Αρχείο κατηγορίας Περνόντας Σώοι από τις Συμπληγάδες Πέτρες…

… Μεταξύ ατομισμού και κανινιβαλισμού από τη μια μεριά ή συλλογικότητας, συντροφικότητας, αλληλεγγύης και αμεσοδημοκρατίας από την άλλη. Μεταξύ της οριζόντιας αλληλοεξόντωσης και της Σταυροειδούς πορείς επί της Οδού…. Τα μεγάλα ΟΧΙ απέναντι στα μικρά ναι και τα μεγάλα ΝΑΙ απέναντι στα νηπιώδη οχι μας περιμένουν…

Παγκοσμιοποίηση-ΕΕ-καταστροφή ή Αυτοδυναμία;

Παγκοσμιοποίηση-ΕΕ-καταστροφή ή Αυτοδυναμία;

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*

 

Ενώ οι συνέπειες της συντελούμενης καταστροφής όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και, συνακόλουθα, στην απασχόληση, τις  εργασιακές σχέσεις, τα εισοδήματα και τις κοινωνικές υπηρεσίες, συνειδητοποιούνται καθημερινά και περισσότερο από τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικού λαού, η παράλληλη ριζοσπαστικοποίηση της συλλογικής συνείδησης είναι το μόνο θετικό στοιχείο σε όλη αυτή την ολέθρια διαδικασία.

Ποιος θα το φανταζόταν πριν λίγα χρόνια ότι ο Ελληνικός λαός που, μέσα στην άγνοια που τον είχαν καταδικάσει οι ελίτ και τα ελεγχόμενα από αυτές ΜΜΕ, είχε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά επιδοκιμασίας της καταστροφικής ένταξης της χώρας μας στην ΕΕ, τώρα έχει ένα από τα χαμηλότερα; Και ποιος θα πίστευε τότε  ότι ένα μαζικό, αλλά άμορφο ακόμη, κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης γενικά (η οποία στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι παρά τα παραμύθια της ρεφορμιστικής «αριστεράς») και της ΕΕ ειδικότερα, θα άνθιζε «από κάτω»; Και αυτό,  παρά το γεγονός ότι ακόμη και η κομουνιστική Αριστερά στην Ελλάδα (αλλά όχι και σε χώρες όπως η Ρωσία) δεν έχει πάρει είδηση για την πρωταρχική σημασία της παγκοσμιοποίησης στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) που σήμερα επιβάλλεται είτε με οικονομικούς πολέμους κατά των λαϊκών στρωμάτων, είτε με σφαγές λαών, που τις μεταμφιέζουν σε «επαναστάσεις»; Έτσι, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι οι σημερινές έμμεσες συγκρούσεις μεταξύ π.χ. Ρωσίας και υπερεθνικής ελίτ που διαχειρίζεται την ΝΔΤ, οι οποίες αύριο μπορεί να γίνουν ανοικτές στη περιοχή μας, δεν έχουν σχέση με «ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» όπως προσπαθούν να τις ερμηνεύσουν με θεωρητικά εργαλεία που αναπτυχθήκαν πολλές δεκαετίες πριν να αναδυθεί το νέο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.

Δεν θα αναφερθώ στις καταστροφικές συνέπειες της ένταξης στην παραγωγική δομή της χώρας που ανέπτυξα συστηματικά αλλού [1]. Αρκεί να αναφέρω ότι οι χώρες που εντάσσονται στους θεσμούς της παγκοσμιοποίησης (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), ΕΕ, NAFTA κ.λπ.) χαρακτηρίζονται από πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, όπως εκφράζονται για παράδειγμα από τις πελώριες διαφορές στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που έχει καθιερώσει η ανισόμερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Όταν όμως ενσωματώνονται στην ΝΔΤ  υποχρεώνονται να εφαρμόσουν τους ίδιους κανόνες για το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών τους (ιδιαίτερα κεφαλαίου και εμπορευμάτων). Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι ότι χώρες όπως η Γερμανία, με υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας λόγω παραγωγικότητας (εξαιτίας των προχωρημένων επιπέδων ανάπτυξης στην έρευνα και τεχνολογία) και χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα με υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, λόγω του πολύ χαμηλού κόστους παραγωγής και των άθλιων μισθών και εργασιακών συνθηκών, επιβάλλουν τα πρότυπα τους στη διαδικασία αυτή.

Αυτή είναι η βασική αιτία για την οποία όταν μια χώρα εντάσσεται στον ΠΟΕ, ή ακόμη χειρότερα σε οικονομικές ενώσεις όπως η ΕΕ, και συνακόλουθα ανοίγει και απελευθερώνει τις αγορές της, ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει στον εξοντωτικό ανταγωνισμό, εάν δεν ανήκει ήδη στις μητροπολιτικές χώρες με τα υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, είναι να ελαχιστοποιήσει το κόστος παραγωγής, βασικά εξαθλιώνοντας τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες, αλλά και  μειώνοντας στο έπακρο τους φόρους πάνω στο κεφάλαιο, στις εργοδοτικές εισφορές κ.λπ. Και αυτό ακριβώς γίνεται σήμερα στην Ελλάδα!

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι η μόνη επιλογή σήμερα για τους λαούς, που δεν θέλουν να συντριβούν μέσα σε αυτή τη διαδικασία και να αναγκαστούν να παραδώσουν την οικονομική και επομένως την εθνική τους κυριαρχία, είναι να αποκόψουν τους δεσμούς τους με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και να υιοθετήσουν πολιτικές οικονομικής αυτοδυναμίας (όχι αυτάρκειας), καθώς και να σχηματίσουν οικονομικές ενώσεις χωρών στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί σήμερα μόνο μέσα από Λαϊκά Μέτωπα που θα ένωναν τα λαϊκά στρώματα, τα οποία υποστηρίζουν όλο το φάσμα απο την αντισυστημική αριστερά μέχρι τον πατριωτικό χώρο, που είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης – πάνω σε συγκεκριμένο πρόγραμμα με βραχύ/μέσο/μάκρο/πρόθεσμους στόχους για την ριζική αλλαγή της παραγωγικής και της καταναλωτικής δομής της κάθε χώρας. Ο απώτερος στόχος θα ήταν να ικανοποιούνται οι βασικές (τουλάχιστον) ανάγκες όλων των πολιτών και όχι, όπως σήμερα, όλες οι ανάγκες των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, σε βάρος ακόμη και των βασικών αναγκών των λοιπών.  Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση και για οποιαδήποτε συστημική αλλαγή στο μέλλον, εφόσον θα δημιουργούσε τόσο τις αντικειμενικές όσο και τις υποκειμενικές συνθήκες για αυτήν. Αντίστροφα, εάν περιμέναμε τη συστημική αλλαγή για να βγούμε από την ΕΕ και να αποκοπούμε από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τα λαϊκά στρώματα θα είχαν οδηγηθεί στο μεταξύ στην ολοκληρωτική καταστροφή. Αλλά θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

* http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

[1] Η Ελλάδα σαν προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ (Γόρδιος 2010) που για ευνόητους λόγους θάβεται κανονικά από την «Αριστερά» (Βλ. π.χ. The Press Project , Κυριακάτικη «Ε», 13/1/2013).

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013. Το πήρα: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_01_19.html

Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ:

H λύση που φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική αλλά και λιγότερο επικίνδυνη, για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την καταστροφή, είναι το άτοκο «πάγωμα» των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, σε όλη την έκταση της Δύσης

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Η συνεχιζόμενη υπερχρέωση των κρατών, μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα της διάσωσης των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους, οδηγεί στην κλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού τους – οπότε στην ασύμμετρη αύξηση των κεφαλαιακών (τοκογλυφικών) κερδών, εις βάρος των εισοδημάτων από την εργασία.

Όσο κλιμακώνονται τώρα τα εισοδήματα από τους τόκους, τόσο μειώνονται τα αντίστοιχα από την εργασία – έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, οι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν τους πιστωτές, επειδή τα εισοδήματα τους από την εργασία (φορολογικά για τα κράτη), δεν φτάνουν πια για την εξόφληση των τόκων και των δανείων τους. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το πρόβλημα λύνεται είτε με αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις, ανάλογες της Γαλλικής επανάστασης, είτε με πολέμους".   

Ανάλυση

Είμαστε σχεδόν απολύτως πεπεισμένοι ότι, ο μοναδικός δρόμος εξόδου από την τεράστια κρίση χρέους που βιώνουμε, είναι το κάποιου είδους «άτοκο πάγωμα» τόσο των δημοσίων, όσο και των ιδιωτικών χρεών – αφού η όποια υγιής ανάπτυξη, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, είναι εντελώς ανέφικτη.

Η διαπίστωση μας αυτή δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα ή/και τον Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά ολόκληρη τη Δύση – κυρίως δε την Ιαπωνία, τη Μ. Βρετανία και τις Η.Π.Α. Εκτός αυτού έχουμε την άποψη ότι, πλησιάζουμε σύντομα στο σημείο χωρίς επιστροφή, αφού πολλά κράτη χρησιμοποιούν ήδη «μη συμβατικές» μεθόδους για την επιβίωση τους – όπως για παράδειγμα η Ισπανία, η κυβέρνηση της οποίας «υπεξαίρεσε» κρυφά τα συνταξιοδοτικά της ταμεία, για να μην οδηγηθεί στο μηχανισμό στήριξης και στα «νύχια» της Τρόικας. Στα πλαίσια αυτά τα παρακάτω:   

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο κείμενο μας, όταν το δημόσιο χρέος μίας χώρας υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ της, ο ρυθμός ανάπτυξης της επιβραδύνεται συνεχώς – ακόμη και σε εποχές παγκόσμιας ευημερίας. Σήμερα, ο μέσος όρος των δημοσίων χρεών της Ευρωζώνης υπερβαίνει το κρίσιμο ποσοστό του 90%, των Η.Π.Α. πλησιάζει το 115% του ΑΕΠ και της Ιαπωνίας το 230% του ΑΕΠ – χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τα «κρυφά χρέη», τα οποία προέρχονται από τις «ακάλυπτες» μελλοντικές υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ταμείων. 

Εάν τώρα η συγκεκριμένη χώρα ή το περιβάλλον της έχει επί πλέον τραπεζικά προβλήματα, πόσο μάλλον ανάγκη «διάσωσης» των τραπεζών της (η βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της Ευρώπης), τότε είναι φύσει αδύνατον να αναπτυχθεί – ακόμη και αν το δημόσιο χρέος της δεν υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της (όπως τεκμηριώθηκε πρόσφατα στην περίπτωση της Κύπρου και της Ισπανίας).

Η αιτία είναι το ότι, τα χρήματα για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της «εκβάλλουν» στο δημόσιο χρέος (μεταφέρονται έμμεσα στους εκάστοτε φορολογουμένους), αυξάνοντας το ανάλογα.

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΧΡΕΟΣ

Όσον αφορά τα συνολικά χρέη, τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά δηλαδή, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 200% του ΑΕΠ μίας χώρας – εάν θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται υγιώς.

Όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, "τα συνολικά χρέη στις 18 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, τα οποία ήταν στο 160% του ΑΕΠ τους το 1980, έχουν εκτοξευθεί σήμερα (2011) στο 321% του ΑΕΠ τους…Αποπληθωρισμένα δε, οι κυβερνήσεις έχουν τετραπλάσια χρέη σε σχέση με το 1980, τα νοικοκυριά εξαπλάσια και οι επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας τριπλάσια".

ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Με κριτήριο τις παραπάνω βασικές διαπιστώσεις, είναι προφανώς αδύνατον να επιτευχθεί ανάπτυξη – εκτός εάν αυξηθεί βέβαια πληθωριστικά η ποσότητα του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.

Όμως, αφενός μεν η ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών δεν κατευθύνεται στην πραγματική οικονομία, αφετέρου χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον ποτέ να πληρωθούν τα συσσωρεμένα την τελευταία τριακονταετία, τεράστια χρέη των δυτικών κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών.

ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Συνεχίζοντας, η επίλυση του προβλήματος αποκλειστικά και μόνο με τη βοήθεια του πληθωρισμού (αύξηση της ποσότητας χρήματος), έτσι όπως επιχειρείται σήμερα, κυρίως από την Ευρώπη (ΕΚΤ), τις Η.Π.Α. (Fed), τη Μ. Βρετανία (BoE) και την Ιαπωνία (BoJ), αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – αφού είναι εύκολο να χαθεί ο έλεγχος του, με οδυνηρά αποτελέσματα εάν τυχόν «μεταλλαχθεί» σε υπερπληθωρισμό.

Ειδικά όσον αφορά τον πληθωρισμό, σύμφωνα με τη νεοκλασική και μονεταριστική θεωρία, η τιμή ενός προϊόντος καθορίζεται από το σημείο τομής της καμπύλης ζήτησης, με την καμπύλη προσφοράς.

Εάν εμφανισθεί αυξημένη ζήτηση για ένα προϊόν (μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης προς τα δεξιά), ή μειωμένη προσφορά του (μετατόπιση της καμπύλης προσφοράς προς τα αριστερά), τότε αυξάνεται η τιμή πώλησης του. Το φαινόμενο του (υπερ)πληθωρισμού στην οικονομική θεωρία περιγράφεται, κάπως  απλουστευμένα, από την κατωτέρω «ποσοτική εξίσωση»:

ΠΠ x ΕΤ = ΧΠ x ΤΚ

στην οποία το ΠΠ (πραγματική παραγωγή) επί το ΕΤ (επίπεδο τιμών), είναι ίσο με το ΧΠ (ποσότητα χρήματος) επί το ΤΚ (ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος). Επίσης από την «παραλλαγή» αυτής της εξίσωσης (με το x να σημαίνει επί, ενώ το / διά),

ET = (XP x TK) / ΠΠ

όπως και από το ότι, η διαφορά του επιπέδου των τιμών (Δ ΕΤ) είναι ίση με τη διαφορά της ποσότητας χρήματος (Δ ΧΠ) συν τη διαφορά της ταχύτητας κυκλοφορίας (Δ ΤΚ), μείον τη διαφορά της πραγματικής παραγωγής αγαθών (Δ ΠΠ).

Δ (ΕΤ) = Δ (ΧΠ) + Δ (ΤΚ) – Δ (ΠΠ)

Από τις παραπάνω εξισώσεις, καθώς επίσης από τις «παραλλαγές» τους μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, το επίπεδο των τιμών των προϊόντων, μέσω του οποίου μετρείται ο πληθωρισμός, αυξάνεται συνεχώς (με σταθερά τα εκάστοτε δύο άλλα μεγέθη), όταν:

(α) μεγεθύνεται η ποσότητα χρήματος

(β) αυξάνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (αν και σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες, η ταχύτητα του χρήματος μακροπρόθεσμα είναι σταθερή) και

(γ) μειώνεται η πραγματική παραγωγή.

Η παραπάνω «ποσοτική εξίσωση» έχει αποδειχθεί εμπειρικά πως ισχύει ως έχει, κυρίως από το ότι η αύξηση της ποσότητας χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες οδηγεί σε μεγέθυνση του πληθωρισμού, ο οποίος είναι δυνατόν να μετατραπεί σε υπερπληθωρισμό – εάν τυχόν η κεντρική τράπεζα δεν καταφέρει να περιορίσει (αναρροφήσει) την ποσότητα χρήματος, την οποία έχει αυξήσει για να καταπολεμήσει την ύφεση, όταν η αγορά επιστρέφει σε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης.  

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Όπως φαίνεται, η σημερινή κρίση χρέους της Δύσης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπερχρέωση των τραπεζών, έχει προκαλέσει ορισμένες «επιπλοκές» στο σύστημα – η κυριότερη των οποίων είναι πως η αύξηση της ποσότητας του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, δεν οδηγείται στην πραγματική οικονομία (σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη δε, ο μέσος τραπεζικός δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην Ευρώπη συνεχίζει να μειώνεται).

Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, αφενός μεν οι εμπορικές τράπεζες, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ τους, δεν δανείζουν η μία την άλλη, αφετέρου στις συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία – λόγω της αυστηρής πολιτικής λιτότητας που δυστυχώς ακολουθείται (ύφεση, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, χρεοκοπίες κλπ.). Σε αντίθεση δε με την προηγούμενη κρίση (κραχ του 1987), οι τράπεζες επιτρέπεται πια να κάνουν τα πάντα – έχουν δηλαδή εντελώς «απορυθμισθεί», όπως αποκαλείται συνήθως η ασυδοσία τους.   

Στα πλαίσια αυτά, τα επί πλέον χρήματα που προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες, είτε παραμένουν ανέπαφα στους λογαριασμούς που έχουν οι εμπορικές τράπεζες σε αυτές, είτε οδηγούνται στα χρηματιστήρια – δημιουργώντας τεράστιες και εξαιρετικά επικίνδυνες φούσκες στις μετοχές, στα εμπορεύματα κοκ.

Το συμπέρασμα μας αυτό αποδεικνύεται από τη συνεχιζόμενη αύξηση των δεικτών όλων σχεδόν των χρηματιστηρίων του πλανήτη – σε πλήρη σχεδόν αναντιστοιχία με την κερδοφορία, καθώς επίσης με τις μελλοντικές προοπτικές των επιχειρήσεων της πραγματικής οικονομίας. Όσο αυξάνονται οι δείκτες βέβαια, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται μία ενδεχόμενη κατάρρευση τους (κραχ) – αφού οι αλλαγές στα χρηματιστήρια, σε αντίθεση με την πραγματική οικονομία, είναι ξαφνικές, απρόβλεπτες, απότομες, μαζικές (αγελαίες) και ραγδαίες.      

Ειδικά όσον αφορά την ΕΚΤ, το γεγονός ότι συνδέει την αγορά ομολόγων των ελλειμματικών χωρών από τη δευτερογενή διαπραγμάτευση, με τη υποχρέωση τους να εφαρμόζουν την αυστηρή πολιτική λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία, δημιουργεί περισσότερες επιπλοκές – ενώ τα επιτόκια δανεισμού των χωρών του Νότου έχουν περιορισθεί σε τέτοιο βαθμό, επειδή ουσιαστικά η ΕΚΤ εγγυάται την πληρωμή των ομολόγων.

Είναι όμως η ΕΚΤ σε θέση να τηρήσει τις υποσχέσεις της, χωρίς να προκαλέσει μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού; Τι θα συμβεί εάν εντελώς απρόοπτα οι αγορές, κυριευμένες από κάποιον πανικό, προσπαθήσουν να «εξαργυρώσουν» τις εγγυήσεις της, «πλημμυρίζοντας» το σύστημα με κρατικά ομόλογα προς πώληση;  

ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΩΜΕΝΑ ΧΡΕΗ

Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει τεκμηριώσει το ότι, τα μη εξυπηρετούμενα, τα επισφαλή δηλαδή σε μεγάλο βαθμό δάνεια, μειώνουν ουσιαστικά την ταχύτητα κυκλοφορίας χρήματος – με αποτέλεσμα να εμποδίζουν τη δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων, όπως συμβαίνει σήμερα, παρά την αύξηση της ποσότητας χρήματος από όλες σχεδόν τις κεντρικές τράπεζες της Δύσης. Στην ποσοτική μας εξίσωση λοιπόν συμβαίνει το εξής:

(α) Πριν από την αύξηση της ποσότητας χρήματος, ο πληθωρισμός (επίπεδο των τιμών) ήταν, για παράδειγμα,  ΕΤ = (ΧΠ x ΤΚ) / ΠΠ ήτοι ΕΤ = (100 x 10) / 10 = 100.

(β) Μετά την αύξηση της ποσότητας χρήματος από 100 στα 200 (τυχαίοι αριθμοί), όπου όμως η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος μειώθηκε από 10 στα 5, με σταθερή (ακόμη) την παραγωγή, ο πληθωρισμός στην πραγματική οικονομία παρέμεινε σταθερός – ήτοι: ET = (200 x 5) / 10 = 100.

Αντίθετα, ο πληθωρισμός στην «κερδοσκοπική οικονομία» (μετοχές, παράγωγα κλπ.) μεγεθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό – επειδή εκεί οδηγήθηκε η αύξηση της ποσότητας χρήματος, ενώ δεν περιορίσθηκε η ταχύτητα κυκλοφορίας του (ΕΤ = 200 x 10 / 10 = 200, ήτοι 100% αύξηση των τιμών) – εάν υποθέσουμε ότι δεν αυξήθηκε πάνω από το 10 του παραδείγματος.

Ουσιαστικά λοιπόν και παρά τις αντίθετες απόψεις, έχουμε πληθωρισμό και απειλούμαστε με υπερπληθωρισμό – ο οποίος δεν επηρεάζει (ακόμη) την πραγματική οικονομία, αλλά την «κερδοσκοπική» (αν και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες έχει προκληθεί ήδη επισιτιστική κρίση, λόγω της δυσανάλογης αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων, στα αντίστοιχα χρηματιστήρια).  

(γ) Περαιτέρω εάν, μετά την αύξηση της ποσότητας χρήματος, καθώς επίσης τη μείωση της ταχύτητας κυκλοφορίας του, μειωθεί η παραγωγή (ενδεχόμενο πολύ πιθανόν), τότε ο πληθωρισμός θα αυξηθεί και στην πραγματική οικονομία – ήτοι θα είναι: ET = (200 x 5) / 5 = 200. Στην περίπτωση αυτή, τα αποτελέσματα θα είναι εξαιρετικά οδυνηρά για την πλειοψηφία των ανθρώπων – αφού η αγοραστική αξία των υφισταμένων εισοδημάτων θα περιορίζεται συνεχώς, λόγω της αύξησης των τιμών των προϊόντων.

(δ) Για να διατηρηθεί τώρα ο πληθωρισμός στα ίδια επίπεδα, εάν περιορισθεί η παραγωγή, θα πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να μειώσουν την ποσότητα χρήματος στα 100 – οπότε η εξίσωση θα είναι: ΕΤ = (100 x 5) / 5 = 100. 

Με δεδομένο όμως το ότι, η ποσότητα χρήματος μειώνεται, μεταξύ άλλων, είτε με την αύξηση των βασικών επιτοκίων, είτε με την πώληση κρατικών ομολόγων εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας, η διαδικασία θα προκαλούσε άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των διαφόρων χωρών – δυστυχώς, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της ύφεσης, τις χρεοκοπίες κλπ.   

ΕΜΜΕΣΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΩΝ

Εάν επιλέξουμε τώρα τη «μονεταριστική λύση» του προβλήματος, θα πρέπει να βρούμε καινούργια «εργαλεία» – όπου, στην προκειμένη περίπτωση, οφείλει να αυξομειώνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, με τη βοήθεια του «παγώματος» και «ξεπαγώματος» μέρους των χρεών.

Ειδικότερα, αντί οι κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν την ποσότητα χρήματος (με κινδύνους αφενός μεν να μην οδηγείται η νέα ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και να δημιουργούνται φούσκες, αφετέρου να μην μπορούν να τη μειώσουν όταν ξεπεραστεί η κρίση), θα μπορούσαν να παγώσουν άτοκα ένα ορισμένο ποσοστό δημοσίων και ιδιωτικών χρεών έτσι ώστε, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να τα «ξεπαγώνουν» σταδιακά.

Με τον τρόπο αυτό θα κατευθυνόταν τα (παγωμένα) χρήματα απ' ευθείας στην πραγματική οικονομία, αφού θα ελαφρυνόταν οι δανειακές επιβαρύνσεις (τοκοχρεολύσια) όλων των «συντελεστών παραγωγής» – οπότε δεν θα δημιουργούνταν φούσκες, δεν θα μειωνόταν η παραγωγή προϊόντων και δεν θα προκαλούνταν πληθωριστικές πιέσεις.

Η εξίσωση μας λοιπόν θα ήταν ET = (200 x 5) / 10 = 100 και στη συνέχεια ΕΤ = (200 x 10) / 20 = 100 – αφού θα αυξανόταν η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος στα προηγούμενα επίπεδα, μέσω του (ξε)παγώματος των χρεών, ανάλογα με το ρυθμό αύξησης ή μείωσης της παραγωγής (σύμφωνα με την εξέλιξη των εισοδημάτων των εργαζομένων, με την κερδοφορία των επιχειρήσεων κοκ.).

Εάν δεν επιθυμούσαμε την αύξηση της παραγωγής, θα επαναφέραμε την ποσότητα χρήματος στο 100 – οπότε η εξίσωση στο παράδειγμα μας θα ήταν ΕΤ = (100 x 10) / 10 = 100. Ουσιαστικά λοιπόν ο πληθωρισμός θα ρυθμιζόταν από το ύψος των χρεών, χωρίς τις επιπλοκές της ενδιάμεσης λειτουργίας των τραπεζών – ενώ δεν θα μεταφερόταν στην «κερδοσκοπική οικονομία».

Ολοκληρώνοντας, εάν επί πλέον οι τράπεζες δεν υποχρεώνονταν να «καλύψουν» τα, νόμιμα παγωμένα, χρέη των οφειλετών τους στους Ισολογισμούς τους, δεν θα υπήρχε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης τους, στη σημερινή έκταση – με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται και από εδώ η ομαλότερη λειτουργία της Οικονομίας.

Η ΕΛΛΑΔΑ

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, δεν μειώθηκε σημαντικά η ποσότητα χρήματος (προφανώς δεν αυξήθηκε), κυρίως λόγω του ειδικού δανεισμού (ELA) των τραπεζών από την ΤτΕ και την ΕΚΤ – ενώ ο περιορισμός της ταχύτητας κυκλοφορίας των χρημάτων αντισταθμίστηκε από τη σχετική μείωση της παραγωγής (υποθετικά στην εξίσωση μας ET = 90 x 7 / 6 = 105, ήτοι 5% αύξηση).  

Η εσωτερική υποτίμηση δε (μείωση μισθών κλπ.), η οποία θα προκαλούσε λογικά την (τεχνητή) αποκλιμάκωση των τιμών, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, επειδή υπερκαλύφθηκε από τη μεγάλη αύξηση της φορολογίας (άμεσους και έμμεσους φόρους) – με αποτέλεσμα οι τιμές να παραμείνουν υψηλές, απέναντι σε συνεχώς χαμηλότερα εισοδήματα, οπότε να καταρρεύσει το βιοτικό μας επίπεδο. 

Το αργότερο όμως όταν μειωθεί σημαντικά η παραγωγή (προσφορά), κάτι που δεν θα αργήσει να συμβεί, εάν δεν μεσολαβήσει κάποια μεγάλη αλλαγή, οι περισσότερες τιμές (με την ίδια ή ελαφρώς χαμηλότερη ποσότητα και ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος) θα εκτοξευθούν στα ύψη (ΕΤ = 90 x 7 / 3 = 210), αφού η ζήτηση θα υπερκαλύπτει την προσφορά – κάτι που πολύ δύσκολο δεν θα προκαλέσει, μάλλον ξαφνικά, μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, εάν όχι αιματηρές εξεγέρσεις.     

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με βάση την παραπάνω πρόχειρη ανάλυση, αλλά και την Ιστορία, η λύση που φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική, χωρίς να διακινδυνεύσει το σύστημα (όπως θα μπορούσε να συμβεί εάν αποφασιζόταν η διαγραφή χρεών – η σεισάχθεια δηλαδή), είναι το άτοκο «πάγωμα» των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, σε όλη την έκταση της Δύσης – σε συνδυασμό με έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, καθώς επίσης με την καταπολέμηση τόσο των ευρωπαϊκών, όσο και των παγκόσμιων ασυμμετριών, όπως τις έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας.

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη υπενθυμίζουμε ότι (άρθρο μας), θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ειδικό «ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποπληρωμής χρεών» («bad bank» ουσιαστικά), στο οποίο να «οδηγηθούν» εκείνα τα χρέη των χωρών της ΕΕ που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να παγώσουν και να αποπληρωθούν σταδιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή/και το επιβάλλουν, για να μην προκληθεί υπερπληθωρισμός (κάτι ανάλογο θα μπορούσε να δρομολογηθεί και για τα ιδιωτικά χρέη).    

Παράλληλα, η πολιτική λιτότητας οφείλει να γίνει πολύ πιο ήπια (με τα «χρόνια προσαρμογής» περισσότερα), έτσι ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί – όπως διαπιστώθηκε κυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας (ανεργία, χρεοκοπίες, κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, φτώχεια, αυξημένη εγκληματικότητα, κοινωνικές εξεγέρσεις, εθνικές αντιπαλότητες κοκ.).

Φυσικά πρέπει να συνοδευθεί με μέτρα ανάπτυξης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης χρέους – ενώ ο «επιτρεπόμενος» πληθωρισμός οφείλει να αναπροσαρμοσθεί στο 4%, από το 2% σήμερα. Επίσης, με μέτρα ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όπου το κυριότερο όλων οφείλει να είναι ο διαχωρισμός των επενδυτικών από τις αμιγώς «εμπορικές» τράπεζες – στις οποίες πρέπει να απαγορεύεται η κερδοσκοπία με τις καταθέσεις των πελατών τους.  

Στη συνέχεια πρέπει να δρομολογηθεί ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο όμως να απαγορεύει τις ασυμμετρίες στα εξωτερικά ισοζύγια συναλλαγών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης – με τα οποία κάποιες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), αναπτύσσονται εις βάρος των υπολοίπων.

Τέλος, τονίζουμε ξανά ότι, το ESM θα ήταν σωστό να εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο να λειτουργεί όπως το ΔΝΤ από την ίδρυση του μέχρι τη δεκαετία του 1970 – με κύριο στόχο την συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ. Πόσο μάλλον αφού, η μη ισορροπημένη εξέλιξη των κρατών, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μίας κοινής νομισματικής πολιτικής – για παράδειγμα, στη Γερμανία απαιτούνται υψηλά επιτόκια, ενώ στην Ιταλία χαμηλά.

Το «ταμείο» αυτό θα έπρεπε βέβαια να συνοδευθεί από την ίδρυση ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης, έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται το μονοπώλιο των τριών αδελφών (Fitch, S&P, Moody's) – οι οποίες αξιολογούν ουσιαστικά την πιστοληπτική ικανότητα των διαφόρων χωρών, σύμφωνα με τις οικονομικές ανάγκες, την εξωτερική πολιτική (γεωπολιτική) και τα υπόλοιπα στρατηγικά σχέδια της υπερδύναμης.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 06. Ιανουαρίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.   

ΕΛΛΑΔΑ, ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΔΙΑΣΩΣΗ

ΕΛΛΑΔΑ, ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΔΙΑΣΩΣΗ:

Ο απολογισμός της συνόδου κορυφής για την πατρίδα μας, τα ανταλλάγματα που δόθηκαν, το ευρωπαϊκό περιβάλλον, η εξέλιξη του οικονομικού πολέμου, οι διεθνείς συγκυρίες, η φοροδιαφυγή παγκοσμίως και οι παγίδες της δανειακής σύμβασης

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

«Όταν μία ζημιογόνα επιχείρηση καταφέρνει να της εγκριθεί κάποιο δάνειο, πόσο μάλλον με δυσβάστακτους, πολύ δύσκολο να τηρηθούν, όρους, καθώς επίσης με την υποθήκευση όλων των περιουσιακών της στοιχείων, δεν πανηγυρίζει – παρά το ότι πρόκειται ασφαλώς για μία μη αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τον πιστωτή της. Αντίθετα, οποιαδήποτε λογική επιχείρηση χαίρεται εύλογα, μόνο όταν κερδίζοντας, πετυχαίνει να εξυπηρετήσει, πολύ περισσότερο να εξοφλήσει, τα υφιστάμενα δάνεια της – διαγράφοντας τυχόν υποθήκες από τα ακίνητα της».

Ανάλυση

Μετά την τελευταία σύνοδο κορυφής και τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν για την πατρίδα μας, συμπεριλαμβανομένης της νέας «διαγραφής» χρέους, οφείλουμε να προβούμε αφενός μεν στον απολογισμό όλων όσων «πέτυχε» (έχασε) η κυβέρνηση, αφετέρου στη λεπτομερή καταγραφή των ανταλλαγμάτων, τα οποία προσέφερε στους δανειστές μας.

Στα πλαίσια αυτά, είμαστε μάλλον υποχρεωμένοι να «προσμετρήσουμε» το σημερινό ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, καθώς επίσης το διεθνές – αφού η όποια «στρατηγική επιβίωσης» ακολουθηθεί, σταθεροποίησης της οικονομίας μας δηλαδή και δημιουργίας προϋποθέσεων ανάπτυξης, μετά τη θανατηφόρο διάσωση μας, δεν λαμβάνει χώρα σε «κενό αέρος».

Φυσικά, οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές, «πραγματιστές» καλύτερα – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν πρέπει να «αναλωθούμε» σε κατηγορίες χωρίς αντίκρισμα ή σε επικρίσεις άνευ νοήματος, αφού το βασικό θέμα μας είναι πλέον η επόμενη ημέρα και όχι όλα όσα συνέβησαν στο παρελθόν.

Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Είναι απολύτως σίγουρο ότι, η Ελλάδα δεν διασώθηκε μετά την πρόσφατη απόφαση εκταμίευσης της δόσης, ύψους περί τα 34,4 δις € – εκ των οποίων τα 16 δις € θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα 11,3 δις € για την επαναγορά του χρέους και τα 7,1 δις € για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας του κράτους (εξόφληση των βραχυπρόθεσμων εντόκων γραμματίων κλπ.).

 Όσον αφορά δε τα υπόλοιπα που θα δοθούν από την Ευρώπη, πρόκειται για 14,7 δις € (η γερμανική βουλή ενέκρινε συνολικά 49,1 δις €), τα οποία θα εκταμιευθούν έως τα τέλη Μαρτίου, σε τρεις δόσεις – με τα ελληνικά ΜΜΕ να αναφέρονται σε 52,5 δις € συνολικά, συμπεριλαμβανομένων των 3,4 δις € που αναμένονται από το ΔΝΤ. Σε σχέση τώρα με το δημόσιο χρέος, τα εξής: 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ανάλυση συνολικού δανεισμού της Ελλάδας, ύψους 304 δις €

Δανειστές

Ποσά σε δις €

 

 

Ιδιώτες

63,00

Λοιποί πιστωτές

47,00

Διμερή δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης  

53,00

ΔΝΤ

22,00

EFSF

74,00

EKT

45,00

 

 

Σύνολα

303,00

 

Στον Πίνακα Ι φαίνεται ο δανεισμός της Ελλάδας, μη συμπεριλαμβανομένης της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών – η οποία, εφόσον δεν καταφέραμε (καλώς ή κακώς) να δρομολογηθεί απ' ευθείας από το ESM, όπως συνέβη με την Ισπανία, θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος με ένα ποσόν της τάξης των 47 δις € συνολικά. Θεωρητικά βέβαια, το ποσόν αυτό θα επιστρέψει στα δημόσια ταμεία, μετά την επανιδιωτικοποίηση των τραπεζών στο μέλλον – αφού προηγηθεί η «διάσωση», η κρατικοποίηση και η εξυγίανση τους εις βάρος μας. Αυτά που εξασφαλίσαμε τώρα είναι τα παρακάτω:

(α) Μείωση του επιτοκίου στα διμερή δάνεια, στα 53 δις € λοιπόν, από euribor συν 1,5% μέχρι τώρα, σε euribor συν 0,9% στη συνέχεια – αμέσως μετά, εάν η Ελλάδα πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον 4,5% του ΑΕΠ της, το επιτόκιο θα διαμορφωθεί σε euribor συν 0,5%.

(β)  Ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου από το EFSF, των 74 δις € δηλαδή, διπλασιάζεται – από τα 15 έτη μέχρι σήμερα στα 30, όπου στα δέκα πρώτα χρόνια η Ελλάδα δεν θα πληρώνει τόκους.

(γ)  Επαναγορά χρέους 31,9 δις €, έναντι ποσού 11,3 δις € – γεγονός που σημαίνει ότι, μειώσαμε το συνολικό χρέος μας απέναντι στους ιδιώτες πιστωτές κατά 20,6 δις €. Επομένως, αντί για 63 δις €, οφείλουμε πλέον 42,4 δις € στους ιδιώτες.

(δ)  Οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης παραιτήθηκαν από τα κέρδη της ΕΚΤ – τα οποία προέρχονται από την αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, ονομαστικής αξίας 45 δις €, στη δευτερογενή διαπραγμάτευση. Επειδή τώρα τα κέρδη αυτά υπολογίζονται στα 11 δις €, το δημόσιο χρέος μας απέναντι στην ΕΚΤ, έμμεσα, θα μειωθεί αντίστοιχα – οπότε θα ανέλθει στα 34 δις € (από 45 δις € προηγουμένως).

Με βάση τις παραπάνω μειώσεις και εκτός απροόπτου, ο Πίνακας Ι θα διαμορφωθεί πλέον σε γενικές γραμμές ως εξής: 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ανάλυση συνολικού δανεισμού της Ελλάδας, μετά τις αποφάσεις  και τη νέα διαγραφή χρέους, μη συμπεριλαμβανομένης της ανεκεφαλαιοποίησης των τραπεζών

Δανειστές

Ποσά σε δις €

 

 

Ιδιώτες

42,40

Λοιποί πιστωτές

47,00

Διμερή δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης  

53,00

ΔΝΤ

22,00

EFSF

74,00

EKT

34,00

 

 

Σύνολα

272,40

Σημείωση: Δυστυχώς, όπως συνέβη και με το PSI, πυροβολήσαμε για δεύτερη φορά τα πόδια μας, αφού το μεγαλύτερο μέρος της διαγραφής επιβάρυνε τις δικές μας τράπεζες – με δυσμενείς συνέπειες για όλους μας.

 Σε τελική ανάλυση λοιπόν το δημόσιο χρέος μας μειώθηκε κατά 30,6 δις € στα 272,4 δις € – ενδεχομένως δε ακόμη περισσότερο, αφού δεν γνωρίζουμε ακριβώς τα κέρδη της ΕΚΤ (από την αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, σε τιμές μικρότερες από την ονομαστική τους αξία). 

Με δεδομένο τώρα το ΑΕΠ μας το 2012 (στα 194 δις € σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2013, στα 183 δις € το επόμενο έτος), το δημόσιο χρέος, πάντοτε εκτός των τραπεζών, θα διαμορφωθεί στο 140,4% του ΑΕΠ – ένα ποσοστό φυσικά μη βιώσιμο, εάν αποδεχθούμε ότι, ποσοστά δημοσίου χρέους άνω του 80% του ΑΕΠ (60% κατά τη δική μας άποψη), λειτουργούν «ανασταλτικά», όσον αφορά την ανάπτυξη και τελικά οδηγούν ξανά στην πλήρη αδυναμία πληρωμών.

Ολοκληρώνοντας, η μη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους μας, ακόμη και αν δεν επιβαρυνόμαστε με τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, θα έχει σαν αποτέλεσμα τη συνέχιση τη εξάρτησης μας από την Τρόικα, όσον αφορά τον περαιτέρω δανεισμό μας – ο οποίος θα αυξάνεται διαρκώς, έως εκείνη τη στιγμή που τα πρωτογενή μας πλεονάσματα θα καλύπτουν τα τοκοχρεολύσια (το 2012 τα πρωτογενή μας ελλείμματα υπολογίζονται στα 2 δις €).

Διατρέχουμε επομένως τους κινδύνους να χρεοκοπήσουμε ξανά ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθούμε σε έξοδο από το ευρώ, να εκβιαζόμαστε διαχρονικά, να ζητούνται συνεχώς νέα μέτρα ή ανταλλάγματα κοκ.

ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑΤΑ

Είναι προφανώς εύλογο αλλά και αυτονόητο το ότι, κανένας δεν σε δανείζει χωρίς εγγυήσεις – όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται πως ενοχλεί την κοινή γνώμη. Στα πλαίσια αυτά, η απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας είναι δεδομένη – αφού όλα τα περιουσιακά μας στοιχεία είναι πια υποθηκευμένα, στη διάθεση των πιστωτών μας, εάν δεν καταφέρουμε να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις που αποδεχθήκαμε.

Πόσο μάλλον μετά την υπογραφή του PSI, με την οποία αφενός μεν χάσαμε τη δυνατότητα μετατροπής του χρέους μας σε ενδεχόμενο εθνικό νόμισμα, αφετέρου την υπαγωγή του στο εθνικό δίκαιο – αφού πλέον το σύνολο του χρέους μας υπάγεται στους κανόνες του αγγλικού δικαίου, με αρμόδια δικαστήρια αυτά του Λουξεμβούργου.   

Δυστυχώς, οι τιμές αυτών των περιουσιακών μας στοιχείων θα συνεχίσουν μα ευρίσκονται, λόγω της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας κρίσης, στο ναδίρ – με αποτέλεσμα τυχόν πώληση τους να αποφέρει ελάχιστα, οπότε η συμβολή τους στο ριζικό περιορισμό του δημοσίου χρέους μας να είναι σχεδόν αμελητέα (εκτός εάν πράγματι διαθέτουμε υποθαλάσσια ενεργειακά αποθέματα, αντικειμενικά μεγάλης αξίας).   

Η απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας όμως δεν περιορίζεται δυστυχώς στη δημόσια περιουσία μας – αφού οι πιστωτές μας θέλουν να εξασφαλίσουν την εξόφληση των δανείων τους, χωρίς να τους αρκεί η παροχή εγγυήσεων ή τα χρήματα που θα προέλθουν από την εκποίηση τους. Στα πλαίσια αυτά, η πατρίδα μας είναι υποχρεωμένη να κυβερνάται από τους δανειστές της (αποικία χρέους), να υφίσταται τον έλεγχο τους σε όλες τις υπηρεσίες της, να επιτρέπει την τοποθέτηση «επιτρόπων» στις τράπεζες της, στα υπουργεία της κοκ.

Εκτός αυτού, επειδή στις «εγγυήσεις» δεν συνυπολογίζεται μόνο η δημόσια περιουσία, αλλά έμμεσα και η ιδιωτική (μισθοί των Ελλήνων, συντάξεις, κοινωνικές παροχές, ακίνητη περιουσία, λοιπά εισοδήματα κλπ.), η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει μέτρα λιτότητας, κατ' εντολή της Τρόικας – έτσι ώστε να δημιουργηθούν καταρχήν πρωτογενή πλεονάσματα και στη συνέχεια κανονικά, για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή των δόσεων του δανεισμού μας.

Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται και η υπερβολική φορολόγηση η οποία, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των μισθών, καθώς επίσης με την αδυναμία δανεισμού των τραπεζών, δημιουργεί εφιαλτικές συνθήκες, όσον αφορά την κατανάλωση και τις επενδύσεις – με αποτέλεσμα αφενός μεν να οδηγείται η χώρα στη φτωχοποίηση (άλωση της μεσαίας τάξης κλπ.), αφετέρου να μειώνεται συνεχώς το ΑΕΠ.

Η μείωση τώρα του παρανομαστή (ΑΕΠ), παράλληλα με την αύξηση του αριθμητή (Χρέος), καθιστά αδύνατη την έξοδο από την παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε η πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα μας – μηδενίζοντας εντελώς τις όποιες προοπτικές σταθεροποίησης της οικονομίας μας, με το χρέος να προβλέπεται ότι σύντομα θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ μας. Όταν δε συμβεί κάτι τέτοιο, είναι μάλλον αυτονόητο πως θα η Ελλάδα θα οδηγηθεί στην έξοδο από το ευρώ, υποθηκευμένη, λεηλατημένη και εξαθλιωμένη.

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ευτυχώς για την πατρίδα μας, παρά τα τεράστια λάθη των κυβερνήσεων της και την «προδοσία» αυτών που την οδήγησαν στο ΔΝΤ, δεν είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα – με την Ισπανία και την Ιταλία να ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη, σε μία «κρίσιμη» καλύτερα θέση. Ακόμη περισσότερο, η τραπεζική βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της ΕΕ είναι ο, με απόσταση, μεγαλύτερος κίνδυνος που την απειλεί – ενώ αφορά το σύνολο των κρατών της.   

Παράλληλα, όλοι γνωρίζουν ότι, εάν δεν επιλυθούν οι ευρωπαϊκές ασυμμετρίες (άρθρο μας), οι οποίες προέρχονται κυρίως από τη γερμανική πλεονεξία, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον – ενώ τα αδιέξοδα πολλών κρατών της ζώνης του κοινού νομίσματος είναι σχετικά εύκολο να αντιμετωπισθούν αλληλέγγυα και από κοινού (ευρωομόλογα, ενεργοποίηση της ΕΚΤ, δημοσιονομική ένωση, αμοιβαιοποίηση του χρέους, τραπεζική ενοποίηση κλπ.).

Στα πλαίσια αυτά και χωρίς να επαναλαμβανόμαστε, θεωρούμε υποχρεωτική την αναφορά μας σε ένα πρόσφατο άρθρο, από το οποίο φαίνεται το πώς αντιμετωπίζει η ισπανική κοινή γνώμη τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα:      

Σύμφωνα με το κείμενο λοιπόν της ισπανικής El Pais (29.11.12) η Γερμανία, σε συνεργασία με τις τράπεζες της, ενισχύει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον των χωρών του Νότου, με στόχο τη λεηλασία τους.   

Ειδικότερα, η πολιτική λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία στους «εταίρους» της, δημιουργεί μεγάλα πλεονεκτήματα στην ίδια, επειδή τη βοηθάει να περιορίσει τα τεράστια ελλείμματα της – γεγονός που επιτυγχάνεται με την «υπόγεια» ενίσχυση της κερδοσκοπίας εκ μέρους της, όσον αφορά τα δημόσια χρέη των χωρών του Νότου, με αποτέλεσμα τα δικά της επιτόκια δανεισμού να είναι μηδενικά.

Οι συγγραφείς του άρθρου, αφού αναφέρονται στον καπιταλισμό-καζίνο, ο οποίος θεωρούν πως δημιουργήθηκε από την «απορρύθμιση» και την πλήρη απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου, «τεκμηριώνουν» την ύπαρξη ενός ιδιωτικού χρηματιστηρίου, με έδρα τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο – ενός χρηματιστηρίου, το οποίο ευρίσκεται στα χέρια του «χρηματοπιστωτικού καρτέλ», αποτελούμενου από έξι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες και έξι ευρωπαϊκές (τράπεζες που αφού χρεοκόπησαν, υπεξαιρώντας τεράστια ποσά, διασώθηκαν από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, εις βάρος των φορολογουμένων πολιτών).

Η Γερμανία κατηγορείται ότι, «ενισχύει τα στοιχήματα των κερδοσκόπων εναντίον των χωρών του Νότου». Παράλληλα, υπενθυμίζεται ο ρόλος της Goldman Sachs στην απόκρυψη χρεών της Ελλάδας, πριν την είσοδο της στην Ευρωζώνη – όπου ενοχοποιείται ότι, μαζί με τη Deutsche Bank, χρησιμοποίησε παράνομα την εσωτερική της πληροφόρηση, για να στοιχηματίσει στην έκτοτε προγραμματισμένη, μελλοντική κατάρρευση της Ελλάδας.

Σύμφωνα τώρα με τη γερμανική εποπτική αρχή (BAFIN), το 2009 ευρίσκονταν στην κατοχή γερμανικών τραπεζών «τοξικά» χρεόγραφα αξίας 800 δις €. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να τιμωρήσει τους ενόχους-τραπεζίτες για τις κερδοσκοπικές τους «ατασθαλίες» (Hypo Real Estate, IKB, WLB, Commerzbank κλπ.), προτίμησε, σε συνεργασία με τις χρεοκοπημένες ουσιαστικά τράπεζες της, να στρέψει έντεχνα την προσοχή των αγορών μακριά από την ίδια, στις χώρες του Νότου – με απώτερο στόχο τον εξευτελισμό, τη λεηλασία και την κατάληψη του

Περαιτέρω, πάντοτε κατά την El Pais, η Γερμανία τοποθετείται εναντίον της ενίσχυσης των ισπανικών τραπεζών – αποκρύπτει όμως το ότι, η Deutsche Bank έλαβε το 2008 περί τα 20 δις $ από την Fed, με επιτόκιο μόλις 0,01%! Την ίδια στιγμή η Γερμανία κερδίζει από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της Ισπανίας, ως εξής:

(α)  «Παράγει» αρνητικές ειδήσεις, όταν η Ισπανία απευθύνεται στις αγορές για το δανεισμό της, με αποτέλεσμα να αυξάνονται δυσανάλογα τα επιτόκια και να προβληματίζεται/εκβιάζεται η ισπανική κυβέρνηση.

(β) Απαιτεί την ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων ισπανικών εταιρειών του δημοσίου (αεροδρόμια, τυχερά παιχνίδια κλπ.), έτσι ώστε αυτές οι εταιρείες να οδηγηθούν στα χέρια των επιχειρήσεων των χωρών του Βορά, σε εξευτελιστικές τιμές.

(γ) Δημιουργεί προϋποθέσεις «πιστωτικής ασφυξίας» στην αγορά, οπότε καταρρέουν οι μετοχές των πολυεθνικών ισπανικών επιχειρήσεων (Telefonica, Iberdrola, Repsol, Gas Natural κλπ.) – με στόχο την πάμφθηνη εξαγορά τους από τις γερμανικές και άλλες πολυεθνικές.   

(δ)  Ενισχύει τον «χρηματοπιστωτικό πανικό» στην Ισπανία, ο οποίος οδηγεί στη μαζική εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες και στη γενικότερη έξοδο κεφαλαίων από τη χώρα, με προορισμό το Βορά. Μόνο τους πρώτους οκτώ μήνες του 2012 έφυγαν από τη χώρα 330 δις € τα οποία, μαζί με αυτά που εγκατέλειψαν την Ιταλία και την Ελλάδα, κατευθύνθηκαν σε τράπεζες της Ελβετίας, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας και της Γερμανίας.    

Οι συγγραφείς αναφέρονται στο σκάνδαλο Libor και επικρίνουν την παθητικότητα της Κομισιόν, ειδικά όσον αφορά τις ενορχηστρωμένες κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας από το τραπεζικό καρτέλ – το οποίο συνεχίζει να δρα από το χρηματιστηριακό καζίνο του Λονδίνου, με την ενίσχυση του αμερικανικού «λόμπι» (εταιρείες αξιολόγησης, ΜΜΕ κλπ.).

Επικρίνουν επίσης το σκοτεινό ρόλο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στην όλη διαδικασία – η οποία, σε συνεργασία με τις εμπορικές υπερτράπεζες (με την ΕΚΤ επίσης), λεηλατεί το Νότο, μεταφέροντας πολλά δις € στο Βορά.

Τέλος ισχυρίζονται ότι ο στόχος της Γερμανίας είναι, μέχρι τις εκλογές του 2013, να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια του Νότου στην επικράτεια της – με τη βοήθεια της «βρώμικης» πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει στις δειλές κυβερνήσεις εκείνων των κρατών, τα οποία έχουν συνθηκολογήσει, αποδεχόμενα την ηγεμονία της.   

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Οι «οικονομικές ασυμμετρίες» δεν περιορίζονται στην Ευρώπη, αλλά απειλούν και τον υπόλοιπο πλανήτη (άρθρο μας), με τον κίνδυνο μίας δίδυμης πυρηνικής έκρηξης (δημοσίου και τραπεζικού χρέους) να είναι μεγαλύτερος από ποτέ – μεταξύ άλλων, κινδυνεύει να καταρρεύσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα.

Ειδικά όσον αφορά την υπερδύναμη (ο τρίτος «πυλώνας» της Δύσης, η Ιαπωνία, είναι βυθισμένη στην ύφεση, με ένα εξαιρετικά υπερχρεωμένο δημόσιο τομέα), παρά τις προσπάθειες της Fed, η κατάσταση της επιδεινώνεται καθημερινά – ενώ τα όπλα της κεντρικής τράπεζας (επιτόκια, ενέσεις ρευστότητας με τα πακέτα QE κλπ.) θα έχουν εκμηδενισθεί, τουλάχιστον έως τις αρχές του 2014.

Ακόμη και αν αποφευχθεί λοιπόν ο δημοσιονομικός γκρεμός στις αρχές του 2013, ο οποίος απειλεί με ύφεση την αμερικανική οικονομία (περιορισμός της κατανάλωσης λόγω της αυτόματης κατάργησης φορολογικών ελαφρύνσεων, καθώς επίσης της μείωσης των δημοσίων δαπανών κατά περίπου 1 τρις $ – ένα ενδεχόμενο που φυσικά θα πυροδοτήσει μία αλυσιδωτή αντίδραση στην παγκόσμια οικονομία), η φούσκα των ομολόγων του δημοσίου των Η.Π.Α. (treasuries) αργά ή γρήγορα θα εκραγεί – εάν δεν αποφευχθεί το μοιραίο, σε συνεργασία με την Ευρωζώνη και με τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη.    

Επομένως, το διεθνές περιβάλλον ευνοεί τη χώρα μας – αφού το μικρό μέγεθος της οικονομίας της δεν επιτρέπει την ανάληψη κανενός κινδύνου, εκ μέρους των υπολοίπων (όσο και αν ελάχιστοι το αποδέχονται επίσημα). 

Για παράδειγμα, καμία χώρα δεν θα ήθελε να «δοκιμάσει» τις συνέπειες μίας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της Ελλάδας, όσον αφορά την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία – επειδή όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας (φούσκα ακινήτων) και της Ρωσίας (απόλυτη εξάρτηση από τις εξαγωγές ενέργειας, οι οποίες προϋποθέτουν διεθνή ανάπτυξη) είναι βυθισμένα στα δικά τους προβλήματα, αναζητώντας με απόγνωση δρόμους εξόδου από την κρίση. 

Η ΕΛΛΑΔΑ

Από όλα τα παραπάνω είναι μάλλον εμφανές ότι, η λύση της Ελλάδας είναι εντός των πλαισίων μίας ευρύτερης λύσης για την Ευρώπη και τον πλανήτη, η οποία θα την συμπεριλαμβάνει. Ανεξάρτητα λοιπόν από τις όποιες «αντιπαραθέσεις» σε σχέση με την συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη ή μη (απώτερος σκοπός είναι προφανώς η μετάλλαξη της γερμανικής Ευρώπης των τραπεζών και του καρτέλ, σε μία Ευρώπη των πολιτών της, στην οποία θα συμμετέχουν ισότιμες χώρες μεταξύ τους), η σημερινή μας κατάσταση δεν επιτρέπει, καλώς ή κακώς, κανενός είδους «μονομερείς στρατηγικές».

Οφείλουμε λοιπόν, σε συνεργασία με το δυνατόν περισσότερες άλλες χώρες, τόσο με αυτές του ευρωπαϊκού Νότου, όσο και με τις υπόλοιπες, να επιδιώξουμε την «ορθολογική εξέλιξη» της Ευρώπης – μέσα από τη οποία θα επιλυθούν τα προβλήματα όλων των κρατών-μελών της, μαζί με τα δικά μας.

Από την πλευρά μας βέβαια, πρέπει απαραίτητα να ασχοληθούμε με την καταπολέμηση των «δομικών» προβλημάτων της οικονομίας μας – μεταξύ άλλων με την έλλειψη επιχειρηματικού και φορολογικού πλαισίου, με τη διαπλοκή, με τη διαφθορά, με την απίστευτη γραφειοκρατία και με τη φοροδιαφυγή (στην οποία συμπεριλαμβάνουμε την πολύ μεγαλύτερη μάστιγα της φοροαποφυγής).

Ειδικά όσον αφορά τη φοροδιαφυγή, ο Πίνακας ΙΙΙ που ακολουθεί δίνει μία αμυδρή εικόνα, σε σχέση με το μέγεθος της – αν και είναι ουσιαστικά αδύνατη η μέτρηση της αφού, εάν μπορούσαμε να την μετρήσουμε, θα ήταν μάλλον αυτονόητη η καταπολέμηση της.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Το κόστος της φοροδιαφυγής, σύμφωνα με μελέτη (2011) του δικτύου φορολογικής δικαιοσύνης

Χώρα

Σκιώδης οικονομία (% ΑΕΠ)

Συνολική φορολόγηση (% ΑΕΠ)

Δαπάνες προϋπολογισμού (% ΑΕΠ)

Μέγεθος σκιώδους οικονομίας (δις $)

Απώλειες φόρων (δις $)

 

 

 

 

 

 

Αργεντινή

25,3%

26,1%

24,7%

93,28

24,34

Αυστραλία

14,0%

30,8%

34,3%

129,48

39,88

Αυστρία

9,7%

42,9%

49,0%

36,49

15,65

Βραζιλία

39,0%

34,4%

41,0%

814,28

280,11

Κύπρος

28,0%

39,2%

42,8%

7,01

2,75

Δανία

17,7%

49,0%

51,8%

54,94

26,92

Γαλλία

15,0%

44,6%

52,8%

384,0

171,26

Γερμανία

16,0%

40,6%

43,7%

529,55

214,99

Ελλάδα*

27,5%

35,1%

46,8%

83,84

29,43

Ινδία

22,2%

18,6%

27,2%

383,84

71,39

Ιταλία

27,0%

43,1%

48,8%

553,88

238,72

Ιαπωνία

11,0%

28,3%

37,1%

604,76

171,14

Κίνα

12,7%

18,0%

20,8%

746,58

134,38

Η.Π.Α.

10,8%

24,1%

34,0%

1.876,75

452,83

* Υπολογισμός με προηγούμενο ΑΕΠ, περί τα 240 δις €, σε δολάρια

Πηγή: The Tax Justice Network. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ, η σκιώδης οικονομία (παραοικονομία), το σύνολο του τζίρου δηλαδή όσων φοροδιαφεύγουν, είναι σημαντική σε όλες τις χώρες – ενώ εξαρτάται σχετικά λιγότερο από το ποσοστό της φορολόγησης και περισσότερο από τις μεθόδους καταπολέμησης της (ανασταλτικές, όπως η εδραίωση φορολογικής συνείδησης και κατασταλτικές, όπως η εισπρακτική δράση της οικονομικής αστυνομίας).

Περαιτέρω οφείλουμε να τονίσουμε ότι, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία και στις Η.Π.Α., τόσο η σκιώδης οικονομία, όσο και φοροδιαφυγή, διατηρούνται μεν περιορισμένες, αλλά «εξισορροπούνται» σε μεγάλο βαθμό από τη φοροαποφυγή.

Ειδικά οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν, μέσω των «λόμπι» τους, καθώς επίσης του «γενναιόδωρου» χρηματισμού των πολιτικών, τεράστιες φοροαπαλλαγές – με αποτέλεσμα να πληρώνουν ελάχιστους φόρους επί του τζίρου τους, μειώνοντας συνεχώς τη φορολογική βάση (εις βάρος δυστυχώς των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίοι καλούνται να αναπληρώσου τη διαφορά).  

Σε σχέση τώρα με τη φοροδιαφυγή, η έλλειψη Κράτους Δικαίου, καθώς επίσης η εγκληματική ατιμωρησία ορισμένων επίορκων πολιτικών, αφενός μεν «παράγει» φοροφυγάδες, αφετέρου δεν προάγει τη φορολογική συνείδηση των πολιτών – χωρίς την οποία είναι μάλλον αδύνατη η καταπολέμηση της.

Τέλος, εάν υποθέσουμε ότι η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα περιορίζεται στο ύψος της γερμανικής (κατά 11,5% δηλαδή), γεγονός που δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί, εάν δεν αποκατασταθεί το Κράτος Δικαίου, τα έσοδα του δημοσίου θα αυξάνονταν το ανώτατο κατά 8 δις € – κάτι που φυσικά δεν θα επιλύσει από μόνο του τα προβλήματα της οικονομίας μας, όπως ισχυρίζονται όλοι όσοι «διασπείρουν ψευδείς ελπίδες» στους πολίτες (αν και η παραοικονομία πλησιάζει τα 84 δις $, τα συνολικά έσοδα που διαφεύγουν είναι ίσα με την φορολόγηση της, εάν δηλωνόταν – οπότε με το 35,1% του συνολικού ποσού).

Περιττό δε να τονίσουμε ότι, η υπερβολική φορολόγηση και ιδίως η άδικη, «εκτρέφουν» τη φοροδιαφυγή – με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται για το μέλλον της πατρίδας μας.  

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Έχουμε την άποψη πως η ελληνική κυβέρνηση, όσο «ανεπαρκή» και αν την θεωρήσει κανείς, δεν είχε την πρόθεση να οδηγήσει την πατρίδα μας στο «ικρίωμα» – αλλά να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, αποφεύγοντας την επώδυνη χρεοκοπία και την εθνική κατάρρευση.

Πιθανολογούμε δε πως ευελπιστεί ότι, θα δημιουργηθούν κάποιες συνθήκες στην Ευρώπη, οι οποίες θα μας βοηθήσουν να ανταπεξέλθουμε με τα οικονομικά μας προβλήματα – τα οποία μάλλον πιστεύει πως είναι αδύνατον να επιλυθούν με τις δικές μας δυνάμεις.

Από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να πεισθούμε ότι, υπάρχει πράγματι η δυνατότητα μονομερούς άρνησης του χρέους ή/και επιστροφής στη δραχμή, ακόμη και αν θα το επιθυμούσαμε – μία «προοπτική» που έχει πλέον χαθεί, το αργότερο μετά την υπογραφή του PSI και της «δρακόντειας» δανειακής σύμβασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του (των) μνημονίου (σχεδόν κυριολεκτικά, δεν μας επιτρέπεται πια ούτε να χρεοκοπήσουμε).

Εκτός αυτού, εμείς τουλάχιστον δεν βλέπουμε εκείνα τα ικανά στελέχη στην αντιπολίτευση, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν από μόνα τους την πατρίδα μας στην έξοδο από την κρίση – εμπνέοντας σιγουριά και εμπιστοσύνη στους πολίτες, η οποία θα προκαλούσε ενδεχομένως την επιτυχημένη επανεκκίνηση της οικονομίας μας.

Αυτό λοιπόν που οφείλουμε να κάνουμε, χωρίς καμία απολύτως καθυστέρηση, είναι η ένωση όλων των πολιτικών δυνάμεων, κομμάτων και πολιτών μαζί, απέναντι στους τεράστιους κινδύνους που απειλούν την πατρίδα μας – χωρίς να αναλωνόμαστε σε αλληλοκατηγορίες, σε κενά λόγια και σε ουτοπικά «σχέδια επί χάρτου», τα οποία θα μας οδηγήσουν στην απόλυτη καταστροφή.

Ο «εχθρός» είναι δυστυχώς «εντός των πυλών» και εμείς δεν επιτρέπεται να συζητάμε ακόμη τις αιτίες που του επέτρεψαν να διαβεί ανενόχλητος τα σύνορα μας – αλλά να τον αντιμετωπίσουμε πρακτικά, ουσιαστικά, με όλες μας τις δυνάμεις, αναβάλλοντας τις εσωτερικές μας διαμάχες, καθώς επίσης την απονομή δικαιοσύνης για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν την απελευθέρωση της πατρίδας μας.   

Θεωρώντας τώρα δεδομένο πως η λύση μας σήμερα ευρίσκεται, καλώς ή κακώς,  εντός της Ευρωζώνης, η οποία όμως πρέπει να αλλάξει ριζικά (και με τη δική μας συμμετοχή), καθώς επίσης γνωρίζοντας ότι δεν πρέπει κανείς να συνθηκολογεί, οφείλουμε να διώξουμε την απαισιοδοξία και να δραστηριοποιηθούμε άμεσα – χωρίς να απαιτούμε καμία απολύτως εγγύηση για την επιτυχία των προσπαθειών μας.

Μόνο τότε έχουμε την ελπίδα πως θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από την καταστροφή – καταναλώνοντας παράλληλα ελληνικά προϊόντα, εξάγοντας όσο περισσότερα μπορούμε, αναπτύσσοντας τη γεωργία μας, εκμεταλλευόμενοι τη ναυτιλία, «αριστοποιώντας» τον τουρισμό και επαναφέροντας τις καταθέσεις μας από το εξωτερικό (όπου τα χρήματα μας «εργάζονται» εις βάρος μας και προς όφελος των «ανταγωνιστών» μας).

Φυσικά, πρέπει να αντισταθούμε με κάθε τρόπο στην αποκρατικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων της πατρίδας μας (ειδικά της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ), αφού μάλλον δεν θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε τις κερδοφόρες, καθώς επίσης τις στρατηγικές, στην ιδιοκτησία του δημοσίου – αν και ποτέ δεν πρέπει κανείς να καταθέτει τα όπλα, σε όσο δύσκολη κατάσταση και αν βρίσκεται.

Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να βιαστούμε, αφού η αντίστροφη μέτρηση για την Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει, με πιθανότερη ολοκλήρωση της στα τέλη του επομένου έτους – όπου, είτε θα χρεοκοπήσουμε εξερχόμενοι από το ευρώ, είτε θα έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις επιστροφής μας στις αγορές, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.   

ΥΓ: Δανειακή Σύμβαση (εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία): "Το Δικαιούχο Κράτος Μέλος (Ελλάδα), η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΕΤΧΣ, παραιτούνται με την παρούσα αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμα ασυλίας που ήδη έχουν ή μπορεί να δικαιούνται σε σχέση με τους ίδιους και τα περιουσιακά τους στοιχεία, έναντι δικαστικών ενεργειών σχετικά με την παρούσα Σύμβαση Τροποποίησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά, από κάθε δικαίωμα ασυλίας έναντι άσκησης αγωγής, έκδοσης δικαστικής απόφασης ή άλλης διάταξης, κατάσχεσης, εκτέλεσης ή ασφαλιστικού μέτρου και έναντι κάθε εκτέλεσης ή αναγκαστικού μέτρου σε βάρος των περιουσιακών τους στοιχείων, στο μέτρο που τα ανωτέρω δεν απαγορεύονται από αναγκαστικό νόμο".

….Για να εκταμιεύεται κάθε ποσόν που θα καλύπτει εθνικές ανάγκες, θα πρέπει να προηγείται αίτημα χρηματοδότησης της Ελλάδας, το οποίο θα συνοδεύεται από «πιστοποιητικό συμμόρφωσης»……… Για να αποφανθεί το EFSF, θα πρέπει προηγουμένως να λάβει γνωμοδοτήσεις από τις συνεργαζόμενες (ξένες!) δικηγορικές εταιρείες, σχετικά με το κατά πόσον η Ελλάδα συμμορφώνεται με τους όρους εκταμίευσης.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η επίκληση των «εθνικών δικαιωμάτων» που ενδεχομένως απορρέουν από τον «αναγκαστικό νόμο» (δυστυχώς δεν έχουμε νομικές γνώσεις για να είμαστε σίγουροι), είναι μάλλον δύσκολη, όταν ένα κράτος ευρίσκεται στο έλεος των «αντισυμβαλλομένων» δανειστών του, χωρίς καμία δυνατότητα «προσφυγής» στις διεθνείς αγορές. Στα πλαίσια αυτά η οποιαδήποτε, νόμιμη έστω, «άρνηση υποταγής του στους κανόνες της δανειακής σύμβασης», θα είχε σαν πιθανότερο αποτέλεσμα τη χρεοκοπία του – αφού δεν θα είχε καμία δυνατότητα πληρωμής των υποχρεώσεων του.

 

* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 16. Δεκεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.


ΠΗΓΗ:  http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2767.aspx

Στο σταυροδρόμι της ιστορίας να δώσουμε διέξοδο

Στο σταυροδρόμι της ιστορίας να δώσουμε διέξοδο

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη

 

Υπάρχουν ορισμένες ιστορικές συγκυρίες όπου τα διλήμματα, οι διαφορετικοί δρόμοι που ανοίγονται για μια κοινωνία δεν αντιστοιχούνται σε πολιτικά ρεύματα, έστω και εάν αυτοί οι δρόμοι σαν υλικά, πραγματικά ενδεχόμενα εγγράφονται μέσα στην ίδια την ιστορική δυναμική των πραγμάτων.

Μια τέτοια κατάσταση ξεδιπλώνεται τώρα και στην ελληνική κοινωνία. Η συγκυρία των μνημονίων έχει δείξει ότι εκ των πραγμάτων δύο δρόμοι ανοίγονται:

η συνέχιση της πρόσδεσης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (λιτότητα, υποχρεωτικός νεοφιλελευθερισμός, προσαρμογή στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, μειωμένη εθνική και λαϊκή κυριαρχία) και η αναζήτηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μιας ρήξης με αυτό το σχέδιο.

Μικρή σημασία έχει το εάν αυτό το σταυροδρόμι έχει εκφραστεί συγκεκριμένα ως τέτοιο. Το βασικό είναι ότι μέσα στην ίδια την υλικότητα των κοινωνικών αντιπαραθέσεων έχει αναδειχτεί. Το βλέπει κανείς, πάνω από όλα, στον τρόπο που ο κυρίαρχος λόγος δύο χρόνια τώρα έχει ορίσει την προοπτική της εξόδου από το ευρώ ως το βασικό ιδεολογικό φόβητρο για να δικαιολογήσει το τρομαχτικό κόστος των μέτρων που έχουν αποφασιστεί. Αυτό που παρουσιάζουν ως επικίνδυνο «ατύχημα» προς αποφυγή είναι, επομένως, ένα πραγματικό ενδεχόμενο.

Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα είναι πραγματικό. Γιατί τα αυθεντικά ιστορικά διλήμματα δεν είναι ποτέ αυτά που ορίζονται απλώς ως τέτοια μέσα στη δημόσια σφαίρα, αλλά που αναδύονται ως χνάρια και ενδεχόμενα μέσα στην ίδια τη συγκυρία.

Όμως, υπάρχουν εποχές που τα διλήμματα αυτά δεν εκφράζονται άμεσα και ρητά ή εκφράζονται με ιδιαίτερα τεθλασμένο τρόπο. Αυτές είναι εποχές οδυνηρής ιστορικής κυοφορίας του νέου και συχνά γι' αυτό το λόγο ανοιχτής πολιτικής κρίσης. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου η βαθιά ταξική πόλωση ανάμεσα στο λαϊκό μπλοκ και τις αστικές δυνάμεις δεν έπαιρνε τέτοια πολιτική μορφή, αλλά η πολιτική σκηνή σφραγιζόταν από τη διαμάχη δύο αστικών στρατηγικών και την αστική διχογνωμία για την αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης (παράδειγμα χαρακτηριστικό η διαρκής επαναφορά του ενδεχομένου της δικτατορίας μέχρι τελικά τη Μεταξική δικτατορία). Θα χρειαστεί να περιμένουμε την Κατοχή και την ΕΑΜική επανάσταση, μέσα σε μια συνθήκη αναγκαστικής αποδιάρθρωσης του αστικού μπλοκ ανάμεσα στο δωσιλογισμό και τη φυγή, για να πάρει η αντικειμενική ιστορική διχοτόμηση άμεση και σαφή πολιτική έκφραση.

Έτσι και στο σημερινό πολιτικό τοπίο παρατηρούμε το παράδοξο το σύνολο σχεδόν της πολιτικής σκηνής, παρά την τεράστια πόλωσή του ως προς τη στάση απέναντι στα μνημόνια, απέναντι στο ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» να συμπεριφέρεται ως αυτό το ερώτημα να μην υπάρχει η ως εάν να είναι αυτονόητο ότι ο ορίζοντας των πολιτικών επιλογών είναι εντός της ευρωζώνης και της ΕΕ. Σε αυτό στρατεύεται το τρικομματικό μνημονιακό μπλοκ, εμμέσως η ακροδεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τη θέση ότι η δική του πρόταση ρήξης με τη λιτότητα είναι και δρόμος για να παραμείνουμε μέσα στην ευρωζώνη, και εκ του αποτελέσματος το ΚΚΕ (εφόσον η θέση για έξοδο από την ΕΕ μετατίθεται μετά την ωρίμανση συνθηκών που θα καταστήσουν εφικτή την επαναστατική ανατροπή). Με αυτό δεν θέλω να αποσιωπήσω πραγματικές πολιτικές διαχωριστικές γραμμές, να μειώσω την ειλικρίνεια της αντιπολιτευτικής διάθεσης του ΣΥΡΙΖΑ ή της αντικαπιταλιστικής προσήλωσης του λόγου του ΚΚΕ. Αναφέρομαι στο ότι ένα ιστορικό ενδεχόμενο, ρητά εγγεγραμμένο στη ροή των πραγμάτων, δεν εκπροσωπείται πολιτικά, ακόμη και τώρα που μέχρι και σε δημοσκοπήσεις διαπιστώνεται για πρώτη φορά ένα ισχυρό ρεύμα απονομιμοποίησης του ευρώ, παρά τη συστηματική του δαιμονοποίηση στη δημόσια σφαίρα (συγκρινόμενη μόνο με την εμφυλιοπολεμική τερατολογία για τον «κομμουνισμό»).

Εάν ισχύει αυτή η διαπίστωση και εάν όντως σήμερα γύρω από το θέμα του ευρώ συμπυκνώνονται όλες οι αντιφάσεις και τα διλήμματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία (κοινωνία λιτότητας και μειωμένων προσδοκιών ή κοινωνία της αξιοπρέπειας των εργαζομένων, αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού εντός του νέου ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας ή παραγωγική ανασυγκρότηση, μνημονιακή επιτροπεία και κατάλυση της λαϊκή κυριαρχίας ή αναζήτηση μιας σύγχρονης δημοκρατίας, νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα ή σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική), έπεται ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να χαραχτεί ένας άλλος δρόμος περνάει αναγκαστικά από την τοποθέτηση σε αυτό το ερώτημα.

Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια για τη συσπείρωση των ρευμάτων, των αγωνιστών, των συλλογικοτήτων που επιμένουν στην έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ δεν είναι απλώς μια προσπάθεια αναδιάταξης δυνάμεων μέσα στην Αριστερά. Είναι, πάνω από όλα η προσπάθεια ένα υπαρκτό ιστορικό ενδεχόμενο, η έξοδος από το σημερινό ελληνικό αδιέξοδο να βρει επιτέλους πολιτική αντιστοίχηση. Γι' αυτό και δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν οι σχετικές πρωτοβουλίες ως «οικογενειακή υπόθεση» αλλά ως τόλμη και αυτοϋπέρβαση σε μια μαζική, ενωτική και πρωτότυπη εκδοχή αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου που να διεκδικήσει απέναντι και στο μνημονιακό μπλοκ και στα αδιέξοδα της εν δυνάμει κυβερνώσας Αριστεράς να συναντηθεί με ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές, να συμβάλει – μέσα από την πρωτοπόρα δράση στην οικοδόμηση των αγώνων, της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης – στην επεξεργασία και στον πειραματισμό για το αναγκαίο πρόγραμμα διεξόδου και τελικά να ανοίξει δρόμους ανατροπών και μετασχηματισμού. Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο η όποια κυβερνητική αλλαγή προς τα Αριστερά, να είναι απλώς η ενδιάμεση φάση πριν την ακόμη πιο αντιδραστική αναδίπλωση του μνημονιακού μπλοκ με καταλύτη την άνοδο του φασιστικού κινήματος.

Γι' αυτό το λόγο και το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να πρυτανεύσει και στη ριζοσπαστική Αριστερά η εσωστρέφεια, η αναδίπλωση στην καχυποψία ότι όποιος δεν προσυπογράφει πλήρως τη μία ή την άλλη εγκεφαλική σύλληψη του «επαναστατικού προγράμματος» είναι ρεφορμιστής, η απροθυμία για ώριμα βήματα μετωπικής συσπείρωσης. Αντίθετα, απαιτείται η τόλμη εκείνη που αναλογεί στην κλίμακα των διακυβευμάτων, των ευκαιριών αλλά και των κινδύνων, και στην επίγνωση ότι ως πολιτικό ρεύμα η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια να πιστεύει ότι δεν έχει και αυτή ιστορικές ευθύνες.

Πολιτική Παραγωγική Ανασυγκρότηση – Αριστερά

Η Πολιτική Παραγωγικής Ανασυγκρότησης ως Πυρήνας του Προγράμματος της Αριστεράς

 

του Κώστα Αλέξη

 

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση οριακής ισορροπίας, σε μια κατάσταση όπου οι από πάνω δεν μπορούν πλέον να κυβερνήσουν όπως παλιά και οι από κάτω δεν δέχονται να κυβερνηθούν. Αυτή η συνθήκη είναι αντικειμενικά ασταθής ενώ η τροπή των ευρύτερων εξελίξεων θα καθορίσει το μέλλον του λαού μας για τα επόμενα πολλά χρόνια. Οι κυβερνώντες, τα αστικά επιτελεία συνολικά και τα επιχειρηματικά συμφέροντα που εξυπηρετούν έχουν βαθιά συνείδηση της παραπάνω αλήθειας και κατά αυτή την έννοια εξαπολύουν μια σαρωτική επίθεση που ξεπερνά κάθε προηγούμενη και σε ένταση και σε ποιότητα.

Κεντρικός άξονας αυτής της επίθεσης είναι και το ξεπούλημα της χώρας, η παραχώρηση επί πινακίου φακής του δημόσιου πλούτου που οικοδομήθηκε με χρόνια υστέρησης του λαού καθώς και ευρύτερα του φυσικού πλούτου και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας μας. Η κίνηση αυτή δεν σχετίζεται μονάχα με την αδηφάγα προσπάθεια ανάκαμψης των δεικτών κερδοφορίας ακόμα και με φόρο αίματος. Ως πολιτική κατεύθυνση εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τον στόχο της αποτροπής του ενδεχομένου αριστερής διεξόδου, του ενδεχομένου να έρθει ο λαός συνολικά στο προσκήνιο, να πάρει την τύχη του στα χέρια του, να αναλάβει την πολιτική εξουσία. Σήμερα λοιπόν, εν όψει της επιχειρούμενης καταστροφής μεγακλίμακας, της καταστροφής που ξεκινά από την ιδιωτικοποίηση του ρεύματος και περνά στην καταστροφή του δάσους των Σκουριών, το ζήτημα της αριστερής πολιτικής για την παραγωγική ανασυγκρότηση είναι αντικειμενικά στο επίκεντρο.

 

Να πάρει ο λαός την τύχη στα χέρια του!

 

Τι σημαίνει όμως το σύνθημα; Σημαίνει αγώνες, κινητοποιήσεις, ανατροπή των κυβερνώντων. Σημαίνει όλα αυτά, σημαίνει όμως και κάτι ακόμα: ο λαός πρέπει να γίνει κύριος αυτού του τόπου και κατά αυτή την έννοια οφείλει να οργανώσει και την παραγωγική δραστηριότητα κατά τον τρόπο που μπορεί να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, κατά τρόπο που επιτρέπει την εθνική ανεξαρτησία και την μακρόπνοη λαική κυριαρχία. Κανένας δρόμος που περνά από την εξυπηρέτηση της ίδιας χούφτας επιχειρηματικών συμφερόντων (ή όποιας άλλης κάστας προνομιούχων) δεν μπορεί να αποτελέσει λύση για τον λαό. Η ανάγκη αυτή καθίσταται επιτακτικότερη και βαθύτερη στην εποχή της κρίσης και της έκφρασης του ιστορικά καταστροφικού ρόλου του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου.

Ο δρόμος της σύγκρουσης και της ανατροπής προυποθέτει την δημιουργία. Εξάλλου η δυσκολία σημαντικών μερίδων της κοινωνίας μας να πεισθούν και να στηρίξουν μια αριστερή πολιτική, η δυσκολία τους να μεταπηδήσουν από την κατάσταση υποταγής και ψεύτικων ελπίδων στην πλευρά του ενεργού αγώνα σχετίζεται και με την αίσθηση τους ότι δεν υπάρχει άλλη "ρεαλιστική" εναλλακτική. Μπροστά σε αυτή τη στάση σημαντικής μερίδας των μαζών ή ακόμα μπροστά στις αντιφάσεις των αγωνιζόμενων μερίδων ως προς την προοπτική του αγώνα τους δεν αρκεί μια αριστερά που μονάχα αποδεικνύει την αποτυχία των κυρίαρχων πολιτικών. Απαιτείται η αριστερά που στην πράξη χαράζει τον άλλο δρόμο. Η Αριστερά που μπορεί να περιγράψει και να οργανώσει την οικονομική βάση σε εναλλακτικό πλαίσιο.

Πως θα πεισθεί για παράδειγμα ο αγροτικός πληθυσμός πλατιά ότι απαιτείται ρήξη με την Ευρωζώνη και την ΕΕ που για χρόνια τον μάθανε να ζει από τις επιδοτήσεις της ΕΕ ακόμα και καταστρέφοντας τα προιόντα του, αν δεν πεισθεί ότι μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς από τον κόπο του, τον συναιτερισμό του με τους υπολοίπους για την καλύτερη οργάνωση της παραγωγής, την ανάπτυξη μεταποιητικού κλάδου, την εγγυημένη αγορά του μεγαλύτερου μέρους του προϊόντος του για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών; Πως θα συμφωνήσει για την ανάγκη εξόδου από το Ευρώ αν δεν πεισθεί για τα πλεονεκτήματα που θα έχει για την δικιά του ζωή ένα μαλακό εθνικό νόμισμα τόσο υπό την έννοια των κρατικών επενδύσεων για την ώθηση της παραγωγής, των δανείων στους συνεταιρισμούς μέσα από ένα εθνικοποιημένο τραπεζικό κλάδο όσο και υπό την έννοια του ενισχυμένου κέρδους από την πώληση των ποιοτικών προιόντων του στο εξωτερικό;

Ή πως θα καταρρίψουμε την τρομοκρατία των άδειων ραφιών αν δεν μιλήσουμε για την ανάγκη παραγωγικής αυτάρκειας στα είδη άμεσης ανάγκης; Πως θα καταρρίψουμε την τρομοκρατία της έλλειψης πετρελαίου αν δεν οικοδομηθεί ένα πλαίσιο εναλλακτικών διεθνών συμμαχιών με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο σε συνδυασμό με την επανά-εθνικοποίηση των Ελληνικών Πετρελαίων; Τι σημαίνει έλεγχος των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών αν δεν σημαίνει εθνικοποίηση, ανασυγκρότηση για τη βελτίωση της ποιότητας, αειφόρος χαρακτήρας, κοινωνική λογοδοσία και έλεγχος;

Και μόνο από τα παραπάνω παραδείγματα καθίσταται σαφές ότι η πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης βρίσκεται αντικειμενικά στον πυρήνα του αριστερού προγράμματος διεξόδου. Προϋποθέτει την άμεση ανατροπή ενώ παράλληλα δίνει βάση και πόδια σε αυτήν. Τα άμεσα αιτήματα για ανατροπή του μνημονίου και της κυβέρνησης, η ανάγκη απαγκίστρωσης από τη μέγγενη της τρόικας, η σύγκρουση με την πολιτική που θυσιάζει τον τόπο και τον λαό στο βωμό της παραμονής σε ένα σκληρό νόμισμα που εξυπηρετεί μόνο τις ελίτ, ο αγώνας για ανεξαρτησία και ελευθερία βρίσκεται σε διαλεκτική ενότητα με μια εναλλακτική πολιτική για τον χαρακτήρα, τη μορφή και την οργάνωση της παραγωγής. Μαζί με το ξερίζωμα της κυριαρχίας των οικονομικών ελίτ απαιτείται η οικοδόμηση του δικού μας κόσμου.

 

Αριστερά και Παραγωγική Ανασυγκρότηση

 

Σε αυτά τα πλαίσια καλούμαστε να συζητήσουμε για τις βάσεις του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης από την πλευρά της αριστεράς, μια συζήτηση που έχει εξάλλου ανοίξει πλατιά στους κόλπους της αριστεράς και του λαού. Η συζήτηση για το θέμα αυτό είχε παύσει για χρόνια και η αριστερά είτε αρκούνταν στην (ορθή) καταγγελία των πολιτικών αναφερόμενη παράλληλα στην σοσιαλιστική προοπτική όχι ως πολιτική κατεύθυνση στο σήμερα αλλά σε ένα άλλο απώτερο μέλλον, είτε ενσωματωνόταν στη κυρίαρχη λογική της ανάπτυξης με τις ενέσεις της ΕΕ, χωρίς κριτήρια για το τι και πως θα αλλάζει στην παραγωγική βάση ή πως αλλάζουν παράλληλα οι μέθοδοι δουλειάς και οι εργασιακές σχέσεις.  

Από την αρχή όμως της κρίσης έγινε φανερό ότι ο πήχης πρέπει να ανέβει και η αριστερά καλούνταν να δώσει ουσιαστικότερες απαντήσεις. Κατά αυτή την έννοια απαιτείται οργανωμένο πολιτικό πρόγραμμα το οποίο στα ζητήματα της παραγωγής να απαντά τα κρίσιμα ερωτήματα "τι πρέπει να παράγουμε""πως πρέπει να το παράγουμε""που πρέπει να το παράγουμε", "ποιοι θα το παράγουν" καθώς και πότε γίνεται το κάθε βήμα, ποιο επείγει, ποιο είναι άμεσα εφικτό, ποιο είναι κρίσιμο, για ποια προϊόντα απαιτούνται διεθνείς συνεργασίες και ποιες. Η συγκρότηση αυτού του προγράμματος κάθε άλλο παρά απλή τεχνοκρατική υπόθεση είναι: δεν μιλάμε απλά για μια καλύτερη τεχνοκρατική λύση πάνω στα ίδια πολιτικά πλαίσια όπως διάφοροι "έμπειροι" τεχνοκράτες προτείνουν αλλά για μια άλλη πολιτική στο τιμόνι της παραγωγικής συγκρότησης της χώρας σε συνδυασμό με οργανωμένες – τεχνικά άρτιες – λύσεις και συμμετοχή του λαού ώστε να αλλάζει και ο ίδιος ο τρόπος της παραγωγής, να ενισχύεται η λαική συμμετοχή και η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς.  

Στο κρίσιμο ερώτημα "τι θα παράγουμε", μια πολιτική εξυπηρέτησης των λαικών συμφερόντων αντικειμενικά κινείται σε ολότελα διαφορετικό δρόμο από την κυρίαρχη κατεύθυνση. Αντί το κριτήριο να είναι πως θα μεγιστοποιηθεί το κέρδος μιας κάστας επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε ορισμένους παραγωγικούς κλάδους και μόνο (π.χ. κατασκευές) πέρα και έξω από το αν αυτό είναι αυτό που χρειάζεται ο λαός και η χώρα, πέρα από το αν αυτό εν τέλει δημιουργεί φούσκες (όπως και έγινε για την οικοδομή). Μια πολιτική διέξοδος στο σήμερα οφείλει να δώσει βάρος στην κατεύθυνση της παραγωγικής αυτάρκειας και αυτονομίας στον αγροτικό-κτηνοτροφικό-αλιευτικό τομέα, να ανασυγκροτήσει τον τομέα της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών, αλλάζοντας το χαρακτήρα των μεταφορών δίνοντας έμφαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς, να ανακτήσει τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ιδιαίτερα του ορυκτού πλούτου και να οργανώσει την εκμετάλλευση τους με φιλικό στο περιβάλλον χαρακτήρα, να (ανά)συγκροτήσει τον δευτερογενή τομέα ώστε να καλυφθούν οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, να ανατραπεί το καθεστώς βαθιάς εξάρτησης της χώρας, να ενισχυθεί η δυνατότητα κερδοφορίας των παραγωγών από το προϊόν τους αλλά και να δοθεί η δυνατότητα ενίσχυσης της κερδοφορίας από εξαγωγές προιόντων υψηλού επιπέδου.  

Το ερώτημα του "τι" πρέπει να να συνδυάζεται διαλεκτικά με το ερώτημα του "πως" οργανώνεται η παραγωγή. Στην κατεύθυνση αυτή η αριστερά οφείλει να προωθεί την – το δυνατόν – πλατύτερη και ουσιαστικότερη συνεταιριστική οργάνωση των εργαζομένων. Χρειάζεται ένα νέο κίνημα συνεταιριστικής οργάνωσης νέου τύπου σε ρήξη με εκείνες τις πρακτικές που αποδόμησαν και σπίλωσαν τις ιδέες του συνεταιρισμού και έδωσαν χώρο στις αντιδραστικές ιδέες της ατομικότητας και άκρατου – αντικειμενικά αθέμιτου – ανταγωνισμού. Όπου είναι εφικτό και κυρίως στον πρωτογενή τομέα απαιτούνται νέες ή ανασυγκροτημένες συνεταιριστικές δομές που δεν θα εξαντλούν το ρόλο τους στην προσπάθεια επίτευξης καλύτερων τιμών πώλησης αλλά θα οργανώνουν την καλύτερη εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων (πχ. εκμεταλλευση της αγροτικής γης για παραγωγή ποιοτικών προϊόντων όλο το χρόνο), θα αναπτύσσουν τα αναγκαία παραγωγικά μέσα σε συλλογική βάση (έτσι για παράδειγμα τα αγροτικά μηχανήματα θα ανήκουν στον συναιτερισμό και θα μπορούν να είναι υψηλότερης απόδοσης εξοικονομώντας παράλληλα κονδύλια), θα δίνουν τη δυνατότητα ανάπτυξης του κλάδου της μεταποίησης σε συνδυασμό με τους παραγωγικούς φορείς των πόλεων. Με στόχο δε, την αντιμετώπιση της σύγχρονης κοινωνικής κρίσης η παραγωγική ανασυγκρότηση θα πρέπει να έχει το μάτι στραμμένο κύρια στην κάλυψη των εσωτερικών αναγκών ενώ στους τομείς που υπάρχει υπερπαραγωγή θα πρέπει να οργανωθεί από τους ίδιους τους συνεταιρισμούς η εξαγωγή των προιόντων κύρια μετά από μεταποίηση και χωρίς κανένα δίκτυο μεσαζόντων που κερδοσκοπούν πάνω στον κόπο των άμεσων παραγωγών. Οι παραγωγοί του τόπου μας μπορούν να ενταχθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση, να κάνουν τον μεγάλο κόπο που απαιτείται, να οργανώσουν σε συλλογική βάση την ίδια τους την μικρή ιδιοκτησία αν γνωρίζουν ότι η πώληση ενός μεγάλου ποσοστού του προϊόντος τους είναι εγγυημένη στην εσωτερική αγορά (εξάλλου πρέπει να καλυφθούν οι ανάγκες των λαικών μαζών) ενώ παράλληλα μπορούν να δοθούν διάφορα κίνητρα (όπως φορολόγηση σε είδος για τους παραγωγούς ειδών διατροφής τουλάχιστον για όσο διάστημα δεν έχει ανατραπεί το καθεστώς φτώχειας για σημαντικό ποσοστό του λαού και άρα απαιτείται παροχή δωρεάν σίτισης με ευθύνη του κράτους).  

Κρίσιμος άξονας είναι αυτός της βιομηχανίας της χώρας. Ο άξονας αυτός αντικειμενικά δεν έχει εύκολες λύσεις αλλά στην εποχή μας δεν μπορεί να λείπει από το πολιτικό πρόγραμμα για μια μακρόπνοη ανασυγκρότηση και αλλαγή χαρακτήρα της παραγωγής στη χώρα μας. Σήμερα απαιτείται μια ολότελα διαφορετική πολιτική για την βιομηχανική συγκρότηση που καταρχήν αντιστέκεται στα συμφέροντα των βιομηχάνων! Η νέα εκβιομηχάνιση που χρειαζόμαστε θα είναι γύρω από τους παραπάνω άξονες δίνοντας έμφαση στα πεδία της μεταποίησης και της πλήρους εκμετάλλευσης των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα (το βασικό προιόν και όλα τα υποπροϊόντα που μπορούν να προκύψουν), στη βιομηχανία μετάλλου, τη χημική βιομηχανία και τα φάρμακα. Θέλουμε μια βιομηχανική συγκρότηση που κυρίως παράγει αυτά που ο λαός έχει σήμερα ανάγκη καθώς και αυτά που η ίδια η βιομηχανία έχει ανάγκη για να προχωρά χωρίς να εξαρτάται εφ' όρου ζωής από την αγορά εργαλειομηχανών από το εξωτερικό ή την εκπαίδευση προσωπικού εκεί. Μια πολιτική κατεύθυνση που θα προστατεύει τον φυσικό πλούτο του τόπου μας, θα βάζει τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη και το κοινωνικό συμφέρον πάνω από τις σκοπιμότητες άμεσου, βραχυπρόθεσμου και ραντιέρικου κέρδους μιας χούφτας επιχειρηματιών. Η σημερινή επίθεση στο δάσος των Σκουριών δίνει ένα καλό παράδειγμα του "τι πρέπει να αποφύγουμε". Πέραν όμως ενός ευχολογίου, πως μπορεί να αναπτυχθεί μια τέτοια βιομηχανία στη χώρα μας; Πως μπορεί να γίνει αυτό χωρίς να θρέψουμε εμείς οι ίδιοι τους νέους βιομήχανους που θα (ξανά)τσακίσουν το λαό μας; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έχουν δοκιμασθεί να δοθούν ιστορικά. Σήμερα απαιτείται ένας συνδυασμός μεταξύ κρατικής ιδιοκτησίας και κεντρικού σχεδιασμού, ενεργού ρόλου της τοπικής κοινωνίας και δημοκρατίας στους χώρους δουλειάς και ενίσχυσης του ρόλου των εργαζομένων. Όσα περισσότερα μπορούν να αποκεντρωθούν και να έρθουν κοντά στον έλεγχο της ίδιας της τοπικής κοινωνίας τόσο το καλύτερο. Για παράδειγμα η βιομηχανία αγροτικών προϊόντων θα είναι δυνητικά αποκεντρωμένη και άρα στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτείται κρατική ιδιοκτησία. Η εγγύηση αγοράς του τελικού προιόντος ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του κόσμου, η εγγυημένη κατανάλωση του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής στην εσωτερική αγορά είναι επαρκής εγγύηση κερδοφορίας για να αναπτυχθεί αυτή η βιομηχανία. Από την άλλη υπάρχουν ζητήματα όμως η ναυπήγηση πλοίων (πχ αλιευτικών) που αντικειμενικά θα πρέπει να αναπτυχθούν από τα κεφάλαια του κράτους. Μάλιστα ορισμένες σημαντικές, πολύπλοκες, εν δυνάμει ιδιαίτερα κερδοφόρες βιομηχανίες που παράλληλα σχετίζονται με την κατάκτηση τεχνογνωσίας υψηλού επιπέδου όπως η βιομηχανία μετάλλου, τα φάρμακα ή η ενέργεια θα πρέπει να είναι δημόσιες και σύγχρονες πολύπλευρες μορφές κοινωνικού ελέγχου (οικονομική διαφάνεια, ρόλος των σωματείων και των τοπικών κοινωνιών κλπ). 

Φυσικά πρέπει να κατανοούμε ότι η μετάβαση από τη σημερινή κατάσταση αποδιάρθρωσης σε ένα επίπεδο επαρκούς αυτόνομης παραγωγής, εναλλακτικών διεθνών σχέσεων και ικανού εξαγωγικού κλάδου ποιοτικών προϊόντων δεν είναι καθόλου εύκολη. Μπορεί όμως μια κυβέρνηση της αριστεράς να συντονίσει τις βασικές παραγωγικές δυνάμεις και τη συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση που σήμερα βρίσκεται σε διάχυτη μορφή στους αγρότες, στους εργαζόμενους των μεγάλων επιχειρήσεων, στους επιστήμονες που δουλεύουν ατομικά ή σε μικρές ομάδες, στα πανεπιστήμια της χώρας, ώστε να απελευθερώσει τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο σχέδιο. Εξάλλου πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην συνείδηση του λαού και την σημασία που έχει για αυτόν να είναι η χώρα του ελεύθερη και ανεξάρτητη. Για αυτό το σκοπό οι άνθρωποι θα απελευθερώσουν πρωτόγνωρες δυνατότητες και θα εργαστούν σκληρά όσο καταλαβαίνουν και στην πράξη επιβεβαιώνουν ότι προχωρά ένα όραμα συλλογικής προκοπής. 

 

Η παραγωγική ανασυγκρότηση προϋποθέτει το πρόγραμμα άμεσης διεξόδου

 

Οι προαναφερθείσες κατευθύνσεις δεν έχουν προοπτική πολιτικής πραγμάτωσης αν δεν αποτελούν μέρος και προέκταση του προγράμματος άμεσης διεξόδου. Ενός προγράμματος που όπως έχει αναλυθεί από πολλούς αγωνιστές και χώρους της αριστεράς ξεκινά από την άρνηση των μνημονίων, τη διαγραφή του χρέους και ανοίγει διέξοδο για τη χώρα μέσα από την ανάκτηση της κυριαρχίας στην οικονομική και νομισματική πολιτική με πρώτα βήματα την έξοδο από τον ζουρλομανδία του Ευρώ και την εθνικοποίηση των τραπεζών. Αν και δεν αποτελεί θέμα του παρόντος κειμένου, τονίζεται ότι κατά την άποψη του γράφοντος ο λαός δεν έχει να ελπίζει σε καμία διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης όσο όλος του ο πλούτος (τωρινός ή ιστορικός) πάει στους δανειστές, όσο το δικό του αίμα διατηρεί στη ζωή τα ζόμπι των τραπεζών ή όσο το τι θα παράξει, που και πως, αποφασίζεται από τις πιο διεθνοποιημένες και μονοπωλιακές μερίδες της ευρωζώνης. Δεν υπάρχει παραγωγική ανασυγκρότηση με μνημόνια, με προγράμματα σταθερότητας και εν τέλει δεν μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει στην Ελλάδα με πολιτική σκληρού νομίσματος. Πως γίνεται το νομισματικό μοντέλο που ταιριάζει απόλυτα στη βαριά βιομηχανία της Γερμανίας και το δικό της τραπεζικό σύστημα να ταιριάζει και στα τωρινά δεδομένα της χώρας μας. Αντίθετα, όχι μόνο δεν ταιριάζει αλλά αποτελεί και πλευρά πολιτικού ελέγχου της χώρας μας, αποτελεί μέσο υποδαύλισης της επιθυμίας και των αναγκών του λαού. Εξάλλου όπως μας λένε, για το Ευρώ τα ξεπουλάνε όλα… Άραγε δεν ήρθε η ώρα να πούμε ένα μεγάλο «Φτάνει πια» και να αλλάξουμε ρότα;  

 

Ο Λαός στο προσκήνιο

 

Όλα τα παραπάνω θα παραμείνουν λόγια σε χαρτιά, ευχολόγια ή στην καλύτερη ενδιαφέρουσες συζητήσεις αν ο λαός δεν συμμετέχει ενεργά, αν δεν πάρει εν τέλει πάνω του την προσπάθεια. Η πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν πατά πάνω σε ένα συλλογικό όραμα κοινωνικής προκοπής για την πλειοψηφία, αν δεν συνδυάζεται με ένα συλλογικό όραμα βελτίωσης της θέσης της κοινωνίας, με ένα όραμα εκδημοκρατισμού στη βάση, την καθημερινότητα, τους χώρους δουλειάς. Πρέπει ο κάθε ένας από εμάς και όλοι μαζί συλλογικά να βλέπει ότι αυτό το πρόγραμμα βελτιώνει την θέση μας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Μια τέτοια ηγεμονία του ιδεολογικού νήματος της αριστεράς για κοινωνική προκοπή κόντρα στην λογική της ατομικής εξέλιξης (που σήμερα εξάλλου δεν έχει καμία δόση αλήθειας) μπορεί να εκτινάξει την παραγωγική δυναμική των λαικών μαζών. Να δουλέψουμε σκληρά, καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση αλλά να δουλέψουμε για μας, τους παλιότερους και τους νεότερους από εμάς, να δουλέψουμε και να παλέψουμε για τον τόπο μας και το μέλλον του. Εξάλλου όπως έλεγε ο Άρης στον λόγο του στη Λαμία είναι ο λαός που είναι ο πραγματικός πατριώτης, διότι αυτός έχει πατρίδα, αυτός έχει ανάγκη να μπορεί να ζήσει σε αυτήν και όχι τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που μεταφέρουν τις επενδύσεις τους όπου μπορούν αυτές να γίνουν πιο προσοδοφόρες. Και όπως τραγουδούσαν οι νέοι στην αντίσταση…

 

"Δουλειά χαρά και μόρφωση

να το ιδανικό μας!

και θέλουμε στον τόπο μας,

Ελλάδα μας,

αφέντη το λαό μας!"

 

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙ-ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΟ ΝΤΕΡΜΠΑΝ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ

Η άνοδος του υπο-ιμπεριαλισμού

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙ-ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΟ ΝΤΕΡΜΠΑΝ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ

 

Του Πάτρικ Μποντ* (Μεταφέρει από την «Εποχή» το Καπυμπάρα)

 

 

Η ηγεσία των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Νότια Αφρική) θα προσέλθουν στο Ντέρμπαν, σε τέσσερις μήνες (στις 26-27 Μαρτίου), στο Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο, τη μεγαλύτερη αίθουσα συνεδριάσεων της Αφρικής. Με δεδομένη την έως σήμερα δραστηριότητά τους, είναι λογικό να αναμένουμε μια ακόμα σύνοδο του 1%, που θα προκαλέσει κοινωνικο-οικονομικό και οικολογικό χάος. Αυτό σημαίνει πως έχει φτάσει η ώρα για την πρώτη Αντι-σύνοδο των BRICS που θα ασκήσει συνολική κριτική στον «υπο-ιμπεριαλιστικό» αυτό σχηματισμό κρατών και θα προσφέρει εναλλακτικές πολιτικές.

Στο συ­νε­δρια­κό αυ­τό κέ­ντρο του Ντέρ­μπαν εί­χα­με με­ρι­κές ά­σχη­μες ε­μπει­ρίες:

– Το 2001, πα­ρά την α­παί­τη­ση 10.000 δια­δη­λω­τών, η διά­σκε­ψη του Ο­ΗΕ για το ρα­τσι­σμό αρ­νή­θη­κε να καταπιαστεί με ε­πα­νορ­θώ­σεις για τη σκλα­βιά, την α­ποι­κιο­κρα­τία ή το ρα­τσι­σμό του Ισραήλ ε­νά­ντια στους Παλαιστίνιους (πρό­σφα­τη συ­νέ­πεια ό­τι η ε­θνο­κά­θαρ­ση που ε­πι­χει­ρεί το Τελ Αβίβ στη Γά­ζα μέ­νει α­τι­μώ­ρη­τη).

– Το 2002, η Αφρι­κα­νι­κή Ένω­ση έ­κα­νε κα­κή αρ­χή, ε­ξαι­τίας της προ­σάρ­τη­σής της στη Νέα Συ­νερ­γα­σία για την Ανάπτυ­ξη στην Αφρι­κή που προω­θού­ταν α­πό την Πρε­τό­ρια.
 
– Το 2003, η Αφρι­κα­νι­κή Πε­ρι­φε­ρεια­κή Συ­νά­ντη­ση του Πα­γκό­σμιου Οι­κο­νο­μι­κού Φό­ρουμ πρόσ­δε­σε τις αφρικανι­κές κυ­βερ­νή­σεις στα συμ­φέ­ρο­ντα πο­λυε­θνι­κών ε­πι­χει­ρή­σεων, πα­ρά τις δια­μαρ­τυ­ρίες.
 
– Το 2011, η Ουά­σι­γκτον σα­μπό­τα­ρε τη Διά­σκε­ψη για το Κλί­μα, γνω­στή ως η Συ­νά­ντη­ση των Ρυ­πα­ντών, με την άρνηση να πε­ριο­ρί­σει τους αέ­ριους ρύ­πους και την α­πό­πει­ρα να α­να­βιώ­σει τη μη-λύ­ση που ο­νο­μά­ζε­ται ε­μπό­ριο εκπομπών άν­θρα­κα ή αλ­λιώς ι­διω­τι­κο­ποίη­ση του αέ­ρα.
 
Η συμ­φω­νία του Ντέρ­μπαν συ­νέ­θλι­ψε την ι­κα­νό­τη­τα των φτω­χών χω­ρών να α­μυν­θούν ε­νά­ντια στην κλι­μα­τι­κή καταστρο­φή. Με προ­ε­δρεύο­ντα τον υ­πουρ­γό Εξω­τε­ρι­κών της Νό­τιας Αφρι­κής Μαϊτέ Νκοά­να Μα­σα­μπά­νε, η Διάσκεψη επιβε­βαίω­σε ό­τι οι θά­να­τοι που θα ση­μειω­θούν αυ­τόν τον αιώ­να, και ε­μπλέ­κο­νται με την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή, αναμένεται να εί­ναι πά­νω α­πό 180 ε­κατ. στην Αφρι­κή. Ήδη, 400.000 άν­θρω­ποι πε­θαί­νουν κά­θε χρό­νο α­πό καταστροφές που σχε­τί­ζο­νται με την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή, σε το­μείς ό­πως η γεωρ­γία, η δη­μό­σια υ­γεία και σε τε­ρά­στιων διαστάσεων φαινόμενα, ό­πως ο τυ­φώ­νας Σά­ντι τον πε­ρα­σμέ­νο μή­να.

Ο εκ­φυ­λι­σμός της πα­γκό­σμιας δια­κυ­βέρ­νη­σης εί­ναι ε­πό­με­νο, ό­ταν η Ουά­σι­γκτον ε­νώ­νε­ται με τα BRICS, ό­πως διαφάνη­κε για πρώ­τη φο­ρά πριν τρία χρό­νια στη Συν­θή­κη της Κο­πεγ­χά­γης για το Κλί­μα. Σε ε­κεί­νη τη Διά­σκε­ψη, οι πρό­ε­δροι της Βρα­ζι­λίας, Λού­λα ντα Σίλ­βα, της Κί­νας, Γουέν Τζιαν­μπάο, της Ινδίας, Μαν­μο­χάν Σιν­γκ συ­νέ­δρα­μαν τον Μπά­ρακ Ομπά­μα να α­κυ­ρώ­σει τις α­να­γκα­στι­κές μειώ­σεις στις εκ­πο­μπές α­ε­ρίων που προέ­βλε­πε το Πρω­τό­κολ­λο του Κιό­το, «εξα­σφα­λί­ζο­ντας» έ­τσι την υ­περ­θέρ­μαν­ση του πλα­νή­τη κα­τά 4 βαθ­μούς Κελ­σίου μέ­χρι το 2100.

Οι δια­πραγ­μα­τευ­τές α­ντι­προ­σω­πεύουν εμ­φα­νώς τις βιο­μη­χα­νίες εκ­με­τάλ­λευ­σης ο­ρυ­κτών καυ­σί­μων. Ανά­λο­γοι στενοί δε­σμοί, με­τα­ξύ των πο­λι­τι­κών της Πρε­τό­ρια, των ε­ξο­ρυ­κτι­κών ε­ται­ρειών με έ­δρα το Λον­δί­νο, με­γι­στά­νων εκ του Γιο­χά­νε­σμπουρ­γκ και ε­λεγ­χό­με­νων συν­δι­κά­των, έ­χουν α­πο­κα­λυ­φθεί έ­κτο­τε στη Μα­ρι­κά­να της Νό­τιας Αφρι­κής.
Η Έκθε­ση Πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής Επί­δο­σης των Πα­νε­πι­στη­μίων Γέιλ και Κο­λού­μπια για το 2012, έ­δει­ξε ό­τι, πέ­ρα α­πό τη Βρα­ζι­λία, οι υ­πό­λοι­πες χώ­ρες των BRICS κα­τα­στρέ­φουν οι­κο­λο­γι­κά την εν­δο­χώ­ρα τους -και τον πλα­νή­τη- με τον πλέον τα­χύ­τε­ρο ρυθ­μό σε σχέ­ση με κά­θε άλ­λη ο­μα­δο­ποίη­ση κρα­τών, με τη Ρω­σία και τη Νό­τια Αφρι­κή να βρί­σκο­νται στις τε­λευ­ταίες θέ­σεις της κα­τά­τα­ξης.

Υπαρ­χη­γοί και υ­πο­χεί­ρια

Χρειά­ζε­ται, λοι­πόν, να α­να­ρω­τη­θού­με: Εί­ναι τα BRICS α­ντι-ι­μπε­ρια­λι­στι­κά ή υ­πο-ι­μπε­ρια­λι­στι­κά, ό­ταν ε­κτε­λούν χρέη υ­παρ­χη­γού στις πο­λυε­θνι­κές ε­ται­ρείες και, πα­ράλ­λη­λα, δια­τη­ρούν υ­πό έ­λεγ­χο τους ορ­γι­σμέ­νους λα­ούς τους και τις εν­δο­χώ­ρες τους; Το οι­κο-κα­τα­στρο­φι­κό, κα­τα­να­λω­το-κε­ντρι­κό, υ­πε­ρ-χρη­μα­τι­στι­κο­ποιη­μέ­νο, μο­ντέ­λο υ­πο­α­νά­πτυ­ξης των BRICS ται­ριά­ζει γά­ντι στα κέρ­δη των ε­ται­ρειών, αλ­λά πα­ρά­γει κρί­σεις για το 99% των αν­θρώ­πων και για τον πλανή­τη.Συ­νε πώς, ο ό­ρος «υ­πο-ι­μπε­ρια­λι­σμός» εί­ναι δε­λε­α­στι­κός. Όπως ο μαρ­ξι­στής οι­κο­νο­μο­λό­γος Ράι Μά­ου­ρο Μα­ρί­νι υ­πο­στή­ρι­ξε για την πα­τρί­δα του τη Βρα­ζι­λία, ό­ταν ει­σή­γα­γε τον ό­ρο τη δε­κα­ε­τία του ‘70, πρό­κει­ται «για την κα­λύ­τε­ρη πρό­σφα­τη α­πό­δει­ξη υ­πο-ι­μπε­ρια­λι­σμού» για τους ε­ξής λό­γους:

– Η ε­πε­κτα­τι­κή πο­λι­τι­κή της Βρα­ζι­λίας έ­να­ντι της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής και της Αφρι­κής α­ντι­στοι­χεί, πέ­ρα α­πό την α­να­ζή­τη­ση νέων α­γο­ρών, στην προ­σπά­θεια α­πό­κτη­σης ε­λέγ­χου πά­νω σε πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κές πη­γές και πρώτες ύ­λες, ό­πως το φυ­σι­κό αέ­ριο στη Βο­λι­βία, το πε­τρέ­λαιο στο Εκουα­δό­ρ, το υ­δρο­η­λεκ­τρι­κό δυ­να­μι­κό της Πα­ρα­γουά­ης, και στην α­πο­τρο­πή πι­θα­νών α­ντα­γω­νι­στών πρό­σβα­σης σε αυ­τές τις πη­γές, ό­πως η Αργε­ντι­νή.

– Η ε­ξα­γω­γή βρα­ζι­λιά­νι­κου κε­φα­λαίου, μέ­σω του κρά­τους ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση της Petrobras, ξε­χω­ρί­ζει ως παρά­δειγ­μα για το τι εί­ναι ι­κα­νή να κά­νει μια α­νε­ξάρ­τη­τη χώ­ρα ό­πως η Βρα­ζι­λία.

– Θα ή­ταν κα­λό να κρα­τά­με στα υ­πό­ψη την ε­πι­τα­χυ­νό­με­νη ε­ξά­πλω­ση των μο­νο­πω­λίων, που συ­νέ­βη στη Βρα­ζι­λία τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ό­πως και την υ­περ­με­γέ­θη αύ­ξη­ση του δη­μο­σιο­νο­μι­κού κε­φα­λαίου, κυ­ρίως α­πό το 1968 και με­τά.

Επι­πλέ­ον των πα­ρα­πά­νω λό­γων, υ­πάρ­χουν δύο α­κό­μη που ε­πι­βε­βαιώ­νουν τον υ­πο-ι­μπε­ρια­λι­σμό των εν λό­γω χωρών. Ο πρώ­τος εί­ναι η ε­ξα­σφά­λι­ση της γεω­πο­λι­τι­κής στα­θε­ρό­τη­τας. Για πα­ρά­δειγ­μα η Βρα­ζι­λία δεν α­πο­δε­χό­ταν την ε­μπλο­κή στρα­τού στη Αϊτή και τις συμ­φω­νίες της Πρε­τό­ριας για το Νό­τιο Σου­δάν, ό­που ε­ξο­πλι­στι­κές συμ­φω­νίες ύ­ψους 5 δισ. χρη­σι­μο­ποιή­θη­καν ως στρα­τιω­τι­κή δι­κλεί­δα α­σφα­λείας. Ο δεύ­τε­ρος εί­ναι η προώ­θη­ση της ατ­ζέ­ντας του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, ώ­στε να νο­μι­μο­ποιη­θεί η αυ­ξα­νό­με­νη πρό­σβα­ση των α­γο­ρών, τυ­πι­κή πε­ρί­πτω­ση για το ο­ποίο απο­τε­λεί η Νέα Συ­νερ­γα­σία για την Ανά­πτυ­ξη στην Αφρι­κή, η α­πό­πει­ρα της Ινδίας για α­να­βίω­ση του Πα­γκό­σμιου Οργα­νι­σμού Εμπο­ρίου και η κω­λυ­σιερ­γία της Βρα­ζι­λίας στο εγ­χεί­ρη­μα για την Τρά­πε­ζα του Νό­του.

Ορί­ζο­ντας το σύγ­χρο­νο ι­μπε­ρια­λι­σμό

Όπως ε­πε­σή­μα­νε και ο πο­λι­τι­κός οι­κο­νο­μο­λό­γος Ερίκ Του­σέν, κα­τά τη διάρ­κεια του Πα­γκό­σμιου Κοι­νω­νι­κού Φό­ρουμ στο Πόρ­το Αλέ­γκρε, το 2009 «ο ο­ρι­σμός ή ό­χι της Βρα­ζι­λίας ως πε­ρι­φε­ρεια­κή ι­μπε­ρια­λι­στι­κή δύ­να­μη δεν ε­ξαρ­τά­ται από το ποιο κόμ­μα εί­ναι στην ε­ξου­σία. Ο ό­ρος πα­γκό­σμιος ι­μπε­ρια­λι­σμός μπο­ρεί να μοιά­ζει υ­περ­βο­λι­κός, διό­τι συνδέε­ται με ε­πι­θε­τι­κή ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή, αλ­λά αυ­τή η σύν­δε­ση α­φο­ρά μια στε­νή α­ντί­λη­ψη του ι­μπε­ρια­λι­σμού». Ένα πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­ρύ πλαί­σιο για τον ο­ρι­σμό του σύγ­χρο­νου ι­μπε­ρια­λι­σμού εί­ναι, σύμ­φω­να με τους α­κα­δη­μαϊκούς του α­γρο­τι­κού το­μέα Πά­ρη Γε­ρό και Σαμ Μό­γιο, το σύ­στη­μα που «βα­σί­ζε­ται στην υ­πε­ρεκμετάλ­λευ­ση του εγ­χώ­ριου εργα­τι­κού δυ­να­μι­κού. Εί­ναι ε­πό­με­νο, λοι­πόν, ό­τι, κα­θώς με­γε­θύ­νε­ται το σύ­στη­μα αυ­τό, θα α­παι­τεί α­γο­ρές ε­ξα­γω­γών για την ε­πί­λυ­ση της κρί­σης των συσ­σω­ρευ­μέ­νων κερ­δών της». Αυ­τή η α­ντί­λη­ψη, που προέρ­χε­ται α­πό τη σκέ­ψη της Ρό­ζας Λού­ξε­μπουρ­γκ, έ­ναν αιώ­να πριν, ε­στιά­ζει στο πώς οι ε­ξω-οι­κο­νο­μι­κές πιεστι­κές δυ­να­τό­τη­τες του κα­πι­τα­λι­σμού λε­η­λα­τούν δί­κτυα αλ­λη­λο­βοή­θειας, κοι­νά αγαθά και υ­πη­ρε­σίες, τη γη, τη φύ­ση, το συρ­ρι­κνού­με­νο κρά­τος. Έχει επίσης α­να­φερ­θεί ως «συσ­σώ­ρευ­ση μέ­σω της α­φαί­ρε­σης» α­πό το μαρ­ξι­στή γεω­γρά­φο Ντέι­βι­ντ Χάρ­βεϊ και πε­ρι­γρα­φεί α­πό τη Να­ο­μί Κλάιν στο «Δόγ­μα του σοκ».

Χε­ρι – χέ­ρι με τις και­νούρ­γιες αυ­τές λε­η­λα­σίες έρ­χο­νται και συ­μπτώ­μα­τα ε­σω­τε­ρι­κής κρί­σης και κοι­νω­νι­κοοι­κο­νο­μικής πίε­σης, που ή­δη πα­ρα­τη­ρού­νται στις χώ­ρες BRICS, ό­πως έ­ντο­νες α­νι­σό­τη­τες, φτώ­χεια, α­νερ­γία, α­σθέ­νειες, βία (ιδιαίτε­ρα εις βά­ρος των γυ­ναι­κών), α­νε­παρ­κής παι­δεία, α­πα­γο­ρεύ­σεις στο συν­δι­κα­λι­στι­κό χώ­ρο κ.ά.'

Οι αυ­ξα­νό­με­νες α­νι­σό­τη­τες στα BRICS -πέ­ραν της Βρα­ζι­λίας ό­που η αύ­ξη­ση του κατώ­τα­του μι­σθού έ­ρι­ξε το συντελεστή Gini λί­γο κά­τω α­πό το ση­μείο που βρί­σκε­ται στη Νό­τια Αφρι­κή- συ­νο­δεύε­ται α­πό ε­πι­δει­νού­με­νες κοινωνικές ε­ντά­σεις, οι ο­ποίες κα­τα­στέλ­λο­νται με ο­λοέ­να και με­γα­λύ­τε­ρες πα­ρα­βιά­σεις πο­λι­τι­κών και κοι­νω­νι­κών δικαιω­μά­των, ό­πως στρα­τιω­τι­κο­ποίη­ση και ε­μπό­ριο ό­πλων, ε­ξου­δε­τέ­ρω­ση των ΜΜΕ, ε­ξά­πλω­ση της πα­τριαρ­χίας και της ο­μο­φο­βίας, φυ­λά­κι­ση και βα­σα­νι­σμό διαδη­λω­τών, α­κό­μα και σφα­γές. Όπως στο Ντέρ­μπαν, ό­που μια μο­νά­δα κρού­σης της αστυ­νο­μίας έ­χει σκο­τώ­σει πά­νω α­πό 50 αν­θρώ­πους, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, και, α­κό­μη και με­τά την αποκάλυ­ψή της α­πό τα το­πι­κά ΜΜΕ και την προ­σπά­θεια να φτά­σει το ζή­τη­μα στη Δι­καιο­σύ­νη, πα­ρα­μέ­νει α­τι­μώ­ρη­τη.

Η σύν­δε­ση των κι­νη­μά­των

Οι μορ­φές του υ­πο-ι­μπε­ρια­λι­σμού στο πλαί­σιο των BRICS εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κές, α­φού, ό­πως πα­ρα­τη­ρούν οι Π. Γέ­ρος και Σ. Μό­γιο, «κά­ποιες εκ­πο­ρεύο­νται α­πό ι­διω­τι­κά κεφά­λαια με ι­σχυ­ρή κρα­τι­κή στή­ρι­ξη (Βρα­ζι­λία, Ινδία), ο­ρι­σμέ­νες (Κίνα) περιλαμβάνουν την ά­με­ση συμ­με­το­χή κρα­τι­κών ε­πι­χει­ρή­σεων, ε­νώ σε άλ­λες περιπτώσεις (Νό­τια Αφρι­κή), εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να α­να­φερ­θείς σε μια αυ­τό­νο­μη εγχώ­ρια α­στι­κή τάξη, δε­δο­μέ­νου της έ­ντο­νης α­πο­ε­θνι­κο­ποίη­σης της οι­κο­νο­μίας τη με­τα-α­παρτ­χάι­ντ πε­ρίο­δο. Επί­σης, ο βαθ­μός συμ­με­το­χής στα δυ­τι­κά στρα­τιω­τι­κά σχέ­δια δια­φέ­ρει στην πε­ρί­πτω­ση της κά­θε χώ­ρας, ω­στό­σο εμ­φα­νί­ζε­ται ε­νός εί­δους «σχι­ζο­φρέ­νεια«, τυ­πι­κή στον υ­πο-ι­μπε­ρια­λι­σμό». Τα απο­τε­λέ­σμα­τα θα γί­νο­νται ολοένα και ευ­κο­λό­τε­ρο να πα­ρα­τη­ρη­θούν, ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο οι η­γέ­τες των BRICS προωθούν την οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη του ΔΝΤ, που εί­ναι έ­να βή­μα πριν τη λι­τό­τη­τα, και λει­τουρ­γούν ως καταλύτες για έ­να νέο γύ­ρο ε­πί­θε­σης α­πό τον Πα­γκό­σμιο Οργανι­σμό Εμπο­ρίου. Απώ­τε­ρο στό­χο α­πο­τε­λεί η «ε­πα­να­δό­μη­ση των BRICS α­πό τα κά­τω». Μια ευ­και­ρία για να συν­δε­θούν τα ζη­τή­μα­τα που α­να­δει­κνύο­νται αλ­λά και τα ε­πι­μέ­ρους κινήματα, ώ­στε να εν­δυ­να­μω­θεί έ­να ε­νω­μέ­νο α­ντι-υ­ποϊμπε­ρια­λι­στι­κό κίνημα που συ­να­ντά την κρι­τι­κή ε­νά­ντια στον πα­γκό­σμιο κα­πι­τα­λι­σμό, βρί­σκε­ται στην Αντι-σύ­νο­δο που θα πραγ­μα­το­ποιη­θεί στο Ντέρ­μπαν, τον επόμενο Μάρ­τιο.

* Το πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο εί­ναι μέ­ρος ε­νός με­γα­λύ­τε­ρου κει­μέ­νου του Πά­τρικ Μπο­ντ που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο «Counterpunch». O Πά­τρικ Μπο­ντ εί­ναι διευ­θυ­ντής του Κέ­ντρου για την Κοι­νω­νία των Πο­λι­τών του Πα­νε­πι­στη­μίου του ΚουαΖού­λου – Να­τά­λ, που εί­ναι το ίδρυ­μα – οι­κο­δε­σπό­της της Αντι-συ­νό­δου της Διά­σκε­ψης για την Κλι­μα­τι­κή Αλλα­γή.

ΠΗΓΗ: Posted on 4 Δεκεμβρίου, 2012, http://parallhlografos.wordpress.com/2012/12/04/…8D/

Να ξεκινήσουμε Κοινωνικό Ανένδοτο διαρκείας!

Να ξεκινήσουμε Κοινωνικό Ανένδοτο διαρκείας!

 

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

 

Η κρίση που απειλούσε να διαρρήξει την ευρωζώνη μοιάζει να εκτονώθηκε. Η κυβέρνηση Σαμαρά και λοιπών μνημονιακών δυνάμεων πέρασε, έστω και δύσκολα, τα μέτρα και πάει να σταθεροποιηθεί. Οι "επικίνδυνες" κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις πάλι σήκωσαν κεφάλι και πάλι ηττήθηκαν. Η βαθειά Ελλάδα υψώνει λευκή σημαία, παραδομένη στη μάχη της επιβίωσης μπροστά στον πιο βαρύ χειμώνα από την κατοχή και τον εμφύλιο. Έτσι σκέφτοναι οι πιο ανόητοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, που πιστεύουν μόνο ό,τι θέλουν να πιστέψουν και οι πιο ασταθείς εκπρόσωποι των κυριαρχούμενων, που ταλαντεύονται διαρκώς ανάμεσα στην ανυπομονησία και την απελπισία.

Πλανώνται πλάνην μεγάλην! Η κρίση της ευρωζώνης όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε, αλλά είναι καθαρά θέμα χρόνου πότε θα εκδηλωθεί με πιο βίαιο τρόπο. Ήδη, από την περασμένη εβδομάδα το σύνολο της ευρωζώνης βυθίστηκε στη δεύτερη ύφεση, ποιοτικά χειρότερη από εκείνη του 2008. Πρώτον, γιατί τότε ήταν κυρίως "εισαγόμενη" από τη Γουόλ Στριτ, ενώ τώρα είναι ενδογενής. Δεύτερον, γιατί μέχρι χθες εστιαζόταν στην περιφέρεια- Μεσογειακές χώρες, Ιρλανδία, Πορτογαλία- ενώ τώρα αγγίζει το σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η οποία περιγράφεται από το Βερολίνο ως ο Μεγάλος Ασθενής της ευρωζώνης. Και τρίτον, γιατί αυτή τη φορά δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ατμομηχανή, ικανή να ξεκολήσει την παγκόσμια οικονομία από το βάλτο. Η Ιαπωνία πάει ακόμη χειρότερα από την Ευρώπη, η Αμερική βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα σε μια αναιμική ανάπτυξη και σε μια δεύτερη ύφεση- ιδίως αν ο Ομπάμα υποχωρήσει άτακτα στην πίεση που δέχεται ενόψει των σκληρών δημοσιονομικών αποφάσεων που καλείται να λάβει- ενώ η Κίνα και οι λοιπές υπερτιμημένες "αναδυόμενες οικονομίες" των BRICs χωλαίνουν.

Στο εσωτερικό, κάτω από τη λεπτή κρούστα της απογοήτευσης, συσσωρεύονται τεράστια αποθέματα λαϊκού μίσους, σαν μάγμα που όσο περισσότερο συμπιέζεται, τόσο πιο τρομερή προοιωνίζεται την αναπόφευκτη έκρηξη. Κι αυτό, ενώ ακόμη ο πολύς κόσμος δεν έχει ακόμη νοιώσει στο πετσί του τι εστί Μνημόνιο ΙΙΙ. Ακόμη δεν έχουν έρθει οι κουτσουρεμένες συντάξεις, ακόμη δεν έχουμε πληρώσει το πετρέλαιο- φωτιά, ακόμη δεν έχουν αρχίσει για τα καλά οι απολύσεις στο Δημόσιο- αλλά όλα αυτά θα γίνουν μέσα στις αμέσως προσεχείς εβδομάδες ή μήνες, πυρακτώνοντας την ήδη ηλεκτρισμένη κοινωνική ατμόσφαιρα.

 


Η Ελλάδα νεοαποικία χρέους

 

Στο μεταξύ, η ελληνική ολιγαρχία κυριεύεται από το φόβο του τερματοφύλακα πριν απ΄ τα πέναλτι. Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι πάνω στο χαρτί όπου τυπώθηκε το Μνημόνιο ΙΙΙ κι έρχονται οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που επέβαλε στα ασπόνδυλα της τρικομματικής κυβέρνησης το σιδερένιο χέρι της τρόικα, ως όρο για την εκταμίευση των δανειακών δόσεων. Είναι ζήτημα αν υπάρχει Μπανανία της Λατινικής Αμερικής που να έχει υπογράψει τόσο εξευτελιστικούς όρους: Η παραμικρή δαπάνη από τον ειδικό λογαριασμό του χρέους θα απαιτεί τρεις υπογραφές: του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, του εκπροσώπου της ΕΚΤ και εκείνου του EFSF, θέτοντας και τυπικά τη χώρα μας σε καθεστώς νεοαποικίας χρέους.

Παράλληλα, το μάνατζμεντ των ελληνικών τραπεζών θα περάσει, με τους προβλεπόμενους όρους ανακεφαλαιοποίησής τους, κυρίως στους Γερμανούς και δευτερευόντως στους ελλάσσονες, πλεονασματικούς εταίρους τους (Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία κ.α.). Κατ΄ αυτό τον τρόπο, το ξένο κεφάλαιο θα καταλάβει αναίμακτα τα στρατηγικά υψώματα της ελληνικής οικονομίας. Την επόμενη ημέρα, οι υπό ξένο έλεγχο διοικήσεις των τραπεζών θα αρχίσουν να εκβιάσουν στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις του παραγωγικού τομέα, εκδοτικούς ομίλους και άλλες εταιρείες που έχουν μεγάλα χρέη, να δεχθούν επιθετικές εξαγορές ή συγχωνεύσεις, επί ποινή εξώθησής τους στη χρεοκοπία. Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, κατ΄ εξοχήν υπέρμαχους των μνημονίων, να "επαναστατούν" ξαφνικά εναντίον της Μέρκελ και της "νέας αποικιοκρατίας", λες και είδαν το φως το αληθινό στο δικό τους δρόμο προς τη Δαμασκό.


Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα…

 

Τελευταία Μεγάλη Ιδέα της ελληνικής αστικής τάξης, ο ευρωπαϊσμός εξέφραζε τη φιλοδοξία της να αναρριχηθεί στην πρώτη ταχύτητα του δυτικού κόσμου. Η παλιά Ψωροκώσταινα φαντασιωνόταν ότι θα γίνει κάτι σαν Βέλγιο ή Αυστρία του μεσογειακού Νότου. Αλλοίμονο, η κτηνωδώς ιμπεριαλιστική Ευρώπη της Μέρκελ και του Σόιμπλε δεν μπορεί να ξεφύγει από την ανισόμετρη ανάπτυξη και τη δομική πόλωση, όπως η χελώνα δεν μπορεί να ξεφύγει από το καβούκι της. Στη μνημονιακή κοιλάδα των δακρύων, η Ελλάδα κατρακυλάει ταχύτατα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, για να γίνει εξίσου "ισότιμος" εταίρος των ισχυρών στην Ε.Ε. όσο "ισότιμος εταίρος" της Αμερικής είναι το Μεξικό στο πλαίσιο της NAFTA.

Με τους όρους μιας δογματικά οικονομίστικης ανάλυσης, αυτή η ζοφερή πραγματικότητα θα ήταν θεωρητικά δυνατό να τροφοδοτεί "ριζοσπαστικές" τάσεις σε ένα μέρος της αστικής τάξης, τουλάχιστον σε αυτό που συνδέεται περισσότερο με την εσωτερική αγορά. Κάτι τέτοιο υπονόησε η Αλέκα Παπαρήγα με την πολύκροτη τοποθέτησή της στη Βουλή, όπου διαπίστωσε εσωτερικό διχασμό της αστικής τάξης σε "κόμμα του ευρώ" και "κόμμα της δραχμής", με βασικό πολιτικό εκπρόσωπο του τελευταίου τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρόκειται – για να το θέσουμε όσο πιο ευγενικά γίνεται – για εσφαλμένη εκτίμηση, η οποία υπερτονίζει τον οικονομικό παράγοντα και υποτιμά τον πολιτικό. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε "εθνική αστική τάξη" ούτε στις εποχές της ταχείας εκβιομηχάνισης και της μετεμφυλιακής συντριβής της Αριστεράς. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα, στην εποχή της αποβιομηχάνισης, όπου κυριαρχούν τα πιο αντιδραστικά, τα πιο διαπλεκόμενα με τον ξένο παράγοντα τμήματα του κεφαλαίου (τράπεζες, εφοπλιστές, κατασκευές). Κυρίως δεν μπορεί να υπάρξει γιατί η ελληνική αστική τάξη τρέμει τον λαϊκό παράγοντα πολύ περισσότερο από όσο φοβάται την υποβάθμισή της σε ρόλο υπεργολάβου του ξένου κεφαλαίου.

Ακόμη κι αν κάποιες στιγμές δελεάζεται να "παίξει" προσωρινά με το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά για να έχει κάποια διαπραγματευτικά ατού με τους ξένους, την επόμενη στιγμή σκέφτεται ότι, όπως θάλεγε ο Μάο, το πιο δύσκολο δεν είναι να καβαλήσεις την τίγρη, αλλά να κατέβεις από τη ράχη της και να μείνεις ζωντανός. Γιαυτό και οι κονδυλοφόροι που εξεγείρονται το πρωί με τη Μέρκελ, κατακεραυνώνουν το βράδυ τους εργάτες που αποδοκιμάζουν τον Φούχτελ και τους δασκάλους που απάγονται γκανγκστερικά από τους ασφαλίτες. Μπροστά στη μείζονα απειλή του "εσωτερικού εχθρού", καταπίνουν γογγύζοντας κάθε ταπείνωση από τους "συμμάχους"¨τους- δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, σαν να προσμένουν κάποιο θάμα…


Η σημαία της δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας είναι κόκκινη!

 

Ο συνδυασμός οικονομικής διάλυσης, κοινωνικής πόλωσης και εθνικής ταπείνωσης δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, μια "κρίση ηγεμονίας" του κυρίαρχου μπλοκ. Τα δύο προηγούμενα μνημόνια έφαγαν τις κυβερνήσεις τους και το τρίτο δεν προοιωνίζεται τίποτα διαφορετικό. Φυσικά, το σύστημα διαθέτει ακόμη κάποιες εφεδρείες-η απλή αναλογική θα ήταν ενδεχομένως μία από αυτές, αν και θα σήμαινε ότι ο Σαμαράς αναγνωρίζει πως η Αριστερά θα είναι πρώτη δύναμη στις επόμενες εκλογές, γεγονός που θα μπορούσε να επιταχύνει την αποδόμηση του αστικού μπλοκ- και ελπίζει να δημιουργήσει εν θερμώ κάποιες άλλες, όπως ένα νέο κεντρώο κόμμα.

Το πιθανότερο είναι, όμως, ότι όλα τα σενάρια "ομαλών" λύσεων θα αποτύχουν αν δεν γίνει κάποιο "θαύμα"- εκτόνωση της παγκόσμιας κρίσης, ανατροπές στην ευρωζώνη- που δεν φαίνονται στον ορίζοντα, ούτε εξαρτώνται στο ελάχιστο από τη δική μας ολιγαρχία. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κυρίαρχα οικονομικά και πολιτικά κέντρα δελεάζονται ολοένα και περισσότερο από σενάρια κάποιου είδους απολυταρχικής εκτροπής. Δεν μιλάμε, βέβαια, για παραδοσιακό φασισμό ή χούντα, αλλά για μια "κυριαρχία χωρίς ηγεμονία", για την προσφυγή σε ένα είδος "απολυταρχικού κράτους εκτάκτου ανάγκης" μέσα από ένα γύρο ακραίων κοινωνικών φαινομένων και πολιτικής προβοκάτσιας. Όσα ζήσαμε το τελευταίο διάστημα στις γενικές απεργίες, στο γιορτασμό του Πολυτεχνείου, στη Θεσσαλονίκη με τις συλλήψεις συνδικαλιστών, αλλά και όσα προοιωνίζεται η ευρεία υιοθέτηση της υπεραντιδραστικής θεωρίας των "δύο άκρων" αποτελούν προανάκρουσμα πολύ επικίνδυνων τάσεων.

Όλα αυτά διαμορφώνουν συνθήκες γενικευμένης "εθνικής κρίσης" στον ελληνικό, κοινωνικό σχηματισμό. Ευρύτατα λαϊκά- δημοκρατικά αιτήματα, όπως η αντιμετώπιση της οικονομικής καταστροφής, η αποτροπή της κοινωνικής διάλυσης, η προστασία της δημοκρατίας και η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, αποκτούν σ΄αυτή τη συγκυρία εκρηκτικά ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Γιατί, αν και θεωρητικά θα μπορούσαν να αφομοιωθούν από το σύστημα, είναι αδύνατο να υιοθετηθούν και πολύ περισσότερο να γίνουν αντικείμενο μαχητικής διεκδίκησης από την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της. Στη σημερινή συγκυρία, η σημαία της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας είναι κόκκινη! Όπως, τηρουμένων των αναλογιών, και στην ΕΑΜική εποποιία, η ελληνική εργατική τάξη και τα κόμματά της είναι οι μόνοι δραστήριοι παράγοντες που μπορούν να σηκώσουν στους ώμους τους το μεγάλο ιστορικό φορτίο της λαϊκής σωτηρίας και της εθνικής αναγέννησης, απέναντι σε μια παρηκμασμένη, σε μεγάλο βαθμό παρασιτική και ξεκάθαρα αντιδραστική αστική τάξη, που είναι καταδικασμένη να προδίδει ακόμη και το δικό της, φιλελεύθερο παρελθόν.


Ο αδύνατος κρίκος

 

Αν αυτή η γραμμή ανάλυσης περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας, τότε η ελληνική Αριστερά θα πρέπει να προετοιμάζεται όχι για έναν εκλογικό περίπατο, αλλά για μια αποφασιστική σύγκρουση ζωής ή θανάτου. Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον αυτό που επικρατεί επικοινωνιακά ως συνισταμένη της, δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος των διακυβευμάτων και πολύ περισσότερο να προετοιμάζει τις λαϊκές δυνάμεις για τη σφοδρότητα των αναμετρήσεων που μας περιμένουν. Ειδικά το τελευταίο διάστημα συμπεριφέρεται λες κι έχει στην τσέπη της την κυβέρνηση και, πολύ περισσότερο, την πραγματική εξουσία- χωρίς να προβληματίζεται για το γεγονός ότι στο μαζικό κίνημα μετράει πολύ λιγότερο από το ΚΚΕ ή και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή από το γεγονός ότι στις συνελεύσεις για το νέο κόμμα μαζεύονται βασικά αριστεροί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες από τις δύο διασπάσεις του ενιαίου Συνασπισμού.

Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δέχεται καμμία ουσιαστική πίεση από τα αριστερά, παρά μόνο από τα δεξιά του. Γεγονός για το οποίο δεν φταίνε μόνο τα εκλογικά ποσοστά της υπόλοιπης Αριστεράς, αλλά κατά κύριο λόγο η πολιτική της γραμμή, ή μάλλον η ανυπαρξία πολιτικής γραμμής. Μιλάμε βέβαια κυρίως για το ΚΚΕ, το οποίο αντιμετωπίζει το ΣΥΡΙΖΑ όχι ως ιδεολογικό αντίπαλο, αλλά ως ταξικό εχθρό και μάλιστα ως τον κυριότερο ταξικό εχθρό της περιόδου, αναπαράγοντας τις χειρότερες σεχταριστικές στιγμές του "σοσιαλφασισμού". Μ΄αυτό τον τρόπο χάνει το δίκιο του, όποτε έχει δίκιο (και πολλές φορές έχει) και καταλήγει να πυροβολεί τον ίδιο τον εαυτό του, διευκολύνοντας την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ- ιδίως όταν οι τοποθετήσεις του ευλογούνται από τα πιο αντιδραστικά επιτελεία της αστικής τάξης, όπως την περίοδο του Τζαννετακισμού.

Ακόμη δυστυχέστερα, τη λογική της ηγεσίας του ΚΚΕ φαίνεται να υιοθετούν, φυσικά από άλλες ιδεολογικές αφετηρίες και τμήματα της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Δέσμιοι ενός μηχανιστικού, δογματικού "μαρξισμού", έχουν διαρκώς δεμένο στο ζωνάρι ένα "αριστερόμετρο" παντός καιρού, με το οποίο μετράνε ποιοι στόχοι ή/και μορφές πάλης είναι παντού και πάντα "ρεφορμιστικοί" και ποιοι "επαναστατικοί". Αυτή η λογική δεν έχει τίποτα το κοινό με τη λενινιστική αντίληψη της πολιτικής, που συμπυκνώνεται στην έννοια του αδύνατου κρίκου. Του ζητήματος ή του πλέγματος ζητημάτων σε κάθε συγκυρία, που μπορεί να μην είναι εξ αρχής επαναστατικά- σοσιαλιστικά, αλλά αποτελούν τον αποφασιστικό κόμβο που οδηγεί τελικά, από την ίδια την εσωτερική διαπλοκή των προβλημάτων και της ταξικής πάλης, στον αγώνα για την πραγματική εξουσία, δηλαδή την επανάσταση (βλέπε, για παράδειγμα "Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας", Απρίλης 1918).

Έτσι, επαναστατική πολιτική το 1973-74 δεν ήταν να θέτεις στην ημερήσια διάταξη θέμα σοσιαλισμού και αυτοδιαχείρισης, αλλά να πιαστείς από τον αδύνατο κρίκο στο σύστημα της αστικής κυριαρχίας εκείνη τη στιγμή, δηλαδή τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και της δημοκρατίας και να ενώσεις με τις κατάλληλες μορφές πάλης τις ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις σε μια ρήξη, που αργά ή γρήγορα θα έθετε επί τάπητος την κοινωνική αλλαγή σε όλες τις διαστάσεις της. Ανάλογα σήμερα, επαναστατική πολιτική δεν είναι να ονειρεύεσαι Σοβιέτ ή να ζητάς αύριο το πρωί την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, αλλά να συγκεντρώσεις όλη τη δύναμη πυρός απέναντι στους αδύνατους κρίκους του συστήματος- χρέος, μνημόνια- απ΄ όπου θα ξετυλιχτεί ολόκληρη η αλυσίδα, από την έξοδο από το ευρώ, μέχρι το πρόβλημα της εξουσίας.


Το ενιαίο μέτωπο και το πρόβλημα της κυβέρνησης

 

Πρέπει να είναι πολιτικά τυφλός κανείς για να μην κατανοεί ότι η στάση πληρωμών και η μονομερής ακύρωση των μνημονίων, έστω και από έναν συνασπισμό δυνάμεων υπό ρεφορμιστική ηγεμονία, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε σκληρή σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Στη συνέχεια επιβάλει ριζοσπαστικά μέτρα, στο πλαίσιο μιας οικονομικής πολιτικής εκτάκτου ανάγκης- με πρώτα βήματα την εθνικοποίηση των τραπεζών και τη σχεδόν βέβαιη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα- που θα φέρουν τις λαϊκές δυνάμεις σε μετωπική ρήξη με την ελληνική ολιγαρχία. Μια παρόμοια, ιστορικών διαστάσεων σύγκρουση απαιτεί πολιτική στήριξη και διεύθυνση από ένα ενιαίο μέτωπο των αριστερών, ριζοσπαστικών δυνάμεων, πολύ ευρύτερο από τις πολύτιμες, αλλά περιορισμένες δυνάμεις επαναστατικής και κομμουνιστικής αναφοράς.

Ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει συγχώνευση, ούτε πολιτική ουράς. Ασφαλώς, υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι να μην έχουν οι αγωνιστές της επαναστατικής Αριστεράς εμπιστοσύνη στο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαχωρίζονται από αυτόν σε καίρια ζητήματα στρατηγικής σημασίας, με πρώτο τον δεισιδαιμονικό σεβασμό του στο ευρώ, την Ε.Ε. και την αστική νομιμότητα. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι το σημείο του να θεωρούν το ΣΥΡΙΖΑ τυπικό αστικό κόμμα απέναντι στο οποίο δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν από το να το "αποκαλύψουν", ποντάροντας στην όσο γίνεται πιο γρήγορη χρεοκοπία του, η απόσταση είναι τόσο τεράστια όσο αυτή που χωρίζει μια επαναστατική γραμμή μαζών από μια πολιτική σέχτα.

Η γραμμή του ενιαίου μετώπου δεν είναι νεολογισμός κάποιων "όψιμων συνοδοιπόρων του ΣΥΡΙΖΑ". Είναι η στρατηγική που χάραξε η Τρίτη Διεθνής για τη Δυτική Ευρώπη στο Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο, τα τελευταία που έγιναν ζώντος του Λένιν και υπό την καθοδήγησή του. Στη σχετική έκκλησή της, τον Ιανουάριο του 1922, η Διεθνής υπογράμμιζε, μπροστά στην απειλητική επίθεση της διεθνούς αντίδρασης, μια "κοινή πλατφόρμα με τους σοσιαλδημοκράτες" εκείνης της εποχής για ένα "ελάχιστο πρόγραμμα οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων". Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, η απόφαση του Τετάρτου Συνεδρίου ρίχνει μάλιστα το σύνθημα για μια "κυβέρνηση του ενιαίου μετώπου" ή "εργατική κυβέρνηση", με στήριξη ή και συμμετοχή των κομμουνιστών, ενδεχομένως και υπό την ηγεμονία των ρεφορμιστών, η οποία θα μπορούσε να προκύψει μέσα από το γενικό εκλογικό δικαίωμα, προτού κριθεί με επαναστατικό τρόπο το πρόβλημα της πραγματικής εξουσίας. Στη σχετική απόφαση τονίζεται ότι μια τέτοια κυβέρνηση "δεν θα είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, ούτε καν μια αναγκαία μεταβατική μορφή προς αυτήν. Αποτελεί ωστόσο μια αφετηρία για την κατάκτησή της".

Μήπως η πρόσφατη ιστορική εμπειρία στη Λατινική Αμερική και ιδιαίτερα στη Βενεζουέλα δεν επιβεβαιώνει τη γονιμότητα και την επικαιρότητα αυτής της γραμμής; Ο Ούγκο Τσάβες και οι σύντροφοί του δεν ήταν πεπεισμένοι κομμουνιστές. Βγήκαν από τους κόλπους ενός αστικού στρατού, ο οποίος τους ανέχθηκε προσωρινά για να αποφύγει το χειρότερο- έναν ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, όπου θα μπορούσαν να χαθούν τα πάντα για το σύστημα που ήταν ταγμένος να στηρίζει. Οι κομμουνιστές της Βενεζουέλας, αλλά και της Ελλάδας αν δεν κάνουμε λάθος, στήριξαν τον Τσάβες στη σύγκρουσή του με τον ιμπεριαλισμό, χωρίς να συγχωνεύονται μαζί του και χωρίς να παραιτούνται από την κριτική, την αντιπαράθεση και την αυτονομία δράσης. Ήταν άραγε η αριστερή κυβέρνηση του Τσάβες εμπόδιο στην ανάπτυξη του αριστερού ριζοσπαστισμού, στη Βενεζουέλα και σ΄ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική τα τελευταία 14 χρόνια; Και δεν έδειξε η πολυκύμαντη διαδρομή της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, με τις νίκες και τις ήττες της, τα επιτεύγματα και τους δισταγμούς της, ότι περίοδοι παραλυτικής ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, περίοδοι σκληρού αγώνα για την κατάκτηση της εργατικής ηγεμονίας, μπορεί να κρατήσουν πολύ και να πάρουν τις πιο απρόβλεπτες μορφές στην εποχή μας;


Παρατεταμένη λαϊκή αντεπίθεση

Το μείζον πρόβλημα με την Αριστερά, στη σημερινή συγκυρία, είναι ότι αδυνατεί να παίξει το ρόλο της στη συλλογική οργάνωση και πολιτική διεύθυνση ενός κινήματος μαζών με προοπτική νίκης- ο μεν ΣΥΡΙΖΑ γιατί περιμένει να του πέσει στο πιάτο η κυβέρνηση, σαν ώριμο φρούτο, το δε ΚΚΕ και οι απροσδόκητοι συνοδοιπόροι του γιατί περιμένουν να αποδομηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας ότι θα πέσουν στο δικό τους πιάτο κάποια θραύσματα του αντιπάλου τους. Στο μεταξύ, το λαϊκό κίνημα, αφού δοκίμασε 30 γενικές και πολλαπλάσιες κλαδικές απεργίες, Αγανακτισμένους, πορείες και εκλογές, φτάνει σε κάποια όρια και δυσκολεύεται να βρει το μοχλό για το επόμενο, αποφασιστικό άλμα.

 Ο κίνδυνος είναι να περάσει οριστικά η πρωτοβουλία των κινήσεων στα χέρια του αντιπάλου και να υποστεί το ελληνικό εργατικό κίνημα μια ήττα όχι απλά στρατηγικών, αλλά ιστορκών διαστάσεων, που θα πάει την ελληνική κοινωνία δεκαετίες πίσω και για να αντιστραφεί θα χρειστεί να περάσουν όχι ένα ή δύο χρόνια, αλλά ένα ή δύο γενιές. Μπροστά στο μέγεθος των διακυβευμάτων, καταντά εντελώς σχιζοφρενική αυτή η ενδοαριστερή αλληλοεξόντωση, η πανσερμία της προσωπικής μωροφιλοδοξίας, ο εύκολος στιγματισμός της ειλικρινούς αγωνίας ως πολιτικής ιδιοτέλειας.

Ο πόλεμος δεν έχει κριθεί. Τίποτα πραγματικά καίριο δεν έχει χαθεί ακόμη. Το παράθυρο που μας άνοιξε αυτή η ιστορική κρίση δεν έχει κλείσει. Αλλά δεν θα είναι ανοιχτό επ΄ άπειρον. Το λαϊκό κίνημα δεν θα κάνει το αποφασιστικό άλμα μόνο του, ούτε πολύ περισσότερο όσο επαφίεται στις ντουφεκιές στον αέρα των όποιων Παναγόπουλων. Εκείνο που χρειάζεται, πιστεύουμε, είναι μια μεγάλη αγωνιστική πρωτοβουλία με την ευρύτερη δυνατή πολιτική στήριξη και με πρωτοβουλία των δυνάμεων της Αριστεράς, που θα ανεβάσει κατακόρυφα την αυτοποποίθηση των λαϊκών δυνάμεων και θα τους προσφέρει ορατή προοπτική νίκης.

Σχηματικά, θα μιλάγαμε για έναν κοινωνικό και πολιτικό Ανένδοτο διαρκείας, με άμεσο στόχο την κατάργηση των μνημονίων και του χρέους και την ανατροπή της τρικομματικής κυβέρνησης. Μια γενική απεργία διαρκείας θα ήταν ο πιο ευθύς δρόμος, αλλά οι συνθήκες και η συνείδηση των μαζών δεν το επιτρέπουν ακόμη. Το πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία της σύνολης Αριστεράς: Με αφορμή την επισημοποίηση της μετατροπής της Ελλάδας σε μνημονιακό προτεκτοράτο, να θέσει θέμα συνταγματικής εκτροπής και εθνικής προδοσίας, να δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει πλέον τη νομιμότητα αυτής της κυβέρνησης και να εγκαινιάσει μια πανελλαδική, αλυσιδωτή κινητοποίηση με στόχο τη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη εκλογών και τη δημιουργία μιας νέας, συντακτικής, λαϊκής Εθνοσυνέλευσης.

Στο πλαίσιο αυτό, οι βουλευτές της Αριστεράς να απέχουν από κάθε ψηφοφορία στο κοινοβούλιο πέρα από τις συζητήσεις για πρόταση μομφής, όποτε επιλέξουν παρόμοια κίνηση. Το κυριότερο, να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της πολιτικής δράσης στους δρόμους και τις πλατείες, αρχίζοντας από επαρχιακές πόλεις και γειτονιές και καταλήγοντας σε μια ειρηνική κατάληψη διαρκείας του κέντρου της Αθήνας, μέχρι να πέσει η κυβέρνηση. Συμβολικές καταλήψεις δημοσίων χώρων, εναλλακτικά μέσα μαζικής αντιπληροφόρησης, νεανικά δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, κλαδικές απεργίες και στο βαθμό που δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες γενική απεργία, θα συνοδεύουν και θα δώσουν άλλη διάσταση σε αυτό το μεγάλο αγώνα, που θα γράφει στη σημαία του:


Θέλουμε πίσω τη ζωή μας!

Θέλουμε πίσω τη χώρα μας!

Θέλουμε πίσω το μέλλον μας!

 

ΠΗΓΗ:   19-11-2012, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=10065:koinoniko-anendoto&catid=72:dr-ekdilosis&Itemid=279

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ:

Εάν καταρρεύσει το κοινωνικό κράτος, καθώς επίσης εάν ιδιωτικοποιηθούν-εκποιηθούν οι κοινωφελείς, οι κερδοφόρες και οι στρατηγικές επιχειρήσεις της πατρίδας μας, ένοχοι θα είναι κυρίως τα συνδικαλιστικά κινήματα και η έλλειψη εμπιστοσύνης που παρατηρείται παντού

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Όταν απειλείται η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, στα πλαίσια ενός συμβατικού πολέμου, η προστασία των συνόρων του είναι υποχρέωση των ενόπλων δυνάμεων – οι οποίες, σε περιόδους ειρήνης, λειτουργούν προληπτικά, αποθαρρύνοντας τους εχθρούς της χώρας τους…

…Από την άλλη πλευρά, όταν απειλείται η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, στα πλαίσια ενός οικονομικού πολέμου, η υποχρέωση προστασίας των «συνόρων» του είναι, μεταξύ άλλων, θέμα των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων – στις οποίες ανήκουν τα συνδικαλιστικά κινήματα τόσο των εργαζομένων, όσο και των εργοδοτών, αφού απέναντι σε εξωτερικές απειλές οφείλουμε να είμαστε όλοι ενωμένοι".       

Ανάλυση

Οι περισσότεροι Έλληνες αλλά και πολλοί άλλοι αναρωτιούνται, σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να συνεχίζεται (αυξανόμενη) η εκκωφαντική σιωπή των αμνών, παρά τα εγκληματικά, εντελώς αναποτελεσματικά μέτρα λιτότητας, την επιχειρούμενη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, τη φτωχοποίηση, την καταστροφή των μελλοντικών γενεών, καθώς επίσης την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους.

Εν τούτοις, αυτοί που αναζητούν την πραγματική αιτία των γεγονότων, γνωρίζουν πολύ καλά πως, όταν σε μία χώρα κανένας δεν εμπιστεύεται κανέναν (οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τη δημόσια διοίκηση, τα κόμματα, τους Θεσμούς, τα ΜΜΕ και την πολιτική ελίτ, το κράτος δεν εμπιστεύεται τους πολίτες και τους υπαλλήλους του, οι εργαζόμενοι τους εργοδότες, οι εργοδότες τους εργαζομένους, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι τους δημοσίους, οι φορολογούμενοι τους εφοριακούς, κοκ.), αφενός μεν δεν υπάρχει καμία προοπτική επίλυσης των προβλημάτων της, αφετέρου δεν κινητοποιείται κανείς.

Ειδικά όσον αφορά τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (διαδηλώσεις, απεργίες κτλ.), οι οποίες συνήθως οργανώνονται από τα διάφορα συνδικαλιστικά κινήματα ή/και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η συμμετοχή των πολιτών βαίνει συνεχώς μειούμενη – γεγονός αυτονόητο, κατά την άποψη μας, στα πλαίσια της γενικευμένης έλλειψης εμπιστοσύνης, η οποία επικρατεί στην πατρίδα μας.

Κανένας δεν έχει τη διάθεση να βγει στο δρόμο και να αγωνιστεί για το μέλλον της χώρας του και των παιδιών του, μαζί με ανθρώπους ή/και με οργανώσεις που όχι μόνο δεν εμπιστεύεται καθόλου, αλλά πολλές φορές αντιπαθεί και απεχθάνεται περισσότερο από τους ίδιους τους εισβολείς – τους οποίους συχνά ανέχεται υποσυνείδητα, έχοντας την (ουτοπική) ελπίδα ότι θα τιμωρήσουν τη διαφθορά και θα προκαλέσουν την κάθαρση του συστήματος.

Εάν τώρα σε όλα αυτά προσθέσουμε το ολοκληρωτικό έλλειμμα επιχειρηματικού πλαισίου στην Ελλάδα, καθώς επίσης την ελλιπή λειτουργία του Κράτους Δικαίου, θα διαπιστώσουμε ότι τα πράγματα στη χώρα μας είναι κατά πολύ χειρότερα, από όσο φανταζόμαστε – ενώ τα οικονομικά της προβλήματα είναι ίσως τα λιγότερο δύσκολα στην επίλυση τους.

Αναφορικά δε με το Κράτος Δικαίου και τη σπουδαιότητα του στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία οι υπόλοιποι συνεκτικοί δεσμοί της κοινωνίας (θρησκεία, ιστορική συνείδηση κλπ.) έχουν ατονήσει, ακόμη και η ελάχιστη δυσλειτουργία του είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – ενώ αποτελεί το μοναδικό θεμέλιο, επάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, σε σχέση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (τις συντεχνίες δυστυχώς σήμερα), οι οποίες έχουν σχεδόν καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ιδιοτέλειας των ηγεσιών τους, της διαπλοκής τους με την οικονομική και πολιτική ελίτ, καθώς επίσης της «πολυεπίπεδης» διαφθοράς, τα παρακάτω:

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ

Τα συνδικάτα προέρχονται από τα ευρωπαϊκά κινήματα των εργαζομένων – ενώ οι κυριότεροι στόχοι τους ήταν ανέκαθεν η επιδίωξη υψηλότερων μισθών για τα μέλη τους, οι καλύτερες συνθήκες εργασίας, η συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις των επιχειρήσεων, η μείωση του χρόνου εργασίας, καθώς επίσης (λιγότερο) οι ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, με προτεραιότητα τον έλεγχο της Πολιτείας από τους (αυτο)οργανωμένους Πολίτες της (αυτοδιάθεση).

Οι διαπραγματεύσεις των συλλογικών συμβάσεων με τους εκπροσώπους των εργοδοτών, καθώς επίσης οι μισθολογικοί αγώνες, με τη βοήθεια διαδηλώσεων, απεργιών κλπ. είναι μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων των συνδικάτων – με απώτερο σκοπό την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των μελών τους στα κέρδη των επιχειρήσεων, με τη μορφή μισθών, παροχών, καλύτερων συνθηκών εργασίας κοκ.

Επειδή τώρα δεν υπάρχει κανένας σωστός, ορθολογικός, δίκαιος ή ιδανικός καταμερισμός των επιχειρηματικών κερδών, η «διανομή» τους καθορίζεται ουσιαστικά από την ισχύ των εκάστοτε συμμετεχόντων – όπου σε περιόδους ύφεσης και ανεργίας, όπως η σημερινή, οι εργοδότες είναι σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση (η ανεργία είναι ο ιδανικός μοχλός συμπίεσης των μισθών, εξουδετέρωσης των συνδικάτων και περιορισμού του κοινωνικού κράτος – πρόκειται για ένα εργαλείο λοιπόν, το οποίο γνωρίζουν πολύ καλά τα παιδιά του Σικάγου).

Από την άλλη πλευρά, ο βέλτιστος καταμερισμός των κερδών (αναδιανομή των εισοδημάτων) κρίνεται διαφορετικά, τόσο από τους εργαζομένους, όσο και από τους εργοδότες.

Για παράδειγμα, κάποια συνδικάτα είναι της άποψης ότι, οφείλουν να ενδιαφέρονται όχι μόνο για τους μισθούς των μελών τους, αλλά και για τη βιωσιμότητα, καθώς επίσης για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων – με την έννοια ότι αυτές είναι προς όφελος των εργαζομένων, αφού προστατεύουν τις θέσεις εργασίας τους, ενώ δημιουργούν καλύτερες προϋποθέσεις μελλοντικών κερδών (οπότε και μισθολογικών αυξήσεων).

Κάποια άλλα όμως προσπαθούν απλά να αυξήσουν τις απολαβές των μελών τους, ακόμη και αν οι αυξήσεις είναι αφενός μεν υπερβολικές, αφετέρου εις βάρος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων – με αποτέλεσμα να οδηγούνται στη χρεοκοπία, η οποία είναι οδυνηρή όχι μόνο για τους εργοδότες, αλλά και για τους εργαζομένους.

Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ

Τα συνδικάτα είναι συνήθως υπέρ εκείνων των «μοντέλων ανάπτυξης», τα οποία στηρίζονται στην αύξηση της ζήτησης – τεκμηριώνοντας τη θέση τους με το ότι, οι απαιτήσεις τους για καλύτερη αναδιανομή των κερδών (υψηλότερες αμοιβές, προνόμια κλπ.), αφενός μεν «βελτιστοποιούν» την παραγωγικότητα όλων των αργαζομένων, αφετέρου αυξάνουν την αγοραστική δύναμη τους (η οποία εκβάλλει στην υψηλότερη εγχώρια κατανάλωση, δημιουργώντας ανάγκη για νέες επενδύσεις).   

Οι οικονομολόγοι των συνδικάτων, συνήθως οπαδοί του Keynes και αντίθετοι με τα μοντέλα ευέλικτης εργασίας, υποστηρίζουν ότι δεν είναι το κόστος εργασίας υψηλό, αλλά οι μισθοί χαμηλοί – με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μία δίκαιη αναδιανομή εισοδημάτων, η οποία θα δημιουργούσε μία υγιή εγχώρια ζήτηση, στηρίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις.

Όπως σε γενικές γραμμές αναφέρουν, η μειωμένη εσωτερική κατανάλωση, λόγω των χαμηλών μισθών, υποχρεώνει τελικά τις επιχειρήσεις να επεκταθούν στο εξωτερικό – εξάγοντας θέσεις εργασίας και Know how, μακροπρόθεσμα με δυσμενή επακόλουθα για τους εργαζομένους (ανεργία κλπ.).

Βέβαια για εκείνες τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν εύκολα τις δραστηριότητες τους σε χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού, οι υψηλές αμοιβές λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων.

Από την άλλη πλευρά όμως, οι συνθήκες στις συγκεκριμένες χώρες αλλάζουν απότομα – γεγονός που τεκμηριώνεται από το ότι, η αύξηση των μισθών στην Κίνα (έως και 10% ετησίως) ανάγκασε πολλές βιομηχανίες να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες, όπως στο Βιετνάμ και στη Μιανμάρ. Επομένως, οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν στις σκέψεις τους και αυτές τις ιδιαιτερότητες, όταν διαπραγματεύονται με τους εργαζομένους.  

Περαιτέρω, στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης, τα μοντέλα ανάπτυξης που στηρίζονται στη ζήτηση, ειδικά στις χώρες με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό, φαίνεται να έχουν υποχωρήσει – επειδή οι επενδύσεις μπορούν να κινηθούν γρηγορότερα και με λιγότερα εμπόδια, σε σχέση με τους εργαζομένους.

Αντίθετα, τα μοντέλα ανάπτυξης που στηρίζονται στην προσφορά (χαμηλότεροι μισθοί, φθηνότερο κόστος προϊόντων, ανταγωνιστικές τιμές πώλησης, εξαγωγές μεγαλύτερες από τις εισαγωγές), τείνουν να επικρατήσουν – με τους μισθούς να υποχωρούν διαρκώς (αφού ο περιορισμός/εξαγωγή των θέσεων εργασίας, υποχρεώνει τους εργαζομένους στην άμυνα). 

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ

Τα συνδικάτα κατάφεραν, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να αναγνωρισθούν πολιτικά και θεσμικά, ως οι επίσημοι κοινωνικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων. Στα πλαίσια αυτά ανάλαβαν, εκτός από την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων κατά την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων, πολλές άλλες «λειτουργίες».

Αυτό συνέβη κυρίως σε πολιτικό επίπεδο, είτε με τη στήριξη κομμάτων εκ μέρους τους, είτε με την εκλογή μελών τους στα Κοινοβούλια. Ειδικά στη Γερμανία, η συμμετοχή των συνδικαλιστών στη Βουλή είναι σημαντικότατη – όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Βουλευτές-μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων (ποσοστό επί του συνόλου)

Συνδικαλιστές

1965-1987

2002

2005

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποσοστό επί του συνόλου

50-60%

47%

40%

Πηγή: Bundestag

Σε επιχειρήσεις τώρα, οι οποίες απασχολούν πάνω από 2.000 εργαζομένους, τα συνδικάτα έχουν το δικαίωμα να τοποθετούν 2-3 εργαζομένους στα εποπτικά συμβούλια (τα οποία αποτελούνται συνήθως από 6-10 άτομα, ανάλογα με το μέγεθος της εταιρείας).

Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ

Όπως πολλές άλλες «κοινωνικοπολιτικές» οργανώσεις, έτσι και τα συνδικάτα έχασαν έναν μεγάλο αριθμό των μελών τους, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών – όπου επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός, με αφετηρία τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία (η Μ. Βρετανία είναι ουσιαστικά η «πατρίδα» του συνδικαλισμού, ενώ μέχρι το 1980 η συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα ήταν υποχρεωτική).

Οι αιτίες που αναφέρονται είναι η ευρύτερη κοινωνική τάση του «ατομικισμού», ο περιορισμός των επιχειρηματικών δομών, η μείωση των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία προς όφελος του κλάδου των υπηρεσιών και, κυρίως, η παγκοσμιοποίηση – η οποία έδωσε πολύ μεγάλα εφόδια στους εργοδότες και ειδικά στο καρτέλ.

Παράλληλα βέβαια η «αναποτελεσματική» ηγετική φυσιογνωμία των συνδικάτων, οι υποθέσεις διαφθοράς των στελεχών και λοιπών μελών τους, η διάβρωση τους από τα πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης η δυσαρέσκεια των εργαζομένων, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις τους.

Όπως είναι φυσικό, ο σημαντικότερος παράγοντας εχθρότητας των εργαζομένων, καθώς επίσης ολόκληρης της κοινωνίας απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα, είναι η διαπλοκή και η διαφθορά των συνδικαλιστών από την πολιτική και την οικονομική εξουσία – ένα ισχυρότατο όπλο των εργοδοτών (χρηματισμός και εξαγορά των ηγετικών ομάδων), το οποίο χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία, όσο κανένα άλλο.

Από την εξέλιξη αυτή επηρεάστηκαν όλες οι δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας – με εξαίρεση τα σκανδιναβικά κράτη και ο Βέλγιο, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ποσοστό συνδικαλιστικής οργάνωσης των δυτικών κρατών

Χώρα

1960

1980

2000

 

 

 

 

Σουηδία

70,7

78,2

81,9

Δανία

60,2

77,5

81,7

Φιλανδία

29,3

70,0

79,0

Βέλγιο

40,7

56,6

58,0

Νορβηγία

51,6

54,1

54,3

Ιρλανδία

43,8

55,3

38,5

Αυστρία

57,8

50,8

35,3

Ιταλία

22,2

44,4

31,0

Μ. Βρετανία*

43,5

52,2

29,5

Ολλανδία

41,0

32,4

22,3

Γερμανία

34,2

33,6

21,6

Ιαπωνία*

32,2

30,3

21,5

Η.Π.Α.*

28,9

21,1

13,5

Γαλλία

19,2

17,1

9,0

* Οι χώρες αυτές υπολογίζουν τα ποσοστά σε σχέση με τους εργαζομένους μόνο – όλες οι άλλες συμπεριλαμβάνουν και τους ανέργους.

Σημείωση: Το ποσοστό των γυναικών στα σκανδιναβικά συνδικάτα είναι ανάλογο με των ανδρών (50%).  

Πηγή: WPD. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Από τον Πίνακα ΙΙ διαπιστώνουμε κυρίως ότι, το ποσοστό της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μέγεθος του κοινωνικού κράτους – με κριτήριο τις σκανδιναβικές χώρες από τη μία πλευρά και τις Η.Π.Α. από την άλλη.

Εντύπωση φυσικά προκαλεί η Γαλλία, στην οποία το συνδικαλιστικό κίνημα έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια – γεγονός που σημαίνει πολλά για το μέλλον του κοινωνικού κράτους τόσο στη συγκεκριμένη χώρα, όσο και στις υπόλοιπες που ευρίσκονται στο τέλος του Πίνακα ΙΙ.

Συμπερασματικά λοιπόν, για τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στη Δύση τα τελευταία χρόνια είναι κυρίως υπεύθυνα τα συνδικάτα – τα οποία αφενός μεν βυθίστηκαν στη διαπλοκή και στη διαφθορά, αφετέρου διαβρώθηκαν από τα πολιτικά κόμματα, εξυπηρετώντας όλο και λιγότερο τις ανάγκες των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν. Παράλληλα βέβαια, έχασαν την ευρύτερη στήριξη της κοινωνίας – η οποία είναι απολύτως απαραίτητη, για να μπορεί να έχει αποτέλεσμα οποιοδήποτε κίνημα.   

Ειδικά όσο αφορά την Ελλάδα, εάν συρρικνωθεί, όπως φαίνεται, το κοινωνικό κράτος, καθώς επίσης εάν ιδιωτικοποιηθούν (σε τιμές ευκαιρίας) οι κοινωφελείς, οι κερδοφόρες και οι στρατηγικές επιχειρήσεις της πατρίδας μας, ένοχοι θα είναι κυρίως τα συνδικαλιστικά κινήματα και οι ηγέτες τους – αφού αυτοί «συνιστούν» την άμυνα μίας χώρας σε περιόδους οικονομικών πολέμων, με υποχρέωση την προστασία της από τους εισβολείς. 

Εάν δε οδηγηθεί τελικά η Ελλάδα στην απορρύθμιση και στην κατάρρευση, η βασική αιτία δεν θα είναι οι ξένοι εισβολείς ή/και η πολιτική ηγεσία, αλλά οι οργανώσεις των πολιτών και των εργαζομένων.

Η λύση είναι φυσικά η αλλαγή πορείας των συνδικαλιστικών και λοιπών οργανώσεων, η καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής στο εσωτερικό τους, καθώς επίσης η ευρύτερη κάθαρσή τους – έτσι ώστε να προσελκύσουν ξανά τους Πολίτες, αυξάνοντας τόσο την ισχύ, όσο και την παρεμβατικότητα τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή. 

Στα πλαίσια αυτά η στελέχωση τους με ικανά, ανιδιοτελή άτομα, θα ήταν αποφασιστική για το μέλλον τους, καθώς επίσης για τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας – ενώ με δεδομένο το ότι, η μόνη μας προστασία απέναντι στην οικονομική εξουσία είναι η Πολιτική, οι οργανώσεις αυτές θα μπορούσαν να μας προστατεύσουν με τη σειρά τους από την πολιτική διαφθορά και την ανεπάρκεια.

Παράλληλα, θα μπορούσαν να αγωνιστούν με επιτυχία για τη διατήρηση των κοινωφελών, των κερδοφόρων και των στρατηγικών επιχειρήσεων στην ιδιοκτησία του δημοσίου – αφού θα είχαν με το μέρος τους την εμπιστοσύνη ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνο των μελών τους.  

Η ΙΤΑΛΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το τελευταίο χρονικό διάστημα ευρίσκεται σε εξέλιξη, ερήμην των Πολιτών, ένας αγώνας δρόμου, μεταξύ των ελλειμματικών οικονομιών της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, σχετικά με το ποια από όλες θα ανακοινώσει τα περισσότερα μέτρα λιτότητας, καθώς επίσης τη μεγαλύτερη μείωση του κοινωνικού κράτους – με έπαθλο την αναγνώριση των προσπαθειών του νικητή από τις αγορές, οι οποίες θα τον ανταμείψουν με τα συγκριτικά χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. 

Στα πλαίσια αυτά, η Ισπανία καθυστερεί όσο περισσότερο μπορεί το αίτημα για την υπαγωγή της στο μηχανισμό στήριξης – πιθανότατα επειδή υποθέτει ότι, θα υποχρεωθεί σύντομα και η Ιταλία να καταθέσει ανάλογο αίτημα. Κάτι τέτοιο θα ισχυροποιούσε προφανώς τη διαπραγματευτική θέση της Ισπανίας – η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, εάν δηλαδή κατέθετε μαζί με την Ιταλία το αίτημα, θα είχε καλύτερη «συντροφιά στη φυλακή της τρόικα», από εκείνη της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας.

Για να τα καταφέρει όμως η Ισπανία, σύμφωνα με τους αναλυτές, θα έπρεπε να μειώσει τη διαφορά με την Ιταλία, όσον αφορά το ύψος των επιτοκίων δανεισμού – επομένως να αντιστρέψει την τάση, η οποία εμφανίστηκε από τα τέλη Μαρτίου, όπου τα επιτόκια της ξεπέρασαν τα ιταλικά.

Ειδικότερα, όταν το Δεκέμβριο του 2011 η κυβέρνηση της Ισπανίας ανακοίνωσε το πρώτο πακέτο μέτρων λιτότητας, τα επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας ήταν 202 μονάδες βάσης υψηλότερα από τα ισπανικά – το Μάρτιο όμως αντιστράφηκε η τάση και τον Ιούλιο τα επιτόκια της Ιταλίας ήταν 116 μονάδες χαμηλότερα (το ζενίθ της διαφοράς).

Πρόσφατα τώρα, όταν η ΕΚΤ ανακοίνωσε την αγορά ομολόγων εκείνων των χωρών, οι οποίες θα υπέβαλλαν αίτημα στήριξης από το ESM, η διαφορά μειώθηκε στις 22 μονάδες βάσης – ενώ θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμη περισσότερο, λόγω των μεγαλύτερων αναγκών χρηματοδότησης της Ιταλίας εντός αυτού του έτους (η Ισπανία αντίθετα έχει καλύψει ήδη το 83% των εκδόσεων ομολόγων).

Παρά τις πιέσεις λοιπόν της Γαλλίας, η οποία ανησυχεί για τον εαυτό της, λόγω της έκθεσης της σε ισπανικά και ιταλικά ομόλογα, καθώς επίσης των αγορών, η Ισπανία καθυστερεί περιμένοντας την Ιταλία (αν και η διαφορά των επιτοκίων έχει αυξηθεί ξανά στις 85 μονάδες βάσης, υπέρ της Ιταλίας).

Την ίδια στιγμή όμως η Ιταλία, γνωρίζοντας ότι θα κέρδιζε από την προηγούμενη υπαγωγή της Ισπανίας στο μηχανισμό, χωρίς να υποχρεωθεί να υποταχθεί στις υποχρεώσεις ενός πακέτου στήριξης της οικονομίας της από το ESM, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο.

Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία και η Ιταλία ευρίσκονται αντιμέτωπες με εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Ειδικότερα (Πίνακας ΙΙΙ) τα εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Συγκριτικά μεγέθη Ισπανίας και Ιταλίας – 2011

Δείκτες

Ιταλία

Ισπανία

 

 

 

Έλλειμμα προϋπολογισμού/ΑΕΠ

3,9%

9,0%

Δημόσιο χρέος / ΑΕΠ

120%

69%

Ύφεση

-0,8%

-0,4%

Ανεργία

12%

25%

Πηγή: Bloomberg. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Η Ισπανία βέβαια έχει ένα επί πλέον πρόβλημα, το οποίο τελικά μάλλον θα την υποχρεώσει να υποβάλλει αίτημα πριν από την Ιταλία – τις τράπεζες της οι οποίες, μεταξύ άλλων, υποφέρουν από μία τεράστια εκροή καταθέσεων (περί τα 80 δις € μόνο τον Ιούλιο). 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως φαίνεται από τις εξελίξεις στην Ισπανία και στην Ιταλία, η Ευρωζώνη είναι βυθισμένη σε έναν εμφύλιο πόλεμο, με την πολιτική και τις αγορές να μάχονται και να αποφασίζουν ερήμην των Πολιτών – κάτι που κατά την άποψη μας οφείλεται κυρίως στην κατάρρευση των συνδικαλιστικών κινημάτων, καθώς επίσης στην αδυναμία των Ευρωπαίων να (αυτό)οργανωθούν σωστά, για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη καταιγίδα.

Ειδικά όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, κρίνοντας από την κρίση του 1929 έχουμε την άποψη ότι, εάν όλα παραμείνουν ως έχουν, η Ευρώπη θα υποφέρει τα πάνδεινα από την ύφεση που θα προκαλέσει η πολιτική λιτότητας, σε συνδυασμό με την τραπεζική βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της – ενώ στις Η.Π.Α. θα συμβεί μάλλον το αντίθετο, αφού ο υπερπληθωρισμός είναι πιθανότερος από ποτέ.  

 

*Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 29. Σεπτεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2704.aspx

Μάχιμο Μέτωπο: Να δομήσουμε συντροφικές σχέσεις

Να δομήσουμε συντροφικές σχέσεις συναγωνιστικής εμπιστοσύνης σε μάχιμο μέτωπο

 

Του Δημήτρη Πατέλη*


Οι άνθρωποι μοιάζουν σήμερα αμήχανοι και αποσβολωμένοι με τις απανωτές επιθέσεις που υφίστανται στον εναντίον τους κοινωνικό πόλεμο από τις Τρόικες εσωτερικού και εξωτερικού. Ο καθεστωτικός μηχανισμός χειραγώγησης μέσω εκλογικών παιχνιδιών δείχνει εξαιρετικά αποτελεσματικός, μιας και ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός έχει διαποτίσει σε ποικίλους βαθμούς ακόμα και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις. Ποιόν εξυπηρετεί αυτή η αμηχανία και αδράνεια; Πόσο θα αφήσουμε να διαρκεί;

Είναι άραγε τόσο ισχυρός, είναι ανίκητος ο αντίπαλος; «Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, «ρωγμή» ανάμεσά στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό κάθε χώρας – όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από τον μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο σοσιαλισμό γενικά» (Λένιν Β. Ι . Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Σ.Ε., Αθήνα 2001, σ. 65).

Όσο πιο κυβερνώσα γίνεται ή θέλει να γίνει μια αριστερά, απεμπολώντας ταξικές θέσεις και αρχές, όχι μόνο μη "εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις", αλλά κατευνάζοντας αντί να κινητοποιεί το λαϊκό κίνημα στην κρίση, τόσο λιγότερο αριστερά γίνεται, τόσο πιο πολύ ενσωματώνεται και υπηρετεί το καθεστώς. Η όλο και πιο συστημική μερίδα της εισέτι μη κυβερνώσας μεν, αλλά πρόθυμης και αδημονούσας για κυβερνητική διαχείριση και "υπεύθυνες λύσεις" αριστεράς, περιδινίζεται όλο και πιο βαθιά στο φαύλο κύκλο της απάτης-αυταπάτης της πάσει θυσία παραμονής εντός ευρώ και Ε.Ε., δείχνει να βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο καθεστωτικό κλίμα της θεσμικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι ερήμην του λαϊκού κινήματος, προβάροντας κυβερνητικούς ρόλους, με το "Αριστερό Ρεύμα" να λειτουργεί (εκ των πραγμάτων, θέλω να πιστεύω – όχι από πρόθεση) ως άλλοθι της πολιτικής της ηγετικής ομάδας, ώστε να μη διαρρεύσουν οι αριστεροί που εξακολουθούν να ευελπιστούν σε ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.  

Αμηχανία, αβεβαιότητα, ανασφάλεια και απογοήτευση αποπνέουν οι πράξεις και η απραξία, οι φωνές που ακούγονται, οι ψίθυροι και η αφωνία στο στρατόπεδο της μη συστημικής αριστεράς. Ως εναλλακτικές της απογοητευτικής ιδιώτευσης, διαφαίνονται δύο βασικά τάσεις:

1. αυτή που βλέποντας τη συρρίκνωση λόγω της συγκυριακής εκλογικής επένδυσης στο ΣΥΡΙΖΑ, ερωτοτροπεί με την ιδέα μιας πλεύσης με το ρεύμα, στο πνεύμα μιας ευρύτατης συνεύρεσης κάθε αριστεράς (εκ των πραγμάτων μια σύμπλευση με το ΣΥΡΙΖΑ χωρίς πολλά-πολλά κριτήρια και αρχές) και

2. εκείνη που βλέπει τη λύση/φυγή από το δράμα με όρους υπαρξιακής εσωστρεφούς περιχαράκωσης και αναδίπλωσης. Η τελευταία δείχνει να εκφράζεται με την εναγώνια αναζήτηση τώρα πειστικού ολικού εναλλακτικού "οράματος", "μεγάλης αφήγησης" για τον κομμουνισμό (όχι για το "σοσιαλισμό που γνωρίσαμε"), ετεροπροσδιοριζόμενη πολωτικά, συνειδητά ή ασυνείδητα με την πρώτη τάση, με έμφαση στην άρνηση τέτοιας εμπλοκής στη συγκυρία, μια άρνηση, η μη ορθολογική διερεύνηση της οποίας, ωθεί με το θυμικό σε ακραίες μορφές άρνησης κάθε εμπλοκής σε κάθε συγκυρία…  

Στα πλαίσια της δεύτερης τάσης (ενδεχομένως ασυνείδητα), διατυπώνεται τελευταία μια ολισθηρή και μάλλον επικίνδυνη ταχυδακτυλουργία: επιχειρείται να ταυτιστεί κάθε εγχείρημα-πρόταγμα άμεσης παρέμβασης στις δραματικές αντιφάσεις της συγκυρίας με τον χυδαίο συστημικό κυβερνητισμό της εκφυλισμένης-πουλημένης αριστεράς, επιχειρείται να παρουσιαστεί κάθε τέτοιο εγχείρημα ως δήθεν οπορτουνισμός-καιροσκοπισμός, που επιδιώκει δήθεν εμπλοκή στο "εδώ και τώρα" χωρίς αρχές, όρους και όρια, αποκόπτοντας τη συγκυρία από τα βαθύτερα καθήκοντα της εποχής και την προοπτική της επαναστατικής στρατηγικής. Αν ίσχυε αυτό το τρικ, τότε οι πιο "συστημικοί" θα ήταν όλοι οι επαναστάτες που άφησαν παρακαταθήκες στο επαναστατικό κίνημα μέσα ακριβώς από (νικηφόρες και ηττημένες) παρεμβάσεις σε ανεπίλυτες αντιφάσεις του συστήματος, σε κρισιακές, επαναστατικές κ.ο.κ. συγκυρίες. Από πότε και βάσει ποιας επαναστατικής θεωρίας αναγορεύεται η παραίτηση-αποστασιοποίηση από την εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία ως κριτήριο επαναστατικής συνέπειας; Ακριβώς αυτή την παραίτηση όριζαν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν βασικό σύμπτωμα ηθικοπολιτικής αυτοκτονίας και αποστασίας των επαναστατών, όχι σε αποσπασματικά χωρία, αλλά σε όλο το θεωρητικό και πρακτικό τους έργο. Έτσι αντιμετώπισαν οι Μαρξ και Ένγκελς τους ηγέτες των "υπεραριστερών" σεχταριστών της "Ένωσης κομμουνιστών" Βίλλιχ και Σάππερ και τα φραστικά "παιχνίδια" με την επανάσταση: "Ενώ εμείς λέμε στους εργάτες:  έχετε να περάσετε από 15, 20, 50  χρόνια εμφύλιου πόλεμου,  ώστε να αλλάξετε την κατάσταση και να διαπαιδαγωγηθείτε για την άσκηση της εξουσίας, [εκείνοι]  τους λένε:  πρέπει να πάρουμε την εξουσία αμέσως,  αλλιώς μπορούμε κάλλιστα να πάμε στο κρεβάτι μας"  (Από τα Πρακτικά της συνάντησης για την κεντρική διεύθυνση [της Κομμουνιστικής Λίγκας]  στις 15  Σεπτεμβρίου 1850, στο Marx-Engels, Collected Works, vol.10, pp.626).

Όλη η διάλυση της Β' Διεθνούς, η αποστασία των Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, μενσεβίκων κ.ο.κ.,  δεν είχε να κάνει με έλλειμμα αφηγήσεων, οραματικού λόγου και υποσχέσεων στην ανθρωπότητα στις παραμονές της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης και του παγκοσμίου πολέμου, αλλά με το τι έκαναν όλοι αυτοί στην πρακτική της ταξικής πάλης στην κρίσιμη συγκυρία. Το κεφαλαιώδες λοιπόν, δεν είναι μια αφηρημένη διακήρυξη του συνθήματος του μέλλοντος, αλλά ο συγκεκριμένος αγώνας για την κατάκτηση-δημιουργία των θεωρητικών, πρακτικών, οργανωτικών μέσων και τρόπων επίτευξης του στρατηγικού σκοπού, ιδιαίτερα όταν οι «ρωγμές» της γενικευμένης κρίσης του συστήματος μπορούν να γίνουν πύλες για την επαναστατική ανατροπή των συσχετισμών δυνάμεων και του ρου της ιστορίας. Μια αναγκαία διευκρίνιση: καιροσκοπισμός-οππορτουνισμός δεν είναι η όποια εμπλοκή-παρέμβαση στη συγκυρία, αλλά εκείνος ο τύπος παρέμβασης που γίνεται χωρίς αρχές, χωρίς διάγνωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων, συσχετισμών και διακυβευμάτων της εποχής-συγκυρίας, χωρίς τη βέλτιστη συνειδητή υπαγωγή αυτής της εμπλοκής στο στρατηγικό σκοπό της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας. Είναι ο τακτικισμός, η σπουδή για διαχειριστική εμπλοκή-προσαρμογή στο αστικό σύστημα, με τους όρους του τελευταίου, είναι η άμβλυνση του ταξικού αγώνα αντί για την συνειδητή και οργανωτική αναβάθμισή του, είναι ο κατακερματισμός και η απουσία οργάνωσης-συντονισμού του κινήματος στην κρίσιμη φάση του αγώνα, είναι απουσία επαναστατικής θεωρίας και αντίστοιχης συνειδητής στάσης, που καταλήγει σε συνδιαλλαγή, σε πρόθυμη υποταγή των συμφερόντων της μισθωτής εργασίας σε αυτά των αστών, των εθνικών και υπερεθνικών τους οργάνων, με αντίστοιχη μετάθεση του αγώνα για ριζικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό στο απροσδιόριστο μέλλον. Οφείλουμε λοιπόν να διαχωρίζουμε την προσαρμοστική προθυμία για συμβιβασμούς χωρίς αρχές και στρατηγική των οππορτουνιστών από τις συμφωνίες και τους τακτικούς συμβιβασμούς βάσει αρχών. Χωρίς τα τελευταία είναι ανέφικτη η διεξαγωγή πραγματικής (όχι φανταστικά "καθαρής") ταξικής πάλης.

Τυπική περίπτωση καιροσκοπισμού-αποστασίας, είναι και η μη εμπλοκή στη μοναδική κρισιακή συγκυρία (με το προκάλυμμα εκδοχών "ορθοδοξίας" και "επαναστατικής καθαρότητας" κ.ο.κ.), που επιτρέπει στην καθεστωτική αντίδραση να αλωνίζει…

Για τους πραγματικούς επαναστάτες, το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η απριόρι παραίτηση-αποστασιοποίηση από κάθε παρέμβαση στη συγκυρία, αλλά η επιλογή των εκάστοτε βέλτιστων για τις προοπτικές της επανάστασης και του κομμουνισμού όρων εμπλοκής του επαναστατικού κινήματος και ιδιαίτερα της όποιας πρωτοπορίας του (εντός ή εκτός εισαγωγικών).

Κάθε άλλη τοποθέτηση – εκούσια ή ακούσια – είναι επικίνδυνη και μπορεί να αποβεί ολέθρια για το κίνημα.

Η σημερινή δομική κρίση της κεφαλαιοκρατίας (που συνδέεται οργανικά με διαρθρωτικές αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού, και με τις ιστορικές επιπτώσεις της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αιώνα), παρέχει τη δυνατότητα να διερευνηθεί το περιεχόμενο της ιστορικής εποχής, οι αντιφάσεις, οι κινητήριες δυνάμεις και οι προοπτικές του εν λόγω συστήματος σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά η επαναστατική θεωρία δεν είναι μια «καθαρή» επιστήμη, δεν είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα. Οι επαναστάτες δεν έχουν το δικαίωμα και την πολυτέλεια να παρακολουθούν ως απαθείς θεατές, τον εν εξελίξει κοινωνικό πόλεμο και τη δημογραφική καταστροφή των λαών, χωρίς να συμβάλλουν θεωρητικά και πρακτικά στον αγώνα.

Αυτές οι αντιφάσεις, εκδηλώνονται πιο ανάγλυφα στους «αδύναμους κρίκους» του συστήματος, όπου η κατάσταση, η συγκυρία (ως χωροχρονική συμπύκνωση της ιστορικής εποχής) απαιτεί την ανάπτυξη ενός μετώπου μάχης, ενός επαναστατικού κινήματος, με βάση τις θεμελιώδεις ανάγκες ζωτικής σημασίας, για την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, σε ένα αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα, για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, για τον εκδημοκρατισμό, εναντίον των πιο επιθετικών δυνάμεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, εναντίον των νέων μορφών αποικιοκρατίας. 

Μέσα από αυτό το θεωρητικό και πρακτικό αγώνα είναι που θα δρομολογηθεί μια πολύ σημαντική ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, σε μια διαδικασία ωρίμανσης του επαναστατικού υποκειμένου για την ενοποίηση της ανθρωπότητας.

Η συγκυρία αυτή, στον πιο αδύναμο κρίκο της περιφέρειας της ευρωζώνης, μπορεί να εξελιχθεί:

α) σε ελπιδοφόρο προεξεγερσιακή-προεπαναστατική, αν ευοδωθεί η σύμπηξη ενός  ευρύτατου μετώπου μάχης βάσει βραχυ-μεσοπρόθεσμων προταγμάτων (με αιχμή την πάλη για άρνηση του χρέους, έξοδο από ευρώ-Ε.Ε. κ.ο.κ.), ικανών να συνεγείρουν ένα πλατύ πλειοψηφικό λαϊκό κίνημα ανατροπής του καθεστώτος, κλιμακώνοντας στη σωστή για το επαναστατικό κίνημα κατεύθυνση, τη ριζοσπαστικοποίησή του, πείθοντας για την προοπτική, ή

β) σε φρικαλέα αντεπανάσταση με εκφασισμό όλου του καθεστώτος, μετά από πανωλεθρία του ασύντακτου και κατακερματισμένου κύματος ασυνείδητης και ανοργάνωτης (άρα ευάλωτης) οργής και αγανάκτησης.

Τέτοιες κρισιακές συγκυρίες, δεν εμφανίζονται συχνά στην ιστορία μιας χώρας ή περιφέρειας χωρών. Είναι μοναδικές. Συνιστούν σπανιότατο ιστορικό φαινόμενο, δεδομένου ότι τέτοιες συγκυρίες ενδέχεται να προκύπτουν με συχνότητα μία ανά μισό ή και έναν αιώνα. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά πολύτιμες, ως προς το κατ' αρχήν ανεξέλεγκτο για τους "επάνω" δυναμικό τους και ως προς τις εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις-εκβάσεις του φάσματος δυνατοτήτων που περικλείουν, ως συμπυκνώσεις χωροχρονικές και ρηγματώσεις της ιστορικής εποχής. Κατευθύνσεις επαναστατικές και αντεπαναστατικές. Ο λαός μας βίωσε την ήττα σε δύο επαναστάσεις-αντεπαναστάσεις (ή δύο φάσεις μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας) στη δεκαετία του 1940-50, και άλλες τραγικές καμπές. Τουλάχιστον τότε πολέμησε με αξιοπρέπεια και ηττήθηκε από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις.

Αν επιτρέψουμε να πάει χαμένη και αυτή η κρισιακή συγκυρία, αν αφήσουμε ανενόχλητο το παραπαίον καθεστώς να ανακτήσει τον έλεγχο και την ηθικοπολιτική ηγεμονία, αν επιτρέψουμε στη μαύρη φασιστική αντίδραση να γιγαντωθεί και να συντρίψει κάθε ίχνος κινήματος, ακιζόμενοι φιλάρεσκα στην "καθαρότητα" της φραστικής ορθοδοξίας μας και αλληλοκανιβαλιζόμενοι, αφήνοντας στον αδίστακτο αντίπαλο την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων στο πεδίο του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων, ειλικρινά, δεν θα υπάρχει ούτε άλλοθι ούτε δικαιολογία απέναντι στις επόμενες γενιές που θα την πληρώσουν για αυτή την αυτοκτονική προδοσία-αποστασία μας από το κίνημα.

ΠΡΟΣΟΧΗ λοιπόν! Έχουμε καθυστερήσει επικίνδυνα. Το δίλημμα τίθεται αμείλικτο: τάχιστη και βέλτιστη συγκρότηση νικηφόρου μετώπου (που θα είναι και αντιφασιστικό) ή θάνατος!

Σήμερα γίνεται πιο έκδηλη η καταστροφική για το κίνημα εργαλειακή-χρησιμοθηρική σχέση προς τη θεωρία που καλλιέργησαν επί δεκαετίες φορείς της αριστεράς. Μια σχέση η οποία ανάγεται σε παράθεση αποσπασματικών χωρίων δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν…, από κάθε κλασικό ή μη θεωρητικό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) προς επιστημονικοφανή (προπαγανδιστική) επένδυση των εκάστοτε ειλημμένων αποφάσεων της όποιας ηγεσίας, αρκεί η τελευταία να προβάλλει με την εσαεί "σωστή γραμμή"… Το τι ακούγεται στις μέρες μας στο όνομα της διαλεκτικής και του μαρξισμού-λενινισμού δεν περιγράφεται… Είναι κεφαλαιώδους σημασίας σήμερα η συνειδητή αποστασιοποίησή μας από αυτήν την καταστροφική για το κίνημα εργαλειακή-χρησιμοθηρική σχέση προς τη θεωρία – θεραπαινίδα των εκάστοτε ειλημμένων αποφάσεων της όποιας ηγεσίας, με την εσαεί "σωστή γραμμή"… Είναι επιτακτική ανάγκη η δημιουργική ανάπτυξη-διαλεκτική άρση του κεκτημένου της επαναστατικής θεωρίας, πέρα από δογματισμούς, στερεότυπα και αγκυλώσεις, πέρα από καιροσκοπικές αναθεωρήσεις και "ανανεώσεις" με ιδεολογήματα του αστισμού, για τη διάγνωση-πρόγνωση μιας πρωτόγνωρης εποχής και συγκυρίας.

Η πρωτόγνωρη συγκυρία και εποχή, εντός των οποίων καλούμαστε να δράσουμε συνειδητά, απαιτούν αυτοτελή και θεμελιώδη ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, ώστε αυτή -μέσω της αντικειμενικής περιγραφής, εξήγησης και πρόγνωσης, μέσω του όλο και πιο συγκεκριμένου θετικού προσδιορισμού του σκοπού, της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας (πέρα από εκδοχές επιφανειακών αρνητικών ετεροπροσδιορισμών, αφηρημένων "αντικαπιταλισμών" κ.ο.κ.) – να λειτουργεί ως οδηγός για τη στρατηγική προοπτική και τις αντίστοιχες βέλτιστες τακτικές κινήσεις, για τη συνειδητή οργάνωση των μέσων και των τρόπων διεξαγωγής του αγώνα, για την κατάκτηση της πρωτοβουλία των κινήσεων από το επαναστατικό υποκείμενο και όχι από τον αντίπαλο, που με απανωτά στοχευμένα πλήγματα μας σέρνει ως απολολώτα πρόβατα επί σφαγή.

Χρειάζεται άραγε να συμφωνήσουμε σε όλα για να συμπήξουμε νικηφόρο κίνημα ανατροπής του καθεστώτος; Κάθε άλλο. Μέτωπο σημαίνει: κτυπάμε μεν μαζί στα επιτακτικά & ζωτικής σημασίας βραχυμεσοπρόθεσμα που συμφωνούμε, επιφυλασσόμεθα δε, συζητάμε, κάνουμε ζύμωση, παλεύουμε για τα περαιτέρω. Δεν συγκαλύπτουμε, δεν κουκουλώνουμε τις όποιες διαφωνίες, αλλά τις αναδεικνύουμε, με πλήρη σεβασμό στους συντρόφους μας που είναι φορείς τους, κτίζοντας συντροφικές σχέσεις ανεξιγνωμίας και συναγωνιστικότητας. Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας:

α. η σαφήνεια στη διατύπωση των θέσεων-απόψεων, ώστε να καταστούν σαφή και τα πλαίσια της όποιας συμφωνίας ή διαφωνίας, ώστε να δούμε στην κρίσιμη φάση τι πραγματικά μας ενώνει και τι μας χωρίζει,

β. η σαφής διατύπωση των άμεσων βραχυμεσοπρόθεσμων, μεταβατικών στόχων παρέμβασης, όχι στο απροσδιόριστο μέλλον, αλλά ακριβώς στο πλέγμα αντιφάσεων της συγκυρίας που καθιστά ευάλωτο και αδύναμο το καθεστώς, που παρέχει τις βέλτιστες δυνατότητες αλλαγής των συσχετισμών με κλιμάκωση της ριζοσπαστικοποίησης και αγωνιστική διαπαιδαγώγηση του λαού,

γ. η δημιουργία κλίματος-ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης, καλής προαίρεσης, άρσης κάθε καχυποψίας και όλων των συσσωρευμένων φορτίσεων (που καθιστούν ενίοτε το διάλογο με τον ταξικό αντίπαλο πιο εύκολο από το διάλογο μεταξύ – κατά τα λοιπά – ομοϊδεατών)…

δ.  η συγκρότησή του βάσει των αρχών της αιρετότητας, της εκ περιτροπής εναλλαγής, του διαρκούς ελέγχου από τα κάτω, της λογοδοσίας και της ανακλητότητας. Της βέλτιστης δημοκρατικής και αποτελεσματικής-μάχιμης λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα, ώστε να αίρονται και οργανωτικά οι πιθανότητες επιβολής, καπελώματος, μικροκομματικών παιγνίων κ.ο.κ. και οι αντίστοιχες παραλυτικές καχυποψίες και κωλυσιεργίες.

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο και ανέφικτο, σχέσεις αυτού του τύπου δομούμε με εξαιρετική επιτυχία εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, στα πλαίσια των Ομίλων Επαναστατικής Θεωρίας (βλ. http://www.omilos.tuc.gr/). Και είναι καταλυτική η σημασία των κομμουνιστών σε αυτές τις σχέσεις.

Σχέσεις ευνοϊκές για τέτοια μετωπική προοπτική δεν δομούνται, αν σε δημόσιες παρεμβάσεις συντρόφων, έστω και εκ παραδρομής, διατυπώνονται θέσεις και υπαινιγμοί, που επιτρέπουν να ερμηνεύεται το ίδιο το (ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του λαού σε συνθήκες κοινωνικού πολέμου με όρους γενοκτονίας) εγχείρημα της μετωπικής παρέμβασης ως ομοειδές με το χυδαίο συστημικό κυβερνητισμό της εκφυλισμένης-πουλημένης αριστεράς.

Κατανοώ την κρισιμότητα της συγκυρίας και το βίωμα της ματαίωσης που δοκιμάσαμε όλοι, όσοι πονάμε για την εκλογική συρρίκνωση της αντικαθεστωτικής αριστεράς. Ας μην αφήσουμε αυτό το βίωμα να γίνει οδηγός για σεχταριστική περιχαράκωση και περαιτέρω συρρίκνωση της απήχησης των κομμουνιστικών προταγμάτων.

Το δίλημμα σήμερα δεν έχει τη μορφή της μεταφυσικής-αντιδιαλεκτικής αποκλειστικής διάζευξης: "είτε συγκρότηση του κομμουνιστικού πόλου-κόμματος, είτε μετωπικά ανοίγματα". Η διαλεκτική, η "άλγεβρα της επανάστασης" (Για να θυμηθούμε τον Γκέρτσεν και το Λένιν), αποκλείει τέτοια μεταφυσικά και τελικά καταστροφικά διλήμματα σε αυτή τη συγκυρία. Ακριβώς, μόνο μέσα από τη μετωπική κλιμάκωση του αγώνα και παράλληλα με αυτή μπορεί και οφείλει να ανασυνταχθεί, να επαναθεμελιωθεί και να αναδειχθεί η οργάνωση και η επαναστατική προοπτική του κομμουνισμού-διεθνισμού της εποχής.

Επιπλέον: η διεθνής ιστορική εμπειρία (της πρόσφατης ελληνικής συμπεριλαμβανομένης) δείχνει ότι μέτωπο μάχης με επαναστατική προοπτική δεν γίνεται:

α) ως δήθεν μέτωπο, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από παρωδία μετώπου, αυτόκλητο περιχαρακωμένο Ι.Χ. "μετωπικό" σχήμα-υποχείριο ενός παγιωμένου κομματικού μορφώματος-μηχανισμού.

β) χωρίς την πολύμορφη και πολύτιμη ενεργό, συνειδητή και πρωτοπόρο συμμετοχή σε αυτό (όχι καπελωτική-χειραγωγική, αλλά με πλήρη σεβασμό στη σχετική αυτοτέλεια του Μετώπου) του κόσμου της αριστεράς, και ιδιαίτερα αγωνιστών, συλλογικοτήτων και φορέων της κομμουνιστικής (κομμουνιστογενούς, κ.ο.κ.) αριστεράς. "Μέτωπο" που δομείται χωρίς και εναντίον αυτής της αριστεράς, ανοίγει το δρόμο για χειραγώγηση της οργής και της δυσαρέσκειας από την άκρα δεξιά, από κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς, ευνοώντας τελικά τον εκφασισμό του συστήματος με όρους κινήματος.

γ) χωρίς ενιαίο συντονισμό, διάταξη μάχης, οργάνωση και στοχευμένη συνειδητή κλιμάκωση του αγώνα με το βέλτιστο τρόπο, χωρίς συντεταγμένη περιφρούρηση από την επικείμενη κλιμάκωση της καταστολής από κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις κρούσης, από τον επελαύνοντα γενικευμένο εκφασισμό του καθεστώτος.

Η ίδια η επιλογή της μετωπικής συγκρότησης του αγώνα στην εποχή-συγκυρία, δεν είναι θέμα γούστου ή απότοκο "χαλαρότητας των αρχών" ορισμένων, αλλά επιτακτική ανάγκη, την οποία μπορεί να διαγνώσει ο επαναστάτης μέσα από επιστημονική έρευνα των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων (πρωτίστως της ιδιοτυπίας της σύνθεσης, της κατάστασης και των προοπτικών της εργατικής τάξης, της μισθωτής εργασίας τοπικά, περιφερειακά και παγκόσμια), των συσχετισμών δυνάμεων, του χαρακτήρα των κινητηρίων δυνάμεων και των διακυβευμάτων του σήμερα.

Για μια διεξοδικότερη αναφορά στην πολιτική, την εποχή και τη συγκυρία: Η πολιτική ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και πρακτικής. // Περίληψη διάλεξης (Χανιά – 12/09/2012). http://www.ilhs.tuc.gr/gr/arthra.htm

On the Historical Specificity of the current stage of Capitalism and on the nature of the Era.// CONGRESSO INTERNACIONAL MARX EM MAIO 3, 4, 5 MAIO 2012. FACULDADE DE LETRAS DA UNIVERSIDADE DE LISBOA. http://www.ilhs.tuc.gr/en/articles0.htm κ.ά.


* Ο Δ. Πατέλης διδάσκει φιλοσοφία στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Είναι μέλος της Διεθνούς ερευνητικής ομάδας "Η Λογική της Ιστορίας" και του "Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας".

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 21-09-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=3517

ΜΑΥΡΟΣ ΗΛΙΟΣ …

ΜΑΥΡΟΣ ΗΛΙΟΣ (*)

 

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

 

 

Η Ελλάδα οδεύει πλέον, με μεγάλη ταχύτητα, σε ιστορικών διαστάσεων εθνική καταστροφή, για λόγους που έχουμε επανειλημμένα δείξει από τις στήλες αυτού του περιοδικού. Έχουν απομείνει ακόμα ελάχιστα περιθώρια αποτροπής της και εξαντλούνται καθημερινά. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Αθήνας συγκατατίθεται και έχει γίνει το όργανο αυτής της καταστροφής, αφοπλίζοντας πολιτικά την Ελλάδα, έχοντας κάνει τη «φωνή της Ελλάδας» φωνή της τρόικας, συμβάλλει όχι μόνο στη δική μας καταστροφή, αλλά και στην καταστροφή της Ευρώπης.

Ένας αρχαίος συγγραφέας έλεγε ότι οι βάρβαροι υποτάσσονται «δια το μη δύνασθαι την ου συλλαβήν λέγειν», γιατί δεν μπορούν να πούνε όχι. Στην περίπτωσή μας είναι οι Έλληνες που υποτάσσονται. Η ιδιομορφία της περίπτωσής μας όμως είναι ότι δεν υποτασσόμεθα απλώς, καταστρεφόμαστε υποτασσόμενοι. Αν συνεχίσουμε πορευόμενοι σε αυτό το δρόμο, θα γνωρίσουμε τελικά την τύχη των Εβραίων που διασκόρπισε ο Τίτος στα πέρατα της Γης.

Η τρικομματική κυβέρνηση και, προσωπικά, ο Αντώνης Σαμαράς, αν συνεχίσουν σε αυτό το δρόμο, θα επωμισθούν μια ιστορική ευθύνη που, όμοιά της, δεν βάρυνε καμιά άλλη κυβέρνηση ή ηγεσία του νεοελληνικού κράτους, περιλαμβανομένων αυτών που οδήγησαν το ελληνικό έθνος στη Μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο πόλεμο ή την κυπριακή τραγωδία. Αν ο «σοσιαλιστής» Γιώργος Παπανδρέου έθεσε τις βάσεις μιας πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, οι δήθεν «εθνικόφρονες» του Σαμαρά (και του σκιώδους, πρώην «αριστερού» Πρωθυπουργού του, Χρύσανθου Λαζαρίδη) θέτουν τώρα, με την πολιτική τους, τα θεμέλια για την καταστροφή του έθνους, όπως άλλωστε μόνο οι «εθνικόφρονες» (συχνά με τη βοήθεια διαφόρων πρώην και δήθεν «αριστερών»), μπόρεσαν να το κάνουν στην ελληνική ιστορία.

Ιστορικά, αξίζει να τα θυμίζουμε τώρα, η «εθνικόφρων» δεξιά παράταξη είναι υπεύθυνη για τις μεγαλύτερες εθνικές τραγωδίες, όπως ιδίως η προδοσία και καταστροφή της Κύπρου, στην οποία συνέβαλε διαχρονικά, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (κυβέρνηση Καραμανλή), την απόσυρση της μεραρχίας (χούντα Παπαδόπουλου), το πραξικόπημα κατά Μακαρίου που άνοιξε τις πύλες του νησιού στην Τουρκία (χούντα Ιωαννίδη) και τη μη αποφασιστική άμυνα κατά τον β' Αττίλα (κυβέρνηση Καραμανλή). Είναι καλό να τα θυμόμαστε αυτά γιατί πολύ σπέκουλα γίνεται τελευταία. Είναι αλήθεια ότι στον δρόμο αυτό μπήκε και ο πασοκικός «εκσυγχρονισμός» των Σημίτη και Γ. Παπανδρέου, ιδίως με το σχέδιο Ανάν, γεγονός που έχει κάπως συσκοτίσει τις ευθύνες της άλλης παράταξης. Αυτό που έχει κρίσιμη σημασία να θυμόμαστε είναι ότι αυτά συνέβησαν εξαιτίας της βαθιάς εξάρτησης του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, της ιθύνουσας τάξης και του ελληνικού κράτους, από ξένες δυνάμεις και κέντρα αποφάσεων. Η έκταση μάλιστα της καταστροφής ήταν ευθέως ανάλογη, κάθε φορά, με τον βαθμό ξένης εξάρτησης. Το πρόβλημα της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας του ελληνικού κράτους ποτέ δεν λύθηκε ικανοποιητικά, στους δύο αιώνες της τυπικής ανεξαρτησίας μας κι αυτό κινδυνεύει τώρα να μας συμπαρασύρει στον όλεθρο.

Κατά τον 19ο αιώνα, είχαμε το αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κόμμα. Στο δεύτερο μισό του 20ού το «αμερικανικό» με τις διάφορες «συνιστώσες» του. Τώρα, τελούμε υπό την οικονομική κατοχή του χρήματος και τη γεωπολιτική «διείσδυση» του Ισραήλ, με τις ΗΠΑ σε ρόλο γενικού επιβλέποντος.

Αν δεν βρεθεί τρόπος να ανακοπούν οι διαδικασίες εσωτερικής αποσύνθεσης της Ελλάδας και της Ευρώπης, η τελική προοπτική δεν θα είναι απλώς μια μείζων οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Η καταστροφή αυτή έχει, σε μεγάλο βαθμό, συντελεσθεί ήδη και είναι ανυπολόγιστη. Μόνο ένα μικρό τμήμα των συνεπειών της έχει γίνει αισθητό. Γιατί, όταν συζητάνε για το αν οι συντάξεις θα έχουν πλαφόν 2400 ή 2200 ευρώ, ξεχνάνε να πούνε ότι έχουν καταστρέψει και λεηλατήσει τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι συντάξεις θα φτάσουν επομένως στα 200 ή 300 ευρώ, που είναι ο πραγματικός σκοπός, αλλά δεν μπορεί να ανακοινωθεί. Αν σήμερα ένας δημόσιος υπάλληλος ή ένας συνταξιούχος δοκιμάσει να κάνει απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις, θα διαπιστώσει ότι πρακτικά πρέπει να τις πληρώσει από την τσέπη του. Τυπικά βέβαια, υπάρχει ακόμα δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Επειδή δεν πάνε όλοι μαζί για εξετάσεις, οι δημόσιοι υπάλληλοι αγνοούν ακόμα την πραγματικότητα. ‘Ένα νοσοκομείο μπορεί να λειτουργήσει ένα διάστημα, όπως και μια οικογένεια να επιβιώσει ή μια επιχείρηση να αντέξει, αλλά τρώει τα αποθέματα, τις δυνατότητες και τις εφεδρείες της. Είναι θέμα χρόνου βέβαια να κλείσουν, αλλά αυτό δίνει μια ψευδή ελπίδα, που, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα τρομοκρατίας και τις αδυναμίες των εναλλακτικών, μαζί και τις απάτες Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη, επέτρεψαν την οριακή επικράτηση των μνημονιακών στις εκλογές. Άλλωστε, ο μέσος πολίτης τελών εν πλήρει συγχύσει από το επικοινωνιακό μπαράζ, σε πολύ μικρό βαθμό μοιάζει να συνειδητοποιεί τι σημαίνει για τη ζωή του το αγγλικό δίκαιο, η ρήτρα εθνικής κυριαρχίας ή η ιδιωτικοποίηση των υποδομών μεταφοράς αερίου. Είναι σα να πέφτεις από τον πεντηκοστό όροφο του ουρανοξύστη και στον 25ο να λες: «Μέχρις εδώ καλά τα πήγαμε».

Οι δανειακές και το Μνημόνιο οργανώνουν μια βαθειά κοινωνική «αντεπανάσταση», όπως αυτή που οργάνωσε η Θάτσερ στη Βρετανία και ο Ρέηγκαν στις ΗΠΑ, αλλά δεν περιορίζονται σε αυτό. Εδώ η κρίση απειλεί το ίδιο το καθεστώς, όπως στη Ρωσία του 1917 και τη Γερμανία του 1930-33. Επιπλέον έχει και μια, λανθάνουσα προς το παρόν, γεωπολιτική συνιστώσα. Προς το παρόν λέμε, γιατί είναι σαφές ότι μια χρεωκοπημένη Ελλάδα σε σύγκρουση με την Ευρώπη, θα γίνει το αντικείμενο εξαιρετικά ενεργού ανταγωνισμού για τον έλεγχό της από μη ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ήδη η Κύπρος μετατρέπεται ταχέως και οικειοθελώς, σε ντε φάκτο προτεκτοράτο του Ισραήλ.

Ένας φίλος μούλεγε τις προάλλες ότι θεωρεί αναπόφευκτη την κατάρρευση και ελπίζει σε μια αναγέννηση μετά την καταστροφή. Του απήντησα ότι για να συμβεί έστω αυτό, θα πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή η χώρα. «Οι χώρες δεν εξαφανίζονται» μου απήντησε, μια παραλλαγή του «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Δεν είμαι καθόλου βέβαιος. Η συγκρότηση της ανθρωπότητας, και ιδίως της Ευρώπης, σε έθνη κράτη, αναμφισβήτητη δημοκρατική κατάκτηση είναι πολύ πρόσφατη στην ιστορία για να θεωρηθεί δεδομένη. Για να μην πάμε στο τέλος των ελληνικών πόλεων και των ελληνιστικών βασιλείων, μπορούμε να σκεφθούμε τι θα συνέβαινε αν είχε περάσει το σχέδιο Ανάν το 2004. Δεν θα υπήρχε σήμερα Κυπριακή Δημοκρατία και η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία του πληθυσμού θα είχε μετατραπεί σε «κοινότητα εις αναζήτηση κηδεμόνα». Κηδεμόνα που θα αναζητούσε αλλά μπορεί να μην έβρισκε, γιατί, μετά την κατάλυση της διεθνούς υπόστασης του κράτους, η ίδια η πλειοψηφική παρουσία των Ελλήνων στο νησί θα γινόταν το κυριότερο εμπόδιο στον πλήρη έλεγχό του, με ότι αυτό συνεπάγεται! Μόνο οι Τούρκοι μπορεί ίσως να μας σώζανε, αν απειλούσαν τότε αυτοί να πάρουν όλο το νησί, ενεργοποιώντας την Αυτοκρατορία που δεν θέλει, φυσικά, να το ελέγχουν, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Τούρκοι, για τον εαυτό της το χρειάζεται.

Η ελληνική άρχουσα τάξη τελεί σήμερα σε κατάσταση διανοητικής παράκρουσης, γιατί νοιώθει κι αυτή ότι την έχουν βάλει να αυτοκαταστραφεί και, βαθιά διεφθαρμένη, εξαρτημένη, εκβιάσιμη, δεν μπορεί να συγκροτηθεί σε ελάχιστα αξιοπρεπές υποκείμενο. Με ελάχιστες, ιδεοληπτικές εξαιρέσεις, το πάσης φύσεως κατεστημένο της χώρας έχει εδραία πεποίθηση ότι βαδίζει στην καταστροφή, αλλά συνεχίζει να το πράττει, «μοιραίο και άβουλο». Αν μάλιστα τους πιέσεις σε καμιά συζήτηση, μπορεί να εισπράξεις και απίστευτες απαντήσεις, όπως συνέβη προ μηνών στον γράφοντα, όταν άκουσε από κορυφαίο πολιτικό παράγοντα να του λέει: «Το Γένος επιβίωσε και χωρίς Κράτος!». Με «έστειλε» βέβαια ο άνθρωπος, αλλά έχει και επί της ουσίας άδικο. Επιβίωσαν οι Έλληνες χωρίς κράτος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτό όμως συνέβη επειδή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αντί να καταφύγει στην Πελοπόννησο, είπε στον Μωάμεθ ότι δεν είναι δικαίωμα του ίδιου και των κατοίκων της Βασιλεύουσας να του την παραδώσουν! Κυρίως όμως, επιβίωσε επειδή το επέτρεπαν οι τότε διεθνείς συνθήκες και το μοντέλο της οθωμανικής κυριαρχίας.

Σήμερα βρισκόμαστε στο περιβάλλον μιας ανερχόμενης «ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης» και μεγάλων μεταναστεύσεων λαών. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία μας που απειλείται, γιατί, εκτός των άλλων, σε μια χώρα με αυτή την ιθύνουσα τάξη, μόνο ο λαός, οι πληβείοι υπερασπίζονται το έθνος. Οφείλουμε επίσης να υπερασπιστούμε, ως κόρην οφθαλμού, το έθνος-κράτος, γιατί είναι το μόνο διαθέσιμο πλαίσιο αξιοπρεπούς ύπαρξης του ελληνικού λαού και διασφάλισης της κυριαρχίας του στον τόπο του. Οφείλουμε να το κάνουμε με έξυπνο τρόπο, γιατί το έθνος-κράτος είναι μεν τελείως απαραίτητο, είναι όμως ταυτόχρονα και τελείως ανεπαρκές ως πλαίσιο άμυνας στον σημερινό διεθνή συσχετισμό ισχύος.

Οφείλουμε να αποφύγουμε τις τόσο συχνές προβοκάτσιες που οδήγησαν την Ελλάδα εκεί που την οδήγησαν. Είναι χοντρό και επικίνδυνο ψέμμα να πιστεύουμε ότι υπάρχουν απλές λύσεις στο μεταναστευτικό. Είναι χοντρό και επικίνδυνο ψέμμα να ισχυριζόμαστε ότι η ΑΟΖ έχει σχέση με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Είναι χοντρό και επικίνδυνο ψέμμα να εμφανίζουμε διάφορες δήθεν θαυματουργές λύσεις, όπως τα πετρέλαια ή διάφορους πρόθυμους «νέους γεωπολιτικούς συμμάχους», δήθεν από μηχανής Θεούς.

Ακριβώς γιατί το έθνος-κράτος είναι απαραίτητο, αλλά ανεπαρκές πλαίσιο, ο γράφων, αν και σφοδρός επικριτής από ετών του Μάαστριχτ, τάσσεται εναντίον της αποχώρησης από το ευρώ με δική μας πρωτοβουλία, προτού εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια αγώνα στα πλαίσια της ΕΕ, προτού εξαντλήσουμε όλα τα θεσμικά και πολιτικά περιθώρια εντός αυτής. Ακόμα κι αν δεν μπορέσουμε να μείνουμε στο ευρώ, έχει μεγάλη σημασία το πώς θα φύγουμε, γιατί χρειαζόμαστε την Ευρώπη όχι ως συγκεκριμένο μηχανισμό, αλλά ως πεδίο διεθνούς σύγκλισης των ευρωπαϊκών λαών για να αμυνθούν από τον πόλεμο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι αγορές και γιατί, υπό τις παρούσες συνθήκες, η καταστροφή της ΕΕ μπορεί να αποτελέσει μια παγκόσμιας, ιστορικής σημασίας, ήττα του ανθρωπισμού. Όπως η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε μια παγκόσμια, ιστορική ήττα του σοσιαλισμού και της ανεξαρτησίας των λαών, στοιχείων δηλαδή μιας παγκόσμιας δημοκρατίας, παρόλο που στη Σοβιετική ‘Ενωση δεν υπήρχαν πολλά στοιχεία ούτε σοσιαλισμού, ούτε δημοκρατίας. Ένα από τα πολλά, ιστορικά εγκλήματα των Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά και ΣΙΑ είναι ότι, ενεργώντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, ως όργανα του Χρήματος, αντί να υπερασπισθούν την Ελλάδα στην Ευρώπη, μετατρέποντας το ελληνικό σε ευρωπαϊκό πρόβλημα, δημιουργώντας συμμαχίες και επάγοντας ευνοϊκή πολιτική δυναμική, την αφόπλισαν διεθνώς με τη συγκατάθεσή τους στα Μνημόνια και τις Δανειακές, βοήθησαν και βοηθούν αποφασιστικά να γίνει η Ελλάδα και το πρόβλημα και το εργαλείο καταστροφής της Ευρώπης.

Οι «ευρωπαϊστές» και οι «αντιευρωπαϊστές» θυμίζουν δυστυχώς κάπως τις αντίπαλες φιλοδυτικές και φιλοτουρκικές φράξιες στο ύστερο Βυζάντιο. Και οι μεν και οι δε δεν πιστεύουν στο δικό τους έθνος, διολισθαίνουν ανεπαίσθητα από την αναζήτηση συμμάχων στην εξάρτηση από τους συμμάχους, δεν πιστεύουν στον εαυτό τους και δεν συμπεριφέρονται ως υποκείμενα. Νομίζουν ότι η ελευθερία είναι συνάρτηση του συσχετισμού δυνάμεων. Αυτό δεν είναι τελείως λάθος, αν και το διέψευσε ο Δαυίδ. Αλλά η ελευθερία και η αξιοπρέπεια, ανεξαρτήτως συσχετισμού δυνάμεων, είναι κατ' αρχήν εσωτερική, όχι εξωτερική συνθήκη. Οι «ευρωπαϊστές» λένε ότι πρέπει να κάνουμε ότι μας λένε, γιατί μόνο έτσι θα μας καταδεχτούν, οι «αντιευρωπαϊστές» ότι πρέπει να κάνουμε αυτά που μας λένε για να μείνουμε, κι αφού δεν θέλουμε να τα κάνουμε, πρέπει να φύγουμε. Η βάση του συλλογισμού αμφοτέρων είναι η ίδια. Κατά τρόπο βαθειά ειρωνικό, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη προκάλεσε μια μεγάλη μετατόπιση της ψυχολογίας και ιδεολογίας των ελληνικών ελίτ προς την Ανατολή!

Ίσως, η προσέγγιση των καταστροφών και ιδίως η συνειδητοποίησή τους, επιτρέψει στην Ελλάδα και την Ευρώπη να αντιστρέψουν ξαφνικά τη διαδικασία. Η έγκαιρη συνειδητοποίηση επικείμενης μεγάλης καταστροφής μπορεί να θεμελιώσει ελπίδα, συνιστά ένα «παράθυρο ευκαιρίας» και μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν «θαύμα». ‘Ένα τέτοιο «θαύμα» έγινε το 1945-50, όταν απετράπη ο Γ' Παγκόσμιος Πόλεμος, στην Κούβα, όταν απετράπη ξανά ή στην Κύπρο το 2004, όταν απερρίφθη το σχέδιο Ανάν. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και πολλά άλλα παραδείγματα.

(*) Στην εκπομπή του για τις ψυχικές επιπτώσεις της κρίσης στη ΝΕΤ, ο Στέλιος Κούλογλου εμφάνισε ένα παιδί από ένα δημοτικό σχολείο της Νίκαιας που ζωγράφισε τον ήλιο μαύρο. Αν και ανατριχιαστική, αυτή η ζωγραφιά περιγράφει τη θεμελιώδη εξίσωση της παρούσας ελληνικής και διεθνούς διαδικασίας, των μεθόδων (που μοιάζουν κάπως με την «αντιστροφή προσήμου» στη θεωρία καταστροφών), του σκοπού της, της «θρησκείας» της νέας, κρυπτόμενης «Αυτοκρατορίας», με την ίδια μεγαλοφυή απλότητα που έχουν οι εξισώσεις του Νεύτωνα και του Αϊνστάιν.

ΠΗΓΗ: Hellenic Nexus, Aύγουστος 2012 και Τετάρτη, 8 Αυγούστου 2012, http://konstantakopoulos.blogspot.gr/2012/08/blog-post_7702.ht