρα και Αίγιο). Ως συνταξιούχοι συλλέγουμε αρκετά καρύδια. Όπως και οι σχετικά μεγάλης ηλικίας μόνιμοι κάτοικοι. Όμως πλέον το ράβδισμα γίνεται μόνο από το έδαφος και επομένως τα καρύδια στου μεγάλους ύψους καρυδιών μένουν επάνω, μέχρι να πέσει ισχυρή βροχή ή να περάσουν θυελλώδεις άνεμοι. Έτσι η συλλογή δεν γίνεται μία ή δύο φορές, αλλά πολύ περισσότερες.

   Εννοείται ότι ισχύει ο κανόνας του κοκολογήματος. Όμως είναι δύσκολο να τηρηθεί για πολλούς λόγους. α) Δεν υπάρχουν πλέον πολύ φτωχές οικογένειες, όπως στην εποχή του υπερπληθυσμού, β) Τα καρύδια συλλέγονται σε πολλές φάσεις και όχι σε μία, γ) Πολλές καρυδιές ανήκουν σε ιδιοκτήτες που δεν έρχονται να τα συλλέξουν, αλλά καλούν συγγενείς ή φίλους να το κάνουν και δ) Υπάρχουν «κακολογητές» που κάνουν μέχρι και εμπόριο!

   Η προσπάθεια δημοσιοποίησης του προβλήματος έχει μειώσει την καταστρατήγηση της παράδοσης. Υπάρχουν όμως άνθρωποι, όχι μόνο από την Κέρτεζη, που οργανωμένα έρχονται να κοκολογήσουν περίεργες ημέρες και ώρες. Μάλιστα πολλές φορές πριν καν ο ιδιοκτήτης ραβδίσει τις καρυδιές. Πρόκειται για κλοπή κι όχι κοκολόγημα.

VII. ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

   Στην εποχή μας η ορεινότητα τραβά ένα νέο, αλλά πάλι δύσκολο δρόμο. Τώρα δεν είναι αιτία η απόλυτη χειρωνακτική εργασία με τη βοήθεια των φορτηγών ζώων και ο υπερπληθυσμός. Αιτίες που γεννούσαν ταξικότητα, εκμετάλλευση, φτώχεια και εξορίες. Και μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο κλίμα γεννήθηκαν και πολλά θετικά και σχετικά εξομαλυντικά πρότυπα, όπως τα κοκολόγια. 

   Αιτία τώρα είναι η σχεδόν εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής από την πολιτεία με ελάχιστες βελτιώσεις. Τώρα η πολιτεία χωρίς συνεκτικό σχέδιο κτυπά ανισόρροπα με την «πράσινη ανάπτυξη». Τώρα τα κοκολόγια δεν έχουν μάλλον νόημα. Νόημα έχουν οι συλλογικοί και δίκαιοι αγώνες διεκδίκησης για προστασία του περιβάλλοντος, στήριξη και ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής, αναδασμοί και άλλοι αντίστοιχοι σχεδιασμοί…

   Τέτοιες σκέψεις και προτάσεις θέλω να συζητήσουμε στις 4 Νοέμβρη στο Πολύκεντρο Πολιτιστικό κέντρο των Καλαβρύτων, στις 7.00μμ, κατά την παρουσίαση του τελευταίου μου σχετικού βιβλίου…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, στη στήλη ΒΟΥΡΑΪΚΕΣ ΝΥΞΕΙΣ, φ. 82, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024, σελ. 28-29.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΦΥΤΡΑΚΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1993, σελ. 386/

[2] «Χαρακτήρας: το τελευταίο γράμμα του θέματος».

[3] ΠΗΓΗ: 12 Οκτωβρίου 2020, https://nikolpapak.blogspot.com/2020/10/blog-post.html?

[4] ΠΗΓΗ: https://www.cretanmagazine.gr/ta-kokologia-i-paradosi-pou-dichni-to-athanato-megalio-tou-ellinismou/.

[5] Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Η σταχομαζώχτρα (1889).

ΠΗΓΗ: http://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/380-staxomazoxtra-1889.  

[6] «Ο νόμος αυτός, είτε γραπτός είτε άγραφος, συχνά παραβιάζεται, με αποτέλεσμα ‘’νόμος’’ να γίνεται η κλοπή μεγάλου μέρους της σοδιάς, ακόμα και από συγγενείς και από γείτονες!»

[7] ΠΗΓΗ: ό. π., 12 Οκτωβρίου 2020, https://nikolpapak.blogspot.com/2020/10/blog-post.html?

[8] Λεπτομέρειες στο βιβλίο μας: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α. ΜΠΟΥΡΔΑΛΑΣ, ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ, εκδ. ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2024, σελ. 127-139.

Παρακμή, πόλεμος και νέοι αμπελώνες στα βουνά μας

Παρακμή, πόλεμος και νέοι αμπελώνες στα βουνά μας

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Ι. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟΣ 

Η Ευρώπη γερνά δημογραφικά, αλλά γερνά και οικονομικά και πολιτικά. Ο πόλεμος έκλεισε επίσημα ήδη ένα έτος από τις 24 Φλεβάρη του 2022 με την εισβολή της Ρωσίας του νεοτσάρου Βλαντιμίρ Πούτιν στη σύγχρονη και νεαρή Ουκρανία. Δεν γνωρίζουμε εάν έπεσε στην παγίδα των Η.Π.Α., αλλά τα πράγματα δείχνουν περίπλοκα για το αν θα πάνε οι ισχυροί σε διπλωματική λύση ή ο πόλεμος θα αναβαθμιστεί σε Γ΄ παγκόσμιο και με πυρηνικά…

Βλέπετε η Κίνα αποτελεί κρίκο με τη Ρωσία κι από την άλλη οι Η.Π.Α. και οι χώρες της Ε.Ε. μέσω του Ν.Α.Τ.Ο., όχι μόνο συντηρούν τον πόλεμο, αλλά και τον εκτείνουν στο χρόνο και φαίνεται να τον αναβαθμίζουν. Αν και το κύριο είναι το αίμα που χύνεται, οι σακατεμένοι, η προσφυγιά και ο πολλαπλός πόνος των νέων παιδιών σε Ουκρανία και Ρωσία, υπάρχουν ισχυρές επιπτώσεις οικονομικής και γεωπολιτικής φύσης σ’ όλη την Ε.Ε..

Οι επιπτώσεις στην Ευρώπη πέραν της Ρωσίας -επομένως και στην Ελλάδα- δεν έχουν σχέση μόνο με την ενέργεια μονομερώς, αλλά ακόμη στα σιτηρά, στους σπόρους, στην κτηνοτροφία, στην ευρύτερη εργασία στα ορεινά κι επομένως στην επιδείνωση του δημογραφικού ζητήματος.

Στην ορεινότητα αυτά όλα σχεδόν αποτελούν το τελειωτικό κτύπημα, αν δεν ληφθούν άμεσα ευρωπαϊκά και ελλαδικά μέτρα στήριξης.

Να ελπίσουμε ότι η διπλωματία θα λειτουργήσει και δεν θα ξεκινήσει η ηγεσία της Ρωσίας με πυρηνικά για να μη χάσουν τον στρατιωτικό πόλεμο που ξεκίνησαν για να νικήσουν… Γιατί τότε όλα αυτά που συζητούμε δεν θα έχουν κανένα νόημα, αφού οι βοριάδες στη χώρα μας δεν θα αστειεύονται…

Συνέχεια

Σασμός: το δικαστήριο της κοινότητας

Σασμός: το δικαστήριο της κοινότητας

Του Χάρη Ναξάκη*

   Οι ερινύες, Αληκτώ (της οργής), Μέγαιρα (του μίσους), Τισιφόνη (της εκδίκησης) ήταν χθόνιες θεές με αποκρουστικά χαρακτηριστικά, που κατοικούσαν στον Άδη και η αποστολή τους ήταν η τιμωρία όσων είχαν διαπράξει ηθικά εγκλήματα ή εγκλήματα κατά της φυσικής τάξης και αρμονίας του κόσμου. Συχνά οι θνητοί τις επικαλούνταν όταν ήθελαν να καταραστούν έναν εχθρό τους για να τον τιμωρήσουν είτε με φρικιαστικό θάνατο είτε οδηγώντας τον στην τρέλα με τις κραυγές τους.

   Ο βίος όμως και η πολιτεία των ερινύων τελείωσε όταν καταδίωξαν τον Ορέστη που είχε σκοτώσει την μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της για να τους εκδικηθεί για την δολοφονία του πατέρα του. Ο Ορέστης σώζεται από τον θεό Απόλλωνα που τον απάλλαξε από το μίασμα του φόνου και στη συνέχεια από την απόφαση της θεάς Αθηνάς να διεξαχθεί δίκη, με θνητούς δικαστές, σε δικαστήριο, στον Άρειο Πάγο και στο οποίο αθωώνεται. Έκτοτε οι ερινύες γίνονται ευμενίδες, θεές της ευλογίας ή καλύτερα οι άνθρωποι-δικαστές γίνονται κατά μια έννοια ερινύες.

Συνέχεια

Ποικίλες κλειστές διαδρομές στην Κέρτεζη των νερών και του πράσινου – Ι. Η μικρή οικιστική διαδρομή

Ποικίλες κλειστές διαδρομές στην Κέρτεζη των νερών και του πράσινου – Ι. Η μικρή οικιστική διαδρομή

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Α. Εισαγωγικά

Πριν ενάμισυ χρόνο πάρθηκε η αρχική απόφαση από το Περιβαλλοντικό Κέντρο Κλειτορίας-Ακράτας για ένταξη και της Κέρτεζης στα βιωματικά εκπαιδευτικά και εν γένει περιβαλλοντικά μαθήματα. Πρόσφατα (9 Ιούνη 2020) είχαμε και την επίσκεψη και των τεσσάρων στελεχών του κέντρου στην Κέρτεζη, όπου και τους ξεναγήσαμε σε τρεις διαδρομές γύρω από τις απαρχές του κερτεζίτικου Βουραϊκού περνώντας και από πολλά φυσικά και τεχνικά μνημεία.

Παράλληλα ο Σύλλογος Κερτεζιτών Αθήνας με έχει παρακαλέσει να σχεδιάσω μερικές διαδρομές. Έτσι αποφάσισα να τις σχεδιάσω, εμπλουτίσω με φωτογραφικό οδοιπορικό και φυσικά συγκεκριμένα σχόλια. Σε κάποια σημεία θα κάνω ειδικές παρατηρήσεις για διευκόλυνση των περιπατητών και οδοιπόρων. Όλες οι διαδρομές θα έχουν αφετηρία και τέρμα την κεντρική μας πλατεία, όπου ο Πλάτανος και η πέτρινη εκκλησία της Παντάνασσας (Γέννηση της Θεοτόκου).

Θα ξεκινήσουμε με την πιο μικρή διαδρομή που μπορούν να κάνουν και μικρά παιδιά του νηπιαγωγείου ή των πρώτων τάξεων του δημοτικού, είτε με τους γονείς τους, είτε μέσω του περιβαλλοντικού Κέντρου και των νηπιαγωγών ή δασκάλων τους. Θα την ονομάσω «η μικρή οικιστική διαδρομή» για χάρη της συνεννόησης. Όλες οι νότιες διαδρομές θα περνούν από τον Πύργο του Φραντζή/«Λιάρου», θα εφάπτονται του πεσμένου νερόμυλου και νεροτριβής Λαφογιάννη/«Λιάρου», το Κεφαλόβρυσο, τον Αη Γιάννη, τις τρεις πέτρινες γέφυρες και τις παρυφές του καστανόδασους.

Για καλύτερη εικόνα θα υπάρχουν δύο σχέδια των διαδρομών. Ένα πάνω σε κοντινή φωτογραφία και ένα σε απόσπασμα του παγκόσμιου χάρτη (google map). Θα συμπληρώνονται με πλήθος φωτογραφιών κατά τη διαδρομή, νοητές στάσεις και σχόλια. Κάποια σχόλια θα αναρτηθούν σε δεύτερη φάση. Πατώντας δεξί κλικ σε κάθε φωτογραφία βγαίνει πολύ μεγαλύτερη και φυσικά καθαρή «σε νέα καρτέλα».

Β. Η μικρή οικιστική διαδρομή

Ξεκινάμε από τη θέση 1 (κεντρικός πλάτανος και Παντάνασσα με το πέτρινο επιβλητικό καμπαναριό), περνάμε στη θέση 2 ( στην προέκταση του μεγάλου αλλά σκεπασμένου πέτρινου γεφυριού στο παραπόταμο Λίθο που έρχεται από τα έλατα. Κατόπιν θα πάρουμε ένα μέρος ενός παλιού στενού δρόμου του οικισμού με στάση στη θέση 3, όπου και το πέτρινο ορατό γεφύρι του «Γιαγουδή»/»Πλιάκα» πάνω από την κοίτη του ποταμίσκου των κεντρικών νερών από το Κεφαλόβρυσο.

Παραδοσιακό ψωμί Κέρτεζης με προζύμι στην πόλη

Παραδοσιακό ψωμί Κέρτεζης με προζύμι στην πόλη

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Η περίοδος του δίμηνου εγκλεισμού λόγω κορονοϊού και πολιτικής της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, μου έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσω την διαδικασία ζυμώματος ψωμιού με το παραδοσιακό προζύμι. Αυτό έγινε βεβαίως σε μικρή ποσότητα. Η μοναδική διαφορά ήταν η χρήση ηλεκτρικής κουζίνας αντί παραδοσιακού οικογενειακού ξυλόφουρνου.

Η πλήρης και αναλυτική περιγραφή της οικιακής παρασκευής του παραδοσιακού χωριάτικου ψωμιού έχει γραφτεί στο υπό έκδοση νέο βιβλίο μας (Β΄ τόμος) με τίτλο: «Η οικονομία στα βουνά και η Κέρτεζη», που προγραμματίζεται να εκδοθεί από τις εκδόσεις Αρμός τον επόμενο χρόνο. Εδώ θα παρουσιάσουμε με συντομία και με σχετικές διαδικασίες την Παρασκευή για ένα σύγχρονο σπίτι με 1,7 κιλά αλεύρι.

Ι) Υλικά

προζύμι 100 γραμμαρίων, αλεύρι ολικής άλεσης 1 κιλό, αλεύρι κίτρινο 700 γραμμάρια, μία κουταλιά της σούπας ξύδι, μία με δύο πρέζες ψιλό αλάτι, μία πρέζα (μαύρη) ζάχαρη, λάδι για άλειμμα των ταψιών, χλιαρό νερό όσο πάρει.

ΙΙ) Ανάχρεια (εργαλεία)

Αναμνήσεις από τις μακρινές ημέρες του Πάσχα στην Κέρτεζη

Αναμνήσεις από τις μακρινές ημέρες του Πάσχα στην Κέρτεζη

Σχόλια για την φωτογραφία του Παναγιώτη Σπανού στο τέλος

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Οι μέρες του Πάσχα στην Κέρτεζη είχαν έναν εορταστικό ανάμικτο τρόπο ανάδειξης, λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τις εργασίες των κατοίκων (κυρίως μικροαγροτών και τσοπάνηδων), όσο και επιρροές του μοναστηριακού τυπικού! Φυσικά και συμμετείχαν και πολλά γνωστά λαογραφικά στοιχεία, όπως τα λεγόμενα κάλαντα. Το εκκλησιαστικό και λαογραφικό τυπικό με αργίες ημερών και ωρών ξεκινούσε από το Σάββατο του Λαζάρου και τελείωνε την Κυριακή του Θωμά! Πολλά στοιχεία απ’ αυτά διατηρούνται ακόμα.

Το πρωινό του Λαζάρου στον μεν ναό γιορταζόταν η προσδοκία της «κοινής Ανάστασης», ενώ στα σπίτια τα παιδιά έψαλλαν: «Ήλθε ο Λάζαρος, ήλθαν τα βάγια,/ ήλθε κι ο Υιός της Παναγίας./ Κάπου λάλησε πουλί κι αηδόνι/ κι απλοήθηκε το χελιδόνι./ Έβγα Λάζαρε δος μου λεμόνι,/ να το φύτευα στο περιβόλι…». Από την προηγούμενη τα παιδιά είχαν στολίσει με άγρια πορτοκαλί άνθη τα καλαθάκια και πρωί-πρωί περνούσαμε από τα σπίτια. Στο ψάλσιμο οι κυράδες μας φίλευαν κυρίως φρέσκα αυγά και σπάνια κουλούρια. Τα λαμπροκούλουρα φτιαχνόντουσαν την ίδια μέρα, αλλά μετά το σχόλασμα της εκκλησίας. Ήταν δύο ειδών: Τα αρτύσιμα με αυγά και γάλα και τα λαδερά με προζύμι.

Η επόμενη ημέρα, Κυριακή των βαΐων, ήταν εορταστική με τα βάγια ως ευλογία και το μεσημεριανό με μπακαλιάρο τηγανιτό και σκορδαλιά από πουρέ πατάτας.

Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής στην Κέρτεζη

Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής στην Κέρτεζη

Επιμέλεια Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Από το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης τα νεαρά αγόρια (συνήθως) ξαμολιόμαστε στα γύρω βουνά να μαζέψουμε τα ακάνθινα κλαδιά από το φυτό «Αλπομηλιά» (ένας όμορφος ακανθώδης θάμνος με κόκκινους καρπούς) και άγριες ανθισμένες βιολέτες (χρώματος μωβ). Τα κλαδιά της Αλπομηλιάς τα πλέκαμε στο καλαμένιο καλαθάκι μας. Τα άνθη της Αγριοβιολέτας τα βάζαμε ανάμεσά τους και στη βάση του καλαθιού (για να μη σπάνε τα αυγά, που μας δώριζαν οι κυράδες του χωριού.

Βγαίναμε πρωί – πρωί ένας-ένας ή δύο-δύο με το πένθιμο κτύπημα της καμπάνας της κεντρικής εκκλησιάς, που ως γνωστόν ξεκινούσε τις Μεγάλες ώρες στις 14.00 το μεσημέρι, ενώ η Αποκαθήλωση τελείωνε στις 17.00. Το ξεκίνημα γινόταν από το Μαχαλά (γειτονιά) της κάθε παρέας και ακολουθούσε κάποια σχεδιασμένη διαδρομή. Λέγοντας σχεδόν οι περισσότεροι όλα τα κάλαντα (από 14 στροφές) φιλεβόμασταν κυρίως αναστάσιμα κουλούρια ή αυγά φρέσκα (άβαφα). Τα παλαιότερα χρόνια μερικοί τα πουλούσαν στα μπακάλικα… Αργότερα άρχισαν να δίνουν και κέρματα.

****

Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα έβαλαν βουλή
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά,
και τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό
των Πάντων Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό
να τον συλλάβουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε
για τον μονογενή της.

Φωνή της ήλθε εξ ουρανού,
κι απ΄ Αρχαγγέλου στόμα,
«σώζουν κυρά μου οι προσευχές,
σώζουν και οι μετάνοιες.

Το γιό σου τον επιάσανε
και στα καρφιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς
εκεί τον τυρανάννε.

Και τον χαλκιά διατάξανε.
Χαλκιά φτιάξε καρφιά,
φτιάξε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος
βαρεί και φτιάχνει πέντε.

Συ Φαραέ που τά ‘φτιαξες
πρέπει να μας διατάξεις.
Βάλτε τα δυό στα χέρια του
και τ’ άλλα δυό στα πόδια.

Το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε του στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά του
».

Η Παναγιά σαν τάκουσε
έπεσε και λιγώθη.
Σταμνιά νερό της ρίξανε,
τρία κανάτια μόσχο,
και τρία νεροδόσταμα
για να της έρθει ο νούς της.

Και σαν της ήρθε ο λογισμός
και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί,
φωτιά να πέσει μέσα,
ζητά γκρεμό να πάει να πέσει,

ζητά κι αγριοψάλιδο

να κόψει τα μαλλιά της.

Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή
και του Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδελφή
και οι τέσσερις αντάμα,
πήρανε το δρόμο το στρατί,
στρατί το μονοπάτι.

Και το στρατί τις έβγαλε
μέσ’ του ληστού τον πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή
και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από τον φόβο της
ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξά,
τηράει ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηράει δεξιότερα,
βλέπει τον Αηγιάννη.

Αφέντα Άη Γιάννη Πρόδρομε
και Βαπτιστά του γιού μου,
μην είδες τον Υόκα μου
και σε τον Δάσκαλό σου;

Δεν έχω στόμα να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο
για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις εκείνον το γυμνό,
τον παραπονεμένο;
Όπου φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτηγμένο;

Όπου φορεί στην κεφαλή
ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου
και εμέ ο διδάσκαλός μου.

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
γλυκά τον ερωτάει.
Δεν μου μιλάς παιδάκι μου,
δεν μου μιλάς παιδί μου.

Τι να σου πω μανούλα μου
που διάφορο δεν έχεις.

Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου,

κάμε την προσευχή σου.

Bάλε κρασί στο μαστραπά

κι αφράτο παξιμάδι.

Και δώσε την παρηγοριά

να την ελάβουν κι άλλοι.

Μόνο το Μέγα Σάββατο,
κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός,
σημαίνουν οι καμπάνες,

σημαίνει ο Θεός,

σημαίνει η γη,

σημαίνουν τ’ επουράνια,
σημαίνει κι η Άγια Σοφιά
με τις χρυσές καμπάνες.

Όποιος το ακούει σώζεται,
κι όποιος το λέει αγιάζει,
και όποιος το καλοφουγκραστεί
Παράδεισο θα λάβει.

Παράδεισο και λίβανο
από τον Άγιο Τάφο.

Και του χρόνου.

* Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρτεζη (Καλαβρύτων).

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως: 1. τον συμπατριώτη μας Κώστα Ιω. ΓιαννόπουλοΤριτσιμπίδα» που μου θύμισε την ονομασία των φυτών που στολίζαμε το καλαθάκι. 2. Την Βασιλική Στεφανοπούλου – Ζαφειροπούλου που μας τα «είπε» από το μπαλκόνι του σπιτιού της και 3. Τον συνάδελφο κουτελιώτη Θεοδόση Παναγόπουλο, που με τη σημερινή του ανάρτηση στο φ/β, μου κάλυψε κάποια κενά από τα κάλαντα, που είχα ξεχάσει!

Τι είναι το «ζαχαροκάντιο ζυμωτή» που αναφέρεται στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς;

Τι είναι το «ζαχαροκάντιο ζυμωτή» που αναφέρεται στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς;

Της Χριστίνας Τζιάλλα*

Σε τι αναφέρεται τελικά ο περίφημος στίχος που όλοι τραγουδήσαμε κάποτε στα κάλαντα;

Στο χωριό όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά, μπαίναμε περίπου με το «έτσι θέλω», πετώντας ένα «γεια σου, θεία», για να εδραιώσουμε σχέσεις, και ζητούσαμε νερό. Αν η θεία ήταν καλόβολη, εκτός από το νερό, θα ερχόταν και κέρασμα. Η θεία Βαρβάρα λοιπόν, που είχε το σπίτι της απέναντι από το σχολείο, μας έβγαζε πάντα γλυκό βανίλια με νερό από τη στέρνα, καλοδεχούμενο τονωτικό για να επιστρέψουμε πάραυτα στις δουλειές που είχαμε αφήσει στη μέση και που «υφαίναμε» καθημερινά δυο μήνες το καλοκαίρι, χωρίς να τις σχολάμε ποτέ: το τρέξιμο, το κρυφτό, το φυσοκάλαμο, τον πετροπόλεμο, την αμπάριζα, και φτου κι από την αρχή. Παρόμοιες οι αναμνήσεις όλων των παιδιών της γενιάς μου. Κλισέ, γλυκερές εικόνες από σκιερές αυλές, παιδικά καλοκαίρια και εξοχές. Αν υπάρχει ένα ελληνικό γλυκό που να μπορεί να ξυπνήσει τόσες αναμνήσεις όσες οι μαντλέν του Προυστ, αυτό τελικά είναι η βανίλια.

Ο χριστουγεννιάτικος Παπαδιαμάντης

Ο χριστουγεννιάτικος Παπαδιαμάντης

Το λιμάνι της Σκιάθου. Ταχυδρομική κάρτα – επιχρωματισμένη φωτογραφία του Στέφανου Στουρνάρα, εποχής 1910-1920.

Του Θανάση Μπαντέ*

Τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι τόσα πολλά σε αριθμό, που θα μπορούσε κανείς να τα ταξινομήσει σε μια ξεχωριστή κατηγορία. Εξάλλου, κυκλοφορούν αρκετές συλλογές που εστιάζουν σ’ αυτά και που έχουν τίτλους όπως  «χριστουγεννιάτικα διηγήματα» ή «χριστουγεννιάτικες ιστορίες» αναδεικνύοντας ακριβώς αυτό το λογοτεχνικό κομμάτι. Όμως, το αδιαμφισβήτητο της χριστουγεννιάτικης θεματολογίας δε σηματοδοτεί ένα αυτόνομο τμήμα στο έργο του Παπαδιαμάντη, αφού τα Χριστούγεννα δεν αποτελούν αφορμή προς αναζήτηση νέων εκφραστικών ή ιδεολογικών διαδρομών. Με άλλα λόγια, τα Χριστούγεννα στον Παπαδιαμάντη δε λειτουργούν ούτε προς τόνωση της θρησκευτικής κατάνυξης ούτε ως πεδίο κατήχησης ή παραγωγής διδαγμάτων ούτε ως ευκαιρία για πάσης φύσεως συγκινησιακή κατανάλωση.

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

Η κτηνοτροφία είναι ο δεύτερος κύριος τομέας της πρωτογενούς παραγωγής. Διαχρονικά αυτή διακρινόταν σε αγελική και οικόσιτη. Την πρώτη ασκούσαν κατά επάγγελμα κτηνοτρόφοι, ιδίως στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Τη δεύτερη όλοι οι κάτοικοι της υπαίθρου χώρας. Οι κτηνοτρόφοι των ορεινών και ημιορεινών περιοχών ήσαν υποχρεωμένοι κατά τους χειμώνες να μετακινούνται σε πεδινές περιοχές, καθώς οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την παραμονή τους στους θερινούς τόπους κατοικίας και βοσκοτόπους. Έχουμε μαρτυρίες ότι η μετακίνηση αυτή γινόταν από αρχαιοτάτων χρόνων και συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, αλλά και κατά την τουρκοκρατία. Μάλιστα κατά την τελευταία περίοδο είχε τόσο πολύ αναπτυχθεί στην Πίνδο από Βλάχους κυρίως κτηνοτρόφους, ώστε να μην επαρκούν οι βοσκότοποι της περιοχής για την εκτροφή του πολύ μεγάλου πλήθους των κοπαδιών. Εξ αυτού πολλοί μεγαλοκτηνοτρόφοι, ακολουθούμενοι από μικρότερους, αναγκάζονταν να αναζητήσουν θερινούς βοσκότοπους σε άλλες περιοχές. Έτσι οι της γρεβενιώτικης Πίνδου έφθαναν μέχρι τα υψίπεδα του Δομοκού και τα άλλα παρά την λίμνη Αχρίδα και κάποιοι τελικά εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί.