Αρχείο κατηγορίας Το Ευρώ της Ευρωζώνης τους και της Ένωσής τους

Η Ευρώπη, από το Νότο ως το Βορρά και απ’ την Ανατολή ως τη Δύση, δεν έχει κοινό πολιτισμό, γιατί δεν έχει κοινές πολιτισμικές ρίζες. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που μετράει είναι το μπόλιασμα πάνω σ’ αυτές. Αλλά πιο πάνω απ’ αυτό είν’ οι καρποί του. Και όταν οι καρποί αποδεικνύονται δημητηριώδεις, ξεμπερδεύεις με το [αγλλωσαξωνιοκό] μπόλιασμα και αναζητάς νέο …μάτι…

ΒΙΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΙ

ΒΙΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΙ:

Τα σφάλματα της Ελλάδας, τα «κατηγορώ» των ευρωπαίων πολιτών, η τευτονική αλαζονεία, το σενάριο της εξόδου της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, οι δυνατότητες της Ευρώπης, το εθνικό νόμισμα και το μέλλον της πατρίδας μας μετά το τέλος της κρίσης

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Είναι πραγματικά απίστευτο, δεν είναι εύκολο δηλαδή να κατανοήσει κανείς το πώς κατάφερε η Πολιτική μίας τόσο πλούσιας χώρας, όπως η Ελλάδα, να την οδηγήσει στην αδυναμία πληρωμών των οφειλών της – από εκεί, αμέσως μετά, χωρίς ουσιαστικά την παραμικρή προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης δανεισμού (την οποία μόνοι μας προκαλέσαμε), στα νύχια του ΔΝΤ. Πόσο μάλλον όταν η «διαχείριση» του ελάχιστου συγκριτικά συνολικού χρέους της, δημοσίου και ιδιωτικού, ήταν κάτι παραπάνω από εφικτή – όπως έχει στο παρελθόν επισημάνει ακόμη και η τράπεζα των τραπεζών

Είναι εμφανές λοιπόν ότι, η Ελλάδα έχει, από δεκαετίες τώρα, ένα τεράστιο «έλλειμμα διακυβέρνησης», το οποίο δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της εκάστοτε ηγετικής της ομάδας. Δυστυχώς, εδώ ακριβώς αποτυγχάνει διαχρονικά η χώρα μας η οποία, κατά τα φαινόμενα, δεν διαθέτει έναν ικανό και επαρκή «κρατικό μηχανισμό» – γεγονός που μας οδηγεί στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι, μόνο η «δημιουργική καταστροφή» του υφιστάμενου μηχανισμού, ενδεχομένως με τη βοήθεια της χρεοκοπίας, θα μπορούσε να «επιφέρει» την απαιτούμενη αλλαγή του".   

Ανάλυση

Όπως φαίνεται οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν την Ελλάδα, κατηγορώντας την εύλογα ότι, «άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου» – αφού χρησιμοποιήθηκε ως ο Δούρειος Ίππος, με τη βοήθεια του οποίου εισέβαλλε το ΔΝΤ στη Ευρωζώνη, «πυροδοτώντας» την τεράστια κρίση χρέους, βιώσιμου δανεισμού και τραπεζών που βιώνουμε.

Δυστυχώς, το ότι η μοιραία «κερκόπορτα» ανοίχθηκε ερήμην των Ελλήνων, από τον τότε πρωθυπουργό τους, δεν αποτελεί δικαιολογία για κανέναν Ευρωπαίο – επειδή δεν διαχωρίζεται ποτέ η χώρα, από τους εκάστοτε εκπροσώπους της (ενδεχομένως σωστά, με την έννοια πως οι πολίτες επιλέγουν την ηγεσία τους – όπου δυστυχώς κανένας δεν ενδιαφέρεται, σχετικά με το εάν είχαν στη διάθεση τους ορθολογικότερες επιλογές). 

Οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν ανάλογα την πρωσική Γερμανία, η οποία απαίτησε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη «διάσωση» της Ελλάδας – με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί από τους «εισβολείς» σκόπιμα, για πρώτη φορά, η αλληλεγγύη, καθώς επίσης η βιωσιμότητα της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος της.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε ότι, η αντιμετώπιση του ευρώ απλά και μόνο σαν ένα νόμισμα, με επακόλουθο τη σύγκριση του (πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα) με τα εκάστοτε εθνικά νομίσματα, αποτελεί ένα «κρίσιμο», καίριο λάθος – αφού το «ζητούμενο» δεν ήταν ποτέ το κοινό νόμισμα, αλλά η Ευρωπαϊκή ιδέα και η συνοχή της ηπείρου μας. Ειδικότερα το ότι, είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσουν, να διατηρήσουν καλύτερα το βιοτικό τους επίπεδο τα ευρωπαϊκά κράτη χωριστά μεταξύ τους, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης – πόσο μάλλον όταν η Ευρώπη συνιστά ένα συνεχώς μειούμενο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ ευρίσκεται απέναντι σε πολύ μεγάλες, συνεκτικές δυνάμεις, όπως οι Η.Π.Α. και η Κίνα.

Περαιτέρω, οι Ευρωπαίοι εύλογα δεν συγχωρούν την Ελλάδα, κατηγορώντας την ότι δεν σεβάστηκε αυτά που υπέγραψε το 2010 – το πρώτο μνημόνιο δηλαδή, με το οποίο ψηφίσθηκαν από τη Βουλή κάποια συγκεκριμένα μέτρα, που όμως ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν (σκόπιμα μάλλον). Προφανώς έχουν απόλυτο δίκιο αφού, ανεξάρτητα από το εάν τα μέτρα αυτά ήταν οικονομικά σωστά ή όχι, όταν τα αποδέχεται μία χώρα οφείλει να τα τηρεί – με απόλυτη «ευλάβεια» και ενδεχομένως κάνοντας περισσότερα, από αυτά που την υποχρεώνουν (αν και, κατά την άποψη μας, δεν έπρεπε να είχε υπογραφεί κανένα μνημόνιο). 

Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι κατηγορούν τη Γερμανία, επειδή δεν σεβάστηκε ποτέ έγκαιρα τις υποχρεώσεις που ανέλαβε – καθυστερώντας απαράδεκτα τις αποφάσεις που αφορούσαν την Ελλάδα (καταρχήν το 2010, για να προλάβουν οι δικές της τράπεζες να «απεγκλωβιστούν» από τα δάνεια τους προς τη χώρα μας, να πουλήσουν τα ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους δηλαδή και στη συνέχεια για άλλους λόγους – σαδιστικούς εν μέρει). 

Στα πλαίσια αυτά, η χρησιμοποίηση της Ελλάδας εκ μέρους της Γερμανίας, ως το ιδανικό υποψήφιο θύμα για τον παραδειγματισμό και τη υποταγή των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ξεπέρασε κάθε ανεκτό όριο – με αποτέλεσμα να προκληθεί μία τεράστια κρίση εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη, καθώς επίσης να εμφανισθούν μη αλληλέγγυες όλες οι χώρες μεταξύ τους, προκαλώντας τις συνεχείς επιθέσεις των αγορών.  

Συνεχίζοντας, οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν σήμερα την Ελλάδα, πολύ σωστά, επειδή αποδέχεται χωρίς καμία διαμαρτυρία τον απίστευτο εξευτελισμό της από την πρωσική Γερμανία – ζητιανεύοντας στην κυριολεξία για τις δόσεις της ντροπής, επιτρέποντας στην καγκελάριο να την «λυπάται» δημόσια (λέγοντας χαιρέκακα πως την προβληματίζει η αδυναμία της Ελλάδας να πληρώσει μισθούς και συντάξεις), θυσιάζοντας τη βιωσιμότητα των Ελλήνων στο βωμό του χρέους και ψηφίζοντας οτιδήποτε της ζητηθεί, στα πλαίσια της γνωστής πολιτικής των υποκλίσεων και της δουλικής υποτέλειας, η οποία χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις της των τελευταίων ετών.

Στο σημείο αυτό, όταν αρκετά ελληνικά ΜΜΕ προγραμματίζουν ειδικές εκπομπές για το θέμα της δόσης των 31,5 δις € (ως συνήθως, με τη συμμετοχή ορισμένων «συμπλεγματικών πολιτικών» ή/και πλανόδιων «διανοητών», οι οποίοι δεν κάνουν τίποτα άλλο, από το να «τριγυρίζουν» σχεδόν καθημερινά στα τηλεοπτικά κανάλια και στα ραδιόφωνα, σκλάβοι του εθισμού και της ανάγκης τους για αναγνωρισιμότητα), αιτιολογούμε απόλυτα τις κατηγορίες των Ευρωπαίων – τείνοντας να πεισθούμε δυστυχώς ότι, δεν μας αξίζει η Ευρώπη, ενώ «υποβιβάζουμε» τον πολιτισμό της, παραμένοντας εντός της. Η αγένεια που χαρακτηρίζει την κοινωνική συμπεριφορά μας, η έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους, η δημαγωγία, η μη τήρηση των κανόνων εις βάρος της ελευθερίας των υπολοίπων και διάφορα άλλα, δεν συνηγορούν δυστυχώς υπέρ του επιπέδου του πολιτισμού μας.   

Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι δεν συγχωρούν τη Γερμανία, επειδή δεν σέβεται καθόλου τις υποσχέσεις της – όπως τεκμηριώνεται από τη μη καταβολή των ήδη αποφασισμένων, των ληξιπρόθεσμων ουσιαστικά δόσεων προς την Ελλάδα (31,5 δις €, 5 δις € κοκ.). Φυσικά δεν επικροτούν σε καμία περίπτωση την αλαζονεία της, θεωρώντας πως, αργά ή γρήγορα, θα την πληρώσει πολύ ακριβά – ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν με προβληματισμό τις ηγεμονικές της βλέψεις, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, η χώρα αυτή (και όχι «κάποιοι ναζί»), οδήγησε τον πλανήτη σε δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους.  

Περαιτέρω, οι Ευρωπαίοι κατηγορούν εύλογα την Ελλάδα για την διαπλοκή και την υπερβολική διαφθορά που διαπιστώνουν – ειδικά όσον αφορά την πολιτική και την οικονομική της ελίτ. Ταυτόχρονα, κατακρίνουν τη Γερμανία για το ότι «στεγάζει» και καλύπτει τους μεγαλύτερους διαφθορείς παγκοσμίως – τη βιομηχανική της ελίτ η οποία, παρά το ότι χρηματίζει και διαφθείρει τους πάντες σε ολόκληρο τον πλανήτη, έχει ιδρύσει στο Βερολίνο την οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια» (στην οποία συμμετέχουν όλοι οι διαφθορείς, όπως έχουμε αναλύσει σε παλαιότερο κείμενο μας). 

Στα πλαίσια αυτά, το ότι η Ελλάδα εφάρμοσε μόνο τις οριζόντιες περικοπές των μισθών και συντάξεων, σε συνδυασμό με την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, τα πλέον «αιμοβόρα» δηλαδή σημεία του προγράμματος λιτότητας που της επιβλήθηκε, χωρίς οι κυβερνήσεις της να ενδιαφερθούν καθόλου για την εξαθλίωση και τη φτώχεια των πολιτών της πατρίδας τους, δεν είναι στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της – αντίθετα, προκαλεί την απέχθεια των Ευρωπαίων, ειδικά όταν συνοδεύεται από την εκκωφαντική σιωπή των αμνών που επικρατεί στη χώρα μας, η οποία νομιμοποιεί εκ των πραγμάτων την πολιτική της ηγεσία.

Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, το πρόβλημα της πατρίδας μας είναι κυρίως πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό – ενώ το οικονομικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόβλημα διαχείρισης, προερχόμενο από τη δομή του συστήματος (οικονομική ολιγαρχία, πολιτική κομματικοκρατία, έλλειμμα επιχειρηματικού και φορολογικού πλαισίου κοκ.), καθώς επίσης από την «αποστασιοποίηση» και την «αδράνεια των μαζών».    

Από την πλευρά της Γερμανίας τώρα, η ενδυνάμωση του επεκτατικού κράτους με τη βοήθεια των φορολογικών επιδρομών και της λεηλασίας των πολιτών του από μία οικονομική αστυνομία, η οποία ελάχιστα διαφέρει από τα SS που γνωρίσαμε στο παρελθόν, αντιμετωπίζεται με φόβο από τους Ευρωπαίους – ειδικά από τους Γάλλους, οι οποίοι μάλλον δεν διατηρούν πια την ουτοπία της ανίκητης «γραμμής Μαζινό» (το ευρώ σήμερα), η οποία θα προστατεύσει τα γαλλικά σύνορα από τους αμετανόητους γείτονες τους. 

Συνεχίζοντας, οι Ευρωπαίοι κατηγορούν την Ελλάδα για «αφερεγγυότητα», επειδή δεν θέλει να πληρώσει τις υποχρεώσεις της, παρά το ότι μπορεί (με κριτήριο την ιδιωτική της περιουσία, τον υπόγειο πλούτο κλπ.) – ισχυριζόμενη πως τα χρέη της είναι «μη βιώσιμα» ή επαχθή, αν και είναι αδύνατον να τεκμηριωθούν αντικειμενικά ως τέτοια (άρθρο μας).

Ταυτόχρονα, κατηγορούν τη Γερμανία για εκβιασμό της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας – με τη βοήθεια των στοιχείων που έχει στη διάθεση της, εις βάρος ορισμένων πολιτικών και κομμάτων εξουσίας (Siemens κλπ.). Επίσης για το ότι λειτουργεί μερκαντιλιστικά, κερδίζοντας εις βάρος των «εταίρων» της τόσο από τις εξαγωγές (διατηρώντας παράλληλα χαμηλή την εσωτερική της ζήτηση και τις εισαγωγές), όσο και από τον τοκογλυφικό δανεισμό τους.

Τέλος, στο θέμα της φοροδιαφυγής δεν αναφερόμαστε καθόλου, επειδή αφενός μεν χρησιμοποιείται για τη «χειραγώγηση» των μαζών (μόνο οι «μικροί» και οι ανόητοι φοροδιαφεύγουν), αφετέρου επισκιάζεται από την «φοροαποφυγή» των πολυεθνικών – η οποία αποτελεί τη «μάστιγα» ολόκληρου του πλανήτη και όχι μόνο της Ελλάδας ή της Γερμανίας.      

Ολοκληρώνοντας, με κριτήριο τα παραπάνω, η Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί αντάξια του ευρώ – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι, η Ευρωζώνη κινδυνεύει από την πατρίδα μας.

Δυστυχώς όμως, παρά το ότι είχαμε ανέκαθεν την άποψη πως η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να υιοθετήσει το κοινό νόμισμα το 2001, ενώ στη συνέχεια, αφού έκανε δηλαδή το σφάλμα, δεν προσπάθησε να ανταπεξέλθει με τις υποχρεώσεις της, θεωρούμε ότι είναι πλέον «εγκλωβισμένη» στην Ευρωζώνη – με την έννοια πως τυχόν έξοδος της, με την υιοθέτηση της δραχμής και τη «νομοτελειακή» χρεοκοπία της, θα αποτελούσε ένα απόλυτα καταστροφικό σενάριο (κυρίως μετά την υπογραφή του PSI, με βάση το οποίο δεν μπορεί πλέον να μετατρέψει το εξωτερικό χρέος της σε δραχμές).

Το ίδιο ισχύει και για τη Γερμανία, η οποία δεν είναι επίσης αντάξια του ευρώ – μία χώρα όμως από την οποία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, κινδυνεύει πολύ σοβαρά η Ευρωζώνη. Στα πλαίσια αυτά είναι ίσως σκόπιμο να παραθέσουμε το σενάριο της εξόδου της Γερμανίας – αφού είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι, είναι επίσης εγκλωβισμένη στο ευρώ, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Ελλάδα.

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Υποθετικά η Γερμανία αποφασίζει να εγκαταλείψει μονομερώς την Ευρωζώνη – με τη θέληση της φυσικά, αφού διαφορετικά δεν μπορεί να την «αποβάλλει» κανένας. Όπως και στο σενάριο εξόδου της Ελλάδας (άρθρο μας), επιλέγεται η υιοθέτηση του μάρκου, με μία σχέση ανταλλαγής 1:1 – έτσι ώστε να είναι εύκολη και γρήγορη η διαδικασία.

Η απόφαση της εξόδου, η οποία έχει φυσικά προετοιμασθεί μεθοδικά και κρυφά, ανακοινώνεται από την καγκελάριο μία Παρασκευή βράδυ – μετά το κλείσιμο της Wall Street, έτσι ώστε να μην δημιουργηθεί αναστάτωση στις αγορές. Πρώτη ενέργεια είναι η αποχώρηση του προέδρου της κεντρικής τράπεζας της από το συμβούλιο της ΕΚΤ – στο οποίο δεν μπορεί πλέον να συμμετέχει.

Οι χρηματαγορές είναι φυσικά οι πρώτες που αντιδρούν τη Δευτέρα, απολύτως πεπεισμένες ότι, το μάρκο θα ανατιμηθεί τόσο απέναντι στο ευρώ, όσο και στο δολάριο – με αποτέλεσμα την αυξημένη εισροή χρημάτων στη Γερμανία (μετοχές, ομόλογα, συνάλλαγμα κλπ.), κυρίως από τις χώρες της Ευρωζώνης.

Σαν αποτέλεσμα της κατακόρυφης αύξησης της ρευστότητας στη Γερμανία, της μεγάλης εισροής χρημάτων δηλαδή, το μάρκο ανατιμάται ραγδαία – τουλάχιστον κατά 40%, παρά το ότι δεν θα έπρεπε να υπερβεί το 1,20 με κριτήριο την συγκριτική ανταγωνιστικότητα της. Επομένως, για να αγοράσει κανείς πια ένα μάρκο, θα πρέπει να δώσει 1,40 ευρώ – αντί του ενός ευρώ, με το οποίο ανταλλάχθηκε αρχικά.

Σε όρους υποτιμημένου ευρώ λοιπόν, τα διάφορα περιουσιακά στοιχεία που ήταν ήδη τοποθετημένα στη Γερμανία (για παράδειγμα, οι απαιτήσεις των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης), χάνουν σημαντικά σε αξία. Ταυτόχρονα, μειώνεται η αξία (σε όρους ευρώ) των κρατικών εγγυήσεων της Γερμανίας στους μηχανισμούς στήριξης της Ευρωζώνης, καθώς επίσης οι οφειλές της στο ευρωσύστημα (Target II).

Παράλληλα, η Γερμανία απαιτεί την άμεση εξόφληση των απαιτήσεων της κεντρικής τράπεζας της από το ευρωσύστημα – ένα ποσόν που υπερβαίνει τα 700 δις € (κάτω από τα 500 δις πλέον σε όρους μάρκου), δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην ΕΚΤ. 

Η ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Αμέσως μετά την ξαφνική έξοδο της Γερμανίας, στις χρηματοπιστωτικές αγορές της υπόλοιπης Ευρωζώνης επικρατεί το απόλυτο χάος. Μεταξύ άλλων, τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Κύπρου κλπ. αυξάνονται ραγδαία – με αποτέλεσμα η ΕΚΤ, η οποία φυσικά μεταφέρει αμέσως την έδρα της από τη Φρανκφούρτη στις Βρυξέλλες, να ανακοινώσει την αγορά απεριόριστων ποσοτήτων ομολόγων των κρατών-μελών της.

Η ενέργεια της αυτή πετυχαίνει τα αναμενόμενα, οπότε οι αγορές ομολόγων ηρεμούν και τα επιτόκια δανεισμού της Ευρωζώνης περιορίζονται – αν και η αξία τους πλέον, σε όρους μάρκου, μειώνεται σημαντικά. Η Γερμανία βέβαια το είχε προβλέψει, φροντίζοντας να έχει πουλήσει τα περισσότερα ομόλογα δημοσίου των «εταίρων» της, τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι τράπεζες και οι δημόσιοι οργανισμοί της.  

Στη συνέχεια, η ΕΚΤ αποφασίζει να πληρώσει αμέσως όλες τις υποχρεώσεις της απέναντι στη γερμανική κεντρική τράπεζα (Target II), με φρεσκοτυπωμένα Ευρώ – τα οποία έχουν ήδη χάσει μεγάλο μέρος της αξίας τους, σε όρους μάρκου, με αποτέλεσμα η Bundesbank να εγγράψει σημαντικότατες ζημίες στον ισολογισμό της.

Το ίδιο συμβαίνει και με την αποπληρωμή των απαιτήσεων της Γερμανίας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς σταθερότητας – οπότε το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, σε όρους μάρκου, αυξάνεται ανάλογα.

Παράλληλα, οι υπόλοιπες απαιτήσεις της Γερμανίας, τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού της τομέα, από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, σε όρους μάρκου, μειώνονται αντίστοιχα – δημιουργώντας αρκετά μεγάλα προβλήματα σε ολόκληρη την οικονομία της, επειδή οι απαιτήσεις της είναι μεγαλύτερες από τις υποχρεώσεις της (οφειλές). 

Εν τούτοις, η Γερμανία νοιώθει πια ήσυχη – αφού, ευρισκόμενη εκτός της Ευρωζώνης (και της ΕΕ, αφού καμία χώρα δεν μπορεί να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, παραμένοντας μέλος της ΕΕ), δεν είναι εκτεθειμένη στην κρίση χρέους της, ούτε είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει κανέναν (η ευγνωμοσύνη και η αλληλεγγύη δεν είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της).

ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ

Λίγες εβδομάδες μετά την απόδραση της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, η βαριά βιομηχανία της (αυτοκίνητα κλπ.), διαπιστώνει πτώση των πωλήσεων της στην ΕΕ – στην οποία εξάγει το 70% σχεδόν των προϊόντων της. Η αιτία είναι η ισχυρή ανατίμηση του μάρκου, η οποία καθιστά τα γερμανικά προϊόντα πολύ ακριβά για τα υπόλοιπα κράτη – με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις της χώρας να υποχρεωθούν σε απολύσεις, οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά ανεργίας.

Η ανεργία τώρα αφενός μεν αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, επιδεινώνοντας τα μεγέθη του προϋπολογισμού, αφετέρου μειώνει την εσωτερική ζήτηση – οπότε περιορίζονται τα έσοδα του δημοσίου, με τα ελλείμματα που προκαλούνται να εκβάλλουν στο δημόσιο χρέος.

Για να ανταπεξέλθει λοιπόν η Γερμανία με το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει, υποχρεώνεται σε μειώσεις των μισθών των εργαζομένων της (εσωτερική υποτίμηση), περιορίζοντας το κοινωνικό κράτος – με αποτέλεσμα να βρεθεί αντιμέτωπη με κοινωνικές αναταραχές στο εσωτερικό της. 

Την ίδια εποχή, στις χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες πλέον ηγείται έντιμα η Γαλλία, αποφασίζεται η εφαρμογή μίας ήπιας πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με στοχευμένες αναπτυξιακές ενέργειες – με τη βοήθεια της έκδοσης ευρωομολόγων, με τα οποία χρηματοδοτείται ένα μέρος του δημοσίου χρέους των περισσοτέρων κρατών, υποχρεώνοντας «de facto» τις αγορές να δανείζουν τα υπόλοιπα, με βιώσιμα επιτόκια. 

Περαιτέρω, επιλέγεται η υιοθέτηση της γαλλικής πρότασης – με βάση την οποία δεν προωθείται η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης (Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης), αλλά η ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους κρατών – όπου η δημοσιονομική ένωση αντικαθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, με μία κοινά αποδεκτή συμφωνία δημοσιονομικής σταθερότητας.

Αμέσως μετά, τα κράτη-μέλη καταθέτουν το μερίδιο της Γερμανίας στο ESM – το οποίο εξελίσσουν σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ), κατά τα πρότυπα του ΔΝΤ πριν από το 1970 (άρθρο μας). Φυσικά διώχνουν το ΔΝΤ από την επικράτεια τους – αν και η συμπεριφορά του πλέον, «υποκινούμενη» από τα τεράστια προβλήματα τα υπερδύναμης, καθώς επίσης από τα δικά του (το 2006, ο μοναδικός «πελάτης» του ήταν η Τουρκία), έχει αλλάξει ριζικά. 

Παράλληλα, απαγορεύονται πια οι ευρωπαϊκές ασυμμετρίες (δημιουργία πλεονασμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών) – με το ΕΝΤ, το οποίο επιβλέπει την οικονομική λειτουργία των κρατών της ΕΕ, να υποχρεώνει εκείνες τις χώρες, οι οποίες εμφανίζουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τους, να τα μεταφέρουν στο κοινό ταμείο που διατηρεί το ίδιο (ΕΝΤ) στην ΕΚΤ.

ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Η ΕΚΤ ανακοινώνει τη διατήρηση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2%, αφού έχουν πάψει πλέον να αυξάνονται τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη των κρατών-μελών της Ευρωζώνης – με την οικονομία να σταθεροποιείται και με την ανάπτυξη να επανέρχεται σιγά-σιγά.

Αμέσως μετά, η γερμανική κεντρική τράπεζα κατά την προσφιλή, αλαζονική της συμπεριφορά, τοποθετεί το δικό της στόχο για τον πληθωρισμό στο 1% – αυξάνοντας τα βασικά επιτόκια, για να το επιτύχει.

Κατ' επακόλουθο, ανατιμάται το μάρκο απέναντι στο ευρώ, με αποτέλεσμα να μειωθούν ακόμη περισσότερο οι εξαγωγές της Γερμανίας, να περιορισθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της και να μηδενισθούν σχεδόν τα πλεονάσματα, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.

Η άνοδος της ανεργίας συνεχίζεται και η Γερμανία οδηγείται στο φαύλο κύκλο της ύφεσης – όπου η μειωμένη ζήτηση οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, στην απροθυμία για επενδύσεις, καθώς επίσης στη μεγέθυνση των ελλειμμάτων και του χρέους. Το αποτέλεσμα είναι η «εκτίναξη» των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου, καθώς επίσης των επιχειρήσεων της χώρας, η οποία οδηγείται στην παγίδα ρευστότητας – παράλληλα, η μείωση (διολύσθιση) της ισοτιμίας του μάρκου απέναντι στις ισχυρότερες οικονομίες.

Στα πλαίσια αυτά, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις της ανακοινώνουν τη μεταφορά μεγάλου μέρους της παραγωγής τους στην υπόλοιπη Ευρώπη – αφού αφενός μεν η γερμανική αγορά είναι πολύ μικρή για τα προϊόντα τους, αφετέρου δε χρειάζονται σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (χωρίς δηλαδή το φόβο των συνεχών ανατιμήσεων και υποτιμήσεων του νομίσματος τους).

Το γεγονός αυτό αυξάνει ξανά τις δαπάνες του προϋπολογισμού της χώρας λόγω της ανεργίας, μειώνει τα φορολογικά έσοδα και μεγεθύνει το δημόσιο χρέος – οπότε η Γερμανία αναγκάζεται να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων και των εργαζομένων της, με αποτέλεσμα να ενταθεί η μετανάστευση τους στο εξωτερικό κοκ. 

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Η οικονομία της Ευρωζώνης έχει σταθεροποιηθεί – ενώ οι εξαγωγές των πρώην ελλειμματικών οικονομιών της (Ελλάδα, Ισπανία κλπ.), οι οποίες τηρούν πλέον στο ακέραιο τους κοινούς κανόνες και τις μεταξύ τους υποχρεώσεις, αυξάνονται (ειδικά οι εξαγωγές τους στη Γερμανία, η οποία πλέον είναι πολύ λιγότερο ανταγωνιστική από τις ίδιες). Με τον τρόπο αυτό εισάγουν θέσεις εργασίας και μειώνουν τα χρέη τους, δημόσια και ιδιωτικά, εις βάρος της Γερμανίας.  

Αντίθετα, η Γερμανία είναι βυθισμένη σε μία βαθιά ύφεση άνευ προηγουμένου – αντιμετωπίζοντας αύξηση της εγκληματικότητας, μεγάλες απεργίες, κοινωνικές εντάσεις και εξεγέρσεις, οι οποίες επιδεινώνουν συνεχώς τα οικονομικά της μεγέθη.

Μετά από διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος της λοιπόν, οι οποίες όμως δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα, λόγω των συναλλαγματικών πολέμων που μαίνονται διεθνώς, περιορίζοντας τις εξαγωγές της προς τις αναπτυσσόμενες αγορές της Κίνας, της Βραζιλίας, της Ρωσίας κοκ., τα χρέη της, ιδιωτικά και δημόσια, είναι πλέον εκτός ελέγχου.

Κατ' επακόλουθο, το φάντασμα της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» επανέρχεται δριμύτερο – με τα ακραία πολιτικά κινήματα (μεταλλάσσουν συνήθως τον πόνο που προέρχεται από τη φτώχεια, σε μίσος, το οποίο εξελίσσεται με τη σειρά του σε μία καταστροφική βία), να ανεβάζουν συνεχώς τα «εκλογικά» ποσοστά τους στις δημοσκοπήσεις.

Επειδή όμως ο πλανήτης έχει μάθει κάποια πράγματα από την ιστορία του, ενώ το μέγεθος της Γερμανίας είναι πλέον πολύ μικρό, συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωζώνης, με τη Ρωσία, με τις Η.Π.Α., με την Κίνα κλπ., δεν ακολουθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά η χρεοκοπία της – η οποία την υποχρεώνει να ζητήσει τη «βοήθεια» των συνδίκων του διαβόλου (ΔΝΤ) και την καταδικάζει σε προτεκτοράτο των δανειστών της (αποκρατικοποιήσεις, λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της, υποδούλωση).

Δυστυχώς για την ίδια, η συμπεριφορά των υπολοίπων χωρών απέναντι της δεν είναι πλέον ανάλογη, με αυτήν το 1953 – όπου διέγραψαν μεγάλο μέρος των χρεών της, επιμήκυναν τα υπόλοιπα με χαμηλό επιτόκιο καθώς επίσης με δόσεις ανάλογες με τις εξαγωγές της, της επέτρεψαν να αναβάλλει την πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, της προσέφεραν δυνατότητες ανοικοδόμησης της οικονομίας της (σχέδιο Marshall) κοκ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Καμία χώρα δεν είναι αλάνθαστη – όπως επίσης κανένα κράτος δεν είναι άτρωτο, απέναντι στις επιθέσεις των αγορών ή στις προδοσίες από το εσωτερικό του. Εκτός αυτού, η υπερχρέωση δεν είναι μία κατάσταση εύκολη στην αντιμετώπιση της – ενώ η χρεοκοπία δεν είναι μία παιδική ασθένεια η οποία, εάν την περάσει κανείς, δεν εμφανίζεται ξανά.

Η σημερινή δεινή θέση άλλωστε της Αργεντινής, το τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο – ενώ αποδεικνύει πως τα πλεονεκτήματα ενός εθνικού νομίσματος και μίας στάσης/άρνησης πληρωμών, είναι εντελώς ουτοπικά.   

Συνεχίζοντας κανένας δεν έχει το δικαίωμα να εξευτελίζει με τέτοιον τρόπο την πατρίδα μας, απλά και μόνο επειδή οι πολίτες της έκαναν σοβαρότατα λάθη τα τελευταία τριάντα χρόνια – επιλέγοντας ανίκανους ή/και διεφθαρμένους ηγέτες, παράγοντας λιγότερο και καταναλώνοντας περισσότερο, σε μεγάλο βαθμό με χρήματα που δεν τους ανήκαν.

Δυστυχώς τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου δεν βιώσαμε ούτε την αναγέννηση, ούτε το διαφωτισμό, καθώς επίσης οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που ακολούθησαν, ο εμφύλιος, η φτώχεια και η δικτατορία, κόστισαν πολύ ακριβά στην Ελλάδα – η οποία έχασε κάθε επαφή με τον αρχαίο πολιτισμό της, όσο και αν δεν θέλουμε να το αποδεχθούμε.   

Περαιτέρω, κανένας δεν πρέπει να συγχέει το ευρώ με το ευρωπαϊκό όνειρο της ένωσης ισότιμων κρατών μεταξύ τους – σε συνθήκες αειφόρου ευημερίας, ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και δημοκρατίας. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι, πρέπει κανείς να υποτάσσεται, επιτρέποντας να τον μειώνουν σε τέτοιο βαθμό, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα και τη Γερμανία – απλά και μόνο για να διατηρήσει τα αμφιλεγόμενα οικονομικά οφέλη ενός κοινού νομίσματος, σε συνθήκες έλλειψης αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού.

Σε κάθε περίπτωση, η εξαιρετικά επώδυνη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα δεν θα ήταν καθόλου αρνητική, εάν διαπιστώναμε πως συνεχίζονται οι προσβολές, η λεηλασία και η εξαθλίωση των Ελλήνων – ενώ εμποδίζεται σκόπιμα η ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία προοπτική για το μέλλον. Επίσης, εάν διαπιστώναμε πως  οδηγούμαστε σε μια γερμανική Ευρώπη και σε ένα 4ο Ράιχ – γεγονός αυτονόητο, αφού η ελευθερία, η ισότητα και η εθνική κυριαρχία, υπερτερούν της οποιασδήποτε οικονομικής ευημερίας.    

Ολοκληρώνοντας, είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι η πατρίδα μας, αφενός μεν θα ξεπεράσει τα προβλήματα της, αφετέρου θα βγει ενδυναμωμένη από την κρίση – η οποία ήταν δυστυχώς απαραίτητη, κρίνοντας από τα εξαιρετικά σοβαρά πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά της προβλήματα.

Φυσικά θα ήταν ευχής έργο, η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση να συμβεί εντός της Ενωμένης Ευρώπης – σε καμία περίπτωση όμως εντός μίας γερμανικής Ευρωζώνης, χωρίς κανένα ίχνος ελευθερίας, δημοκρατίας, ισότητας και αλληλεγγύης.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 25. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΟΧΙ στο ευρώ: Το πολιτικά ορφανό 34%!!!

Το πολιτικά ορφανό 34%!!!

 

Του Νίκου Νικηφόρου

 

Η δημοσκόπηση της GPO είχε ένα σημαντικό εύρημα που πέρασε, σχεδόν, απαρατήρητο. Το 34%, κατά τη δημοσκόπηση, τάχθηκε ενατνίον της «πάση θυσία» παραμονής της χώρας στο ευρώ, έναντι αντίστοιχου 18% μόλις πριν πέντε μήνες. Δεν ξέρω αν η αποτύπωση αυτή της κοινής γνώμης είναι απόλυτα σωστή αλλά και απλώς ως τάση να εκληφθεί, συνιστά έναν πολιτικό σεισμό!

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ

Ο πολιτικός σεισμός συνίσταται στο παράδοξο γεγονός ότι το διόλου ευκαταφρόνητο 34%, πάνω από ένας στους τρεις πολίτες, αμφισβητούν την παρουσία της χώρας στην ευρωζώνη, τη στιγμή που όλα τα κόμματα και όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τάσσονται πεισματικά υπέρ του ευρώ. Και όχι μόνο τάσσονται υπέρ του ευρώ αλλά και τα περισσότερα ασκούν μια απίστευτα φρικτή τρομοκρατία για το ενδεχόμενο σχεδιασμένης αποχώρησης από την ευρωζώνη.

Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό το 34% εμφανίζεται στη δημοσκόπηση κόντρα και στη θέση για το ευρώ των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αντιπροσωπεύονται στη Βουλή.

34% ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό, η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την επιλογή του ευρώ και οι πιο πολλοί μέσα σε αυτήν την υποστηρίζουν με ιδιαίτερο φανατισμό και σχεδόν πάση θυσία, αν και στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικές διεργασίες αμφισβήτησης της παρουσίας της χώρας μας στην ευρωζώνη!

Από την άλλη μεριά, αντίθετο στην έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη τάσσεται και το ΚΚΕ, θεωρώντας ότι το βήμα αυτό είναι ανεπαρκές και μάλλον αποπροσανατολιστικό, αφού μόνο η συνολική έξοδος από την ΕΕ και αυτή μόνο με «λαϊκή εξουσία», μπορούν να ανοίξουν θετικούς δρόμους για τη χώρα.

Άλλωστε, πρόσφατα το ΚΚΕ χρέωσε επιτιμητικά τον ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας ειρωνικά μειδιάματα, στο «λόμπι της δραχμής», όπως εδώ και καιρό πράττει, για προπαγανδιστικούς λόγους, η ΝΔ.

Οι θέσεις αυτές και των δύο κομμάτων της Αριστεράς, αν και διαφορετικές, προσομοιάζουν σε ένα πράγμα. Βρίσκονται, για άλλους λόγους η κάθε μία, πίσω από την ταχύτατα αναπτυσσόμενη λαϊκή δυναμική, η οποία, σχεδόν αυθόρμητα και παρά την τρομοκρατία, θέτει στην ημερήσια διάταξη ως άμεση, επίκαιρη και ρεαλιστική ριζοσπαστική επιδίωξη και ως κλειδί για εξελίξεις διεξόδου της χώρας από την κρίση, την πιθανή έως αναγκαία, έξοδο από την ευρωζώνη.

ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ Ο ΛΑΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ!

Μεγάλα ρεύματα του ελληνικού λαού, εν δυνάμει πλειοψηφικά, βρίσκονται πολιτικά πιο μπροστά από τις ηγετικές διαμορφώσεις των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Μεγάλα ρεύματα του ελληνικού λαού, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσοστά πολύ μεγαλύτερα από αυτά που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στα κόμματα της Αριστεράς, θέτουν στο προσκήνιο τους άμεσους εκείνους και ρεαλιστικούς στόχους, οι οποίοι συνιστούν κρίκους διεξόδου.

Και θέτουν με ιδιαίτερη ωριμότητα στο προσκήνιο τέτοιους ριζοσπαστικούς στόχους, όπως την αμφισβήτηση της χώρας στην ευρωζώνη, κόντρα τόσο στη λογική της ευρω-υπακοής όσο και σε έναν ανέξοδο «μαξιμαλισμό» που αγνοεί το πρώτο, στέρεο και δοκιμασμένο προοδευτικό άλμα που πρέπει να γίνει, πριν ακολουθήσουν και όπως ακολουθήσουν τα όποια επόμενα.

ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΕΡΕΓΓΥΑ ΛΥΣΗ ΕΙΤΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ!

 Βρισκόμαστε σε απόλυτα οριακό σημείο. Αν η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορέσει να προτείνει άμεσα, ήδη είμαστε στο και πέντε, μια ρεαλιστική, ριζοσπαστική, πειστική και φερέγγυα εναλλακτική πολιτική και προγραμματική λύση στο λαό, η οποία να έχει αρχή, μέση και τέλος, τότε πολύ γρήγορα ίσως δει να έχει την τύχη κάποιων «δεινοσαύρων».

Και για να υπάρξει αυτή η ριζοσπαστική και πειστική εναλλακτική λύση απαιτούντα δύο πράγματα: Το πρώτο είναι η κομμουνιστική και ριζοσπαστική Αριστερά να υιοθετήσει θαρραλέα και με σαφήνεια, αν όχι την επιλογή της εξόδου από την ευρωζώνη, τουλάχιστον, τη θέση ότι δεν αποδέχεται την παραμονή στην ευρωζώνη με όρους μνημονίων και ότι το προοδευτικό ανορθωτικό της πρόγραμμα δεν έχει όριο το ευρώ αλλά αντίθετα είναι σε σύγκρουση με την ευρωζώνη και τις δομές της (αλλά και τους κανόνες της ΕΕ).

Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να διακηρύξει ότι το προοδευτικό πρόγραμμά της, όπως και το συμφέρον του τόπου, βρίσκονται πάνω από το ευρώ (αλλά και κατά προέκταση πάνω από την ΕΕ).

Το δεύτερο είναι να προκρίνουν άμεσα οι δυνάμεις της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, αντί του στείρου εμφυλίου και των ευτελών σκιαμαχιών, τους δρόμους της κοινής δράσης και της συμπαράταξης στη βάση ενός κοινού και συνεκτικού εναλλακτικού προγράμματος, για το οποίο η παραπάνω προσέγγιση για το ευρώ και την ΕΕ, ενδεχομένως, να μπορεί να γίνει μια καλή βάση για συγκλίσεις στο κρίσιμο αυτό θέμα.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΧΘΑΝΕΤΑΙ ΤΑ ΚΕΝΑ

Όπως η ζωή έτσι και η πολιτική απεχθάνεται τα κενά. Αν η ριζοσπαστική Αριστερά δεν καλύψει το εμφανέστατο κενό μιας (πιο) αξιόπιστης και ριζοσπαστικής εναλλακτικής λύσης, που είναι αισθητό στο λαό, τότε αυτό το κενό πολύ γρήγορα θα καλυφθεί από άλλες δυνάμεις, σε βάρος της Αριστεράς και πιθανότητα σε βάρος του τόπου, αν όχι και με μείζονες κινδύνους!

Ο χρόνος για θετική και νικηφόρα παρέμβαση στην πολιτική δεν είναι απεριόριστος ούτε οι καιροί αναμένουν ανιστόρητες ωριμάνσεις!

Το θέμα του ευρώ είναι, εκ των πραγμάτων, με τη μια και την άλλη του όψη, ο μοχλός για εξελίξεις, εκείνης ή της άλλης μορφής, στη χώρα μας.

Ασφαλώς η αμφισβήτηση του ευρώ δεν ανοίγει αυτόματα θετικούς δρόμους, συνιστά, όμως, προϋπόθεση για ανηφορικές αλλά προοδευτικές και ανορθωτικές εξελίξεις.

Δεν είναι ο λαός που υποκύπτει στην τρομοκρατία του ευρώ. Στο φόβο εξόδου από το ευρώ υποκύπτουν κάποιοι στην Αριστερά είτε γιατί στέκονται με δέος απέναντι του είτε γιατί, εκ των πραγμάτων, θέλουν να αποφύγουν να θίξουν το σύστημα στο σημείο που ακριβώς πονάει και στον κρίκο εκείνο που ευθύνεται για την ειδική όξυνση της κρίσης στη χώρα μας και συνιστά το επίμαχο για μια διέξοδο απ' αυτήν.

Τις εξελίξεις δεν τις διαμορφώνουν μόνο κορυφές, όποιες κορυφές αλλά και ο κόσμος. Ο απλός κόσμος της Αριστεράς ! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα !

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012.

 

ΠΗΓΗ: http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=10090:nikiforidis-dimoskopisi-gpo-euro&catid=58:oikonomiki-politiki&Itemid=182

Ευρώπες: κινήματα, παγκοσμιοποίηση & τοπικό

Ευρώπες

Περί κινημάτων, παγκοσμιοποίησης και τοπικού

 

Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

 

Εκτός από την «κοινωνική» Ευρώπη, την Ευρώπη των λαών, των ανέργων, των  «γουρουνιών» ή των αυτοκτονιών υπάρχει και μια άλλη Ευρώπη  που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας: η Ευρώπη των ευρωπαϊκών κεφαλαίων – και θα ήθελα να τονίσω τον πληθυντικό, μιας και η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση δεν μας έχει ακόμα «απαλλάξει» από εθνικούς ανταγωνισμούς στο πεδίο της οικονομίας. Το βλέπουμε καθημερινά, παρόλο που, συνήθως, κάποιοι από εμάς  τείνουμε να το αρνούμαστε.

Μας ενοχλούν οι εθνικιστικές κορώνες, οι κακόγουστες διαμαρτυρίες ανθρώπων ντυμένων με τη στολή της Βέρμαχτ που πορεύονται ενάντια στους «ναζί» Μέρκελ ή Φούχτελ (φαινόμενο διόλου ελληνικό, συναντάται σε κάθε συλλαλητήριο του ευρωπαϊκού νότου). Θεωρούμε ότι «δεν είναι έτσι», ότι αυτά είναι λαϊκισμός, ότι το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός -πράγματι. Ας μη θεωρήσουμε όμως ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ολοκληρωθεί, ότι υπάρχει πια ένα «ευρωπαϊκό κεφάλαιο», κι ότι αυτό είναι ο τωρινός μας αντίπαλος.

Αλλού, η ενοποιημένη Ευρώπη τείνει να γίνει πραγματικότητα. Στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, για παράδειγμα. Ή, ακόμα, στο «σχέδιο σωτηρίας»: όταν ο μέγας επιστήμονας Στουρνάρας, συντάκτης τότε μελετών του ΙΟΒΕ, έβγαζε διάφορα νούμερα από τη φαντασία του για να μας πείσει ότι η απελευθέρωση των «κλειστών επαγγελμάτων» θα οδηγούσε σε αχαλίνωτους ρυθμούς ανάπτυξης, αν διάβαζε κανείς ιταλικές, λχ, εφημερίδες, θα διαπίστωνε ότι τα ίδια επιχειρήματα, με τους ίδιους ακριβώς αριθμούς, κυκλοφορούσαν και στη γειτονική μας χώρα ως η (εθνο)σωτήρια λύση.

Σε αντίθεση με εμάς, βέβαια, η Ιταλία διαθέτει, πέρα από βιομηχανίες,  και μια αστική τάξη που δεν είναι en bloc πρόθυμη να συμβιβαστεί, για να κερδίσουν οι γερμανοί «συνάδελφοί» της. (Ας υπενθυμίσω, εδώ, ότι για την καταχρεωμένη Ιταλία τελικά η ΕΚΤ «τύπωσε» χρήμα, παρόλο που ελάχιστοι το κατάλαβαν…)

Ενώ το κεφάλαιο διακτινίζεται, αλλάζει τόπο σε κλάσματα δευτερολέπτου, στα κράτη παραμένουν οι εκμεταλλευόμενοι, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι άστεγοι. Και στο διάκενο των επιμέρους κοινωνιών εγκλωβίζονται οι έσχατοι, οι μετανάστες. Στις μέρες μας, οι περισσότεροι  δεν μπορούν καν να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να εκπατριστούν, να μετακινηθούν αλλού μήπως και καταφέρουν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη. Στην ευρωπαϊκή κρίση, δεν υπάρχει δουλειά για όλους. Εκτός αν είναι υπερεξειδικευμένα μέλη μια φτωχοποιημένης, πια, μεσαίας τάξης. Ή καλλιεργητές φυκιών, σαλιγκαριών και σαφράν (σε εποχές κρίσης, ως γνωστόν, κάτι τέτοια μοσχοπουλιούνται).

Πρώτο σημείο, λοιπόν: υπάρχουν ακόμα «εθνικοί» ανταγωνισμοί και εθνικές οικονομίες.

Το δεύτερο είναι συνάρτηση του πρώτου: οι εργαζόμενοι του «βορρά» και του «νότου» δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχουν κοινά συμφέροντα διότι, σε ένα βαθμό, ακόμα δεν έχουν. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς (το παράλογο των οποίων δε διαφεύγει πια από κανέναν), μεταξύ άλλων, οι «νότιοι» θα πρέπει να εργάζονται με μισθούς Νοτιοανατολικής Ασίας, ούτως ώστε  οι «βόρειοι» να μην αντιδρούν, αναλογιζόμενοι το ενδεχόμενο μέλλον τους. Όμως, αυτό που για τους μεν είναι παρόν, για τους δε αποτελεί «απλώς» έναν μελλοντικό εφιάλτη. Και κάπως έτσι, σύμφωνα με τις ειδήσεις, «εκατό άτομα στη Φραγκφούρτη κατέβηκαν στους δρόμους για να συμπαρασταθούν» στα εκατομμύρια των διαδηλωτών της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, στις 14 Νοεμβρίου (για την Ελλάδα «φρόντισε» ο Παναγόπουλος…).

Το τρίτο σημείο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το πρώτο: ποια Ευρώπη; Ακούμε συχνά για την Ευρώπη του Βολταίρου, του Διαφωτισμού, των αξιών, κι άλλα τέτοια επικολυρικά. Καλό θα ήταν, όχι να υπενθυμίσουμε την Ευρώπη των δύο παγκοσμίων πολέμων ή της αποικιοκρατίας (αυτό θα ήταν λαϊκισμός…), αλλά μια πολύ πιο ήπια λεπτομέρεια: ότι τώρα, αυτή τη στιγμή τα σχέδια για μια μελλοντική Ευρώπη είναι τρία. Περιληπτικά, λόγω χώρου, ας τα κατονομάσω απλώς: η ευρω-ατλαντική Ευρώπη, δηλαδή η Ενωμένη Ευρώπη όπως σχεδιάστηκε και θεμελιώθηκε μεταπολεμικά από τις ΗΠΑ, με τη βαριά σκιά του Κόκκινου στρατού να επικρέμεται ως εφιάλτης ή ελπίδα. Δεν πρόκειται απλώς για μια ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών προϊόντων, αλλά για μια ζώνη ηγεμονικής κυριαρχίας, στο εσωτερικό της οποίας, βέβαια, πάντοτε, κι όχι μόνο σήμερα, υπήρχαν ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, τόσο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, όσο και μεταξύ ευρωπαίων και ΗΠΑ.

Οι άλλες δύο Ευρώπες, τις οποίες μπορούμε να ονομάσουμε «ευρωκεντρική» και «ευρασιατική», θα είχαν, θεωρητικά, ως απώτερο σκοπό να δημιουργήσουν ένα γεωπολιτικό μπλοκ εναλλακτικό των ΗΠΑ. Προς το παρόν, κάτι τέτοιο βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή μορφή.  Αλλά και να πραγματοποιηθεί, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της αμερικανοκεντρικής ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης με μια άλλη, πολυπολική, χωρισμένη σε γεωπολιτικά μπλοκ. 

Η αριστερά, βέβαια, η δική μας αριστερά, οφείλει να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αλληλέγγυας και αντιιμπεριαλιστικής Ευρώπης. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, πρέπει να το πάρουμε απόφαση: χρειάζεται πρώτα πρώτα να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός λαός, με μια κουλτούρα και μια γλώσσα κοινή – όχι με την έννοια ότι θα μιλάμε όλοι την ίδια γλώσσα, αλλά γιατί θα μπορούμε να συνεννοούμαστε, να βλέπουμε την ίδια εικόνα, να συνδιαλεγόμαστε υπό το φως των κοινών εμπειριών ως καταπιεσμένοι.

Μια τέτοια Ευρώπη, βέβαια, οφείλει να θέτει ως πρώτιστο στόχο το σύνθημα «περισσότερη δημοκρατία». Η κατάσταση μοιάζει να επιστρέφει στη δημοκρατία των διαφόρων «ελίτ», είτε αυτές αποτελούνται από ψηφοφόρους «έχοντες γη ή χρήμα», όπως στον 19ο αιώνα,  είτε από «ειδικούς» ή «τεχνοκράτες». Περισσότερη δημοκρατία δε σημαίνει μόνο νομιμότητα εντός κοινοβουλίων αλλά, για παράδειγμα, έλεγχος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή δικαίωμα απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όσοι (δικαίως) διαμαρτύρονται για τη «δημοκρατία των Προεδρικών Διαταγμάτων» ή των «Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου», δηλαδή για την ελληνική μας καθημερινότητα, οφείλουν να αντιδρούν και για την ανύπαρκτη ή μαρασμένη δημοκρατία των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και κάτι τέτοιο είναι περισσότερο από αναγκαίο κι επιτακτικό τώρα, διότι μια ενδεχόμενη αριστερή κυβέρνηση θα συμμετάσχει σε Συνόδους Κορυφής, κι όχι μόνο σε πανευρωπαϊκά συλλαλητήρια.

Τελευταίο, αλλά κρίσιμο: περισσότερη Ευρώπη, εναλλακτική Ευρώπη, κοινωνική Ευρώπη. Μέχρι να θεμελιωθεί όμως το αντιπαράδειγμα, η αριστερά οφείλει να προστατεύσει τα νώτα της: μια ενδεχόμενη αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα δε μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια λαϊκή βάση στην Ελλάδα.

Σε ένα ελληνικό κίνημα, το οποίο, ενδεχομένως, θα μπορούσε να γίνει η σπίθα που θα ανάψει μια ευρωπαϊκή φωτιά. Ως τότε, όμως, οφείλουμε να δράσουμε και να κινηθούμε τοπικά. Δεν είναι θέμα πατριωτισμού ή  «προστασίας των εθνικών συμφερόντων», όπως μας κατηγορεί μια (λεκτικά) επαναστατική αριστερά ή μια (ακρο)δεξιά ρητορεία. Είναι μάλλον ζήτημα επιβίωσης οποιασδήποτε προσπάθειας για αλλαγή, στα πρώτα της βήματα.

ΠΗΓΗ: 19 Νεμβρίου 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7787

ΟΙ ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΕΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΟΙ ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΕΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ:

Οφείλει κανείς να είναι πάρα πολύ προσεκτικός με ένα πληγωμένο θηρίο – πόσο μάλλον με μία στρατιωτική και χρηματοπιστωτική υπερδύναμη, σε πορεία παρακμής, η οποία θα μπορούσε να καταστρέψει μέσα σε ελάχιστες ώρες οποιοδήποτε κράτος του πλανήτη, χωρίς να κινδυνεύσει

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Η διελκυστίνδα, γνωστή από τα παιδικά μας χρόνια, είναι ένα παιχνίδι έντονου ανταγωνισμού μεταξύ δύο αντιπάλων, με στόχο την τελική επικράτηση – ενώ διεξάγεται συνήθως με τη βοήθεια ενός σχοινιού, στα άκρα του οποίου ευρίσκονται δύο αντιμαχόμενα άτομα ή ισάριθμες ομάδες που προσπαθούν, τραβώντας τον αντίπαλο με δύναμη, να τον παρασύρουν προς το μέρος τους.  

Στα πλαίσια τώρα της οικονομίας συμβαίνει κάτι ανάλογο, αφού οι περισσότερες χώρες του πλανήτη αγωνίζονται, στη μία και στην άλλη πλευρά της διελκυστίνδας, είτε εναντίον του (υπερ)πληθωρισμού, είτε εναντίον του αποπληθωρισμού – ο οποίος συνήθως καταλήγει σε μία καταστροφική ύφεση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, από τις οποίες κρίνονται οι εξαγωγικές επιδόσεις των κρατών, οι αγοραστικές αξίες και πάρα πολλά άλλα – επίσης με τα ισχυρά, παγκόσμια νομίσματα, τα οποία πολεμούν μεταξύ τους για τη χρηματοπιστωτική ηγεσία του πλανήτη.       

Αντίστοιχα με το παιχνίδι, στην αρχή δεν παρατηρούνται σημαντικές κινήσεις, αφού οι δύο ομάδες είναι εξίσου «επανδρωμένες» – αν και οι δυνάμεις έλξης που ασκούνται στο σχοινί αυξάνονται συνεχώς. Κάποια στιγμή όμως, η μία από τις δύο ομάδες αδυνατεί να ανταπεξέλθει – με αποτέλεσμα να παρασύρεται από την άλλη, προς τη δική της πλευρά, περνώντας τη μεσαία γραμμή ισορροπίας και χάνοντας το παιχνίδι". 

Ανάλυση

Μεταφορικά, το παραπάνω «παιχνίδι» παίζεται σήμερα εντός των Η.Π.Α. από την Fed, η οποία θεωρεί ότι, είναι υποχρεωμένη να «ενθαρρύνει» τον πληθωρισμό, πριν οδηγηθεί η αμερικανική οικονομία στην ύφεση – γεγονός που θα συνοδευόταν από μία έκρηξη της ανεργίας, ακολουθούμενη από αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις.

Η «ενθάρρυνση» αυτή επιτυγχάνεται με τη «συγκράτηση» του βασικού επιτοκίου στο μηδέν, καθώς επίσης με τα συνεχώς νέα πακέτα ρευστότητας (Quantitative Easing ή QE 1,2,3, κλπ.) – με την κλιμακούμενη «διόγκωση» καλύτερα της ποσότητας χρήματος, μέσω αγοράς ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου (όπου διατηρούνται παράλληλα χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού των Η.Π.Α., λόγω της αυξημένης ζήτησης από τη Fed  των ομολόγων που εκδίδει η κυβέρνηση).

Το αποτέλεσμα πιθανότατα θα είναι ο υπερπληθωρισμός – κυρίως επειδή οι Η.Π.Α., έχοντας βιώσει μία καταστροφική ύφεση στο παρελθόν (1929-1933), επιθυμούν πάση θυσία να αποφύγουν μία ανάλογα οδυνηρή εμπειρία (η αντίστοιχη πρόβλεψη για την Ευρώπη είναι αποπληθωρισμός και ύφεση – ενδεχομένως δε στασιμοπληθωρισμός).

Στη διελκυστίνδα τώρα, το σχοινί είναι ουσιαστικά το μέσον, με τη βοήθεια του οποίου μεταφέρονται οι δυνάμεις έλξης μεταξύ των δύο αντιπάλων – όπου στην περίπτωση της Fed (Η.Π.Α.) το σχοινί, το μέσον δηλαδή με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο πληθωρισμός με τον αποπληθωρισμό, είναι το δολάριο. Το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα λοιπόν, το αμερικανικό δολάριο, «επιβαρύνεται» από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις – «μεταφέροντας» στη συνέχεια αυτά τα βάρη στον υπόλοιπο πλανήτη.

Περαιτέρω, από την αγοραστική αξία του δολαρίου (ισοτιμία) μπορεί κανείς να καταλάβει ποιά από τις δύο αντίπαλες δυνάμεις κερδίζει στο παιχνίδι της διελκυστίνδας – όπου όμως εδώ δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι, αλλά για έναν συναλλαγματικό πόλεμο, καθώς επίσης για μία κατά μέτωπο, δριμεία επίθεση εναντίον των μετοχών, των ομολόγων, των εμπορευμάτων και όλων των υπολοίπων οικονομικών προϊόντων ολόκληρου του πλανήτη.

Εν τούτοις, εάν η συνεχώς αυξανόμενη εκτύπωση νέων χρημάτων δεν προκαλέσει μεγάλο πληθωρισμό, τότε θα αποδειχθεί ότι η Fed κέρδισε το παιχνίδι – αφού θα αυξηθούν οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων, οι αμερικανικές τράπεζες θα εξυγιανθούν, το δημόσιο χρέος θα συρρικνωθεί και η ανεργία θα διατηρηθεί σε φυσιολογικά επίπεδα, χωρίς να γίνει τίποτα αντιληπτό από την πλειονότητα των ανθρώπων. Βέβαια, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να συμβεί – ενώ φαίνεται πως η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. ελπίζει για το καλύτερο, χωρίς να είναι προετοιμασμένη για το χειρότερο.

Αναλυτικότερα, ο κίνδυνος της πρόκλησης υπερπληθωρισμού στις Η.Π.Α., μέσα από τη συνεχή εκτύπωση νέων χρημάτων εκ μέρους της Fed, δεν είναι καθόλου «αμελητέος» – ειδικά μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της τέταρτης πιστωτικές διευκόλυνσης (QE 4), για το επόμενο έτος. Σύμφωνα δε με πολλούς οικονομολόγους, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν θα επηρεασθούν σημαντικά οι τιμές των καταναλωτικών προϊόντων, λόγω της συνεχούς συμπίεσης του κόστους παραγωγής τους στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (Ασία, Αφρική κλπ.), δεν πρόκειται να μείνουν ανεπηρέαστες οι υπόλοιπες τιμές.

Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει επικίνδυνες «φούσκες» (υπερβολές) στις αγορές μετοχών, πρώτων υλών, ακινήτων και διάφορων άλλων περιουσιακών στοιχείων, αντίστοιχες με τις προηγούμενες – όπως με τη φούσκα του διαδικτύου το 2000 ή των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης (sub primes) το 2007. Αν και η Fed ισχυρίζεται λοιπόν ότι, διαθέτει τα μέσα για την αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ στην πράξη ούτε κάτω από τις παρούσες προϋποθέσεις, ούτε στην έκταση που βιώνουμε σήμερα.  

Αντίθετα, τα μέσα αυτά (αύξηση των βασικών επιτοκίων, περιορισμός της ποσότητας χρήματος), θα μπορούσαν να οδηγήσουν πολύ γρήγορα στην κατάσταση εκείνη, την οποία προσπαθεί να αποφύγει η Fed – στον αποπληθωρισμό και στην ύφεση. Παράλληλα, θα προκαλούσαν μεγάλη αύξηση του επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου των Η.Π.Α., αφού η «αναρρόφηση» της υπερβάλλουσας ποσότητας χρήματος προϋποθέτει την πώληση εκ μέρους της Fed των ομολόγων του δημοσίου (treasuries) – κάτι που θα κόστιζε στον ήδη ελλειμματικό προϋπολογισμό της υπερδύναμης τεράστια ποσά, λόγω των αυξημένων τόκων (πάνω από 500 δις $ ετήσια).

Τέλος, θα μπορούσε να συμβεί ένα χρηματιστηριακό κραχ άνευ προηγουμένου – ένας σοβαρότατος κίνδυνος που δεν τοποθετείται στη σφαίρα της φαντασίας, ενώ δεν είναι καθόλου εύκολο να προσδιορισθεί χρονικά, αφού τα χρηματιστήρια λειτουργούν «προεξοφλητικά».

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι, η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού – γεγονός που είναι χωρίς καμία αμφιβολία γνωστό στους επενδυτές, στις επιχειρήσεις και στους εργαζομένους, οι οποίοι αναρωτιούνται για πόσον καιρό ακόμη η Fed θα διατηρήσει την ισορροπία της.

Συνεχίζοντας, το χειρότερο είναι το ότι, όλα αυτά δεν συμβαίνουν μέσα σε ένα «κενό αέρος» – δηλαδή, όλες αυτές οι «μονεταριστικές επεμβάσεις» της Fed, η χειραγώγηση καλύτερα της αγοράς χρήματος δεν περιορίζεται εντός των Η.Π.Α., αφήνοντας ανεπηρέαστο τον υπόλοιπο πλανήτη. Αντίθετα, η συνεχιζόμενη «στρατηγική» της πιστωτικής διευκόλυνσης σημαίνει πως η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. έχει κηρύξει έναν συναλλαγματικό πόλεμο εναντίον όλων των υπολοίπων χωρών – αφού τα αποτελέσματα της έχουν ήδη «εξαχθεί», σχεδόν παγκοσμίως.    

Αναλυτικότερα, όταν τυπώνονται αφειδώς δολάρια, αυξάνεται, για παράδειγμα, επικίνδυνα ο πληθωρισμός στην Κίνα, εκτοξεύονται στα ύψη οι τιμές των τροφίμων στην Αφρική (προκαλώντας επισιτιστικές κρίσεις και κοινωνικές εξεγέρσεις), δημιουργούνται «φούσκες» στη Βραζιλία ή στη Ρωσία κλπ. – όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα μας.

Ουσιαστικά δε, οι Η.Π.Α. εξοφλούν τις οφειλές τους στο εξωτερικό πολύ φθηνά, τυπώνοντας απλά δολάρια – με την προκαλούμενη υποτίμηση όμως του δολαρίου να αυξάνει την ανεργία στις αναπτυσσόμενες χώρες, αφού δεν μπορούν να εξάγουν τα προϊόντα τους στις Η.Π.Α., λόγω της ανατίμησης των νομισμάτων τους.

Παράλληλα ακριβαίνουν οι πρώτες ύλες, η ενέργεια κοκ. σε όλες αυτές τις χώρες, λόγω της υποτίμησης του δολαρίου, με το οποίο συναλλάσσονται διεθνώς – οπότε αυξάνεται το κόστος παραγωγής των προϊόντων τους το οποίο, αργά ή γρήγορα, θα μεταφερθεί στις χώρες εισαγωγής, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση του πληθωρισμού.

Ο ΥΠΕΡΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Το αντίθετο ακριβώς από αυτό που συμβαίνει στις Η.Π.Α. επιδιώκει, μεταξύ άλλων, η Γερμανία, έχοντας βιώσει έναν τρομακτικό υπερπληθωρισμό στο παρελθόν (1923), με εξαιρετικά οδυνηρά επακόλουθα – αφού μέρα με την ημέρα το τότε γερμανικό μάρκο έχανε ραγδαία την αξία του. Στο τέλος, για την αγορά ενός δολαρίου έπρεπε να διατεθούν περισσότερα από 4 τρις μάρκα – με αποτέλεσμα οι μηχανές εκτύπωσης χρημάτων να μην προλαβαίνουν τη ζήτηση χαρτονομισμάτων, τυπώνοντας μόνο τη μία τους πλευρά.

Εκείνη την εποχή, επειδή η γερμανική κυβέρνηση δεν έβρισκε αγοραστή για τα ομόλογα του δημοσίου, υποχρέωσε την κεντρική της τράπεζα να τα αγοράζει, προμηθεύοντας το κράτος με «φρέσκα χρήματα». Κατ' επακόλουθο, η ποσότητα χρήματος αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό, θέτοντας σε κίνηση τον ανοδικό σπειροειδή κύκλο «μισθών-τιμών» – ο οποίος κατάληξε στην πλήρη καταστροφή της οικονομίας της. 

Με στόχο τη διερεύνηση του υπερπληθωρισμού, δύο οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου της Βαλτιμόρης δημιούργησαν έναν λεπτομερή κατάλογο, από τον οποίο τεκμηριώνεται ότι, ο υπερπληθωρισμός δεν είναι ένα σπάνιο φαινόμενο – αφού ανέδειξαν 56 διαφορετικές εμφανίσεις του, από τις Φιλιππίνες το 1944 (μηνιαία αύξηση των τιμών της τάξης του 60%), έως την Ουγγαρία το 1946 (διπλασιασμός των τιμών ανά 15 ώρες!).

Ο πρώτος ιστορικά τεκμηριωμένος υπερπληθωρισμός εμφανίσθηκε στη Γαλλία το 1795 – όπου, μέσα σε ένα μήνα, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 304%. Στη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής επλήγησαν από το ίδιο φαινόμενο, με αποτέλεσμα την εμπλοκή του ΔΝΤ – από το οποίο υπέφεραν τα πάνδεινα. Το ίδιο συνέβη και σε αρκετές χώρες της Αφρικής, καθώς επίσης στην Κίνα πριν από 55 περίπου χρόνια – η οποία αντιμετώπισε ποσοστά αύξησης των τιμών της τάξης του 5.000% μηνιαία!

Σήμερα κάτι ανάλογο συμβαίνει στη Β. Κορέα, αν και οι πληροφορίες από εκεί, λόγω του καθεστώτος της, το οποίο κατηγορείται για κακοδιαχείριση των δημοσίων οικονομικών, δεν έρχονται στην επιφάνεια – επίσης στο Ιράν, όπου ο υπερπληθωρισμός υπολογίζεται στο 70% μηνιαία, κυρίως λόγω του εμπάργκο που του έχει επιβληθεί από πολλές χώρες.

Από τις 56 περιπτώσεις υπερπληθωρισμού που ερευνήθηκαν, οι 43 έχει αποδειχθεί πως οφειλόταν σε μεγάλες «πολιτικές ανακατατάξεις» – όπως συνέβη με το τέλος των παγκοσμίων πολέμων. Για παράδειγμα η Γερμανία, μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμικές επανορθώσεις στις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις – ενώ παράλληλα η κυβέρνηση της επιθυμούσε να καθησυχάσει τους εργαζομένους της χώρας, οι οποίοι είχαν επαναστατικές διαθέσεις. 

Επειδή όμως τα φορολογικά έσοδα δεν αρκούσαν για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων της, ενώ η πιστοληπτική ικανότητα της δεν της επέτρεπε να δανεισθεί με βιώσιμα επιτόκια, η κυβέρνηση αναμίχθηκε στη νομισματική πολιτική – αναγκάζοντας την κεντρική τράπεζα να εκτυπώσει μεγάλες ποσότητες νέων χρημάτων (όπως ουσιαστικά συμβαίνει σήμερα, όσον αφορά τα δημόσια έσοδα, στις Η.Π.Α. ή θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, εάν επέστρεφε τη δραχμή). Είκοσι χρόνια αργότερα η ιστορία επαναλήφθηκε, με τον υπερπληθωρισμό να καταστρέφει τις οικονομίες της Ουγγαρίας, της Ταιβάν, της Κίνας, της Ελλάδας και της Ιαπωνίας.

Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, επανήλθε ο υπερπληθωρισμός στις πρώην δορυφορικές χώρες της Ρωσίας – όπως στην Ουκρανία, στη Γεωργία και στη Λευκορωσία, οι οικονομολόγοι των οποίων δεν κατάφεραν δυστυχώς να σταθεροποιήσουν τις τιμές, κατά τη μετάβαση από την κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία στον καπιταλισμό. Το ίδιο συνέβη και στη Ρωσία, η οποία ήλθε αντιμέτωπη με αυξήσεις των τιμών της τάξης του 245% μηνιαία.

Ολοκληρώνοντας, το συμπέρασμα των ερευνητών ήταν το ότι, ο υπερπληθωρισμός είναι μία πολύ βαριά οικονομική ασθένεια, η οποία όμως προέρχεται από «εξτρεμιστικές» πολιτικές συγκυρίες – όπως ο πόλεμος ή η μετάβαση από ένα καθεστώς κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας, σε μία οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Μέχρι στιγμής δε, σε περιόδους ειρήνης ή/και μη κατάρρευσης ενός κράτους (χρεοκοπία κλπ.), καμία κεντρική τράπεζα δεν προκάλεσε υπερπληθωρισμό.

Επομένως, οι φόβοι εμφάνισης υπερπληθωρισμού στην Ευρώπη ή στις Η.Π.Α. είναι, πάντοτε κατά τους ερευνητές, υπερβολικοί – πόσο μάλλον όταν τα νέα χρήματα που εκτυπώνονται και στις δύο περιοχές, δεν έχουν βρει μέχρι σήμερα το δρόμο τους προς τη πραγματική οικονομία. 

Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών από την πολιτική, θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την εξασφάλιση της νομισματικής σταθερότητας – γεγονός που έχει τεκμηριωθεί σε πολλές περιπτώσεις από την ιστορία. Στα πλαίσια αυτά και σε αντίθεση με τις Η.Π.Α., η ΕΚΤ δεν επιτρέπεται να αγοράζει απ' ευθείας ομόλογα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, αλλά μόνο να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες με το βασικό επιτόκιο – οι οποίες μπορούν να επενδύουν σε ομόλογα του δημοσίου, χρεώνοντας επιτόκια ανάλογα με το ρίσκο που αναλαμβάνουν (πιστοληπτική αξιολόγηση των κρατών).

Κατά την άποψη μας, η συγκεκριμένη λειτουργία της ΕΚΤ δημιούργησε το τεράστιο τραπεζικό πρόβλημα της Ευρωζώνης – την υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού της κλάδου, η οποία (σύνολο ισολογισμών) πλησιάζει τα 30 τρις €, έναντι 17 δις $ περίπου των Η.Π.Α. Όπως φαίνεται, όλες οι ενέργειες συνοδεύονται με παρενέργειες, οι οποίες δεν επιτρέπουν σωστές προβλέψεις ή αλάνθαστο προγραμματισμό στους οικονομολόγους και στους πολιτικούς.     

Περαιτέρω, στα πλαίσια της παρούσας κρίσης υπερχρέωσης και δανεισμού της Ευρώπης, η ΕΚΤ αποφάσισε πρόσφατα να επέμβει στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, ενισχύοντας κυρίως τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας – γεγονός που δημιούργησε πλέον μεγάλες αμφιβολίες διεθνώς, όσον αφορά την ανεξαρτησία της από την Πολιτική. Κατά την ίδια, η επέμβαση της οφείλεται στην αδυναμία της πολιτικής να βρει λύσεις στο πρόβλημα της υπερβολικής αύξησης των επιτοκίων δανεισμού των χωρών του Νότου – με βάση τα οποία, η εξυπηρέτηση των χρεών τους δεν είναι δυνατή, οπότε το δημόσιο χρέος τους παύει να είναι βιώσιμο.

Επίσης, στην απροθυμία των εμπορικών τραπεζών να δανεισθούν μεταξύ τους (γνωρίζοντας προφανώς το μεγάλο τραπεζικό πρόβλημα της ΕΕ), να δανείσουν τις επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας (ενδεχομένως λόγω του αποπληθωρισμού και της ύφεσης που προβλέπουν, στα πλαίσια της πολιτικής λιτότητας που απαιτεί η Γερμανία), καθώς επίσης να αγοράσουν ομόλογα του δημοσίου (πιθανότατα επειδή δεν θεωρούν καθόλου απίθανη τη χρεοκοπία κάποιων κρατών).

Στα πλαίσια αυτά, τέλη Σεπτέμβρη του 2012 οι καταθέσεις των δώδεκα μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών της ΕΕ στις κεντρικές τράπεζες έφτασαν στα 1,43 τρις $ (1,12 τρις €) – μία αύξηση της τάξης του 84% από το 2010, παρά το ότι οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες της ΕΕ δεν πληρώνουν πάνω από 1% επιτόκιο για τις συγκεκριμένες καταθέσεις. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί είναι αποκαλυπτικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη των καθαρών καταθέσεων των δώδεκα μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών στις κεντρικές, σε δις $

Τράπεζα

30.09.2012

31.12.2010

 

 

 

Deutsche Bank

206,1

92,2

Barclays

165,2

155,6

BNP Paribas

160,3

42,7

HSBC

138,6

57,4

Lloyds

129,9

60,8

RBS

127,7

90,9

Santander

122,1

98,9

Societe Generale

103,3

17,9

UBS

93,3

28,4

Credit Suisse

91,8

69,1

Credit Agricole

55,3

37,3

BBVA

35,9

25,4

 

 

 

Σύνολα

1.429,4

776,6

Πηγή: WSJ. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος  

 

Από τον Πίνακα Ι διαπιστώνει κανείς, μεταξύ άλλων ότι, οι πλέον «φοβισμένες» τράπεζες είναι οι δύο γαλλικές και η μία γερμανική. Το γεγονός αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε πολλά και διάφορα συμπεράσματα, σχετικά με τις προβλέψεις τους – οι οποίες αφορούν τόσο τις χώρες τους, όσο και την Ευρωζώνη στο σύνολο της (το μέλλον του ευρώ).

 Ολοκληρώνοντας εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ότι, η «παρεμβατική» λειτουργία της Fed οδήγησε στην αύξηση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους της υπερδύναμης – κάτι που δεν θα είχε συμβεί, εάν είχε αποφευχθεί ο υπερδανεισμός ή/και η διάσωση των υπερχρεωμένων τραπεζών, παράλληλα με την «εκλογίκευση» του άκρως νεοφιλελεύθερου φορολογικού συστήματος. Κάτι ανάλογο υποθέτουμε ότι θα προκληθεί και στην Ευρωζώνη – αφού η «υποχρεωτική» διάσωση των τραπεζών από τα κράτη, οδηγεί επίσης στην αύξηση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους τους.

Επομένως, οι Η.Π.Α. απλά προηγούνται στη συγκεκριμένη «διαδικασία», ενώ η ΕΕ ακολουθεί – έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, τα οποία είναι μάλλον δύσκολο να επιλυθούν, εάν δεν ακολουθήσει άμεσα η τραπεζική ένωση της Ευρωζώνης, η δημοσιονομική (αμοιβαιοποίηση του χρέους) και η πολιτική. Επειδή δε κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, ειδικά λόγω των υπόγειων επιδιώξεων της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της ΕΚΤ (άρθρο μας), υπάρχουν δύο κυρίως εναλλακτικές δυνατότητες:

(α)  Η επιστροφή στην αφετηρία – η ελεγχόμενη διάλυση δηλαδή της Ευρωζώνης και η «επαναφορά» της στην εποχή πριν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος (ευέλικτη σύνδεση των εθνικών νομισμάτων με το Ecu), καθώς επίσης

(β)  Η έξοδος της Γερμανίας από το Ευρώ, όπου όλες οι υπόλοιπες χώρες θα παραμείνουν στην Ευρωζώνη, εφαρμόζοντας ένα μίγμα ήπιας πολιτικής λιτότητας και μεθοδικής ανάπτυξης – παράλληλα με την απαγόρευση των πλεονασμάτων στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών μεταξύ των μελών της, με τη ελεγχόμενη υποτίμηση του ευρώ, με τη διευκόλυνση της χρεοκοπίας των προβληματικών τραπεζών, με την ενίσχυση του πληθωρισμού για την καταπολέμηση της υπερχρέωσης, με την προσεκτική υιοθέτηση των ευρωομολόγων κλπ.  

ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΔΟΛΑΡΙΟ

Το δολάριο είναι το κυριότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, έχοντας μερίδιο πάνω από  70% διεθνώς – ακολουθούμενο από το ευρώ, με μερίδιο περίπου 30%. Το γεγονός αυτό, η «ηγεμονία» του δολαρίου δηλαδή, είναι εξαιρετικά σημαντική για τη «βιωσιμότητα» των Η.Π.Α. – ενώ κινδυνεύει τα μέγιστα από την πολιτική χρήματος που εφαρμόζει σήμερα η Fed (πόσο μάλλον όταν ο κυριότερος δανειστής της υπερδύναμης είναι η Κίνα, ακολουθούμενη από την υπερχρεωμένη επικίνδυνα και γηρασμένη Ιαπωνία).

Το ίδιο σημαντική για τις Η.Π.Α. είναι και η διατήρηση του ευρώ στη δεύτερη θέση – αφού είναι καλύτερα να έχει κανείς έναν σχετικά ελεγχόμενο ανταγωνιστή, ο οποίος δεν θα θελήσει ποτέ να διεκδικήσει τη θέση σου, παρά έναν εχθρικό, ανεξέλεγκτο αντίπαλο, ο οποίος θα επιδιώξει την παγκόσμια ηγεμονία.      

Στα πλαίσια αυτά, ας φανταστούμε μία άλλη διελκυστίνδα, από τη μία πλευρά της οποίας ευρίσκεται η «συνεκτική» ομάδα του δολαρίου (κυβέρνηση, ΔΝΤ, ηγετικές τράπεζες όπως η Goldman Sachs, εταιρείες αξιολόγησης, επενδυτικά κεφάλαια, προβεβλημένοι οικονομολόγοι, ΜΜΕ κλπ.), ενώ από την άλλη η αντίστοιχη, αλλά μη συνεκτική ομάδα του ευρώ (ελλειμματικά και πλεονασματικά κράτη, αντιμαχόμενα ΜΜΕ, ανεξάρτητα μεταξύ τους έθνη κλπ.).   

Το μέσον τώρα, το σχοινί δηλαδή με το οποίο προσπαθεί η μία ομάδα να τραβήξει την άλλη, χωρίς όμως την πρόθεση να νικήσει ή να ηττηθεί καμία εκ των δύο, περνώντας την οριζόντια διαχωριστική γραμμή ισορροπίας, είναι η κρίση χρέους της Ευρωζώνης – η οποία προφανώς προκλήθηκε από τις Η.Π.Α., κυρίως με τη βοήθεια της εισβολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα (Ευρώπη, το χρυσόμμαλο δέρας) και στη συνέχεια μέσω των επιθέσεων στην πιστοληπτική ικανότητα των διαφόρων χωρών της Ευρωζώνης (πρόσφατα εναντίον της Γαλλίας).

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για μία μάχη του δολαρίου εναντίον του ευρώ ή για κάποια σκοτεινή ιστορία συνωμοσίας – αλλά για ένα «παιχνίδι διελκυστίνδας», με απώτερο στόχο τη διατήρηση των δύο παγκοσμίων αποθεματικών νομισμάτων σε μία προκαθορισμένη θέση ισορροπίας, έτσι ώστε να στηρίζεται σε ελεγχόμενα, σταθερά θεμέλια η ηγεμονία του δολαρίου. Εάν δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, τόσο το ένα, όσο και το άλλο νόμισμα θα κινδύνευαν με κατάρρευση – με το κινεζικό γουάν να διεκδικεί το μεγάλο βραβείο. 

Δυστυχώς όμως, η αλαζονική Γερμανία φαίνεται να διεκδικεί περισσότερα οφέλη από το παιχνίδι – «καταλαμβάνοντας» την ΕΚΤ και ερχόμενη σε αντιπαράθεση τόσο με τους «εταίρους» της, συμπεριλαμβανομένης της Μ. Βρετανίας, όσο και με τις Η.Π.Α. (ενδεχομένως με σύμμαχο την Κίνα, αλλά επίσης σε αντίθεση με τη Ρωσία, όπως διακρίνεται από την κρίση της Κύπρου).

Εν τούτοις, κατά την άποψη μας, παρά το ότι φαίνεται να έχει πάρει με το μέρος της την Ελλάδα, δεν έχει διαφυλάξει «τα νώτα της», ούτε όσον αφορά την Ισπανία, ούτε την Ολλανδία ή την Ιταλία – ενώ προκαλεί τη Γαλλία, ανακοινώνοντας δημόσια πως ανησυχεί για την οικονομική της κατάσταση, έτσι ώστε να επιτεθούν οι αγορές στη γείτονα της χώρα.  

Ολοκληρώνοντας η, εθελούσια ή μη, «απόσχιση» της Γερμανίας από την Ευρωζώνη δεν είναι εκτός πραγματικότητας – αφού είναι μάλλον αδύνατον να ανταγωνισθεί τις Η.Π.Α., έχοντας ταυτόχρονα αντιπάλους εντός και εκτός Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, η μονομερής έξοδος της Γερμανίας δεν θα ήταν αρνητική για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, αφού μάλλον θα έπαυε να υφίσταται τις επιθέσεις της υπερδύναμης στο νόμισμα της – με αποτέλεσμα την ειρηνική, ελεγχόμενη «σύμπλευση» του δολαρίου με το ευρώ.     

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι Η.Π.Α. ευρίσκονται αναμφίβολα σε μία πάρα πολύ δύσκολη θέση, βαδίζοντας στην κυριολεξία στην κόψη του ξυραφιού – γεγονός που έχουμε διαπιστώσει από πολύ πριν (Η μητέρα των κρίσεων). Όπως αναφέρουν δε αρκετοί Αμερικανοί οικονομολόγοι,

"Οι Η.Π.Α. θεωρούνται πια άδικα ως η χώρα των απεριόριστων δυνατοτήτων και ευκαιριών – αφού η Πολιτική της υπερδύναμης φροντίζει οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί να παραμένουν φτωχοί. Οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις μένουν σε φτωχές περιοχές, με άσχημα σχολεία και με ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές. Τα παιδιά μεγαλώνουν με γονείς συχνά ανέργους, άρρωστους, χωρισμένους ή φυλακισμένους – ένας κύκλος του διαβόλου, ο οποίος είναι διαχρονικός, μεταφερόμενος από γενιά σε γενιά.

Μία χώρα η οποία, έχοντας το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων παγκοσμίως (743 άτομα ανά 100.000 κατοίκους), επενδύει για τη φυλάκιση 2,3 εκ. ανθρώπων κάθε χρόνο τεράστια ποσά, χωρίς να ενδιαφέρεται για την παιδεία και την υγεία των πολιτών της, πολύ δύσκολα αποφεύγει τις βίαιες κοινωνικές εξεγέρσεις – οι οποίες οδηγούν στην παρακμή, στην κατάρρευση της οικονομίας και στην ολοκληρωτική καταστροφή" (J.Sachs, με παρεμβάσεις).

Εν τούτοις, ο ιδιωτικός πλούτος της χώρας (περί τα 38 τρις $ ή πάνω από το 200% του ΑΕΠ και του δημοσίου χρέους της), σε συνδυασμό με την απίστευτη στρατιωτική υπεροχή της (πολλαπλάσια της αμέσως επόμενης χώρας), καθώς επίσης με την ηγετική θέση της σε πάρα πολλούς «νευραλγικούς» τομείς (χρηματοπιστωτικό σύστημα, ηλεκτρονική δικτύωση κλπ.), την καθιστούν έναν μάλλον ανίκητο «ανταγωνιστή» – παράλληλα, έναν άκρως επικίνδυνο αντίπαλο, εάν θελήσει κανείς να του επιτεθεί σε εκείνα τα «μέσα», τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα για τη συντήρηση του (όπως για παράδειγμα στο δολάριο). 

Επομένως, η Γερμανία παίζει με τα φωτιά, συμπεριφερόμενη με αυτόν τον αλαζονικό τρόπο σε εκείνη τη χώρα, στην οποία ουσιαστικά οφείλει τη «διάσωση» της μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι, τοποθετούμαστε υπέρ των Η.Π.Α. και των εγκληματικών επιθέσεων του ΔΝΤ στην πατρίδα μας, καθώς επίσης σε ένα μεγάλο μέρος του υπολοίπου πλανήτη (Βραζιλία, Αργεντινή, Ασία, Τουρκία, Αφρική, Α. Ευρώπη κλπ.).    

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 18. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2742.aspx

Ευρωζώνη: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ:

Εάν η Γερμανία δεν εγκαταλείψει το ευρώ, υιοθετώντας ξανά το μάρκο, δεν πρόκειται να υπάρξει λύση ούτε για την Ελλάδα, ούτε για το Νότο, ούτε για την Ευρωζώνη – περί της ανακεφαλαιοποίησης και κρατικοποίησης των τραπεζών

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Εάν η παραμονή μας στην Ευρωζώνη θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την υποταγή μας στην πρωσική Γερμανία, την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, την κατάλυση της Δημοκρατίας, τις προσβολές στην υπερηφάνεια και στην αξιοπρέπεια μας, τη λεηλασία των δημοσίων επιχειρήσεων, την καταστροφή των μικρομεσαίων ελληνικών εταιρειών, τη συνέχιση της νόμιμης φοροδιαφυγής των ξένων πολυεθνικών, τη φορολογική «υφαρπαγή» της περιουσίας μας, το συνεχή περιορισμό του κοινωνικού κράτους και τη διαρκή μείωση των αμοιβών, μέχρι τo σημείο που η πιο κουραστική και εξοντωτική εργασία να μην μπορεί, με βεβαιότητα, να μας εξασφαλίσει καν τα απολύτως απαραίτητα – εάν οι εναλλακτικές λύσεις ήταν είτε αυτή η κατάσταση, είτε η εγκατάλειψη της Ευρωζώνης, όλες οι δυσκολίες, μεγάλες ή μικρές, της υιοθέτησης ενός εθνικού νομίσματος, θα έμοιαζαν να είναι σταγόνα στον ωκεανό" (από τον J. S. Mill, με παραλληλισμό στο σήμερα).

Άρθρο

Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στο μάτι του κυκλώνα και κινδυνεύοντας να καταστραφεί εντελώς από δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις (Η.Π.Α. και Γερμανία), οι οποίες έχουν επιλέξει να πολεμήσουν στα εδάφη της, υποχρεώθηκε σε μία εξαντλητική πολιτική λιτότητας και εξαθλίωσης των πολιτών της – με βάση την οποία έχει καταρρεύσει τόσο το ΑΕΠ, όσο και η οικονομία της συνολικά.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, έχει επιβληθεί στην πατρίδα μας η ιδιωτικοποίηση όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων του δημοσίου της, σε εξευτελιστικές τιμές – συμπεριλαμβανομένων δυστυχώς των κοινωφελών (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ κλπ.), των μονοπωλιακών κερδοφόρων (ΟΠΑΠ, λαχεία) και των στρατηγικών (λιμάνια, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες κα). Ο δήθεν σκοπός δε των αποκρατικοποιήσεων είναι ο περιορισμός του δημοσίου χρέους της, το οποίο χαρακτηρίζεται, εύλογα ή μη, ως μη βιώσιμο.

Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές υπολογίζονται στα 9 δις € – οπότε το χρέος της πατρίδας μας θα μειωθεί ανάλογα. Την ίδια στιγμή όμως ή, μάλλον, λίγο πιο πριν, η Ελλάδα υποχρεώνεται να κρατικοποιήσει τις τράπεζες της – για τις οποίες έχει εγγραφεί ήδη το ποσόν των 49 δις €, το οποίο αυξάνει το δημόσιο χρέος της ανάλογα, χωρίς παραδόξως να αναφέρεται στο έλλειμμα του προϋπολογισμού (όπως συνέβη στην Ιρλανδία).  

Υποχρεώνεται λοιπόν να εκποιήσει τις πολυτιμότερες επιχειρήσεις της για να μειώσει κατά 9 δις € το δημόσιο χρέος της, το οποίο όμως αύξησε κατά 49 δις €, «εξαγοράζοντας» τις χρεοκοπημένες ιδιωτικές τράπεζες – εν πρώτοις, αφού η κρατικοποίηση των τραπεζών (στη συνέχεια, με κριτήριο τους όρους της ανακεφαλαιοποίησης, θα «ξεπουληθούν» στις πολυεθνικές), θα κοστίσει δυστυχώς στους Έλληνες φορολογουμένους, στους οποίους συνεχίζει να επικρατεί η σιωπή των αμνών,  πολύ περισσότερα.

Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, οι τράπεζες οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία μετά την διαγραφή του χρέους της Ελλάδας, στα πλαίσια του PSI – όπου η Ελλάδα μείωσε αυθαίρετα πάνω από 50% τις απαιτήσεις τους απέναντι της, οι οποίες είχαν προέλθει από την αγορά ομολόγων του δημοσίου, για την ενίσχυση του ίδιου του δημοσίου!  

Περαιτέρω, οι ίδιες χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα κρατικοποιηθούν στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησης ολόκληρης της υπόλοιπης οικονομίας, θα δανείσουν σήμερα το ελληνικό δημόσιο με 5 δις €, για να μη χρεοκοπήσει – έτσι ώστε να μπορέσει να καθυστερήσει η δόση των 31,5 δις €, η οποία είχε συμφωνηθεί να εκταμιευθεί τον Ιούνιο, για τις αρχές Δεκεμβρίου (παράλληλα, ο «μύθος» συνεχίζεται, αφού θα πρέπει να αποφασίσουν ξανά τα κοινοβούλια για τη δόση, η οποία είχε προ πολλού εγκριθεί – οπότε είχε ήδη αποφασιστεί!).

Το μεγαλύτερο τώρα μέρος της δόσης της ντροπής, τα 24-26 δις € δηλαδή,  θα αποδοθούν από το κράτος στις τράπεζες – οι οποίες όμως θα δώσουν τα χρήματα με τη σειρά τους στην ΕΚΤ, έτσι ώστε να μειωθεί η ενίσχυση τους από αυτήν (στα πλαίσια του ELA). Η ΕΚΤ βέβαια δεν θα κρατήσει τα χρήματα, αλλά θα τα δώσει πίσω στη γερμανική κεντρική τράπεζα, από την οποία τα έχει ουσιαστικά δανειστεί (target II).

Από τα υπόλοιπα 5,5 περίπου δις € της δόσης, τα 3,4 δις € θα επιστραφούν επίσης στην ΕΚΤ την Παρασκευή (άρα στην Bundesbank), για την εξόφληση του αντίστοιχου ομολόγου, το οποίο η ΕΚΤ έχει αγοράσει πιθανότατα στο 70% της αξίας του – με αποτέλεσμα να κερδοσκοπήσει εις βάρος μας, αποκομίζοντας 1 δις € από τους Έλληνες φορολογουμένους.  

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, δυστυχώς «ερήμην» των λαών, μέσα σε μια «καταδικασμένη» νομισματική ζώνη, τα κυριότερα προβλήματα της οποίας είναι:

(α) Η πλεονασματική, μερκαντιλιστική Γερμανία, η οποία «κλέβει» πλούτο, καταθέσεις, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας από όλους τους «εταίρους» της και

(β) Ο υπερδιογκωμένος τραπεζικός της τομέας (άρθρο μας), ο οποίος πρέπει να εξυγιανθεί άμεσα, μειώνοντας απαραίτητα το μέγεθος του.

Ο περιορισμός όμως του επικίνδυνου μεγέθους του τραπεζικού τομέα, οφείλει να είναι το αποτέλεσμα της μείωσης της μόχλευσης (leverage) και των χορηγήσεων – όχι των καταθέσεων, όπως συμβαίνει σήμερα σε όλες τις χώρες του Νότου, στις οποίες οι εκροές καταθέσεων με προορισμό κυρίως τον ευρωπαϊκό Βορά, έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ (επίσης, της προσεκτικής «κατάτμησης» των συστημικών τραπεζών και όχι της «συγκέντρωσης» τους σε ακόμη μεγαλύτερες «too big to fail», όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα). 

Η ελάττωση τώρα των χορηγήσεων οφείλει να προέλθει από την επιστροφή των δανείων των νοικοκυριών, καθώς επίσης από τη μη έγκρισή νέων καταναλωτικών – όχι από τις παραγωγικές επιχειρήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα, με αποτέλεσμα να μην γίνονται επενδύσεις και να χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη, μειώνοντας τα έσοδα του δημοσίου (φορολογία κερδών) και αυξάνοντας τις δαπάνες του (ανεργία κλπ.).

Τα νοικοκυριά όμως αδυνατούν να περιορίσουν τα δάνεια τους, αφενός μεν λόγω της πολιτικής λιτότητας (μειώσεις μισθών, κατάρρευση του κοινωνικού κράτους κλπ.), αφετέρου λόγω της ανεργίας που προκαλούν οι απολύσεις δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, το κλείσιμο των επιχειρήσεων κλπ. – με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να αυξάνονται οι επισφάλειες των κρατικοποιημένων πλέον τραπεζών, οι οποίες εξαγοράστηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων.

Επομένως, θα χρειαστούν και άλλα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (υπολογίζουμε ότι θα ξεπεράσουν σωρευτικά τα 100 δις €), τα οποία θα «πρέπει» να προέλθουν από τους ανόητους φορολογουμένους – οπότε θα χρεοκοπήσουν ακόμη περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ανακυκλώνοντας αυξημένο το πρόβλημα.

Εάν λοιπόν αυτό δεν είναι το θέατρο του παραλόγου, εάν θεωρεί κανείς ότι μπορεί να υπάρξουν προοπτικές, καθώς επίσης ότι αξίζουν τον κόπο όλες οι θυσίες, η λεηλασία, η εξαθλίωση και οι αυτοκτονίες των πολιτών, τότε εμείς είμαστε αυτοί που δυστυχώς δεν καταλαβαίνουν – ενώ ευχόμαστε φυσικά να κάνουμε λάθος, όσον αφορά τα συμπεράσματα μας. 

Ολοκληρώνοντας, κατά την υποκειμενική μας άποψη, εάν η Γερμανία δεν εγκαταλείψει το ευρώ, υιοθετώντας ξανά το μάρκο, δεν πρόκειται να υπάρξει λύση ούτε για την Ελλάδα, ούτε για το Νότο, αλλά ούτε και για την Ευρωζώνη στο σύνολο της – η οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να λειτουργήσει σωστά, απαγορεύοντας τα πλεονάσματα στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών μεταξύ των μελών της, υποτιμώντας το ευρώ, «επιτρέποντας» τη χρεοκοπία τραπεζών, ενισχύοντας τον πληθωρισμό για να καταπολεμηθεί η υπερχρέωση («εκτύπωση» νέων χρημάτων, ευρωομόλογα)  και καταργώντας τα εξαντλητικά προγράμματα λιτότητας χωρίς αναπτυξιακά μέτρα.

 

ΥΓ: Όταν οι όροι της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, με κριτήριο τους οποίους καταρρέουν εύλογα οι τιμές τους, ανακοινώνονται κατά τη διάρκεια των χρηματιστηριακών συναλλαγών από την κυβέρνηση και όχι μετά το τέλος τους, όπως συμβαίνει παντού, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ζούμε σε ένα ευνομούμενο, ορθολογικό κράτος ή/και ότι δεν πρόκειται για μία, «άπρεπο» να χαρακτηρισθεί ως οφείλει, σκοπιμότητα;  

Αξίζει αλήθεια να αγωνίζεται κανείς για έναν λαό, για έναν «όχλο» δυστυχώς, ο οποίος δεν καταλαβαίνει ότι η έννοια Πολίτης είναι το ανώτατο αξίωμα σε μία χώρα; Για ανθρώπους που, ενώ οι διαρρήκτες καταληστεύουν το σπίτι τους, κάθονται φοβισμένοι στο ερμητικά κλειστό δωμάτιο τους, παρακολουθώντας με αδιαφορία ορισμένους χειραγωγούς της τηλεόρασης, οι οποίοι τους διαβεβαιώνουν ότι πρόκειται για τη φαντασία τους;  

Για το δήθεν στρατό μας, για τα συνδικάτα δηλαδή τα οποία, ενώ βλέπουν πως «καταλύεται» η ίδια η ύπαρξή τους, έχοντας παράλληλα χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας τους, αδιαφορούν ουσιαστικά, επιλέγοντας να ασχολούνται με το μικρόκοσμό τους; Για τους υπόλοιπους «Θεσμούς», οι οποίοι κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου; 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 13. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com.  Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Η Ε.Ε. ξεφτιλίζει τους δούλους της

Η Ε.Ε. ξεφτιλίζει τους δούλους της

 

Του Γιώργου Δελαστίκ*

 

Σαν τις πόρνες που φέρνουν στον νταβατζή τις εισπράξεις της βραδιάς κι αυτός αντί να πεί "ευχαριστώ", τις πλακώνει στα χαστούκια για να τις "διαπαιδαγωγήσει" ώστε άλλη φορά να του φέρνουν, κατάντησαν τη συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ οι Ευρωπαίοι επικυρίαρχοι των εταίρων Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη!

Την επόμενη κιόλας μέρα από εκείνη που ψήφισαν τα επαίσχυντα μέτρα εξαθλίωσης των Ελλήνων, τους είπαν δημοσίως ότι θα δουν και θα αποφασίσουν πότε θα τους δώσουν τη δόση του δανείου, την οποία καθυστερούν σαδιστικά και στοχευμένα από τις 28 Ιουνίου!

Ο Βενιζέλος έτσι κι αλλιώς είναι παλιός στο επάγγελμα, αλλά τώρα έμαθε και ο Σαμαράς πως το πολιτικό ζήτημα που καθορίζει τα πάντα είναι να μην αρχίσεις να κάνεις πιάτσα στη Συγγρού. Έτσι κι αρχίσεις, η πορεία σου είναι προδιαγεγραμμένη. Φάπες, μπουνιές, κλωτσίες… Τώρα που η κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ κατάντησε τυφλό όργανο στα χέρια των ξένων επικυρίαρχων της ΕΕ και του ΔΝΤ, οι οποίοι μετά βίας ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο πως θα σφυρηλατήσουν νέες σχέσεις συμμαχίας με τους Έλληνες αστούς και φυσικά σε πολύ πιο ανισότιμη βάση από όσο μέχρι σήμερα, τα πλήγματα έρχονται σωρηδόν. "Το ελληνικό δημόσιο χρέος σαφώς και δεν είναι βιώσιμο" έσπευσε να δηλώσει ακριβώς την επόμενη μέρα της ψήφισης του επονείδιστου πακέτου από τους 153 Κουίσλινγκ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Κομισιόν Όλι Ρεν. Έχει φυσικά απόλυτο δίκιο, αλλά γιατί ήταν πολιτικά απαραίτητο να κάνει αυτή τη δήλωση και μάλιστα στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς ώστε να είναι σίγουρο ότι θα φτάσει στα πέρατα του κόσμου, δώδεκα …ώρες(!) μετά την ψήφιση του πακέτου από τους γερμανόδουλους βουλευτές της Αθήνας; Είναι τα "χαστούκια του νταβατζή" για τα οποία μιλήσαμε…

Είχε προηγηθεί άλλωστε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είχε δηλώσει ότι "δεν υπάρχει βιώσιμη λύση για την Ελλάδα ακόμη" πριν καν περάσει το πακέτο μέτρων από τη Βουλή. Ο Ρεν και ο Σόιμπλε έχουν απόλυτο δίκιο επί της ουσίας. Ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 175% φέτος και 190% του ΑΕΠ το 2013, με προοπτική μάλιστα βάσει των κυβερνητικών εκτιμήσεων στον προϋπολογισμό να παραμείνει γύρω στο 190% τα επόμενα …τέσσερα χρόνια (!) χρόνια, δεν είναι σε καμμία περίπτωση βιώσιμο. Αυτό που δεν λένε όμως Ρεν και Σόιμπλε είναι πως η μνημονιακή πολιτική και μόνο αυτή είναι ο καθοριστικός παράγοντας που εκτίναξε το ελληνικό δημόσιο χρέος από το 100-110% του ΑΕΠ που βρισκόταν επί σχεδόν είκοσι χρόνια ολόκληρα χρόνια αδιαλείπτως (από το 1991 ως το 2009) στα δυσθεώρητα ύψη του 170% και 190% του ΑΕΠ, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια. Καθοριστικός στόχος του Μνημονίου ήταν φυσικά να γλιτώσουν τις γερμανικές, γαλλικές και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες που ήταν εκτεθειμένες, έχοντας δανείσει την Ελλάδα μέσω της αγοράς ελληνικών κρατικών ομολόγων. Παράλληλα όμως ενισχύεται υπέρμετρα η αλαζονεία των Γερμανών και των υπόλοιπων Ευρωπαίων, διαπιστώνοντας την απύθμενη δουλικότητα του Σαμαρά, του Βενιζέλου, του Κουβέλη και όλου του αστικού πολιτικού συστήματος.

Εκτροχιάστηκε πλήρως η Μέρκελ, όπως φάνηκε με σαφήνεια από τις δηλώσεις της αναφορικά με την Ελλάδα στο ευρωκοινοβούλιο. "Πρέπει να πούμε στους Έλληνες ότι δεν είναι δυνατόν να απεργούν κάθε φορά που πάει να γίνει μια ιδιωτικοποίηση" τόνισε χαρακτηριστικά, υποδεικνύοντας προφανώς στους ιθαγενείς κυβερνητικούς υποτελείς της να …απαγορεύσουν τις απεργίες ειδικά στις δημόσιες επιχειρήσεις που ξεπουλάνε! "Δεν μπορεί τα έσοδα των σιδηροδρόμων από τα εισητήρια να μην καλύπτουν καν τη μισθοδοσία του προσωπικού" διακήρυξε, απαιτώντας από τον ΟΣΕ …αυξήσεις εισιτηρίων! Στο μεταξύ βέβαια η Ελλάδα καταρρέει και οι Έλληνες βυθίζονται σε πρωτοφανή δυστυχία εδώ και μισόν αιώνα. Τον Αύγουστο, μήνα που παραδοσιακά η ανεργία σημείωνε κάμψη λόγω της εποχιακής απασχόλησης στα τουριστικά επαγγέλματα, σημειώθηκε νέο ρεκόρ ανέργων: 1.267.595 άτομα, ποσοστό 24,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού! Από τον Αύγουστο του 2011 ως τον Αύγουστο του 2012, μέσα δηλαδή σε έναν μόλις χρόνο, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 38,4%!

Παράλληλα γίνεται εξόφθαλμο ότι σε λίγο θα καταρρεύσουν εντελώς τα δημόσια έσοδα. Μόνο μέσα στου δέκα πρώτους μήνες του 2012 δημιουργήθηκαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο ύψους 10,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό τεράστιο. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι ληξιπρόθεσμες ύψους 6,3 δις. Ευρώ δημιουργήθηκαν μόνο κατά το δίμηνο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή όλοι οι Έλληνες φορολογούμενοι έπρεπε να πληρώσουν την πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος. Είναι βέβαιο ότι ήδη με το τέλος Οκτωβρίου ο αριθμός αυτός έχει κατά πολύ αυξηθεί, καθώς ελάχιστοι μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στο σύνολο των φορολογικών απαιτήσεων αυτής της κυβέρνησης ληστών και απατεώνων που "γδέρνει" το λαό μας για να πληρώνει τους ξένους δανειστές της και να χρηματοδοτήσει τους Έλληνες τραπεζίτες.

 

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

ΠΗΓΗ: http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=9979:delastik-ee-douloi&catid=58:oikonomiki-politiki&Itemid=182

ΑΠΕΙΛΗ ΕΜΦΥΛΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

ΑΠΕΙΛΗ ΕΜΦΥΛΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ:

Οι κίνδυνοι από το τρίτο μνημόνιο, διεθνείς απόψεις για την κρίση, οι συνέπειες εξόδου της πατρίδας μας ή ολόκληρου του Νότου από το Ευρώ, Γαλλία ή Ιταλία, η πολιτική των σκόπιμων καθυστερήσεων, καθώς επίσης η ανάγκη να είμαστε όλοι ενωμένοι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Η ζωή είναι ένα απέραντο ναρκοπέδιο, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο – επίσης, σε όλες τις «εκφάνσεις» της (ανθρώπινες σχέσεις, κοινωνία, οικονομία, πολιτική κοκ.). Από τις αναρίθμητες παγίδες που κρύβονται σε κάθε βήμα μας, σκοπός είναι να αποφύγουμε όσο γίνεται περισσότερες, με στόχο τις λιγότερο δυνατές απώλειες, δυστυχία και πόνους – παράλληλα, με τη μεγαλύτερη δυνατή ηρεμία, ευτυχία και αξιοπρέπεια. 

Εάν ξεφύγουμε από τη «χρυσή μεσότητα», τότε θα πρέπει να είμαστε αφενός μεν πρόθυμοι, αφετέρου προετοιμασμένοι, να πληρώσουμε τον αντίστοιχο λογαριασμό – ο οποίος πολύ δύσκολα αποφεύγεται. Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με όλα όσα στοχεύουμε ή/και επιθυμούμε – αφού αποτελούν τα βασικά κριτήρια του ύψους των εκάστοτε «τιμολογίων», τα οποία θα κληθούμε από τη ζωή, αργά ή γρήγορα, να εξοφλήσουμε".

Ανάλυση

Η Ευρώπη, η Γερμανία δηλαδή, δεν ανταμείβει ποτέ την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων, η οποία συνεχίζεται στην Ελλάδα από το 2009 – αποτελώντας το «διαπραγματευτικό χαρτί» όλων των κυβερνήσεων έκτοτε, με δήθεν «όπλο» την απειλή της χρεοκοπίας (ένα όπλο που βρίσκεται πάντοτε τυπικά στο τραπέζι, χωρίς δυστυχώς ποτέ να χρησιμοποιείται).

Από την άλλη πλευρά, η προσβλητική για όλους μας εικόνα, την οποία είδαμε στο Κοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης για την ψήφιση των μέτρων λεηλασίας και εξαθλίωσης των Ελλήνων, σύντομα θα εμφανισθεί και στους δρόμους – με τις εξεγέρσεις να τοποθετούνται στις αρχές του 2013, εάν παρ' ελπίδα δεν ληφθούν οι σωστές αποφάσεις από την ΕΕ και όταν αρχίσουν να εφαρμόζονται αυτά που υπέγραψαν οι 153 «Έλληνες» βουλευτές.

Ειδικότερα, με κριτήριο το πρόγραμμα λιτότητας (Μνημόνιο ΙΙΙ), η ύφεση που θα προκληθεί (υπολογίζεται από τη Γερμανία στο 7,9% για το 2012, οπότε το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 17 δις € περίπου, στα 198 δις € – με τα έσοδα του δημοσίου να περιορίζονται περί τα 4,25 δις €), θα ξεπεράσει τα ανώτατα όρια του ανεκτού – με αποτέλεσμα το κλείσιμο ακόμη περισσότερων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την εκτόξευση της ανεργίας, την αδυναμία των νοικοκυριών να ανταπεξέλθουν, την, επικίνδυνη για τις καταθέσεις, κατακόρυφη άνοδο των επισφαλειών των τραπεζών, την κατάρρευση των δημοσίων εσόδων, καθώς επίσης την «απορρύθμιση» του κράτους.

Με κριτήριο δε το ΑΕΠ του 2011, όπως αναγράφεται στο προσχέδιο του ελληνικού προϋπολογισμού (215 δις €), καθώς επίσης το ποσοστό της ύφεσης λόγω του Μνημονίου ΙΙΙ που υπολογίζουμε για το 2013 (8-9%), το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στα 180 δις € ή σε ακόμη λιγότερα – οπότε τα έσοδα του δημοσίου, «καλώς εχόντων των πραγμάτων» (εάν συνεχίσουν δηλαδή να πληρώνουν οι Έλληνες φόρους κλπ.), θα περιορισθούν κατά τουλάχιστον 4,5 δις €.

Επομένως, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα φτάσει στα ύψη – σε επίπεδα δηλαδή εντελώς εκτός πραγματικότητας (συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, εάν αυτή δεν γίνει μέσω του ESM, μάλλον θα ξεπεράσει το 200%).     

Ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος, την εξέλιξη και τη βιωσιμότητα του, η παραπληροφόρηση έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Η «υπερβάλλουσα» αύξηση του, αυτή δηλαδή η οποία δεν προέρχεται από την πρόσθεση των ελλειμμάτων, οφείλεται κυρίως στα χρέη των τραπεζών – με τα οποία επιβαρύνονται εν αγνοία τους οι Έλληνες, για να μην χρεοκοπήσουν οι τράπεζες και χαθούν οι καταθέσεις τους (άρθρο μας).

Αναλυτικότερα, εάν στη διαγραφή μέρους της αξίας των ομολόγων του δημοσίου (PSI), τα οποία κατέχουν οι τράπεζες, προσθέσουμε τα κόκκινα δάνεια τους (επισφάλειες), τα οποία υπολογίζεται ότι σύντομα θα ανέλθουν στο 30% των συνολικών δανείων τους προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τότε οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών θα ξεπεράσουν τα 100 δις € – τα οποία, εάν προστεθούν στο δημόσιο χρέος, όπως συμβαίνει σήμερα, θα το καταστήσουν φυσικά μη βιώσιμο.

Όσα εξαντλητικά προγράμματα λιτότητας λοιπόν και αν εφαρμοσθούν, όσο και αν φορολογηθούν οι Έλληνες, ακόμη και αν ξεπουλήσουν ολόκληρη τη δημόσια περιουσία τους, η οικονομική κατάσταση της χώρας τους θα επιδεινώνεται συνεχώς. Αυτό σημαίνει ότι, αργά ή γρήγορα, λόγω μηδενικών προοπτικών καλυτέρευσης, το καπάκι που κρατάει κλειστή την κατσαρόλα που βράζει, θα φύγει ανεξέλεγκτα από τη θέση του – με ανυπολόγιστες συνέπειες για την Ελλάδα, την Ευρώπη και ολόκληρο τον πλανήτη.

Απλούστερα, χωρίς ανάπτυξη δεν υπάρχει καμία απολύτως προοπτική για το μέλλον – με αποτέλεσμα την «κατάλυση» της κοινωνικής συνοχής καθώς επίσης της ειρήνης. 

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Περαιτέρω, έχουν σίγουρα ενδιαφέρον οι απόψεις (επιγραμματικά) ορισμένων πολιτικών, οικονομολόγων, επενδυτών και κομμάτων, όσον αφορά την ΕΕ, τη Γερμανία και την Ελλάδα. Ειδικότερα τα παρακάτω:

Ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας και θερμός υποστηρικτής της ένωσης κ. H. Schmidt, είναι πάρα πολύ σκεπτικός, όσον αφορά το μέλλον της Ευρώπης. «Πιθανότατα βρισκόμαστε στα πρόθυρα μίας κοινωνικής επανάστασης», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Εάν όμως κάνουμε τα σωστά βήματα», συνεχίζει, «τότε ίσως η Ευρώπη, στα επόμενα τέσσερα χρόνια, να αναδυθεί όπως ο Φοίνικας από τις στάχτες». Κάτι ανάλογο ισχύει και για την Ελλάδα, κατά την άποψη μας, η οποία θα μπορούσε πολύ εύκολα να ξεφύγει από την κρίση, εάν έκανε τα σωστά βήματα. 

«Η Γερμανία πρέπει να εγκαταλείψει το Ευρώ», ισχυρίζεται ένας οικονομολόγος (S. Homburg) από το Ανόβερο. «Τα δάνεια προς τις ελλειμματικές οικονομίες», τεκμηριώνει τη θέση του, «δεν ωφελούν τις χώρες, αλλά τους δανειστές τους, τους οποίους δεν έχουν κανένα λόγο να ενισχύουν οι Γερμανοί φορολογούμενοι».

 

«Εάν η Γερμανία εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη», τονίζει αντίθετα ο G. Soros, «τότε το πρόβλημα της ένωσης θα λυθεί αμέσως. Στην περίπτωση αυτή, το ευρώ θα υποτιμηθεί και ο πληθωρισμός θα αυξηθεί, οπότε η κρίση χρέους και ανταγωνιστικότητας θα αποτελέσει παρελθόν. Δεν μπορεί να υπάρξει νομισματική ένωση, χωρίς μεταφορά χρημάτων από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές χώρες της», ολοκληρώνει, εννοώντας την ανάγκη «αμοιβαιοποίησης» του χρέους.

«Περιμένουμε ότι η Γερμανία θα πάψει σύντομα να αποτελεί το σίγουρο λιμάνι των επενδυτών», αναφέρει ο διευθυντής της μεγάλης επενδυτικής εταιρείας Pimco. «Εάν επιβιώσει η Ευρωζώνη, τότε η Γερμανία θα υπερχρεωθεί – με τα πακέτα διάσωσης και με τα ευρωομόλογα. Εάν διαλυθεί η Ευρωζώνη, τότε η Γερμανία θα υπερχρεωθεί επίσης, με τα χρήματα που θα πρέπει να διαθέσει για τη διάσωση των τραπεζών της – ενώ η οικονομία της θα έχει μεγάλες απώλειες, λόγω της ύφεσης που θα ακολουθήσει».  

«Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι τυλιγμένο στις φλόγες», διαπιστώνει ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας J. Fischer συνεχίζοντας «Η Ευρώπη, καθοδηγούμενη από τη Γερμανία, επιλέγει να συνεχίζει ανόητα την προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαγιάς, χρησιμοποιώντας κηροζίνη αντί για νερό». 

«Το σύστημα είναι το εξής», αναφέρει ο J. Stieglitz, πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ. «Η ισπανική κυβέρνηση σώζει τις ισπανικές τράπεζες και οι ισπανικές τράπεζες σώζουν την ισπανική κυβέρνηση. Αυτή είναι μία οικονομία Βουντού».

«Οι Ευρωπαίοι έχουν ένα κοινό νόμισμα», τον συμπληρώνει ο W. Buffett, «Δεν έχουν όμως ούτε κοινή δημοσιονομική πολιτική, ούτε κοινή κουλτούρα, ούτε κοινές συνθήκες/προϋποθέσεις εργασίας. Θα πρέπει λοιπόν να συνδυάσουν ορισμένα πράγματα μεταξύ τους, εάν δεν θέλουν να καταστραφούν».

«Η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ ευρίσκεται σε πολύ μεγάλο κίνδυνο», ισχυρίζεται ένας άλλος Αμερικανός οικονομολόγος, ο N. Roubini, ολοκληρώνοντας «Οι πιθανότητες μετάδοσης της κρίσης, στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια, είναι τεράστιες».

«Τυχόν έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είναι πολύ ακριβή, ενώ θα προκαλέσει χάος», πιστεύει ο γνωστός επενδυτής M. ElErian. «Εν τούτοις, εμείς πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι».

«Η πιθανότερη λύση του προβλήματος της Ελλάδας είναι η εισαγωγή ενός, παράλληλου στο ευρώ, δεύτερου νομίσματος», είναι η άποψη του οικονομολόγου της Deutsche Bank, την οποία συmπληρώνει ως εξής ο πρώην  διευθυντής της J. Ackermann «Η έξοδος της Ελλάδας είναι κάτι που δεν πρέπει ούτε καν να σκεφτόμαστε».

«Η κρίση χρέους και δανεισμού της Ευρωζώνης πλησιάζει σε ένα κρίσιμο σημείο», διαπιστώνει ο διευθυντής της HSBC, συνεχίζοντας «Η έξοδος της Ελλάδας θα οδηγούσε αμέσως στην ερώτηση, πως και αν θα μπορούσαμε να στηρίξουμε την Ισπανία».

«Η επαναφορά της δραχμής στη Ελλάδα, θα ήταν οικονομική αυτοκτονία», είναι η άποψη του διευθυντή της Commerzbank, την οποία συμπληρώνει ως εξής ένα στέλεχος της Allianz: «Όταν μία χώρα δεν έχει την ευκαιρία να βγει από την κρίση με τη βοήθεια της ανάπτυξης, τότε την αποφεύγουμε – αποσύρουμε δηλαδή όλες τις επενδύσεις μας και δεν σκεφτόμαστε καν για καινούργιες».

«Θα ήταν επιθυμητό να είχε διώξει η Ευρώπη την Ελλάδα πριν από τρία χρόνια», έχει την άποψη ο Ελβετός χρηματιστής M. Faber ολοκληρώνοντας «Μία τέτοια ενέργεια, θα μας είχε προστατέψει από πολλές επώδυνες καταστάσεις».

«Οι συνέπειες τυχόν εξόδου της Ελλάδας δεν θα περιοριζόταν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια», τονίζει ο προϊστάμενος της επιτροπής ανατολικών υποθέσεων της Γερμανίας, πρώην γενικός διευθυντής της Metro (Makro) E. Cordes, συνεχίζοντας «Θα επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και τον υπόλοιπο πλανήτη»

«Με το ευρώ δεν θα δουν ποτέ οι Έλληνες μία άσπρη ημέρα», πιστεύει ο εθνικιστής Γερμανός οικονομολόγος H. W. Sinn. «Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν το μικρότερο κακό, συγκριτικά με άλλα», συμπεραίνει. 

«Ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ», λέει ο γνωστός οικονομολόγος P. Krugman, «θα είχε τρομακτικές συνέπειες. Στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας θα οδηγούσε σε ένα καταστροφικό bank run, καθώς επίσης σε μία μαζική εκροή κεφαλαίων».

«Δεν μπορώ καν να φανταστώ την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη», τονίζει χαρακτηριστικά ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ J. C. Trichtet. «Θα ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή από όλες τις άλλες».  

«Ευρώ ή χάος», φαίνεται να πιστεύει η Ελληνική κυβέρνηση. «Ευρώ με κάθε θυσία, με όποια μέτρα λιτότητας ζητηθούν – ακόμη και αν κάτι τέτοιο σημαίνει εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, υπερβολική φορολόγηση των πολιτών, εξαθλίωση, φτώχεια ή ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας. Ας ελπίσουμε δε ότι οι εταίροι μας θα φροντίσουν έτσι ώστε, το δηλητήριο να μην είναι ακαριαία θανατηφόρο – συνοδεύοντας το με κάποια μέτρα ανάπτυξης».

«Το ευρώ ασφαλώς και δεν είναι φετίχ», αναφέρεται ως η πιθανότερη άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία μάλλον θέλει την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, παράλληλα με τη διαγραφή του επαχθούς χρέους, ότι και αν αυτό σημαίνει – αφηρημένο, απροσδιόριστο, εφικτό ή ανέφικτο, ουτοπικό ή μη. 

«Ευρώ, διαγραφή του επαχθούς χρέους, χαμηλά επιτόκια δανεισμού και εθνική κυριαρχία – καμία δημοσιονομική ή πολιτική ένωση της Ευρωζώνης», είναι η επιθυμία των επομένων, όσο «αιθεροβατούσα» και αν ακούγεται.

«Άμεση έξοδος από την Ευρωζώνη, επίσης από την ΕΕ, άρνηση του συνολικού χρέους, λαϊκή κυριαρχία και κλείσιμο (ουσιαστικά) των συνόρων», συμπληρώνει η «αυθεντική» αριστερά, ολοκληρώνοντας το παζλ.   

Η ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ

Ανεξάρτητα από τις παραπάνω τοποθετήσεις οι οποίες, όσο και αν διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν ορισμένα κοινά σημεία, κρίνουμε σκόπιμη την αναφορά μίας ακόμη άποψης – η οποία στηρίζεται σε ένα οικονομικό μοντέλο. Με τη βοήθεια του μοντέλου «προσομοιώθηκε» από ένα γερμανικό ινστιτούτο η τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας – «ατομικά» και μαζί με τα επόμενα «υποψήφια θύματα» του Νότου.   

«Τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν πια διαχειρίσιμη», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του γερμανικού ινστιτούτου, η οποία ουσιαστικά τεκμηριώνει τα τεράστια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας το 2010 – όταν οδηγήθηκε, χωρίς κανέναν απολύτως οικονομικό λόγο, στα νύχια του ΔΝΤ.

Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στο οποίο αναγράφεται το κόστος εξόδου μίας χώρας (δύο, τριών και τεσσάρων μαζί) για τη Γερμανία, είναι χαρακτηριστικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Κόστος Γερμανίας, σε περίπτωση εξόδου του Νότου από το Ευρώ – σε δις €

Χώρα

Χαμένη ανάπτυξη

**Χαμένες απαιτήσεις

 

 

 

Ελλάδα

73

64

Ελλάδα και Πορτογαλία

225

99

Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία

850

266

Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία

1.707

455

* Χαμένη ανάπτυξη συνολικά για τα έτη 2013 – 2020

** Δημόσιες και ιδιωτικές

Πηγή: Bertelsmann-Stiftung. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Στον επόμενο Πίνακα ΙΙ τώρα φαίνονται οι επιπτώσεις, όσον αφορά τις 42 οικονομίες που συμπεριλήφθηκαν στη μελάτη – οικονομίες οι οποίες παράγουν περισσότερο από το 90% του παγκοσμίου ΑΕΠ:  

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Επιπτώσεις στο ΑΕΠ των 42 σημαντικότερων οικονομιών για τα έτη 2013 έως 2020 σε δις €, χαμένες απαιτήσεις (ζημίες) ως προς το ΑΕΠ

Χώρα

Απώλειες σε ΑΕΠ

ΑΠΏΛΕΙΕΣ/ΑΕΠ

 

 

 

Ελλάδα

674

-1,7%

Ελλάδα και Πορτογαλία

2.377

-6,1%

Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία

7.897

-20,3%

Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία

17.157

-44,0%

Σημείωση: H «υπόθεση εργασίας» των ερευνητών ήταν ότι, οι χώρες που θα εξέρχονταν θα διέγραφαν το 60% των χρεών τους

Πηγή: Bertelsmann-Stiftung. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Η Ελλάδα, πάντοτε κατά το ινστιτούτο, θα ερχόταν αντιμέτωπη με ζημίες ίσες με το 94% του ΑΕΠ της – γεγονός που θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη από όλους αυτούς στην πατρίδα μας, οι οποίοι «συνηγορούν» υπέρ της εξόδου της από την Ευρωζώνη.

ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΓΑΛΛΙΑ

Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες απόψεις των «ειδικών» η χώρα, η οποία θα είχε τις μεγαλύτερες ζημίες από τυχόν κατάρρευση του Νότου, θα ήταν η Γαλλία – αφού οι απώλειες της θα ήταν της τάξης του 154,4% του ετησίου ΑΕΠ της. Οι αιτίες είναι αφενός μεν η αυξημένη συμμετοχή των τραπεζών της στο Νότο, αφετέρου οι υποτιμήσεις των νομισμάτων που θα συνόδευαν την ενδεχόμενη έξοδο από το Ευρώ (υπολογίζεται άνω του 50% για την Ελλάδα).

Με βάση τα παραπάνω, η δυσχερής θέση της Γαλλίας και η «εκβιασιμότητα» της από τη Γερμανία, αποκτούν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον – κάτι που ίσως ερμηνεύει καλύτερα τη στάση του προέδρου της, ο οποίος ευρίσκεται σε πραγματικά δύσκολη θέση. Ίσως αυτή να είναι η αιτία, για την οποία πλέον οι αγορές αναρωτιούνται, ψάχνοντας το επόμενο θύμα τους: Ιταλία ή Γαλλία;

Στον Πίνακα ΙΙΙ τώρα που ακολουθεί, καταγράφεται το πρόσφατο ΑΕΠ των πλέον σημαντικών οικονομιών του πλανήτη, για να αντιληφθούμε καλύτερα τα μεγέθη τους:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: ΑΕΠ σε δις δολάρια, πληθυσμός τον Ιούνιο του 2012

Χώρα

ΑΕΠ

Πληθυσμός

 

 

 

Η.Π.Α.

15.094,0

313.847.465

Κίνα*

7.298,1

1.343.239.923

Ιαπωνία

5.869,5

127.368.088

Γερμανία

3.577,0

81.305.856

Γαλλία

2.776,3

65.630.692

Βραζιλία

2.492,9

199.321.413

Μ. Βρετανία

2.417,6

63.047.182

Ιταλία

2.198,7

61.261.254

Ρωσία

1.850,4

142.517.670

Καναδάς

1.736,9

34.300.083

Ινδία

1.676,1

1.205.073.612

Ισπανία (πρόγνωση)

1.493,5

47.042.984

Αυστραλία

1.488,2

22.015.576

* Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, η Κίνα θα ξεπεράσει το ΑΕΠ των Η.Π.Α. το 2016 – ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον γεγονός για το μέλλον της Δύσης.

Πηγή: IMF, CIA. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη WSJ, η στρατηγική των αγορών το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι η αγορά ομολόγων των βορείων χωρών της Ευρώπης, με τα έσοδα από την πώληση ομολόγων του Νότου. Στα πλαίσια αυτά, προτιμούν μέχρι σήμερα τα δεκαετή ομόλογα της Γαλλίας, παρά το ότι η απόδοση τους είναι 2,7% χαμηλότερη από τα ιταλικά (4,9%). 

Η αιτία της αυξημένης απόδοσης των ιταλικών ομολόγων (υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού της Ιταλίας), είναι κυρίως το μεγάλο δημόσιο χρέος της χώρας – το οποίο υπολογίζεται στο 126,1% του ΑΕΠ, έναντι 91% της Γαλλίας (αν και τυχόν εισβολή του ΔΝΤ θα πολλαπλασίαζε το χρέος τους, όπως συνέβη στην Ελλάδα). Παράλληλα, θεωρείται αβέβαιο το πολιτικό μέλλον της Ιταλίας, αφού θα διεξαχθούν εκλογές το επόμενο έτος.

Εάν όμως ερευνήσει κανείς τα υπόλοιπα στοιχεία των δύο χωρών, θα διαπιστώσει ότι η Ιταλία ευρίσκεται σε καλύτερη θέση από τη Γαλλία – αφού το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ιταλίας είναι χαμηλότερο, το εξωτερικό ισοζύγιο καλύτερο, η ανεργία σχετικά μικρή, ενώ οι ανάγκες χρηματοδότησης της για το 2013 είναι πολύ πιο περιορισμένες, από αυτές της Γαλλίας.

Εκτός αυτού, η Ιταλία έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι, μπορεί να ανταπεξέρχεται σχετικά εύκολα με το δημόσιο χρέος της, αφού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική χρηματοδότηση του (αγορά των ομολόγων από τους πολίτες της).

Η μεγάλη πρόκληση για την Ιταλία είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της – όπου όμως οι προοπτικές της δεν είναι αρνητικές, αφού έχει σημειώσει πρόοδο, όσον αφορά τις διαρθρωτικές αλλαγές.

Αντίθετα, η Γαλλία μόλις ξεκινάει με τα μέτρα για την οικονομία της, τα οποία θα προκαλέσουν ύφεση, ενώ η πιστοληπτική αξιολόγηση της (ΑΑΑ) είναι ουσιαστικά αυτή που διευκολύνει το δανεισμό της, με χαμηλά επιτόκια – κάτι που όμως θα μπορούσε να πάψει να υφίσταται, ιδίως μετά τις τελευταίες επιθέσεις της Γερμανίας (δήθεν «ανησυχία» για την οικονομική της κατάσταση εκ μέρους της καγκελαρίου, καθώς επίσης του υπουργού οικονομικών κλπ.).     

ΜΕΡΚΙΑΒΕΛΙ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ

"Ο Thomas Mann το 1953, κατά τη διάρκεια της φημισμένης ομιλίας του στο Αμβούργο, είχε προειδοποιήσει τους Γερμανούς λέγοντας τους ότι, δεν θα έπρεπε ποτέ ξανά να επιδιώξουν μία γερμανική Ευρώπη. Στα πλαίσια όμως της Ευρωπαϊκής κρίσης χρέους συνέβη ακριβώς αυτό – η προσπάθεια γερμανοποίησης της Ευρώπης.

Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστούν σοβαρά οι αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών, οι οποίες αποτελούν τα θεμέλια στήριξης του κοινού νομίσματος. Στις ηγεμονικές βλέψεις των ισχυρών κρατών της ΕΕ, θα πρέπει να τοποθετηθούν σταθερά και ασφαλή «φρένα» – αυτό θα έπρεπε να είναι η πρώτη εντολή της ευρωπαϊκής ένωσης" (Die Zeit, σε ελεύθερη μετάφραση).

Με βάση τώρα έναν γνωστό κοινωνιολόγο, κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους που βιώνουμε, έχουν δημιουργηθεί νέες συνθήκες στην Ευρώπη – με την ισχύ κάποιων κρατών να έχει αυξηθεί, παράλληλα με τον περιορισμό της δύναμης κάποιων άλλων. Αναλυτικότερα τα εξής:

(α) Υφίσταται ένας σαφέστατος διαχωρισμός, μεταξύ των χωρών που έχουν στην κατοχή τους το κοινό νόμισμα, καθώς επίσης των υπολοίπων.

(β) Εντός της Ευρωζώνης, υπάρχει επίσης ένας διαχωρισμός – μεταξύ των χωρών, οι οποίες εξαρτώνται από τις πιστώσεις (δάνεια) των άλλων, καθώς επίσης αυτών που τις δανείζουν.

(γ) Ο τρίτος διαχωρισμός αφορά τα κράτη, τα οποία ωφελούνται από την κρίση ή/και έχουν ξεφύγει από την ύφεση, καθώς επίσης όλα τα υπόλοιπα.

(δ) Τέλος, διαπιστώνεται η σημαντικότατη διαφορά μεταξύ των πλεονασματικών κρατών, καθώς επίσης των ελλειμματικών, με κριτήριο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – με τα πρώτα να αναπτύσσονται πλέον εις βάρος των τελευταίων, εξάγοντας τους ανεργία και εισάγοντας ρευστότητα (πρόκειται ουσιαστικά για μερκαντιλιστικές συνθήκες μηδενικού αθροίσματος).

Οι αποφάσεις για το μέλλον της Ευρώπης λαμβάνονται κυρίως από τα κράτη της Ευρωζώνης – στα οποία όμως οι δανείστριες χώρες, με ηγέτη τη Γερμανία, επιβάλλουν (ει) απολυταρχικά τις απόψεις τους. Ο ρόλος της Γερμανίας εδώ είναι πλέον εξαιρετικά σημαντικός – εάν υποθέσουμε ότι δεν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού.     

Στα πλαίσια αυτά, η καγκελάριος της Γερμανίας έχει υιοθετήσει μία μέθοδο, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Μερκιαβελική», από τον κοινωνιολόγο που αναφέραμε (σύνδεση του ονόματος της με τον Machiavelli).

Ειδικότερα, θεωρείται ότι αντλεί τη δύναμη της από ένα βασικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς της: από την αναβλητικότητα, από τη σκόπιμη καθυστέρηση, από τάση της να μην αποφασίζει ή «να μην αποφασίζει ακόμη» – να ενεργεί αργότερα, να διστάζει να ενεργήσει ή να μη δίνει καμία απάντηση (ελπίζουμε να έχει γίνει πλέον κατανοητό από την Ελληνική κυβέρνηση).

Το τυπικότερο παράδειγμα αυτής της (μη) συμπεριφοράς της είναι το ότι, δεν έχει λάβει ακόμη θέση υπέρ ή κατά αυτών που επιθυμούν την πολιτική ένωση της Ευρωζώνης – σε σχέση με αυτούς που τοποθετούνται εναντίον της ομοσπονδιοποίησης της, επιλέγοντας την ένωση ανεξάρτητων κρατών μεταξύ τους (εθνική κυριαρχία). Παράλληλα, η Γερμανία έχει καταστήσει σαφές ότι, χωρίς τη δική της συμφωνία, δεν θα αποφασίζεται τίποτα στην Ευρωζώνη.

Με τον συγκεκριμένο τρόπο, η Γερμανία έχει κερδίσει πάρα πολλά από την ευρωπαϊκή κρίση – αφού έχει ουσιαστικά αναδειχθεί στον ηγεμόνα, στην κεντρική δύναμη καλύτερα της ΕΕ, από κάθε πλευρά (πολιτική, οικονομική κλπ.). Σύμφωνα δε με γνωστή βρετανική εφημερίδα, η Γερμανία έχει δημιουργήσει «τυχαία» μία αυτοκρατορία (Germany, the accidental empire).

Ολοκληρώνοντας έχουμε την άποψη ότι, οι πραγματικές προθέσεις της Γερμανίας μόλις τώρα έγιναν αντιληπτές από τις Η.Π.Α. και την Κίνα – ιδίως μετά τις τελευταίες ανόητες επιθέσεις του γερμανικού «κυβερνητικού τύπου», ο οποίος χαρακτήρισε τις Η.Π.Α. ως τον «Αμερικανό ασθενή», ενώ οι τίτλοι για την Κίνα ήταν «The Firm» («η Μαφία» ουσιαστικά, κατηγορώντας την κινεζική ηγεσία για διαφθορά κα.). 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχουμε διαπιστώσει η Ελλάδα, παρά τα μεγάλα προβλήματα της, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στη (δυσ)λειτουργία του κράτους, έχει πάρα πολλά πλεονεκτήματα, καθώς επίσης ισχυρότατα διαπραγματευτικά χαρτιά στη διάθεση της – τόσο από οικονομικής πλευράς, όσο και από γεωπολιτικής.

Μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση της βοήθειας εκ μέρους των Η.Π.Α., της Ρωσίας ή της Κίνας, είναι εντός των πλαισίων των δυνατοτήτων της – όπως επίσης η αλληλεγγύη των υπολοίπων «εταίρων» της στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ, οι οποίοι απειλούνται τα μέγιστα από τη Γερμανία.

Οι διαφαινόμενες προσπάθειες της καγκελαρίου να δημιουργήσει μία γερμανική αυτοκρατορία, με πραγματική έδρα το Βερολίνο και τυπική τις Βρυξέλλες, για την οποία μάλλον θα επιλεγόταν το, μη δημοκρατικό φυσικά, καθεστώς της Κίνας (μονοκομματικός καπιταλισμός), διευκολύνουν τις κινήσεις της πατρίδας μας – αφού ακόμη και τα παιδιά του Σικάγου, το ΔΝΤ δηλαδή, είναι πλέον εν μέρει υπέρ της κατάργησης της πολιτικής λιτότητας, υπέρ της διαγραφής χρέους της Ελλάδας, υπέρ της επιμήκυνσης και των χαμηλών επιτοκίων.  

Οφείλει λοιπόν η κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειες της προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις, χρησιμοποιώντας όλα μαζί τα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα που έχει στη διάθεση της, πριν είναι πολύ αργά – πριν ακόμη δηλαδή οδηγηθεί η χώρα μας σε εξεγέρσεις και σε εσωτερικούς εμφυλίους πολέμους, οι οποίοι θα επεκταθούν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καταλήγοντας ενδεχομένως στην επανάληψη των διακρατικών πολέμων εντός της Ευρώπης, με σοβαρότατες συνέπειες για ολόκληρο τον πλανήτη. 

Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, δεν υπάρχει καθόλου διαθέσιμος χρόνος για τη διενέργεια νέων εκλογών στην Ελλάδα – όχι μόνο επειδή δεν είναι έτοιμη η αντιπολίτευση. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως η σημερινή κυβέρνηση, όσο ανεπαρκής, αδύναμη ή οτιδήποτε άλλο θεωρήσει κανείς ότι είναι, πρέπει να φέρει εις πέρας την αποστολή της – φυσικά, χωρίς καμία άλλη παραχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας (ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας κλπ.).

Αυτό προϋποθέτει βέβαια ότι οφείλουμε να την πιέσουμε όλοι μαζί, όσο το δυνατόν περισσότερο και ανεξάρτητα από τις εκάστοτε πολιτικές μας πεποιθήσεις – επειδή, απέναντι στην ολοκληρωτική καταστροφή και στον εχθρό που επιβουλεύεται την πατρίδα μας, πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι. Άλλωστε, αφού «αντιμετωπισθεί» ο εξωτερικός κίνδυνος, γεγονός για το οποίο είμαστε αισιόδοξοι, θα έχουμε όλο το χρόνο στη διάθεση μας, για την επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων μας.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 11. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ:

Η κλιμάκωση του πολέμου, ο συσχετισμός δυνάμεων, ο (νέο)μερκαντιλισμός, η πολιτική του μηδενικού αθροίσματος, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, οι διαπραγματευτικές μας δυνατότητες, οι σημερινές λύσεις της Ελλάδας και οι μεγάλες ευθύνες όλων μας

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Σε αδρές γραμμές, η γρήγορη επίθεση εναντίον ενός λαού και η ακαριαία επικράτηση, θέτει υπό έλεγχο το περιβάλλον και παραλύει ή υπερφορτώνει τις αισθήσεις του αντιπάλου, επηρεάζοντας την ικανότητα του να κατανοεί τα γεγονότα. Σκοπός της μεθόδου «σοκ και δέος», είναι να καταστεί ο αντίπαλος εντελώς ανίκανος να λειτουργήσει – πόσο μάλλον να αντισταθεί".   

Ανάλυση

Είναι προφανές πως ο γερμανικός κίνδυνος είχε υποτιμηθεί σοβαρά από τις Η.Π.Α, οι οποίες είχαν επικεντρώσει την προσοχή τους κυρίως στην Κίνα – κατά δεύτερο λόγο, στη Ρωσία (η αποτυχία του ΔΝΤ, κατά τη διάρκεια της ρωσικής χρεοκοπίας, να λειτουργήσει υπέρ των Η.Π.Α., είναι ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της πρόσφατης ιστορίας του – σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία εκμεταλλεύτηκε σωστά την ξαφνική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, εξαγοράζοντας πολύ φθηνά την επανένωση της).

Η «νεομερκαντιλιστική» λοιπόν οικονομική επέλαση της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, με την παράλληλη επέκταση της στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται πως έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία – πόσο μάλλον όταν το Βερολίνο έχει υποκαταστήσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις Βρυξέλλες. Μοναδικό ίσως «ψεγάδι» της όλης διαδικασίας είναι η εισβολή του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη, την οποία όμως η ίδια η Γερμανία προκάλεσε – αν και με στόχο να το αντικαταστήσει αργότερα με το ESM, αφού χρησιμοποίησε το «Ταμείο» αφενός μεν για να αναλάβει τη «βρώμικη δουλειά» προς όφελος της, αφετέρου για να το εκμεταλλευθεί, μαθαίνοντας από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. 

Εάν τελικά η Μ. Βρετανία εγκαταλείψει οριστικά την ΕΕ, παρά το ότι διαισθάνεται που ακριβώς οδηγείται η ήπειρος μας, παράλληλα με την αποδεδειγμένη αδυναμία της Γαλλίας να αντιμετωπίσει τη Γερμανία (ήδη η καγκελάριος ανέφερε επίσημα ότι «ανησυχεί για την οικονομική κατάσταση της Γαλλίας», με προφανή στόχο την τοποθέτηση των αγορών εναντίον της) «ο κύβος θα έχει ριφθεί» – είτε καταρρεύσει το ευρώ, είτε όχι.

Στην πρώτη περίπτωση, η γερμανική επέλαση θα συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία κλπ.), καθώς επίσης «οικονομικών ζωνών» ολοκληρωτικής επιρροής της (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από τη βιομηχανία της. Στη δεύτερη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν καταρρεύσει τελικά το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης – με την δουλική υποταγή όλων των «εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια (η καγκελάριος ανέφερε επίσης ότι, «δεν μπορεί μία χώρα που χρωστάει πάνω από το 90% του ΑΕΠ της, να απαιτεί την εθνική της ανεξαρτησία».)

Κατά την άποψη μας η Ιταλία, η οποία έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει άμεσα η πρόσβαση της στις αγορές, είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει μόνη της τη Γερμανία – ειδικά όταν η Ισπανία ευρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, η οποία απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρο το Νότο.

Από την άλλη πλευρά πιθανολογούμε ότι, η Πολωνία επιλέγεται ως αντικαταστάτρια «εταίρος» της Γερμανίας, στη θέση της Γαλλίας – με κριτήριο τόσο το μέγεθος της οικονομίας της, καθώς επίσης την αποδοχή της γερμανικής υπεροχής εκ μέρους της, όσο και την επιρροή της σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες δεν συμπαθούν καθόλου τη Ρωσία.

Ο μοναδικός κίνδυνος σήμερα, όσον αφορά την ηγεμονία της Γερμανίας, φαίνεται να είναι η Ρωσία – η οποία τοποθετείται πλέον ανοιχτά υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης τόσο της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου (άρθρο μας), με φόντο αφενός μεν τον «ελλιμενισμό» του πολεμικού ναυτικού της, αφετέρου τα πιθανότατα πολύ πλούσια υποθαλάσσια ενεργειακά κοιτάσματα (ΑΟΖ) των δύο χωρών. Εκτός αυτού, η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του Βερολίνου – γεγονός που ίσως αποβεί μοιραίο στο μέλλον.    

Περαιτέρω, το μεγάλο όπλο της Γερμανίας, το «μπαζούκας» της δηλαδή, είναι η ΕΚΤ – με τη βοήθεια της οποίας έχει τη δυνατότητα να επιβάλλεται σε όλες τις άλλες χώρες, αφού αφενός μεν την εξουσιάζει (άρθρο μας), αφετέρου ελέγχει μέσω αυτής όλο το τραπεζικό σύστημα  της Ευρώπης, το οποίο είναι εξαιρετικά «επισφαλές». Ας μην ξεχνάμε εδώ τα λόγια του M. A. Rothschild, σύμφωνα με τον οποίο «Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του».

Ένα επόμενο όπλο της Γερμανίας, που όμως δεν έχει τεθεί ακόμη σε πλήρη λειτουργία (όταν συμβεί, τότε θα μεταλλαχθεί σε ένα γερμανικό ΔΝΤ), είναι το ESM – μέσω του οποίου θα εξαγοράζει καταρχήν τα τραπεζικά συστήματα των «εταίρων» της οι οποίοι, όχι μόνο δεν θα αντιστέκονται αλλά, αντίθετα, θα την παρακαλούν (όπως συμβαίνει ήδη με την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα κοκ. οι οποίες, με στόχο να μην επιβαρυνθεί το δημόσιο χρέος τους, πιέζουν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους μέσω του ESM). 

Συνεχίζοντας, η Κίνα είναι αναμφίβολα ένας πολύ σημαντικός ανταγωνιστής της Γερμανίας (άρθρο μας), με προσβάσεις τόσο στην Ελλάδα ή στην Ιταλία, όσο και αλλού, όπως έχουμε αναλύσει στο κείμενο μας «Η κινεζική επιδημία». Αν και στις δύο χώρες φαίνεται να υπερισχύει ο κρατικός (απολυταρχικός) καπιταλισμός (όπως και στη Ρωσία), ένα είδος σύγχρονου εθνικοσοσιαλισμού καλύτερα, με «νεομερκαντιλιστικές» δομές, η συνεργασία μεταξύ τους δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί.

Περαιτέρω, η Ιαπωνία διευρύνει επίσης τις δραστηριότητες της στην Ευρώπη, εξαγοράζοντας γερμανικές επιχειρήσεις – γεγονός που όμως δεν φαίνεται να ενοχλεί τη Γερμανία, η οποία την αντιμετωπίζει περισσότερο με πνεύμα συνεργασίας (ενδεχομένως με στόχο τον κοινό εχθρό των δύο χωρών, την Κίνα, στην οποία δεν πρόκειται να επιτραπεί αδιαμαρτύρητα η είσοδος στην παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας).

Στα πλαίσια αυτά, με την Τουρκία να επισκέπτεται τη Γερμανία, «παρακαλώντας» ουσιαστικά για την ένταξη της στην ΕΕ, δεν μπορεί κανείς να μην διακρίνει ορισμένες ομοιότητες με το παρελθόν – αφού οι πρώην σύμμαχοι του 2ου παγκοσμίου πολέμου ευρίσκονται σε «πορεία σύγκλισης» μεταξύ τους. Η χώρα μας βέβαια, εάν δεν συνεχίζει να αποτελεί το Δούρειο Ίππο των Η.Π.Α., φαίνεται να έχει επιλέξει αυτή τη φορά τη γερμανική πλευρά – κρίνοντας τουλάχιστον από την μονομερή πολιτική που ακολουθείται από μία κυβέρνηση, η οποία στηρίζει όλες της τις ελπίδες στην καγκελάριο. 

Ολοκληρώνοντας, η καταλυτική διαφορά μεταξύ των Η.Π.Α. και της Γερμανίας (Κίνας, Ιαπωνίας, Ρωσίας), καθώς επίσης των χωρών που ακολουθούν το «παράδειγμα» του ενός ή του άλλου, από οικονομικής πλευράς, είναι το ότι οι Η.Π.Α. διακρίνονται από ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, ενώ η Γερμανία από πλεονασματικό.

Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί, φαίνεται η αδυναμία των Η.Π.Α. όσον αφορά το εμπορικό τους ισοζύγιο, σε σχέση με τη Γερμανία, την Κίνα και τη Ρωσία (της οποίας το εξαγωγικό εμπόριο δεν είναι ανάλογα ασφαλές ή μερκαντιλιστικό με τις υπόλοιπες, αφού στηρίζεται στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες):

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πέντε πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Από πολιτικής πλευράς τώρα, στις Η.Π.Α. το κράτος είναι στην υπηρεσία του ατόμου (φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός), ενώ στη Γερμανία (Κίνα κλπ.) το άτομο είναι στην υπηρεσία του κράτους (κρατικός καπιταλισμός ή ένα είδος εθνικοσοσιαλισμού) – με την οικονομική αστυνομία σήμερα (ΣΔΟΕ), να έχει αντικαταστήσει τα κάποτε «τάγματα ασφαλείας» (SS), ειδικά όσον αφορά την «απομύζηση» και την τρομοκρατία των πολιτών.   

Κατ' επέκταση, η ιδιωτική περιουσία των Η.Π.Α. είναι τεράστια (περί τα 38 τρις $), ενώ το δημόσιο χρέος επίσης (15 τρις $), όπως και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού – ενώ στην Κίνα ισχύει το αντίθετο, αφού η περιουσία των πολιτών της είναι χαμηλή, ενώ το δημόσιο χρέος μηδαμινό. Όσον αφορά δε τη Γερμανία, φαίνεται ότι τώρα αλλάζει πορεία, με στόχο την άμεση μείωση του δημοσίου χρέους της, αφού αυξάνει συνεχώς τα φορολογικά της έσοδα, τα οποία θα ξεπεράσουν τα 600 δις € το 2012 – ενώ μειώνει τις δαπάνες, με τη βοήθεια των «εταίρων» της (μηδενικά επιτόκια δανεισμού κλπ.),

Κλείνοντας, όταν δημιουργούνται τέτοιου είδους «ασυμμετρίες» στην παγκόσμια οικονομία, οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι – όπως αποδείχθηκε ιστορικά τους αιώνες της «βασιλείας» του μερκαντιλισμού. Οφείλουμε να σημειώσουμε δε πως, όταν αναφερόμαστε στη Γερμανία, δεν εννοούμε φυσικά τους πολίτες της, αλλά την πολιτική της ηγεσία (η οποία ενεργεί κάτω από τις εντολές ενός βιομηχανικού κατεστημένου διεθνούς εμβέλειας, με πρωσικά χαρακτηριστικά και με απολυταρχικές δομές).      

ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

Αν και έχουμε αναφερθεί επιγραμματικά στο παρελθόν, θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τη «νεομερκαντιλιστική» πολιτική που φαίνεται να ακολουθεί η Γερμανία (με κάποιες παραλλαγές φυσικά, «εναρμονισμένες» με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες). 

Αναλυτικότερα, με κριτήριο τις ανάγκες των απολυταρχικά κυβερνωμένων κρατών του 16ου – 18ου αιώνα, για αυξανόμενα και σίγουρα δημόσια έσοδα, έτσι ώστε να μπορεί να πληρώνεται ο στρατός, καθώς επίσης ο συνεχώς μεγαλύτερος δημόσιος τομέας (κρατικοί υπάλληλοι), δημιουργήθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα, το οποίο διακρινόταν από την ολοκληρωτική σχεδόν παρεμβατικότητα του κράτους στην οικονομία. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος ήταν η επίτευξη πλεονασμάτων στο εξωτερικό εμπόριο – η αύξηση των εξαγωγών δηλαδή, με την παράλληλη μείωση των εισαγωγών, έτσι ώστε να μεγεθύνεται η ποσότητα των χρημάτων (τα αποθέματα χρυσού τότε).

Η εξαγωγή πρώτων υλών εμποδιζόταν, με στόχο την παραγωγή και πώληση έτοιμων προϊόντων, τα οποία μπορούσαν να εξασφαλίσουν πολύ υψηλότερες τιμές πώλησης, θέσεις εργασίας στο εσωτερικό κλπ. Απαγορευόταν δε αυστηρά η εξαγωγή ευγενών μετάλλων, κυρίως του χρυσού, ενώ τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων είχαν στόχο την υποκίνηση των αποταμιευτών, να μην τοποθετούν τα χρήματα τους σε άλλες χώρες.

Παράλληλα, οι εξαγωγές ενισχύονταν με τη βοήθεια της επανεξαγωγής προϊόντων, τα οποία εισάγονταν σε χαμηλές τιμές από τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού – μία πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα από τη Γερμανία η οποία, με τη βοήθεια του ισχυρού ευρώ, καθώς επίσης της αυξημένης ρευστότητας της, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές των προϊόντων που εισάγει από την Ασία ή αλλού (προϊόντα που στη συνέχεια επανεξάγει στους ευρωπαϊκούς «δορυφόρους» της).     

Αντίθετα, με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στη βιομηχανία, παρατηρήθηκε το 17ο αιώνα μία δραματική πτώση των επιτοκίων δανεισμού – όπως συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, με τη βοήθεια της αυξημένης εισροής χρημάτων από την περιφέρεια, για λόγους ασφαλείας (αφού προηγουμένως επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, δυστυχώς με τη βοήθεια των εταιρειών αξιολόγησης των Η.Π.Α., η δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας στις χώρες του Νότου – με αποτέλεσμα τη μαζική εκροή καταθέσεων από τις εκεί τράπεζες, με κύριο προορισμό τη Γερμανία).         

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η σκόπιμη μείωση των εισαγωγών εκείνη την εποχή επιτυγχανόταν με την επιβολή δασμών στα ξένα προϊόντα – σήμερα, με τη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης, η «διαχείριση» της οποίας πραγματοποιείται με τη βοήθεια της μισθολογικής πολιτικής (αμοιβές χαμηλότερες από την παραγωγικότητα, αυξήσεις μικρότερες του πληθωρισμού, πάγωμα μισθών – μεθόδους που χρησιμοποίησε η Γερμανία, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, με στόχο την ηγεμονία της).

Οι πόλεμοι εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης η συνεχώς αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ των κρατών, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, κυρίως επειδή ο μερκαντιλισμός «ορίζει» το εξωτερικό εμπόριο ως ένα παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος» – μία συναλλαγή δηλαδή, στην οποία ο ένας κερδίζει και ο άλλος χάνει, αφού τα συνολικά έσοδα είναι δεδομένα και σταθερά.

Συνεχίζοντας, μία πολιτική, με την οποία συμφωνούσαν όλοι οι οπαδοί του μερκαντιλισμού τότε, ήταν η συνεχής καταπίεση της εργατικής τάξης. Τόσο οι βιομηχανικοί εργάτες, όσο και οι χωρικοί, υποχρεώνονταν να ζουν στα όρια του ελάχιστου δυνατού – έτσι ώστε τα προϊόντα που παρήγαγαν να κοστίζουν όσο το δυνατόν φθηνότερα. Ο στόχος ήταν η μέγιστη δυνατή αύξηση της παραγωγής, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, σε καθεστώς πλήρους αδιαφορίας για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Κατά την τότε επικρατούσα άποψη (κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα στη Γερμανία, ενώ επίσης κάτι ανάλογο απαιτεί η Γερμανία από τους εταίρους της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), μόνο μία χώρα που θα κατάφερνε να προσφέρει στους εργαζομένους της τα ελάχιστα μέσα επιβίωσης με σκληρή εργασία, θα ήταν δυνατόν να επιτύχει την ανώτατη δυνατή παραγωγή, με το ελάχιστο δυνατόν κόστος.

Εκτός αυτού, σύμφωνα πάντοτε με το μερκαντιλισμό, οι υψηλότερες αμοιβές, ο ελεύθερος χρόνος ή η μόρφωση των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, θα επιβάρυναν το κόστος των επιχειρήσεων, θα περιόριζαν την ανταγωνιστικότητα τους, θα οδηγούσαν τους εργαζομένους στην «οκνηρία» και θα δημιουργούσαν μεγάλες ζημίες στο κράτος.

ΝΕΟΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

Ο μερκαντιλισμός ουσιαστικά απορρίφθηκε από τον φιλελεύθερο Βρετανό A. Smith, ο οποίος αρνήθηκε επίσης να ασχοληθεί με την πολιτική χρήματος θεωρώντας πως τα προϊόντα, οι άνθρωποι και οι θεσμοί αποτελούν τις βάσεις, επάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί ειρηνικά, σε συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας, καθώς επίσης ορθολογιστικά, η ευημερία μίας κοινωνίας και ενός κράτους.

Εν τούτοις, πολλοί οικονομολόγοι θεώρησαν πως ο μερκαντιλισμός, σε ορισμένους τομείς του, δεν είναι λανθασμένος. Ο κυριότερος όλων είναι ο J. M. Keynes, ο οποίος συμπεριέλαβε κάποια στοιχεία του μερκαντιλισμού στη θεωρία του – αναφέροντας ότι η ποσότητα χρήματος, το εξωτερικό ισοζύγιο και τα βασικά επιτόκια, είναι πολύ σημαντικά για μία οικονομία (απόψεις που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως βάση του σύγχρονου μονεταρισμού).

Ο A. Smith απέρριπτε τη μερκαντιλιστική «επικέντρωση» στην παραγωγή – πιστεύοντας πως η κατανάλωση είναι ο μοναδικός δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας. Αντίθετα, ο Keynes θεωρούσε ότι, η παραγωγή είναι σχεδόν στον ίδιο βαθμό σημαντική με την ενίσχυση της κατανάλωσης – κατανοώντας επίσης πως, στην τότε σύγχρονη εποχή, η επιδίωξη αυξημένων αποθεμάτων σε ευγενή μέταλλα ήταν λογική.

Η τοποθέτηση του αυτή οφειλόταν στο ότι, πριν την καθιέρωση των χάρτινων χρημάτων (1973), η αύξηση των αποθεμάτων του χρυσού ήταν ο μοναδικός τρόπος αύξησης της ποσότητας χρήματος – με τη βοήθεια της οποίας μπορούσαν να ενισχυθούν τόσο οι παραγωγικές επενδύσεις, όσο και η κατανάλωση (σήμερα, η αύξηση της ποσότητας χρήματος επιτυγχάνεται από την «εκτύπωση» νέων – είτε από τις κεντρικές, είτε από τις εμπορικές τράπεζες). 

Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. στην αρχή της δεκαετίας του 1930, απέσυραν τα χρήματα τους από το εξωτερικό, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης, ενώ πολλές χώρες-οφειλέτες τους δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, λόγω υπερχρέωσης των οικονομιών τους (κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία και το Νότο), ο Keynes αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα του (εξωτερικού) ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Κατάλαβε επίσης πως, όταν όλα μαζί τα υπερχρεωμένα κράτη προσπαθούν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές, για να εξοφλήσουν τα χρέη τους, καθώς επίσης για να ενισχύσουν την εσωτερική αγορά εργασίας (όπως ουσιαστικά συμβαίνει σε κάποιο βαθμό σήμερα), η Γερμανία δεν θα μπορούσε να επιτύχει πλεονασματικό ισοζύγιο, έτσι ώστε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της (επανορθώσεις του 1ου παγκοσμίου πολέμου).

Προσπάθησε λοιπόν να πείσει τους δανειστές της Γερμανίας να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους, εάν δεν ήθελαν να δημιουργηθούν εκρηκτικές συνθήκες στην Ευρώπη – δυστυχώς χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε, μέσα από τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, στο ναζισμό και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (γεγονός που σήμερα δεν φαίνεται να καταλαβαίνει η Γερμανία, σχεδιάζοντας τη δημιουργία αποικιών χρέους, στις οποίες θέλει θα εγκαταστήσει βιομηχανίες φθηνού εργατικού δυναμικού και ασυναγώνιστου κόστους, συγκριτικά με την Ασία – με, ουτοπικό προφανώς, στόχο, την κυριαρχία εν πρώτοις της ΕΕ και στη συνέχεια του πλανήτη). 

Αντίθετα λοιπόν με την θεωρία της ελεύθερης αγοράς (laissez-faire) του A. Smith, ο Keynes, λόγω της παγκόσμιας τότε κρίσης, επανάφερε στο προσκήνιο τη μερκαντιλιστική ιδέα της ενεργητικής επέμβασης του κράτους στην οικονομία – κάτι που οδήγησε αργότερα στην πολιτική του «new deal» στις Η.Π.Α. εκ μέρους του προέδρου Roosevelt (μαζική ενίσχυση της απασχόλησης με τη βοήθεια του κράτους), η οποία υιοθετήθηκε από πολλές άλλες χώρες και διήρκησε μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Οι ομοιότητες τώρα μεταξύ του Κεϋνσιανισμού και των θεωριών που τον «μιμήθηκαν», καθώς επίσης του προηγηθέντος μερκαντιλισμού, οδήγησαν στο να ονομασθούν οι οπαδοί αυτών των οικονομικών θέσεων «νεομερκαντιλιστές» – ενώ άλλα οικονομικά συστήματα, τα οποία ενέχουν ορισμένα μερκαντιλιστικά στοιχεία, όπως το άκρως προστατευτικό οικονομικό σύστημα της Ιαπωνίας (λιγότερο της Γερμανίας), ονομάζονται επίσης νεομερκαντιλιστικά.

Ολοκληρώνοντας, στην περίοδο του μερκαντιλισμού δημιουργήθηκαν οι περισσότεροι σύγχρονοι οικονομικοί θεσμοί – όπως τα χρηματιστήρια, το μοντέρνο τραπεζικό σύστημα και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί. Σε γενικές γραμμές δε οι «μερκαντιλιστές» ήταν κυρίως είτε επιχειρηματίες, είτε κυβερνητικοί υπάλληλοι – σε καμία περίπτωση εργαζόμενοι.

Η ΕΛΛΑΔΑ

Από το ξεκίνημα σχεδόν της κρίσης, όλοι αναφέρονται στη βιωσιμότητα ή μη του χρέους της πατρίδας μας – ενώ παράλληλα «πριονίζονται» διαρκώς οι όποιες προσπάθειες περιορισμού ή/και εξυπηρέτησης του, παρά το ότι εφαρμόζονται «απάνθρωπα» προγράμματα εξαντλητικής λιτότητας και υπερφορολόγησης (οικονομική γενοκτονία).

Την ίδια στιγμή βέβαια η προπαγάνδα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, στην κυριολεξία οργιάζει – με στόχο τη χειραγώγηση των μαζών και τη θυματοποίηση τους, έτσι ώστε να συνεχίσουν να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, την κατάλυση των πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους, τη φτωχοποίηση, την υποδούλωση, τους ύπατους αρμοστές κοκ.

Στα πλαίσια αυτής της προπαγάνδας, χρησιμοποιούνται ακόμη και κατάλογοι «δυνητικών» φοροφυγάδων (πλαστοί ή μη), έτσι ώστε τα ελληνικά και παγκόσμια μέσα ενημέρωσης να βρίσκουν ευκαιρία να κατηγορούν τους πολίτες της πατρίδας μας, καθώς επίσης τους πολιτικούς της, ως αποκλειστικούς ενόχους της χρεοκοπίας της – παρά το ότι δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία χώρα που πλήττεται από τη διαφθορά ή/και που ήλθε αντιμέτωπη με την αδυναμία πληρωμών (μη εξαιρουμένης φυσικά της Γερμανίας). Πόσο μάλλον όταν αυτό συμβαίνει σε συνθήκες μεγάλης, διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, με ασυμμετρίες τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες φαίνεται πως οδηγούν σε σημαντικότατες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, μετά το εγκληματικό PSI, με το οποίο πυροβολήσαμε στην κυριολεξία τα πόδια μας, το δημόσιο χρέος μας περιορίσθηκε κατά 106 δις €. Το χρέος μας λοιπόν, από τα 368 δις € που ήταν στα τέλη του 2011, μειώθηκε περίπου στα 262 δις € – στα οποία, εάν προσθέσουμε το έλλειμμα του 2012 ύψους περίπου 13 δις € (όπως αναγράφηκε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού), θα ήταν στα τέλη του 2012 ίσο με 275 δις € (και όχι 343 δις € που αναφέρονται, με την αυθαίρετη πρόσθεση ενισχύσεων προς τράπεζες, ταμεία κλπ., οι οποίες δεν «περνούν» παραδόξως μέσα από το έλλειμμα).

Η λύση τώρα που έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση, εάν θα είχε την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά, καθώς επίσης εάν πράγματι επιθυμεί να γίνει βιώσιμο το χρέος μας, χωρίς να περιμένει μάταια τον από μηχανής θεό (μέσα από την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων απέναντι στην καγκελάριο), είναι να απαιτήσει τα εξής:

(α) Επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 275 δις €, με χρεολυτικές δόσεις ανάλογες με τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού μας, έτσι ώστε να μπορούν πραγματικά να πληρώνονται – τουλάχιστον όσον αφορά τα δάνεια των κρατών της ΕΕ, καθώς επίσης της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, τα οποία δεν υπέστησαν καμία διαγραφή.

(β)  Επιτόκιο λίγο υψηλότερο από το βασικό της ΕΚΤ, αφού δεν είναι δυνατόν να κερδοσκοπούν οι «εταίροι» μας, δανείζοντας μας. Στην προκειμένη περίπτωση και για τα 175 δις € περίπου του συμφωνημένου δανεισμού μας από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ (οι ιδιώτες δεν μπορούν να υποχρεωθούν σε μία ακόμη ζημία), εάν πληρώναμε επιτόκιο 1%, αντί 5%, η εξοικονόμηση στον προϋπολογισμό μας θα ήταν περί τα 7 δις € – ενώ θα επιβαρυνόμαστε με ετήσιο τόκο 1,75 δις € για τα κράτη, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, καθώς επίσης με 4,25 δις € για τους ιδιώτες (συνολικά με 6 δις €, αντί 13 δις € σήμερα – οπότε το έλλειμμα μας θα ευρισκόταν στα πλαίσια του 3%).   

(γ) Διαγραφή εκείνου του ποσού από την ΕΚΤ, το οποίο δεν πλήρωσε αγοράζοντας ομόλογα του ελληνικού δημοσίου από τη δευτερογενή αγορά. Πρόκειται για περίπου 20 δις €, αφού αγόρασε ελληνικά ομόλογα 50 δις €, κατά μέσον όρο στο 60% της αξίας τους (30 δις €). Στην περίπτωση αυτή τόσο οι τόκοι, όσο και τα χρεολύσια, θα μειώνονταν ανάλογα.

(δ)  Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM (προβλέπεται για την Ισπανία, την Ιρλανδία κλπ.), έτσι ώστε να μην προστεθεί το ποσόν στο δημόσιο χρέος μας – υπό την προϋπόθεση βέβαια της επιστροφής του από τις τράπεζες μας, εντός πέντε ετών, για να αποφευχθεί η αφελληνισμός τους (απόλυτα εφικτό, εάν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και επαναφέρουν τις καταθέσεις τους στην Ελλάδα – ύψους περί τα 100 δις €).

Εάν η κυβέρνηση μπορέσει να διαπραγματευθεί σωστά τα παραπάνω (η εξόφληση των οφειλών της Γερμανίας απέναντι μας παραμένει πάγια απαίτηση), τότε το χρέος μας θα γίνει βιώσιμο, περιοριζόμενο στα 255 δις € – οπότε στο 131% του ΑΕΠ (εάν το ΑΕΠ μειωθεί ακόμη περισσότερο, στα 195 δις €). Την ίδια στιγμή όμως θα μηδενισθούν σχεδόν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, οπότε θα είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του – γεγονός που θα συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, στην επαναφορά των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, στην αισιοδοξία, στις επενδύσεις, στην αύξηση της κατανάλωσης κοκ.

Σας αποτέλεσμα όλων αυτών το ΑΕΠ μας θα αρχίσει να αυξάνεται, οπότε θα περιορίζεται σταδιακά το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ – παράλληλα, θα αυξάνονται τα έσοδα του δημοσίου, επιτρέποντας σιγά-σιγά την αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.

Εάν τώρα η κυβέρνηση δεν μπορέσει να τα καταφέρει, παρά το ότι αυτά που ζητάει είναι έντιμα, εφικτά και λογικά, τότε οφείλει να αρνηθεί τη δόση της ντροπής – επιλέγοντας άμεσα την αναβολή (στάση) πληρωμών εντός της Ευρωζώνης (κανένας δεν μπορεί να μας αποβάλλει, χωρίς τη θέληση μας), αφού είναι εντελώς ανέντιμο και αναξιοπρεπές να δανείζεται κανείς χρήματα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν έχει καμία δυνατότητα επιστροφής τους.

Αυτό σημαίνει βέβαια ότι θα είμαστε από αμέσως υποχρεωμένοι να επιβιώσουμε, στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις και χωρίς καθόλου δανεισμό – κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό εφικτό, κρίνοντας από τα περιορισμένα πλέον πρωτογενή μας ελλείμματα. Θα υπάρξουν φυσικά σημαντικές δυσκολίες, οι τράπεζες μας ίσως χρειασθεί να κρατικοποιηθούν, είναι πολύ πιθανόν να απαιτηθεί η πληρωμή κάποιων οφειλών του δημοσίου με υποσχετικές (όπως η Καλιφόρνια) και διάφορα άλλα, τα οποία όμως δεν θα είναι η συντέλεια του κόσμου – αρκεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία και να προηγηθεί η σωστή προετοιμασία.   

Η κυβέρνηση πρέπει λοιπόν να μην αποδεχθεί τα 31,5 δις €, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της χρεοκοπίας – την οποία έτσι ή αλλιώς δεν πρόκειται να αποφύγουμε στο μέλλον, εάν βέβαια δεν συναινέσουμε στη μετατροπή της Ελλάδας σε γερμανικό προτεκτοράτο.   

Σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερα να αναστείλει τις πληρωμές των δανειστών της η πατρίδα μας σήμερα (αν και θα ήταν προτιμότερο να το είχε επιλέξει το 2010), όσο επώδυνα και αν είναι τα επακόλουθα, παρά να το αναβάλλει για αργότερα – όπου δυστυχώς θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία, σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα (λεηλατημένη δηλαδή, πάμπτωχη και με εξαθλιωμένους πολίτες).    

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτό που οφείλουμε όλοι εμείς οι Έλληνες να σκεφθούμε ήρεμα, τόσο οι «υπέρμαχοι» της πολιτικής της Τρόικας, όσο και οι επικριτές της, είναι το εάν η πατρίδα μας ευρίσκεται σε καλύτερη θέση, σε σχέση με το 2008 ή με το χρόνο της εισβολής του ΔΝΤ και της Γερμανίας στην επικράτεια μας. Εάν έχουν μεσολαβήσει δε σωστά βήματα έκτοτε, όσο οδυνηρά και αν ήταν ή συνεχίζουν να είναι τα μέτρα λιτότητας, πρέπει να «ψηφίσουμε» θετικά – χωρίς κανέναν ενδοιασμό.

Στα πλαίσια αυτά, το δημόσιο χρέος μας το 2008 ήταν 262 δις € ή ίσο με το 113% του ΑΕΠ μας – ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μας δεν ξεπερνούσε το 5%, με ανέπαφη τη δημόσια και ιδιωτική μας περιουσία, το βιοτικό μας επίπεδο, τη βιωσιμότητα των τραπεζών μας, τις συντάξεις, τους μισθούς, τα «κακώς κείμενα» του δημοσίου κοκ.

Παράλληλα, τόσο το επιχειρηματικό πλαίσιο ή η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, όσο και το Κράτος Δικαίου, ήταν και είναι στην ίδια ακριβώς κατάσταση – δεν έχουν δηλαδή σε καμία περίπτωση καλυτερεύσει, παρά τη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης και του ΑΕΠ, τη δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας, της εγκληματικότητας κλπ.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η πτώση του ΑΕΠ κατά 40 δις €, κυρίως λόγω της πολιτικής λιτότητας, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των δημοσίων εσόδων κατά 10 δις € ετήσιαόσο δηλαδή ο φόρος των ακινήτων (χαράτσι) για 10 χρόνια, έντεκα φορές την αξία της ΔΕΗ (!) και σαράντα φορές την αξία της Τράπεζας της Ελλάδας (με το σύνολο των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, από την εκποίηση δηλαδή των δημοσίων επιχειρήσεων, να υπολογίζεται μόλις 3 δις € παραπάνω – στα 13 δις €!).

Σήμερα λοιπόν, μετά από μία καταστροφική ύφεση, μετά από την απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, καθώς επίσης μετά από μία διαγραφή χρέους 106 δις €, η οποία μας εξευτέλισε διεθνώς, καταστρέφοντας παράλληλα τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά μας ταμεία, το δημόσιο χρέος μας τοποθετείται (αυθαίρετα) στα 345 δις € ή στο 175% του ΑΕΠ μας – ενώ δεν διαφαίνεται καμία προοπτική για το μέλλον μας.

Την ίδια στιγμή η Αγροτική Τράπεζα έχει εκποιηθεί έναντι 95 εκ. €, έχουμε επιβαρυνθεί με χρέη της ύψους περί τα 12 δις €, η Δωδώνη εκποιείται έναντι 21 εκ. € (!), ενοικιάζεται σκανδαλωδώς μία τεράστια έκταση εντός της Αθήνας μόλις για 0,45 το τετραγωνικό μέτρο (!), το χρηματιστήριο μας έχει καταρρεύσει, η αγορά ακινήτων επίσης, οι κερδοφόρες κοινωφελείς επιχειρήσεις προγραμματίζεται να ιδιωτικοποιηθούν με εξευτελιστικό τίμημα, οι τράπεζες έχουν χρεοκοπήσει, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι νέοι Έλληνες μεταναστεύουν, η Ελλάδα έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας, καθώς επίσης τόσα πολλά άλλα, τα οποία είναι εξαιρετικά οδυνηρό να αναφέρει κανείς.

Όσον αφορά δε το «ευρωπαϊκό όνειρο», τη δημιουργία δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, εάν πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατόν να συμβεί με την πρωσική Γερμανία εντός της ΕΕ και με πρωτεύουσα το Βερολίνο, οφείλει να «ψηφίσει» υπέρ – σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση όμως είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί, ακόμη και με κίνδυνο να καταρρεύσει εντελώς το βιοτικό του επίπεδο ή/και το κοινό νόμισμα.

Περαιτέρω, η Ελλάδα είχε μεν πολύ καλύτερες λύσεις στο παρελθόν, συνεχίζει όμως να έχει κάποιες – αρκεί φυσικά να βρεθεί μία επαρκής, υπερήφανη και θαρραλέα  κυβέρνηση, η οποία να έχει την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά, λέγοντας παράλληλα ολόκληρη την αλήθεια στους Έλληνες Πολίτες, όσο οδυνηρή και αν υποθέσουμε ότι θα ήταν.

Άλλωστε εκείνοι που πληρώνουν το τίμημα πρέπει και να αποφασίζουν, έχοντας γνώση – όχι να υπεξαιρείται η ψήφος τους για δεύτερη φορά, μέσω κενών υποσχέσεων, οι οποίες ήταν εκ των προτέρων γνωστό στους κυβερνώντες ότι δεν πρόκειται να τηρηθούν.

Ολοκληρώνοντας, την επόμενη εβδομάδα δεν κρίνονται τα νέα μέτρα λιτότητας των 13,5 δις € ή ο εργασιακός μεσαίωνας που προγραμματίζεται, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά η νομιμοποίηση της κυβέρνησης να τα επιβάλλει, καθώς επίσης η έγκριση ή μη της πολιτικής υποτέλειας που ακολουθεί – εκτός αυτού, τόσο το μέλλον των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, όσο και η επιβίωση ή όχι της Δημοκρατίας στον πλανήτη.

Υπενθυμίζουμε τέλος ότι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία – όπως επίσης οδυνηρές θυσίες, εάν επιθυμεί ένας λαός να διατηρήσει την εθνική του κυριαρχία, την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια του.   

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 04. Νοεμβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2733.aspx

"Plan A" και "Plan B" υπάρχουν στην πολιτική μονόδρομοι;

"Plan A" και "Plan B", υπάρχουν στην πολιτική μονόδρομοι;

 

Του Γιάννη Τζάλλα

 

 

Μια κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά μπορεί να οδηγηθεί σε αναγκαστικούς συμβιβασμούς, σε υπαναχωρήσεις κι οπισθοδρομήσεις λόγω αρνητικών ή «ευαίσθητων» γι΄ αυτήν πολιτικών συσχετισμών. Μια κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά είναι ένα «plan B», ένα εναλλακτικό σχέδιο.

Υπάρχει η άποψη πως είναι μονόδρομος για τον ΣΥΡΙΖΑ να θέσει το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής μαζί με τις άλλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς το εναλλακτικό σχέδιό του για την κοινωνική αλλαγή σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αυτό το σχέδιο, γράφει ο Γ. Μηλιός σε άρθρο του στην Αυγή, δεν είναι απλώς το "Plan A", είναι το μοναδικό σχέδιο που υπάρχει, δεν υπάρχει "Plan B".

 "Η εναλλακτική πρόταση της εθνικής αναδίπλωσης, της περιχαράκωσης εντός των συνόρων, οδηγεί σε μια αναγκαστική συμμαχία με την εθνική αστική τάξη, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την επιπλέον υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, θα στραφεί αναγκαστικά ενάντια στους μετανάστες αλλά και σε όσα κράτη δυνητικά αποτελούν «ανταγωνιστές» της χώρας «μας». Αυτή η στρατηγική όχι απλώς δεν βρίσκεται στα «αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ», αλλά δεν είναι καν αριστερή, είναι εθνικιστική-αστική στρατηγική." (Η Αυγή 21/10/2012)

Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη του καθηγητή Μηλιού κι αποτελεί την αφετηρία του συλλογισμού μου. Ας δούμε λίγο ποιο είναι αυτό το "Plan A" του ΣΥΡΙΖΑ.

Αναφέρω επιγραμματικά:

* Ακύρωση μνημονίων και καταγγελία δανειακών συμβάσεων

* Κοινωνική προστασία – Ανασύσταση και εξυγίανση του κοινωνικού κράτους

* Επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του με ρυθμό αποπληρωμής που συνδέεται με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας

* Δημοσιονομική σταθεροποίηση και παραγωγική ανασυγκρότηση

* Κρατικοποίηση τραπεζών – ΔΕΚΟ

* Αναδιοργάνωση θεσμών και πολιτικού συστήματος

* Δημόσια διοίκηση – αποκέντρωση

* Παιδεία – επιστήμες – πολιτισμός

* Επίλυση του μεταναστευτικού ζητήματος – χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων

* Απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ – κλείσιμο των στρατιωτικών βάσεων

Τα παραπάνω σημεία που αφορούν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσονται σε μια πορεία προς τον στρατηγικό στόχο του κόμματος, που δεν είναι άλλος από τον σοσιαλισμό και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Η ύπαρξη και μόνο ενός τέτοιου "plan A", προϋποθέτει, νομίζω, απαραιτήτως την ύπαρξη ενός "plan B". Κι εξηγούμαι:

Δεν είναι αυτονόητο πως η πραγματοποίηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, προϋποθέτει την βαθιά ρήξη με ευρωπαϊκές συνθήκες που έχουν ήδη υπογράψει προηγούμενες κυβερνήσεις;

Δεν θα έρθει σε ρήξη με τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τα αποτελέσματά της; Το άρθρο 73β της εν λόγω συνθήκης προβλέπει απαγόρευση "οποιουδήποτε περιορισμού των κινήσεων κεφαλαίων". ενώ με το άρθρο 102α υιοθετείται η "αρχή της οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό".

Πώς είναι δυνατόν να γίνουν κρατικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, επιστροφή των ΔΕΚΟ καθ΄ ολοκληρία στο δημόσιο χωρίς την κοινωνικοποίηση των κεφαλαίων και των μερισμάτων των ιδιωτών;

Πώς θα γίνει η παραγωγική ανασυγκρότηση στη γεωργία π.χ., όταν η χώρα δεσμεύεται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) πως μπορεί να χρησιμοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα ώστε να υποστηρίξει με αυτόν τον τρόπο την συνεταιριστική αναδιοργάνωση της γεωργικής παραγωγής σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης;

Πώς μπορούμε να μιλάμε για επίλυση του μεταναστευτικού ζητήματος και χορήγηση αδειών παραμονής και ταξιδιωτικών εγγράφων, χωρίς να θεωρούμε αυτονόητη την ταυτόχρονη ρήξη με τη συνθήκη Δουβλίνο 2 και τα ευρωπαϊκά στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών;

Και για να μην μακρηγορώ, ενδεικτικά αναφέρω το σύμφωνο σταθερότητας, τη συνθήκη της Σορβόνης και τη διακήρυξη της Μπολόνια για την παιδεία, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ με όλες τις επακόλουθες συνέπειες.

Πώς μπορεί κανείς να μιλά για σοσιαλισμό αν δεν έρθει σε βαθιά ρήξη με όλα τα παραπάνω; Και άραγε τα ευρωπαϊκά και διεθνή κεφάλαια και οι υπερεθνικές δομές τους (γιατί, ας μην αυταπατόμαστε, αυτό είναι η ΕΕ), θα κάτσουν "με σταυρωμένα τα χέρια" να μας βλέπουν να οικοδομούμε σοσιαλισμό και δεν θα σπεύσουν να στραγγαλίσουν την χώρα με όποιο μέσο, φανερό ή κρυφό, νόμιμο ή παράνομο, θεσμικό ή εξωθεσμικό ακόμα και …παρακρατικό βρεθεί στη διάθεσή τους;

Ο μόνος τρόπος να πραγματοποιήσουμε το "plan A" λοιπόν, είναι να επεξεργαστούμε το "plan B". Το πώς δηλαδή θα σταθούμε στα πόδια μας και θα απαντήσουμε στη λυσσαλέα μάχη που θα ακολουθήσει ο σχηματισμός Αριστερής Κυβέρνησης προς μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Είναι το ίδιο μια "κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά" με μια "κυβέρνηση της Αριστεράς"; Και βέβαια όχι κι αυτό το γνωρίζουμε όλοι. Μια κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά μπορεί να οδηγηθεί σε αναγκαστικούς συμβιβασμούς, σε υπαναχωρήσεις κι οπισθοδρομήσεις λόγω αρνητικών ή "ευαίσθητων" γι΄ αυτήν πολιτικών συσχετισμών. Μια κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά είναι ένα "plan B", ένα εναλλακτικό σχέδιο!

Το "plan A" στο οποίο πρέπει να στρέψουμε όλες μας τις δυνάμεις είναι η "κυβέρνηση της Αριστεράς". Μόνο ένα μετωπικό σχήμα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμπορευτεί με το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς θα έχει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στη σκληρή δοκιμασία της εφαρμογής του προγράμματός μας και προς αυτή την κατεύθυνση και παρά τις δυσκολίες, οι πιέσεις μας πρέπει να είναι έντονες και συνεχείς.

Ήδη έχουν ακουστεί πολλά περί "εθνικής αναδίπλωσης", "αναγκαστική συνεργασία με την ελληνική αστική τάξη" ακόμα και "εθνικισμό" (!) στο βαθμό που υπάρχει προς επεξεργασία μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την ευρύτερη Αριστερά μια πρόταση που προβάλλει το "Καμία θυσία για το Ευρώ" και υποστηρίζει πως η ΕΕ δεν είναι μονόδρομος για τους λαούς της Ευρώπης. Είμαι σίγουρος πως θα ακουστούν ακόμη περισσότερα.

Έχει ήδη εκφραστεί δημόσια μια, κατά τη γνώμη μου, σχεδόν "βολονταριστική" αντίληψη για την "Ευρώπη που θέλουμε", μια άποψη που μοιάζει να συγχέει τον εδαφικό προσδιορισμό "Ευρώπη" με την ΕΕ και να παραγνωρίζει τον ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ένωσης. Μιλά για την ταξική πάλη σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς όμως να λαμβάνει αρκετά σοβαρά υπόψιν πως λόγω αφενός του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης και αφετέρου του "αδύναμου κρίκου" της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, μπορεί οι εξελίξεις στην Ελλάδα (στο συγκεκριμένο εθνικό πλαίσιο δηλαδή) να είναι ραγδαίες κι αποφασιστικής σημασίας.

Η ταξική πάλη μπορεί να οξυνθεί απότομα και σε ένα καθεστώς όπου "οι επάνω" δεν μπορούν να κυβερνήσουν και "οι κάτω" δεν θέλουν να κυβερνηθούν, το ζήτημα της εξουσίας μπορεί να τεθεί πολύ νωρίτερα απ΄ ότι περιμένουμε. Σε καμία περίπτωση η παραμονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ στο όνομα ενός πανευρωπαϊκού σοσιαλιστικού οράματος δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για κάποια υπαναχώρηση από το πρόγραμμά μας, για κάποια καθυστέρηση, για κάποια αναμονή μέχρι οι συνθήκες να ωριμάσουν και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Η επικράτηση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα και η πάλη κατά των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κυβερνήσεων είναι ο στόχος που θα δώσει επιπλέον ώθηση στο ευρωπαϊκό και γιατί όχι, στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Η επικράτηση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα ως ένα πρώτο βήμα θα είναι μια αποφασιστική διεθνιστική νίκη. Η οργάνωση και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σε εθνικό επίπεδο, η αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων και η ανάπτυξη νέων δομών εξουσίας είναι το επαναστατικό στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί την επόμενη μέρα. Και σε αυτή την κατεύθυνση, σε αυτόν τον "μονόδρομο" για την ελληνική εργατική τάξη, η διεθνιστική αλληλεγγύη, η συμπόρευση όχι μόνο με το ευρωπαϊκό αλλά με το παγκόσμιο εργατικό κίνημα είναι το όπλο μας.

 

ΠΗΓΗ:  25 Οκτωβρίου 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=7300

ΚΥΠΡΟΣ, ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ

ΚΥΠΡΟΣ, ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ:

Η Κομισιόν, αφού απομόνωσε έντεχνα ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου από το διεθνή δανεισμό, με τη βοήθεια της Fitch και της ΕΚΤ, την υποχρέωσε να συνθηκολογήσει – προφανώς με γεωπολιτικές σκοπιμότητες

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

"Το 1960 η Κύπρος ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, από την κάποτε μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη – από τη Μ. Βρετανία. Μερικά χρόνια αργότερα, το νησί χωρίσθηκε de facto στα δύο, μετά την εισβολή της Τουρκίας – ενώ το 2004 εισήλθε, το ελεύθερο μέρος, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σχετικά γρήγορα, το 2008, το ευρώ αντικατέστησε την κυπριακή λίρα – με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν το ίδιο έτος τα προβλήματα, τα οποία ενδεχομένως θα οδηγήσουν ξανά την Κύπρο στην ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής της ανεξαρτησίας. Δυστυχώς, η σημερινή κρίση μπορεί να την μεταβάλει σε ένα είδος προτεκτοράτου της Ευρωζώνης, σε μία χώρα της Γερμανικής Κοινοπολιτείας καλύτερα, όπως και την Ελλάδα".

Ανάλυση

Οι αιτίες της κυπριακής κρίσης δανεισμού μοιάζουν να είναι κάτι ενδιάμεσο, μεταξύ των προβλημάτων της Ισπανίας ή/και της Ιρλανδίας, καθώς επίσης της Ελλάδας. Από τη μία πλευρά θεωρείται ότι, η έντονη οικοδομική δραστηριότητα δημιούργησε μία φούσκα στην αγορά ακινήτων, το σπάσιμο της οποίας οδήγησε στην πτώση των τιμών – η οποία έφερε στην επιφάνεια, σε συνδυασμό με την ελληνική κρίση, τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού της τομέα.

Από την άλλη πλευρά, κατηγορείται ο διογκωμένος δημόσιος τομέας της (αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, μεγάλες αμοιβές) ο οποίος, σε συνδυασμό με τις υψηλές συντάξεις, λέγεται πως ευθύνεται για τα σχετικά υψηλά ελλείμματα στον προϋπολογισμό της.

Ο συνδυασμός τώρα των παραπάνω «γεγονότων», φαίνεται πως οδήγησε στην απομόνωση της Κύπρου από τις χρηματαγορές – από τις οποίες αδυνατούσε πλέον να δανεισθεί με βιώσιμα επιτόκια. Κατά τους οικονομολόγους του νησιού, πρόκειται για μία κρίση ρευστότητας – σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία, σύμφωνα βέβαια με τους ίδιους, χαρακτηρίζεται από μία κρίση βιωσιμότητας του χρέους.

Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση της Κύπρου επέλεξε αρχικά να καταφύγει στο δανεισμό 2,5 δις € από τη Ρωσία, με επιτόκιο 4,5% – έτσι ώστε να αποφύγει τη «βοήθεια» της Ευρώπης και ειδικά την εισβολή του ΔΝΤ στην επικράτεια της, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (υφεσιακά προγράμματα λιτότητας, λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας κοκ.).

Ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν η ενδεχόμενη επιβολή της αύξησης του φόρου εισοδήματος (10%), η οποία θα ανάγκαζε πολλές ξένες επιχειρήσεις να «μεταναστεύσουν» – αφού η εγκατάσταση τους εκεί οφείλεται κυρίως στους χαμηλούς συντελεστές φορολόγησης τους (φορολογικός παράδεισος).

Περαιτέρω, κατά τη δική μας άποψη, η κυπριακή κρίση δανεισμού μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη της Ισλανδίας – αφού το βασικό πρόβλημα και των δύο χωρών ήταν για την Ισλανδία (είναι ακόμη για την Κύπρο), το υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και στις δύο χώρες, το ξέσπασμα της κρίσης έφερε στην επιφάνεια το τεράστιο αυτό πρόβλημα τους – όπου, στην περίπτωση της Κύπρου, η παράλληλη ελληνική κρίση, ιδιαίτερα η διαγραφή χρέους (PSI), επιδείνωσε κατά πολύ την ήδη άσχημη κατάσταση της.

Ο παρακάτω συγκριτικός Πίνακας Ι, ο οποίος αποτυπώνει τα μεγέθη των δύο χωρών σε δολάρια το 2011, θα μας βοηθήσει στην περαιτέρω ανάλυση μας:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Οικονομικοί δείκτες της Κύπρου και της Ισλανδίας το 2011 (προβλέψεις), σε δις $

Δείκτες

Κύπρος

Ισλανδία

 

 

 

ΑΕΠ

24,95

14,05

Ρυθμός ανάπτυξης

0,5%

3,1%

Γεωργία/ΑΕΠ

2,4%

5,4%

Βιομηχανία/ΑΕΠ

16,5%

24,7%

Υπηρεσίες/ΑΕΠ

81,1%

69,9%

Εργαζόμενοι

414.100

175.700

Ανεργία

7,71%

7,4%

Έλλειμμα προϋπολογισμού

-6,5%

-4,4%

Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ

65,8%

128,3%

Εξαγωγές

2,16

5,3

Εισαγωγές

8,03

4,5

Εμπορικό έλλειμμα/πλεόνασμα

-5,87

0,80

Εμπορικό έλλειμμα/ΑΕΠ

-23,53%

5,69%

Εξωτερικό χρέος

35,87

124,5

Εξωτερικό χρέος/ΑΕΠ

143,7%

886,1%

Πηγή: CIA World Factbook. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα Ι, το μεγάλο πρόβλημα της Κύπρου είναι το εμπορικό έλλειμμα (πλεόνασμα η Ισλανδία), σε σχέση με το ΑΕΠ – με τη γεωμετρική αύξηση του δημοσίου και εξωτερικού χρέους της Ισλανδίας, λόγω της υπερχρέωσης των τραπεζών της, να δείχνει το δρόμο που θα οδηγηθεί η Κύπρος, η οποία πάσχει (επί πλέον) από την ίδια ασθένεια.    

Η «ειδοποιός» διαφορά φυσικά μεταξύ των δύο χωρών, η οποία ίσως αποδειχθεί μοιραία για την Κύπρο, είναι αφενός μεν το νόμισμα, αφετέρου η συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με τη «γεωπολιτική» της θέση – αφού η Ισλανδία, σε μία σχετικά ουδέτερη γεωγραφική ζώνη, είχε την (επώδυνη) δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος της, καθώς επίσης την ανεξαρτησία, αλλά και το θάρρος, να αρνηθεί την ανάληψη των τραπεζικών χρεών από τους Πολίτες της (αν και συνυπολογίζονται ακόμη στα εξωτερικά χρέη της).    

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Κύπρος, όσο η Ισπανία και η Ιρλανδία, δεν είχαν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, αλλά ούτε και υψηλό δημόσιο χρέος, πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η Κύπρος δε το 2008 είχε ένα πλεόνασμα της τάξης του 0,9% και δημόσιο χρέος χαμηλότερο από το 50% του ΑΕΠ της – πολύ λιγότερο δηλαδή, από αυτό που απαιτείται από τη συμφωνία του Μάαστριχτ.  

Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΦΟΥΣΚΑ

"Λίγο μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, τον Οκτώβριο του 2008, το 85% του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας κατέρρευσε – με αποτέλεσμα να αλλάξουν τα πάντα στη χώρα, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι τρεις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες τελικά χρεοκόπησαν, είχαν αποκτήσει το δεκαπλάσιο μέγεθος του ΑΕΠ της Ισλανδίας, παρά το ότι είχαν ιδιωτικοποιηθεί μόλις το 2002 – ενώ μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχαν εξαγοράσει, με τη βοήθεια της άμετρης μόχλευσης, πολυάριθμες επιχειρήσεις στη Σκανδιναβία, στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία". 

Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος της Κύπρου έχει συνολικό ισολογισμό της τάξης των 152 δις € – γεγονός που σημαίνει ότι, υπερβαίνει το ΑΕΠ της χώρας κατά περίπου οκτώ φορές. Τέτοιες τρομακτικές διαστάσεις γνωρίζουμε μόνο από την Ιρλανδία και την Ισλανδία – χώρες οι οποίες οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία, από τον τραπεζικό τους τομέα (όπως και η Ουρουγουάη). Εν τούτοις, δεν είναι μόνο το μέγεθος ανησυχητικό για την Κύπρο – αλλά και η μεγάλη εξάρτηση των τραπεζών της από την Ελλάδα (όπου φυσικά οι κυπριακές τράπεζες κέρδισαν πάρα πολλά χρήματα τα τελευταία χρόνια).

Ειδικότερα, από τη μία πλευρά έχουμε τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία κατέχουν κυπριακές τράπεζες – με την Τράπεζα Κύπρου να διαθέτει ομόλογα αξίας 2,4 δις €, καθώς επίσης την μικρότερη της, την Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα, να έχει στα βιβλία της ομόλογα αξίας 3,4 δις €. Η διαγραφή χρέους της Ελλάδας (PSI) υποχρέωσε τις δύο αυτές τράπεζες να «αποσβέσουν» περί τα 3 δις € (4,2 δις € οι τρεις μεγαλύτερες) – ποσόν που αντιστοιχεί με το 17% περίπου του κυπριακού ΑΕΠ (σε μία εποχή, το Μάρτιο του 2012, όπου η Κύπρος θα έπρεπε να πληρώσει τόκους άνω του 10%, εάν ήθελε να δανεισθεί από τις διεθνείς αγορές).

Περαιτέρω, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος της Κύπρου κατέχει, συνολικά, ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αξίας περίπου 14 δις € – αν και σε αυτό το ποσόν συμπεριλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Κύπρο και δεν υπάρχει λόγος να ανακεφαλαιοποιηθούν από το νησί (επειδή οι ελληνικές τράπεζες και εκεί έχουν πρόσβαση στο μηχανισμό ELA, ο οποίος χρηματοδοτείται από την ΕΚΤ). 

Από την άλλη πλευρά βέβαια, οι κυπριακές τράπεζες δεν έχουν μόνο χρεόγραφα του ελληνικού δημοσίου στην κατοχή τους, αλλά και τραπεζικά ομόλογα, αξίας 5 δις € – καθώς επίσης δάνεια στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας, συνολικής αξίας περί τα 22 δις €.

Στην περίπτωση τώρα που η Ελλάδα δεν θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την  Ευρωζώνη (κάτι για το οποίο συνεχίζουν να αμφιβάλλουν οι αγορές), η ενδεχόμενη διαγραφή ομολόγων και απαιτήσεων εκ μέρους των κυπριακών τραπεζών θα παρέμενε σε ελεγχόμενα επίπεδα. Εάν όμως η Ελλάδα επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου θα ήταν αδύνατον να διασωθεί – αφού, σε μία τέτοια περίπτωση, οι ζημίες υπολογίζονται πως θα ήταν της τάξης των 19 δις € ή πάνω από το 100% του ΑΕΠ της Κύπρου.

Ολοκληρώνοντας, τα μικρά σχετικά ελλείμματα του προϋπολογισμού της Κύπρου, τα οποία εμφανίσθηκαν μετά το 2008, δεν οφείλονται (ακόμη) στο κόστος διάσωσης των τραπεζών της – αλλά στην πολιτική λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, η οποία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός της εταίρος (Πίνακας ΙΙ). Ειδικότερα, η μείωση της ζήτησης στην Ελλάδα είχε σαν συνέπεια τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης της Κύπρου – με αποτέλεσμα να αυξηθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, η ανεργία κλπ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Κύπρου το 2011

Χώρα

Εξαγωγές

Εισαγωγές

 

 

 

Ελλάδα

26,2%

21,5%

Μ. Βρετανία

10,2%

9,2%

Γερμανία

5,6%

8,1%

Ισραήλ

 

10,4%

Ιταλία

 

8,3%

Πηγή: CIA. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η κρίση στην πραγματική οικονομία της Κύπρου, οφείλεται αφενός μεν στον περιορισμό της ζήτησης στην Ελλάδα, αφετέρου στο μειωμένο δανεισμό των επιχειρήσεων της από τις τράπεζες – ενώ η ενδεχόμενη χρηματοπιστωτική της καταστροφή θα ήταν το αποτέλεσμα της υπερδιόγκωσης του τραπεζικού της κλάδου, η οποία ήλθε στην επιφάνεια, μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης.

Ο ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η Κύπρος δανείσθηκε 2,5 δις € από τη Ρωσία, με επιτόκιο 4,5% έτσι ώστε να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τα προβλήματα των τραπεζών της. Κατά τους πλέον συντηρητικούς υπολογισμούς και με την προϋπόθεση ότι, δεν θα συμβεί το «μοιραίο» στην Ελλάδα (κάτι που είναι περισσότερο επικίνδυνο από ποτέ, με φόντο το 2013, κατά την άποψη μας), απαιτούνται τουλάχιστον τα τετραπλάσια, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αν και η Κύπρος θα μπορούσε αναμφίβολα να δανεισθεί περαιτέρω ένα τέτοιο ποσόν από τη Ρωσία, η Ευρώπη είναι αντίθετη – επειδή θέλει να εμποδίσει την αύξηση της επιρροής της Ρωσίας στο νησί. Ειδικότερα, η Κύπρος είναι παραδοσιακά φιλικά προσκείμενη προς τη Ρωσία, έχοντας όχι μόνο «πολιτιστικούς δεσμούς» αλλά και οικονομικούς – αφού είναι το χρηματοπιστωτικό κέντρο πολλών ρωσικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ιδρύσει εκεί υπεράκτιες εταιρείες (offshore).

Παράλληλα, λόγω των πολύ χαμηλών συντελεστών φορολόγησης, σε συνδυασμό με ένα εξαιρετικά φιλελεύθερο επιχειρηματικό πλαίσιο, η χώρα αποτελεί το αγαπημένο κέντρο εγκατάστασης πολλών διεθνών επενδυτών – οι οποίοι «τοποθετούνται» από εκεί στη Ρωσία, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τη χαμηλή φορολόγηση και τη νομική σιγουριά ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης.

Δεν είναι όμως μόνο οι «νομοταγείς» επενδυτές αυτοί οι οποίοι χρησιμοποιούν την Κύπρο ως κέντρο των δραστηριοτήτων τους στη ρωσική αγορά – αφού την ίδια στιγμή είναι ο τόπος εγκατάστασης «παράνομων ομάδων» οι οποίες, μέσω των υπεράκτιων εταιριών που διαθέτουν στο νησί, έχουν τη δυνατότητα ξεπλύματος μαύρου χρήματος κοκ.

Για όλες τις παραπάνω αιτίες, η Κύπρος είναι πολύ συνδεδεμένη με τη Ρωσία – ενώ μένουν εκεί περί τους 40.000 Ρώσους (το 5% του συνολικού πληθυσμού), διατίθενται ρωσικές εφημερίδες, λειτουργούν ρωσικά σχολεία, ραδιοφωνικοί σταθμοί, καταστήματα ένδυσης, εστιατόρια στα οποία ομιλούνται ρωσικά κλπ. Εκτός αυτού, περίπου το 25% των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες προέρχεται από τη Ρωσία – ενώ, παρά το ότι η Κύπρος την ζημιώνει περί το 1 δις € ετησίως (διαφυγόντα φορολογικά έσοδα από το ρωσικό δημόσιο), παραμένει συμπαθής, λόγω της σημαντικότατης γεωπολιτικής θέσης της.    

Αναλυτικότερα, επειδή στη Συρία, στο μοναδικό δηλαδή λιμάνι του ρωσικού πολεμικού ναυτικού στη Μεσόγειο, η κατάσταση είναι εντελώς αβέβαιη και εκρηκτική, η ενδεχόμενη «προσάρτηση» της Κύπρου ως συμμάχου θα ήταν, από γεωπολιτικής πλευράς, αποφασιστικής σημασίας για τη Ρωσία – αφού θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μεσοπρόθεσμα ένα κυπριακό λιμάνι για το πολεμικό ναυτικό της.

Παράλληλα, τα δικαιώματα εξόρυξης φυσικού αερίου, μεγάλες ποσότητες του οποίου φαίνεται πως έχουν ανακαλυφθεί στο θαλάσσιο υπέδαφος της Κύπρου, ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες της Ρωσίας – όπως επίσης τις ευρωπαϊκές, τις αμερικανικές και τις κινεζικές.

Επειδή λοιπόν η Κύπρος αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως έναν δυνητικό στρατηγικό εταίρο, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά ενδιαφέροντα (συμφέροντα), η Κομισιόν προσπάθησε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, να την υποχρεώσει να υπαχθεί στο μηχανισμό στήριξης – αρχικά με τη βοήθεια της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης της Κυπριακής Λαϊκής Τράπεζας, ύψους 1,8 δις €. Φυσικά τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν από τη Ρωσία, δια μέσου μίας διακρατικής συμφωνίας δανεισμού – γεγονός που γνωρίζει πολύ καλά η Ευρώπη.

Εν τούτοις, η ΕΕ είχε ένα δεύτερο, πολύ πιο δυνατό και «σκληρό» χαρτί στα χέρια της, έτσι ώστε να αναγκάσει την Κύπρο να συνθηκολογήσει. Στα πλαίσια αυτά, κάνοντας χρήση δηλαδή του δεύτερου χαρτιού της, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι, λόγω της υποτίμησης των ομολόγων του κυπριακού δημοσίου εκ μέρους της Fitch, δεν θα τα έκανε πλέον αποδεκτά ως εγγύηση στο Ευρωσύστημα – μία απόφαση, η οποία είναι επιτρεπτή από τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της ΕΚΤ.

Όμως, δεν εφαρμόσθηκε κάτι ανάλογο, σε σχέση με τις υπόλοιπες προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, εκ μέρους της ΕΚΤ – αφού ακόμη και τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου ήταν αποδεκτά ως εγγύηση. Επομένως, εάν φυσικά είναι σωστές οι πηγές και η πληροφόρηση μας, επρόκειτο για μία εμφανώς «εχθρική ενέργεια», η οποία είχε διαφορετικό σκοπό, από αυτόν που τυπικά ανακοινώθηκε.  

Ειδικότερα, με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ απομόνωσε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου, από έναν ενδεχόμενο διεθνή δανεισμό – φυσικά δε από το δανεισμό της εκ μέρους της Ρωσίας, η οποία θα ήταν πολύ δύσκολο να αναλάβει πλέον τη διάσωση ενός διογκωμένου τραπεζικού συστήματος, με συνολικό ισολογισμό της τάξης των 152 δις €.

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Το κυπριακό φορολογικό σύστημα είναι σε τέτοιο βαθμό φιλελεύθερο, ώστε δεν μπορεί κανείς να το «απελευθερώσει» περισσότερο, μέσω ενδεχόμενων διαρθρωτικών αλλαγών – παρά το ότι (θεωρητικά) κυβερνάται από ένα σοσιαλιστικό κόμμα και έναν πρόεδρο, ο οποίος αυτοαποκαλείται «το κόκκινο πρόβατο» της Ευρώπης (σοσιαλισμός και «νόμιμη φοροδιαφυγή», είναι μάλλον ασύμβατες μεταξύ τους έννοιες). Ακόμη περισσότερο, τόσο το φορολογικό, όσο και το νομικό σύστημα της Κύπρου, λέγεται πως δεν έχει να ζηλέψει τίποτα, ακόμη και από τα πλέον νεοφιλελεύθερα καθεστώτα. 

Περαιτέρω, οι δύο σημαντικότεροι πυλώνες της κυπριακής οικονομίας είναι ο τουρισμός και η χρηματοπιστωτική βιομηχανία – με την τελευταία να στηρίζεται κυρίως στο χαμηλό συντελεστή φορολόγησης των κερδών (10%) ο οποίος, σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους αποφυγής της φορολογίας, είναι παγκοσμίως ασυναγώνιστος.

Εάν τώρα η Κύπρος αύξανε το συντελεστή φορολόγησης, τότε το δημόσιο της δεν θα εισέπραττε λιγότερα χρήματα, αλλά ενδεχομένως σχεδόν καθόλου. Τα «μοντέλα εξοικονόμησης φόρων», με τα οποία προσελκύονται επιχειρήσεις και επενδυτές από όλο τον πλανήτη, στηρίζονται κυρίως στο συγκεκριμένο συντελεστή – με αποτέλεσμα, η οποιαδήποτε αλλαγή του (κάτι ανάλογο ισχύει και στην Ιρλανδία), να κατάστρεφε εντελώς την οικονομία της χώρας.

Επομένως, εάν η Ευρώπη απαιτούσε, με αντάλλαγμα τη «διάσωση» της Κύπρου, την αύξηση του συντελεστή, η κατάρρευση του νησιού θα ήταν δεδομένη – παράλληλα φυσικά με την καταβαράθρωση του σχετικά υψηλού βιοτικού επιπέδου των κατοίκων του.

Από την άλλη πλευρά, το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων του στενού δημοσίου τομέα της χώρας οι οποίοι, όπως και στην Ελλάδα, ενοχοποιούνται για τη «χρεοκοπία» της πατρίδας τους (υψηλό κόστος κλπ.) είναι της τάξης των 52.000 – έναντι 414.100 συνολικά εργαζομένων.

Αποτελούν δηλαδή το 12,5% του συνόλου, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι περίπου 14,6%. Επομένως, δεν πρόκειται για ένα υπερβολικά διογκωμένο δημόσιο, όσο και αν επιχειρείται να εμφανιστεί ως τέτοιο, από τους συνδίκους των δανειστών της Κύπρου (Τρόικα).

Ολοκληρώνοντας, οι ενοποιημένοι λογαριασμοί της κεντρικής κυβέρνησης (προϋπολογισμός) και των υπό διαχείριση ταμείων της Κύπρου (σε χρηματική βάση το 2011) απεικονίζονται στον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Ενοποιημένοι λογαριασμοί σε χιλιάδες ευρώ, το 2011

Λογαριασμός

Ποσόν

Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

 

 

Δημόσια έσοδα και χορηγίες

6.589.531

37,10%

Δημόσιες Δαπάνες

7.674.110

43,21%

Δημοσιονομικό Έλλειμμα

-1.084.579

-6,01%

Πρωτογενές Ισοζύγιο

-549.260

 

 

 

 

Μισθοί και ημερομίσθια (δαπάνες)

1.947.811

10,97%

Συντάξεις και φιλοδωρήματα

549.345

3,09%

Πληρωμές ταμείων κοινωνικών ασφαλίσεων

1.367.881

7,79%

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Κύπρου. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Τα συνολικά έσοδα της Κύπρου το 2011 καταγράφονται από τη Eurostat στο 39,8% του ΑΕΠ της (40,9% της Ελλάδας, 35,1% της Ισπανίας, 35,3% της Ιρλανδίας), ενώ οι συνολικές δαπάνες στο 46,1% του ΑΕΠ της (50,1% της Ελλάδας, 43,6% της Ισπανίας και 48,1% της Ιρλανδίας).   

Από τον Πίνακα ΙΙΙ συμπεραίνουμε ότι, εφόσον βέβαια ο αριθμός των ΔΥ που πληρώνονται από το δημόσιο είναι πράγματι 52.000, ο μέσος καθαρός μισθός είναι εξαιρετικά υψηλός – της τάξης των 3.120 € (37.442 ετησίως), όπως ακριβώς και στην Ελλάδα, πριν από την εισβολή του ΔΝΤ. Επομένως, μία ενδεχόμενη μείωση του κατά 1.000 € μηνιαία (στα 2.100 € καθαρά, μείωση 35%), θα εξοικονομούσε περί τα 600 εκ. € καθαρά ή περί το 1 δις € μικτά – οπότε θα μηδενιζόταν εντελώς το έλλειμμα της Κύπρου.  

Εν τούτοις, το πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι το έλλειμμα – ο μηδενισμός του οποίου θεωρείται κάτι περισσότερο από εφικτός, είτε μέσω της μείωσης των δαπανών, είτε μέσω της αύξησης των εσόδων. Επίσης δεν είναι το δημόσιο χρέος, αφού πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης – όπως κάποτε της Ιρλανδίας και της Ισλανδίας.

Το μεγάλο πρόβλημα του νησιού είναι το υπερβολικά διογκωμένο και εξαιρετικά επικίνδυνο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο πρέπει με κάθε θυσία να περιορισθεί «εξυγιαινόμενο» – ενώ χρησιμοποιείται «εκβιαστικά» από την Κομισιόν, με στόχο την πλήρη υποταγή της Κύπρου στη «Γερμανική Κοινοπολιτεία».

Δυστυχώς για την Κύπρο, ο μηδενισμός του ελλείμματος, ακόμη και η επίτευξη μεγάλων πλεονασμάτων, είναι αδύνατον ποτέ να αντισταθμίσει τους κινδύνους του τραπεζικού της συστήματος – αφού το μέγεθος του υπερβαίνει πάνω από οκτώ φορές το ΑΕΠ της. Επομένως, η όποια πολιτική λιτότητας αποφασισθεί και εφαρμοσθεί, απλά θα επιδεινώσει περαιτέρω τα προβλήματα της, αντί να τα επιλύσει – ενώ αποκλειστικά και μόνο η εισβολή του ΔΝΤ και της Γερμανίας, ίσως αποδειχθεί μοιραία για το νησί.

Ειδικότερα, μία τέτοια εισβολή θα εκφοβίσει πιθανότατα τους επενδυτές και λοιπούς «καταθέτες», από τους οποίους ουσιαστικά ζει η Κύπρος – με αποτέλεσμα να την εγκαταλείψουν ξαφνικά και μαζικά, αναζητώντας σε άλλα κράτη το κέντρο εγκατάστασης των δραστηριοτήτων τους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο υπουργός οικονομικών του νησιού ήταν στέλεχος της Τράπεζας Κύπρου από το 1985, μέχρι το 2010 διεύθυνε το διοικητικό της συμβούλιο, ταυτόχρονα δε ήταν πρόεδρος της ένωσης τραπεζιτών της Κύπρου. Είναι μάλλον δύσκολο λοιπόν να απαιτήσει σήμερα, ως υπουργός οικονομικών, τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας του από την Ευρώπη, όταν ο ίδιος συνέβαλλε τα μέγιστα στην υπερδιόγκωση του – η οποία πιθανότατα θα κοστίσει στην πατρίδα του την εθνική της ανεξαρτησία, τη λεηλασία του ιδιωτικού και δημόσιου πλούτου της κοκ. (η τράπεζα Κύπρου χρειάστηκε 500 εκ. € από το δημόσιο για να μην χρεοκοπήσει – ενώ η Λαϊκή 1,8 δις €).

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, εάν οι πολίτες της Κύπρου υποχρεωθούν να αναλάβουν τα χρέη των τραπεζών τους (όπως οι Ιρλανδοί στο παρελθόν και οι Ισπανοί σύντομα), το μέλλον τους διαγράφεται εξαιρετικά σκοτεινό – σε πλήρη αντίθεση με την Ελλάδα, στην οποία απλά απαιτείται μία ικανή, επαρκής και θαρραλέα κυβέρνηση, για να ξεφύγει εντελώς από την οικονομική κρίση (υπενθυμίζουμε πως στην Οικονομία το πρόβλημα του δημοσίου χρέους είναι κατά πολύ πιο εύκολο στην επίλυση του, σε σχέση με το ιδιωτικό χρέος).  

Κατά την άποψη μας λοιπόν (μετά τη συγκεκριμενοποίηση των προβλημάτων των τραπεζών και εφόσον το ύψος των κεφαλαίων που απαιτούνται για την ολοκληρωτική διάσωση τους είναι μεγαλύτερο του 50% του ΑΕΠ της χώρας), η μοναδική λύση της Κύπρου είναι να «επιτρέψει» άμεσα στις όποιες υπερχρεωμένες τράπεζες της να χρεοκοπήσουν. Στη συνέχεια βέβαια να τις κρατικοποιήσει – κατά το παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου όμως δεν μπορούμε να «μετρήσουμε» τους «γεωπολιτικούς κινδύνους», αφού η Κύπρος ευρίσκεται, δυστυχώς ή ευτυχώς, σε μία εντελώς διαφορετική γεωγραφική θέση.   

Ολοκληρώνοντας, από την «εγκληματική» αντιμετώπιση της μικρής, πολύπαθης αυτής χώρας της Μεσογείου, φαίνεται δυστυχώς το σκοτεινό πρόσωπο της ηγεσίας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης αυτών που την κατευθύνουν από το παρασκήνιο – ένα πρόσωπο που, μέχρι στιγμής, δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι ελεύθεροι πολίτες της Ευρώπης.

 

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 21. Οκτωβρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2720.aspx